Οι ιδεολογικές ζυμώσεις που σημειώθηκαν στους ελληνόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των παροικιών τους στα τέλη του 18ου αιώνα και στις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου -ως συνέπεια και του Διαφωτισμού1- διαμόρφωσαν ένα κλίμα συλλογικότητας ως προς τη δράση των ατόμων, το οποίο εκφράστηκε με την ίδρυση φανερών και μυστικών οργανώσεων2. Οι Εταιρείες που δημιουργήθηκαν την εν λόγω περίοδο από τους ελληνόφωνους εντάσσονται σε ένα νεωτερικό πνεύμα, που έθετε το ζήτημα της εθνικής τους αποκατάστασης σε καινούριες βάσεις3. Στο πλαίσιο αυτό ιδρύθηκε και η Φιλική4, που στόχο είχε την αυτοτελή και αυτοδύναμη οργάνωση του έθνους, το οποίο στη συνέχεια θα οδηγείτο, κυριαρχικά και μέσα από την εκτίμηση των δικών του αναγκών, στην επίτευξη των προσφεροτέρων συμμαχιών. Σε συνδυασμό μάλιστα με μια γενικευμένη επαναστατική δράση οι όποιες συμμαχίες θα επέφεραν την επίτευξη του ποθούμενου, την απελευθέρωση των υποδούλων5.
Η δράση της Φιλικής -από το 1814 έως και το 1821- χωρίζεται σε δύο χρονικές περιόδους, με διαφορετικά καθεμία ποιοτικά χαρακτηριστικά. Στην πρώτη περίοδο (1814-1820) η Εταιρεία έθεσε ως στόχο την απελευθέρωση των ελληνόφωνων ορθοδόξων χριστιανών από τους Οθωμανούς, χωρίς όμως να έχει προσδιορίσει τον ακριβή τόπο και χρόνο της έναρξης της επαναστατικής κινητοποίησης6. Την ηγεσία της είχαν οι ιδρυτές της, οι οποίοι υποτίθεται πως ήσαν εκτελεστικά όργανα της υπέρτατης Αρχής. Η τελευταία αποτελούσε μια ασαφή έννοια, την οποία ο καθένας ερμήνευε ανάλογα με τις προσδοκίες του και τις φήμες που κυκλοφορούσαν. Την οργάνωση μονοπωλούσαν έως και το 1817 οι πρόσφατα ξενιτεμένοι από τον ελλαδικό χώρο μικροέμποροι και ορισμένοι στρατιωτικοί7. Οι όποιες ποιοτικές διαφοροποιήσεις σημειώθηκαν στους εταίρους εντοπίζονται από το 1818 και έπειτα, όταν η Φιλική επεκτάθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στη Ρωσία και επιδίωξε να εντάξει στους κόλπους της ευκατάστατους έμπορους και κοινοτικούς άρχοντες σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει οικονομική υποστήριξη και πολιτική επιρροή στους ελληνόφωνους πληθυσμούς της περιφέρειας8. Η πρώτη εξωστρεφής ενέργεια της Εταιρείας -από την ίδρυσή της- αποτέλεσε το Σύστημα των Δώδεκα Αποστόλων9. Σημαντικό επίσης μέτρο για την οργάνωση της Φιλικής υπήρξε η σύσταση Εφορειών (Φεβρουάριος 1819) σε διάφορες πόλεις εντός και εκτός Αυτοκρατορίας.
Η δεύτερη περίοδος -σαφώς μικρότερης χρονικής διάρκειας- (Απρίλιος 1820-Απρίλιος 1821) χαρακτηρίζεται από την αναδιοργάνωση της Φιλικής και τον μετασχηματισμό της, ως προς τα μέλη και τους στόχους της, υπό την ηγεσία πλέον του Αλ. Υψηλάντη (12.4.1820)10. Την ίδια περίοδο οριστικοποιήθηκε και ο χρόνος έναρξης της εξέγερσης11. Η Επανάσταση όμως στην Πελοπόννησο στην πραγματικότητα έθεσε την Εταιρεία στο περιθώριο, όπως τουλάχιστον είχαν οραματιστεί την πορεία της -τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της- κάποια άτομα άσημης κοινωνικής προέλευσης και περιορισμένης οικονομικής επιφάνειας12.
Χρονικό ορόσημο για την πορεία της οργάνωσης στην Πελοπόννησο αποτέλεσε το έτος 1818, καθώς τότε έγιναν ενέργειες για να ενταχθούν στους κόλπους της μέλη από τη συγκεκριμένη περιοχή. Το ενδιαφέρον της Εταιρείας για τον Μοριά σχετίζεται όχι μόνο με το ότι στα ανώτερα κλιμάκιά της υπήρχαν ικανοί και δραστήριοι Πελοποννήσιοι (Π. Σέκερης, Π. Αναγνωστόπουλος, Γρ. Δικαίος ή Παπαφλέσσας), αλλά και με το ότι η Πελοπόννησος διέθετε πλεονεκτήματα για την επίτευξη των επαναστατικών σχεδίων της Φιλικής (γεωγραφική θέση, πληθυσμιακό δυναμικό)13. Έκτοτε ο Μοριάς αποτέλεσε μια δεξαμενή άντλησης εταίρων14.
Παναγιώτης Σέκκερης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Γρηγόρης Δικαίος- Παπαφλέσσας |
Ποια απήχηση είχε η οργάνωση στην Πελοπόννησο από τις αρχές του 1818 και έως τον Μάρτιο του 1821, ποιους σκοπούς επεδίωξε να επιτύχει, ποιες κοινωνικές ομάδες προσέλκυσε και ποιες αλλαγές σημειώθηκαν στους προσανατολισμούς τη εξαιτίας της μύησης νέων μελών; Η υπάρχουσα βιβλιογραφία δεν έχει ασχοληθεί εκτενώς με σχετικά ερωτήματα15. Απαντήσεις σε κάποια από αυτά -όσον αφορά τη Μεσσηνία16- ευελπιστεί να δώσει η παρούσα μελέτη. Η εν λόγω περιοχή καθίσταται αντικείμενο έρευνας, καθώς ο θεσμός της κοινοτικής αυτοδιοίκησης17 και το εμπόριο αναπτύχθηκαν προεπαναστατικά σε σημαντικό βαθμό με συνέπεια να κυριαρχούν στα ανώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα της Μεσσηνίας οι προυχοντικοί άρχοντες και οι έμποροι18. Σκοπός λοιπόν της εργασίας -εκτός από την καταμέτρηση των Μεσσήνιων Φιλικών- είναι η σκιαγράφηση του κοινωνικοεπαγγελματικού τους προφίλ, ο εντοπισμός του χρόνου μύησης των εταίρων και των αιτίων που τους ώθησαν να ενταχθούν στην Εταιρεία, η διερεύνηση της στάσης των προυχόντων και των εμπόρων στη Φιλική, καθώς και των επιδιώξεών τους από την προσχώρησή τους στην οργάνωση. Επιπρόσθετα η Μεσσηνία γειτνίαζε με τη Μάνη, η οποία διέθετε τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις που θα επέτρεπαν την επέκταση της όποιας επαναστατικής κίνησης στη νότια Πελοπόννησο. Το δεδομένο αυτό κατευθύνει την έρευνα και στην Έξω Μάνη. Γίνεται, τέλος, προσπάθεια να ερμηνευτεί η συμπεριφορά των ανώτερων κοινωνικά και οικονομικά στρωμάτων της Μεσσηνίας στην προετοιμασία της Επανάστασης, όπως αυτή εκφράστηκε με τη συμμετοχή τους στη Φιλική.
Τεκμηριωτικές αναζητήσεις
Για να απαντηθούν τα ανωτέρω ερωτήματα χρειάζεται να εντοπιστούν οι πηγές εκείνες από τις οποίες θα προκύψουν τα σχετικά ποιοτικά και ποσοτικά συμπεράσματα19. Πολύτιμο υλικό στη μελέτη της συγκεκριμένης ομάδας αποτελεί το αρχείο Μ. Φερέτος, το οποίο ο καλαματιανός ιστοριοδίφης δώρισε προ ετών στα Γ.Α.Κ. του Νομού Μεσσηνίας. Το αρχείο στους 97 φακέλους του περιέχει -με αλφαβητική σειρά- βιογραφίες επιφανών Μεσσήνιων του 19ου αιώνα και κυρίως όσων έλαβαν ενεργό ρόλο στη Φιλική και στην Επανάσταση. Ο Φερέτος συγκέντρωσε το υλικό από βιβλιογραφικές αναφορές και την προσωπική του έρευνα στα Γ.Α.Κ. Αθηνών20.
Η εξέταση του αρχείου κατέδειξε αρχικά 255 άτομα τα οποία εμφανίζονται να μυούνται στην οργάνωση από τα μέσα του 1817 και έως τον Μάιο του 1821. Στη διάρκεια όμως της επεξεργασίας του υλικού έγινε φανερό πως για ένα υψηλό ποσοστό ατόμων (44%) δεν υπήρχαν οι επαρκείς αποδείξεις που θα τους ενέτασσαν ανεπιφύλακτα στους Φιλικούς. Θεωρήθηκε λοιπόν απαραίτητο να μην συμπεριληφθούν στην εξεταζόμενη ενότητα21, για να μην αλλοιώσουν τα όποια αποτελέσματα προέκυπταν.
Με τον αποκλεισμό των 112 προσώπων θα συμφωνούσε και ο Μ. Φερέτος, αφού συχνά και ο ίδιος πιθανολογεί τη συμμετοχή τους στην Εταιρεία. Επιπρόσθετα, για να μην αποκλειστούν άδικα ορισμένοι από τους φερόμενους ως Φιλικούς, ο γράφων προσπάθησε να εντοπίσει έστω και κάποια ένδειξη πως είχαν μυηθεί στην οργάνωση. Όλες όμως οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες.
Ο αποκλεισμός όσων δεν τεκμηριώνεται η ιδιότητα του Φιλικού, υπαγορεύτηκε και για έναν ακόμα λόγο. Η μυστική υπόσταση της Εταιρείας, η δημιουργία και η παραδοχή πολλών ανυπόστατων διαδόσεων και θρύλων και οι σκόπιμα ανακριβείς πληροφορίες των Φιλικών συσκότισαν ακόμα περισσότερο την πραγματικότητα. Σε αυτό συντέλεσε και το ότι οι ίδιοι οι εταίροι κατέστρεψαν στη διάρκεια της Επανάστασης για λόγους ασφαλείας μεγάλο όγκο πληροφοριών. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις υπαίτια για την απώλεια στοιχείων που αποδείκνυαν τη μύηση των ατόμων στην οργάνωση υπήρξε η αδιαφορία των απογόνων τους22. Η δυσκολία λοιπόν να εξακριβωθεί μετεπαναστατικά η ιδιότητα του Φιλικού επέτρεψε σε κάποιους να την οικειοποιηθούν, παραποιώντας την ιστορική αλήθεια ή διαδίδοντας ανακρίβειες με σκοπό να καθιερωθούν στη συλλογική μνήμη, ευελπιστώντας είτε την υστεροφημία τους, είτε μετεπαναστατικές απολαβές (προαγωγές, διορισμούς, συντάξεις)23. Στην προσπάθεια να μην αναπαράγουμε ακούσια συμφέροντα άλλων, διαιωνίζοντας τη «λογική» όσων κατασκεύασαν «παραποιημένα» στοιχεία, κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστούν μόνο 143 άτομα -από τα 255 24- τα οποία αποδεδειγμένα υπήρξαν μέλη της Εταιρείας βάσει των διασωθέντων αφιερωτικών και εφοδιαστικών τους εγγράφων25.
Πριν σχολιασθούν τα δεδομένα που προέκυψαν από την έρευνα στο αρχειακό υλικό, ας επισημανθεί ένα μειονέκτημα που παρουσιάζει το αρχείο Μ. Φερέτος. Επικεντρώνεται σε επώνυμους Μεσσήνιους, οι οποίοι διατέλεσαν Φιλικοί, ενώ δεν παραθέτει στοιχεία για τη συμμετοχή στην οργάνωση ατόμων από τα κατώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα της περιοχής, τα οποία θα κατείχαν -έως το 1820- τον βαθμό του Αδελφοποιτού (Βλάμης). Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να υπάρχει μονομερής παρουσίαση της ενότητας. Πιθανόν η συγκεκριμένη διαπίστωση να μην αποτελεί αρνητικό στοιχείο του αρχείου, αλλά να αποτυπώνει μια ιστορική πραγματικότητα. Το ενδιαφέρον της Εταιρείας να διεισδύσει μόνο σε ολιγομελείς κοινωνικές ομάδες της Μεσσηνίας και της Έξω Μάνης (κοινοτικοί άρχοντες, Καπετάνιοι, έμποροι), καθώς αυτές μπορούσαν μετά τη μύησή τους να κινητοποιήσουν τα λαϊκά στρώματα όχι μόνο στην οργάνωση, αλλά και στην επικείμενη εξέγερση. Ή το ότι η Φιλική δεν είχε στους Μεσσήνιους την απήχηση που η βιβλιογραφία θέλει να παρουσιάζει.
Οι Μεσσήνιοι Φιλικοί
Ως γνωστό η οργάνωση διείσδυσε έως και τις παραμονές της Επανάστασης σε όλα σχεδόν τα υπό οθωμανική κατοχή ελληνικά εδάφη διαμέσου ενός εκτεταμένου δικτύου τοπικών πυρήνων, καλλιεργώντας στα μέλη της τη συνήθεια -και την πείρα- της συλλογικότητας για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού26. Στην προκειμένη περίπτωση την απελευθέρωση των ελληνόφωνων ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον Σουλτάνο. Συντονισμένες ενέργειες για τον προσηλυτισμό εταιριστών από τον μεσσηνιακό χώρο ξεκινούν το καλοκαίρι του 1818 με τα ταξίδια Αποστόλων στη Μεσσηνία, οι οποίοι επιθύμησαν να εντάξουν σημαντικά πολιτικά και οικονομικά πρόσωπα της περιοχής στην Εταιρεία. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε πως από τους 118 Φιλικούς27 οι 106 (89,8%)28 μυήθηκαν την εν λόγω περίοδο. Βασική επιδίωξη των Αποστόλων στη Μεσσηνία, η οποία επιτεύχθηκε στις Κιτριές (2.8.1818), ήταν η μύηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, καθώς πίστευαν πως ο ηγεμόνας της Μάνης είχε τη δυνατότητα να κινητοποιήσει πολυάριθμο στρατιωτικό δυναμικό, να χρηματοδοτήσει την οργάνωση και να επηρεάσει πολλούς προύχοντες της περιοχής του και της Πελοποννήσου29.
Στην προσπάθεια να αποτυπώσουμε την πορεία της Φιλικής στη Μεσσηνία -βάσει του εκεί αριθμού των μελών της-, εξετάζονται στη συνέχεια τόσο τα προσωπικά δεδομένα των Μεσσήνιων όσο και οι σχετικές με τη μύησή τους πληροφορίες. Τα στοιχεία για τους 143 Φιλικούς, όπως η γενέτειρα, ο τόπος διαμονής, το επάγγελμα, η οικονομική κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, η ημερομηνία, η ηλικία και ο τόπος μύησης, ο κατηχητής, οι χρηματικές εισφορές, δεν μας είναι πάντοτε γνωστά30. Ελλιπείς είναι επίσης και οι πληροφορίες για την επαναστατική και κυρίως τη μετεπαναστατική δράση των Μεσσήνιων Φιλικών.
Προσωπικά δεδομένα
Σύμφωνα με τις βιογραφίες των εταίρων οι 133 από τους 137 γεννήθηκαν σε 38 -μικρά ή μεγάλα- οικιστικά σύνολα της Μεσσηνίας και της Έξω Μάνης, ενώ 2 μετανάστευσαν στη Μεσσηνία από τη Ζάκυνθο και 2 από τα Καλάβρυτα (πίν. 1ος)31. Ο τόπος διαμονής τους εντοπίζεται κυρίως σε αστικές και ημιαστικές περιοχές (67%), όπως η Καλαμάτα (25,6%), η Μεθώνη (6,8%), η Κορώνη (5,3%), τα Φιλιατρά (4,5%), το Οίτυλο (4,5%), η Κυπαρισσία (4,5%), το Πετροβούνι Αβίας (3%), η Πολιανή (3%), η Σίτσοβα (3%), το Μεσοχώρι Πυλίας (3%), οι Γαργαλιάνοι (3%)32. Οι οικονομικές δραστηριότητες που συντελούνταν στη Μεσσηνία την εν λόγω περίοδο επέτρεψαν, όπως προκύπτει στη συνέχεια, σε αρκετούς να ασχοληθούν με το εμπόριο, ενώ η κοινωνική και οικονομική δύναμη που είχαν ή απέκτησαν βοήθησε ορισμένους να ασχοληθούν εκτός από το εμπόριο και με τις κοινοτικές υποθέσεις33.
Τα άτομα της εξεταζόμενης ομάδας στην πλειονότητά τους (78%) παρέμειναν -έως και την Επανάσταση- στη Μεσσηνία και μόνο τα 28 -από τα 127- την εγκατέλειψαν για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλαίσιο εμπορικών ταξιδιών, σπουδών, κατάταξης στον αγγλικό στρατό των Επτανήσων34. Δεν ήταν επίσης συχνές οι μετεγκαταστάσεις ατόμων εντός Μεσσηνίας. Οι 7 περιπτώσεις που εντοπίστηκαν αφορούσαν Μεσσήνιους οι οποίοι μετανάστευσαν από μικρότερα οικιστικά σύνολα σε μεγαλύτερα35. Περιορισμένη, τέλος, εμφανίζεται και η μετανάστευση από άλλα μέρη της Πελοποννήσου ή των Επτανήσων (3,1%) προς την περιοχή36.
Όσον αφορά την προεπαναστατική επαγγελματική δράση των Μεσσήνιων εταίρων, οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν έμποροι και κοινοτικοί άρχοντες (69,5%).
Συγκεκριμένα αρκετοί από τους Φιλικούς ασχολήθηκαν αποκλειστικά με το εμπόριο (20%) και σύμφωνα με τα βιογραφικά τους κατοικούσαν και δραστηριοποιούνταν σε παραθαλάσσιες περιοχές37. Οι λίγοι έμποροι που προέρχονταν από τη μεσσηνιακή ενδοχώρα μετανάστευσαν σε κάποια χρονική στιγμή στην Καλαμάτα ή στο εξωτερικό. Οι πληροφορίες μάλιστα του αρχείου για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των Μεσσήνιων Φιλικών επιτρέπουν τον εντοπισμό του εμπορικού δικτύου που ανέπτυξαν εκτός Μεσσηνίας. Πεδία τους αποτελούσαν η Οθωμανική Αυτοκρατορία (Κωνσταντινούπολη, Μ. Ασία, Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Τύνιδα), η αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθος38, η Ρωσία (Οδησσός, Μόσχα), η Μάλτα39.
Σημαντικό ποσοστό των Μεσσήνιων Φιλικών (29,5%) ενεπλάκη και με κοινοτικά αξιώματα, όπως του προεστού, του Ηγεμόνα της Μάνης (Μπέης ή Baş Buĝu)40, του προκρίτου41, του Καπετάνιου42. Υπήρξαν επίσης κοινοτικοί άρχοντες που ασχολήθηκαν συγχρόνως και με το εμπόριο (20%)43. Κανείς όμως από όσους χαρακτηρίζονται ως Καπετάνιοι δεν φαίνεται να ανέπτυξε εμπορική δράση. Προφανώς η ενασχόλησή τους και με τις πολιτικοοικονομικές υποθέσεις της περιοχής τους και το περιορισμένο εμπόριο -σε σχέση με τη Μεσσηνία- στη Μάνη δεν τους επέτρεψαν να ασχοληθούν με αυτού του είδους τις ασχολίες44. Ορισμένοι επίσης από τους Μεσσήνιους εταίρους ανήκαν σε ένοπλα σώματα (11,4%) είτε ως οπλαρχηγοί (2), είτε ως κάποι (2)45, είτε ως στρατιώτες (4), είτε ως αξιωματικοί στα Επτάνησα (4). Τέλος, από τον εκκλησιαστικό χώρο προέρχονταν 12 άτομα (11,4%), τα οποία ήσαν επίσκοποι, ιερείς ή μοναχοί46.
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες στο αρχείο για την οικονομική επιφάνεια και το μορφωτικό επίπεδο των Φιλικών. Συγκεκριμένα από τους 143 μόνο οι 10 χαρακτηρίζονται ως πλούσιοι και εύποροι (8,4%). Ελάχιστοι επίσης εμφανίζονται ως μορφωμένοι (10,5%)47. Το μικρό ποσοστό των εγγραμμάτων οδηγεί προφανώς στη σκέψη πως η εγγραμματοσύνη δεν αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για τη μύηση στην Εταιρεία48, αλλά και πως το μορφωτικό επίπεδο των Μεσσήνιων δεν αντικατόπτριζε την οικονομική τους ευμάρεια ή και το αντίστροφο49.
Αναγνωσταράς, Γρηγόριος Παπαθεοδώρου- επίσκοπος Μεθώνης, Π. Μαυρομιχάλης |
Τα περί μύησης
Μεγάλο μέρος των πληροφοριών του αρχείου κατέχουν τα σχετικά με την είσοδο των Μεσσήνιων στη Φιλική, όπως η ημερομηνία και ο τόπος μύησής τους, η ηλικία των μυούμενων, ο κατηχητής τους, τα ποσά που αφιέρωσαν στην Εταιρεία, το αν προσηλύτισαν νέα μέλη.
Σύμφωνα με την ημερομηνία μύησής τους έως και το 1817 οι Μεσσήνιοι στην οργάνωση ήσαν ελάχιστοι και περιορίζονταν σε στρατιωτικούς, που μυήθηκαν στην Οδησσό. Πρόκειται για τους Π. Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταρά, Ηλ. Χρυσοσπάθη, Π. Δημητρόπουλο, οι οποίοι και κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στην Εταιρεία. Η πλειοψηφία πάντως των Φιλικών (81,4%) που μυήθηκαν στη Μεσσηνία εντοπίζεται κατά τη διάρκεια των ετών 1818-1819 50. Με το μέγιστο των μυήσεων (43,7%) να εμφανίζεται τους δύο τελευταίους μήνες του 1818 και τους δύο πρώτους του 1819 51. Η αύξηση που παρατηρήθηκε στους Μεσσήνιους τους μήνες αυτούς δεν πρέπει να ιδωθεί αποκομμένη από τα ταξίδια Αποστόλων52 σε διάφορα σημεία της Αυτοκρατορίας, με σκοπό να εντάξουν στην οργάνωση νέα μέλη. Στην προκειμένη περίπτωση η αποστολή των Αναγνωσταρά και Χρυσοσπάθη στη Μεσσηνία φαίνεται πως απέδωσε καρπούς.
Βάσει των χρονολογιών μύησης των Μεσσήνιων εταίρων και των επαγγελματικών τους ενασχολήσεων καταδεικνύεται πως το ενδιαφέρον της Φιλικής από τον Νοέμβριο του 1818 και έως τα τέλη του 1819 εστιάστηκε στους κοινοτικούς άρχοντες, καθώς οι τελευταίοι έκτοτε αποτέλεσαν την πολυπληθέστερη ομάδα στους κόλπους της οργάνωσης. Συνέπεια αυτού ήταν να αναλάβουν από το Φεβρουάριο του 1819 τον διαχειριστικό έλεγχο της Φιλικής στη Μεσσηνία53. Γεγονός που αποτυπώνεται όχι μόνο στο ότι την ηγεσία της Εφορείας της Καλαμάτας κατέλαβαν δύο προεστοί (Αθαν. Κυριακός, Π. Ζάρκος), αλλά και στο ότι οι κοινοτικοί άρχοντες μυούσαν πλέον μέλη της δικής τους ομάδας και λιγότερο εμπόρους και ενόπλους. Στη συνέχεια οι κοινοτικοί άρχοντες στράφηκαν και σε μια άλλη συντηρητική ομάδα του νεότερου ελληνισμού, τους εκκλησιαστικούς. Οι μυήσεις προεστών και εκκλησιαστικών είχαν όμως και τις συνέπειές τους, στο να έρθουν οι συγκεκριμένες ομάδες σε αντιπαράθεση με τα σχέδια του εμπορικού κόσμου των εκπροσώπων της Αρχής. Η αντιπαράθεση αυτή θα φανεί εντονότερα στη Σύσκεψη της Βοστίστας54.
Η διαπίστωση πως κατά τη διάρκεια των ετών 1818-1819 αυξήθηκαν οι μυήσεις προυχόντων ανατρέπει τα όσα σημειώνονται για περιορισμένο αριθμό κατηχήσεων στους κοινοτικούς άρχοντες55. Μπορεί όπως τονίζει ο Αθ. Φωτόπουλος, οι Αναγνωσταράς, Γρ. Δικαίος και Αναγνωστόπουλος να μην συμπαθούσαν τους προεστούς και ίσως να μην ήθελαν την είσοδο αυτών στην οργάνωση56, αυτή όμως η τάση διατηρήθηκε έως και τον Οκτώβριο του 1818. Έκτοτε η κατάσταση άλλαξε υπέρ των προυχόντων και οι Απόστολοι δεν ήσαν πλέον ικανοί να σταματήσουν την είσοδό τους στην Εταιρεία. Τα διαθέσιμα επίσης στοιχεία του αρχείου δεν τεκμηριώνουν μυήσεις από όλα τα κοινωνικά στρώματα της Μεσσηνίας, ούτε αθρόα προσχώρηση νέων μελών κατά τα έτη 1820-1821 57.
Σημαντική εξέλιξη για την οργάνωση της Εταιρείας στη Μεσσηνία αποτέλεσε η ίδρυση Εφορείας στην Καλαμάτα. Ο θεσμός βοήθησε τους Μεσσήνιους να αποκτήσουν σε τοπικό επίπεδο ιεραρχική δομή και υπεύθυνα πρόσωπα για την επίτευξη των στόχων της Φιλικής στην περιοχή58. Ένα χρόνο αργότερα (Φεβρουάριος 1820) οι Μεσσήνιοι μαζί με άλλους Πελοποννήσιους κοινοτικούς άρχοντες, επιδιώκοντας να διατηρήσουν την τοπική τους ανεξαρτησία, αρνήθηκαν να υπακούσουν στην Αρχή, όταν η τελευταία τους ζήτησε να καταβάλλουν τα ποσά που -τον καιρό της μύησής τους- υποσχέθηκαν να δώσουν. Απευθύνθηκαν μάλιστα στην ηγεσία της οργάνωσης διεκδικώντας τον διορισμό Πελοποννήσιων εφόρων και ταμιών για τη συγκέντρωση των εισφορών59. Οι διαφορές νοοτροπίας μεταξύ των ηγετικών κύκλων της οργάνωσης και των κοινοτικών αρχόντων του Μοριά αποτελούν ένδειξη του χάσματος που χώριζε τους ελληνόφωνους χριστιανούς ορθοδόξους της περιφέρειας από εκείνους της Κωνσταντινούπολης.
Η κατήχηση στην οργάνωση των περισσότερων Μεσσήνιων πραγματοποιήθηκε στη Μεσσηνία, στον χώρο δηλαδή που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά. Όσοι από τους Φιλικούς μυήθηκαν εκτός Μεσσηνίας ήσαν έμποροι, οι οποίοι εντάχθηκαν στην Εταιρεία στη διάρκεια κάποιου ταξιδιού τους. Περιοχές με τις περισσότερες μυήσεις υπήρξαν η Καλαμάτα (15), η Κωνσταντινούπολη (6), το Πετροβούνι (5), η Οδησσός (5), η Ζάκυνθος (4), οι Κιτριές (4), η Πολιανή (3), η Μεθώνη (3), η Μεσσήνη (3), τα Φιλιατρά (3), η Ύδρα (3)60. Ηλικιακά -για 74 Μεσσήνιους Φιλικούς- οι περισσότεροι (71,6%) μυήθηκαν σε παραγωγικές ηλικίες (18-60 ετών), με το μέγιστο ποσοστό τους να εντοπίζεται μεταξύ των 24 και 40 ετών (61%). Προφανώς οι νεαρές ηλικίες σχετίζονται με την ενεργητικότητα των ατόμων και την ικανότητά τους να προσφέρουν έμπρακτα τις υπηρεσίες τους στην επικείμενη εξέγερση. Αντίθετα η μύηση των πιο ηλικιωμένων (50-70 ετών) αποσκοπούσε στην επιρροή που είχαν αυτοί στις τοπικές κοινωνίες λόγω της κοινωνικής και οικονομικής τους αναγνωρισιμότητας, η οποία θα τους επέτρεπε να κινητοποιήσουν και άλλους στην Εταιρεία και αργότερα στην Επανάσταση61.
Την προσοχή μας προσελκύουν επίσης και τα πρόσωπα που προσηλύτισαν και ενέταξαν στην οργάνωση νέα μέλη, οι γνωστοί κατηχητές. Στο αρχείο Μ. Φερέτος εντοπίστηκαν 35 κατηχητές οι οποίοι μύησαν στη Φιλική περισσότερα από 100 άτομα. Την πρωτοκαθεδρία κατέχει ο Αναγνωσταράς -ή Π. Παπαγεωργίου- (18 άτομα) και ακολουθούν οι Ηλ. Χρυσοσπάθης (9), Ι. Λυκάκης (5), Π. Ζάρκος (5), Ν. Πονηρόπουλος (5), Χρ. Περραιβός (5), Καμ. Κυριακός (5), Π. Μαυρομιχάλης (5), Π. Ποτήρης ή Ποτηρόπουλος (4), επίσκοπος Μεθώνης Γρ. Παπαθεοδώρου (4), Γρ. Δικαίος ή Παπαφλέσσας (3), Π. Αναγνωστόπουλος (3), Θ. Κανελόπουλος (3). Οι κατηχητές ήσαν κυρίως πρόσωπα υψηλού κοινωνικού και οικονομικού κύρους, η πλειοψηφία των οποίων προερχόταν -από τον Νοέμβριο του 1818 και έπειτα- από την προυχοντική ομάδα της Μεσσηνίας. Με τους μυούμενους συνδέονταν σε μεγάλο βαθμό με συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς, γεγονός που επέτρεψε να διατηρηθεί η μυστικότητα της οργάνωσης62.
Οι εταίροι με την είσοδό τους στη Φιλική εφοδιάζονταν με συστατική επιστολή από τον κατηχητή τους, στην οποία υπήρχε και το σύμβολο της αναγνώρισής τους. Όφειλαν επίσης να αποστείλουν στον τελευταίο επιστολή με τα βιογραφικά τους στοιχεία στην οποία σημείωναν -εκτός των άλλων- την κοινωνική τους θέση και την χρηματική τους συνεισφορά στην Εταιρεία. Τα ποσά αυτά δεν καταβάλλονταν με τη μύηση, αλλά αποτελούσαν δέσμευση για μελλοντική οικονομική στήριξη της Φιλικής, όταν θα προέκυπτε ανάγκη63. Στο αρχείο Μ. Φερέτος σημειώνονται 53 τέτοιου είδους προσφορές, ενώ άλλα 7 άτομα υπόσχονταν να καταβάλλουν στο μέλλον και πρόσθετη οικονομική βοήθεια. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, από τον Μάιο του 1818 έως και τον Ιούλιο του 1820 οι προσφορές ανήλθαν σε 11.495 γρόσια, 65 φλοριά, 72 φλορίνια, 50 ρούβλια και 40 πρόβατα64, ενώ άλλα 10.500 γρόσια θα καταβάλλονταν αργότερα. Αν και οι προσφορές πιθανόν ήταν εικονικές και όχι πραγματικές, αξίζει να σημειωθεί πως δεν εμφανίζονται ανάλογες με την οικονομική επιφάνεια των δωρητών, καθώς ευκατάστατοι έμποροι και προεστοί καταβάλουν μικροποσά (10 έως 100 γρόσια) και άλλοι προσφέρουν χρηματικές εισφορές δυσανάλογες με το εισόδημά τους65. Ίσως όμως το γεγονός να αντικατοπτρίζει μια πραγματικότητα, βασιζόμενοι σε ό,τι αναφέρει ο Στ. Κουμπάρης πολλούς πτωχούς είδα πλέον γενναίους από τους πλουσίους, όπου εκρατούσαν μόνον τα έξοδά των δια τον δρόμον προς το στάδιον της μάχης, και τα λοιπά όσα είχαν τάδιδαν66.
Εκτός από την κατάθεση χρημάτων στο ταμείο της Φιλικής για την ενίσχυση του Αγώνα, κάποιοι από τους Μεσσήνιους επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο για την προετοιμασία της Επανάστασης. Χαρακτηριστικό είναι πως 15 άτομα εμφανίζονται να συγκροτούν στρατιωτικά σώματα από συγγενείς και φίλους ή να συντηρούν στρατιωτικές ομάδες με δικά τους έξοδα. Τα άτομα αυτά ήσαν κυρίως προεστοί και ένοπλοι και δευτερευόντως έμποροι και εκκλησιαστικοί. Τέλος, με την έναρξη της Επανάστασης 45 από τους Φιλικούς φέρονται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους από διάφορες θέσεις, είτε πολεμώντας στα πεδία των μαχών (28 άτομα), είτε αναλαμβάνοντας διοικητικές αρμοδιότητες (17 άτομα). Μπορεί ο αριθμός των Μεσσήνιων Φιλικών που συμμετείχαν στην Επανάσταση να υπήρξε μεγάλος, εντούτοις με τη συγκρότηση του ελληνικού Κράτους δεν κατέλαβαν όλοι θέσεις στον κρατικό μηχανισμό ως αναγνώριση της προσφοράς τους στον Αγώνα, αλλά μόνο 8, οι οποίοι προφανώς διάκειντο ευμενώς στην εκάστοτε εξουσία (Καποδίστριας, Αντιβασιλεία, Όθωνας). Από αυτούς οι 6 ανέλαβαν πολιτικά αξιώματα (δήμαρχος, διοικητής επαρχίας, γερουσιαστής) και οι 2 έγιναν δικαστικοί λειτουργοί.
Διαπιστώσεις
Από τις βιογραφίες των Μεσσήνιων Φιλικών που υπάρχουν στο αρχείο Μ. Φερέτος προκύπτει πως έως την έλευση των Αποστόλων στη νότια Πελοπόννησο (Αύγουστος 1818) οι Μεσσήνιοι μυούνταν στην οργάνωση εκτός της γενέτειρας και του μόνιμου τόπου διαμονής τους. Για τους 10 από τους 11 Μεσσήνιους που κατηχήθηκαν από το 1817 έως και τον Ιούλιο του 1818 οι 6 μυήθηκαν στη Ρωσία και οι 4 στην Κωνσταντινούπολη67. Με τον ερχομό τους στην περιοχή ο Αναγνωσταράς και ο Χρυσοσπάθης έστρεψαν το ενδιαφέρον τους -από τον Αύγουστο του 1818 έως και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου- στη μύηση Καπεταναίων (3) και ενόπλων (3). Από τον Νοέμβριο του 1818 σημειώθηκε αλλαγή στο επαγγελματικό προφίλ των μυούμενων. Το γεγονός αποτυπώνει την προσπάθεια της οργάνωσης να προσεταιριστεί κοινωνικές ομάδες με μεγαλύτερη επιρροή στους τοπικούς πληθυσμούς, όπως οι κοινοτικοί άρχοντες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως στους δύο τελευταίους μήνες του 1818 από τα 21 άτομα που μυήθηκαν στη Μεσσηνία οι 12 ήσαν προύχοντες, οι 2 γραμματείς προεστών, οι 2 Καπετάνιοι και μόνο 5 ήσαν οι έμποροι68. Η είσοδος όμως στη Φιλική κοινοτικών αρχόντων -την εν λόγω περίοδο- είχε ως συνέπεια οι τελευταίοι, ως κατηχητές πλέον, να μυούν άτομα της δικής τους ομάδας. Στις αρχές του 1819 αρχίζουν σταδιακά να εντάσσονται στην Εταιρεία και εκκλησιαστικοί. Για τον προσηλυτισμό επισκόπων, ιερέων και μοναχών υπεύθυνοι ήσαν κυρίως οι προύχοντες (Π. Ζάρκος, Π. Τρουπάκης, κλπ.). Η αργοπορία των εκκλησιαστικών να μυηθούν στη Φιλική δεν ήταν άσχετη με την εναντίωσή τους στη διαβολική οργάνωση69. Το 1819 και το 1820 παύουν πλέον οι μυήσεις στρατιωτικών και μειώνεται ο αριθμός των εμπόρων που μυήθηκαν εντός Μεσσηνίας70. Το 1820 εντάχθηκαν στους εταίρους 5 προεστοί, 2 έμποροι, 1 εκκλησιαστικός, 1 δάσκαλος και 1 ναυτικός. Η μύηση των προεστών τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1820 πιθανόν σχετίζεται με τη δημιουργία της Εφορίας της Πελοποννήσου, όπου στα μέλη της κυριαρχούσαν οι προεστοί και οι εκκλησιαστικοί.
Μπορεί η μύηση των Μεσσήνιων στην Εταιρεία να υπήρξε μεγάλη κατά τα έτη 1818 και 1819 (96 άτομα), τα κίνητρα για όλους τους μυημένους δεν ήταν κοινά71. Βασική αιτία για τους κοινοτικούς άρχοντες της Μεσσηνίας και της Έξω Μάνης να προσχωρήσουν στην Εταιρεία -και να γίνουν η πολυπληθέστερη ομάδα στους κόλπους της- ήταν η προοπτική ρωσικής υποστήριξης στην επικείμενη Επανάσταση, η οποία θα τους επέτρεπε να διευρύνουν τα τοπικά και περιφερειακά τους συμφέροντα και να αυξήσουν την αυτονομία τους. Για κάποιους άλλους Μεσσήνιους αιτία αποτέλεσε -έως ένα βαθμό- και η φήμη πως στην ηγεσία της Φιλικής είχε ενταχθεί -εκτός του Αλ. Υψηλάντη και του Ι. Καποδίστρια- ο Λυμπεράκης Μπενάκης72. Η πληροφόρηση επίσης που λάμβαναν για την εξάπλωση της οργάνωσης σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το ενδεχόμενο να χάσουν μετεπαναστατικά τους προεπαναστατικούς τους ρόλους, οδήγησε ορισμένους να ενταχθούν στις τάξεις των Φιλικών και να λάβουν ενεργά μέρος στην επαναστατική προετοιμασία73. Για όσους, τέλος, ασχολούνταν με το εμπόριο74, προφανώς η συμμετοχή τους σχετιζόταν και με τα οικονομικά οφέλη που θα προέκυπταν από την απελευθέρωση75. Παρόλο που αρκετοί Μεσσήνιοι κοινοτικοί άρχοντες μυήθηκαν στην Εταιρεία κατά τη διάρκεια των ετών 1818-1820, φαίνεται πως δεν πίστεψαν όλοι στις ιδέες και τα οράματά της, αλλά έγιναν μέλη της για τους δικούς τους προσωπικούς λόγους76. Αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες Μεσσήνιων που να επιβεβαιώνουν ή να απορρίπτουν την ανωτέρω άποψη παραθέτουμε τις μετεπαναστατικές κρίσεις του Π. Παπατσώνη, ο οποίος θεωρούσε τα σχέδια της Φιλικής ονειροπολήματα και τη δράση της ευκαιρία για αργυρολογία77.
Η επιφυλακτικότητα που επέδειξαν οι Μεσσήνιοι προύχοντες -και γενικότερα οι Πελοποννήσιοι- στο να συμμετάσχουν στην Εταιρεία και η αναβλητικότητά τους στο ενδεχόμενο άμεσης επαναστατικής κινητοποίησης στη Σύσκεψη της Βοτσίτσας, που κατ’ αυτούς χρειαζόταν μακρά προετοιμασία και την εγγύηση ξένης υποστήριξης, είχαν ποικίλα αίτια. Πρωτίστως το ότι οι συνέπειες των Ορλωφικών στην Πελοπόννησο δεν είχαν ακόμα ξεχαστεί και δευτερευόντως το ότι η Φιλική δεν είχε προσφέρει -έως και τις παραμονές της Επανάστασης- την οποιαδήποτε υλική προσφορά στην επαναστατική προετοιμασία, ούτε είχε καταστήσει σαφές το αν θα υποστήριζε τον Αγώνα τους η Ρωσία78.
Το ενδιαφέρον των ηγετικών στελεχών της Φιλικής, όπως αναφέρθηκε, επικεντρώθηκε έως τα μέσα του 1818 στις μυήσεις εμπόρων και ενόπλων και όχι στους κοινοτικούς άρχοντες. Η προτίμηση στις δύο πρώτες ομάδες σχετιζόταν όχι μόνο με το ότι οι προεστοί ήσαν οι πιο διστακτικοί για την έναρξη της Επανάστασης, αλλά και με το ότι στην επικείμενη κινητοποίηση χρειάζονταν αρχικά να έχουν εξασφαλιστεί χρήματα και στρατιωτικές δυνάμεις, μέσα δηλαδή που μπορούσαν να τους παρέχουν οι έμποροι και οι στρατιωτικοί. Επιπρόσθετα κάποιοι από τους Αποστόλους, όπως ο Αναγνωσταράς, δεν είχαν πρόσβαση στην προυχοντική ομάδα, γεγονός που δημιουργούσε προβλήματα79. Οι προσηλυτισμοί και οι κατηχήσεις στη Μεσσηνία αυξήθηκαν από τον Αύγουστο του 1818 και έπειτα, ενώ από τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου άρχισαν όλο και περισσότεροι κοινοτικοί άρχοντες να μυούνται. Όπως όμως προκύπτει από το αρχείο ουδέποτε επεκτάθηκαν οι μυήσεις στις πλατιές μάζες. Η απάντηση στο γιατί εντάχθηκαν στους κόλπους της οργάνωσης οι συντηρητικές ομάδες των προεστών και των εκκλησιαστικών, εντοπίζεται σε δύο σημεία. Το πρώτο αφορά στην αλλαγή πολιτικής της ίδιας της Εταιρείας και το δεύτερο στη διασφάλιση εκ μέρους των συντηρητικών ομάδων των κεκτημένων τους80. Συγκεκριμένα από τα μέσα του 1818 άρχισε να παγιώνεται από την ηγεσία της Φιλικής η άποψη για έναρξη της εξέγερσης στην Πελοπόννησο, οπότε κρίθηκε αναγκαία η συμμετοχή των εν λόγω ομάδων για να επιτευχθεί το εγχείρημα, καθώς οι ομάδες αυτές διέθεταν εξουσία και επιρροή στους τοπικούς πληθυσμούς81. Η επιλογή αυτή επέφερε συνέπειες και στην ίδια την Εταιρεία, στο να απωλέσει τον αρχικό φιλελεύθερο χαρακτήρα της82. Όσο η Φιλική αποτελούσε μια ολιγομελή μυστική Εταιρεία με ελάχιστα μέλη83 και περιορισμένες δυνατότητες, οι κοινοτικοί άρχοντες δεν προτίθεντο να μυηθούν. Η αύξηση μελών στην οργάνωση που παρατηρήθηκε από το Φθινόπωρο του 1818 κινητοποίησε τους Μεσσήνιους προεστούς στο να ενταχθούν, αφενός για να ελέγξουν τα σχέδια της Φιλικής στην περιοχή τους και αφετέρου για να ελαχιστοποιήσουν τις όποιες απώλειες των προνομίων και της δύναμης που είχαν έως τότε σε περίπτωση που η Επανάσταση επικρατούσε.
Νικόλαος Φ. Τόμπρος
Η πορεία της Φιλικής Εταιρείας στη Μεσσηνία και τα μέλη της: Τεκμηριωτικές αναζητήσεις στο αρχείο Μ. Φερέτος
1 Από τα πρώτα έτη του 19ου αιώνα εντάθηκαν οι επαφές όσων εργάζονταν για την απόσχιση των βαλκανικών εθνοτήτων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην εντατικοποίηση των επαφών αυτών συνέτειναν και τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, όπως οι επιτυχίες των Γάλλων επαναστατών, οι ναπολεόντιοι πόλεμοι και η εξέγερση των Σέρβων (1804). Οι ανωτέρω εξελίξεις -και τα μηνύματα του Διαφωτισμού- συντέλεσαν στη διαμόρφωση και διατήρηση επαναστατικής διάθεσης εκ μέρους των ελληνόφωνων ορθοδόξων χριστιανών όχι μόνο της ελληνικής χερσονήσου, αλλά και όσων εξ αυτών είχαν εγκατασταθεί στη Ρωσία, στην Κωνσταντινούπολη και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, και καθώς είχαν λήξει οι ρωσοτουρκικές συγκρούσεις (1806-1812), ο Ναπολέοντας είχε ηττηθεί (1814) και η ηρεμία είχε επέλθει στη Σερβία, τα επαναστατικά σχέδια των Ελλήνων μεταφέρθηκαν από τα πεδία των μαχών στις μυστικές συναντήσεις μελών ορισμένων οργανώσεων.
2 Στις φανερές Εταιρείες συγκαταλέγονται η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών (1813) και η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης (1814) και στις μυστικές το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον (1809) και η Εταιρεία των Φιλικών ή Φιλική Εταιρεία (1814).
3 Η εθνική αποκατάσταση των Ελλήνων θεωρήθηκε σύμφωνα με τον Β. Παναγιωτόπουλο ζήτημα ελληνικού ενδιαφέροντος και ελληνικής ευθύνης και όχι, όπως συνέβαινε παλαιότερα, ένα ζήτημα που θα λυνόταν στο πλαίσιο μιας απελευθερωτικής-επεκτατικής δραστηριότητας κάποιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης. Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές προϋποθέσεις της εθνικής επανάστασης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 3, Αθήνα 2003, σ. 9.
4 Για τη Φιλική βλ. ενδεικτικά G. Frangos, «The Philike Etaireia: A Premature National Coalition», The Struggle For Greek Independence, επιμ. Richard Clogg, Λονδίνο 1971, σ. 87-103. Ι. Μελετόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη», Δ.Ι.Ε.Ε.Ε., 18 (1965-1966), σ. 177-352. Τ. Κανδηλώρος, Φιλική Εταιρία, Αθήνα 1926. Β. Μέξας, Οι Φιλικοί, Αθήνα 1937. Εμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, εκδόσ. Ιστορία Ηρόδοτος, τόμ. Ε, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 63-130. Εμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834. Σακ. Σακελλαρίου, Φιλική Εταιρεία, Οδησσός 1909. Απ. Βακαλόπουλος, «Συμβολή στην ιστορία και οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας», Ελληνικά, 12 (1951), σ. 65-78. Γ. Φράγκος, «Φιλική Εταιρεία», Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. ΙΑ, Αθήνα χ.χ., σ. 424-432. Τ. Βουρνάς, Φιλική Εταιρεία: α) το παράνομο οργανωτικό και β) ο διωγμός από τους ξένους, εκδόσ. Τολίδη, Αθήνα 1982. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, σ. 459-460.
5 Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία…», ό.π., σ. 9-10.
6 Η αρχική απόφαση των τριών ιδρυτών της Εταιρείας προέβλεπε γενική επανάσταση των Ελλήνων «εν καιρώ», όπως γράφει ο Ξάνθος, δηλαδή όταν θα είχε αναπτυχθή η Εταιρεία σε επαρκή βαθμό, θα είχαν γίνει οι απαιτούμενες προπαρασκευές και θα κρίνονταν ευνοϊκές οι γενικώτερες περιστάσεις. Αλ. Δεσποτόπουλος, «Παράγοντες, διάρκεια, φάσεις και ιδιομορφία της ελληνικής Επαναστάσεως», Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. ΙΒ, Αθήνα χ.χ., σ. 14.
7 Ο Ν. Διαμαντούρος αναφερόμενος στη συμβολή της Φιλικής Εταιρείας στην Επανάσταση, την οποία ίδρυσαν έμποροι που είχαν αποδημήσει από τον ελλαδικό χώρο στα προ του 1814 έτη και δεν είχαν κατορθώσει να εδραιώσουν τη θέση τους στις κοινότητες της διασποράς, τονίζει: είναι πιο σημαντική ως οργάνωση που προσέδωσε ορμή στην ιδέα του ελληνικού εθνικισμού παρά ως κοινωνική και πολιτική δύναμη μέσα στην ίδια την ελληνική εξέγερση. Ν. Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα (1821-1827), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σ. 60-61.
8 Γ. Φράγκος, ό.π., σ. 425.
9 Το μέτρο συντέλεσε στο να επέλθουν οργανωτικές αλλαγές στην Εταιρεία -από το 1818 και έπειτακαι να διευρυνθεί ο κύκλος των μελών της. Οι Απόστολοι ήσαν δώδεκα ευυπόληπτα μέλη της Φιλικής τα οποία στάλθηκαν σε ισάριθμες περιοχές, όπου διαβιούσαν ελληνόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί, με σκοπό να προσεγγίσουν κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά ισχυρούς τοπικούς παράγοντες. Αλ. Δεσποτόπουλος, «Παράγοντες, διάρκεια…», ό.π., σ. 13. Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία…», ό.π., σ. 23-24.
10 Ο Αλ. Υψηλάντης αναλαμβάνοντας την αρχηγία της Εταιρείας κατήργησε τους δύο κατώτερους βαθμούς των μυημένων (Βλάμηδες, Συστημένοι) και αποφάσισε να σταματήσει τον προσηλυτισμό των κατώτερων κοινωνικά και οικονομικά ομάδων με το σκεπτικό ότι κινδύνευε να προδοθεί η μυστική ύπαρξή της με την αθρόα συμμετοχή μελών στην οργάνωση. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 111. Ο Μέξας σημειώνει σχετικά: η ύπαρξις αρχηγού ήλλαξε το σύστημα διοικήσεως της Εταιρείας από τελείως αποκεντρωτικόν εις απολύτως συγκεντρωτικόν… Β. Μέξας, Οι Φιλικοί, Αθήνα 1937, σ. ια΄. D. Dakin, Η ενοποίηση…, ό.π., σ. 66.
11 Για τη συνέλευση των Φιλικών στο Ισμαήλιο (Οκτώβριος 1820) και τις αποφάσεις που ελήφθησαν βλ. Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία…», ό.π., σ. 30-31. Αλ. Δεσποτόπουλος, ό.π., σ. 17-18. D. Dakin, Η ενοποίηση…, ό.π., σ. 66-67. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 126-128.
12 Ν. Διαμαντούρος, ό.π., σ. 61-63. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Α΄ Εθνοσυνέλευση (1.1.1822) απουσίαζε η οποιαδήποτε αναφορά στη Φιλική. H οργάνωση που είχε προετοιμάσει την Επανάσταση είχε οριστικά τεθεί πλέον στο περιθώριο από τους επαναστατημένους Έλληνες.
13 Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), εκδόσ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2005, σ. 253.
14 Ο Γ. Φράγκος υπολογίζει πως σε 1.027 Φιλικούς το 37,2% προερχόταν από την Πελοπόννησο, όταν το αμέσως επόμενο ποσοστό ήταν 12,3% (νησιά Αιγαίου). Γ. Φράγκος, ό.π., σ. 427, 429.
15 Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 253-280. Γ. Φράγκος, ό.π., σ. 424-432.
16 Στην εργασία ο όρος Μεσσηνία χρησιμοποιείται με τα γεωγραφικά όρια που καθιερώθηκαν από το 1938 και έπειτα. Περιλαμβάνει δηλαδή και το τμήμα της δυτικής Μάνης (Αποσκιερή ή Αποσκιαδερή), η οποία καταλαμβάνει τα εδάφη από το Οίτυλο και βορειότερα (Έξω Μάνη). Κ. Κόμης, Πληθυσμοί και οικισμοί της Μάνης (15ος-19ος αιώνας), Ιωάννινα 1995, σ. 13-14.
17 Ν. Διαμαντούρος, ό.π., σ. 80, 81.
18 Η συμμετοχή Μεσσήνιων σε εμπορικές δράσεις συνίστατο στο εσωτερικό εμπόριο και στις θαλάσσιες μεταφορές. Δραστηριότητες δηλαδή που κατά τον Β. Κρεμμυδά ταυτίζονται με το εξωτερικό εμπόριο… Β. Κρεμμυδάς, Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821), εκδόσ. Εξάντας, Αθήνα 19882, σ. 112. Β. Κρεμμυδάς, Το εμπόριο της Πελοποννήσου στο 18ο αιώνα (1715-1792) με βάση τα γαλλικά αρχεία, Αθήνα 1972, σ. 310.
19 Με τη στατιστική επεξεργασία των Μεσσήνιων Φιλικών γίνεται προσπάθεια να συλλάβουμε το βάθος της συγκεκριμένης ομάδας και να μετρήσουμε την αραίωσή της. Βλ. σχετικά Al. Dupront, «Η θρησκεία-Θρησκευτική ανθρωπολογία», Ζακ Λε Γκόφ-Πιέρ Νορά, Το έργο της Ιστορίας, εκδόσ. Ράππα, τόμ. Β, Αθήνα 1975, σ. 96.
20 Πρόσφατα το Αρχείο Μ. Φερέτος αναταξινομήθηκε από τις αρχειονόμους των Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, κ. Αν. Μηλίτση-Νίκα και Χρ. Θεοφιλοπούλου-Στεφανούρη, με συνέπεια να αυξηθεί το σύνολο των φάκελων του σε 102.
21 J. Meuvret, «Τα δημογραφικά και στατιστικά δεδομένα στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία», Encyclopedie de la pleiade, Ιστορία και μέθοδοί της, διεύθυνση Charles Samaran, μτφρ. Ελένη Στεφανάκη, ΜΙΕΤ, τόμ. Β΄ τχ. 3, Αθήνα 1988, σσ. 205-206.
22 Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 63-64. Σακ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 9-10.
23 Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 6, 11, 24, 25, 27, 29, 33, 55, 62, 86.
24 Ο αριθμός των 143 Μεσσήνιων Φιλικών δεν είναι δεσμευτικός, καθώς ενδέχεται στο μέλλον να αυξηθεί με τη δημοσιοποίηση αρχείων τα οποία παραμένουν έως τώρα άγνωστα στους ερευνητές. Με βάση όμως ότι ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος νέων στοιχείων, τα όποια ενδεχομένως προστεθούν δεν πρόκειται να αλλοιώσουν κατά πολύ τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα που παρουσιάζονται στη συνέχεια.
25 Το Αφιερωτικό ήταν κείμενο συνταγμένο από τον κατηχούμενο, με το οποίο έδινε συγκεκριμένες πληροφορίες για το άτομό του και τη μύησή του (όνομα, επώνυμο, γενέτειρα, επάγγελμα, ηλικία, κατηχητής, χρηματική προσφορά, ημερομηνία και τόπος μύησης). Βλ. σχετικά Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον … Εταιρείας, ό.π., σ. 177. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν Περί Της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. Εταιρία Ελληνικών Εκδόσεων, τόμ. Α, Αθήνα 1859, σ. κγ΄. Β. Μέξας, ό.π., σ. ιβ΄. Τα μέλη επίσης που μυούνταν μετά το 1817 στην Εταιρεία λάμβαναν: α) ένα είδος πιστοποιητικού, το εφοδιαστικόν, β) ένα απλό αλφάβητο με αριθμούς για την αλληλογραφία τους με τους άλλους εταίρους και γ) τα αναγνωριστικά σημεία του αριθμού τους. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 69. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον … Εταιρείας, ό.π., σ. 143. Ενδεικτικά παραθέτουμε το εφοδιαστικόν του ιερέα Δ. Γρίβα: Ελευθερία ή Θάνατος! Εις το όνομα της μελλούσης σωτηρίας καθιερώνω ιερέα Φιλικόν και αφιερώνω εις την (αγάπην) της Φιλικής Εταιρείας και εις την υπεράσπισιν των μεγάλων Ελευσινίων (μυστηρίων) τον συμπολίτην άγιον Σακελλάριον παπά κυρ Δημήτριον, ετών τριάκο(ντα) εξ εκ πατρίδος Μεθώνης, ως θερμόν υπερασπιστήν της ευδαιμονίας της πατρίδος κατηχηθέντα και ορκωθέντα παρ’ εμού (Γρηγόριος Παπαθεοδώρου, επίσκοπος Μεθώνης). Πρώτη Αυγούστου 1820. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 26. Τα συγκεκριμένα τεκμήρια έχουν δημοσιοποιήσει οι Εμ. Ξάνθος, Ι. Φιλήμων, Ι. Μελετόπουλος, Β. Μέξας και Τ. Κωνσταντόπουλος. Βλ. σχετικά Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον…Επαναστάσεως, τόμ. Α, ό.π., σ. 387-416. Ι. Μελετόπουλος, ό.π., σ. 177-352. Τ. Κανδηλώρος, Φιλική Εταιρία, Αθήνα 1926. Β. Μέξας, Οι Φιλικοί, Αθήνα 1937, σ. 1-80. Εμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845. Τ. Κωνσταντόπουλος, «Νέα ονόματα Πελοποννησίων Φιλικών από τα αρχεία της τσαρικής αστυνομίας», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 8 (1964), σ. 339-342.
26 Η συλλογική δράση για έναν κοινό σκοπό κληρονομήθηκε αργότερα στα κόμματα και αποτέλεσε ένα από τα οργανωτικά τους γνωρίσματα. J. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο. (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 19972, σ. 626.
27 Επειδή τα στοιχεία δεν είναι πλήρη για όλους τους Μεσσήνιους Φιλικούς δεν υπάρχει πάντοτε αριθμητική ταύτιση στις διάφορες παραμέτρους που παρουσιάζονται. Οι υπολογισμοί και τα αριθμητικά στοιχεία, που προκύπτουν κατά περίπτωση, σχετίζονται με τα διαθέσιμα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα.
28 Ας σημειωθεί πως οι 3 που κατηχήθηκαν το 1817 (Αναγνωσταράς, Π. Δημητρόπουλος, Ηλ. Χρυσοσπάθης) και οι 9 που εισήλθαν στην οργάνωση έως και τον Ιούλιο του 1818 (Γ. Αντωνόπουλος, Καμ. Κυριακός, Γ. Λίβας, Ι. Μάλτης, Ηλ. Μάνεσης, Ι. και Γ. Μαυρομιχάλης, Παπαφλέσσας, Ι. Ψάλτης) μυήθηκαν στην Εταιρεία εκτός Μεσσηνίας. Η κατήχηση μελών εντός του μεσσηνιακού χώρου -σύμφωνα με το αρχείο Μ. Φερέτος- αρχίζει από τον Αύγουστο του 1818.
29 Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία…», ό.π., σ. 24, 26. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 77.
30 Πληρέστερα είναι τα δεδομένα για τις γενέτειρες των Μεσσήνιων Φιλικών, καθώς εντοπίστηκαν στοιχεία για 137 από τα 143 άτομα (95,8%).
31 Από τους 133 Φιλικούς οι 90 κατοικούσαν σε μεσσηνιακά εδάφη (67,7%) και οι 43 στην Έξω Μάνη (32,3%). Το υψηλό ποσοστό μυήσεων στη Μάνη αποτυπώνει αφενός το ενδιαφέρον της ηγεσίας της Φιλικής να εντάξει στα μέλη της Εταιρείας Μανιάτες, οι οποίοι θα μπορούσαν μελλοντικά να δραστηριοποιηθούν σε επαναστατικές ενέργειες και αφετέρου την ανταπόκριση των Μανιατών να μυηθούν στη μυστική οργάνωση. Οι περισσότεροι από τους μυημένους ανήκαν στους Καπετάνιους και στους ενόπλους, οι οποίοι προφανώς και προσχώρησαν στην Εταιρεία μετά την ένταξη σε αυτή του Π. Μαυρομιχάλη.
32 Για τα πληθυσμιακά δεδομένα των οικιστικών συνόλων της Έξω Μάνης την εν λόγω περίοδο βλ. Κ. Κόμης, ό.π., σ. 470-583.
33 Οι Έλληνες διείσδυσαν δυναμικά στο εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ρωσίας, των ευρωπαϊκών αγορών μετά τα Ορλωφικά. Ειδικότερα για τη Μεσσηνία ας σημειωθεί πως η μείωση της παρουσίας ξένων εμπόρων από την περιοχή μετά το 1770 επέτρεψε στους ντόπιους να στραφούν εντονότερα στο εμπόριο. Στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία του αρχείου Μ. Φερέτος, ο αριθμός των Μεσσήνιων που ίδρυσαν εμπορικά πρακτορεία στη Ρωσία, σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την Ευρώπη εμφανίζεται αυξημένος. Η οικονομική ευρωστία που επέφερε προεπαναστατικά σε ορισμένους Μεσσήνιους κοινοτικούς άρχοντες η ενασχόληση με το εμπόριο συντέλεσε στο να καταστήσουν στην περιοχή τους την πολιτική τους δύναμη αδιαφιλονίκητη. Βλ. σχετικά Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 307-308. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 202-203, 206. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός …, ό.π., σ. 74.
34 Το 1808 οι Άγγλοι συγκρότησαν στη Ζάκυνθο τάγματα από Έλληνες στρατιώτες υπό τον στρατηγό Τζώρτζ τα οποία διαλύθηκαν λίγα χρόνια αργότερα (27.4.1817). Τ. Κανδηλώρος, ό.π., σ. 161. Ντ. Κονόμος, Ζακυνθινοί Φιλικοί, Αθήνα 1966, σ. 8.
35 Πρόκειται για τους Αθ. Γρηγοριάδη (Ζούρτσα Ολυμπίας σε Κυπαρισσία), Ευστ. Δρακόπουλο (Μεθώνη σε Μεσσήνη), Γ. Επισκοπέα (Μαλευριάνικα σε Καλαμάτα), Π. Ζάρκο (Ζυγοβίστι σε Καλαμάτα), Ι. Λυμπερόπουλο (Κούβελα Τριφυλίας σε Κυπαρισσία), Αναγν. και Π. Ποτηρόπουλο (Μεθώνη σε Μεσσήνη).
36 Οι 4 περιπτώσεις που εντοπίστηκαν αφορούσαν τους Γερμανό Ζαφειρόπουλο που γεννήθηκε στα Καλάβρυτα και εγκαταστάθηκε στη Μεσσηνία, όταν έγινε επίσκοπος Χριστανουπόλεως, Αμβρόσιο Φραντζή από το Μεσορούγι Καλαβρύτων (ιερομόναχος) ο οποίος έγινε πρωτοσύγκελος Χριστιανουπόλεως, Ιάκωβο και Αναστάσιο Κορνήλιο από τη Ζάκυνθο που εγκαταστάθηκαν στην Καλαμάτα προ του 1810 για επαγγελματικούς λόγους (ιατρική και εμπόριο αντίστοιχα). Γ.Α.Κ Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 31, 43, 93.
37 Οι έμποροι της Καλαμάτας χρησιμοποιούσαν για τα διακινούμενα εμπορεύματα τους όρμους της Βελίκας, του Πεταλιδίου και της Κορώνης, καθώς και τα λιμάνια του Αρμυρού, των Κιτριών και της Καρδαμύλης. Γ. Σακκάς, «Φιλικοί και μυήσεις της Καλαμάτας», Ιθώμη, 14 (Ιούλιος 1976), σ. 17.
38 Η εμπορική δράση των Μεσσήνιων στη Ζάκυνθο υποδηλώνει την κυριαρχία που είχε το αγγλικό εμπόριο την εν λόγω περίοδο στον ελλαδικό χώρο και ειδικότερα στις νότιες περιοχές του. Β. Κρεμμυδάς, ό.π., σ. 106.
39 Γ.Α.Κ Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 6, 17, 30, 38. Για τα εμπορικά ταξίδια των Μεσσήνιων βλ. ενδεικτικά Γ. Αναπλιώτης, «Τα προζύμια της Επανάστασης», Μεσσηνιακά (1969- 1970), εκδόσ. Β. Γιαννίκος, Αθήνα 19982, σ. 21-22.
28 Ας σημειωθεί πως οι 3 που κατηχήθηκαν το 1817 (Αναγνωσταράς, Π. Δημητρόπουλος, Ηλ. Χρυσοσπάθης) και οι 9 που εισήλθαν στην οργάνωση έως και τον Ιούλιο του 1818 (Γ. Αντωνόπουλος, Καμ. Κυριακός, Γ. Λίβας, Ι. Μάλτης, Ηλ. Μάνεσης, Ι. και Γ. Μαυρομιχάλης, Παπαφλέσσας, Ι. Ψάλτης) μυήθηκαν στην Εταιρεία εκτός Μεσσηνίας. Η κατήχηση μελών εντός του μεσσηνιακού χώρου -σύμφωνα με το αρχείο Μ. Φερέτος- αρχίζει από τον Αύγουστο του 1818.
29 Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία…», ό.π., σ. 24, 26. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 77.
30 Πληρέστερα είναι τα δεδομένα για τις γενέτειρες των Μεσσήνιων Φιλικών, καθώς εντοπίστηκαν στοιχεία για 137 από τα 143 άτομα (95,8%).
31 Από τους 133 Φιλικούς οι 90 κατοικούσαν σε μεσσηνιακά εδάφη (67,7%) και οι 43 στην Έξω Μάνη (32,3%). Το υψηλό ποσοστό μυήσεων στη Μάνη αποτυπώνει αφενός το ενδιαφέρον της ηγεσίας της Φιλικής να εντάξει στα μέλη της Εταιρείας Μανιάτες, οι οποίοι θα μπορούσαν μελλοντικά να δραστηριοποιηθούν σε επαναστατικές ενέργειες και αφετέρου την ανταπόκριση των Μανιατών να μυηθούν στη μυστική οργάνωση. Οι περισσότεροι από τους μυημένους ανήκαν στους Καπετάνιους και στους ενόπλους, οι οποίοι προφανώς και προσχώρησαν στην Εταιρεία μετά την ένταξη σε αυτή του Π. Μαυρομιχάλη.
32 Για τα πληθυσμιακά δεδομένα των οικιστικών συνόλων της Έξω Μάνης την εν λόγω περίοδο βλ. Κ. Κόμης, ό.π., σ. 470-583.
33 Οι Έλληνες διείσδυσαν δυναμικά στο εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ρωσίας, των ευρωπαϊκών αγορών μετά τα Ορλωφικά. Ειδικότερα για τη Μεσσηνία ας σημειωθεί πως η μείωση της παρουσίας ξένων εμπόρων από την περιοχή μετά το 1770 επέτρεψε στους ντόπιους να στραφούν εντονότερα στο εμπόριο. Στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία του αρχείου Μ. Φερέτος, ο αριθμός των Μεσσήνιων που ίδρυσαν εμπορικά πρακτορεία στη Ρωσία, σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την Ευρώπη εμφανίζεται αυξημένος. Η οικονομική ευρωστία που επέφερε προεπαναστατικά σε ορισμένους Μεσσήνιους κοινοτικούς άρχοντες η ενασχόληση με το εμπόριο συντέλεσε στο να καταστήσουν στην περιοχή τους την πολιτική τους δύναμη αδιαφιλονίκητη. Βλ. σχετικά Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 307-308. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 202-203, 206. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός …, ό.π., σ. 74.
34 Το 1808 οι Άγγλοι συγκρότησαν στη Ζάκυνθο τάγματα από Έλληνες στρατιώτες υπό τον στρατηγό Τζώρτζ τα οποία διαλύθηκαν λίγα χρόνια αργότερα (27.4.1817). Τ. Κανδηλώρος, ό.π., σ. 161. Ντ. Κονόμος, Ζακυνθινοί Φιλικοί, Αθήνα 1966, σ. 8.
35 Πρόκειται για τους Αθ. Γρηγοριάδη (Ζούρτσα Ολυμπίας σε Κυπαρισσία), Ευστ. Δρακόπουλο (Μεθώνη σε Μεσσήνη), Γ. Επισκοπέα (Μαλευριάνικα σε Καλαμάτα), Π. Ζάρκο (Ζυγοβίστι σε Καλαμάτα), Ι. Λυμπερόπουλο (Κούβελα Τριφυλίας σε Κυπαρισσία), Αναγν. και Π. Ποτηρόπουλο (Μεθώνη σε Μεσσήνη).
36 Οι 4 περιπτώσεις που εντοπίστηκαν αφορούσαν τους Γερμανό Ζαφειρόπουλο που γεννήθηκε στα Καλάβρυτα και εγκαταστάθηκε στη Μεσσηνία, όταν έγινε επίσκοπος Χριστανουπόλεως, Αμβρόσιο Φραντζή από το Μεσορούγι Καλαβρύτων (ιερομόναχος) ο οποίος έγινε πρωτοσύγκελος Χριστιανουπόλεως, Ιάκωβο και Αναστάσιο Κορνήλιο από τη Ζάκυνθο που εγκαταστάθηκαν στην Καλαμάτα προ του 1810 για επαγγελματικούς λόγους (ιατρική και εμπόριο αντίστοιχα). Γ.Α.Κ Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 31, 43, 93.
37 Οι έμποροι της Καλαμάτας χρησιμοποιούσαν για τα διακινούμενα εμπορεύματα τους όρμους της Βελίκας, του Πεταλιδίου και της Κορώνης, καθώς και τα λιμάνια του Αρμυρού, των Κιτριών και της Καρδαμύλης. Γ. Σακκάς, «Φιλικοί και μυήσεις της Καλαμάτας», Ιθώμη, 14 (Ιούλιος 1976), σ. 17.
38 Η εμπορική δράση των Μεσσήνιων στη Ζάκυνθο υποδηλώνει την κυριαρχία που είχε το αγγλικό εμπόριο την εν λόγω περίοδο στον ελλαδικό χώρο και ειδικότερα στις νότιες περιοχές του. Β. Κρεμμυδάς, ό.π., σ. 106.
39 Γ.Α.Κ Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 6, 17, 30, 38. Για τα εμπορικά ταξίδια των Μεσσήνιων βλ. ενδεικτικά Γ. Αναπλιώτης, «Τα προζύμια της Επανάστασης», Μεσσηνιακά (1969- 1970), εκδόσ. Β. Γιαννίκος, Αθήνα 19982, σ. 21-22.
40 Οι μπέηδες χρησιμοποιούσαν ως έδρα αρχικά τις Κιτριές, όπου υπήρχε το μέγαρο, το ηγεμονείο, που είχε χτίσει ο πρώτος μπέης Τζανέτος Κουτήφαρης. Ε. Αλεξάκης, Τα γένη και η οικογένεια στην παραδοσιακή κοινωνία της Μάνης, Αθήνα 1980, σ. 135. Αργότερα η έδρα των μπέηδων μεταφέρθηκε στο Γύθειο (Μαραθονήσι).
41 Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία όροι όπως πρόκριτος και προεστός συναντιόνται ως ταυτόσημοι για να περιγράψουν τα μέλη της προυχοντικής ομάδας που ανέλαβαν την κοινοτική αυτοδιοίκηση των υποδούλων της Πελοποννήσου στη διάρκεια της β΄ οθωμανικής κυριαρχίας. Στα αφιερωτικά και εφοδιαστικά έγγραφα των Φιλικών σημειώνεται μόνο το προεστός, όρος που δηλώνει τον εκπρόσωπο των ορθοδόξων χριστιανών σε επίπεδο επαρχίας. Στο αρχείο όμως ο Φερέτος χρησιμοποιεί και τους όρους πρόκριτος και δημοπρόκριτος, τους οποίους και αντιδιαστέλλει με το προεστός. Βάσει των τριών βαθμών αυτοδιοίκησης των Πελοποννησίων που προτείνει ο Αθ. Φωτόπουλος υποθέτουμε πως ο Φερέτος, όταν χρησιμοποιεί το πρόκριτος για κάποιον που κατοικεί σε μικρό ή μεσαίο οικιστικό σύνολο, δηλώνει την πολιτική του ιδιότητα (κοινοτικός άρχοντας), ενώ αντίθετα, όταν το άτομο προέρχεται από αστική περιοχή, δηλώνει την εκεί οικονομική και κοινωνική του δύναμη. Βλ. για τους τρεις βαθμούς αυτοδιοίκησης Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 41-53, όπου και η βιβλιογραφία. Ν. Διαμαντούρος, ό.π., σ. 80. Μ. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αθήνα 1978, σ. 87-88. Επίσης Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμ. Α, Αθήνα 1957, σ. 18. Αμβ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόμ. Β, Αθήνα 1839, σ. 114. Τ. Γριτσόπουλος, «Στατιστικαί ειδήσεις περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά, 8 (1971), σ. 449.
42 Ο θεσμός του Καπετάνιου χρησιμοποιήθηκε και γενικεύτηκε την περίοδο της β΄ βενετοκρατίας. Ο Θ. Κολοκοτρώνης σημειώνει: εις τον καιρό των Βενετσιάνων ήτον καπετανάτα και όχι κοτσαμπάσηδες. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον … Επαναστάσεως, ό.π., τόμ. Γ, σ. 414. Πρόκειται για άτομα τα οποία διέθεταν πολιτική, οικονομική και δικαστική δύναμη στην περιοχή τους, ενώ συγχρόνως διατηρούσαν ένοπλα μισθωτά σώματα (λουφεντζήδες ή μπράβοι) για την ασφάλειά τους. Λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση ο θεσμός της Καπετανίας ή τοπαρχίας διατηρείτο ακόμα στην Έξω και Βόρεια Προσηλιακή Μάνη. Οι Καπετάνιοι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Π. Πιζάνιας, ήταν οι ομόλογοι των κοτζαμπάσηδων, ήταν οι κεφαλές που ήταν υπεύθυνες έναντι του οθωμανικού κράτους για την τήρηση των όρων της κατάκτησης και του πληθυσμού. Π. Πιζάνιας, «Επανάσταση και έθνος. Μια ιστορική-κοινωνιολογική προσέγγιση του ΄21», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 3, Αθήνα 2003, σ. 44-45. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 37-38. Για τους Καπετάνιους και τον αριθμό των Καπετανιών βλ. Κ. Κόμης, ό.π., σ. 15-17, όπου και η βιβλιογραφία. Ε. Αλεξάκης, Τα γένη…, ό.π., σ. 116-139.
43 Τα συγκεκριμένα άτομα, όπως και γενικότερα οι έμποροι, κατοικούσαν στην Καλαμάτα (8), την Κορώνη (4), τη Μεσσήνη (4), την Άνθεια (1), την Πύλο (1), τα Φιλιατρά (1), τη Μεθώνη (1), τους Δολούς (1).
44 Για το εμπόριο και τις εξαγωγές στην Έξω Μάνη βλ. Κ. Κόμης, ό.π., σ. 23-29.
45 Είδος μικρής προσωπικής φρουράς που χρησιμοποιούσαν οι κοινοτικοί άρχοντες της Πελοποννήσου για την ασφάλειά τους. Γ. Βλαχογιάννης, Κλέφτες του Μοριά, Αθήνα 1935, σ. 28. Ν. Διαμαντούρος, ό.π., σ. 95-97.
46 Σύμφωνα με την επαγγελματική τους απασχόληση 12 Φιλικοί χαρακτηρίζονταν ως επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί, 21 ως έμποροι, 21 ως έμποροι-κοινοτικοί άρχοντες, 12 ως οπλαρχηγοί, κάποι, στρατιώτες και αξιωματικοί στον αγγλικό στρατό, 5 ως γραμματικοί, δάσκαλοι και ιατροί, 31 ως προεστοί, καπετάνιοι και πρόκριτοι, 1 ως κτηματίας και 2 ως ναυτικοί. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
47 Μορφωμένοι ήσαν 6 εκκλησιαστικοί, 1 ιατρός, 2 γραμματικοί, 1 δάσκαλος, 4 έμποροι και 1 σπουδαστής.
48 Από τους 46 Μεσσήνιους που μυήθηκαν το 1818 μόνο οι 5 ήσαν μορφωμένοι (10,9%), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το επόμενο έτος ήταν 10% και το 1820 5,5%. Αν και τα υπάρχοντα στοιχεία είναι περιορισμένα υποθέτουμε πως με την πάροδο του χρόνου αυξάνονταν μεν οι μυήσεις στην οργάνωση, αλλά από το 1818 και έπειτα αυτό που ενδιέφερε πια ήταν η οικονομική και κοινωνική δύναμη των εταίρων και όχι η εγγραμματοσύνη τους. Η Φιλική χρειαζόταν άλλωστε χρήματα για την προετοιμασία της εξέγερσης και όχι άτομα για να στηρίξουν την ιδεολογία της.
49 Ο Β. Κρεμμυδάς αναφερόμενος στην προεπαναστατική εγγραμματοσύνη των Ελλήνων σημειώνει: Στον ελλαδικό χώρο, όχι μόνο η μόρφωση ήταν ένα ζήτημα που δεν απασχολούσε ούτε τους πλούσιους και θεωρούνταν περιττή πολυτέλεια, αλλά υπήρχε, ίσως, και μια προκατάληψη εναντίον της, τροφοδοτημένη και από την προπαγάνδα του Πατριαρχείου εναντίον όσων έκαναν σπουδές στην Ευρώπη και γίνονταν φορείς νέων ιδεών που τρομοκρατούσαν το Πατριαρχείο. Β. Κρεμμυδάς, ό.π., σ. 106.
50 Κατ’ έτος ο αριθμός των μυήσεων είχε ως εξής: το 1817 3 άτομα, το 1818 48 άτομα, το 1819 48 άτομα, το 1820 18 άτομα, το 1821 1 άτομο. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
51 Από τον Νοέμβριο του 1818 έως και τον Φεβρουάριο του 1819 μυήθηκαν 45 από τους 103 Μεσσήνιους Φιλικούς. Κατά μήνα ο αριθμός των μυούμενων ήταν ο ακόλουθος: Νοέμβριος 1818 11, Δεκέμβριος 1818 10, Ιανουάριος 1819 11, Φεβρουάριος 1819 13. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
52 Ο Αναγνωσταράς ανέλαβε δράση στα νησιά Ύδρα και Σπέτσες και σε μέρος της Πελοποννήσου, ο Ηλ. Χρυσοσπάθης και ο Π. Δημητρόπουλος στη Μάνη. Η αποστολή τους ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1818, ενώ τότε προστέθηκε στους Αποστόλους και ο Καμαρηνός Κυριακός. D. Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 19893, σ. 59. Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία…», ό.π., σ. 24, 26. Σύμφωνα με τα στοιχεία του αρχείου οι δύο πρώτοι και ο Κυριακός ανέπτυξαν ιδιαίτερη δράση στη Μεσσηνία και την έξω Μάνη, μυώντας αρκετά μέλη στην οργάνωση, τα οποία στη συνέχεια μύησαν και άλλους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κυριακού, ο οποίος μύησε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις Κιτριές (2.8.1818).
53 Από το 1818 έως και το 1820 μυήθηκαν στην Εταιρεία μέλη των σημαντικότερων προυχοντικών οικογενειών της Μεσσηνίας, όπως των Ψάλτη (4 μέλη), Τζάννε (3 μέλη), Κυριακού (7μέλη), Βασιλείου (3 μέλη), Αντωνόπουλου (3 μέλη), Αναστασόπουλου (2 μέλη), Παπατσώνη (2 μέλη), Καραλιά, Δουκάκη (2 μέλη), Δαρειώτη (5 μέλη), Καραπατά (3 μέλη). Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 9-10, 12-13, 17, 27, 29, 38, 47-48, 86, 96-97.
54 Τ. Γριτσόπουλος, «Η εις Βοστίτζαν μυστική Συνέλευσις των Πελοποννησίων ηγετών, 26-29 Ιαν. 1821», Μνημοσύνη, 4 (1973), σ. 3-60. D. Dakin, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία (1821-1833), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983, σ. 80-81. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 316-319. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 287-292, 295.
55 Βλ. ενδεικτικά Αν. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τόμ. Α, Αθήνα 1869, σ. 103. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 311-312.
56 Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 254.
57 Οι υπάρχουσες πληροφορίες μας κάνουν να διαφωνούμε με τον Αμ. Φραντζή -και με τον Αλ. Δεσποτόπουλο- ο οποίος αναφέρει ότι: από δε του τέλους των 1819 μέχρι τέλους των 1820 η κατήχησις της Εταιρίας έφθασε να εξαπλωθή και εις τους ποιμένας και εις τους χοιροβοσκούς χωρικούς, αφού τα στοιχεία στη Μεσσηνία δεν επιβεβαιώνουν μια ανάλογη τάση, αλλά προσηλυτισμός συγκεκριμένων ομάδων. Αμ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόμ. Α, Αθήνα 1839, σ. 79. Αλ. Δεσποτόπουλος, «Παράγοντες, διάρκεια…», ό.π., σ. 13. Διαφωνία υπάρχει τέλος και με την άποψη του Μέξα ο οποίος σημειώνει πως από το τέλος του 1820 οι μυήσεις πολλαπλασιάστηκαν και απλουστεύθηκαν, αφού τέτοια τάση στη Μεσσηνία δεν επιβεβαιώνεται. Εξάλλου μόνο το 16,1% της ενότητας μυήθηκε κατά τα έτη 1820- 1821. Β. Μέξας, ό.π., σ. ια΄.
58 Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία…», ό.π., σ. 26-27. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 80.
59 Π. Πατρών Γερμανός, Απομνημονεύματα, επιμ. Εμ. Πρωτοψάλτης, τόμ. Γ. Αθήνα 1956, σ. 4, 5, 78, 240. Το αίτημα των Πελοποννησίων ικανοποιήθηκε με την εκλογή του Αλ. Υψηλάντη στην ηγεσία της Εταιρείας. Η δεκαμελής Πελοποννησιακή Εφορεία -από τους οποίους οι 7 ήσαν κοινοτικοί άρχοντες και οι 3 εκκλησιαστικοί- ξεκίνησε το έργο της το Φθινόπωρο του 1820 χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα λόγω των διαφωνιών που υπήρχαν στους κόλπους της ηγεσίας της. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον … Εταιρείας, ό.π., σ. 338-344, 346-349. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 273-274, 278.
60 Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
61 Οι 21 από τα 53 Φιλικούς των ηλικιών 24 με 40 ετών ήσαν έμποροι, οι 14 κοινοτικοί άρχοντες, οι 3 ένοπλοι, οι 3 εκκλησιαστικοί, οι 4 ασχολούνταν με επαγγέλματα της γνώσης (γραμματικός, ιατρός, δάσκαλος) και ο 1 ήταν ναυτικός. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
62 Οι ισχυροί δεσμοί -φιλικοί ή συγγενικοί- μεταξύ μυούμενου και μύστη θεωρούνται δεδομένοι, αφού η επίτευξη των στόχων της Εταιρείας εξαρτιόταν από την αφοσίωση των μελών της που μόνο τέτοιου είδους σχέσεις εξασφαλίζουν. J. Petropoulos, ό.π., σ. 73.
63 Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 273-274.
64 Προσφορά του Αν. Τσοχαντάρη. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 91. Ο Β. Μέξας υποστηρίζει πως με τα πρόβατα ο Τσοχαντάρης υπονοούσε τους στρατιώτες που μπορούσε να κινητοποιήσει στην επικείμενη εξέγερση. Β. Μέξας, ό.π., σ. 18.
65 Ο γραμματικός Λ. Αθηνάκης προσέφερε 100 γρόσια και ο δάσκαλος Π. Βαφιόπουλος 120 γρόσια. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 2, 17.
66 Σακ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 70. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 115.
67 Βάσει των επαγγελματικών τους ενασχολήσεων οι 6 που μυήθηκαν στη Μόσχα και την Οδησσό ήσαν στρατιωτικοί και έμποροι αντίστοιχα, ενώ οι 3 που μυήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ήσαν εκκλησιαστικός, Καπετάνιος και έμπορος. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
68 Με την αύξηση των μελών της Εταιρείας στη Μεσσηνία από τις τάξεις των κοινοτικών αρχόντων περιορίζονται οι μυήσεις των εμπόρων. Τάση προφανώς εσκεμμένη καθώς η παρουσία των τελευταίων στη Φιλική -ως φορείς του Διαφωτισμού και των πολιτικών του ιδεών- ανησυχούσε τους προκρίτους και τους προεστούς, οι οποίοι είχαν επίγνωση όσων διακυβεύονταν όχι μόνο στην πνευματική ζωή, αλλά και στον χαρακτήρα της μελλοντικής κοινωνίας. Η εμφάνιση άλλωστε στην παραδοσιακή κοινωνία των εμπόρων λειτουργούσε ως ιδεολογική απειλή για την παγιωμένη τάξη πραγμάτων. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός …, ό.π., σ. 19-20, 74, 402.
69 Ενδεικτικά είναι τα όσα σημειώνει ο Μεσσήνιος ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος: Προ τριών ετών σχεδόν εις εξ ενός χωρίου επάνω της πατρίδος μου Καλαμάτας, λεγόμενος Αναγνωσταράς, κατοικών εν τη Ζακύνθω, όταν επήγαν εκεί ρωσικά στρατεύματα, και εμβάς εις την δούλευσιν συν αυτοίς, αναχωρησάντων αυτών εκείθεν, απήλθεν εις την Πετρούπολιν, αιτήσων βοήθειαν δια τας εκδουλεύσεις του, επιστρέφων δε εκείθεν, συνεμίχθη με κάποιους μαθητάς του Διαβόλου, οίτινες διδαχθέντες παρά του διδασκάλου των Διαβόλου την υπέρ της επαναστάσεων εταιρίαν, εδίδαξαν αυτόν ταύτην… διότι αυτά είναι εφευρέματα του Διαβόλου ίνα προξενήση τέλειον αφανισμόν εις πάντας τους χριστιανούς τους όντας εις όλην την Τουρκίαν… Γ. Αναπλιώτης, ό.π., σ. 23.
70 Τους δύο πρώτους μήνες του 1819 μυήθηκαν 24 νέοι Φιλικοί εκ των οποίων οι15 ήσαν κοινοτικοί άρχοντες, οι 5 έμποροι, οι 3 εκκλησιαστικοί και ο 1 ναυτικός. Από τους εμπόρους μόνο οι 2 μυήθηκαν στη Μεσσηνία, ενώ οι 3 στη Ζάκυνθο (2) και στο Ιάσιο (1). Τους υπόλοιπους 10 μήνες του 1819 οι 16 νεοφώτιστοι ανήκαν στους προύχοντες (9), στους εκκλησιαστικούς (3), στους εμπόρους (3), ενώ ο 1 ήταν ναυτικός. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
71 Ο Ν. Σβορώνος σημειώνει σχετικά: …Τα μέλη της ανήκαν σ’ όλες τις κοινωνικές ομάδες που προσελκύστηκαν στο εθνικό κίνημα, σύμφωνες για τον τελικό σκοπό της απελευθέρωσης της χώρας, αλλά διατηρώντας η κάθε μία τους πολιτικούς και κοινωνικούς της προσανατολισμούς και τις ιδέες της πάνω στην τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί… Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα9 1985, σ. 63.
72 Π. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1967, σ. 55, 59. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 222-223.
73 Με την πάροδο του χρόνου και καθώς επεκτεινόταν το συνωμοτικό δίκτυο της Εταιρείας, αυξανόταν και η ανησυχία των προεστών. Αυτό που κυρίως τους ανησυχούσε ήταν η παρατηρούμενη αθρόα μύηση ατόμων δευτέρας τάξεως, τα οποία κατά τον Δεληγιάννη, δεν ηδύναντο να συντελέσουν εις τίποτε. Καν. Δεληγιάννης, ό.π., τόμ. Α, σ. 82. Ο φόβος για κοινωνική ανατροπή στη μετεπαναστατική εποχή σύμφωνα με τον Αθ. Φωτόπουλο διακατείχε το πνεύμα και την ψυχή των προεστών. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 261, 268-269. Ο Ν. Διαμαντούρος αναφέρει επίσης πως οι προύχοντες μπορούσαν και να φανταστούν και να εξετάσουν το ενδεχόμενο ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους υπό τον όρο ότι η ανεξαρτησία θα εγγυόταν τα κατοχυρωμένα τους συμφέροντα και θα τους χάριζε μεγαλύτερη ασφάλεια και άνεση να κυβερνούν όπως ήθελαν, απαλλαγμένοι από τον κεντρικό έλεγχο μέσα στα όρια της περιοχής του καθενός τους. Ν. Διαμαντούρος, ό.π., σ. 88. Βλ. επίσης Γ. Φράγκος, ό.π., σ. 432. Β. Φίλιας, Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα, 1: Η νόθα αστικοποίηση, Αθήνα 1974, σ. 51. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 314.
74 Πρόκειται για τους Αντωνόπουλο Κ., Βουτιερίδη Αν., Βρεττό Γ., Γεωργιάδη Α., Γιαννούλη Ι., Δρακόπουλο Ευσ., Δουκάκης Στ., Καμπά Αν., Καραπαύλο Ηλ., Κορφιωτάκη Ν., Κουγέας Ι., Κυριακό Καμ., Κυριακό Κων/νο, Λουκόπουλο Αλ., Μάνεση Ηλ., Μανωλάκη Ηλ., Μόσχο Αλ. (Αλεξάκη), Μπάστα Γ., Οικονομίδη Ι., Ποτηρόπουλο Αν., Σακκή (Σακκόπουλο) Ηλ. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
75 … επιζητούσαν την ηγεμονία της τάξης τους και στόχευαν στον έλεγχο της εθνικής αγοράς και στην κατάληψη καλύτερης θέσης στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, πράγμα που θα το εξασφάλιζαν ύστερα από επαναστατική αλλαγή των πραγμάτων. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 261.
76 Ορισμένοι από τους προύχοντες μυήθηκαν στην Εταιρεία χωρίς να έχουν πάρει θέση για τη συμμετοχή τους στην επικείμενη Επανάσταση. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 313.
77 Για τις δηλώσεις του Παπατσώνη βλ. Π. Παπατσώνης, ό.π., σ. 55. Ο Καν. Δεληγιάννης αποκαλούσε τυχοδιώκτες τους Παπαφλέσσα και Αναγνωσταρά και τα σχέδια της Φιλικής ανούσια. Καν. Δεληγιάννης, ό.π., τόμ. Α, σ. 99, 109.
78 Βλ. σχετικά Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 260-261, 269. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία, τόμ. Ε, ό.π., σ. 88.
79 Ο Χρυσοσπάθης και ο Αναγνωσταράς δεν εφαίνοντο οι αρμόδιοι άνθρωποι, ως εγνωσμένοι εις τους Τούρκους και την Εξουσίαν δια την φανεράν έχθραν των κατά της τυραννίας, και ως δύσκολοι δια τούτο να συσχετισθώσιν απ’ ευθείας με τους Πολιτικούς του τόπου (Πελοπόννησος), οι οποίοι ήθελον αποφύγει να τους πλησιάσουν. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον … Εταιρείας, ό.π., σ. 202. Κ. Κοτσώνης, «Ηλία Π. Χρυσοσπάθη. “Εκστρατείαι και διατριβαί” 1821 κατ’ ανέκδοτον έκθεσίν του», Λακωνικαί Σπουδαί, 7(1983), σ. 366.
80 Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός…, ό.π., σ. 506-507.
81 Γ. Κορδάτος, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, Αθήνα 1956, σ. 58. D. Dakin, Η ενοποίηση…, ό.π., σ. 60.
82 Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 272.
83 Τα μέλη της Φιλικής ήσαν έως και το 1817 μόνο 42, σύμφωνα με τον Γ. Φράγκο. Γ. Φράγκος, ό.π., σ. 429.
41 Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία όροι όπως πρόκριτος και προεστός συναντιόνται ως ταυτόσημοι για να περιγράψουν τα μέλη της προυχοντικής ομάδας που ανέλαβαν την κοινοτική αυτοδιοίκηση των υποδούλων της Πελοποννήσου στη διάρκεια της β΄ οθωμανικής κυριαρχίας. Στα αφιερωτικά και εφοδιαστικά έγγραφα των Φιλικών σημειώνεται μόνο το προεστός, όρος που δηλώνει τον εκπρόσωπο των ορθοδόξων χριστιανών σε επίπεδο επαρχίας. Στο αρχείο όμως ο Φερέτος χρησιμοποιεί και τους όρους πρόκριτος και δημοπρόκριτος, τους οποίους και αντιδιαστέλλει με το προεστός. Βάσει των τριών βαθμών αυτοδιοίκησης των Πελοποννησίων που προτείνει ο Αθ. Φωτόπουλος υποθέτουμε πως ο Φερέτος, όταν χρησιμοποιεί το πρόκριτος για κάποιον που κατοικεί σε μικρό ή μεσαίο οικιστικό σύνολο, δηλώνει την πολιτική του ιδιότητα (κοινοτικός άρχοντας), ενώ αντίθετα, όταν το άτομο προέρχεται από αστική περιοχή, δηλώνει την εκεί οικονομική και κοινωνική του δύναμη. Βλ. για τους τρεις βαθμούς αυτοδιοίκησης Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 41-53, όπου και η βιβλιογραφία. Ν. Διαμαντούρος, ό.π., σ. 80. Μ. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αθήνα 1978, σ. 87-88. Επίσης Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμ. Α, Αθήνα 1957, σ. 18. Αμβ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόμ. Β, Αθήνα 1839, σ. 114. Τ. Γριτσόπουλος, «Στατιστικαί ειδήσεις περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά, 8 (1971), σ. 449.
42 Ο θεσμός του Καπετάνιου χρησιμοποιήθηκε και γενικεύτηκε την περίοδο της β΄ βενετοκρατίας. Ο Θ. Κολοκοτρώνης σημειώνει: εις τον καιρό των Βενετσιάνων ήτον καπετανάτα και όχι κοτσαμπάσηδες. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον … Επαναστάσεως, ό.π., τόμ. Γ, σ. 414. Πρόκειται για άτομα τα οποία διέθεταν πολιτική, οικονομική και δικαστική δύναμη στην περιοχή τους, ενώ συγχρόνως διατηρούσαν ένοπλα μισθωτά σώματα (λουφεντζήδες ή μπράβοι) για την ασφάλειά τους. Λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση ο θεσμός της Καπετανίας ή τοπαρχίας διατηρείτο ακόμα στην Έξω και Βόρεια Προσηλιακή Μάνη. Οι Καπετάνιοι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Π. Πιζάνιας, ήταν οι ομόλογοι των κοτζαμπάσηδων, ήταν οι κεφαλές που ήταν υπεύθυνες έναντι του οθωμανικού κράτους για την τήρηση των όρων της κατάκτησης και του πληθυσμού. Π. Πιζάνιας, «Επανάσταση και έθνος. Μια ιστορική-κοινωνιολογική προσέγγιση του ΄21», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 3, Αθήνα 2003, σ. 44-45. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 37-38. Για τους Καπετάνιους και τον αριθμό των Καπετανιών βλ. Κ. Κόμης, ό.π., σ. 15-17, όπου και η βιβλιογραφία. Ε. Αλεξάκης, Τα γένη…, ό.π., σ. 116-139.
43 Τα συγκεκριμένα άτομα, όπως και γενικότερα οι έμποροι, κατοικούσαν στην Καλαμάτα (8), την Κορώνη (4), τη Μεσσήνη (4), την Άνθεια (1), την Πύλο (1), τα Φιλιατρά (1), τη Μεθώνη (1), τους Δολούς (1).
44 Για το εμπόριο και τις εξαγωγές στην Έξω Μάνη βλ. Κ. Κόμης, ό.π., σ. 23-29.
45 Είδος μικρής προσωπικής φρουράς που χρησιμοποιούσαν οι κοινοτικοί άρχοντες της Πελοποννήσου για την ασφάλειά τους. Γ. Βλαχογιάννης, Κλέφτες του Μοριά, Αθήνα 1935, σ. 28. Ν. Διαμαντούρος, ό.π., σ. 95-97.
46 Σύμφωνα με την επαγγελματική τους απασχόληση 12 Φιλικοί χαρακτηρίζονταν ως επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί, 21 ως έμποροι, 21 ως έμποροι-κοινοτικοί άρχοντες, 12 ως οπλαρχηγοί, κάποι, στρατιώτες και αξιωματικοί στον αγγλικό στρατό, 5 ως γραμματικοί, δάσκαλοι και ιατροί, 31 ως προεστοί, καπετάνιοι και πρόκριτοι, 1 ως κτηματίας και 2 ως ναυτικοί. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
47 Μορφωμένοι ήσαν 6 εκκλησιαστικοί, 1 ιατρός, 2 γραμματικοί, 1 δάσκαλος, 4 έμποροι και 1 σπουδαστής.
48 Από τους 46 Μεσσήνιους που μυήθηκαν το 1818 μόνο οι 5 ήσαν μορφωμένοι (10,9%), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το επόμενο έτος ήταν 10% και το 1820 5,5%. Αν και τα υπάρχοντα στοιχεία είναι περιορισμένα υποθέτουμε πως με την πάροδο του χρόνου αυξάνονταν μεν οι μυήσεις στην οργάνωση, αλλά από το 1818 και έπειτα αυτό που ενδιέφερε πια ήταν η οικονομική και κοινωνική δύναμη των εταίρων και όχι η εγγραμματοσύνη τους. Η Φιλική χρειαζόταν άλλωστε χρήματα για την προετοιμασία της εξέγερσης και όχι άτομα για να στηρίξουν την ιδεολογία της.
49 Ο Β. Κρεμμυδάς αναφερόμενος στην προεπαναστατική εγγραμματοσύνη των Ελλήνων σημειώνει: Στον ελλαδικό χώρο, όχι μόνο η μόρφωση ήταν ένα ζήτημα που δεν απασχολούσε ούτε τους πλούσιους και θεωρούνταν περιττή πολυτέλεια, αλλά υπήρχε, ίσως, και μια προκατάληψη εναντίον της, τροφοδοτημένη και από την προπαγάνδα του Πατριαρχείου εναντίον όσων έκαναν σπουδές στην Ευρώπη και γίνονταν φορείς νέων ιδεών που τρομοκρατούσαν το Πατριαρχείο. Β. Κρεμμυδάς, ό.π., σ. 106.
50 Κατ’ έτος ο αριθμός των μυήσεων είχε ως εξής: το 1817 3 άτομα, το 1818 48 άτομα, το 1819 48 άτομα, το 1820 18 άτομα, το 1821 1 άτομο. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
51 Από τον Νοέμβριο του 1818 έως και τον Φεβρουάριο του 1819 μυήθηκαν 45 από τους 103 Μεσσήνιους Φιλικούς. Κατά μήνα ο αριθμός των μυούμενων ήταν ο ακόλουθος: Νοέμβριος 1818 11, Δεκέμβριος 1818 10, Ιανουάριος 1819 11, Φεβρουάριος 1819 13. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
52 Ο Αναγνωσταράς ανέλαβε δράση στα νησιά Ύδρα και Σπέτσες και σε μέρος της Πελοποννήσου, ο Ηλ. Χρυσοσπάθης και ο Π. Δημητρόπουλος στη Μάνη. Η αποστολή τους ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1818, ενώ τότε προστέθηκε στους Αποστόλους και ο Καμαρηνός Κυριακός. D. Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 19893, σ. 59. Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία…», ό.π., σ. 24, 26. Σύμφωνα με τα στοιχεία του αρχείου οι δύο πρώτοι και ο Κυριακός ανέπτυξαν ιδιαίτερη δράση στη Μεσσηνία και την έξω Μάνη, μυώντας αρκετά μέλη στην οργάνωση, τα οποία στη συνέχεια μύησαν και άλλους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κυριακού, ο οποίος μύησε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις Κιτριές (2.8.1818).
53 Από το 1818 έως και το 1820 μυήθηκαν στην Εταιρεία μέλη των σημαντικότερων προυχοντικών οικογενειών της Μεσσηνίας, όπως των Ψάλτη (4 μέλη), Τζάννε (3 μέλη), Κυριακού (7μέλη), Βασιλείου (3 μέλη), Αντωνόπουλου (3 μέλη), Αναστασόπουλου (2 μέλη), Παπατσώνη (2 μέλη), Καραλιά, Δουκάκη (2 μέλη), Δαρειώτη (5 μέλη), Καραπατά (3 μέλη). Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 9-10, 12-13, 17, 27, 29, 38, 47-48, 86, 96-97.
54 Τ. Γριτσόπουλος, «Η εις Βοστίτζαν μυστική Συνέλευσις των Πελοποννησίων ηγετών, 26-29 Ιαν. 1821», Μνημοσύνη, 4 (1973), σ. 3-60. D. Dakin, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία (1821-1833), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983, σ. 80-81. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 316-319. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 287-292, 295.
55 Βλ. ενδεικτικά Αν. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τόμ. Α, Αθήνα 1869, σ. 103. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 311-312.
56 Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 254.
57 Οι υπάρχουσες πληροφορίες μας κάνουν να διαφωνούμε με τον Αμ. Φραντζή -και με τον Αλ. Δεσποτόπουλο- ο οποίος αναφέρει ότι: από δε του τέλους των 1819 μέχρι τέλους των 1820 η κατήχησις της Εταιρίας έφθασε να εξαπλωθή και εις τους ποιμένας και εις τους χοιροβοσκούς χωρικούς, αφού τα στοιχεία στη Μεσσηνία δεν επιβεβαιώνουν μια ανάλογη τάση, αλλά προσηλυτισμός συγκεκριμένων ομάδων. Αμ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόμ. Α, Αθήνα 1839, σ. 79. Αλ. Δεσποτόπουλος, «Παράγοντες, διάρκεια…», ό.π., σ. 13. Διαφωνία υπάρχει τέλος και με την άποψη του Μέξα ο οποίος σημειώνει πως από το τέλος του 1820 οι μυήσεις πολλαπλασιάστηκαν και απλουστεύθηκαν, αφού τέτοια τάση στη Μεσσηνία δεν επιβεβαιώνεται. Εξάλλου μόνο το 16,1% της ενότητας μυήθηκε κατά τα έτη 1820- 1821. Β. Μέξας, ό.π., σ. ια΄.
58 Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία…», ό.π., σ. 26-27. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 80.
59 Π. Πατρών Γερμανός, Απομνημονεύματα, επιμ. Εμ. Πρωτοψάλτης, τόμ. Γ. Αθήνα 1956, σ. 4, 5, 78, 240. Το αίτημα των Πελοποννησίων ικανοποιήθηκε με την εκλογή του Αλ. Υψηλάντη στην ηγεσία της Εταιρείας. Η δεκαμελής Πελοποννησιακή Εφορεία -από τους οποίους οι 7 ήσαν κοινοτικοί άρχοντες και οι 3 εκκλησιαστικοί- ξεκίνησε το έργο της το Φθινόπωρο του 1820 χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα λόγω των διαφωνιών που υπήρχαν στους κόλπους της ηγεσίας της. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον … Εταιρείας, ό.π., σ. 338-344, 346-349. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 273-274, 278.
60 Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
61 Οι 21 από τα 53 Φιλικούς των ηλικιών 24 με 40 ετών ήσαν έμποροι, οι 14 κοινοτικοί άρχοντες, οι 3 ένοπλοι, οι 3 εκκλησιαστικοί, οι 4 ασχολούνταν με επαγγέλματα της γνώσης (γραμματικός, ιατρός, δάσκαλος) και ο 1 ήταν ναυτικός. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
62 Οι ισχυροί δεσμοί -φιλικοί ή συγγενικοί- μεταξύ μυούμενου και μύστη θεωρούνται δεδομένοι, αφού η επίτευξη των στόχων της Εταιρείας εξαρτιόταν από την αφοσίωση των μελών της που μόνο τέτοιου είδους σχέσεις εξασφαλίζουν. J. Petropoulos, ό.π., σ. 73.
63 Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 273-274.
64 Προσφορά του Αν. Τσοχαντάρη. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 91. Ο Β. Μέξας υποστηρίζει πως με τα πρόβατα ο Τσοχαντάρης υπονοούσε τους στρατιώτες που μπορούσε να κινητοποιήσει στην επικείμενη εξέγερση. Β. Μέξας, ό.π., σ. 18.
65 Ο γραμματικός Λ. Αθηνάκης προσέφερε 100 γρόσια και ο δάσκαλος Π. Βαφιόπουλος 120 γρόσια. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 2, 17.
66 Σακ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 70. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 115.
67 Βάσει των επαγγελματικών τους ενασχολήσεων οι 6 που μυήθηκαν στη Μόσχα και την Οδησσό ήσαν στρατιωτικοί και έμποροι αντίστοιχα, ενώ οι 3 που μυήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ήσαν εκκλησιαστικός, Καπετάνιος και έμπορος. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
68 Με την αύξηση των μελών της Εταιρείας στη Μεσσηνία από τις τάξεις των κοινοτικών αρχόντων περιορίζονται οι μυήσεις των εμπόρων. Τάση προφανώς εσκεμμένη καθώς η παρουσία των τελευταίων στη Φιλική -ως φορείς του Διαφωτισμού και των πολιτικών του ιδεών- ανησυχούσε τους προκρίτους και τους προεστούς, οι οποίοι είχαν επίγνωση όσων διακυβεύονταν όχι μόνο στην πνευματική ζωή, αλλά και στον χαρακτήρα της μελλοντικής κοινωνίας. Η εμφάνιση άλλωστε στην παραδοσιακή κοινωνία των εμπόρων λειτουργούσε ως ιδεολογική απειλή για την παγιωμένη τάξη πραγμάτων. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός …, ό.π., σ. 19-20, 74, 402.
69 Ενδεικτικά είναι τα όσα σημειώνει ο Μεσσήνιος ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος: Προ τριών ετών σχεδόν εις εξ ενός χωρίου επάνω της πατρίδος μου Καλαμάτας, λεγόμενος Αναγνωσταράς, κατοικών εν τη Ζακύνθω, όταν επήγαν εκεί ρωσικά στρατεύματα, και εμβάς εις την δούλευσιν συν αυτοίς, αναχωρησάντων αυτών εκείθεν, απήλθεν εις την Πετρούπολιν, αιτήσων βοήθειαν δια τας εκδουλεύσεις του, επιστρέφων δε εκείθεν, συνεμίχθη με κάποιους μαθητάς του Διαβόλου, οίτινες διδαχθέντες παρά του διδασκάλου των Διαβόλου την υπέρ της επαναστάσεων εταιρίαν, εδίδαξαν αυτόν ταύτην… διότι αυτά είναι εφευρέματα του Διαβόλου ίνα προξενήση τέλειον αφανισμόν εις πάντας τους χριστιανούς τους όντας εις όλην την Τουρκίαν… Γ. Αναπλιώτης, ό.π., σ. 23.
70 Τους δύο πρώτους μήνες του 1819 μυήθηκαν 24 νέοι Φιλικοί εκ των οποίων οι15 ήσαν κοινοτικοί άρχοντες, οι 5 έμποροι, οι 3 εκκλησιαστικοί και ο 1 ναυτικός. Από τους εμπόρους μόνο οι 2 μυήθηκαν στη Μεσσηνία, ενώ οι 3 στη Ζάκυνθο (2) και στο Ιάσιο (1). Τους υπόλοιπους 10 μήνες του 1819 οι 16 νεοφώτιστοι ανήκαν στους προύχοντες (9), στους εκκλησιαστικούς (3), στους εμπόρους (3), ενώ ο 1 ήταν ναυτικός. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
71 Ο Ν. Σβορώνος σημειώνει σχετικά: …Τα μέλη της ανήκαν σ’ όλες τις κοινωνικές ομάδες που προσελκύστηκαν στο εθνικό κίνημα, σύμφωνες για τον τελικό σκοπό της απελευθέρωσης της χώρας, αλλά διατηρώντας η κάθε μία τους πολιτικούς και κοινωνικούς της προσανατολισμούς και τις ιδέες της πάνω στην τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί… Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα9 1985, σ. 63.
72 Π. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1967, σ. 55, 59. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 222-223.
73 Με την πάροδο του χρόνου και καθώς επεκτεινόταν το συνωμοτικό δίκτυο της Εταιρείας, αυξανόταν και η ανησυχία των προεστών. Αυτό που κυρίως τους ανησυχούσε ήταν η παρατηρούμενη αθρόα μύηση ατόμων δευτέρας τάξεως, τα οποία κατά τον Δεληγιάννη, δεν ηδύναντο να συντελέσουν εις τίποτε. Καν. Δεληγιάννης, ό.π., τόμ. Α, σ. 82. Ο φόβος για κοινωνική ανατροπή στη μετεπαναστατική εποχή σύμφωνα με τον Αθ. Φωτόπουλο διακατείχε το πνεύμα και την ψυχή των προεστών. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 261, 268-269. Ο Ν. Διαμαντούρος αναφέρει επίσης πως οι προύχοντες μπορούσαν και να φανταστούν και να εξετάσουν το ενδεχόμενο ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους υπό τον όρο ότι η ανεξαρτησία θα εγγυόταν τα κατοχυρωμένα τους συμφέροντα και θα τους χάριζε μεγαλύτερη ασφάλεια και άνεση να κυβερνούν όπως ήθελαν, απαλλαγμένοι από τον κεντρικό έλεγχο μέσα στα όρια της περιοχής του καθενός τους. Ν. Διαμαντούρος, ό.π., σ. 88. Βλ. επίσης Γ. Φράγκος, ό.π., σ. 432. Β. Φίλιας, Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα, 1: Η νόθα αστικοποίηση, Αθήνα 1974, σ. 51. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 314.
74 Πρόκειται για τους Αντωνόπουλο Κ., Βουτιερίδη Αν., Βρεττό Γ., Γεωργιάδη Α., Γιαννούλη Ι., Δρακόπουλο Ευσ., Δουκάκης Στ., Καμπά Αν., Καραπαύλο Ηλ., Κορφιωτάκη Ν., Κουγέας Ι., Κυριακό Καμ., Κυριακό Κων/νο, Λουκόπουλο Αλ., Μάνεση Ηλ., Μανωλάκη Ηλ., Μόσχο Αλ. (Αλεξάκη), Μπάστα Γ., Οικονομίδη Ι., Ποτηρόπουλο Αν., Σακκή (Σακκόπουλο) Ηλ. Γ.Α.Κ. Νομού Μεσσηνίας, Αρχείο Μ. Φερέτος, ΑΒΕ 13, Φ. 1-97.
75 … επιζητούσαν την ηγεμονία της τάξης τους και στόχευαν στον έλεγχο της εθνικής αγοράς και στην κατάληψη καλύτερης θέσης στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, πράγμα που θα το εξασφάλιζαν ύστερα από επαναστατική αλλαγή των πραγμάτων. Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 261.
76 Ορισμένοι από τους προύχοντες μυήθηκαν στην Εταιρεία χωρίς να έχουν πάρει θέση για τη συμμετοχή τους στην επικείμενη Επανάσταση. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τόμ. Ε, ό.π., σ. 313.
77 Για τις δηλώσεις του Παπατσώνη βλ. Π. Παπατσώνης, ό.π., σ. 55. Ο Καν. Δεληγιάννης αποκαλούσε τυχοδιώκτες τους Παπαφλέσσα και Αναγνωσταρά και τα σχέδια της Φιλικής ανούσια. Καν. Δεληγιάννης, ό.π., τόμ. Α, σ. 99, 109.
78 Βλ. σχετικά Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 260-261, 269. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία, τόμ. Ε, ό.π., σ. 88.
79 Ο Χρυσοσπάθης και ο Αναγνωσταράς δεν εφαίνοντο οι αρμόδιοι άνθρωποι, ως εγνωσμένοι εις τους Τούρκους και την Εξουσίαν δια την φανεράν έχθραν των κατά της τυραννίας, και ως δύσκολοι δια τούτο να συσχετισθώσιν απ’ ευθείας με τους Πολιτικούς του τόπου (Πελοπόννησος), οι οποίοι ήθελον αποφύγει να τους πλησιάσουν. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον … Εταιρείας, ό.π., σ. 202. Κ. Κοτσώνης, «Ηλία Π. Χρυσοσπάθη. “Εκστρατείαι και διατριβαί” 1821 κατ’ ανέκδοτον έκθεσίν του», Λακωνικαί Σπουδαί, 7(1983), σ. 366.
80 Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός…, ό.π., σ. 506-507.
81 Γ. Κορδάτος, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, Αθήνα 1956, σ. 58. D. Dakin, Η ενοποίηση…, ό.π., σ. 60.
82 Αθ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες…, ό.π., σ. 272.
83 Τα μέλη της Φιλικής ήσαν έως και το 1817 μόνο 42, σύμφωνα με τον Γ. Φράγκο. Γ. Φράγκος, ό.π., σ. 429.