Ένα εκτεταμένο νεκροταφείο*1 μυκηναϊκών τάφων αποκαλύφθηκε και ερευνήθηκε αποσπασματικά, σε διάφορες χρονικές περιόδους2, στη θέση Βολιμίδια, 800 μ. ανατολικά της Χώρας, κωμόπολης της σημερινής νότιας Τριφυλίας Μεσσηνίας. Το νεκροταφείο αναπτύχθηκε κοντά στους πρόποδες του όρους Αιγάλεω και σε απόσταση 8 χλμ. περίπου προς βορράν του ανακτόρου του Εγκλιανού. Η περιοχή είχε ταυτιστεί από τον καθηγητή Σπ. Μαρινάτο, πρώτο και κύριο ανασκαφέα του νεκροταφείου, με την Παλαίπυλον3, ενώ από τον J. Chadwick4 και άλλους ταυτίστηκε με τη θέση pa-ki-ja-ne, κέντρο θρησκευτικής δραστηριότητας άμεσα εξαρτημένο από το ανάκτορο του Εγκλιανού.
Μέχρι σήμερα έχει ανασκαφεί ένα σύνολο 34 τάφων, στους οποίους περιλαμβάνονται ένας λακκοειδής της ύστερης ΜΕ περιόδου και 33 θαλαμωτοί, με διάρκεια χρήσης από το 16ο έως τα μέσα του 12ου αιώνα5. Συνοπτικά θα σημειώναμε ότι στις κατασκευαστικές ιδιομορφίες των θαλαμωτών τάφων των Βολιμιδίων περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: α) η κυκλική κάτοψη των ταφικών θαλάμων σε αντίθεση με τους τυπικούς θαλαμωτούς άλλων περιοχών, η πλειονότητα των οποίων είχε σχήμα τετράπλευρο, τραπεζιοειδές ή πεταλοειδές και οροφή αετωματική, δίρριχτη ή τετράρριχτη6, β) η οροφή των θαλάμων σε μορφή κυψελοειδούς θόλου και γ) η απόληξη της κορυφής της θόλου σε μικρή κοιλότητα7. Οι παραπάνω ιδιαιτερότητες δεν είχαν κατασκευαστική λειτουργία, αλλά υπαγορεύονταν από το εκφορικό σύστημα στέγασης και τις άλλες στατικές απαιτήσεις των θολωτών τάφων8, οι οποίοι θεωρείται πως αποτέλεσαν το πρότυπο μεγάλου αριθμού τάφων των Βολιμιδίων9.
Οι ψευδόστομοι αμφορείς αποτελούν μία από τις πολυπληθέστερες κεραμικές ομάδες του νεκροταφείου. Μελετήθηκαν 59 ακέραια ή σχεδόν ακέραια δείγματα του σχήματος και μεγάλος αριθμός οστράκων που προέρχονται από 15 θαλαμωτούς τάφους και παρουσιάζουν ποικιλία σχημάτων και διακοσμητικών θεμάτων.
ΣΧΗΜΑΤΑ
1. Ωοειδής: Η μέγιστη διάμετρος βρίσκεται στο μέσον του ύψους, το σώμα είναι πιεσμένο ωοειδές, το κάτω τμήμα του σώματος στενεύει εμφανώς προς την επίπεδη βάση. Ο τύπος χαρακτηρίζεται από τρεις λαβές κυκλικής διατομής, εκ των οποίων η μικρότερη βρίσκεται αντίκρυ στην προχοή. Τοποθετείται στους YEΙΙΑ χρόνους. FS169 10 (Εικ.1).
2. Μικρογραφικοί απιόσχημοι: Έχουν λοξά τοποθετημένη προχοή και βάση επίπεδη ή σε σχήμα χαμηλού ποδός. Χρονολογούνται στους YEΙΙΙΑ1 χρόνους. FS165 11, FS185 12.
3. Σφαιρικοί: Έχουν τη μέγιστη οριζόντια διάμετρο στο μέσον του ύψους τους και τα δύο τμήματα του σώματός τους, πάνω και κάτω από τη διάμετρο, καμπύλα και συμμετρικά. Το ύψος ισούται γενικά με τη διάμετρο. Χρονολογούνται στους YEΙΙΙΑ2, YEΙΙΙΑ2/Β και ΥΕΙΙΙΒ χρόνους. FS171 13.
4. Σφαιρικοί πιεσμένοι: Η μέγιστη οριζόντια διάμετρος βρίσκεται περίπου στο μέσον του ύψους τους και είναι μεγαλύτερη από αυτό. Το πάνω και κάτω τμήμα του σώματος είναι καμπύλο και συμμετρικό. Το σώμα είναι αμφικωνικό σε κάποιες παραλλαγές. Χρονολογούνται στους YEΙΙΙΑ2/Β και ΥΕΙΙΙΒ χρόνους. FS178 14.
5. Υψιπύθμενοι-απιόσχημοι: Η μέγιστη οριζόντια διάμετρος βρίσκεται στα 2/3 του ύψους τους, το σώμα είναι απιόσχημο, ο ώμος καμπύλος. Τα τοιχώματα του κάτω τμήματος της κοιλιάς είναι σχεδόν ευθύγραμμα και οξύνονται σχηματίζοντας δισκοειδή βάση ή είδος χαμηλού στελέχους. Χρονολογούνται στους ΥΕΙΙΙΒ και τους ΥΕΙΙΙΒ2/Γ χρόνους. FS167 15.
6. Αμφικωνικοί: Η μέγιστη οριζόντια διάμετρος βρίσκεται στα 2/3 ή στο 1/3 του ύψους τους, το σώμα είναι αμφικωνικό με έντονη γωνίωση στο ύψος της μέγιστης διαμέτρου και στενεύει εμφανώς προς τη βάση, ο ώμος είναι επίπεδος ή καμπύλος, η βάση είναι επίπεδη ή δακτυλιόσχημη. Χρονολογούνται στους ΥΕΙΙΙΑ2/Β και τους ΥΕΙΙΙΒ χρόνους. FS179 16,180 17.
7. Κωνικοί: Η μεγίστη διάμετρος αντιστοιχεί στα 2/3 του ύψους τους και είναι μεγαλύτερη από αυτό, το σώμα είναι κωνικό, ο ώμος επίπεδος, τα τοιχώματα του κάτω τμήματος της κοιλιάς είναι ευθύγραμμα και συγκλίνουν έντονα προς τη βάση που είναι σχετικά ψηλή κωνική ή δισκοειδής. Χρονολογούνται στους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους. FS182 18, 183 19.
Ο πηλός που χρησιμοποιείται στην κατασκευή των παραπάνω αγγείων, περισσότερο ή λιγότερο καθαρός, είναι πάντοτε ο τοπικός κιτρινωπός, με διαβαθμίσεις ανοικτού-σκοτεινού, ενώ το κατεξοχήν εμφανιζόμενο επίχρισμα είναι το υποκίτρινο. Η βαφή σε λίγες περιπτώσεις διατηρείται στιλπνή. Εμφανίζεται ερυθρή με παραλλαγή προς το καστανέρυθρο και σπανιότερα μαύρη, ενώ η όπτηση είναι σχεδόν πάντοτε καλή. Όλα τα αγγεία ανεξαρτήτως σχήματος, είναι μικρού μεγέθους και το μεγαλύτερο δεν ξεπερνά τα 0,20μ. σε ύψος. Οι λαβές είναι ταινιωτές, ενώ ο δίσκος των λαβών είναι κυκλικός ή ελλειπτικός. Σε 15 ψευδόστομους υπάρχει πλαστικός δακτύλιος στη ρίζα του ψευδοστομίου20, οι βάσεις είναι χαμηλές δακτυλιόσχημες, δισκοειδείς, κωνικές ή επίπεδες.
ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
Ακόσμητος ψευδόστομος δεν βρέθηκε στο νεκροταφείο των Βολιμιδίων. Σε κάποιες περιπτώσεις η διακόσμηση του δίσκου αποτελείται από πολλούς ομόκεντρους κύκλους με κεντρική στιγμή21 (Εικ.2) ή λαμβάνει τη μορφή σπείρας αραιής ή πυκνής (Εικ.3, 7). Σπανιότερα απαντούν άλλου είδους θέματα22 (Εικ.4). Οι ράχες των λαβών είτε είναι ολόβαφες είτε φέρουν μικρό τρίγωνο εξηρημένο στο σημείο επαφής με το δίσκο (Εικ.2-3). Σε λίγα παραδείγματα φέρουν κυματοειδή γραμμή23, διαγράμμιση (Εικ.4, 6) ή ταινίες στις ακμές24. Σε δέκα αγγεία απαντά στον ώμο ταινία που με τη μορφή θηλιάς περικλείει την προχοή και το στέλεχος του δίσκου και των λαβών25. Οι βάσεις των ψευδόστομων έχουν τη στεφάνη τους κατά κανόνα βαμμένη σε όλο της το πλάτος. Σε τέσσερις περιπτώσεις είναι διακοσμημένοι στην κάτω επιφάνεια της βάσης τους με ομόκεντρους κύκλους ή σπείρα26.
Τα θέματα που χρησιμοποιούνται στον ώμο των σφαιρικών ψευδόστομων περιλαμβάνουν κυρίως πολλαπλούς μίσχους FΜ19 27 σε γωνιώδη ή καμπύλη παραλλαγή, συχνά με εγκάρσια γραμμή, μυκηναϊκό άνθος FΜ 18 28, φυλλοφόρο ταινία FΜ64 29, σε μονή ή διπλή σειρά (Εικ.7) και αμείβοντες FΜ58 30. Στη διακόσμηση του ώμου των σφαιρικών πιεσμένων συνηθίζονται περισσότερο οι στιγμές FΜ41 31, οι αμείβοντες, οι κύκλοι και η πορφυρά FΜ 23 32. Στους ώμους των κωνικών ψευδόστομων απαντούν κυρίως μυκηναϊκό άνθος, ομόκεντρα τόξα FΜ 43 33 και σύνθετο παπυρόσχημο FΜ18C:136 34 (Εικ.5). Ασυνήθιστη είναι η διακόσμηση του ώμου δύο σφαιρικών ψευδόστομων35 με δικτυωτή διαγράμμιση FΜ57:2 36 (Εικ.6), ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει σε αρκετά παραδείγματα η εναλλαγή της διακόσμησης από τη μία πλευρά του ώμου στην άλλη37. Διακοσμητική ζώνη στην αρχή της κοιλιάς, στο επίπεδο της μεγαλύτερης διαμέτρου, παρατηρείται σε έξι αγγεία, από τα οποία δύο χρονολογούνται στους ΥΕΙΙΙΑ2/Β χρόνους38 (Εικ.6) και τα υπόλοιπα στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο. Σε ένα παράδειγμα που τοποθετείται στους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους η ζώνη έχει μεγαλύτερο ύψος από το συνηθισμένο39 και περιλαμβάνει τρεις σειρές διακοσμητικών θεμάτων. Δύο ψευδόστομοι αμφορείς εμφανίζουν ταινιωτή διακόσμηση40. Εισηγμένοι ψευδόστομοι αμφορείς υπάρχουν από την Αργολίδα (Εικ.2-3), την Αττική και την Κρήτη41. Ειδικότερα, μινωικές επιρροές επισημαίνονται και σε επιμέρους χαρακτηριστικά των αγγείων, όπως στη διακόσμηση των λαβών με εγκάρσιες γραμμές ή αμείβοντες42 και του κάτω τμήματος του σώματος με ισοπαχείς επάλληλες ταινίες43.
Μεταξύ των αγγείων ξεχωρίζει τρίωτος ωοειδής ψευδόστομος αμφορέας (ΜΧ 2982) των ΥΕΙΙΑ χρόνων με διακόσμηση φολιδωτού FΜ70 44 (Εικ.1).
Ο ψευδόστομος αμφορέας εμφανίζεται στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τους ΥΕ ΙΙΑ χρόνους με το σχήμα του τρίωτου ωοειδούς45 και ανευρίσκεται συνήθως σε ταφικά σύνολα, σε αντίθεση με την Κρήτη46, τα Κύθηρα47, την Αίγινα48 και την Αγία Ειρήνη της Κέας49, όπου απαντά σχεδόν πάντοτε σε οικιστικά σύνολα50. Αυτή η παραλλαγή του σχήματος διαμορφώνεται στην Κρήτη κατά τους ΥΜΙΒ/ΙΙΑ χρόνους51.
Στα περισσότερα παραδείγματα της ΥΜ ΙΒ περιόδου η διακόσμηση απλώνεται σε ολόκληρη την επιφάνεια του αγγείου και ακολουθεί το θαλάσσιο ρυθμό52.
Η περιορισμένη παρουσία του τρίωτου ψευδόστομου στην ηπειρωτική Ελλάδα είχε οδηγήσει στην υπόθεση ότι τα αγγεία αυτά αποτελούσαν μινωικές εισαγωγές53.
Ωστόσο, πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες και δημοσιεύσεις έχουν φέρει στο φως αρκετά παραδείγματα από την ηπειρωτική χώρα, τα οποία αναμφίβολα αποτελούν τοπικά προϊόντα54.
Το σχήμα, εκτός από τη Μεσσηνία από όπου είναι γνωστά τα περισσότερα παραδείγματα55, απαντά στην Κόκλα Αργολίδας56, την Αττική57, τη Χαλκίδα58 και τη Θήβα59. Η χρήση του τρίωτου ωοειδούς ψευδάστομου δεν συνεχίζεται κατά την ΥΕΙΙΒ περίοδο60.
Οι ψευδόστομοι αμφορείς ΜΧ200 (Εικ.4) και ΜΧ325, με απιόσχημο σώμα, λοξά τοποθετημένη προχοή και βάση σε σχήμα χαμηλού ποδός, αποτελούν μικρογραφική παραλλαγή του σχετικά σπάνιου σχήματος FS165 61 και χρονολογούνται στους ΥΕΙΙΙΑ1 χρόνους. Η ασυνήθιστη διακόσμηση του δίσκου των δύο αγγείων με κυματοειδείς γραμμές ακτινωτά διατεταγμένες, των λαβών του ΜΧ200 με εγκάρσιες γραμμές62, του λαιμού με κατακόρυφες κυματοειδείς γραμμές63, καθώς και του σώματός του με ισοπαχείς επάλληλες ταινίες, προδίδουν μινωική επίδραση64. Η διακόσμηση του ΜΧ200, που καλύπτει το άνω 1/3 τμήμα του σώματος, συνίσταται σε φολιδωτό FΜ70:2,7 65. Ο ψευδόστομος αμφορέας ΜΧ 325, με ασυνήθιστα πλατύ δίσκο66, εμφανίζει στο ημικύκλιο και στο ένα τεταρτοκύκλιο του ώμου δικτυωτή διαγράμμιση FΜ57:2 67 και στο άλλο τεταρτοκύκλιο κατακόρυφα τέσσερις επάλληλες κυματοειδείς γραμμές FΜ53 68. Αποτέλεσμα μινωικής επίδρασης69 είναι η ολόβαφη προχοή του αγγείου και η διακόσμηση του σώματος με ταινίες.
Ο ψευδόστομος αμφορέας ΜΧ409 κατατάσσεται στο σχήμα FS185 70 και είναι εισηγμένος, ίσως από τη δυτική Κρήτη71. Χαρακτηρίζεται από απιόσχημο σώμα με επίπεδη βάση. Η προχοή είναι ολόβαφη, όπως και ο δίσκος, με εξηρημένο κέντρο72. Στη ράχη των λαβών σχεδιάζονται εγκάρσιες γραμμές73, η διακόσμηση διατάσσεται σε ζώνες, χαρακτηριστικό των ΥΜIII αγγείων74, και περιλαμβάνει ενάλληλες οριζόντιες τεθλασμένες FΜ61:13 75.
Τρεις όμοιοι κλάδοι FΜ58:31 76 απαντούν στον ώμο του ψευδόστομου αμφορέα ΜΧ687 77, συνδυαζόμενοι με περίστικτους και διάστικτους κύκλους FΜ27 78, στήλες στιγμών FΜ41 79 και ομόκεντρα τόξα FΜ43 80. Σχεδιάζονται ως ένα ευθύγραμμο στέλεχος με ελαφρώς καμπύλες συμμετρικές διακλαδώσεις, θέμα που αποτελεί εικονιστική σχηματοποιημένη απόδοση του θέματος των αμειβόντων και εμφανίζεται στήν ΥΕΙΙΙΓ1 81. Ωστόσο, η παρουσία του, εκτός στάση κλάδων, ΜΧ687. από τον ώμο του ψευδόστομου ΜΧ 687 (Εικ.8), σε υποκρατήριο των ΥΕΙΙΙΑ1 χρόνων από το θολωτό τάφο στο Βλαχόπουλο Μεσσηνίας82, και ιδιαίτερα σε εικονιστικό κρατήρα των ύστερων ΥΕΙΙΙΑ2 χρόνων από τον τάφο Γουβαλάρη 2 Μεσσηνίας83, ως συνθετικό στοιχείο του σώματος πτηνών, υποδεικνύει ότι η εμφάνιση του θέματος πραγματοποιήθηκε στη Μεσσηνία ήδη από την ΥΕΙΙΙΑ1-2 περίοδο. Στην ύστερη ΥΕΙΙΙΓ ανήκουν και δείγματα του θέματος σε θραύσμα κρατήρα ΡS282 από το θαλαμωτό τάφο Κ-2 του Εγκλιανού84.
Τέσσερα πτηνά FΜ 7 85 απαντούν ως μοναδικό θέμα στον ώμο του ψευδόστομου αμφορέα86 ΜΧ16 87 (Εικ.2). Είναι σχεδιασμένα σε κατατομή. Αποδίδονται τα τρία σε πτήση και ένα πτερυγίζον, με ανορθωμένα και ελεύθερα πτερύγια πάνω από το σώμα. Το πρώτο και το τρίτο εμφανίζονται με το κεφάλι ανορθωμένο και το ράμφος κλειστό, το δεύτερο και το τέταρτο έχουν το κεφάλι χαμηλωμένο και το ράμφος επίσης, κλειστό. Στο δεύτερο (ημικύκλιο ώμου) και τέταρτο πτηνό (τεταρτοκύκλιο ώμου) το σώμα είναι αμυγδαλόσχημο, τα πτερύγια έχουν σχήμα γλωσσοειδές, ο λαιμός είναι μακρύς και καμπύλος, το κεφάλι στρογγυλό και το μάτι αποδίδεται με κύκλο. Κεφάλι και λαιμός αποδίδονται με ενιαία γραμμή. Στο δεύτερο πτηνό το ράμφος είναι ελαφρώς γαμψό. Δεν σχεδιάζονται πόδια, η ουρά υποδηλώνεται με την οξεία απόληξη του περιγράμματος του σώματος. Το πρώτο πτηνό (ημικύκλιο ώμου) έχει σώμα στενόμηκες σχεδόν ορθογώνιο, χωρίς υποδήλωση ουράς, πτερύγια γλωσσοειδή και σε μορφή βέλους, επιμήκη και στενό λαιμό, κεφάλι στρογγυλό και οφθαλμό σε σχήμα κύκλου, γαμψό ράμφος.
Τα πόδια αποδίδονται με παράλληλες κάθετες κυματοειδείς γραμμές. Το σώμα του τρίτου πτηνού (τεταρτοκύκλιο ώμου) δεν αποδίδεται εξαιτίας της στενότητας του χώρου. Σχεδιάζονται μόνο γλωσσοειδή πτερύγια, καμπύλος μακρύς λαιμός, στρογγυλό κεφάλι και οφθαλμός σε μορφή κύκλου.
Τα τέσσερα πτηνά είναι ολόβαφα με εξηρημένο τον κύκλο του ματιού, αποδίδονται δηλαδή σε σκιαγραφία, χωρίς προσοχή στις λεπτομέρειες, αλλά με φυσικότητα και ζωντάνια στο σχήμα. Η απόδοση πτηνών σε σκιαγραφία είναι σπάνια, απαντά όμως σε ΥΕΙΙΙΑ2 κύλικα από τη Ρόδο88, στον ώμο ΥΕΙΙΙΒ ψευδόστομου αμφορέα από την Επισκοπή Ιεράπετρας89, στη ζώνη του ώμου ΥΕΙΙΙΒ στενόλαιμης πρόχου από την Κόκλα Αργολίδας90 και σε όστρακα των ΥΕΙΙΙΒ χρόνων από την ακρόπολη της Μιδέας91. Ο ψευδόστομος αμφορέας ΜΧ16 είναι εισηγμένος από την Αργολίδα92.
Οι ψευδόσχομοι των Βολιμιδίων παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες τόσο με τους ψευδόστομους αμφορείς όσο και με την υπόλοιπη κεραμική που προέρχεται από τις ανασκαφές των θαλαμωτών τάφων της περιοχής του Εγκλιανού, γεγονός που υποδεικνύει κοινή εργαστηριακή προέλευση και ίσως διάθεση από το ίδιο κέντρο βιοτεχνικής παραγωγής. Αντίθετα, οι ομοιότητες με τους ψευδόστομους του ανακτόρου του Εγκλιανού είναι μικρές, ίσως γιατί εκεί πρόκειται κυρίως για εμπορικά-χρηστικά αγγεία και γιατί υπάρχει χρονική διαφορά ανάμεσα στη διάρκεια χρήσης των τάφων των Βολιμιδίων και την εποχή καταστροφής του ανακτόρου. Υπενθυμίζουμε ότι κατά την ΥΕΙΙΙΒ2/Γ περίοδο πραγματοποιήθηκαν ελάχιστοι ενταφιασμοί στο νεκροταφείο των Βολιμιδίων.
Γενικά οι αγγειοπλάστες της περιοχής της Πυλίας, τόσο στις παραλλαγές του σχήματος του ψευδόστομου αμφορέα όσο και στα διακοσμητικά θέματα, ακολούθησαν τους κεραμικούς συρμούς της υπόλοιπης Πελοποννήσου και ιδιαίτερα της Αργολίδας, αν και χαρακτηρίζονται από μεγάλη επινοητικότητα και προσωπικό ύφος. Αναμφίβολα οι μικρές διαστάσεις των ψευδόστομων αμφορέων των Βολιμιδίων καθιστούσαν τα αγγεία αυτά κατάλληλα για τη φύλαξη κάποιου πολύτιμου υγρού προϊόντος, όπως είναι το αρωματικό λάδι. Η απουσία οπών εξαέρωσης δυσχέραινε την εκροή του λαδιού, κάτι απόλυτα επιθυμητό για ένα υγρό του οποίου η ροή έπρεπε να γίνεται σε μικρές ποσότητες. Δεν αποκλείεται ακόμη η πιθανότητα να περιείχαν νερό ή κρασί, ιδιαίτερα όσοι προέρχονταν από φτωχότερες συστάδες, ή να ήταν άδειοι. Επιπλέον, ο τρίωτος ψευδόστομος, καθώς και ο ψευδόστομος με την εικονιστική παράσταση πτηνών, ήταν αγγεία με αισθητική αξία και ίσως χρησιμοποιήθηκαν ως αντικείμενα ενδεικτικά οικονομικής και κοινωνικής υπεροχής των κατόχων και των συγγενών τους, κατά τη διάρκεια της τελετουργίας της ταφής.
ΕΛΕΝΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ
ΒΟΛΙΜΙΔΙΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ: ΟΙ ΨΕΥΔΟΣΤΟΜΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ: Α' ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
* Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον καθηγητή μου Γ.Σ. Κορρέ για την παραχώρηση του υλικού, το οποίο παρουσιάζεται περιληπτικά στην παρούσα ανακοίνωση και αποτέλεσε το θέμα της εργασίας που κατατέθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για την απόκτηση του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών. Ορισμένες από τις απόψεις που ακούστηκαν στην ανακοίνωση της Συνόδου το 1996 αναθεωρήθηκαν στη διδακτορική διατριβή της γράφουσας με τίτλο Η ΥΕΙΙΙΑ κεραμική από το νεκροταφείο των Βολιμιδίων Χώρας και η σύγχρονη κεραμική παραγωγή της Μεσσηνίας, Αθήνα 2003 (υπό έκδοση από το ΤΑΠΑ), όπου πρόκειται να γίνει και η τελική δημοσίευση των αγγείων. Εδώ αναφέρονται ενδεικτικώς μόνον οι αριθμοί ευρετηρίου του Μουσείου Χώρας Τριφυλίας.
1. Γενικά, για το νεκροταφείο, βλ. W.A. MacDonald - R. Hope Simpson, Prehistoric Habitation in Southwestern Peloponnese, AJA 65 (1961), 237’ Σπ. Μαρινάτος, Περί τον πρώτον αχαϊκόν εποικισμόν της Κρήτης, 77ε- πραγμένα του Α'ΔιεθνούςΚρητολογικούΣυνεδρίου, III, ΚρητΧρον 16 (1963), 179· Ιακωβίδης 1966' Μ. Παντελίδου, Τάφοι της Πύλου, AAA III (1970), 125-132' Γ.Σ. Κορρές, Η προβληματική δια την μεταγενεστέραν χρήσιν των μυκηναϊκών τάφων Μεσσηνίας, Πρακτικά του Β' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Πάτρα, 25-31 Μαΐου 1980, Αθήνα 1981-1982,363-450' Fr. Tomasello, L’architettura funeraria in Sicilia tra le media e tarda etá del Bronzo: le tombe a camera del tipo a tholos, στο M. Marazzi - S. Tusa - L. Vagnetti (επιμ.), Traffici Micenei nel Mediterráneo, Atti del convegno di Palermo, 1984, Taranto 1986, 98' o ίδιος, Le tombe a tholos della Sicilia Centro Méridionale, Cronache di Archaeologia 34-35 (1995-1996), 195-197' Y. Lolos, The Late Helladic I Pottery of the Southwestern Peloponnesos and its Local Characteristics, Göteborg 1987,196-207- Γ. Λώλος, Η πρωτεύουσα του Νέστορος και η γύρω περιοχή. Πύλος ημαθόεις, Αθήνα 1997, 21-23' Δ. Δανιηλίδου, Ο θαλαμωτός τάφος 84 των Μυκηνών, ΑΕ 139 (2000), 165 κ.ε. Για τις έρευνες στο νεκροταφείο επίσης, βλ. Γ.Σ. Κορρές, στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια και την Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Ααρούς-Μπριτάννικα, λ. Βολιμίδια.
2. Με την εξαίρεση των τάφων Κεφαλοβρύσου A και Β, οι οποίοι ερευνήθηκαν από τη Θ. Καράγιωργα κατά το έτος 1972, στο πλαίσιο μικρής έκτασης σωστικής επέμβασης, βλ. σχετικά, ΑΔ 27 (1972), Χρονικά, 257- 258, και έναν ακόμη τάφο που ερευνήθηκε από τη Ζ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κατά το 1990, βλ. σχετικά, ΑΔ 45 (1990), Χρονικά, 120, πίν. 52-53, οι υπόλοιποι τάφοι του νεκροταφείου ερευνήθηκαν από τον καθηγητή Σπ. Μαρινάτο κατά τα έτη 1952-1954,1960 και 1964-1965.
3. Σπ. Μαρινάτος, Παλαίπυλος, Das Altertum I (1955), 146. ΠΑΕ 1955, 245. Είναι η πόλη για την οποία ο Στράβων αναφέρει (8,359) ότι βρισκόταν κάτω από το όρος Αιγαλέον.
4. Chadwick 1976,91.
5. Οι τάφοι ανήκαν σε γειτονικές συστάδες που είναι γνωστές με τα ονόματα των ιδιοκτητών των αγρών ή την τοποθεσία: πρόκειται για τις ομάδες Αγγελοποΰλου (έχουν ερευνηθεί δέκα τάφοι), Κορωνιοΰ (ερευνήθηκαν επτά τάφοι), Τσουλέα-Βοριά (ανεσκαμμένοι επτά τάφοι), Κεφαλοβρύσου (ερευνήθηκαν επτά τάφοι από τον Μαρινάτο και δύο από την Καράγιωργα), καθώς και ο τάφος Μαστοράκη 1 που έχει εντοπιστεί μεταξύ των ομάδων Αγγελοποΰλου και Κορωνιοΰ.
Για τις ανασκαφές των τάφων της ομάδας Αγγελοποΰλου, βλ. ΠΑΕ 1952, 483 (τάφος 1), 486 (τάφος 2)· 1953, 239-240 (τάφος 2), 240-242 (τάφος 4), 240-241, 243 (τάφος 5), 240-241, 243-245 (τάφος 6), 240-241, 245 (τάφοι 7, 8 και 9)· 1960,198-199 (τάφος 10), 199-200 (τάφος 11).
Για τις ανασκαφές της συστάδας Κορωνιοΰ, βλ. ΠΑΕ 1952, 474 (τάφος 1), 475 (τάφος 2), 476 (τάφος 3)· 1953, 238 (τάφος 5), 238-239 (τάφος 6).
Για τις ανασκαφές των τάφων της συστάδας Τσουλέα-Βοριά, βλ. ΠΑΕ 1952,487 (τάφος 1), 491 (τάφος Ια), 491-492 (τάφος 2)· 1954, 300-301 (τάφος 3), 301-302 (τάφος 4), 302-305 (τάφος 5)· 1960, 200-201 (τάφος 6)· 1964,79-81 (τάφος 7).
Για τις ανασκαφές στη συστάδα Κεφαλοβρύσου, βλ. ΠΑΕ 1964, 86-89 (τάφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7)· 1965,102-104 (τάφοι 4,5). Για τον τάφο Μαστοράκη 1, βλ. ΠΑΕ 1954,305.
6. Βλ. ενδεικτικούς Ad 43 (1988), Χρονικά, 168-170, σχέδ. 16, για λαξευτούς θαλαμωτούς τάφους στη θέση Αμυγδαλιά του χωριού Βούντενη Πατρών, με τετράπλευρους θαλάμους και τετράρριχτη στέγη.
7. Η κοιλότητα αυτή δεν είχε κατασκευαστική λειτουργία, αλλά αποτελούσε μίμηση του ρηχού κοιλώματος, το οποίο διαμορφωνόταν στους θολωτούς τάφους από τον τελευταίο οριζόντιο εξισωτικό δακτύλιο, βλ. σχετικά, Ιακωβίδης 1966,108-109. Θαλαμωτοί τάφοι με κυκλικό θάλαμο, θολοειδή οροφή και κεντρική κοιλότητα στην κορυφή της στέγης είναι γνωστοί ακόμη από την Αρκαδία (Παλαιόκαστρο), βλ. σχετικά K. Demakopoulou - J.H. Crouwel, Some Mycenaean Tombs at Palaiokastro, Arcadia, BSA 93 (1998), 269, τη Λακωνία (Πελλάνα), βλ. σχετικά Ad 10 (1926), Παράρτημα, 41-44· JHS 47 (1927), 257- BSA 56 (1961), 125-127,8a, b, c-AA 37 (1982), Χρονικά, 112-113, εικ. 1, πίν. 60-61· Th. Spyropoulos, Pellana, the Administrative Center of Prehistoric Laconia, στο W.C. Cavanagh - S.E.C. Walker (επιμ.), Sparta in Laconia, Athens 1998,29, εικ. 2:4, την Αργολίδα (Μυκήνες), βλ. σχετικά, Δανιηλίδου, ό.π. (υποσημ. 1), 161-178, την Ηλεία (Αγραπιδοχώρι), βλ. Λ. Παρλαμά, Θαλαμοειδής τάφος εις Αγραπιδοχώρι Ηλείας, ΑΕ1971, Χρονικά, 52-60, την Αχαΐα (Βούντενη Πατρών), ΑΔ 44 (1989), Χρονικά, 129- 13Γ 47 (1992), Χρονικά, 140-141, την Κεφαλλονιά (Κοντογενάδα, Μεταξάτα, Παρισάτα), βλ. σχετικάΑΕ 1933, 68-100· ΠΑΕ 1951,184-186, καθώς και την περιοχή της νοτιοανατολικής Σικελίας, βλ. Fr. Tomasello, Le tombe a tholos della Sicilia Centro Méridionale, Cronache di Archaeologia 34-35 (1995-1996), σποράδην. Χρονολογικά οι τάφοι αυτοί καλύπτουν ολόκληρη τη μυκηναϊκή εποχή από τους YE I (Βολιμίδια-τάφοι Αγγελοποΰλου 8,9) έως τους ΥΕΙΙΙΓ χρόνους (Αγραπιδοχώρι, Βούντενη).
8. Ιακωβίδης 1966,105.
9. Οι τάφοι που αποτέλεσαν τα πρότυπα των θαλαμωτών των Βολιμιδίων ήταν οι θολωτοί τάφοι του Κακοβάτου και της Μάλθης, βλ. σχετικά, L. Papadopoulou-Kontorli, Local Peculiarities of the Mycenaean Chamber Tombs, στο R. Laffineur (επιμ.), Thanatos. Les coutumes funéraires en Egée à l’Age du Bronze, Actes du colloque de Liège, 21-23 avril 1986, Aegaeum 1, Liège 1987,146. Ως πιθανό πρότυπο θεωρείται ακόμη ο θολωτός τάφος του Οσμάναγα στο Κορυφάσιο Μεσσηνίας, η κατασκευή του οποίου τοποθετείται με βεβαιότητα στα τέλη της ΜΕ εποχής, βλ. σχετικά, Y. Lolos, The Tholos Tomb at Koryphasion: Evidence for the Transition from Middle to Late Helladic in Messenia, στο R. Laffineur (επιμ.), Transition. Le monde Egéen du Bronze moyen au Bronze récent, Actes de la deuxième rencontre égéenne internationale de l’Université de Liège, 18-20 avril 1988, Aegaeum 3, Liège 1989,172-173.
10. Furumark 1972, 611. Mountjoy 1986,30, εικ. 27.
11. Furumark 1972, 610.
12. Ό.π., 615.
13. Ό.π., 611-612, εικ. 5. Mountjoy 1986,79, εικ. 93. Οι Σπ. Ιακωβίδης και Α. Σακελλαρίου ονομάζουν τους ψευδόστομους αυτού του τύπου βραχυστρόγγυλους, βλ. Ιακωβίδης 1969-1970, Β', 153 και Α. Σακελλαρίου- Ξενάκη, Ot θαλαμωτοί τάφοι των Μυκηνών ανασκαφής Χρ. Τσούντα (1887-1898), Paris 1985,184.
14. Furumark 1972,614, εικ. 5. Mountjoy 1986, 79,80, εικ. 94.
15. Furumark 1972, 611, εικ. 5. Mountjoy 1986,105, εικ. 127.
16. Furumark 1972,614.
17. Ό.π., Mountjoy 1986,106,107, εικ. 130. Οι αμφικωνικοί ψευδόστομοι FS180 απαντούν κυρίως στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο. Η παραλλαγή του σχήματος δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε οικισμούς, πρβλ. French 1967,168.
18. Furumark 1972,615. Mountjoy 1986,107, εικ. 131. Τα αγγεία αυτής της κατηγορίας χαρακτηρίζονται ως κολουροκωνικά από τη Ν. Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα (1988,197). Η παραλλαγή αυτή είναι περιορισμένης γενικά διάδοσης, βλ. σχετικά Stubbings 1947,22.
19. Furumark 1972, 615.
20. Αποτελεί χαρακτηριστικό των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων, Mountjoy 1986,108.
21. Το χαρακτηριστικό αυτό απαντά κυρίως κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο, βλ. σχετικά, Mountjoy 1986, 79.
22. Όπως επάλληλες κυματοειδείς γραμμές ακτινωτά διατεταγμένες.
23. Στον ψευδόστομο αμφορέα ΜΧ 322 (ΡΞ 178).
24. Αν και αυτή η διακοσμητική συνήθεια κυριαρχεί στους ΥΕ ΙΙΙΒ και ΙΙΙΓ χρόνους, βλ. σχετικά, Furumark 1972,337, εμφανίζεται στην Πελοπόννησο μεμονωμένα ήδη από τους ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνους, πρβλ. Deshayes 1966, 184. Στα Βολιμίδια παρόμοια διακόσμηση στις λαβές έχουν οι σφαιρικοί ψευδόστομοι αμφορείς ΜΧ 66 και ΜΧ 2, που χρονολογούνται στους ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνους, και οι ψευδόστομοι ΜΧ 204 (ΡΞ 180) και ΜΧ 206 (Ρ8 179), που τοποθετούνται στους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους.
25. Είναι χαρακτηριστικό που απαντά κυρίως κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο, βλ. σχετικά, Ιακωβίδης 1969- 1970, Β', 159.
26. Διακόσμηση στην κάτω επιφάνεια της βάσης απαντά σπάνια κατά τους ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνους· ομόκεντροι κύκλοι στη βάση εμφανίζονται συστηματικά κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο, βλ. σχετικά, Mountjoy 1986, 81, 108, και ίσως δηλώνουν πρωιμότητα στους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους, βλ. Thomas 1992,47.
27. Furumark 1972, εικ.47.
28. Ό.π.,εικ.45.
29. Ό.π.,εικ.69.
30. Ό.π.,εικ.67.
31. Ό.π.,εικ.57.
32. Ό.π.,εικ.51. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακόσμηση του ΜΧ 205 (FS 178) με κατακόρυφες πορφύρες, το στέλεχος των οποίων τέμνει τις ταινίες της κοιλιάς. Η διάταξη αυτή απαντά κυρίως σε ανοικτά σχήματα, ενδεικτικώς, πρβλ. Mountjoy 1986, 91, εικ. 110 (σε σκύφο FS 284), 114, εικ. 141:12,18 (σε κύλικες).
33. Furumark 1972, εικ.58. Mountjoy 1986, 69.
34. Furumark 1972, εικ.45.
35. Στους MX115 και MX 2991 (FS 171). Για τον MX 2991, που προέρχεται από τον τάφο Κεφαλοβρύσου Β, βλ.ΑζΙ 27 (1972), Χρονικά, πίν. 193α.
36. Furumark 1972, εικ. 67. Το θέμα απαντά κυρίως στην απιόσχημη παραλλαγή FS 165-166, ενδεικτικώς πρβλ. Hiller 1975, 89:231, πίν.23:231 και Χωρέμης 1972, πίν. XF1760.
37. Για παράδειγμα οι ψευδόστομοι αμφορείς MX 113 και MX 114 (FS 171), με μικρές διαφορές ανάμεσα στα μυκηναϊκά άνθη του ημικύκλιου και του τεταρτοκΰκλιου του ώμου. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι συχνό σε ψευδόστομους αμφορείς των ΥΕ ΙΙΙΑ/Β χρόνων.
38. Η διακοσμητική ζώνη στην κοιλιά είναι ασυνήθιστη κατά τους ΥΕ ΙΙΙΑ2 και ΥΕ ΙΙΙΑ2/Β χρόνους, βλ. σχετικά, Mountjoy 1986,114. Ψευδόστομοι αμφορείς με ζώνες στην κοιλιά και ψευδόστομοι με συνηθισμένη ταινιωτή διακόσμηση συνυπάρχουν και στο ΥΕ ΙΙΙΑ2 υλικό από την Τσούγγιζα και τις Ζυγουριές, βλ. Thomas 1992,47.
39. Πρόκειται για τον ψευδόστομο αμφορέα MX 67 (FS180) που εμφανίζει αλυσίδα ρόμβων FM 73:3 σε δύο ζώνες εκατέρωθεν πλατιάς ζώνης με συστάδες κατακόρυφων τεθλασμένων γραμμών FM 61:11 (πλησιέστερη παραλλαγή). Το αγγείο είναι εισηγμένο από την Αργολίδα. Για το σΰνηθες ύψος της διακοσμημένης ζώνης στην κοιλιά, βλ. French 1967,161, εικ. 11.
40. Οι MX 72 και MX321 ανήκουν στο FS167. Γ ια τον MX 72, που χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο, πρβλ. Benzi 1975, πίν. 1:8.0 MX 321 βρίσκει ακριβή παράλληλα σε σχήμα και διακόσμηση στους ψευδόστομους αμφορείς του ανακτόρου του Εγκλιανού και πρέπει να τοποθετηθεί στην ΥΕ ΙΙΙΒ2/Γ περίοδο, πρβλ. Pylos, I, εικ. 389:1164.
41. Από την Αργολίδα έχουν εισαχθεί οι ΜΧ688, ΜΧ202, ΜΧ205, ΜΧ 207α-β, ΜΧ 164 (Εικ.5), ΜΧ67, ΜΧ282, ΜΧ16 (Εικ.2) και ΜΧ363, από την Αττική ο ΜΧ768 και από την Κρήτη ο ΜΧ409.
42. Ο ΜΧ 409 με εγκάρσιες γραμμές και ο ΜΧ 115 (Εικ. 6) με ταινίες στις ακμές και αμείβοντες, βλ. για παράδειγμα μινωικό εισηγμένο ψευδόστομο αμφορέα από τα Διάσελα Ηλείας, BCH 81 (1957), 576, εικ.8. Για ΥΜΙΙΙΑ1 παράδειγμα με αμείβοντες στις λαβές, πρβλ.Χαριτωνίδης1961-1962,πίν. 18.
43. Στους ΜΧ 165, ΜΧ 200 (Εικ.4), ΜΧ 201 (Εικ.7), ΜΧ206, ΜΧ324 και ΜΧ 325. Βλ. για παράδειγμα Popham 1979,179, εικ. 1:5-9,187.
44. Furumark 1972, εικ.70.
45. Πρόκειται για το FS 169, βλ. σχετικά, Furumark 1972, 611 και Mountjoy 1986, 30, εικ. 28.
46. L.H. Sackett- Μ. Popham, Excavations at Palaikastro VII, BSA 65 (1970), πίν. 56 (a). K. Schefold, Die Bedeutung der kretischen Meerbilder, AntK 1 (1958), 4, πίν. I.
47. J.N. Coldstream- G.L. Huxley, Kythera: Excavations and Studies, London 1972,133:49, πίν. 34:49.
48. Hiller 1975, 85:202, 203, πίν. 20:202, 203.
49. W.W. Cummer- E. Schofield, Keos, III\AyiaIrini. House A, Mainz 1984,102:1145,126:1555,πίν. 74:1145, πίν. 85:1555.
50. Haskell 1985,224.
51. Furumark 1972, 611.
52. P. Mountjoy, A Late Minoan IB Marine Style Stirrup-Jar, BSA 67 (1972), 125.
53. O.T.P.K. Dickinson, The Origins of Mycenaean Civilisation, SIMA 49, Göteborg 1977,29.
54. Demakopoulou 1993, 63.
55. Απαντά στο θαλαμωτό τάφο Ε-8 του Εγκλιανού με διακόσμηση φύλλων κισσού, βλ. σχετικά, Pylos, III, 199-200, εικ.249:25 και στο θολωτό τάφο 2 του Ροΰτση με διακόσμηση τεθλασμένης και διπλών πελέκεων, βλ. σχετικά, BCH 81 (1957), 564, εικ. 26. Όστρακο με διακόσμηση φύλλων κισσού από τα Νιχώρια ίσως προέρχεται από παρόμοιο αγγείο, Nichoria, II, 529: Ρ3366, πίν. 9-26.
56. Demakopoulou 1993, 63:23, πίν.7:23.
57. J. Servais, Les fouilles à Thorikos, Thorikos, VIII, 1972-1976, 58:TC 76.2026, εικ. 31. P. Mountjoy, Four Early Mycenaean Wells from the South Slope of the Acropolis at Athens, Miscellanea Graeca 4, Gent 1981, 34:205, πίν.16b, 50:424, πίν. 28a.
58. V. Hankley, Late Helladic Tombs at Khalkis, BSA 47 (1952), 49-95, 78:517, εικ. 4.
59. K. Δημακοπούλου - Ντ. Κόνσολα, Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας, Αθήνα 1981, 47, πίν. 12.
60. Αξίζει να σημειωθεί ότι τρεις λαβές απαντούν σε ψευδόστομους αμφορείς των ΥΜΙΙΙΒ χρόνων, οι οποίοι προέρχονται από το εργαστήριο των Χανίων και άλλα μέρη της Κρήτης, βλ. σχετικά, J. Tzedakis, L’atelier de céramique Postpalatiale à Kydonia, BCH 93 (1969), 415, εικ. 8-10, επίσης Kanta 1980, 254. H παρουσία των τριών λαβών στους YM III ψευδόστομους αμφορείς των Χανίων ερμηνεύεται ως επιβίωση χαρακτηριστικού των YM I χρόνων και αποκαλύπτει τον παραδοσιακό χαρακτήρα του εργαστηρίου της Κυδωνιάς, βλ. και Μ. Andreadaki-Vlasaki, La nécropole du Minoen Récent III de la Canée, στο J. Driessen - A. Farnoux (επιμ.), La Crète Mycénienne, Actes de la Table Ronde Internationale organisée par l’Ecole Française d’Athènes, 26-28 mars 1991, BCH Suppl. 30, Paris 1997, 502, εικ.10. Μεμονωμένα παραδείγματα ψευδόστομων αμφορέων με τρεις λαβές απαντούν και στην ηπειρωτική χώρα κατά τους ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΙΙΙΓ χρόνους. Για απιόσχημο παράδειγμα από την Ασίνη με διακόσμηση μυκηναϊκού άνθους, βλ. Frödin- Persson 1938, 382:14, εικ.249:7. Κατά τον Haskell (1985, 226, σημ. 31), το παράδειγμα χρονολογείται στην YE ΙΙΙΑ1. Πιο πιθανή θεωρώ τη χρονολόγησή του στην YE ΙΙΙΑ2 περίοδο. Για απιόσχημο παράδειγμα από την Πρόσυμνα, βλ. Biegen 1937,62, εικ.120:228. Ένα ασυνήθιστο τρίωτο παράδειγμα FS 166, που τοποθετείται στους YE ΙΙΙΑ2/Β χρόνους προέρχεται από τον τάφο Ε-8 του Εγκλιανού, βλ. σχετικά, Pylos, III, εικ.
249:11. Διακοσμείται στον ώμο με πολλαπλούς μίσχους και ζώνη κρεμάμενων ημικυκλίων στην κοιλιά, ενώ η ποιότητα του πηλού και της εργασίας υποδεικνύουν ότι το αγγείο είναι εισηγμένο, ίσως από την Αργολίδα ή την Κρήτη.
61. Για το σχήμα ενδεικτικώς, πρβλ. Frödin - Persson 1938,362:7, εικ. 236:l· Biegen 1937, εικ. 126:244' Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1988α, 13:13, πίν.5:13 Benzi 1975,286:370.
62. Η διακόσμηση των λαβών με εγκάρσιες γραμμές απαντά από την YM ΙΙΙΑ1 περίοδο, βλ. σχετικά Popham 1970, εικ.3:7, ενώ υιοθετείται στο δωδεκανησιακό ρεπερτόριο κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο, βλ. σχετικά, Mountjoy 1995, 21-35. Ενδεικτικώς, πρβλ. BCH 81 (1957), 576, εικ. 8 (σε ΥΜ/ΥΕ ΙΙΙΑ2 ψευδόστομο αμφορέα από τα Διάσελα Ηλείας)' Papadopoulos 1979, εικ. 118g (σε ΥΕ ΙΙΙΑ2 παράδειγμα από την Αχάία)· Χωρέμης 1972, πίν. Χ:1743 (σε ΥΜ/ΥΕ ΙΙΙΑ2 ψευδόστομο αμφορέα από τη Μάνικα)· Mountjoy 1999, εικ.405:35 (σε ΥΜ/ΥΕ ΙΙΙΑ2 ψευδόστομο αμφορέα από τη Ρόδο)- Χαριτωνίδης 1961-1962, πίν.19, αριθ. 29 (σε ΥΜ/ΥΕ ΙΙΙΑ2 ψευδόστομο αμφορέα από την Κάρπαθο). Για μινωικά παραδείγματα ενδεικτικώς, πρβλ. ακόμη Kanta 1980, εικ.27:6,9, 99:4-6.
63. Η διακόσμηση του ψευδοστομίου είναι ασυνήθιστη και δεν εντοπίζονται παράλληλα. Πρβλ., ωστόσο, το λαιμό οπισθότμητης πρόχου από τα Βολιμίδια (ΜΧ33) με ανάλογη διακόσμηση και θέμα φολιδωτού στον ώμο.
64. Popham 1970, πίν.9b. Kanta 1980, 244, εικ.107:2,4.
65. Furumark 1972, εικ.70. Το θέμα απαντά πολύ σπάνια στον ώμο των ΥΕ ΙΙΙΑ-Β ψευδόστομων αμφορέων. Για το συνδυασμό του θέματος με FS 165, πρβλ. Benzi 1975, 286:37. Ακόμη ενδεικτικώς, πρβλ. ψευδόστομο αμφορέα από το θαλαμωτό τάφο Κ-2 του Εγκλιανού με διακόσμηση ανεστραμμένου φολιδωτού σε ολόκληρη την επιφάνειάτου και εγκάρσιες γραμμές στη ράχη των λαβών, Pylos, III, 232, εικ.293:6a-b. Για το μεγάλο πλάτος της διακοσμητικής ζώνης του αγγείου, που είναι πρώιμο χαρακτηριστικό, βλ. Mountjoy 1999,521:112.
66. Για παρόμοιο χαμηλό ψευδοστόμιο και πλατύ δίσκο που αποτελεί πρώιμο χαρακτηριστικό, πρβλ. Mountjoy 1999, εικ.186:112 (από το Βουρβάτσι των ΥΕ ΙΙΙΑ1 χρόνων).
67. Furumark 1972, εικ.67. Το θέμα δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο στον ώμο των ψευδόστομων αμφορέων, πρβλ. τον ψευδόστομο αμφορέα ΜΧ 115. Επίσης, πρβλ. Frödin - Persson 1938,362:7, εικ. 236:1 και Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1988α, 13:13, πίν. 5:13.
68. Furumark 1972, εικ.65. Η αλλαγή της διακόσμησης από τη μία πλευρά στην άλλη είναι συνηθισμένη στους ψευδόστομους αμφορείς, ενδεικτικώς, πρβλ. Biegen 1937, εικ.141:145.
69. Για την ολόβαφη προχοή ενδεικτικώς, πρβλ. Χωρέμης 1972, πίν.Χ:1743. Για τη διακόσμηση του σώματος με ταινίες, πρβλ. Nichoria, II, 321: Ρ3012, εικ.5-43 (ΥΜ; παράδειγμα των ΙΙΙΒ χρόνων) και Mountjoy 1999, εικ.416:97.
70. Furumark 1972, 615.
71. Εισηγμένος από την Κρήτη ψευδόστομος αμφορέας έχει βρεθεί στο θαλαμωτό τάφο του Ριζόμυλου στην περιοχή της Καρποφόρας, βλ. σχετικά, ΑΑ 26 (1971), Χρονικά, πίν. 112α.
72. Πρβλ. για παράδειγμα Χαριτωνίδης 1961-1962, πίν.19, αριθ.29.
73. Για παράδειγμα, πρβλ. Papadopoulos 1979, εικ.118g.
74. Πρβλ. ενδεικτικώς, Kanta 1980, εικ.23:1.
75. Το θέμα έχει μινωική προέλευση. Ενάλληλες τεθλασμένες, οριζόντιες ή κατακόρυφες, σε ορισμένο πεδίο, εμφανίζονται από την YM ΙΙΙΑ1 περίοδο σε κύπελλα και στην κοιλιά ψευδόστομων αμφορέων και αλάβαστρων, ενδεικτικώς πρβλ. Popham 1970, πίν.14d, 39b, 45c, 45e.
76. Furumark 1972, εικ.67. Για το θέμα σε συνδυασμό με το σχήμα του ψευδόστομου αμφορέα, πρβλ. εν- δεικτικώς Papadopoulos 1979, εικ.221h και Ιακωβίδης 1969-1970, Β', 138-139, εικ.20:45.
77. Κατατάσσεται στο FS179 και χρονολογείται στους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους. Πρβλ. Nichoria, II, 321: Ρ3012, εικ.5-43, πίν.5-140. Το παράλληλο προέρχεται από το θολωτό τάφο των Νιχωρίων και διακοσμείται με άτεχνους αμείβοντες.
78. Furumark 1972, εικ.53. Για τη χρήση του θέματος στη Μεσσηνία, πρβλ. ΥΕ ΙΙΒ αλάβαστρο από το θολωτό τάφο 2 στο Ρούτσι με μεγάλους διάστικτους κύκλους, BCH 81 (1957), 564, εικ.28.
79. Furumark 1972, εικ.57.
80. Ό.π.,εικ.58. Για τη χρήση του θέματος, πρβλ. και τους ψευδόστομους αμφορείς ΜΧ165 και ΜΧ5.
81. Ό.π.,381.
82. ΠΑΕ 1964,86.
83. ΠΑΕ 1963, πίν. 93α. Επίσης, Vermeule- Karageorghis 1982,146.
84. Pylos, III, εικ.290:4. Mountjoy 1999, 361 εικ.165:141.
85. Furumark 1972, εικ.30.
86. Οι εικονιστικές παραστάσεις σε ψευδόστομους αμφορείς δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένες κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο, οπότε προτιμώνται περισσότερο τα ανοικτά αγγεία. Για άλλα ΥΕ ΙΙΙΒ παραδείγματα του σχήματος με εικονιστική διακόσμηση, πρβλ. Midea, 102, σημ.64. Όλα τα δείγματα προέρχονται από την Αργολίδα.
87. Ο ΜΧ16 κατατάσσεται στο κολουροκωνικό FS182 και τοποθετείται στους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους. Έχει ζώνη κοιλιάς διακοσμημένη με αλυσίδα διάγραμμων τριγώνων με καμπύλες πλευρές FM 25:18 (πλησιέστερη παραλλαγή), την κορυφή των οποίων πλαισιώνει ζεύγος μικρών κύκλων FM 41. Για παρόμοια διακόσμηση στην κοιλιά ψευδόστομων αμφορέων, πρβλ. Rudolph 1973, 73:18, πίν.44:2- French 1965, 219, εικ. 1:2· Midea, πίν. 73:286· BCH 84 (1961), 359 εικ.44a.
88. CVA Deutschland 27 Heidelberg 3, πίν.99:1. Vermeule - Karageorghis 1982,154.
89. Kanta 1980,148, εικ. 62:5-6 (για το τρίτο κατά σειρά πτηνό).
90. Demakopoulou 1993, πίν.13:58 a-b.
91. OpAth 16 (1986), 22, εικ.8. Midea, πίν.167:128.
92. Η κατηγορία της εικονιστικής κεραμικής είναι περιορισμένη στη Μεσσηνία κατά τους ΥΕ ΙΙΙΑ2-Β χρόνους. Συγκεκριμένα, ψάρι απαντά σε όστρακα κρατήρα με ταινιωτές λαβές και ραμφόστομης πρόχου ή ψευδόστομου αμφορέα των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων από την κάτω πόλη του Εγκλιανού, βλ. σχετικά Pylos, III, εικ.139 δεξιά, εικ.152·Vermeule- Karageorghis 1982,77:9,77:10,209:VII.9, VII.10, καθώς και στη μία όψη κρατήρα με ταινιωτές λαβές από το θολωτό τάφο Γουβαλάρη 2, βλ. σχετικά, Το Έργον 1963,87, εικ. 89' ΠΑΕ1963,119, πίν.93α- ΑΕ 1964,7, εικ.5· ΠΑΑ 36 (1961), 56· 41 (1966), 1, πίν.5· Vermeule - Karageorghis 1982,82:15,210:VIII. 15. Πτηνά εικονίζονται στον ώμο ραμφόστομης πρόχου των πρώιμων ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων από το θολωτό τάφο Γουβαλάρη 1, βλ. σχετικά ΠΑΕ 1960, πίν. 152δ- Το Έργον 1960,147, εικ.159· Το Έργον 1963,86, εικ.88· ΑΕ 1964,10, εικ. 8’ ΠΑΑ 41 (1966), πίν.5· Ε. Vermeule, Greece in the Bronze Age, 1964, 313, εικ.50a-Vermeule - Karageorghis 1982, 83:17, 210:ΥΙΙΙ.17, σε κρατήρα με ταινιωτές λαβές των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων από τον ίδιο τάφο, βλ. σχετικά, Το Έργον 1963, 87, εικ.90, 91 ΠΑΕ 1963, πίν.93, και στη μία όψη κρατήρα με ταινιωτές λαβές από το θολωτό τάφο Γουβαλάρη 2, βλ. σχετικά, Το Έργον 1963, 87, εικ. 89' ΠΑΕ 1963,119, πίν.93α- ΑΕ 1964, 7, εικ.5, ΠΑΑ 36 (1961), 56· 41 (1966), 1, πίν. 5. Επίσης, Vermeule- Karageorghis 1982, 82:15, 210:VIII. 15. Μυκηναϊκά κράνη απαντούν σε τεμάχια κύλικας από τον οικισμό των Νιχωρίων, βλ. σχετικά ΝΕΗοηα, II, 211:νΐΙΙ34, εικ.ΥΙΙΙ34. Το αντίστοιχο υλικό των ΥΕ ΙΙΙΓ χρόνων είναι, επίσης, περιορισμένο και αποσπασματικό. Για συζήτηση του μεσσηνιακού ΥΕ ΙΙΙΓ εικονιστικού θεματολογίου. βλ. Α. Βλαχόπουλος, Ψευδόστομος αμφορέας του πολυποδικού ρυθμού στο Μουσείο της Πύλου, ΑΕ 1995, 247-256.