Ο Δ. Ευαγγελίδης στη μελέτη του Βυζαντινά μνημεία της Ηπείρου, Ηπειρωτικά Χρονικά, 6, 1931, σ.270-272, είχε ξεχωρίσει 4 τύπους σταυρεπίστεγων ναών. Στον γ' κατέταξε τους δίκλιτους. Ο Αν. Ορλάνδος (ΑΒΜΕ, Α', 1935, σ.42) διέγραψε αυτό τον τύπο, επειδή το μοναδικό παράδειγμα που τον δικαιολογούσε -το Παλιομονάστηρο της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων- αποδείχτηκε πώς αρχικά δεν είχε χτιστεί σαν εκκλησία δίκλιτη, αλλά μονόκλιτη.
Την ακύρωση αυτής της διαγραφής ανέτρεψε η επισήμανση από τον Σωκράτη Κουγέα (Χαριστήριον εις Αναστ. Ορλάνδον, Γ 1966, σ.247- 250) της δίκλιτης εκκλησίας των Αγίων Ιωάννου του Προδρόμου και Νικολάου στα Μαλευριάνικα της Ζαρνάτας (σημερινό Σταυροπήγι) Μεσσηνίας (εικ.1).
Οι εξωτερικές διαστάσεις του μνημείου είναι 7,15X 8,60μ. Το βορεινό κλίτος είναι αφιερωμένο στον Πρόδρομο και το νότιο στον Αγιο Νικόλαο. Ο Κουγέας νόμιζε πώς το ένα κλίτος χτίστηκε κατά το τέλος του 16ου η στις αρχές του 17ου αιώνα και το άλλο αργότερα. Τίποτε όμως δε δείχνει πώς το ένα από τα κλίτη προστέθηκε σε μεταγενέστερη εποχή. Δε διαπιστώνεται ούτε διαφορά στην τοιχοποιία, ούτε παρουσία αρμού στη δυτική πλευρά που είναι ενιαία, χτισμένη όπως και οι άλλοι τοίχοι της εκκλησίας με αργούς λίθους, κι ανάμεσά τους, με πολλά σκόρπια κομμάτια κεραμιδιών, πολλές πλίνθινες πλάκες και πλίνθους. Κάτω από τη στέγη των αετωμάτων της Δ κεραίας και των τυμπάνων, βορεινού και νότιου της ενιαίας εγκάρσιας καμάρας, υπήρχε οδοντωτό γείσο.
Η τοιχοποιία προδίδει μάλλον προχωρημένους βυζαντινούς χρόνους. Πάντως, η μελέτη της δεν οδηγεί σε ακριβή συμπεράσματα. Τα ανακουφιστικά τόξα των θυρών του δίκλιτου ναού είναι από πωρόλιθο. Το ανώφλιο της βόρειας έχει χαρακτό κόσμημα κι είναι χτισμένο σε στάθμη χαμηλότερη από εκείνο της νότιας, μάλλον σύμφωνα με τη γραφικότητα, που γενικά χαρακτηρίζει τη βυζαντινή τέχνη. Στη μέση της Δ πλευράς υψώνεται μονόλοβο, μεταγενέστερο κωδωνοστάσιο, του 1810 κατά τον Κουγέα. Η τοιχοποιία του διαφέρει. Οι δυο ημικυλινδρικές αψίδες του ναού έχουν όμοια ακτίνα (σχ.1)1.
Οι πλευρικοί τοίχοι της εκκλησίας είναι εσωτερικά αδιάσπαστοι. Στην κάτοψη, η οριζόντια κεραία δεν προβάλλεται έξω από τις μακρές πλευρές του κτιρίου2. Ψηλά, στα τύμπανα της εγκάρσιας καμάρας, ανοίγεται από ένα στενό τοξωτό παράθυρο.
Τα δυο κλίτη επικοινωνούν μεταξύ τους, εκτός του κοινού χώρου, που καλύπτει η εγκάρσια καμάρα, με δυο τοξωτά ανοίγματα, ένα στο ιερό κι άλλο ένα στο δυτικό τμήμα της εκκλησίας (σχ.2). Το δάπεδο του ιερού είναι στρωμένο με πήλινες, εξαγωνικές, μικρές πλάκες. Το άβαφο, μισοδιαλυμένο, ετοιμόρροπο, ξύλινο τέμπλο με τον πλούσιο έκτυπο διάκοσμο (εικ.2) έχει λαξευμένη τη χρονολογία 1754. Κατασκευάστηκε 18 χρόνια πριν να τοιχογραφηθεί για τελευταία φορά ο ναός.
Το μνημείο είναι κατάγραφο κι έχει περισσότερα στρώματα τοιχογραφιών. Κατά την επτάστιχη γραπτή κτιτορική επιγραφή του τελευταίου στρώματος, που βρίσκεται πάνω από τη θύρα του βορεινού κλιτούς, όπως την αντέγραψε ο Κουγέας, όταν σωζόταν πληρέστερη -η φωτογραφία της εικ.3 δείχνει τη σημερινή κατάσταση της επιγραφής- ο ναός έχει τρεις ιστορίες περασμένες κ(αι) μια την δηκήν μας τέσσερες, έχει δηλ. τοιχογραφηθεί 4 φορές. ΄Ισως ο αριθμός είναι υπερβολικός. Το πρόβλημα του αριθμού και του ξεχωρίσματος των στρωμάτων έχει ανάγκη προσεκτικότερου ελέγχου. Η καινούργια ιστορία έγινε διά συνδρομής και εξόδου τον πανοσιωτάτου αγίου ηγουμένου παπά κυρ Χριστόφορου Σταυράκη επί έτους από Αδάμ 7281, από δε Χρίστου 1772. ΄Ωστε είναι πιθανό πώς ο ναός ήταν μοναστηριακός. Σώζονται άλλωστε παλιά κτίσματα στα βορεινά της εκκλησίας (εικ.1).
Από τις νεώτερες τοιχογραφίες διατηρούνται πολλές. Στη μέση της εγκάρσιας καμάρας ο Παντοκράτωρ τριγυρισμένος από Προφήτες και στα τύμπανά της ψηλά, από τη μια και την άλλη μεριά των παραθύρων, οι Ευαγγελιστές. Προτομή του Προδρόμου διακοσμεί το τεταρτοσφαίριο της αψίδας του φερώνυμου κλιτούς, επιβίωση παλιάς συνήθειας. ΄Ισως η τοιχογραφία επαναλαμβάνει το θέμα του αρχικού στρώματος. Στην αψίδα του Αγίου Νικολάου ένθρονη Πλατυτέρα με πολλούς Αγγέλους, που παίζουν μουσικά όργανα. Στο κάθε κλίτος εικονίζονται και σκηνές από τη ζωή των Αγίων στους όποιους είναι τούτο αφιερωμένο. Τη διάταξη των τοιχογραφιών διακρίνει αταξία, που δεν είναι άγνωστη στους διάκοσμους μεταβυζαντινών ναών.
Από το παλιότερο, όπως νομίζω, στρώμα φαίνονται σήμερα κομμάτια εκεί που έχει πέσει το πιό καινούργιο, κυρίως στο νότιο σκέλος της καμάρας του ιερού και των δυο κλιτών, και στο βορεινό σκέλος της δυτικής καμάρας του νότιου κλιτούς.
Στο ιερό του βορεινού κλιτούς χαμηλά εικονίζεται ο άγιος διάκονος Φίλιππος. Ανήκει στο νεώτερο στρώμα. Εκτός του ονόματος του διακόνου διακρίνεται δεξιά και μέρος της λιβανωτίδας που κρατούσε. Αμέσως ψηλότερα το νεώτερο κονίαμα έχει καταπέσει και στο παλιότερο στρώμα φαίνεται μέρος της κεφαλής μετωπικού νέου Αγίου (εικ. εξωφύλλου και χρ. I).
΄Ισως εικονίζει και αυτός τον ίδιο διάκονο, άγιο Φίλιππο. ΄Εχει πλατύ πρόσωπο, μεγάλα στρογγυλά μάτια, κοντά μαλλιά, που διαμορφώνουν γλωσσόμορφους θυσάνους πάνω από το μέτωπο, σχηματικά αυτιά. Η ράχη της μύτης είναι πλατιά. Ο προπλασμός των μαλλιών καστανέρυθρος, τα φώτα ωχρά, οι σκιές τους τεφροκύανες. Την επιδερμίδα αποδίδει ώχρα, τις σκιές της χρώμα καφέ, τα χαρακτηριστικά καστανό. Μέ πολλή μαστοριά, με ηπιότατη μετάβαση από το φως στη σκιά αποδίδονται στις παρειές οι διακυμάνσεις της επιφάνειας του δέρματος και με ήπιο πάλι φωτισμό τα προέχοντα μέρη. Παρά την ψυχική ένταση που προδίδουν τα ορθάνοικτα μάτια με το λοξό βλέμμα, τα αρμονικά χαρακτηριστικά και το απαλό πλάσιμο του προσώπου με τα αθόρυβα χρώματα χαρίζουν στη μορφή ευγένεια και ηρεμία κλασσικού έργου. Χρωματικά, στο πρόσωπο επικρατεί μελιχρός τόνος. Αποζητώντας συγγενικά έργα ας σταματήσουμε σ’ έναν από τούς Αναργύρους, στον Άγιο Κοσμά της Επισκοπής Ευρυτανίας3 (πρώτη τριακονταετία του 13ου αιώνα). Είναι κι εκείνος νέος, έχει σχηματικά αυτιά και τα φώτα στο πρόσωπό του δηλώνονται με πλατιές γραμμές. Από τη μορφή του με τα κανονικά και εκλεπτυσμένα χαρακτηριστικά δε λείπει ευγένεια και κάποια ήρεμία- όμως και το αυστηρό έντονο βλέμμα -να το πει κανείς λίγο άγριο;- και τα βαθύτερου τόνου θερμά χρώματα εκφράζουν ανήσυχα έντονη εσωτερική ζωή. Ο ΄Αγιος των Μαλευριάνικων έχει πλατύ πρόσωπο, όπως άγιος διάκονος στον ΄Αγιο Γεώργιο του Ωρωπού (γύρω στα 1245)4. Τα μεγάλα μάτια του Αγίου της Μεσσηνίας, το σχήμα και ο τρόπος της τεχνικής των αποδόσεως, το χαμηλό σχετικά μέτωπο , που στο πάνω του μέρος κατεβαίνουν θύσανοι, θυμίζουν ανάλογα χαρακτηριστικά Αγίων του κορυφαίου μνημείου της Mileseva (3η δεκαετία του 13ου αι )5. Οι μνημειώδεις όμως μορφές της Mileseva έχουν όγκο, αποδίδονται πολύ πιό πλαστικά. Σε μερικά πρόσωπα του ναού της Σερβίας τα βαθύτονα ανακατεμένα χρώματα συνηχούν στην έκφραση ισχυρών συναισθημάτων.
Από τα μνημεία της Μάνης χρονολογικά πλησιέστερος προς την τοιχογραφία των Μαλευριάνικων είναι ο ακριβώς χρονολογημένος από το 1265 γραπτός διακοσμος των Αγίων Αναργύρων της Κηπούλας (ελπίζω να δημοσιεύσω σύντομα τις τοιχογραφίες του ναού). Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Αγιο Διάκονο Στέφανο (εικ.4)· είναι φανερό, πώς πρόκειται για λαϊκότερο έργο, που στην εκτέλεσή του η γραμμή συμμετέχει ουσιαστικά. Καί τα σώματα Αγίων της Κηπούλας είναι περισσότερο αναιμικά και λιπόσαρκα.
Πάνω από τον μετωπικό Αγιο των Μαλευριάνικων, στο ίδιο αρχικό στρώμα σώζονται από τα γόνατα και κάτω μορφές συνθέσεως, που εξαιτίας και της θέσεως στην οποία είναι ζωγραφισμένη θα σκεπτόταν κανείς μήπως ανήκει σε νότιο ημιχόριο Αναλήψεως. Αμφιβολίες δικαιολογούνται, γιατί στο ιερό και του νότιου κλιτούς, όπως θα δούμε, εικονιζόταν πάλι η Ανάληψη. Οι πτυχές των φορεμάτων δεν έχουν τίποτε από τις μανιεριστικές υπερβολές του τέλους του 12ου αι. (εικ.5). Αποδίδονται με απλές, αδρές γραμμές. Η πτυχολογία παρουσιάζεται απλούστερη από ό,τι είναι στην Ανάληψη του Αγίου Πέτρου στα Καλύβια του Κουβαρά Αττικής (α' μισό του 13ου αί.)6.
Το ιμάτιο της πρώτης δεξιά μορφής αφίνει να υποδηλώνεται το γόνατο. Το σώμα φαίνεται λιπόσαρκο και μάλιστα αν συγκριθεί προς τον Απόστολο Πέτρο της Αναλήψεως του Πέτς7 (γύρω στα 1250 ή κατά τη δεκαετία 1250-1260). Καί είναι γνωστό, πώς οι μορφές των Αποστόλων του Πετς ανήκουν στο λεγόμενο «πλαστικό ύφος». Παρ’ όλα αυτά ο άγιος των Μαλευριάνικων πατεί πολύ πιό γερά στο έδαφος, αν συγκριθεί προς τον Πέτρο του Πετς. Ακόμη, είναι χαρακτηριστικό πόσο όμορφα αποδίδονται τα πόδια των Αγίων στο ναό της Μεσσηνιακής Μάνης. Στο αριστερό άκρο του σωζομένου τμήματος το ένδυμα Αποστόλου, μάλλον ιμάτιο, πέφτει προς τα κάτω σε κατακόρυφες πτυχές με γωνιώδη παρυφή, που θυμίζουν κάπως ας πτυχές μανδύα Αγίου των Σαράντα Μαρτύρων της Αχειροποιήτου Θεσσαλονίκης και Αγίου της Mileseva8.
Φαίνεται πώς στο ιερό του νότιου κλιτούς της δίκλιτης εκκλησίας που μάς απασχολεί εικονιζόταν η Ανάληψη. Έτσι, στο νότιο σκέλος της καμάρας σώζονται τα κεφάλια τεσσάρων Αγίων που κοιτά- ζουν προς τα πάνω, πιθανότατα Αποστόλων, και μέρος από το φωτοστέφανο πέμπτου Αγίου. Εικονίζονται παρατακτικά σε στάση 3/4, ο ένας πίσω από τον άλλο. Ο πρώτος δεξιά έχει φουσκωτά μάγουλα. Εκείνος με το ζωηρό βλέμμα, που πρώτος αριστερά διατηρείται καλύτερα, διακρίνεται για την ομορφιά του (πίν. χρ. II). Το πρόσωπό του στίλβει από φως, που αποδίδεται με πλατιές γραμμές και μικρές φωτεινές επιφάνειες, κατά τρόπο που συνεχίζει παράδοση του τέλους του 12ου αι. Τα χρώματα και η εκτέλεση προδίδουν το ίδιο χέρι που ζωγράφισε τον ΄Αγιο του άλλου κλίτους. Το βλέμμα έχει τη ζωηράδα του βλέμματος Αποστόλων του Πετς, αλλά τα καλλιγραφημένα χαρακτηριστικά μαρτυρούν συνέχεια παραδόσεως που βρίσκουμε και στην Ευαγγελίστρια του Γερακιού. Ο Απόστολος και μορφολογικά θυμίζει δυο Αποστόλους του Ν ημιχορίου της Αναλήψεως της Ευαγγελίστριας9 (τον 2ο από τ’ αριστερά και τον 5ο).
Το πλάσιμο όμως εκεί είναι διαφορετικό. Ο αγιογράφος των Μαλευριάνικων είναι επηρεασμένος από την καλλιγραφία του 12ου αι., αλλά διοχετεύει και ζωή στις μορφές του με τη ζωντάνια του βλέμματος. Ξέρει την αναγεννητική κίνηση του καιρού του, όπως μαρτυρεί κυρίως η απλουστευμένη πτυχολογία. Ήρεμος, φαίνεται, κατά το χαρακτήρα, δεν επιδιώκει την έκφραση έντονου πάθους. Αγαπά την κλασική ομορφιά και, δεξιοτέχνης του χρωστήρα, προσδίδει στα ψιλοδουλένα έργα του ακαδημαϊκή τελειότητα. Η εξαιρετή τους ποιότητα δε μπορεί, νομίζω, ν’ αμφισβητηθεί. Τα ορατά κομμάτια από τον παλιό γραπτό διάκοσμο του ναού των Μαλευριάνικων είναι πολύ λίγα. Πρέπει να περιμένουμε την αποκάλυψη από την Αρχαιολογική Υπηρεσία όλων των τμημάτων που σώζονται. Γι’ αυτό τώρα είναι παρακινδυνευμένη η χρονολόγησή τους. Από τις συγκρίσεις που έγιναν, ίσως εξάγεται το συμπέρασμα πώς χρονολογούνται με κάθε επιφύλαξη στη δεύτερη τριακονταετία του 13ου αι. Επομένως, ο δίκλιτος ναός που κοσμούν και η εμφάνιση του αρχιτεκτονικού του τύπου πρέπει να είναι λίγο προγενέστερη.
Το καινούργιο λοιπόν που προσφέρει αυτή η ανακοίνωση10 είναι πώς ο δίκλιτος σταυρεπίστεγος ναός εμφανίζεται στα βυζαντινά χρόνια κατά το 13ο αιώνα και πώς στη Μεσσηνιακή Μάνη σώζονται από την ίδια εποχή τοιχογραφίες εξαίρετης ποιότητας.
N. Β. ΔΡΑΝΔΑΚΗΣ
ΔΙΚΛΙΤΟΣ ΣΤΑΥΡΕΠΙΣΤΕΓΟΣ ΝΑΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΜΟΣ XIV, ΤΕΥΧΟΣ 1981 Σελ. 37
1. Τα σχέδια οφείλονται στην αρχιτέκτονα κ. Ελένη Σκαλτσά.
2. Το ίδιο συμβαίνει στους μονόκλιτους σταυρεπίστεγους ναούς της κατηγορίας Α1 σύμφωνα με την κατάταξη του Ορλάνδου, ο.π.
3. Βυζαντινές τοιχογραφίες και εικόνες, Εθνική Πινακοθήκη, Σεπτέμβριος- Δεκέμβριος 1976, εκδ. Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστήμων, Αθήνα, χρ. πίν. VIII.
4. Μαν. Χατζηδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες στον Ωρωπό, ΔΧΑΕ, περιοδ.Δ', τόμ.Α', 1959, πίν.39.
5. Σβετοτσάρ Ραντόϊσιτς, Μιλέσεβα, Βελιγράδι (σερβ.) 1963, πίν. XI, XVIII, XVI.
6. Nafsika Coumbaraki- Pansélinou, Saint-Pierre de Kalyvia-Kouvara et la chapelle de la Vierge de Mérenda, Θεσσαλονίκη, 1976, πίν.27. Η κ. Πανσελήνου χρονολογεί τις τοιχογραφίες του Αγίου Πέτρου πιο συγκεκριμένα από το β' τέταρτο του 13ου αι., ο.π. σ.118.
Με χοντρές μαύρες γραμμές απλώνονται οι πτυχές σε ΄Αγγελο της Δευτέρας Παρουσίας του Αγίου Πέτρου, ο.π. πίν. 40α.
7. Radivoje Ljubinkovic, L’église des Saints-Apôtres de la Patriarchie à Pec, Beograd (1964), πίν.5.
8. Βλ. Α. Ξυγγόπουλο, Ai τοιχογραφίαι των Αγίων Τεσσαράκοντα εις την Αχειροποίητον της Θεσσαλονίκης, ΑΕ 1957 σ.15 είκ.12 και Σβετοτσάρ Ραντόϊσιτς, ο.π. σ.79 σχ. 11.
9. Ελ. Κουνουπιώτου-Μανωλέσου, Νέες τοιχογραφίες στο Γεράκι, Actes du XVe Congrès Inter- national d’Etudes Byzantines, II Art et Archéologie, Communications A', Αθήναι,1981, σ.309 εικ.4.
10. Το άρθρο αποτελεί ανακοίνωση στο Πρώτο Συμπόσιο Βυζαντινής και μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης που οργάνωσε η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία στην Αθήνα από 28-30 Απριλίου 1981. Περίληψη της ανακοινώσεως κυκλοφόρησε στο Πρόγραμμα και Περιλήψεις του Συμποσίου, σ.19- 20.