Οι πιο πολλες μαρτυριες για το καστρο της Μεθώνης προέρχονται από τους περιηγητές και τους προσκυνητές, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το λιμάνι της Μεθώνης στα ταξίδια τους προς και από την ανατολική Μεσόγειο και κατέγραφαν τις εντυπώσεις τους.
Το μαύρο χρονικό μιάς ξακουσμένης πολιτείας
Παρασκευή ξημέρωνε, να μη 'χε ξημερώσει πω κίνησ' ο Μπραήμ πασάς από την Αλεξάντρα. Βάνει τ' ασκέρια διαλεχτά, ούλο καβαλλαρέους και ήρθαν και αράξανε όξω 'πο τη Μοθώνη.
Η πολιτεία στα παλιά τα χρόνια στάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ναυτικούς σταθμούς κι' από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα. Χτισμένη στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης βρίσκεται στο δρόμο των μεγάλων ταξιδιών, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Τα πλοία φουντάρουν στο λιμάνι της φορτωμένα πραμάτειες εξωτικές, κι' επιβάτες απ' όλες τις φυλές ξεμπαρκάρουν στην κοσμοπολίτικη πολιτεία. Οι ναυτικοί ξεχύνονται στις ταβέρνες της να σβήσουν τη δίψα τους στα ξακουστό κρασί της που κι' αυτή η ανάμνηση του κατά τον αββά Faber ευφραίνει τις καρδιές των ανθρώπων.
Ιππότες τον μεσαίωνα και την εποχή των Σταυροφοριών, προσκυνητές που ταξίδευαν στους Αγίους Τόπους έβρισκαν εδώ καταφύγιο στον περίφημο «Γερμανικό οίκο», Τυχοδιώκτες, έμποροι, κληρικοί, διπλωμάτες, επιστήμονες, όλοι οι ταξιδιώτες και οι περιηγητές του παλιού καιρού γνώρισαν τη Μεθώνη και τα παλιά οδοιπορικά βιβλία είναι γεμάτα από περιγραφές για τη ζωή της ξακουστής πολιτείας.
Οι μεγάλες περιπέτειες της πολιτείας αρχίζουν από την εποχή της τέταρτης Σταυροφορίας, όταν ο Γοδεφρίδος Βιλεαρδουινός αρμενίζοντας στη Μεσόγειο για την Κωνσταντινούπολη, η φουρτούνα του άλλαξε τη ρότα κι' έφερε ποδισάρικο στα νερά της Μεθώνης τον πρώτο καταχτητή. Από τότε η μοίρα της πολιτείας είναι ή σκλαβιά και γίνεται διαδοχικά το κονάκι των μεγάλων καταχτητών. Οι Βενετοί της είχαν δώσει τη μεγαλύτερη σημασία. Όταν στα 1500 έπεσε στα χέρια των Τούρκων του Βαγιαζήτ, ο δόγης Αυγουστίνος Βαρβαρίγος έγραψε στη διακοίνωση που έστειλε στον Πάπα και στο Βασιλιά της Ισπανίας:«εχάσαμε το έξοχο ορμητήριο όλων των πλοίων μας που ταξίδευαν στην Ανατολή». Και οι Τούρκοι την έκαμαν αμέσως πρωτεύουσα του Μοριά. Ο Μοροζίνι πέφτει με τα μούτρα να την καταχτήσει και μπαίνοντας θριαμβευτικά στην πολιτεία στήνει νικητήρια τεράστια στήλη από κόκκινο γρανίτη. Στη δεύτερη Τουρκοκρατία είναι πάλι ή έδρα του πασά με την αλογοουρά πού κυβερνάει τη Δυτική Πελοπόννησο. Τέλος γίνεται το ορμητήριο του Ιμπραήμ.
Για όλες αυτές τις εποχές υπάρχει πλήθος περιγραφές στα βιβλία των περιηγητών για τη ζωή της σκλαβωμένης πολιτείας. Ιδιαίτερα για την περίοδο της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης τα ταξιδιωτικά βιβλία είναι άπειρα.
Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζει το βιβλίο ενός Γάλλου με τα αρχικά C. Ρ* καί με τον τίτλο : «Δυο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και στο Μοριά». Ο περιηγητής αυτός αφού έζησε δύο σχεδόν χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, το Σεπτέμβρη του 1826 με το Εγγλέζικο μπρίκι «Jhon Doughan» ταξιδεύει στη Σμύρνη. Από κει στη Μυτιλήνη, Χίο, Κρήτη, Ναβαρίνο για να καταλήξει στη Μεθώνη πού ήταν τότε το γενικό στρατηγείο του Αιγυπτιακού στρατού.
Στη Μεθώνη ο περιηγητής κάνει τη γνωριμία ενός προξένου της Αυστρίας, γνωριμία γοητευτική όπως μας λέει ο ίδιος, γιατί ο Αυστριακός αυτός πράκτορας ήταν από τους ανθρώπους εκείνους πού η συντροφιά τους σε κατακτούν από την πρώτη στιγμή. Ήτανε πνευματώδης, εύθυμος και πολύ ευγενικός στους τρόπους. Οι σπουδές πού είχε κάμει σε μια από τις περιφημότερες Ακαδημίες της Γερμανίας ήταν λαμπρές· μάκρυνα ταξίδια είχαν οξύνει ακόμη πιο πολύ το πνεύμα του κι αντανακλούσαν σ' όλη του τη σοφία.
Για τη Μεθώνη ο C. Ρ. αφιερώνει τα τέσσερα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του (XIV, XV, XVI, II). Αρχίζει με το οδοιπορικό του από το Ναυαρίνο στη Μεθώνη, το δεύτερο έχει τίτλο: «Modon Marché aux esclaves», το τρίτο είναι αφιερωμένο στον Ιμπραήμ και το τέταρτο και τελευταίο στο Σολιμάν Βέη και στο χαρέμι του.
Οι εξωτικές αυτές εντυπώσεις γραμμένες πολύ λογοτεχνικά και γεμάτες ποίηση, είναι ακόμη δονισμένες από την αγάπη του συγγραφέα για τον άνθρωπο και από τον πόνο για τα βασανιστήρια της σταυρωμένης Ελλάδας. Οι σκηνές πού περιγράφει είναι σπαρταριστές. Γενικά ο περιηγητής δίνει μια εικόνα ανάγλυφη της ηρωικής εκείνης εποχής. Το έργο κοσμείται από μια σειρά διαλεχτά κοστούμια της εποχής ζωγραφισμένα από τον M. Collin, μαθητή, του Girodet.
Στο δρόμο της Μεθώνης
30 Οκτωβρίου 1826. Αφήσαμε το Ναβαρίνο στις 6 το πρωί. Η εξοχή μοσχοβολούσε από αρώματα ρόδων, ο ουρανός ήταν γαλήνιος και ο ήλιος πρόβαλε βγαίνοντας μέσα από τα κύματα. Πατώντας αυτή τη κλασσική γη της μεγαλοφυΐας και της δόξας, τι αναμνήσεις πολιορκούν τη σκέψη, μου! Θέλησα να εκμυστηρευτώ στο συνοδό του ταξιδιού μου κι' αυτός μου απάντησε:
«Οι σημερινοί Έλληνες είναι το ίδιο γενναίοι όπως και οι παλιοί Μεσσήνιοι. Η ίδια αιτία τους φλογίζει και τους σπρώχνει στον αγώνα, θέλουν να είναι ελεύθεροι. Αλλά ο θάνατος δεν είναι συχνά το μόνο κέρδος του θάρρους. Είναι σχεδόν όλοι χαμένοι γιατί όσοι ξέφυγαν το ξίφος του τυράννου στενάζουν μέσα στις σκοτεινές φυλακές της Μεθώνης».
Καθώς είπε αυτά τα λόγια ένα μικρό μνημείο πάνω σ' ένα λόφο κίνησε την προσοχή μας. Όταν ανεβήκαμε το λόφο αναγνωρίσαμε έναν αρχαίο βωμό. Κατεβαίνοντας έπειτα στην κοιλάδα πού ακολουθεί ο δρόμος για τη Μοθώνη, εθαύμασα τη γόνιμη γη πού αν και είχε μείνει ακαλλιέργητη ήταν πλημμυρισμένη από πλούσια βλάστηση. Εδώ διασταυρώνονται οι λεμονιές με τις πορτοκαλιές, εκεί λουλούδια με μύρια χρώματα κάνουν ένα θαυμάσιο parterre.
Πια πέρα μυρτιές και δάφνες ροζ στολίζουν τις όχθες ενός ρυακιού ενώ τ' αηδόνια, πιστοί κάτοικοι των ερημωμένων αυτών τόπων σε κάνουν να μην ακούς παρά μια γλυκεία μελωδία. Άλλα ποια αντίθεση μας δίνουν από την άλλη μεριά μια εξοχή, μια παραλία, τα ίχνη των ματωμένων διαρπαγών και τα ερείπια ολόκληρων χωριών που έχουν καταστραφεί από τους Αιγυπτίους! Αύτη είναι ή σκηνή που παρουσιάζεται στον ταξιδιώτη από το Ναβαρίνο μέχρι τη Μεθώνη.
Η φρικιαστική θέα των καταστροφών αυτών και ή ιδέα των αναρίθμητων σφαγών πού ακολούθησαν, κάνουν θλιβερή την περιγραφή μου. Αλλά ένα θέαμα ακόμη πιο θλιβερό έρχεται να παρουσιαστεί μπροστά μας. θα ήταν καμμιά εικοσαριά γυναίκες πού τις οδηγούσε ένας Τούρκος μ' ένα μαστίγιο όπως ένα κοπάδι ζώα. Όταν αργούσαν λίγο το βήμα τους το μαστίγιο έπεφτε απάνω τους χωρίς λύπηση. Οι δυστυχισμένες αυτές γυναίκες, όλες πολύ ηλικιωμένες ήταν καταδικασμένες να μαζεύουν ξύλα στο βουνό και να τα κουβαλούν στην πόλη.
- Από ποια επαρχία είσαστε κυρά μου; Ρώτησα μια απ' αυτές.
- Ξένη, μου αποκρίθηκε αναστενάζοντας. Μας πιάσανε στο Μεσολόγγι κι' από τότε είμαστε στη χειρότερη, στη φοβερότερη σκλαβιά. Κλεισμένες τη νύχτα μέσα σε μια βρωμερή τρώγλη όπου κοιμόμαστε απάνω στην πέτρα, μας τραβούν πριν ξημερώσει και μας φέρνουν σ' αυτά εδώ τα βουνά σε μια καταθλιπτική δουλειά εκτεθειμένες σ' όλους τους ανέμους και τους καιρούς και στις κτηνωδίες ενός απαίσιου φύλακα,
Την ρώτησα ποια ήταν ή τροφή τους.
- Χόρτα, μου είπε και κάποτε μαύρο ψωμί. Αντίο παλικάρι μου και παρακάλεσε το θεό να γλυκαίνει τη δυστυχία μας. Αντίο.
Τράβηξα από την τσέπη μου μερικά νομίσματα με την ελπίδα ν' ανακουφίσω μια δυστυχισμένη ύπαρξη, μα αύτη μου φώναξε: Κράτησε, κράτησε αυτό το νόμισμα, σ' ευχαριστώ, θέλησε να ζητήσει την άδεια από τον αφέντη της άλλα ο Τούρκος μου την απέσπασε.
Της ευχήθηκα μια καλύτερη τύχη και λυπημένος από ό,τι είχα ιδεί εξακολούθησα το δρόμο μου. Αλλά μια νέα σκηνή δουλείας μ' επερίμενε. Λίγα βήματα από δω συνάντησα στην άκρη του δρόμου μια άλλη γριά ξαπλωμένη στη γη. Ό δεύτερος οδηγός του ανθρώπινου κοπαδιού τη χτυπούσε μ' ένα ραβδί επειδή άρρωστη και κουρασμένη δεν μπορούσε να προχωρήσει κι' ο αέρας αντηχούσε από τα κλάματα και τους ολοφυρμούς της.
- Παλικάρι, παλικάρι, φώναξε όταν με είδε. Και εγώ παρακάλεσα τον Τούρκο: «Στάσου, στάσου, θα σου δώσω λεφτά δεν λυπάσαι τη δυστυχισμένη; Άλλα μ' ένα χτύπημα πού της έδωσε τώρα, το πρόσωπο της δυστυχισμένης γυναίκας εγέμισε αίμα. Τότε ο άπιστος βλέποντας πώς δεν μπορούσε πια να του προσφέρει καμμιά υπηρεσία την παράτησε βρίζοντας μ’ ένα αποτρόπαιο τόνο.
Άπιστη γριά, δεν είσαι πια καλή για τίποτα. Έμεινα λίγο κοντά στο θύμα πού σε λίγο άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Ό ήλιος είχε διατρέξει την μισή του τροχιά όταν αντικρίσαμε τα τείχη της Μεθώνης, της αρχαίας Μεθώνης. Και δεν αργήσαμε να φτάσουμε εδώ.
Μεθώνη η αγορά των Σκλάβων
Ο κύριος Scassi, πρόξενος της Αυστρίας1 στην Μεθώνη με δέχτηκε με πολύ εγκαρδιότητα και ευγενικά προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει στο σπίτι του. ήμουνα αναγκασμένος να δεχτώ γιατί βρισκόμουν μέσα σε μια πολιτεία όπου δεν υπήρχε κανένα ξενοδοχείο, ούτε καλό ούτε άσχημο.
Μέσ' την παραλία, κοντά στην πόλη, το σπίτι του Αυστριακού πράκτορα ήταν ξύλινο και περιορισμένο σε τρία μέτρια δωμάτια. Το εξωτερικό του έδειχνε πολύ σεμνό -για να μην ειπεί κανείς κάτι περσότερο- άλλα κείνη την εποχή πέρναγε για το μεγαλύτερο και ωραιότερο της χώρας. Φανταστείτε τώρα πως ήταν τα αλλά!
Όπως ήταν δύο ή ώρα το μεσημέρι, όταν μπήκαμε, είχα ακόμη τον καιρό να επισκεφτώ τη Μεθώνη. Οι πόρτες κλείνανε κάθε βράδυ στις έξι.
Το κάστρο τούτο, τρεις λεύγες μακριά απ' το Ναβαρίνο είναι σχεδόν δυο φορές μεγαλύτερο άπα την τελευταία αυτή πόλη. Είχε κυριευτεί στα 1686 απ' τους Βενετούς άλλα στις 16 Αύγουστου 1715 ανακτήθηκε απ' τον Τοπάλ Οσμάν και παραχωρήθηκε τελικά στους Τούρκους στα 1770. Οι Βενετοί ήταν πάλι εκείνοι πού την είχαν οχυρώσει.
Περικυκλωμένη απ’ όλες τις πλευρές από τη θάλασσα δεν συγκοινωνεί με την στεριά παρά με μια ξύλινη γέφυρα που το μάκρος της είναι πενήντα πόδια. Αν τα οχυρά της βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, η Μεθώνη θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να κυριευτεί, αλλά οι Τούρκοι δεν ήταν μαθημένοι ούτε να τα συντηρούν ούτε να τα διορθώνουν. Δεν ήταν ικανοί παρά μόνο να τα χαλάνε. Ύστερα από κάμποσον καιρό τα οχυρά και τα τείχη της ήταν γκρεμισμένα και τα κανόνια τα περισσότερα σκουριασμένα.
Η πολιτεία είναι ασφαλισμένη ανατολικά από ένα άλλο μεγάλο τείχος που στα πόδια του είναι οι απότομοι βράχοι οι δαρμένοι από τα κύματα. Ένας ψηλός πύργος που στην κορφή του κυματίζει η Τουρκική σημαία την προστατεύει από το μέρος του βορρά και στο νοτιά βλέπουμε εκτός από τη μπαρουταποθήκη το φρουρό της φυλακής των αιχμαλώτων. Από δω αρχίζει το λιμάνι που λέγεται Μαντράκι και τελειώνει σ’ ένα μικρό κάβο απέναντι. Στο βάθος υψώνεται το νησί Σαπιέντζα που σχηματίζει το λιμάνι. Ανοιχτό όμως από το ανατολικό και το δυτικό μέρος είναι εκτεθειμένο στην ορμή των ανέμων που καταποντίζουν εκεί πολλά πλοία. Αυτός είναι ο λόγος που οι ναυτικοί προτιμούν το λιμάνι του Ναβαρίνου.
Λίγα πράγματα θα είχαμε να πούμε για το εσωτερικό της πολιτείας. Αφού περάσαμε τη γέφυρα και τις πόρτες του πρώτο και του δεύτερου τείχους, συναντήσαμε μια πλατεία αρκετά μεγάλη. Βλέπετε τότε από τα δεξιά το παλιό Διοικητήριο της Μεθώνης, ο σημερινό του Ιμπραήμ πασά. Αριστερά θα βρείτε το «Δρόμο της Αγοράς». Είναι σε μάκρος και σε πλάτος ο μεγαλύτερος της πολιτείας και τελειώνει στην μπαρουταποθήκη. Από τις άλλες δύο πλευρές του «Δρόμου της Αγοράς» αρχίζουν άλλοι δρόμοι, σκοτεινά σοκάκια ακάθαρτα, σχηματισμένα από μισογκρεμισμένες παράγκες όλες γεμάτες από Τούρκους και Άραβες που είναι σωριασμένοι ο ένας απάνω στον άλλον.
Ένα από τα πρώτα πρόσωπα που παρουσιάστηκαν μπροστά μου άμα μπήκα στη Μεθώνη, ήταν ένας από τους παλιούς μου φίλους του κολλεγίου. Η έκπληξη μου ήταν τόση πού σταμάτησα χωρίς να μπορώ να μιλήσω. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Είμαι εγώ, μου είπε εκείνος πλησιάζοντας. Και υστέρα από ένα σφιχταγκάλιασμα οι ερωτήσεις όπως ήταν φυσικό έπεφταν βροχή. Ίσαμε να μάθει πώς ο σκοπός μου ήταν να μείνω στη Μεθώνη δεν σταματούσε να με παρακαλεί να μείνω και να δεχτώ τη φιλοξενία του. Ήτανε φανερό πως η άρνησή μου θα του προξενούσε μεγάλη λύπη.
Πήγα λοιπόν να βρω τον κ. Scassi va του αναγγείλω την ευτυχή συνάντηση που είχα κάμει και να τον παρακαλέσω να δεχτεί τις ευχαριστίες μου για τη φιλοξενία πού μου είχε προσφέρει με τόση προθυμία και καλοσύνη.
Ο κύριος L, παλιός μου συμμαθητής, έκανε ένα σπουδαίο εμπόριο σε όλα τα είδη. Τούτο φαινόταν πραγματικά λίγο παράξενο σε κείνον που ήξερε πως τους τόπους αυτούς τους κυβερνούσε η μοίρα της πείνας. Έλλειψη απ' όλα και τα πιο αναγκαία όπως τα σιτάρι, υπήρχε στη Μεθώνη, το ίδιο και στο Ναβαρίνο γιατί οι Τούρκοι προτιμούσαν να πεθαίνουν τής πείνας παρά να καλλιεργούν τα χωράφια2. Μόνο ο πασάς και οι αρχηγοί του στρατού δεν υπόφεραν από τη γενική σιτοδεία και το τραπέζι τους ήταν πάντα πλούσιο στρωμένο.
Η έλλειψη χρημάτων πρόσθετε ακόμη στο λιμό που μάστιζε τον τόπο. Είκοσι μήνες μετά τον ερχομό τους στο Μοριά οι Άραβες δεν είχαν πάρει ακόμη μισθό και όπως ήταν ή συμφωνία να πληρώνονται με Ισπανικό νόμισμα, έκανε να πάρει ο καθένας είκοσι κολονάτα. Δεν είχαν ακόμη ούτε ρούχα. Μερικοί δεν φορούσαν παρά μόνο ένα πουκάμισο, άλλοι ένα κομμάτι από χαλί· άλλοι πάλι ήτανε ντυμένοι μ' ένα σκέτο πανί κι' άλλοι φορούσαν ρούχα γυναικεία πού είχαν αρπάξει από κάποιο γειτονικό χωριό. Όλοι καταριόνταν τον πασά και κάθε μέρα στρατιώτες απουσίαζαν από το προσκλητήριο χωρίς να ξαναγυρίζουν πια. Τέλος ή γενική δυστυχία με τις σπαραχτικές σκηνές πού προξενούσε -είχα γίνει τόσο συχνά μάρτυρας σ' αυτές τις σκηνές- μου έχει αφήσει από τη Μεθώνη μια βαθιά θλιβερή ανάμνηση.
Αλλά εκείνο που προξενούσε ακόμη πιο ελεεινή εντύπωση είναι τούτο εδώ το θέαμα τής «Αγοράς των σκλάβων». Το απάντησα εκεί την άλλη μέρα. Δεν είχα ιδεί ποτέ πιο θλιβερή σκηνή και μη μπορώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου τ' άφησα να ξεσπάσουν ελεύθερα.
Ό πρόξενος τής Αυστρίας και ο φίλος μου πού με είχαν συνοδεύσει είχαν κι' αυτοί συγκινηθεί άλλα πιο συνηθισμένοι από μένα στις τρομερές αυτές σκηνές ήξεραν να συγκρατούνται. Όσο για τους Τούρκους και τους Άραβες, αυτοί έμεναν τελείως απαθείς και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη μελαγχολία μου. Άσπλαχνοι λαοί!
Οι σκλάβοι πού πουλιόντουσαν ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος γυναίκες κάθε ηλικίας. Έβλεπες ακόμη εκεί μερικά παιδιά κάτω των δεκαέξι χρόνων· γιατί τους μεγαλύτερους στην ηλικία αιχμαλώτους ή τους είχαν σφάξει ή βρίσκονταν κλεισμένοι στα μπουντρούμια.
Οι σκλάβες αυτές, νέες και γριές. Είχαν πέσει στα χέρια των Αράβων στο Μεσολόγγι και τις είχαν κουβαλήσει εδώ να τις γλεντήσουν και να τις εμπορευτούν.
Τι όμορφες γυναίκες Ελληνίδες, τι αγγελόμορφα παιδιά! Αλλά μ’ έπιασε τρεμούλα όταν συλλογίστηκα πόσες απ’ αυτές τις γυναίκες και τα παιδιά τα είχαν ατιμάσει οι νικητές τους όπως τα κτήνη. Είδα ακόμη εκεί μερικές γυναίκες ηλικιωμένες. Αυτές πουλιόντουσαν σ’ εξευτελιστικές τιμές και κείνου που τις αγόραζαν τις μεταχειρίζονταν σαν κτήνη.
Οι περισσότερες από τις νέες γυναίκες ήταν σκεπασμένες και οι έμποροι στους οποίους άνηκαν τις παρουσίαζαν φωνάζοντας: Πουλάω αυτή εδώ οκτακόσια γρόσα· εκείνη εκεί πεντακόσια. Αυτή είναι δεκάξι χρονών παρθένος ακόμη. Πλησιάστε ελάτε (υπήρχαν όλες οι τιμές ανάλογες πάντα με την ποιότητα του εμπορεύματος).
- Καπετάνιε3, σας αρέσει αυτή η νέα Σουλιώτισσα; μου είπε ένας απ’ αυτούς πλησιάζοντας, θ’ αποχτήσεις ένα ωραίο πράμα. Θα σ’ ευχαριστήσει..
Έδειξα πώς είχα την πρόθεση να την αγοράσω:
- θέλω να ιδώ, του είπα, αν μου αρέσει. Αμέσως της τράβηξε το βέλο πού σκέπαζε τη μορφή της και είδα μια νέα κοπέλα πού τα χαρακτηριστικά της αν και μαραμένα από τον πόνο πού ήταν αποτυπωμένος στο χλωμό της πρόσωπο, είχαν μια γοητευτική ομορφιά. Το δυστυχισμένο κορίτσι έκλαιγε...
Έσπευσα να ξαναδέσω το βέλο της για να μη βλέπω τα δάκρυα της κι' απομακρύνθηκα.
Δεν άργησα να εγκαταλείψω έναν τόπο όπου όλα ερέθιζαν τον πόνο και την αγανάκτηση μου και γύρισα μαζί με τους συντρόφους μου στην ακροθαλασσιά.
Η ευαισθησία μου ήταν μοιραίο να δοκιμαστεί με νέες συγκινήσεις. Μόλις φτάσαμε εκεί είκοσι και πλέον ανθρώπινα κεφάλια, φρεσκοκομμένα πασυρμένα από τα κύματα έφταναν μέχρι τα πόδια μας. Ένας διαβάτης μας είπε ψυχρά πώς ήταν τα κεφάλια μερικών αιχμαλώτων πού τους είχαν σφάξει μέσα στη φυλακή….
Λίγο πιο υστέρα περνούσε μια συνοδεία από εκατό σκλάβους με Νέγρους φρουρούς. Το πρόσωπο τους ήταν μπλάβο, στη ράχη τους και στα μπράτσα τους έβλεπες τ' αποτυπώματα του καμτσικιού. Ένας άγριος φρουρός τους τρόμαζε κάθε τόσο όταν λίγος ύπνος πού έφερνε λίγο ξαλάφρωμα στα βασανισμένα μέλη τους. τους εμπόδιζε ν' ακούσουν τη φωνή του δεσμοφύλακα.
Είχαν πάνω στους ώμους τους χοντρά ξύλα, δοκούς πού τα κουβάλαγαν δεν ξέρω σε ποιο μέρος. Όταν περνούσαν μπροστά από τα κομμένα κεφάλια πού κύλαγαν στην αμμουδιά, γύριζαν τα μάτια για να ιδούν, τα γούρλωναν σε μια στιγμή, κλονίζονταν από τον τρόμο και γίνονταν αμέσως χλωμοί. Μια ίδια τύχη τους περίμενε ίσως. 'Αλλά πώς να πιστέψει κανείς πώς όλοι οι αιχμάλωτοι είχαν πάρει τα όπλα. Ήταν κατά το πλείστον απλοϊκοί τσοπάνηδες πού έβοσκαν τα πρόβατα τους στα βουνά και οι Άραβες τους τα είχαν αρπάξει.
Επισκέφτηκα με δυο γρόσα τον πύργο των αιχμαλώτων. Ήταν εκεί ξαπλωμένοι όχι πάνω σε σανίδες άλλα μέσα στη λάσπη πού σχημάτιζε το νερό της θάλασσας διαπερνώντας μέσα στη φυλακή από τις χαραμάδες του τείχους. Αυτός ο τόπος ήταν όλο βρώμα, μαύρος από το σκοτάδι και στα αμυδρό φως μιας λάμπας δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά τους όπως ήταν στοιβαγμένοι ο ένας απάνω στον άλλο.
Τέτοιες υπήρξαν oι θλιβερές ενασχολήσεις πού γέμισαν τη δεύτερη μέρα μου στη Μεθώνη. Ή τρίτη ήταν αφιερωμένη στην επίσκεψη του στρατοπέδου των Αράβων, έξω άπα την πόλη πού θα περιγράψω στο επόμενο κεφάλαιο.
Στρατόπεδο των Αράβων. Ιμπραήμ πασάς.
Η όψη των Νέγρων του Ιμπραήμ είναι απαίσια και αηδιαστική. Με μάτια ζωηρά κεφάλι μικρό, κοντόσωμοι, έχουν κάτι από τα άγρια ζώα με τα όποια μοιράζονται τις φλογισμένες έρημους της Αφρικής.
Ξεριζωμένοι από τη Νουβία και την Αβησσυνία, χώρες υποταγμένες στον πασά της Αιγύπτου είχαν μπει στη στρατιωτική πειθαρχία άπα Ευρωπαίους αξιωματικούς πλανεμένους από το χρυσάφι του Μεχμέτ Αλή. Ο Μεχμέτ, καθ' όλα τα φαινόμενα θέλει να αποτινάξει το ζυγό του Σουλτάνου. Μα ο Μαχμούτ με κάθε μέσο προσπαθεί να ματαιώσει τα αποστατικά του σχέδια. Με διάφορες προφάσεις ζητεί να παρασύρει το Μεχμέτ Αλή στην Κωνσταντινούπολη όπου με τη δύναμη των φοβερών ορδών του θα ξεγλύτωνε από ένα επικίνδυνο εχθρό. Αλλά μακριά από του να πέσει στην παγίδα ο πασάς της Αιγύπτου προπαρασκευάζει αδιάκοπα την επιτυχία του σκοπού του και μαζεύει όλο και νέους θησαυρούς σε βάρος του λαού του πού τον φορτώνει με φόρους και τον καταπιέζει αβάσταχτα.
Κρατεί, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, για λογαριασμό του το μονοπώλιο για το μαλλί και το μετάξι πού τ' αγοράζει πάμφθηνα απ' τούς φτωχούς Αιγυπτίους και τα μεταπουλάει ακριβά στους εμπόρους της Ευρώπης. Οι Αιγύπτιοι που τούτα τα πλούτη είναι δικός τους Ιδρώτας θυμούνται -και τούτο είναι το μεγαλύτερο εγκώμιο για το έθνος πού έχω την τιμή να ανήκω- με ευχαρίστηση την κατάληψη της πατρίδας τους από τους Γάλλους, δυσαρεστημένοι από το δικό τους δεσποτισμό.
Όπως και να είναι ή προσπάθεια για τον εξευρωπαϊσμό των ορδών του Μεχμέτ Αλή απαντούσε πολύ περσότερες δυσκολίες από κείνες πού παρουσίαζαν οι Τούρκοι του Μαχμούτ. Γιατί οι Τούρκοι μολονότι πολύ καθυστερημένοι, πάντα όμως λιγότερο από τους νέγρους πού δεν είχαν καμιά ιδέα από πολιτισμό.
Πολλές φορές κινήματα ξέσπασαν επαναστατικά ενάντια στους ξένους εκπαιδευτές. Οι νέοι στρατιώτες του Μεχμέτ Αλή δεν μπορούσαν να συνηθίσουν να υποτάσσονται. Τους ησύχαζε όμως ο δεσπότης της Αιγύπτου πάντα με το φόβο της τύχης των Μαμελούκων. Τέλος έξι συντάγματα από τέσσερις χιλιάδες το καθένα ξεμπάρκαραν στο Μοριά. Την εποχή όμως πού βρισκόμουνα εγώ στη Μεθώνη δεν είδα ένα τόσο μεγάλο αριθμό από μαύρους. Δεν ήτανε παρά μόνο εφτά με οχτώ χιλιάδες. Οι αρρώστιες, οι κόποι, oι στερήσεις, ή λόγχη του εχθρού ξεπάστρεψαν τους άλλους μα και κείνοι πού είχαν μείνει ήταν σαν σκελετοί. Εκθέτω κάπως ζωηρά τη μεγάλη τους αθλιότητα, ήταν όμως τέτοια γι’ αυτό και ή αντίδραση άρχισε να φανερώνεται με μέσα τρομοκρατικά. Όλα τα σημάδια έδειχναν πως ή απειλή της επανάστασης κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του Ιμπραήμ, όμως κανένας δεν ήθελε να πάρει απάνω του την ευθύνη της αρχηγίας. Γι’ αυτό έπαιρνε όλο αναβολές αν και περίμεναν να φτάσει από ώρα σε ώρα ο στόλος από την Αλεξάνδρεια.
Η τρομαχτική αθλιότητα του στρατού δεν εμπόδιζε καθόλου τον Ιμπραήμ από το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα. Έτυχε να βρεθώ σε κάποια γυμνάσια που γίνηκαν μ’ επιτυχία. Οργάνωση πέρα για πέρα Ευρωπαϊκή. Κάθε σύνταγμα είχε το συνταγματάρχη του που πάλι είχε κάτω από τις διαταγές του ταγματάρχες, λοχαγούς, υπολοχαγούς κ.λ.π. Κάθε ομάδα τυμπανιστών είχε και αρχηγό τυμπανιστή. Το πρωί οι στρατιώτες ξυπνούσαν με το εγερτήριο και με το πέσιμο του ήλιου το «ανακλητικόν» χτυπούσε για την ανάπαυση. Σε κάθε σύνταγμα ήταν προσκολλημένοι πεντ’ έξη εκπαιδευτές με στολή Τούρκικη. Ο μισθός του ήτανε χίλια με χίλια πεντακόσια γρόσα το μήνα ανάλογα με το βαθμό που είχε ο καθένας. Γάλλοι και Ιταλοί γιατροί και νοσοκόμοι κοίταγαν τους αρρώστους.
Έτσι βρέθηκα μες στη Μεθώνη ανάμεσα σε πλήθος από συμπατριώτες. Τους έκανε μεγάλη ευχαρίστηση να έχουν ένα Γάλλο μεταξύ τους και όχι λίγες φορές ήπιαμε για τη δόξα και την προκοπή της ωραίας Γαλλίας που σε λίγο θα την ξανάβλεπα. Είναι γλυκό όταν βρίσκεσαι σε μια ξένη χώρα να γυρίζεις τα μάτια στην πατρίδα. Πόσες φορές δεν είδα πολλούς απ' αυτούς με τα μάτια γεμάτα δάκρυα! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να μη με βεβαιώσει πως στο τέλος της εκστρατείας θα παρατούσε την υπηρεσία των απίστων.
Ένας από τούτους με παρουσίασε στον Ιμπραήμ. Η σκηνή του βρισκόταν έξω από την πόλη αντίκρυ στο στρατόπεδο των Αράβων. Εκεί σε κείνη τη σκηνή με δέχτηκε με ευγένεια, μ' έβαλε να καθίσω κοντά του και πρόσταξε να μου ετοιμάσουν πίπα και καφέ. Η συνομιλία μας κράτησε πολλή ώρα. Τον κολάκευα για την οργάνωση του στρατού του και κείνος άρχισε την ιστορία για τη σφαγή των Γιαννιτσάρων και για την νέα κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ιμπραήμ είναι ένας άνθρωπος κοντόσωμος, πολύ παχύς με πλατύ πρόσωπο. Η μύτη του κολοβή, τα μάτια του πετάνε σπίθες και στο πρόσωπό του είναι χαραγμένη η σκληράδα. Δεν είναι όπως λένε φυσικός γιος του Μεχμέτ Αλή αλλά θετός. Οι Μουσουλμάνοι τον υπολογίζουν πολύ γιατί είναι ο πρώτος πασάς στην αυτοκρατορία, ο πασάς των Αγίων Τόπων. Η Μεδίνα και η Μέκκα θέλησαν κάποτε να ξεσηκωθούν μα ο Ιμπραήμ τις έβαλε γρήγορα πάλι κάτω από τον ζυγό του περνώντας τους άνδρες από λεπίδι και τα γυναικόπαιδα στα σκλαβοπάζαρα.
Η παλικαριά του Ιμπραήμ είναι αληθινή. Πολλοί από τους οργανωτές του στρατού του με βεβαίωσαν πως ήταν πάντα πρώτος στη φωτιά αψηφώντας τις σφαίρες και τη λόγχη του εχθρού. Ορμούσε πρώτος στην επίθεση κι' όταν άνοιγε καλά η μάχη τραβιόταν με τους αξιωματικούς του πίσω από τα συντάγματα και σκότωνε οποίον οπισθοχωρούσε. Οι Άραβες ήξεραν πως ο θάνατος πίσω τους περίμενε, γι’ αυτό προχωρούσαν και πολλές φορές κέρδιζαν τη νίκη. Άλλα οι Έλληνες του Μοριά που ήξεραν τη δύναμη του εχθρικού στρατού απόφευγαν συστηματικά να δίνουν κανονικές μάχες μαζί του κι' έκαναν όλο κλεφτοπόλεμο πίσω από τους βράχους, τις σπηλιές και τα ποτάμια θερίζοντας τους Αραπάδες. Λένε πως ο Ιμπραήμ συναντήθηκε εκεί μια μέρα με τον Κολοκοτρώνη. Κρυμμένοι κι' ο ένας κι’ ο άλλος πίσω από τους βράχους, παραδόσου, του λέει ο Ιμπραήμ, θα σε γεμίσω πλούτη...
- Η λευτεριά της πατρίδας μου, απάντησε υπερήφανα ο Έλληνας ήρωας, μου είναι πιο αγαπητή από τους θησαυρούς σου. Έριξε γρήγορα μια τουφεκιά -η σφαίρα χτύπησε έναν από τη μαύρη ακολουθία του πασά- κι' εξαφανίστηκε.
Παραβάλλουν πολλοί τον Ιμπραήμ με τον Μαχμούτ. Πραγματικά εκείνο πού χαρακτηρίζει και τους δύο είναι ή πλεονεξία και η απανθρωπιά.
Μου λέγαν στη Μεθώνη πώς ο Ιμπραήμ είχε τότε στις κάσες του περσότερα από δεκαπέντε χιλιάδες Bourses4. Και δεν μου φάνηκε παράξενη τούτη η πληροφορία γιατί ήξερα πώς πολιτευόταν. Δεν είναι ανάγκη να δώσω εδώ λεπτομέρειες για τις αναρίθμητες ληστείες του. Θα αναφέρω μόνο δύο πολύ χαρακτηριστικές. Πρόσταξε μια μέρα να κατασχεθούν όλα τα ζώα μικρά και μεγάλα πού βρίσκονταν στους στάβλους της Μεθώνης και των γύρω χωριών. Οι κάτοχοι διαμαρτυρήθηκαν και ο πασάς τους υποσχέθηκε έξι γρόσα για κάθε βόδι και τρία για κάθε πρόβατο. Έτσι αφού έγιναν δικά του όλα τα κοπάδια πρόσταξε να πουλιέται το κρέας τρία γρόσα η οκά κι' οποίος ήθελε να φάει δεν έβρισκε ν' αγοράσει άλλου. Έκανε λοιπόν ο Ιμπραήμ με το κρέας χρυσές δουλειές. Το δεύτερο περιστατικό είναι πιο χτυπητό. Τον καιρό πού εμένα στη Μεθώνη πέθανε εκεί ο Μεχμέτ Αλή αγάς θείος του Ιμπραήμ κι' ένας από τους αρχιστρατήγους του. Τούτος ο άνθρωπος είχε μέσα στο χαρέμι του δεκαοχτώ γυναίκες άπο το Μεσολόγγι και μια ντουζίνα παιδιά δώδεκα με δεκαπέντε χρονών.
Στην αρρώστια του τον περιποιόταν ένας Εγγλέζος γιατρός, νέος με σπάνια άξια με πολλά και σπουδαία χαρίσματα. Είχε ρθει στο Μεσολόγγι με τον λόρδο Μπάιρον υπηρετώντας το μεγάλο ποιητή κι' έμεινε πολιορκημένος μέχρι πού ή πόλη έπεσε στα χέρια των απίστων. Γλίτωσε τη ζωή του υπό τον όρο να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Ιμπραήμ και εξασκούσε ευσυνείδητα το επάγγελμα του, παρ' όλες όμως τις περιποιήσεις πού του’ καναν, αυτός δεν ζητούσε παρά την ευκαιρία ν’ αφήσει τους Άραβες και να γυρίσει στην πατρίδα του. Βλέποντας πως ο Μεχμέτ Αλή αγάς βρισκόταν στις τελευταίες του στιγμές: «Τι θα κάμει όλες αυτές τις σκλάβες σου –του είπε– τι θα κάμεις όλα αυτά τα μικρά παιδιά; Δώσε τους την ελευθερία τους. Αυτή η πράξη θα είναι θεάρεστη». Ο άρρωστος δέχτηκε, γνωστοποίησε τις επιθυμίες του στον ανιψιό του Ιμπραήμ και ύστερα από λίγες ώρες πέθανε. Ο Ιμπραήμ φρόντισε να μην εκτελέσει τις τελευταίες θελήσεις του. Άρπαξε τις γυναίκες και τα παιδιά και τ’ ακριβοπούλησε στο σκλαβοπάζαρο της Μεθώνης αφού ήτανε ο νόμιμος κληρονόμος του Μεχμέτ Αλή αγά.
Έδωσα παραδείγματα για την πλεονεξία του Ιμπραήμ, θα σας δώσε τώρα και για σκληράδα του στους ανθρώπους. Κατά την πολιορκία του Ναβαρίνου, πλησίασε μια μέρα τόσο στα τείχη του κάστρου που οι οβίδες και οι σφαίρες σφύριζαν γύρω του. Πρίγκιπα, του είπε τότε ένας αξιωματικός που πήγαινε κοντά του, η Εξοχότητά σας δεν βρίσκεται σε ασφάλεια. Ο εχθρός σε σημαδεύει.
- Δεν είσαι παρά ένας δειλός, απάντησε ο Ιμπραήμ, πέθανε! Και του πήρε το κεφάλι.
Όταν πάλι έφτασε στη Μεθώνη βρήκε πολλά Ελληνικά σπίτια. Αμέσως πρόσταξε να σφάξουν όλους τους κατοίκους πού τους είχε υποσχεθεί ο άτιμος αυτός προδότης για την υπακοή τους πως θα προστάτευε τη ζωή τους. Μια νύχτα σε μια ορισμένη ώρα σφάχτηκαν όλοι από τους Νέγρους που έτσι εξασφάλιζαν το κονάκι τους. Ήταν μεγάλος πόνος να βλέπει κανείς τις γυναίκες να πουλιούνται την άλλη μέρα στην αγορά και τα παιδιά τους να περνούν σε ξένα χέρια.
Έφεραν μια μέρα στον Ιμπραήμ έναν Έλληνα αιχμάλωτο. Όταν τον ρώτησε πού βρισκόταν ο εχθρός πήρε τούτη την απάντηση: «Εγώ δεν προδίνω τον όρκο που έδωσα στους συντρόφους μου».
- «Θα σε σκοτώσω φώναξε ο Ιμπραήμ, αν δεν μ’ ακούσεις». Ο αιχμάλωτος ξανάδωσε την ίδια απάντηση. Τότε ο πασάς αφήνει την πίπα του σηκώνεται με θυμό φτύνει τον ήρωα στο πρόσωπο, αρπάζει μια καραμπίνα και τον αφήνει νεκρό.
Ένας άλλος αιχμάλωτος πάλι οδηγήθηκε πέντε- έξι μέρες αργότερα μπροστά στον τίγρη της Αιγύπτου. Ήταν ένας φτωχός τσοπάνος. Ο Ιμπραήμ τον υποδέχτηκε αμέσως με τις φωνές «Γιούχα, γιούχα, γιούχα!» -έτσι έφταναν στ' αυτιά των Τούρκων οι φωνές των Ελλήνων πολεμιστών- κι' έπειτα από χίλιες βρισιές τον πρόσταξε να γονατίσει και να σκύψει το κεφάλι. Ο φτωχός τσοπάνος έσκυψε περιμένοντας το τέλος του.
- Τράβα το σπαθί σου, λέει τότε ο Ιμπραήμ σ' ένα μικρό Αραπάκι έξι χρονών και κόψε το κεφάλι αυτού του άπιστου. Το θέλω πεσκέσι. Το παιδί αρχίζει να του βγάζει τα μάτια παίζοντας με τις γκριμάτσες πού έπαιρνε το πρόσωπο του δύστυχου ραγιά, του κόβει το ένα αυτί, χτυπά και ξαναχτυπά το κεφάλι χωρίς να μπορεί να το κόψει. Μερικοί Γάλλοι εκπαιδευτές παρόντες στη φοβερή σκηνή κατόρθωσαν να του πάρουν χάρη και τον πήραν μαζί τους μα ήταν αργά γιατί ύστερα από δυο τρεις ώρες πέθανε από τα τραύματα. Στο τέλος κι’ εγώ ο ίδιος έγινα μάρτυρας σε μια απ’ αυτές τις φριχτές σκηνές.
Είδα με τα ίδια μου τα μάτια δεκαπέντε ανθρώπους γδυτούς μπροστά στη σκηνή του να τους σταμπάρουν μ’ ένα καυτό σίδερο και ύστερα να τους ρίχνουν στο μπουντρούμι για να σαπίζουν μεσ’ στην υγρασία ίσαμε να ρθει το καράβι να τους μπαρκάρουνε για την Αίγυπτο, μακριά από το αγαπημένο χώμα της πατρίδας τους το ποτισμένο με τον ιδρώτα τους και με τα δάκρυά τους, για λογαριασμό του Μεχμέτ Αλή. Είδα παπάδες σταυρωμένους, είδα άλλους δεμένους στα λιόδεντρα να ψήνονται σε σιγανή φωτιά. Είδα…. Αλλά είναι τόσα πολλά…
Για να ολοκληρώσω το πορτραίτο του Ιμπραήμ, δεν έχω παρά δύο λόγια να ειπώ ακόμη. Περνάει για ένας από τους ήρωες του αιώνα μας και τον παραβάλλουν με τον Ναπολέοντα. Τίποτα δεν με όργιζε περισσότερο από τα τέτοια βάρβαρα και ηλίθια δημοσιεύματα των εφημερίδων. Τις έπαιρνε όλες με τα πλοία που έρχονταν στο Ναβαρίνο, στη Μεθώνη ή στο Τζάντε, και του μετάφραζε ο Abro, o δραγουμάνος του.
Σολιμάν Βέης
Ήταν η τέταρτη μέρα μου στη Μεθώνη όταν ο κ. L. και ο Πρόξενος της Αυστρίας προσφέρθηκαν να με παρουσιάσουν στο Σολιμάν Βέη που ήταν φίλος τους. Δέχτηκα την πρόταση τους με μεγάλη χαρά γιατί εύρισκα έτσι την ευκαιρία να γνωρίσω ένα πρόσωπο από τα πιο ξακουστά σ' αυτόν τον πόλεμο. Είναι γνωστό πως ο Σολιμάν είναι ένας Γάλλος αποστάτης, τ' όνομα του Σέβ. Υπασπιστής ενός στρατηγού μας απ' τους καλύτερους, έδειξε την ανδρεία του σε πολλές εκστρατείες ακόμη και σ' αυτή τη Ρωσία, άλλα μετά την πτώση του Ναπολέοντα πήγε στην Αίγυπτο ζητώντας μια ασχολία ανάλογη με την ιδιοσυγκρασία του που δεν μπορούσε να βρει πια στη Γαλλία.
Κείνη την εποχή ο Μεχμέτ Αλής ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει ένα σχέδιο που είχε από καιρό για να οργανώσει το στρατό του σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό σύστημα. Πλήθος από ξένους απατεώνες και τυχοδιώχτες έρχονταν διαρκώς να τον περιστοιχίσουν με υποσχέσεις και κολακείες. Ανάμεσα σ' όλους τους ενοχλητικούς αυτούς τύπους ο πασάς ξεχώρισε το Σέβ και δέχτηκε τις υπηρεσίες πού του πρόσφερε ο Γάλλος συνταγματάρχης όχι τόσο για τη στρατιωτική του αξία όσο για τις βαθιές γνώσεις του στην επιστήμη και στην τέχνη. Γάλλε, του είπε ο πασάς της Αιγύπτου, αν θέλεις να μου ορκιστείς πίστη, θα σε κάμω βέη και θα διοικείς το πρώτο σύνταγμα του στρατού μου. Οφείλεις όμως να απαρνηθείς την θρησκεία σου και να ασπαστείς τον Ισλαμισμό· αν δεν είσαι Μωαμεθανός, οι Άραβες δεν θα θελήσουν να σε υπακούσουν.
Η πρόταση άρεσε του Σέβ. Μέσα σ’ ένα από τα μεγαλύτερα τζαμιά της Αλεξάνδρειας απαρνήθηκε επίσημα τη Χριστιανική Θρησκεία. Φόρεσε το σαρίκι, άλλαξε τ’ όνομά του και κείνοι τον γέμισαν με πολύτιμα δώρα και του κανόνισαν ένα μισθό σαράντα χιλιάδες γρόσα το χρόνο.
Τo σύνταγμα του Σολιμάν Bέη ήτανε στρατοπεδευμένο έξω από την πόλη, μα το σπίτι του ήταν στη Μεθώνη στο μεγάλο «Δρόμο της Αγοράς».
Στην πόρτα του φύλαγαν μια δεκαριά στρατιώτες. Όταν τους είπαμε πώς θέλαμε να ιδούμε το Βέη μας έκαμαν ένα τεμενά και μας άφησαν να μπούμε.
Βρήκαμε το Σολιμάν ξαπλωμένο πάνω σ' ένα πλατύ κρεβάτι ήταν η ώρα έντεκα το πρωί. Μας ζήτησε συγνώμη πού μας δεχόταν μ' αυτό τον τρόπο και δικαιολογήθηκε μια αδιαθεσία, αποτέλεσμα υπερκόπωσης. Του είπα τότε πως είχα ρθεί στο Μοριά με το σκοπό να επισκεφτώ μερικές πόλεις, ότι το σχέδιο του ταξιδιού μου είχε εκπληρωθεί και ότι πριν μπω στο πλοίο για τη Γαλλία δεν ήθελα να φύγω χωρίς να του προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Γυρίζοντας στην πατρίδα μας να μπορέσω να φέρω στην οικογένεια του την ελπίδα και για το δικό του γυρισμό.
Σας ευχαριστώ απείρως, μου είπε με ευγένεια. Η προσφορά σας αυτή μου προξενεί μια αληθινή ευχαρίστηση. Τέτοια ευκαιρία επικοινωνίας μεταξύ Γαλλίας και της άκρης αυτής του Μοριά είναι πολύ σπάνια και θα επωφεληθώ από την προθυμία σας για να γράψω στους φίλους μου.
Θα σας δώσω ακόμη -αφού το επιθυμείτε- και ένα γράμμα και θα σας παρακαλέσω να το στείλετε ή να το δώσετε ο ίδιος στον πατέρα μου. Μένει στη Λυών. Και ύστερα από μια στιγμή σιωπής, πρόσθεσε με κάποια συγκίνηση: Δεν αγάπησα στη ζωή μου παρά τρεις ανθρώπους γιατί τρεις άνθρωποι μόνο μου έχουν κάμει καλό. Ο πατέρας μου, ο Ναπολέων και ο Μεχμέτ Αλής. Ναργιλές και καφές μας προσφέρθηκε από ένα μικρό νέγρο, σκλάβο του Σολιμάν, τις Τούρκικες όμως τούτες περιποιήσεις ακολούθησε φιλοφροσύνη καθαρά Γαλλική.Crateras magnes, statuunt, el vina coronart.
Ενάντια σ' έναν προφήτη τόσο αυστηρό και στο νόμο του, το κρασί κύλαγε στα πλατειά ποτήρια και τρεις- τέσσεροι Αιγύπτιοι αξιωματικοί που βρέθηκαν εκεί δεν δίστασαν ν' αδειάσουν αρκετές μπουκάλες. Τέτοια είναι η επίδραση που εξασκεί πάνω μας η αγάπη της πατρίδας όταν βρεθούμε στην ξενιτιά. Πάντα Γάλλος στην καρδιά, παρά την αποστασία του, ο Σολιμάν ήπιε στην υγειά της χώρας του και η ανάμνηση αυτή ήταν τόσο δυνατή που δάκρυα κύλησαν στα μάτια του. Απαντήσαμε στην πρόποση ανευφημώντας.
Αφού μιλήσαμε κατόπι αρκετή ώρα για την Κωνσταντινούπολη και για τα πολιτικά της Γαλλίας για τα όποια έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον του μαρτύρησα την επιθυμία μου να ιδώ το χαρέμι του:
- Colonel, του είπα, αυτό που σας ζητώ δεν πρέπει να σας φανεί παράξενο. Δεν σας βλέπω εδώ σαν ένα Τούρκο αλλά σαν ένα Γάλλο.
Οι Αιγύπτιοι αξιωματικοί αποτραβήχτηκαν και τρεις γυναίκες του χαρεμιού του Σολιμάν παρουσιάστηκαν μπροστά μας. Η μία ονομαζόταν Παναγιώτα, οι άλλες δυο ήταν αδερφές. Και οι τρεις ήταν εξαιρετικά ωραίες, είχαν πολλή χάρη, εξυπνάδα και περιπάθεια" άλλα ή Χρυσούλα προ πάντων, ή μεγαλύτερη από τις δύο αδελφές ήταν μια συναρπαστική; ομορφιά. Λιγνή, φυσιογνωμία γλυκεία με μια λεπτή μελαγχολία χυμένη στο κρινορόδινο πρόσωπο της. Μάτια γαλάζια σαν τον ουρανό και μαλλιά μαύρα όπως ό έβενος έδιναν μια εξοχή αντίθεση. Και oι τρεις ήταν πλούσια και κομψά ντυμένες και τούτο έδινε μεγαλύτερη λάμψη στην ομορφιά τους. Ήταν νεαρές Ελληνίδες σκλάβες.
Η Χρυσούλα ηλικίας δεκαοχτώ περίπου χρονών ήταν η ευνοούμενη του Σολιμάν Βέη. Την αγαπούσε μ' ένα σφοδρό ερωτά κι' εκείνη, όπως μπόρεσα να καταλάβω άπα τις αλλεπάλληλες επισκέψεις πού έκαμα στο χαρέμι του Σεβ, ανταποκρινόταν στο αίσθημά του. Μια τραγική σκηνή πού είχε διαδραματιστεί εξ αίτιας της είχε κάμει ακόμη μεγαλύτερη τη στοργή της για το συνταγματάρχη.
Μια νέγρα, σπάνια ομορφιά, τ' όνομά της Αρσάνα που ό Σολιμάν είχε φέρει άπα την Αίγυπτο εξουσίαζε την καρδιά του προτού γοητευτεί από τα θέλγητρα της Χρυσούλας. Πολλές φορές η Αρσάνα, παρατημένη, είχε φανερώσει την οργή της και με τα δάκρυα της και με τα λόγια της ώσπου μια μέρα -δυο μέρες πριν έρθω στη Μεθώνη- όρμισε στην κρεβατοκάμαρα του Σολιμάν. Κι’ είδε εκεί… Τη Χρυσούλα στην αγκαλιά του απίστου εραστή της!
Το θέαμα αυτό έκαμε το θυμό της να ξεχειλίσει. Άπιστε, βρυχήθηκε, με γλέντησες για δικό σου θρίαμβο και δικό μου αίσχος. Κι' αμέσως χίμηξε πάνω στην αντίζηλο της με μια τυφλή λύσσα, την έπιασε από τα μαλλιά, της ξεσκίζει το πρόσωπο και πάει να της βγάλει τα μάτια άλλα συγκρατιέται από το Σολιμάν πού στην ορμή του θυμοί του την παραδίδει στους στρατιώτες του και προστάζει να τη θανατώσουν μπροστά στα μάτια του.
Μόλις άκουσε αυτή την προσταγή η Αρσάνα, χωρίς καθόλου να γίνει ικετευτική : Όχι, είπε, όχι, Σολιμάν. Μη με καταδικάσεις, δεν θέλεις το θάνατο μου.
Η Αρσάνα σου είναι πολύ αγαπητή, δεν μπορείς να διψάς το αίμα της. Και όπως εγώ, αχάριστος να λησμονήσεις την αγάπη μας και να θελήσεις να με θυσιάσεις στην αντίζηλο μου· πεθαίνω χωρίς λύπη αφού ο θάνατος θα με απαλλάξει από τη μισητή της θέα... Και γέμιζε με κατάρες τη Χρυσούλα όταν ο Σολιμάν ξαναδίνει τη μοιραία διαταγή. Η Αρσάνα όμως χωρίς να δειλιάσει πάλι εξακολουθεί με όλη την έξαψη της λύσσας της να ξεσπά σε κατάρες κατά του σύμπαντος.
Οι τρεις γυναίκες του Σεβ ήταν μαζί του ύστερα από τρεις μήνες μόνες, και τώρα άρχισαν να μιλούν την Αραβική γλώσσα. Με τόση ευκολία μάθαιναν πάντα οι Έλληνες. Προικισμένοι με μια εξοχή οξύνοια και βαθιά κρίση έπαιρναν με την πρώτη επαφή κείνο πού οι άλλοι δεν μπορούσαν να μάθουν ακόμη και υστέρα από μακριά σπουδή. Τους μίλησα ελληνικά. Η γλώσσα τους πού δεν περίμεναν να την ακούσουν από το στόμα ενός Γάλλου, φάνηκε πως τις ευχαρίστησε και γρήγορα γίναμε φίλοι. Είχε πια πάρει τέλος μια ευχάριστη συνομιλία μαζί τους που δεν μπορούσε να καταλάβει ο Σολιμάν κι' είχε μπει για το λόγο αυτό σε αμηχανία, όταν σηκωθήκαμε να αποτραβηχτούμε. Δεν μας άφησε να φύγουμε παρά όταν πήρε την υπόσχεση μας ότι θα μας είχε το ίδιο βράδυ στο δείπνο.
Στις τέσσερις ή ώρα επιστρέψαμε στην πρόσκλησή του. Μέσα στο ίδιο δωμάτιο που μας είχε δεχτεί το πρωί είχε στηθεί ένα στρογγυλό τραπέζι ανατολίτικο στρωμένο μ’ άσπρο τραπεζομάντιλο και στολισμένο με μπουκάλια. Τρεις Ευρωπαίοι ινστρούχτορες, δύο φίλοι και ό Σολιμάν κάθισαν. Όσο για μένα κάθισα ανάμεσα στις δυο αδερφές. Σε μια άκρη του τραπεζίου είχαν καθίσει τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, αρκετά κακοντυμένες. Ενώ ή κουβέντα περιστρεφόταν γύρω από την Αίγυπτο, την Τουρκία, τη Γαλλία, εγώ ήμουν παραδομένος στην ηδονή να περιποιούμαι τις θελκτικές γειτόνισσες μου. Το να τρώει κανείς με γυναίκες ενός χαρεμιού είναι για τον ταξιδιώτη μια εξοχή τύχη πού δεν απαντάς συχνά στην Τουρκία κι' έχει μαζί κάτι το σκανταλιάρικο. Ρώτησα ποιες ήταν οι τρεις γριές για τις οποίες μίλησα παραπάνω.
Η μία απ’ αυτές, μου είπε ή Χρυσούλα, είναι θεία μας. Ορφανές από πολύ τρυφερή ηλικία, κατοικούσαμε μαζί μ’ αυτή, το μόνο μας συγγενή, μέσα σ' ενα μικρό σπίτι έξω από την Τριπολιτσά, όταν οι Αραμπάδες πού λεηλατούσαν την περιοχή έφτασαν μια μέρα και στο σπίτι και μας αφάνισαν. Σκλάβες μας φέρανε στο Σολιμάν πού μας κράτησε για τον εαυτό του. Όσο για κείνη πού μας ανάστησε άπα μικρά, εξαφανίστηκε, την πιάσανε αιχμάλωτη υστέρα από μερικές ήμερες απάνω στα βουνά, πουλήθηκε φτηνά και καταδικάστηκε να κουβαλάει νερό. Άλλα ή τύχη μας την έφερε μια μέρα στην Πόρτα της Μεθώνης. Τρελές από τη χαρά μας τρέξαμε χωρίς να χάσουμε καιρό να ζητήσουμε ικετεύοντας την απελευθέρωση της. Ό Σολιμάν πού δεν μας χάλαγε ποτέ το χατίρι φάνηκε αμέσως πρόθυμος να πληρώσει τα λύτρα της και να τη σήμερα πού της φέρονται με την ίδια καλοσύνη όπως και σε μας.
Είσαστε ευχαριστημένες κοντά στο Βέη;
Ό χαρακτήρας του είναι μαλακός, η ψυχή του το ίδιο κι' η ευτυχία μας θα ήταν τέλεια αν το θέαμα των δυστυχισμένων συμπατριωτών μας πού είναι φορτωμένοι τις αλυσίδες της σκλαβιάς δεν ερχόταν να φαρμακώσει όλες τις απολαύσεις μας.
- Μα θα μείνετε λοιπόν πάντα σκλάβες;
- Ο Βέας μας έχει δώσει τη λευτεριά, και μου έδειξε το «Billet de liberté» γραμμένο από το χέρι του ίδιου του συνταγματάρχη. θέλησα τότε να συγχαρώ το Σεβ για την ανθρωπιστική του αυτή πράξη κι' εκείνος μου είπε: «Αν έχω αλλάξει θρησκεία δεν άλλαξα χαρακτήρα και ή ψυχή μου θα είναι πάντα ή ψυχή ενός Γάλλου. Όλες αυτές οι γυναίκες, νέες και γριές, θα γυρίσουν μετά τον πόλεμο στις εστίες τους. Έχω ακόμη μέσα στο σπίτι μου οχτώ Έλληνες πού είχαν πάρει τα όπλα στο χέρι και πού δεν άφησα να τους σφάξουν.
Στο διάστημα τούτο ένα πλήθος φαγητά της κουζίνας του ίδιου του πασά διαδεχόταν το ένα το άλλο στο τραπέζι μας. Στα επιδόρπια «έρευσε» πάλι ή σαμπάνια και το γλέντι άναψε. Ό Σολιμάν, οι δυο φίλοι μου, οι Γάλλοι ινστρούχτορες, παλιοί αξιωματικοί του Βοναπάρτη, τραγουδούν τραγούδια Βακχικά επαναλαμβάνοντας πάντοτε το τέλος όλοι σε χορό.
Καθένας μας διηγιόταν εύθυμες ιστορίες και μολονότι ή γλώσσα πού μιλούσαμε δεν ήταν αντιληπτή από τους άλλους συνδαιτυμόνες, ή ευθυμία μας ήταν τόσο ανοιχτόκαρδη πού μεταδόθηκε αμέσως σε όλους. Τούτο τότε μπόρεσα να σημειώσω πώς παντού όπου συναντηθούν μερικοί Γάλλοι παραδίδονται σε μια αληθινή ευθυμία άγνωστη στους άλλους λαούς.
Το δείπνο παρατάθηκε μέχρι τις οχτώ η ώρα το βράδυ. Ναργιλέδες ήρθαν κατόπι και η συζήτηση εξακολουθούσε όταν ξαφνικά φωνές πού έρχονταν από τη γειτονική κάμαρα μας διέκοψαν. Ήταν οι φωνές ενός μπεμπέ εφτά με οχτώ μηνών που ανάσταινε ο Σολιμάν στο σπίτι του. Είχε βρει το μωρό στη ρίζα ενός δέντρου, του δώσε τ' όνομα «Κολοκοτρώνης» και τ' αγαπούσε σαν πραγματικό του παιδί.
Ανέτρεψε ακόμη μια κόρη δύο με τρίο χρονών που τη φώναζε «Μπουμπουλίνα». Ζήτησα και μου φέρανε τα δύο παιδιά. Είχαν κι' αυτά την «Κάρτα της Ελευθερίας». Τούτο είναι μια προφύλαξη πού έκρινα καλό να πάρω, μου είπε ο Σολιμάν χωρίς αυτή, αν πέθαινα μια μέρα ξαφνικά, τα παιδιά θα τα ’παιρναν και θα τα πουλούσαν.
Αποχωριστήκαμε με το συνταγματάρχη· στο διάστημα των δεκαπέντε ήμερων πού πέρασα στη Μεθώνη, παρόμοιες επισκέψεις έγιναν πολλές φορές και πάντα ο Σολιμάν μ' ετίμησε με την εύνοιά του. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως ο άνθρωπος αυτός απαρνήθηκε κάθε αίσθημα τιμής πώς αγκάλιασε τη θρησκεία των Τούρκων και πήγε με το μέρος τους για να πολεμήσει ενάντια στους Χριστιανούς.
Δεν φοβάμαι να μετανιώσω αν πω ότι επικεφαλής των Αιγυπτίων, ο Σολιμάν, είναι περσότερο ευτύχημα παρά δυστύχημα για τους Έλληνες. Αλήθεια, πόσα μέρη δεν έχει εμποδίσει να λεηλατηθούν; πόσους Έλληνες δεν έχει σώσει από το μαχαίρι των Αράβων; Πόσες φορές δεν ξαναγύρισε στην τάξη στρατιώτες έτοιμους να προσβάλουν γυναίκες και παιδιά; Για τις πράξεις αυτές μ' εβεβαίωσαν οι δυο μου φίλοι, ο Πρόξενος της Αυστρίας στη Μεθώνη κι' ένα πλήθος πρόσωπα πού δεν είχαν κανένα συμφέρον να με απατήσουν. Όλη η πολιτεία του Σεβ ήταν μέχρι σήμερα αφιερωμένη στην ευημερία της οικογενείας του πού βρίσκεται στη Λυών και κατόπι στην ανακούφιση της δυστυχίας. Η πόρτα του ήταν ακατάπαυτα πολιορκημένη από μάζες δυστυχισμένων πού τους συντηρούσε και το σπίτι του γεμάτο Ρωμιούς που δεν παύουν να εκθειάζουν τα υπέροχα χαρίσματα του. Ο ίδιος έτυχα μάρτυρας σε πολλές φιλανθρωπικές του πράξεις και κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν αποδίδω εδώ ένα δημόσιο έπαινο στον ανθρωπισμό του.
Χαιρέτησα τους γνωστούς, είδα μια ύστερη φορά το Σολιμάν Βέη κι' αναχώρησα από τη Μεθώνη, καβάλα πάνω σ' ένα αράπικο άλογο πού μου είχαν κάμει δώρο. Πενήντα νέγροι οπλισμένοι πήγαιναν μπροστά και πίσω μου ακολουθούσαν τέσσερες υπηρέτες. Με την επιδειχτική αύτη πομπή έφτασα στο Ναβαρίνο. Ο Αιγυπτιακός στόλος που τον περίμεναν εκεί άπα έξι μήνες, πήγαινε τώρα να ρίξει άγκυρα.
Οι σκλάβες της Μεθώνης
Το βιβλίο του C. D. μαζί με άλλα φιλελληνικά δημοσιεύματα στις Ευρωπαϊκές εφημερίδες για τις αγριότητες που γίνονταν εις βάρος των Ελλήνων εξύπνησε επί τέλους το ενδιαφέρον της Ευρώπης. Ο Ουγκώ έγραφε φλογερούς στίχους:
Τίποτα πια δεν συγκρατεί
τον αιμοβόρο Ιμπραήμ.
Σαν γεράκι πετά από τον
Ισθμό στις Μυκήνες.
Σαν λύκος κάνει σφαγή
και το θάνατο σκορπά.
Σαν γυρίζει στη σκηνή
μ’ ένα βρυχηθμό το δήμιό του καλεί
και πέφτουν κεφάλια
το αίμα ποτάμι κυλά.
Αυτό είναι το λουτρό
του φονιά Ιμπραήμ.
Έτσι ξεσηκώθηκε μια μεγάλη καμπάνια για τα Ελληνικά δίκαια και δημιουργήθηκε το δυνατό φιλελληνικό ρεύμα που παρέσυρε τις Κυβερνήσεις των τριών μεγάλων Δυνάμεων στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου και τη Γαλλική Κυβέρνηση έπειτα στην εκστρατεία του Μαιζόν στην Πελοπόννησο5.
Λίγους μήνες μετά την καταστροφή του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο και λίγο πριν από την απόβαση του Μαιζόν, έρχεται στη Μεθώνη ο Αυστριακός Πρόκες Όστεν μ' ένα καράβι Αραμπάδες αιχμαλώτους να τους ανταλλάξει με Χριστιανούς. Βρήκε τον Ιμπραήμ στη σκηνή του απάνω στο λόφο, του παρουσίασε τους μαύρους αιχμαλώτους και τον παρακάλεσε να τους ανταλλάξει με γυναικόπαιδα. Του ζήτησε ακόμη να του παραδώσει και το στρατηγό Χατζηχρήστο, το νεαρό Σισίνη και μια ωραία Μεσολογγίτισσα που την έλεγαν Λέλη. Ο Ιμπραήμ προφασιζόταν πώς οι Χριστιανοί σκλάβοι δεν ανήκουν σ' αυτόν άλλα σ' άλλους αφέντες πού ζητούσαν πολλά γρόσα να τις ελευθερώσουν. Οι μέρες περνούσαν και το έργο της ανταλλαγής των αιχμαλώτων προχωρούσε πολύ δύσκολα. Ο Πρόκες Όστεν είχε νοικιάσει ένα σπίτι στην παραλία, το καράβι του, η «Αφροδίτη», περίμενε αραγμένο στα λιμάνι.
Μια μέρα διηγείται ο Πρόκες Όστεν6, ένα κορίτσι ίσα με δεκάξι χρονών ξέφυγε κρυφά από τη σκηνή του αφέντη του. Είχε μάθει πως ο Αυστριακός αυτός είχε ελευθερώσει την αδερφή της και με δάκρυα στα μάτια ήρθε κι’ έπεσε στα πόδια του παρακαλώντας τον να τη σώσει κι' αυτή. Οι Τουρκοαραπάδες την πήρανε όμως χαμπάρι και κάνανε μπλόκο στο σπίτι πρώτου προφτάσει ο Πρόκες Όστεν να τη μπαρκάρει στο καράβι του. Παίρνει και φιρμάνι από τον Ιμπραήμ να στείλει αμέσως πίσω τη σκλάβα στον αφέντη της. H Ελληνοπούλα είναι πεθαμένη από την απελπισία της. Πέφτει πάλι στα γόνατά του και τον εξορκίζει στο όνομα όλων των αγίων να μην την παραδώσει, αλλιώτικα θα σκοτωθεί μπροστά στα μάτια του.
Αποφάσισε τότε ο Πρόκες Όστεν να τη στείλει στον Ιμπραήμ μ' ένα δικό του αξιωματικό που θα την προστάτευε στο δρόμο να μη την πειράξει κανείς και σαν έφταναν στον Ιμπραήμ θα τον παρακαλούσε να αγοραστεί η κόρη για λογαριασμό του Πρόκες Όστεν.
Ο Μπουργκινιόν ένας νέος αξιωματικός και σαν ένα τρομαγμένο ζαρκάδι η Ελληνοπούλα σκλάβα έσκιζαν το αγριεμένο πλήθος που παραμέριζε στο πέρασμα τους, ανεβαίνοντας το λόφο. Ο Πρόκες Όστεν πού τους παρακολουθούσε με τα κιάλια απ’ το παράθυρο του είδε σε μια στιγμή ένα μπουλούκι μαύρους να πέφτει απάνω τους. Ο Μπουργκινιόν τράβηξε το σπαθί άλλα οι μαύροι άρπαξαν την σκλάβα και την πήγαν στον Ιμπραήμ πού παράγγειλε στον Πρόκες Όστεν πως ο αφέντης της εζήταγε πολύ ακριβά για να την παραδώσει.
Τότε σηκώνεται κι' ο Πρόκες Όστεν μία και δύο στο τσαντίρι του πασά: «Αν γιά το γιό του Μεχμέτ Αλή, του πλουσιότερου ανατολίτη, είσαι πολύ ακριβή, για μένα όμως δεν είσαι. Σε αγοράζω γιατί δε θέλω να γίνει το αίμα σου βάρος στην ψυχή μου». Τον Ιμπραήμ τον πήρε το φιλότιμο. Αρπάζει τη μικρή και την πετάει στην αγκαλιά του ξένου «Εγώ την αγοράζω και στη χαρίζω».
Αν όμως με κάθε θυσία οι περσότερες αγωνίζονταν να κερδίσουν την λευτεριά τους πολλές από τις σκλάβες τούτες, μας λέει ό Βαρόνος Dumont7, αρνιόνταν να αναγνωρίσουν τους νόμιμους άντρες τους και προτιμούσαν τις αλυσίδες της σκλαβιάς από τις αλυσίδες του γάμου. Όταν οι Γάλλοι ήθελαν να επέμβουν εκείνες έβρισκαν χίλια δύο τεχνάσματα για να φτάσουν στα πλοία πού θα τις πήγαιναν στην Αίγυπτο κοντά στους μαύρους αγαπητικούς τους.
Μία απ’ αυτές τις Σουλιώτισσες σκλάβες παντρεύτηκε τον Ιταλό καπετάνιο Τζοβάνι Μασαρέλο από τη Τζένοβα. Τούτος ο Ιταλός ναυτικός που όπως λένε είχε κάμει και πειρατής, ήταν αραγμένος στο λιμάνι της Μεθώνης όταν τη νύχτα της 30 Απριλίου 1825 ο Μιαούλης έβαλε φωτιά στην Τούρκικη μοίρα και το καράβι του κάηκε. Από τότε άραξε για πάντα στη στεριά της Μεθώνης, έκαμε παιδιά, αγγόνια και δισεγγόνια πού δουλεύουνε τώρα τα παραγάδια και το δυναμίτη στα νερά της Μεθώνης πού όταν είναι ξάστερα στις μεγάλες μπουνάτσες κοιτάζοντας με το γυαλί μπορεί να ιδείς μαζί με τα Τούρκικα και το Γενοβέζικο στο πάτο της θάλασσας.
Το θέατρο του Ιμπραήμ
Ο Ιμπραήμ πασάς έριξε άγκυρα στο λιμάνι της Μεθώνης στις 26 Φεβρουαρίου 1825 (5 règeb 1240). Βρήκε το κάστρο της γερό. τείχη ψηλά, εφόδια πολλά και τα βαρεία Ρούσικα κανόνια πού είχε αφήσει ο Ορλόφ.
Στο παλιό Τούρκικο διοικητήριο έστησε το κονάκι του. Τούτο το χτίριο είναι ιστορικό γιατί μέσα κει κατοίκησε αργότερα και ό στρατηγός Μαιζόν.
Στις «Αναμνήσεις» του ο Mengeart8, το περιγράφει μ' όλες τις λεπτομέρειες:
«Το ανάκτορο του 'Ιμπραήμ πάσο φαίνεται, σα μια ολόκληρη πολιτεία με τα τείχη της και τις πύλες της μέσα στην ίδια την πολιτεία της Μεθώνης. Είναι χτισμένο σε τετράγωνο σχέδιο· μια πτέρυγα χωρίζει το χτίριο σχηματίζοντας δύο αυλές. Στο ισόγειο οι στάβλοι, απάνου τα διαμερίσματα του μαύρου πρίγκιπα και της ακολουθίας του. Ένας απέραντος διάδρομος βγάζει σ' όλα τα δωμάτια...»
Κοντά στη μαύρη ακολουθία του ό Ιμπραήμ πασάς είχε και πολλούς Ευρωπαίους αξιωματικούς, γιατρούς, μηχανικούς και τεχνίτες. Έκτος από τον Εγγλέζο γιατρό του λόρδου Μπάιρον9 πού αναφέρει ο C. D., οι άλλοι φαίνεται πως ήταν Γάλλοι. Ο ένας, γράφει ο Mangeart, ήταν μέσα από το χωριό μου, άλλοι δυο από τη Λυών, ό τρίτος από τη Μαρσίλια και οι άλλοι δυο από την Τουλώνα. Ήτανε αγκαζαρισμένοι για τέσσερα χρόνια στην υπηρεσία του αρχηγού που τον υπηρετούσαν πιστά και παρευρίσκονταν πάντοτε στο τραπέζι και στις διασκεδάσεις του. Ήταν εκείνοι που μαζί με τους Ιταλούς διασκέδαζαν τη σχόλη και την πλήξη του αρχηγού τους με ένα είδος θεάματος. Το ίδιο το σπίτι του Ιμπραήμ χρησίμευε για θέατρο. Έπαιζαν από καιρό σε καιρό παντομίμες που τις συνόδευαν σκοινοβασίες, χοροί και αθλητικά παιχνίδια.
Οί αποδοχές τους ήταν 8-9 χιλιάδες φράγκα το χρόνο εκτός από τα πλούσια ρούχα πού τους παραχωρούσε και την καθημερινή τροφή που άξιζε 7- 8 φράγκα για τον καθένα. Σε κάθε συμβόλαιο είχε μπει ρήτρα να μην εξαναγκάζονται ν' αλλάξουν τα ονόματα τους ή τη θρησκεία τους και θα τους πλήρωνε στο τέλος της υπηρεσίας τους τους μισθούς ενός ολόκληρου χρόνου και θα είχε έπειτα ακόμη την υποχρέωση να τους στείλει πίσω στη Γαλλία χωρίς ναύλα.
Για το θέατρο του Ιμπραήμ πού σκαρώσανε στη Μεθώνη οι Γάλλοι μαζί με τους Ιταλούς ο Bory de Saint-Vincent 10, γράφει: Το θέατρο είναι μέσα στο παλάτι του Ιμπραήμ σε μια μεγάλη σάλα. Απάνω στο μεγάλο ριντώ της σκηνής φάνταζε μια μεγάλη ημισέληνος που τη στεφάνωνε με δάφνες μια Νίκη ζωγραφισμένη φριχτά. Άλλα μουτζουρωμένα πανιά προσπαθούσαν να παραστήσουν τις σκηνογραφίες του παράξενου αυτού θεάτρου.
Το ρεπερτόριο το αποτελούσαν παντομίμες και κωμωδίες (vaudevilles de la rue de Chartres) που είχαν μεγάλη επιτυχία. Οι αξιωματικοί του Τουρκοαιγυπτιακού στρατού το θεωρούσαν μεγάλη τιμή να συχνάζουν σε τούτο το θέατρο κι’ ήταν τόση η συρροή που με δυσκολία κατόρθωνε να εξασφαλίσει κανείς μια θέση. Πίσω από το χώρο που ήταν προορισμένος για την αυλή του Ιμπραήμ, μαύρη και άσπρη, υπήρχε και μια γαλαρία- ταμπούρι απ’ όπου οι γυναίκες της Εξοχότητάς του μπορούσαν να παρακολουθούν το θέαμα χωρίς να φαίνονται από τους άλλους θεατές. Ή αυλαία του πριγκηπικού θεάτρου άνοιγε με τα χειροκροτήματα των αξιωματικών. Στη σκηνή άντρες παρίσταναν τις θεατρίνες και αν πιστέψουμε τον αρχηγό της Γαλλικής επιστημονικής αποστολής τους γυναικείους ρόλους έπαιζαν νεαροί Ρωμιοί πού πολλές φορές αναγκάζονταν να παίζουν τον ίδιο ρόλο και μετά την παράσταση!
Ο Σολιμάν και το σόι του σημερινού βασιλιά της Αιγύπτου
Για το Σολιμάν Βέη, το Γάλλο αποστάτη μιλούν πολλοί περιηγητές και ιστορικοί. Ο Ρενέ Πυώ 11 τοποθετεί το χαρέμι του Σολιμάν κοντά στο ναό της Ανεμώτιδος Αθηνάς:
«Στη θέση του ναού της Ανεμώτιδος Αθηνάς είναι ένα Τούρκικο τζαμί. Κοντά σ' αυτό το τζαμί είναι το σπίτι όπου ό Σολιμάν είχε ιδρύσει το χαρέμι του. Στο ίδιο σπίτι κατοίκησε αργότερα ό Colonel Gubiere διοικητής του 27ου πεζικού συντάγματος του Μαιζόν».
Eκτός από τα βιβλία πού μιλούν για την παράξενη ζωή και τη δράση του Γάλλου αποστάτη, υπάρχει κι’ ένα βιβλίο αφιερωμένο ολόκληρο στο Σολιμάν. Είναι του Aimé Vingtrinier: «Soliman Pacha, généralissime des armées Egyptiennes ou histoire des guerres de l' Egypte de 1820- 1860. Paris 1856». Εδώ μέσα ο Aimé Vingtrinier διηγείται και τούτη την ιστορία πού μοιάζει σαν παραμύθι :
«...Σ' ένα δρόμο της Μεθώνης ήταν ένα πολύ κομψό μαγαζάκι -όχι ενός απλού παπουτσή, γιατί ή λέξη αυτή έχει στην Ευρώπη κατώτερη σημασία- άλλα ένας καλλιτέχνη των παπουτσιών. Εδώ πού τα παπούτσια είναι χρυσοκέντητα, το επάγγελμα είναι αριστοκρατικό όπως του κοσμηματοπώλη, του εμπόρου μεταξωτών, αρωμάτων ή μαντηλιών πού έρχονται από το Μισίρι. Ό έμπορος ήταν παντρεμένος τη σίντι Μαρία, μια νέα Ελληνίδα εξαιρετικά όμορφη. Μια μέρα μέσα σε μια οχλαγωγία απ’ αυτές πού ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στη Μεθώνη τον καιρό του Ιμπραήμ ή σίντι Μαρία κινδύνεψε από τους μαύρους πού της είχανε κάμει μπλόκο και δεν θα γλίτωνε αν δεν παρουσιαζόταν σωτήρας ό Σολιμάν να τραβήξει το σπαθί. Έτσι άρχισε τό ειδύλλιο. Μέ τό σαλπάρισμα του στόλου ή ωραία γυναίκα του παπουτσή βρέθηκε μέσα στο πλοίο ακολουθώντας τον καινούργιο της φίλο στην άλλη ήπειρο.
Μόλις τόμαθε ο άντρας της μπάρκαρε και κείνος από πίσω από τό στόλο. Στην Άλεξάντρα και στα Κάιρο τρέχει σε δικαστές και κονσόλες να πάρει πίσω τη γυναίκα του. Μα ή Μαρία δηλώνει στο δικαστήριο πώς είναι και θέλει να μείνει Μουσουλμάνα· πως δεν θέλει να γυρίσει πίσω στον πρώτο της άντρα άλλα θέλει να ζήσει μέ το δεύτερο. Σύμφωνα μέ τό μουσουλμανικό νόμο του Σολιμάν ή γυναίκα τώρα ήταν μέσα στο δίκιο της. Ό δυστυχισμένος Ρωμιός γυρίζει πίσω στην πατρίδα του και καταριέται την ιδέα πού είχε να παντρευτεί μια γυναίκα τόσο όμορφη.
Ύστερα από λίγα χρόνια πέθανε από τον καημό του. Ή σίντι Μαρία γέννησε με το Σολιμάν μια κόρη, που παντρεύτηκε το Σερίφ πασά. Η κόρη πάλι του Σερίφ πήρε το Σαμπρή πασά. Κι από την τελευταία τούτη ένωση γεννηθήκανε τρία παιδιά. Το ένα απ’ αυτά είναι η μητέρα του σημερινού Βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ.
*Ο Γάλλος οφθαλμίατρος Charles Deval (1806-1862) γεννήθηκε στο Πέρα και ήταν γιος του δραγομάνου (διερμηνέα) της Γαλλίας Constantin Deval και της Elisabeth Pisani. Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της ιατρικής στο Παρίσι στα 1833 με θέμα της εργασίας του τον τύφο στην Ανατολή. Με την ειδικότητά του της οφθαλμολογίας ακολούθησε τον γιατρό Frédéric Jules Sichel σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Συνέταξε πολλά δοκίμια με ιατρικά θέματα (1844, 1851, 1862), αφού προηγουμένως είχε εκδώσει το συγκεκριμένο φιλελληνικό του ταξιδιωτικό χρονικό, εμπλουτισμένο με δεκαέξι έγχρωμες λιθογραφίες.
Στην Εισαγωγή ο συγγραφέας τονίζει : «Έχουν πολλά γραφτεί για τα ήθη και τα έθιμα των Τούρκων… το λάφυρο των δικών μου παρατηρήσεών δεν επιδιώκει καμιά λογοτεχνική αναγνώριση… δεν προτείνεται ούτε για το βάθος των απόψεών του, ούτε για το ύψος του ύφους του. Δεν είναι ούτε σαν τα θαυμαστά και ποιητικά έργα των ζωγράφων που αποκαλύπτουν την αλήθεια. Πρόκειται για παρατηρήσεις από την Τουρκία και τον Μοριά που επισκέφτηκα και αναφέρεται στα ήθη και τα έθιμα των λαών της Ανατολής, ένα χρονικό απλό για τα συνταρακτικά γεγονότα και την αιματηρή σύγκρουση που αυτήν τη στιγμή «τραβάει» τα βλέμματα όλης της Ευρώπης… Αλλά τη στιγμή που η Ανατολή παίζει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στη σκηνή του κόσμου και ό, τι αφορά την Ελλάδα και την Τουρκία έχει για τους φίλους της Τέχνης και της Ελευθερίας το πιο έντονο ενδιαφέρον… το έργο μου αυτό πιθανότατα να έχει ενδιαφέρον για τους αναγνώστες».
Τα πρώτα κεφάλαια αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στη συνοικία των Ευρωπαίων και στους διπλωμάτες στην οθωμανική πρωτεύουσα, στο εμπόριο και στις τέχνες, αλλά και στη μουσουλμανική θρησκεία, στον σουλτάνο Μαχμούτ και στις διαρθρωτικές αλλαγές που επέφερε στην Αυτοκρατορία και στον στρατό, και στη σφαγή των γενιτσάρων. Στο δεύτερο μέρος ο συγγραφέας ταξιδεύει μέσω Σμύρνης, Χίου και Χάνδακα στην Πελοπόννησο, όπου βρίσκεται στην περιοχή του Ναυαρίνου και της Μεθώνης την κρίσιμη για την Ελληνική Επανάσταση περίοδο, πριν από την αποχώρηση του Ιμπραήμ πασά από τον Μοριά και τη λήξη του Αγώνα με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827).
1 Είκοσι χρόνια πρωτύτερα ο Chateaubriand περνώντας από τη Μεθώνη, βρήκε κι’ αυτος άσυλο στο σπίτι ενός Αυστριακού προξένου. Μια ασβεστένια παράγκα στο Ελληνικό προάστιο της πολιτείας και ύστερα από ένα δείπνο με αγγούρια, σταφύλια και μαύρο ψωμί δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι από τα γαυγίσματα των σκύλων και το φύσημα των ανέμων (Οδοιπορικό από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα).
2 Μια λίτρα παξιμάδι μαύρο πουλιόταν τέσσερα γρόσα (30- 35 λεπτά), ένα αυγό τρία γρόσια (20 λεπτά), μια κότα δώδεκα γρόσια (5 Φράγκα και μερικά λεπτά).
Το μαύρο χρονικό μιάς ξακουσμένης πολιτείας
Παρασκευή ξημέρωνε, να μη 'χε ξημερώσει πω κίνησ' ο Μπραήμ πασάς από την Αλεξάντρα. Βάνει τ' ασκέρια διαλεχτά, ούλο καβαλλαρέους και ήρθαν και αράξανε όξω 'πο τη Μοθώνη.
Η πολιτεία στα παλιά τα χρόνια στάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ναυτικούς σταθμούς κι' από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα. Χτισμένη στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης βρίσκεται στο δρόμο των μεγάλων ταξιδιών, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Τα πλοία φουντάρουν στο λιμάνι της φορτωμένα πραμάτειες εξωτικές, κι' επιβάτες απ' όλες τις φυλές ξεμπαρκάρουν στην κοσμοπολίτικη πολιτεία. Οι ναυτικοί ξεχύνονται στις ταβέρνες της να σβήσουν τη δίψα τους στα ξακουστό κρασί της που κι' αυτή η ανάμνηση του κατά τον αββά Faber ευφραίνει τις καρδιές των ανθρώπων.
Ιππότες τον μεσαίωνα και την εποχή των Σταυροφοριών, προσκυνητές που ταξίδευαν στους Αγίους Τόπους έβρισκαν εδώ καταφύγιο στον περίφημο «Γερμανικό οίκο», Τυχοδιώκτες, έμποροι, κληρικοί, διπλωμάτες, επιστήμονες, όλοι οι ταξιδιώτες και οι περιηγητές του παλιού καιρού γνώρισαν τη Μεθώνη και τα παλιά οδοιπορικά βιβλία είναι γεμάτα από περιγραφές για τη ζωή της ξακουστής πολιτείας.
Οι μεγάλες περιπέτειες της πολιτείας αρχίζουν από την εποχή της τέταρτης Σταυροφορίας, όταν ο Γοδεφρίδος Βιλεαρδουινός αρμενίζοντας στη Μεσόγειο για την Κωνσταντινούπολη, η φουρτούνα του άλλαξε τη ρότα κι' έφερε ποδισάρικο στα νερά της Μεθώνης τον πρώτο καταχτητή. Από τότε η μοίρα της πολιτείας είναι ή σκλαβιά και γίνεται διαδοχικά το κονάκι των μεγάλων καταχτητών. Οι Βενετοί της είχαν δώσει τη μεγαλύτερη σημασία. Όταν στα 1500 έπεσε στα χέρια των Τούρκων του Βαγιαζήτ, ο δόγης Αυγουστίνος Βαρβαρίγος έγραψε στη διακοίνωση που έστειλε στον Πάπα και στο Βασιλιά της Ισπανίας:«εχάσαμε το έξοχο ορμητήριο όλων των πλοίων μας που ταξίδευαν στην Ανατολή». Και οι Τούρκοι την έκαμαν αμέσως πρωτεύουσα του Μοριά. Ο Μοροζίνι πέφτει με τα μούτρα να την καταχτήσει και μπαίνοντας θριαμβευτικά στην πολιτεία στήνει νικητήρια τεράστια στήλη από κόκκινο γρανίτη. Στη δεύτερη Τουρκοκρατία είναι πάλι ή έδρα του πασά με την αλογοουρά πού κυβερνάει τη Δυτική Πελοπόννησο. Τέλος γίνεται το ορμητήριο του Ιμπραήμ.
Άποψη του κάστρου της Μεθώνης. 1687 |
Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζει το βιβλίο ενός Γάλλου με τα αρχικά C. Ρ* καί με τον τίτλο : «Δυο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και στο Μοριά». Ο περιηγητής αυτός αφού έζησε δύο σχεδόν χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, το Σεπτέμβρη του 1826 με το Εγγλέζικο μπρίκι «Jhon Doughan» ταξιδεύει στη Σμύρνη. Από κει στη Μυτιλήνη, Χίο, Κρήτη, Ναβαρίνο για να καταλήξει στη Μεθώνη πού ήταν τότε το γενικό στρατηγείο του Αιγυπτιακού στρατού.
Στη Μεθώνη ο περιηγητής κάνει τη γνωριμία ενός προξένου της Αυστρίας, γνωριμία γοητευτική όπως μας λέει ο ίδιος, γιατί ο Αυστριακός αυτός πράκτορας ήταν από τους ανθρώπους εκείνους πού η συντροφιά τους σε κατακτούν από την πρώτη στιγμή. Ήτανε πνευματώδης, εύθυμος και πολύ ευγενικός στους τρόπους. Οι σπουδές πού είχε κάμει σε μια από τις περιφημότερες Ακαδημίες της Γερμανίας ήταν λαμπρές· μάκρυνα ταξίδια είχαν οξύνει ακόμη πιο πολύ το πνεύμα του κι αντανακλούσαν σ' όλη του τη σοφία.
Για τη Μεθώνη ο C. Ρ. αφιερώνει τα τέσσερα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του (XIV, XV, XVI, II). Αρχίζει με το οδοιπορικό του από το Ναυαρίνο στη Μεθώνη, το δεύτερο έχει τίτλο: «Modon Marché aux esclaves», το τρίτο είναι αφιερωμένο στον Ιμπραήμ και το τέταρτο και τελευταίο στο Σολιμάν Βέη και στο χαρέμι του.
Οι εξωτικές αυτές εντυπώσεις γραμμένες πολύ λογοτεχνικά και γεμάτες ποίηση, είναι ακόμη δονισμένες από την αγάπη του συγγραφέα για τον άνθρωπο και από τον πόνο για τα βασανιστήρια της σταυρωμένης Ελλάδας. Οι σκηνές πού περιγράφει είναι σπαρταριστές. Γενικά ο περιηγητής δίνει μια εικόνα ανάγλυφη της ηρωικής εκείνης εποχής. Το έργο κοσμείται από μια σειρά διαλεχτά κοστούμια της εποχής ζωγραφισμένα από τον M. Collin, μαθητή, του Girodet.
Στο δρόμο της Μεθώνης
30 Οκτωβρίου 1826. Αφήσαμε το Ναβαρίνο στις 6 το πρωί. Η εξοχή μοσχοβολούσε από αρώματα ρόδων, ο ουρανός ήταν γαλήνιος και ο ήλιος πρόβαλε βγαίνοντας μέσα από τα κύματα. Πατώντας αυτή τη κλασσική γη της μεγαλοφυΐας και της δόξας, τι αναμνήσεις πολιορκούν τη σκέψη, μου! Θέλησα να εκμυστηρευτώ στο συνοδό του ταξιδιού μου κι' αυτός μου απάντησε:
«Οι σημερινοί Έλληνες είναι το ίδιο γενναίοι όπως και οι παλιοί Μεσσήνιοι. Η ίδια αιτία τους φλογίζει και τους σπρώχνει στον αγώνα, θέλουν να είναι ελεύθεροι. Αλλά ο θάνατος δεν είναι συχνά το μόνο κέρδος του θάρρους. Είναι σχεδόν όλοι χαμένοι γιατί όσοι ξέφυγαν το ξίφος του τυράννου στενάζουν μέσα στις σκοτεινές φυλακές της Μεθώνης».
Καθώς είπε αυτά τα λόγια ένα μικρό μνημείο πάνω σ' ένα λόφο κίνησε την προσοχή μας. Όταν ανεβήκαμε το λόφο αναγνωρίσαμε έναν αρχαίο βωμό. Κατεβαίνοντας έπειτα στην κοιλάδα πού ακολουθεί ο δρόμος για τη Μοθώνη, εθαύμασα τη γόνιμη γη πού αν και είχε μείνει ακαλλιέργητη ήταν πλημμυρισμένη από πλούσια βλάστηση. Εδώ διασταυρώνονται οι λεμονιές με τις πορτοκαλιές, εκεί λουλούδια με μύρια χρώματα κάνουν ένα θαυμάσιο parterre.
Πια πέρα μυρτιές και δάφνες ροζ στολίζουν τις όχθες ενός ρυακιού ενώ τ' αηδόνια, πιστοί κάτοικοι των ερημωμένων αυτών τόπων σε κάνουν να μην ακούς παρά μια γλυκεία μελωδία. Άλλα ποια αντίθεση μας δίνουν από την άλλη μεριά μια εξοχή, μια παραλία, τα ίχνη των ματωμένων διαρπαγών και τα ερείπια ολόκληρων χωριών που έχουν καταστραφεί από τους Αιγυπτίους! Αύτη είναι ή σκηνή που παρουσιάζεται στον ταξιδιώτη από το Ναβαρίνο μέχρι τη Μεθώνη.
Η φρικιαστική θέα των καταστροφών αυτών και ή ιδέα των αναρίθμητων σφαγών πού ακολούθησαν, κάνουν θλιβερή την περιγραφή μου. Αλλά ένα θέαμα ακόμη πιο θλιβερό έρχεται να παρουσιαστεί μπροστά μας. θα ήταν καμμιά εικοσαριά γυναίκες πού τις οδηγούσε ένας Τούρκος μ' ένα μαστίγιο όπως ένα κοπάδι ζώα. Όταν αργούσαν λίγο το βήμα τους το μαστίγιο έπεφτε απάνω τους χωρίς λύπηση. Οι δυστυχισμένες αυτές γυναίκες, όλες πολύ ηλικιωμένες ήταν καταδικασμένες να μαζεύουν ξύλα στο βουνό και να τα κουβαλούν στην πόλη.
- Από ποια επαρχία είσαστε κυρά μου; Ρώτησα μια απ' αυτές.
- Ξένη, μου αποκρίθηκε αναστενάζοντας. Μας πιάσανε στο Μεσολόγγι κι' από τότε είμαστε στη χειρότερη, στη φοβερότερη σκλαβιά. Κλεισμένες τη νύχτα μέσα σε μια βρωμερή τρώγλη όπου κοιμόμαστε απάνω στην πέτρα, μας τραβούν πριν ξημερώσει και μας φέρνουν σ' αυτά εδώ τα βουνά σε μια καταθλιπτική δουλειά εκτεθειμένες σ' όλους τους ανέμους και τους καιρούς και στις κτηνωδίες ενός απαίσιου φύλακα,
Την ρώτησα ποια ήταν ή τροφή τους.
- Χόρτα, μου είπε και κάποτε μαύρο ψωμί. Αντίο παλικάρι μου και παρακάλεσε το θεό να γλυκαίνει τη δυστυχία μας. Αντίο.
Τράβηξα από την τσέπη μου μερικά νομίσματα με την ελπίδα ν' ανακουφίσω μια δυστυχισμένη ύπαρξη, μα αύτη μου φώναξε: Κράτησε, κράτησε αυτό το νόμισμα, σ' ευχαριστώ, θέλησε να ζητήσει την άδεια από τον αφέντη της άλλα ο Τούρκος μου την απέσπασε.
Της ευχήθηκα μια καλύτερη τύχη και λυπημένος από ό,τι είχα ιδεί εξακολούθησα το δρόμο μου. Αλλά μια νέα σκηνή δουλείας μ' επερίμενε. Λίγα βήματα από δω συνάντησα στην άκρη του δρόμου μια άλλη γριά ξαπλωμένη στη γη. Ό δεύτερος οδηγός του ανθρώπινου κοπαδιού τη χτυπούσε μ' ένα ραβδί επειδή άρρωστη και κουρασμένη δεν μπορούσε να προχωρήσει κι' ο αέρας αντηχούσε από τα κλάματα και τους ολοφυρμούς της.
- Παλικάρι, παλικάρι, φώναξε όταν με είδε. Και εγώ παρακάλεσα τον Τούρκο: «Στάσου, στάσου, θα σου δώσω λεφτά δεν λυπάσαι τη δυστυχισμένη; Άλλα μ' ένα χτύπημα πού της έδωσε τώρα, το πρόσωπο της δυστυχισμένης γυναίκας εγέμισε αίμα. Τότε ο άπιστος βλέποντας πώς δεν μπορούσε πια να του προσφέρει καμμιά υπηρεσία την παράτησε βρίζοντας μ’ ένα αποτρόπαιο τόνο.
Άπιστη γριά, δεν είσαι πια καλή για τίποτα. Έμεινα λίγο κοντά στο θύμα πού σε λίγο άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Ό ήλιος είχε διατρέξει την μισή του τροχιά όταν αντικρίσαμε τα τείχη της Μεθώνης, της αρχαίας Μεθώνης. Και δεν αργήσαμε να φτάσουμε εδώ.
Μεθώνη η αγορά των Σκλάβων
Ο κύριος Scassi, πρόξενος της Αυστρίας1 στην Μεθώνη με δέχτηκε με πολύ εγκαρδιότητα και ευγενικά προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει στο σπίτι του. ήμουνα αναγκασμένος να δεχτώ γιατί βρισκόμουν μέσα σε μια πολιτεία όπου δεν υπήρχε κανένα ξενοδοχείο, ούτε καλό ούτε άσχημο.
Μέσ' την παραλία, κοντά στην πόλη, το σπίτι του Αυστριακού πράκτορα ήταν ξύλινο και περιορισμένο σε τρία μέτρια δωμάτια. Το εξωτερικό του έδειχνε πολύ σεμνό -για να μην ειπεί κανείς κάτι περσότερο- άλλα κείνη την εποχή πέρναγε για το μεγαλύτερο και ωραιότερο της χώρας. Φανταστείτε τώρα πως ήταν τα αλλά!
Όπως ήταν δύο ή ώρα το μεσημέρι, όταν μπήκαμε, είχα ακόμη τον καιρό να επισκεφτώ τη Μεθώνη. Οι πόρτες κλείνανε κάθε βράδυ στις έξι.
Το κάστρο τούτο, τρεις λεύγες μακριά απ' το Ναβαρίνο είναι σχεδόν δυο φορές μεγαλύτερο άπα την τελευταία αυτή πόλη. Είχε κυριευτεί στα 1686 απ' τους Βενετούς άλλα στις 16 Αύγουστου 1715 ανακτήθηκε απ' τον Τοπάλ Οσμάν και παραχωρήθηκε τελικά στους Τούρκους στα 1770. Οι Βενετοί ήταν πάλι εκείνοι πού την είχαν οχυρώσει.
Περικυκλωμένη απ’ όλες τις πλευρές από τη θάλασσα δεν συγκοινωνεί με την στεριά παρά με μια ξύλινη γέφυρα που το μάκρος της είναι πενήντα πόδια. Αν τα οχυρά της βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, η Μεθώνη θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να κυριευτεί, αλλά οι Τούρκοι δεν ήταν μαθημένοι ούτε να τα συντηρούν ούτε να τα διορθώνουν. Δεν ήταν ικανοί παρά μόνο να τα χαλάνε. Ύστερα από κάμποσον καιρό τα οχυρά και τα τείχη της ήταν γκρεμισμένα και τα κανόνια τα περισσότερα σκουριασμένα.
Η πολιτεία είναι ασφαλισμένη ανατολικά από ένα άλλο μεγάλο τείχος που στα πόδια του είναι οι απότομοι βράχοι οι δαρμένοι από τα κύματα. Ένας ψηλός πύργος που στην κορφή του κυματίζει η Τουρκική σημαία την προστατεύει από το μέρος του βορρά και στο νοτιά βλέπουμε εκτός από τη μπαρουταποθήκη το φρουρό της φυλακής των αιχμαλώτων. Από δω αρχίζει το λιμάνι που λέγεται Μαντράκι και τελειώνει σ’ ένα μικρό κάβο απέναντι. Στο βάθος υψώνεται το νησί Σαπιέντζα που σχηματίζει το λιμάνι. Ανοιχτό όμως από το ανατολικό και το δυτικό μέρος είναι εκτεθειμένο στην ορμή των ανέμων που καταποντίζουν εκεί πολλά πλοία. Αυτός είναι ο λόγος που οι ναυτικοί προτιμούν το λιμάνι του Ναβαρίνου.
Λίγα πράγματα θα είχαμε να πούμε για το εσωτερικό της πολιτείας. Αφού περάσαμε τη γέφυρα και τις πόρτες του πρώτο και του δεύτερου τείχους, συναντήσαμε μια πλατεία αρκετά μεγάλη. Βλέπετε τότε από τα δεξιά το παλιό Διοικητήριο της Μεθώνης, ο σημερινό του Ιμπραήμ πασά. Αριστερά θα βρείτε το «Δρόμο της Αγοράς». Είναι σε μάκρος και σε πλάτος ο μεγαλύτερος της πολιτείας και τελειώνει στην μπαρουταποθήκη. Από τις άλλες δύο πλευρές του «Δρόμου της Αγοράς» αρχίζουν άλλοι δρόμοι, σκοτεινά σοκάκια ακάθαρτα, σχηματισμένα από μισογκρεμισμένες παράγκες όλες γεμάτες από Τούρκους και Άραβες που είναι σωριασμένοι ο ένας απάνω στον άλλον.
Ένα από τα πρώτα πρόσωπα που παρουσιάστηκαν μπροστά μου άμα μπήκα στη Μεθώνη, ήταν ένας από τους παλιούς μου φίλους του κολλεγίου. Η έκπληξη μου ήταν τόση πού σταμάτησα χωρίς να μπορώ να μιλήσω. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Είμαι εγώ, μου είπε εκείνος πλησιάζοντας. Και υστέρα από ένα σφιχταγκάλιασμα οι ερωτήσεις όπως ήταν φυσικό έπεφταν βροχή. Ίσαμε να μάθει πώς ο σκοπός μου ήταν να μείνω στη Μεθώνη δεν σταματούσε να με παρακαλεί να μείνω και να δεχτώ τη φιλοξενία του. Ήτανε φανερό πως η άρνησή μου θα του προξενούσε μεγάλη λύπη.
Πήγα λοιπόν να βρω τον κ. Scassi va του αναγγείλω την ευτυχή συνάντηση που είχα κάμει και να τον παρακαλέσω να δεχτεί τις ευχαριστίες μου για τη φιλοξενία πού μου είχε προσφέρει με τόση προθυμία και καλοσύνη.
Απεικόνιση αιχμάλωτων χριστιανών που οδηγούνται βίαια προς τα σκλαβοπάζαρα. Από τη Γεννάδειο βιβλιοθήκη. |
Η έλλειψη χρημάτων πρόσθετε ακόμη στο λιμό που μάστιζε τον τόπο. Είκοσι μήνες μετά τον ερχομό τους στο Μοριά οι Άραβες δεν είχαν πάρει ακόμη μισθό και όπως ήταν ή συμφωνία να πληρώνονται με Ισπανικό νόμισμα, έκανε να πάρει ο καθένας είκοσι κολονάτα. Δεν είχαν ακόμη ούτε ρούχα. Μερικοί δεν φορούσαν παρά μόνο ένα πουκάμισο, άλλοι ένα κομμάτι από χαλί· άλλοι πάλι ήτανε ντυμένοι μ' ένα σκέτο πανί κι' άλλοι φορούσαν ρούχα γυναικεία πού είχαν αρπάξει από κάποιο γειτονικό χωριό. Όλοι καταριόνταν τον πασά και κάθε μέρα στρατιώτες απουσίαζαν από το προσκλητήριο χωρίς να ξαναγυρίζουν πια. Τέλος ή γενική δυστυχία με τις σπαραχτικές σκηνές πού προξενούσε -είχα γίνει τόσο συχνά μάρτυρας σ' αυτές τις σκηνές- μου έχει αφήσει από τη Μεθώνη μια βαθιά θλιβερή ανάμνηση.
Αλλά εκείνο που προξενούσε ακόμη πιο ελεεινή εντύπωση είναι τούτο εδώ το θέαμα τής «Αγοράς των σκλάβων». Το απάντησα εκεί την άλλη μέρα. Δεν είχα ιδεί ποτέ πιο θλιβερή σκηνή και μη μπορώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου τ' άφησα να ξεσπάσουν ελεύθερα.
Ό πρόξενος τής Αυστρίας και ο φίλος μου πού με είχαν συνοδεύσει είχαν κι' αυτοί συγκινηθεί άλλα πιο συνηθισμένοι από μένα στις τρομερές αυτές σκηνές ήξεραν να συγκρατούνται. Όσο για τους Τούρκους και τους Άραβες, αυτοί έμεναν τελείως απαθείς και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη μελαγχολία μου. Άσπλαχνοι λαοί!
Οι σκλάβοι πού πουλιόντουσαν ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος γυναίκες κάθε ηλικίας. Έβλεπες ακόμη εκεί μερικά παιδιά κάτω των δεκαέξι χρόνων· γιατί τους μεγαλύτερους στην ηλικία αιχμαλώτους ή τους είχαν σφάξει ή βρίσκονταν κλεισμένοι στα μπουντρούμια.
Οι σκλάβες αυτές, νέες και γριές. Είχαν πέσει στα χέρια των Αράβων στο Μεσολόγγι και τις είχαν κουβαλήσει εδώ να τις γλεντήσουν και να τις εμπορευτούν.
Τι όμορφες γυναίκες Ελληνίδες, τι αγγελόμορφα παιδιά! Αλλά μ’ έπιασε τρεμούλα όταν συλλογίστηκα πόσες απ’ αυτές τις γυναίκες και τα παιδιά τα είχαν ατιμάσει οι νικητές τους όπως τα κτήνη. Είδα ακόμη εκεί μερικές γυναίκες ηλικιωμένες. Αυτές πουλιόντουσαν σ’ εξευτελιστικές τιμές και κείνου που τις αγόραζαν τις μεταχειρίζονταν σαν κτήνη.
Οι περισσότερες από τις νέες γυναίκες ήταν σκεπασμένες και οι έμποροι στους οποίους άνηκαν τις παρουσίαζαν φωνάζοντας: Πουλάω αυτή εδώ οκτακόσια γρόσα· εκείνη εκεί πεντακόσια. Αυτή είναι δεκάξι χρονών παρθένος ακόμη. Πλησιάστε ελάτε (υπήρχαν όλες οι τιμές ανάλογες πάντα με την ποιότητα του εμπορεύματος).
- Καπετάνιε3, σας αρέσει αυτή η νέα Σουλιώτισσα; μου είπε ένας απ’ αυτούς πλησιάζοντας, θ’ αποχτήσεις ένα ωραίο πράμα. Θα σ’ ευχαριστήσει..
Έδειξα πώς είχα την πρόθεση να την αγοράσω:
- θέλω να ιδώ, του είπα, αν μου αρέσει. Αμέσως της τράβηξε το βέλο πού σκέπαζε τη μορφή της και είδα μια νέα κοπέλα πού τα χαρακτηριστικά της αν και μαραμένα από τον πόνο πού ήταν αποτυπωμένος στο χλωμό της πρόσωπο, είχαν μια γοητευτική ομορφιά. Το δυστυχισμένο κορίτσι έκλαιγε...
Έσπευσα να ξαναδέσω το βέλο της για να μη βλέπω τα δάκρυα της κι' απομακρύνθηκα.
Δεν άργησα να εγκαταλείψω έναν τόπο όπου όλα ερέθιζαν τον πόνο και την αγανάκτηση μου και γύρισα μαζί με τους συντρόφους μου στην ακροθαλασσιά.
Η ευαισθησία μου ήταν μοιραίο να δοκιμαστεί με νέες συγκινήσεις. Μόλις φτάσαμε εκεί είκοσι και πλέον ανθρώπινα κεφάλια, φρεσκοκομμένα πασυρμένα από τα κύματα έφταναν μέχρι τα πόδια μας. Ένας διαβάτης μας είπε ψυχρά πώς ήταν τα κεφάλια μερικών αιχμαλώτων πού τους είχαν σφάξει μέσα στη φυλακή….
Λίγο πιο υστέρα περνούσε μια συνοδεία από εκατό σκλάβους με Νέγρους φρουρούς. Το πρόσωπο τους ήταν μπλάβο, στη ράχη τους και στα μπράτσα τους έβλεπες τ' αποτυπώματα του καμτσικιού. Ένας άγριος φρουρός τους τρόμαζε κάθε τόσο όταν λίγος ύπνος πού έφερνε λίγο ξαλάφρωμα στα βασανισμένα μέλη τους. τους εμπόδιζε ν' ακούσουν τη φωνή του δεσμοφύλακα.
Είχαν πάνω στους ώμους τους χοντρά ξύλα, δοκούς πού τα κουβάλαγαν δεν ξέρω σε ποιο μέρος. Όταν περνούσαν μπροστά από τα κομμένα κεφάλια πού κύλαγαν στην αμμουδιά, γύριζαν τα μάτια για να ιδούν, τα γούρλωναν σε μια στιγμή, κλονίζονταν από τον τρόμο και γίνονταν αμέσως χλωμοί. Μια ίδια τύχη τους περίμενε ίσως. 'Αλλά πώς να πιστέψει κανείς πώς όλοι οι αιχμάλωτοι είχαν πάρει τα όπλα. Ήταν κατά το πλείστον απλοϊκοί τσοπάνηδες πού έβοσκαν τα πρόβατα τους στα βουνά και οι Άραβες τους τα είχαν αρπάξει.
Επισκέφτηκα με δυο γρόσα τον πύργο των αιχμαλώτων. Ήταν εκεί ξαπλωμένοι όχι πάνω σε σανίδες άλλα μέσα στη λάσπη πού σχημάτιζε το νερό της θάλασσας διαπερνώντας μέσα στη φυλακή από τις χαραμάδες του τείχους. Αυτός ο τόπος ήταν όλο βρώμα, μαύρος από το σκοτάδι και στα αμυδρό φως μιας λάμπας δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά τους όπως ήταν στοιβαγμένοι ο ένας απάνω στον άλλο.
Τέτοιες υπήρξαν oι θλιβερές ενασχολήσεις πού γέμισαν τη δεύτερη μέρα μου στη Μεθώνη. Ή τρίτη ήταν αφιερωμένη στην επίσκεψη του στρατοπέδου των Αράβων, έξω άπα την πόλη πού θα περιγράψω στο επόμενο κεφάλαιο.
Στρατόπεδο των Αράβων. Ιμπραήμ πασάς.
Η όψη των Νέγρων του Ιμπραήμ είναι απαίσια και αηδιαστική. Με μάτια ζωηρά κεφάλι μικρό, κοντόσωμοι, έχουν κάτι από τα άγρια ζώα με τα όποια μοιράζονται τις φλογισμένες έρημους της Αφρικής.
Ξεριζωμένοι από τη Νουβία και την Αβησσυνία, χώρες υποταγμένες στον πασά της Αιγύπτου είχαν μπει στη στρατιωτική πειθαρχία άπα Ευρωπαίους αξιωματικούς πλανεμένους από το χρυσάφι του Μεχμέτ Αλή. Ο Μεχμέτ, καθ' όλα τα φαινόμενα θέλει να αποτινάξει το ζυγό του Σουλτάνου. Μα ο Μαχμούτ με κάθε μέσο προσπαθεί να ματαιώσει τα αποστατικά του σχέδια. Με διάφορες προφάσεις ζητεί να παρασύρει το Μεχμέτ Αλή στην Κωνσταντινούπολη όπου με τη δύναμη των φοβερών ορδών του θα ξεγλύτωνε από ένα επικίνδυνο εχθρό. Αλλά μακριά από του να πέσει στην παγίδα ο πασάς της Αιγύπτου προπαρασκευάζει αδιάκοπα την επιτυχία του σκοπού του και μαζεύει όλο και νέους θησαυρούς σε βάρος του λαού του πού τον φορτώνει με φόρους και τον καταπιέζει αβάσταχτα.
Κρατεί, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, για λογαριασμό του το μονοπώλιο για το μαλλί και το μετάξι πού τ' αγοράζει πάμφθηνα απ' τούς φτωχούς Αιγυπτίους και τα μεταπουλάει ακριβά στους εμπόρους της Ευρώπης. Οι Αιγύπτιοι που τούτα τα πλούτη είναι δικός τους Ιδρώτας θυμούνται -και τούτο είναι το μεγαλύτερο εγκώμιο για το έθνος πού έχω την τιμή να ανήκω- με ευχαρίστηση την κατάληψη της πατρίδας τους από τους Γάλλους, δυσαρεστημένοι από το δικό τους δεσποτισμό.
Όπως και να είναι ή προσπάθεια για τον εξευρωπαϊσμό των ορδών του Μεχμέτ Αλή απαντούσε πολύ περσότερες δυσκολίες από κείνες πού παρουσίαζαν οι Τούρκοι του Μαχμούτ. Γιατί οι Τούρκοι μολονότι πολύ καθυστερημένοι, πάντα όμως λιγότερο από τους νέγρους πού δεν είχαν καμιά ιδέα από πολιτισμό.
Πολλές φορές κινήματα ξέσπασαν επαναστατικά ενάντια στους ξένους εκπαιδευτές. Οι νέοι στρατιώτες του Μεχμέτ Αλή δεν μπορούσαν να συνηθίσουν να υποτάσσονται. Τους ησύχαζε όμως ο δεσπότης της Αιγύπτου πάντα με το φόβο της τύχης των Μαμελούκων. Τέλος έξι συντάγματα από τέσσερις χιλιάδες το καθένα ξεμπάρκαραν στο Μοριά. Την εποχή όμως πού βρισκόμουνα εγώ στη Μεθώνη δεν είδα ένα τόσο μεγάλο αριθμό από μαύρους. Δεν ήτανε παρά μόνο εφτά με οχτώ χιλιάδες. Οι αρρώστιες, οι κόποι, oι στερήσεις, ή λόγχη του εχθρού ξεπάστρεψαν τους άλλους μα και κείνοι πού είχαν μείνει ήταν σαν σκελετοί. Εκθέτω κάπως ζωηρά τη μεγάλη τους αθλιότητα, ήταν όμως τέτοια γι’ αυτό και ή αντίδραση άρχισε να φανερώνεται με μέσα τρομοκρατικά. Όλα τα σημάδια έδειχναν πως ή απειλή της επανάστασης κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του Ιμπραήμ, όμως κανένας δεν ήθελε να πάρει απάνω του την ευθύνη της αρχηγίας. Γι’ αυτό έπαιρνε όλο αναβολές αν και περίμεναν να φτάσει από ώρα σε ώρα ο στόλος από την Αλεξάνδρεια.
Η τρομαχτική αθλιότητα του στρατού δεν εμπόδιζε καθόλου τον Ιμπραήμ από το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα. Έτυχε να βρεθώ σε κάποια γυμνάσια που γίνηκαν μ’ επιτυχία. Οργάνωση πέρα για πέρα Ευρωπαϊκή. Κάθε σύνταγμα είχε το συνταγματάρχη του που πάλι είχε κάτω από τις διαταγές του ταγματάρχες, λοχαγούς, υπολοχαγούς κ.λ.π. Κάθε ομάδα τυμπανιστών είχε και αρχηγό τυμπανιστή. Το πρωί οι στρατιώτες ξυπνούσαν με το εγερτήριο και με το πέσιμο του ήλιου το «ανακλητικόν» χτυπούσε για την ανάπαυση. Σε κάθε σύνταγμα ήταν προσκολλημένοι πεντ’ έξη εκπαιδευτές με στολή Τούρκικη. Ο μισθός του ήτανε χίλια με χίλια πεντακόσια γρόσα το μήνα ανάλογα με το βαθμό που είχε ο καθένας. Γάλλοι και Ιταλοί γιατροί και νοσοκόμοι κοίταγαν τους αρρώστους.
Έτσι βρέθηκα μες στη Μεθώνη ανάμεσα σε πλήθος από συμπατριώτες. Τους έκανε μεγάλη ευχαρίστηση να έχουν ένα Γάλλο μεταξύ τους και όχι λίγες φορές ήπιαμε για τη δόξα και την προκοπή της ωραίας Γαλλίας που σε λίγο θα την ξανάβλεπα. Είναι γλυκό όταν βρίσκεσαι σε μια ξένη χώρα να γυρίζεις τα μάτια στην πατρίδα. Πόσες φορές δεν είδα πολλούς απ' αυτούς με τα μάτια γεμάτα δάκρυα! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να μη με βεβαιώσει πως στο τέλος της εκστρατείας θα παρατούσε την υπηρεσία των απίστων.
Ένας από τούτους με παρουσίασε στον Ιμπραήμ. Η σκηνή του βρισκόταν έξω από την πόλη αντίκρυ στο στρατόπεδο των Αράβων. Εκεί σε κείνη τη σκηνή με δέχτηκε με ευγένεια, μ' έβαλε να καθίσω κοντά του και πρόσταξε να μου ετοιμάσουν πίπα και καφέ. Η συνομιλία μας κράτησε πολλή ώρα. Τον κολάκευα για την οργάνωση του στρατού του και κείνος άρχισε την ιστορία για τη σφαγή των Γιαννιτσάρων και για την νέα κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ιμπραήμ είναι ένας άνθρωπος κοντόσωμος, πολύ παχύς με πλατύ πρόσωπο. Η μύτη του κολοβή, τα μάτια του πετάνε σπίθες και στο πρόσωπό του είναι χαραγμένη η σκληράδα. Δεν είναι όπως λένε φυσικός γιος του Μεχμέτ Αλή αλλά θετός. Οι Μουσουλμάνοι τον υπολογίζουν πολύ γιατί είναι ο πρώτος πασάς στην αυτοκρατορία, ο πασάς των Αγίων Τόπων. Η Μεδίνα και η Μέκκα θέλησαν κάποτε να ξεσηκωθούν μα ο Ιμπραήμ τις έβαλε γρήγορα πάλι κάτω από τον ζυγό του περνώντας τους άνδρες από λεπίδι και τα γυναικόπαιδα στα σκλαβοπάζαρα.
Η παλικαριά του Ιμπραήμ είναι αληθινή. Πολλοί από τους οργανωτές του στρατού του με βεβαίωσαν πως ήταν πάντα πρώτος στη φωτιά αψηφώντας τις σφαίρες και τη λόγχη του εχθρού. Ορμούσε πρώτος στην επίθεση κι' όταν άνοιγε καλά η μάχη τραβιόταν με τους αξιωματικούς του πίσω από τα συντάγματα και σκότωνε οποίον οπισθοχωρούσε. Οι Άραβες ήξεραν πως ο θάνατος πίσω τους περίμενε, γι’ αυτό προχωρούσαν και πολλές φορές κέρδιζαν τη νίκη. Άλλα οι Έλληνες του Μοριά που ήξεραν τη δύναμη του εχθρικού στρατού απόφευγαν συστηματικά να δίνουν κανονικές μάχες μαζί του κι' έκαναν όλο κλεφτοπόλεμο πίσω από τους βράχους, τις σπηλιές και τα ποτάμια θερίζοντας τους Αραπάδες. Λένε πως ο Ιμπραήμ συναντήθηκε εκεί μια μέρα με τον Κολοκοτρώνη. Κρυμμένοι κι' ο ένας κι’ ο άλλος πίσω από τους βράχους, παραδόσου, του λέει ο Ιμπραήμ, θα σε γεμίσω πλούτη...
- Η λευτεριά της πατρίδας μου, απάντησε υπερήφανα ο Έλληνας ήρωας, μου είναι πιο αγαπητή από τους θησαυρούς σου. Έριξε γρήγορα μια τουφεκιά -η σφαίρα χτύπησε έναν από τη μαύρη ακολουθία του πασά- κι' εξαφανίστηκε.
Παραβάλλουν πολλοί τον Ιμπραήμ με τον Μαχμούτ. Πραγματικά εκείνο πού χαρακτηρίζει και τους δύο είναι ή πλεονεξία και η απανθρωπιά.
Μου λέγαν στη Μεθώνη πώς ο Ιμπραήμ είχε τότε στις κάσες του περσότερα από δεκαπέντε χιλιάδες Bourses4. Και δεν μου φάνηκε παράξενη τούτη η πληροφορία γιατί ήξερα πώς πολιτευόταν. Δεν είναι ανάγκη να δώσω εδώ λεπτομέρειες για τις αναρίθμητες ληστείες του. Θα αναφέρω μόνο δύο πολύ χαρακτηριστικές. Πρόσταξε μια μέρα να κατασχεθούν όλα τα ζώα μικρά και μεγάλα πού βρίσκονταν στους στάβλους της Μεθώνης και των γύρω χωριών. Οι κάτοχοι διαμαρτυρήθηκαν και ο πασάς τους υποσχέθηκε έξι γρόσα για κάθε βόδι και τρία για κάθε πρόβατο. Έτσι αφού έγιναν δικά του όλα τα κοπάδια πρόσταξε να πουλιέται το κρέας τρία γρόσα η οκά κι' οποίος ήθελε να φάει δεν έβρισκε ν' αγοράσει άλλου. Έκανε λοιπόν ο Ιμπραήμ με το κρέας χρυσές δουλειές. Το δεύτερο περιστατικό είναι πιο χτυπητό. Τον καιρό πού εμένα στη Μεθώνη πέθανε εκεί ο Μεχμέτ Αλή αγάς θείος του Ιμπραήμ κι' ένας από τους αρχιστρατήγους του. Τούτος ο άνθρωπος είχε μέσα στο χαρέμι του δεκαοχτώ γυναίκες άπο το Μεσολόγγι και μια ντουζίνα παιδιά δώδεκα με δεκαπέντε χρονών.
Στην αρρώστια του τον περιποιόταν ένας Εγγλέζος γιατρός, νέος με σπάνια άξια με πολλά και σπουδαία χαρίσματα. Είχε ρθει στο Μεσολόγγι με τον λόρδο Μπάιρον υπηρετώντας το μεγάλο ποιητή κι' έμεινε πολιορκημένος μέχρι πού ή πόλη έπεσε στα χέρια των απίστων. Γλίτωσε τη ζωή του υπό τον όρο να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Ιμπραήμ και εξασκούσε ευσυνείδητα το επάγγελμα του, παρ' όλες όμως τις περιποιήσεις πού του’ καναν, αυτός δεν ζητούσε παρά την ευκαιρία ν’ αφήσει τους Άραβες και να γυρίσει στην πατρίδα του. Βλέποντας πως ο Μεχμέτ Αλή αγάς βρισκόταν στις τελευταίες του στιγμές: «Τι θα κάμει όλες αυτές τις σκλάβες σου –του είπε– τι θα κάμεις όλα αυτά τα μικρά παιδιά; Δώσε τους την ελευθερία τους. Αυτή η πράξη θα είναι θεάρεστη». Ο άρρωστος δέχτηκε, γνωστοποίησε τις επιθυμίες του στον ανιψιό του Ιμπραήμ και ύστερα από λίγες ώρες πέθανε. Ο Ιμπραήμ φρόντισε να μην εκτελέσει τις τελευταίες θελήσεις του. Άρπαξε τις γυναίκες και τα παιδιά και τ’ ακριβοπούλησε στο σκλαβοπάζαρο της Μεθώνης αφού ήτανε ο νόμιμος κληρονόμος του Μεχμέτ Αλή αγά.
Έδωσα παραδείγματα για την πλεονεξία του Ιμπραήμ, θα σας δώσε τώρα και για σκληράδα του στους ανθρώπους. Κατά την πολιορκία του Ναβαρίνου, πλησίασε μια μέρα τόσο στα τείχη του κάστρου που οι οβίδες και οι σφαίρες σφύριζαν γύρω του. Πρίγκιπα, του είπε τότε ένας αξιωματικός που πήγαινε κοντά του, η Εξοχότητά σας δεν βρίσκεται σε ασφάλεια. Ο εχθρός σε σημαδεύει.
- Δεν είσαι παρά ένας δειλός, απάντησε ο Ιμπραήμ, πέθανε! Και του πήρε το κεφάλι.
Όταν πάλι έφτασε στη Μεθώνη βρήκε πολλά Ελληνικά σπίτια. Αμέσως πρόσταξε να σφάξουν όλους τους κατοίκους πού τους είχε υποσχεθεί ο άτιμος αυτός προδότης για την υπακοή τους πως θα προστάτευε τη ζωή τους. Μια νύχτα σε μια ορισμένη ώρα σφάχτηκαν όλοι από τους Νέγρους που έτσι εξασφάλιζαν το κονάκι τους. Ήταν μεγάλος πόνος να βλέπει κανείς τις γυναίκες να πουλιούνται την άλλη μέρα στην αγορά και τα παιδιά τους να περνούν σε ξένα χέρια.
Έφεραν μια μέρα στον Ιμπραήμ έναν Έλληνα αιχμάλωτο. Όταν τον ρώτησε πού βρισκόταν ο εχθρός πήρε τούτη την απάντηση: «Εγώ δεν προδίνω τον όρκο που έδωσα στους συντρόφους μου».
- «Θα σε σκοτώσω φώναξε ο Ιμπραήμ, αν δεν μ’ ακούσεις». Ο αιχμάλωτος ξανάδωσε την ίδια απάντηση. Τότε ο πασάς αφήνει την πίπα του σηκώνεται με θυμό φτύνει τον ήρωα στο πρόσωπο, αρπάζει μια καραμπίνα και τον αφήνει νεκρό.
Ένας άλλος αιχμάλωτος πάλι οδηγήθηκε πέντε- έξι μέρες αργότερα μπροστά στον τίγρη της Αιγύπτου. Ήταν ένας φτωχός τσοπάνος. Ο Ιμπραήμ τον υποδέχτηκε αμέσως με τις φωνές «Γιούχα, γιούχα, γιούχα!» -έτσι έφταναν στ' αυτιά των Τούρκων οι φωνές των Ελλήνων πολεμιστών- κι' έπειτα από χίλιες βρισιές τον πρόσταξε να γονατίσει και να σκύψει το κεφάλι. Ο φτωχός τσοπάνος έσκυψε περιμένοντας το τέλος του.
- Τράβα το σπαθί σου, λέει τότε ο Ιμπραήμ σ' ένα μικρό Αραπάκι έξι χρονών και κόψε το κεφάλι αυτού του άπιστου. Το θέλω πεσκέσι. Το παιδί αρχίζει να του βγάζει τα μάτια παίζοντας με τις γκριμάτσες πού έπαιρνε το πρόσωπο του δύστυχου ραγιά, του κόβει το ένα αυτί, χτυπά και ξαναχτυπά το κεφάλι χωρίς να μπορεί να το κόψει. Μερικοί Γάλλοι εκπαιδευτές παρόντες στη φοβερή σκηνή κατόρθωσαν να του πάρουν χάρη και τον πήραν μαζί τους μα ήταν αργά γιατί ύστερα από δυο τρεις ώρες πέθανε από τα τραύματα. Στο τέλος κι’ εγώ ο ίδιος έγινα μάρτυρας σε μια απ’ αυτές τις φριχτές σκηνές.
Είδα με τα ίδια μου τα μάτια δεκαπέντε ανθρώπους γδυτούς μπροστά στη σκηνή του να τους σταμπάρουν μ’ ένα καυτό σίδερο και ύστερα να τους ρίχνουν στο μπουντρούμι για να σαπίζουν μεσ’ στην υγρασία ίσαμε να ρθει το καράβι να τους μπαρκάρουνε για την Αίγυπτο, μακριά από το αγαπημένο χώμα της πατρίδας τους το ποτισμένο με τον ιδρώτα τους και με τα δάκρυά τους, για λογαριασμό του Μεχμέτ Αλή. Είδα παπάδες σταυρωμένους, είδα άλλους δεμένους στα λιόδεντρα να ψήνονται σε σιγανή φωτιά. Είδα…. Αλλά είναι τόσα πολλά…
Για να ολοκληρώσω το πορτραίτο του Ιμπραήμ, δεν έχω παρά δύο λόγια να ειπώ ακόμη. Περνάει για ένας από τους ήρωες του αιώνα μας και τον παραβάλλουν με τον Ναπολέοντα. Τίποτα δεν με όργιζε περισσότερο από τα τέτοια βάρβαρα και ηλίθια δημοσιεύματα των εφημερίδων. Τις έπαιρνε όλες με τα πλοία που έρχονταν στο Ναβαρίνο, στη Μεθώνη ή στο Τζάντε, και του μετάφραζε ο Abro, o δραγουμάνος του.
Σολιμάν Βέης
Ήταν η τέταρτη μέρα μου στη Μεθώνη όταν ο κ. L. και ο Πρόξενος της Αυστρίας προσφέρθηκαν να με παρουσιάσουν στο Σολιμάν Βέη που ήταν φίλος τους. Δέχτηκα την πρόταση τους με μεγάλη χαρά γιατί εύρισκα έτσι την ευκαιρία να γνωρίσω ένα πρόσωπο από τα πιο ξακουστά σ' αυτόν τον πόλεμο. Είναι γνωστό πως ο Σολιμάν είναι ένας Γάλλος αποστάτης, τ' όνομα του Σέβ. Υπασπιστής ενός στρατηγού μας απ' τους καλύτερους, έδειξε την ανδρεία του σε πολλές εκστρατείες ακόμη και σ' αυτή τη Ρωσία, άλλα μετά την πτώση του Ναπολέοντα πήγε στην Αίγυπτο ζητώντας μια ασχολία ανάλογη με την ιδιοσυγκρασία του που δεν μπορούσε να βρει πια στη Γαλλία.
Κείνη την εποχή ο Μεχμέτ Αλής ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει ένα σχέδιο που είχε από καιρό για να οργανώσει το στρατό του σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό σύστημα. Πλήθος από ξένους απατεώνες και τυχοδιώχτες έρχονταν διαρκώς να τον περιστοιχίσουν με υποσχέσεις και κολακείες. Ανάμεσα σ' όλους τους ενοχλητικούς αυτούς τύπους ο πασάς ξεχώρισε το Σέβ και δέχτηκε τις υπηρεσίες πού του πρόσφερε ο Γάλλος συνταγματάρχης όχι τόσο για τη στρατιωτική του αξία όσο για τις βαθιές γνώσεις του στην επιστήμη και στην τέχνη. Γάλλε, του είπε ο πασάς της Αιγύπτου, αν θέλεις να μου ορκιστείς πίστη, θα σε κάμω βέη και θα διοικείς το πρώτο σύνταγμα του στρατού μου. Οφείλεις όμως να απαρνηθείς την θρησκεία σου και να ασπαστείς τον Ισλαμισμό· αν δεν είσαι Μωαμεθανός, οι Άραβες δεν θα θελήσουν να σε υπακούσουν.
Η πρόταση άρεσε του Σέβ. Μέσα σ’ ένα από τα μεγαλύτερα τζαμιά της Αλεξάνδρειας απαρνήθηκε επίσημα τη Χριστιανική Θρησκεία. Φόρεσε το σαρίκι, άλλαξε τ’ όνομά του και κείνοι τον γέμισαν με πολύτιμα δώρα και του κανόνισαν ένα μισθό σαράντα χιλιάδες γρόσα το χρόνο.
Τo σύνταγμα του Σολιμάν Bέη ήτανε στρατοπεδευμένο έξω από την πόλη, μα το σπίτι του ήταν στη Μεθώνη στο μεγάλο «Δρόμο της Αγοράς».
Στην πόρτα του φύλαγαν μια δεκαριά στρατιώτες. Όταν τους είπαμε πώς θέλαμε να ιδούμε το Βέη μας έκαμαν ένα τεμενά και μας άφησαν να μπούμε.
Βρήκαμε το Σολιμάν ξαπλωμένο πάνω σ' ένα πλατύ κρεβάτι ήταν η ώρα έντεκα το πρωί. Μας ζήτησε συγνώμη πού μας δεχόταν μ' αυτό τον τρόπο και δικαιολογήθηκε μια αδιαθεσία, αποτέλεσμα υπερκόπωσης. Του είπα τότε πως είχα ρθεί στο Μοριά με το σκοπό να επισκεφτώ μερικές πόλεις, ότι το σχέδιο του ταξιδιού μου είχε εκπληρωθεί και ότι πριν μπω στο πλοίο για τη Γαλλία δεν ήθελα να φύγω χωρίς να του προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Γυρίζοντας στην πατρίδα μας να μπορέσω να φέρω στην οικογένεια του την ελπίδα και για το δικό του γυρισμό.
Σας ευχαριστώ απείρως, μου είπε με ευγένεια. Η προσφορά σας αυτή μου προξενεί μια αληθινή ευχαρίστηση. Τέτοια ευκαιρία επικοινωνίας μεταξύ Γαλλίας και της άκρης αυτής του Μοριά είναι πολύ σπάνια και θα επωφεληθώ από την προθυμία σας για να γράψω στους φίλους μου.
Θα σας δώσω ακόμη -αφού το επιθυμείτε- και ένα γράμμα και θα σας παρακαλέσω να το στείλετε ή να το δώσετε ο ίδιος στον πατέρα μου. Μένει στη Λυών. Και ύστερα από μια στιγμή σιωπής, πρόσθεσε με κάποια συγκίνηση: Δεν αγάπησα στη ζωή μου παρά τρεις ανθρώπους γιατί τρεις άνθρωποι μόνο μου έχουν κάμει καλό. Ο πατέρας μου, ο Ναπολέων και ο Μεχμέτ Αλής. Ναργιλές και καφές μας προσφέρθηκε από ένα μικρό νέγρο, σκλάβο του Σολιμάν, τις Τούρκικες όμως τούτες περιποιήσεις ακολούθησε φιλοφροσύνη καθαρά Γαλλική.Crateras magnes, statuunt, el vina coronart.
Ενάντια σ' έναν προφήτη τόσο αυστηρό και στο νόμο του, το κρασί κύλαγε στα πλατειά ποτήρια και τρεις- τέσσεροι Αιγύπτιοι αξιωματικοί που βρέθηκαν εκεί δεν δίστασαν ν' αδειάσουν αρκετές μπουκάλες. Τέτοια είναι η επίδραση που εξασκεί πάνω μας η αγάπη της πατρίδας όταν βρεθούμε στην ξενιτιά. Πάντα Γάλλος στην καρδιά, παρά την αποστασία του, ο Σολιμάν ήπιε στην υγειά της χώρας του και η ανάμνηση αυτή ήταν τόσο δυνατή που δάκρυα κύλησαν στα μάτια του. Απαντήσαμε στην πρόποση ανευφημώντας.
Αφού μιλήσαμε κατόπι αρκετή ώρα για την Κωνσταντινούπολη και για τα πολιτικά της Γαλλίας για τα όποια έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον του μαρτύρησα την επιθυμία μου να ιδώ το χαρέμι του:
- Colonel, του είπα, αυτό που σας ζητώ δεν πρέπει να σας φανεί παράξενο. Δεν σας βλέπω εδώ σαν ένα Τούρκο αλλά σαν ένα Γάλλο.
Οι Αιγύπτιοι αξιωματικοί αποτραβήχτηκαν και τρεις γυναίκες του χαρεμιού του Σολιμάν παρουσιάστηκαν μπροστά μας. Η μία ονομαζόταν Παναγιώτα, οι άλλες δυο ήταν αδερφές. Και οι τρεις ήταν εξαιρετικά ωραίες, είχαν πολλή χάρη, εξυπνάδα και περιπάθεια" άλλα ή Χρυσούλα προ πάντων, ή μεγαλύτερη από τις δύο αδελφές ήταν μια συναρπαστική; ομορφιά. Λιγνή, φυσιογνωμία γλυκεία με μια λεπτή μελαγχολία χυμένη στο κρινορόδινο πρόσωπο της. Μάτια γαλάζια σαν τον ουρανό και μαλλιά μαύρα όπως ό έβενος έδιναν μια εξοχή αντίθεση. Και oι τρεις ήταν πλούσια και κομψά ντυμένες και τούτο έδινε μεγαλύτερη λάμψη στην ομορφιά τους. Ήταν νεαρές Ελληνίδες σκλάβες.
Η Χρυσούλα ηλικίας δεκαοχτώ περίπου χρονών ήταν η ευνοούμενη του Σολιμάν Βέη. Την αγαπούσε μ' ένα σφοδρό ερωτά κι' εκείνη, όπως μπόρεσα να καταλάβω άπα τις αλλεπάλληλες επισκέψεις πού έκαμα στο χαρέμι του Σεβ, ανταποκρινόταν στο αίσθημά του. Μια τραγική σκηνή πού είχε διαδραματιστεί εξ αίτιας της είχε κάμει ακόμη μεγαλύτερη τη στοργή της για το συνταγματάρχη.
Μια νέγρα, σπάνια ομορφιά, τ' όνομά της Αρσάνα που ό Σολιμάν είχε φέρει άπα την Αίγυπτο εξουσίαζε την καρδιά του προτού γοητευτεί από τα θέλγητρα της Χρυσούλας. Πολλές φορές η Αρσάνα, παρατημένη, είχε φανερώσει την οργή της και με τα δάκρυα της και με τα λόγια της ώσπου μια μέρα -δυο μέρες πριν έρθω στη Μεθώνη- όρμισε στην κρεβατοκάμαρα του Σολιμάν. Κι’ είδε εκεί… Τη Χρυσούλα στην αγκαλιά του απίστου εραστή της!
Το θέαμα αυτό έκαμε το θυμό της να ξεχειλίσει. Άπιστε, βρυχήθηκε, με γλέντησες για δικό σου θρίαμβο και δικό μου αίσχος. Κι' αμέσως χίμηξε πάνω στην αντίζηλο της με μια τυφλή λύσσα, την έπιασε από τα μαλλιά, της ξεσκίζει το πρόσωπο και πάει να της βγάλει τα μάτια άλλα συγκρατιέται από το Σολιμάν πού στην ορμή του θυμοί του την παραδίδει στους στρατιώτες του και προστάζει να τη θανατώσουν μπροστά στα μάτια του.
Μόλις άκουσε αυτή την προσταγή η Αρσάνα, χωρίς καθόλου να γίνει ικετευτική : Όχι, είπε, όχι, Σολιμάν. Μη με καταδικάσεις, δεν θέλεις το θάνατο μου.
Η Αρσάνα σου είναι πολύ αγαπητή, δεν μπορείς να διψάς το αίμα της. Και όπως εγώ, αχάριστος να λησμονήσεις την αγάπη μας και να θελήσεις να με θυσιάσεις στην αντίζηλο μου· πεθαίνω χωρίς λύπη αφού ο θάνατος θα με απαλλάξει από τη μισητή της θέα... Και γέμιζε με κατάρες τη Χρυσούλα όταν ο Σολιμάν ξαναδίνει τη μοιραία διαταγή. Η Αρσάνα όμως χωρίς να δειλιάσει πάλι εξακολουθεί με όλη την έξαψη της λύσσας της να ξεσπά σε κατάρες κατά του σύμπαντος.
Οι τρεις γυναίκες του Σεβ ήταν μαζί του ύστερα από τρεις μήνες μόνες, και τώρα άρχισαν να μιλούν την Αραβική γλώσσα. Με τόση ευκολία μάθαιναν πάντα οι Έλληνες. Προικισμένοι με μια εξοχή οξύνοια και βαθιά κρίση έπαιρναν με την πρώτη επαφή κείνο πού οι άλλοι δεν μπορούσαν να μάθουν ακόμη και υστέρα από μακριά σπουδή. Τους μίλησα ελληνικά. Η γλώσσα τους πού δεν περίμεναν να την ακούσουν από το στόμα ενός Γάλλου, φάνηκε πως τις ευχαρίστησε και γρήγορα γίναμε φίλοι. Είχε πια πάρει τέλος μια ευχάριστη συνομιλία μαζί τους που δεν μπορούσε να καταλάβει ο Σολιμάν κι' είχε μπει για το λόγο αυτό σε αμηχανία, όταν σηκωθήκαμε να αποτραβηχτούμε. Δεν μας άφησε να φύγουμε παρά όταν πήρε την υπόσχεση μας ότι θα μας είχε το ίδιο βράδυ στο δείπνο.
Στις τέσσερις ή ώρα επιστρέψαμε στην πρόσκλησή του. Μέσα στο ίδιο δωμάτιο που μας είχε δεχτεί το πρωί είχε στηθεί ένα στρογγυλό τραπέζι ανατολίτικο στρωμένο μ’ άσπρο τραπεζομάντιλο και στολισμένο με μπουκάλια. Τρεις Ευρωπαίοι ινστρούχτορες, δύο φίλοι και ό Σολιμάν κάθισαν. Όσο για μένα κάθισα ανάμεσα στις δυο αδερφές. Σε μια άκρη του τραπεζίου είχαν καθίσει τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, αρκετά κακοντυμένες. Ενώ ή κουβέντα περιστρεφόταν γύρω από την Αίγυπτο, την Τουρκία, τη Γαλλία, εγώ ήμουν παραδομένος στην ηδονή να περιποιούμαι τις θελκτικές γειτόνισσες μου. Το να τρώει κανείς με γυναίκες ενός χαρεμιού είναι για τον ταξιδιώτη μια εξοχή τύχη πού δεν απαντάς συχνά στην Τουρκία κι' έχει μαζί κάτι το σκανταλιάρικο. Ρώτησα ποιες ήταν οι τρεις γριές για τις οποίες μίλησα παραπάνω.
Το κάστρο της Μεθώνης από τη θάλασσα. 1882 |
Η μία απ’ αυτές, μου είπε ή Χρυσούλα, είναι θεία μας. Ορφανές από πολύ τρυφερή ηλικία, κατοικούσαμε μαζί μ’ αυτή, το μόνο μας συγγενή, μέσα σ' ενα μικρό σπίτι έξω από την Τριπολιτσά, όταν οι Αραμπάδες πού λεηλατούσαν την περιοχή έφτασαν μια μέρα και στο σπίτι και μας αφάνισαν. Σκλάβες μας φέρανε στο Σολιμάν πού μας κράτησε για τον εαυτό του. Όσο για κείνη πού μας ανάστησε άπα μικρά, εξαφανίστηκε, την πιάσανε αιχμάλωτη υστέρα από μερικές ήμερες απάνω στα βουνά, πουλήθηκε φτηνά και καταδικάστηκε να κουβαλάει νερό. Άλλα ή τύχη μας την έφερε μια μέρα στην Πόρτα της Μεθώνης. Τρελές από τη χαρά μας τρέξαμε χωρίς να χάσουμε καιρό να ζητήσουμε ικετεύοντας την απελευθέρωση της. Ό Σολιμάν πού δεν μας χάλαγε ποτέ το χατίρι φάνηκε αμέσως πρόθυμος να πληρώσει τα λύτρα της και να τη σήμερα πού της φέρονται με την ίδια καλοσύνη όπως και σε μας.
Είσαστε ευχαριστημένες κοντά στο Βέη;
Ό χαρακτήρας του είναι μαλακός, η ψυχή του το ίδιο κι' η ευτυχία μας θα ήταν τέλεια αν το θέαμα των δυστυχισμένων συμπατριωτών μας πού είναι φορτωμένοι τις αλυσίδες της σκλαβιάς δεν ερχόταν να φαρμακώσει όλες τις απολαύσεις μας.
- Μα θα μείνετε λοιπόν πάντα σκλάβες;
- Ο Βέας μας έχει δώσει τη λευτεριά, και μου έδειξε το «Billet de liberté» γραμμένο από το χέρι του ίδιου του συνταγματάρχη. θέλησα τότε να συγχαρώ το Σεβ για την ανθρωπιστική του αυτή πράξη κι' εκείνος μου είπε: «Αν έχω αλλάξει θρησκεία δεν άλλαξα χαρακτήρα και ή ψυχή μου θα είναι πάντα ή ψυχή ενός Γάλλου. Όλες αυτές οι γυναίκες, νέες και γριές, θα γυρίσουν μετά τον πόλεμο στις εστίες τους. Έχω ακόμη μέσα στο σπίτι μου οχτώ Έλληνες πού είχαν πάρει τα όπλα στο χέρι και πού δεν άφησα να τους σφάξουν.
Στο διάστημα τούτο ένα πλήθος φαγητά της κουζίνας του ίδιου του πασά διαδεχόταν το ένα το άλλο στο τραπέζι μας. Στα επιδόρπια «έρευσε» πάλι ή σαμπάνια και το γλέντι άναψε. Ό Σολιμάν, οι δυο φίλοι μου, οι Γάλλοι ινστρούχτορες, παλιοί αξιωματικοί του Βοναπάρτη, τραγουδούν τραγούδια Βακχικά επαναλαμβάνοντας πάντοτε το τέλος όλοι σε χορό.
Καθένας μας διηγιόταν εύθυμες ιστορίες και μολονότι ή γλώσσα πού μιλούσαμε δεν ήταν αντιληπτή από τους άλλους συνδαιτυμόνες, ή ευθυμία μας ήταν τόσο ανοιχτόκαρδη πού μεταδόθηκε αμέσως σε όλους. Τούτο τότε μπόρεσα να σημειώσω πώς παντού όπου συναντηθούν μερικοί Γάλλοι παραδίδονται σε μια αληθινή ευθυμία άγνωστη στους άλλους λαούς.
Το δείπνο παρατάθηκε μέχρι τις οχτώ η ώρα το βράδυ. Ναργιλέδες ήρθαν κατόπι και η συζήτηση εξακολουθούσε όταν ξαφνικά φωνές πού έρχονταν από τη γειτονική κάμαρα μας διέκοψαν. Ήταν οι φωνές ενός μπεμπέ εφτά με οχτώ μηνών που ανάσταινε ο Σολιμάν στο σπίτι του. Είχε βρει το μωρό στη ρίζα ενός δέντρου, του δώσε τ' όνομα «Κολοκοτρώνης» και τ' αγαπούσε σαν πραγματικό του παιδί.
Ανέτρεψε ακόμη μια κόρη δύο με τρίο χρονών που τη φώναζε «Μπουμπουλίνα». Ζήτησα και μου φέρανε τα δύο παιδιά. Είχαν κι' αυτά την «Κάρτα της Ελευθερίας». Τούτο είναι μια προφύλαξη πού έκρινα καλό να πάρω, μου είπε ο Σολιμάν χωρίς αυτή, αν πέθαινα μια μέρα ξαφνικά, τα παιδιά θα τα ’παιρναν και θα τα πουλούσαν.
Αποχωριστήκαμε με το συνταγματάρχη· στο διάστημα των δεκαπέντε ήμερων πού πέρασα στη Μεθώνη, παρόμοιες επισκέψεις έγιναν πολλές φορές και πάντα ο Σολιμάν μ' ετίμησε με την εύνοιά του. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως ο άνθρωπος αυτός απαρνήθηκε κάθε αίσθημα τιμής πώς αγκάλιασε τη θρησκεία των Τούρκων και πήγε με το μέρος τους για να πολεμήσει ενάντια στους Χριστιανούς.
Δεν φοβάμαι να μετανιώσω αν πω ότι επικεφαλής των Αιγυπτίων, ο Σολιμάν, είναι περσότερο ευτύχημα παρά δυστύχημα για τους Έλληνες. Αλήθεια, πόσα μέρη δεν έχει εμποδίσει να λεηλατηθούν; πόσους Έλληνες δεν έχει σώσει από το μαχαίρι των Αράβων; Πόσες φορές δεν ξαναγύρισε στην τάξη στρατιώτες έτοιμους να προσβάλουν γυναίκες και παιδιά; Για τις πράξεις αυτές μ' εβεβαίωσαν οι δυο μου φίλοι, ο Πρόξενος της Αυστρίας στη Μεθώνη κι' ένα πλήθος πρόσωπα πού δεν είχαν κανένα συμφέρον να με απατήσουν. Όλη η πολιτεία του Σεβ ήταν μέχρι σήμερα αφιερωμένη στην ευημερία της οικογενείας του πού βρίσκεται στη Λυών και κατόπι στην ανακούφιση της δυστυχίας. Η πόρτα του ήταν ακατάπαυτα πολιορκημένη από μάζες δυστυχισμένων πού τους συντηρούσε και το σπίτι του γεμάτο Ρωμιούς που δεν παύουν να εκθειάζουν τα υπέροχα χαρίσματα του. Ο ίδιος έτυχα μάρτυρας σε πολλές φιλανθρωπικές του πράξεις και κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν αποδίδω εδώ ένα δημόσιο έπαινο στον ανθρωπισμό του.
Χαιρέτησα τους γνωστούς, είδα μια ύστερη φορά το Σολιμάν Βέη κι' αναχώρησα από τη Μεθώνη, καβάλα πάνω σ' ένα αράπικο άλογο πού μου είχαν κάμει δώρο. Πενήντα νέγροι οπλισμένοι πήγαιναν μπροστά και πίσω μου ακολουθούσαν τέσσερες υπηρέτες. Με την επιδειχτική αύτη πομπή έφτασα στο Ναβαρίνο. Ο Αιγυπτιακός στόλος που τον περίμεναν εκεί άπα έξι μήνες, πήγαινε τώρα να ρίξει άγκυρα.
Ο Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο (1825-28). Τοιχογραφία Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων |
Το βιβλίο του C. D. μαζί με άλλα φιλελληνικά δημοσιεύματα στις Ευρωπαϊκές εφημερίδες για τις αγριότητες που γίνονταν εις βάρος των Ελλήνων εξύπνησε επί τέλους το ενδιαφέρον της Ευρώπης. Ο Ουγκώ έγραφε φλογερούς στίχους:
Τίποτα πια δεν συγκρατεί
τον αιμοβόρο Ιμπραήμ.
Σαν γεράκι πετά από τον
Ισθμό στις Μυκήνες.
Σαν λύκος κάνει σφαγή
και το θάνατο σκορπά.
Σαν γυρίζει στη σκηνή
μ’ ένα βρυχηθμό το δήμιό του καλεί
και πέφτουν κεφάλια
το αίμα ποτάμι κυλά.
Αυτό είναι το λουτρό
του φονιά Ιμπραήμ.
Έτσι ξεσηκώθηκε μια μεγάλη καμπάνια για τα Ελληνικά δίκαια και δημιουργήθηκε το δυνατό φιλελληνικό ρεύμα που παρέσυρε τις Κυβερνήσεις των τριών μεγάλων Δυνάμεων στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου και τη Γαλλική Κυβέρνηση έπειτα στην εκστρατεία του Μαιζόν στην Πελοπόννησο5.
Λίγους μήνες μετά την καταστροφή του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο και λίγο πριν από την απόβαση του Μαιζόν, έρχεται στη Μεθώνη ο Αυστριακός Πρόκες Όστεν μ' ένα καράβι Αραμπάδες αιχμαλώτους να τους ανταλλάξει με Χριστιανούς. Βρήκε τον Ιμπραήμ στη σκηνή του απάνω στο λόφο, του παρουσίασε τους μαύρους αιχμαλώτους και τον παρακάλεσε να τους ανταλλάξει με γυναικόπαιδα. Του ζήτησε ακόμη να του παραδώσει και το στρατηγό Χατζηχρήστο, το νεαρό Σισίνη και μια ωραία Μεσολογγίτισσα που την έλεγαν Λέλη. Ο Ιμπραήμ προφασιζόταν πώς οι Χριστιανοί σκλάβοι δεν ανήκουν σ' αυτόν άλλα σ' άλλους αφέντες πού ζητούσαν πολλά γρόσα να τις ελευθερώσουν. Οι μέρες περνούσαν και το έργο της ανταλλαγής των αιχμαλώτων προχωρούσε πολύ δύσκολα. Ο Πρόκες Όστεν είχε νοικιάσει ένα σπίτι στην παραλία, το καράβι του, η «Αφροδίτη», περίμενε αραγμένο στα λιμάνι.
Μια μέρα διηγείται ο Πρόκες Όστεν6, ένα κορίτσι ίσα με δεκάξι χρονών ξέφυγε κρυφά από τη σκηνή του αφέντη του. Είχε μάθει πως ο Αυστριακός αυτός είχε ελευθερώσει την αδερφή της και με δάκρυα στα μάτια ήρθε κι’ έπεσε στα πόδια του παρακαλώντας τον να τη σώσει κι' αυτή. Οι Τουρκοαραπάδες την πήρανε όμως χαμπάρι και κάνανε μπλόκο στο σπίτι πρώτου προφτάσει ο Πρόκες Όστεν να τη μπαρκάρει στο καράβι του. Παίρνει και φιρμάνι από τον Ιμπραήμ να στείλει αμέσως πίσω τη σκλάβα στον αφέντη της. H Ελληνοπούλα είναι πεθαμένη από την απελπισία της. Πέφτει πάλι στα γόνατά του και τον εξορκίζει στο όνομα όλων των αγίων να μην την παραδώσει, αλλιώτικα θα σκοτωθεί μπροστά στα μάτια του.
Αποφάσισε τότε ο Πρόκες Όστεν να τη στείλει στον Ιμπραήμ μ' ένα δικό του αξιωματικό που θα την προστάτευε στο δρόμο να μη την πειράξει κανείς και σαν έφταναν στον Ιμπραήμ θα τον παρακαλούσε να αγοραστεί η κόρη για λογαριασμό του Πρόκες Όστεν.
Ο Μπουργκινιόν ένας νέος αξιωματικός και σαν ένα τρομαγμένο ζαρκάδι η Ελληνοπούλα σκλάβα έσκιζαν το αγριεμένο πλήθος που παραμέριζε στο πέρασμα τους, ανεβαίνοντας το λόφο. Ο Πρόκες Όστεν πού τους παρακολουθούσε με τα κιάλια απ’ το παράθυρο του είδε σε μια στιγμή ένα μπουλούκι μαύρους να πέφτει απάνω τους. Ο Μπουργκινιόν τράβηξε το σπαθί άλλα οι μαύροι άρπαξαν την σκλάβα και την πήγαν στον Ιμπραήμ πού παράγγειλε στον Πρόκες Όστεν πως ο αφέντης της εζήταγε πολύ ακριβά για να την παραδώσει.
Τότε σηκώνεται κι' ο Πρόκες Όστεν μία και δύο στο τσαντίρι του πασά: «Αν γιά το γιό του Μεχμέτ Αλή, του πλουσιότερου ανατολίτη, είσαι πολύ ακριβή, για μένα όμως δεν είσαι. Σε αγοράζω γιατί δε θέλω να γίνει το αίμα σου βάρος στην ψυχή μου». Τον Ιμπραήμ τον πήρε το φιλότιμο. Αρπάζει τη μικρή και την πετάει στην αγκαλιά του ξένου «Εγώ την αγοράζω και στη χαρίζω».
Αν όμως με κάθε θυσία οι περσότερες αγωνίζονταν να κερδίσουν την λευτεριά τους πολλές από τις σκλάβες τούτες, μας λέει ό Βαρόνος Dumont7, αρνιόνταν να αναγνωρίσουν τους νόμιμους άντρες τους και προτιμούσαν τις αλυσίδες της σκλαβιάς από τις αλυσίδες του γάμου. Όταν οι Γάλλοι ήθελαν να επέμβουν εκείνες έβρισκαν χίλια δύο τεχνάσματα για να φτάσουν στα πλοία πού θα τις πήγαιναν στην Αίγυπτο κοντά στους μαύρους αγαπητικούς τους.
Μία απ’ αυτές τις Σουλιώτισσες σκλάβες παντρεύτηκε τον Ιταλό καπετάνιο Τζοβάνι Μασαρέλο από τη Τζένοβα. Τούτος ο Ιταλός ναυτικός που όπως λένε είχε κάμει και πειρατής, ήταν αραγμένος στο λιμάνι της Μεθώνης όταν τη νύχτα της 30 Απριλίου 1825 ο Μιαούλης έβαλε φωτιά στην Τούρκικη μοίρα και το καράβι του κάηκε. Από τότε άραξε για πάντα στη στεριά της Μεθώνης, έκαμε παιδιά, αγγόνια και δισεγγόνια πού δουλεύουνε τώρα τα παραγάδια και το δυναμίτη στα νερά της Μεθώνης πού όταν είναι ξάστερα στις μεγάλες μπουνάτσες κοιτάζοντας με το γυαλί μπορεί να ιδείς μαζί με τα Τούρκικα και το Γενοβέζικο στο πάτο της θάλασσας.
Το θέατρο του Ιμπραήμ
Ο Ιμπραήμ πασάς έριξε άγκυρα στο λιμάνι της Μεθώνης στις 26 Φεβρουαρίου 1825 (5 règeb 1240). Βρήκε το κάστρο της γερό. τείχη ψηλά, εφόδια πολλά και τα βαρεία Ρούσικα κανόνια πού είχε αφήσει ο Ορλόφ.
Στο παλιό Τούρκικο διοικητήριο έστησε το κονάκι του. Τούτο το χτίριο είναι ιστορικό γιατί μέσα κει κατοίκησε αργότερα και ό στρατηγός Μαιζόν.
Στις «Αναμνήσεις» του ο Mengeart8, το περιγράφει μ' όλες τις λεπτομέρειες:
«Το ανάκτορο του 'Ιμπραήμ πάσο φαίνεται, σα μια ολόκληρη πολιτεία με τα τείχη της και τις πύλες της μέσα στην ίδια την πολιτεία της Μεθώνης. Είναι χτισμένο σε τετράγωνο σχέδιο· μια πτέρυγα χωρίζει το χτίριο σχηματίζοντας δύο αυλές. Στο ισόγειο οι στάβλοι, απάνου τα διαμερίσματα του μαύρου πρίγκιπα και της ακολουθίας του. Ένας απέραντος διάδρομος βγάζει σ' όλα τα δωμάτια...»
Κοντά στη μαύρη ακολουθία του ό Ιμπραήμ πασάς είχε και πολλούς Ευρωπαίους αξιωματικούς, γιατρούς, μηχανικούς και τεχνίτες. Έκτος από τον Εγγλέζο γιατρό του λόρδου Μπάιρον9 πού αναφέρει ο C. D., οι άλλοι φαίνεται πως ήταν Γάλλοι. Ο ένας, γράφει ο Mangeart, ήταν μέσα από το χωριό μου, άλλοι δυο από τη Λυών, ό τρίτος από τη Μαρσίλια και οι άλλοι δυο από την Τουλώνα. Ήτανε αγκαζαρισμένοι για τέσσερα χρόνια στην υπηρεσία του αρχηγού που τον υπηρετούσαν πιστά και παρευρίσκονταν πάντοτε στο τραπέζι και στις διασκεδάσεις του. Ήταν εκείνοι που μαζί με τους Ιταλούς διασκέδαζαν τη σχόλη και την πλήξη του αρχηγού τους με ένα είδος θεάματος. Το ίδιο το σπίτι του Ιμπραήμ χρησίμευε για θέατρο. Έπαιζαν από καιρό σε καιρό παντομίμες που τις συνόδευαν σκοινοβασίες, χοροί και αθλητικά παιχνίδια.
Οί αποδοχές τους ήταν 8-9 χιλιάδες φράγκα το χρόνο εκτός από τα πλούσια ρούχα πού τους παραχωρούσε και την καθημερινή τροφή που άξιζε 7- 8 φράγκα για τον καθένα. Σε κάθε συμβόλαιο είχε μπει ρήτρα να μην εξαναγκάζονται ν' αλλάξουν τα ονόματα τους ή τη θρησκεία τους και θα τους πλήρωνε στο τέλος της υπηρεσίας τους τους μισθούς ενός ολόκληρου χρόνου και θα είχε έπειτα ακόμη την υποχρέωση να τους στείλει πίσω στη Γαλλία χωρίς ναύλα.
Για το θέατρο του Ιμπραήμ πού σκαρώσανε στη Μεθώνη οι Γάλλοι μαζί με τους Ιταλούς ο Bory de Saint-Vincent 10, γράφει: Το θέατρο είναι μέσα στο παλάτι του Ιμπραήμ σε μια μεγάλη σάλα. Απάνω στο μεγάλο ριντώ της σκηνής φάνταζε μια μεγάλη ημισέληνος που τη στεφάνωνε με δάφνες μια Νίκη ζωγραφισμένη φριχτά. Άλλα μουτζουρωμένα πανιά προσπαθούσαν να παραστήσουν τις σκηνογραφίες του παράξενου αυτού θεάτρου.
Το ρεπερτόριο το αποτελούσαν παντομίμες και κωμωδίες (vaudevilles de la rue de Chartres) που είχαν μεγάλη επιτυχία. Οι αξιωματικοί του Τουρκοαιγυπτιακού στρατού το θεωρούσαν μεγάλη τιμή να συχνάζουν σε τούτο το θέατρο κι’ ήταν τόση η συρροή που με δυσκολία κατόρθωνε να εξασφαλίσει κανείς μια θέση. Πίσω από το χώρο που ήταν προορισμένος για την αυλή του Ιμπραήμ, μαύρη και άσπρη, υπήρχε και μια γαλαρία- ταμπούρι απ’ όπου οι γυναίκες της Εξοχότητάς του μπορούσαν να παρακολουθούν το θέαμα χωρίς να φαίνονται από τους άλλους θεατές. Ή αυλαία του πριγκηπικού θεάτρου άνοιγε με τα χειροκροτήματα των αξιωματικών. Στη σκηνή άντρες παρίσταναν τις θεατρίνες και αν πιστέψουμε τον αρχηγό της Γαλλικής επιστημονικής αποστολής τους γυναικείους ρόλους έπαιζαν νεαροί Ρωμιοί πού πολλές φορές αναγκάζονταν να παίζουν τον ίδιο ρόλο και μετά την παράσταση!
Ο Σολιμάν και το σόι του σημερινού βασιλιά της Αιγύπτου
Για το Σολιμάν Βέη, το Γάλλο αποστάτη μιλούν πολλοί περιηγητές και ιστορικοί. Ο Ρενέ Πυώ 11 τοποθετεί το χαρέμι του Σολιμάν κοντά στο ναό της Ανεμώτιδος Αθηνάς:
«Στη θέση του ναού της Ανεμώτιδος Αθηνάς είναι ένα Τούρκικο τζαμί. Κοντά σ' αυτό το τζαμί είναι το σπίτι όπου ό Σολιμάν είχε ιδρύσει το χαρέμι του. Στο ίδιο σπίτι κατοίκησε αργότερα ό Colonel Gubiere διοικητής του 27ου πεζικού συντάγματος του Μαιζόν».
Eκτός από τα βιβλία πού μιλούν για την παράξενη ζωή και τη δράση του Γάλλου αποστάτη, υπάρχει κι’ ένα βιβλίο αφιερωμένο ολόκληρο στο Σολιμάν. Είναι του Aimé Vingtrinier: «Soliman Pacha, généralissime des armées Egyptiennes ou histoire des guerres de l' Egypte de 1820- 1860. Paris 1856». Εδώ μέσα ο Aimé Vingtrinier διηγείται και τούτη την ιστορία πού μοιάζει σαν παραμύθι :
«...Σ' ένα δρόμο της Μεθώνης ήταν ένα πολύ κομψό μαγαζάκι -όχι ενός απλού παπουτσή, γιατί ή λέξη αυτή έχει στην Ευρώπη κατώτερη σημασία- άλλα ένας καλλιτέχνη των παπουτσιών. Εδώ πού τα παπούτσια είναι χρυσοκέντητα, το επάγγελμα είναι αριστοκρατικό όπως του κοσμηματοπώλη, του εμπόρου μεταξωτών, αρωμάτων ή μαντηλιών πού έρχονται από το Μισίρι. Ό έμπορος ήταν παντρεμένος τη σίντι Μαρία, μια νέα Ελληνίδα εξαιρετικά όμορφη. Μια μέρα μέσα σε μια οχλαγωγία απ’ αυτές πού ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στη Μεθώνη τον καιρό του Ιμπραήμ ή σίντι Μαρία κινδύνεψε από τους μαύρους πού της είχανε κάμει μπλόκο και δεν θα γλίτωνε αν δεν παρουσιαζόταν σωτήρας ό Σολιμάν να τραβήξει το σπαθί. Έτσι άρχισε τό ειδύλλιο. Μέ τό σαλπάρισμα του στόλου ή ωραία γυναίκα του παπουτσή βρέθηκε μέσα στο πλοίο ακολουθώντας τον καινούργιο της φίλο στην άλλη ήπειρο.
Μόλις τόμαθε ο άντρας της μπάρκαρε και κείνος από πίσω από τό στόλο. Στην Άλεξάντρα και στα Κάιρο τρέχει σε δικαστές και κονσόλες να πάρει πίσω τη γυναίκα του. Μα ή Μαρία δηλώνει στο δικαστήριο πώς είναι και θέλει να μείνει Μουσουλμάνα· πως δεν θέλει να γυρίσει πίσω στον πρώτο της άντρα άλλα θέλει να ζήσει μέ το δεύτερο. Σύμφωνα μέ τό μουσουλμανικό νόμο του Σολιμάν ή γυναίκα τώρα ήταν μέσα στο δίκιο της. Ό δυστυχισμένος Ρωμιός γυρίζει πίσω στην πατρίδα του και καταριέται την ιδέα πού είχε να παντρευτεί μια γυναίκα τόσο όμορφη.
Ύστερα από λίγα χρόνια πέθανε από τον καημό του. Ή σίντι Μαρία γέννησε με το Σολιμάν μια κόρη, που παντρεύτηκε το Σερίφ πασά. Η κόρη πάλι του Σερίφ πήρε το Σαμπρή πασά. Κι από την τελευταία τούτη ένωση γεννηθήκανε τρία παιδιά. Το ένα απ’ αυτά είναι η μητέρα του σημερινού Βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ.
*Ο Γάλλος οφθαλμίατρος Charles Deval (1806-1862) γεννήθηκε στο Πέρα και ήταν γιος του δραγομάνου (διερμηνέα) της Γαλλίας Constantin Deval και της Elisabeth Pisani. Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της ιατρικής στο Παρίσι στα 1833 με θέμα της εργασίας του τον τύφο στην Ανατολή. Με την ειδικότητά του της οφθαλμολογίας ακολούθησε τον γιατρό Frédéric Jules Sichel σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Συνέταξε πολλά δοκίμια με ιατρικά θέματα (1844, 1851, 1862), αφού προηγουμένως είχε εκδώσει το συγκεκριμένο φιλελληνικό του ταξιδιωτικό χρονικό, εμπλουτισμένο με δεκαέξι έγχρωμες λιθογραφίες.
Στην Εισαγωγή ο συγγραφέας τονίζει : «Έχουν πολλά γραφτεί για τα ήθη και τα έθιμα των Τούρκων… το λάφυρο των δικών μου παρατηρήσεών δεν επιδιώκει καμιά λογοτεχνική αναγνώριση… δεν προτείνεται ούτε για το βάθος των απόψεών του, ούτε για το ύψος του ύφους του. Δεν είναι ούτε σαν τα θαυμαστά και ποιητικά έργα των ζωγράφων που αποκαλύπτουν την αλήθεια. Πρόκειται για παρατηρήσεις από την Τουρκία και τον Μοριά που επισκέφτηκα και αναφέρεται στα ήθη και τα έθιμα των λαών της Ανατολής, ένα χρονικό απλό για τα συνταρακτικά γεγονότα και την αιματηρή σύγκρουση που αυτήν τη στιγμή «τραβάει» τα βλέμματα όλης της Ευρώπης… Αλλά τη στιγμή που η Ανατολή παίζει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στη σκηνή του κόσμου και ό, τι αφορά την Ελλάδα και την Τουρκία έχει για τους φίλους της Τέχνης και της Ελευθερίας το πιο έντονο ενδιαφέρον… το έργο μου αυτό πιθανότατα να έχει ενδιαφέρον για τους αναγνώστες».
Τα πρώτα κεφάλαια αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στη συνοικία των Ευρωπαίων και στους διπλωμάτες στην οθωμανική πρωτεύουσα, στο εμπόριο και στις τέχνες, αλλά και στη μουσουλμανική θρησκεία, στον σουλτάνο Μαχμούτ και στις διαρθρωτικές αλλαγές που επέφερε στην Αυτοκρατορία και στον στρατό, και στη σφαγή των γενιτσάρων. Στο δεύτερο μέρος ο συγγραφέας ταξιδεύει μέσω Σμύρνης, Χίου και Χάνδακα στην Πελοπόννησο, όπου βρίσκεται στην περιοχή του Ναυαρίνου και της Μεθώνης την κρίσιμη για την Ελληνική Επανάσταση περίοδο, πριν από την αποχώρηση του Ιμπραήμ πασά από τον Μοριά και τη λήξη του Αγώνα με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827).
1 Είκοσι χρόνια πρωτύτερα ο Chateaubriand περνώντας από τη Μεθώνη, βρήκε κι’ αυτος άσυλο στο σπίτι ενός Αυστριακού προξένου. Μια ασβεστένια παράγκα στο Ελληνικό προάστιο της πολιτείας και ύστερα από ένα δείπνο με αγγούρια, σταφύλια και μαύρο ψωμί δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι από τα γαυγίσματα των σκύλων και το φύσημα των ανέμων (Οδοιπορικό από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα).
2 Μια λίτρα παξιμάδι μαύρο πουλιόταν τέσσερα γρόσα (30- 35 λεπτά), ένα αυγό τρία γρόσια (20 λεπτά), μια κότα δώδεκα γρόσια (5 Φράγκα και μερικά λεπτά).
3 Οι Μουσουλμάνοι στην Κωνσταντινούπολη και στις άλλες Τουρκικές πολιτείες φωνάζουν «καπετάνιο» καθένα που φοράει Ευρωπαϊκό κοστούμι.
4 Bourses: ισοδυναμεί με πεντακόσια γρόσα.
5 Το γενικό στρατηγείο του Γαλλικού στρατού είναι πάλι η Μεθώνη.
6 Prokesch von Osten: Deukwudcgkeilen und Erinneringenaus dem Orient, Stugard 1837.
7 Souvenirs historiques pe la campagne de Morée 1828 par le general Baron Dumont, 1879 σελ. 20.
8 Mangeart: Sauvenirs de la Morée recueills pendant le séjour des Francais dans la Peloponnése. Paris 830. Κεφάλαιο XXVII.
9 Millengen: έκαμε νεκροψία του Μπάιρον. Αργότερα γιατρός του Σουλτάνου. Ένας από τους μεγαλύτερους αρχαιολόγους της Κωνσταντινούπολης. Έχει γράψει και διάφορες μονογραφίες για την Ελλάδα.
10 Bory de Saint – Vincent, Relation du voyage de la commission scientifique de Morée dans le Peloponnése, les Cyclades et l’ Atique, Paris 1836, σελ. 169.
11 René Pyaux: Revenons en Grece, Paris 1830.
4 Bourses: ισοδυναμεί με πεντακόσια γρόσα.
5 Το γενικό στρατηγείο του Γαλλικού στρατού είναι πάλι η Μεθώνη.
6 Prokesch von Osten: Deukwudcgkeilen und Erinneringenaus dem Orient, Stugard 1837.
7 Souvenirs historiques pe la campagne de Morée 1828 par le general Baron Dumont, 1879 σελ. 20.
8 Mangeart: Sauvenirs de la Morée recueills pendant le séjour des Francais dans la Peloponnése. Paris 830. Κεφάλαιο XXVII.
9 Millengen: έκαμε νεκροψία του Μπάιρον. Αργότερα γιατρός του Σουλτάνου. Ένας από τους μεγαλύτερους αρχαιολόγους της Κωνσταντινούπολης. Έχει γράψει και διάφορες μονογραφίες για την Ελλάδα.
10 Bory de Saint – Vincent, Relation du voyage de la commission scientifique de Morée dans le Peloponnése, les Cyclades et l’ Atique, Paris 1836, σελ. 169.
11 René Pyaux: Revenons en Grece, Paris 1830.