1. Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα η η Αγιά Σωτήρα βρίσκεται στο χωριό Μεταμόρφωση της επαρχίας Πυλίας, στη θέση Κεφαλόβρυσο η Χάνια, σε απόσταση 5-6 χλμ., ΒΑ. της Χώρας. Ο ναός είναι κτισμένος πάνω σε κεφαλάρι νερού, που αναβλύζει στη νοτιοανατολική γωνία του ναού, κάτω από το Ιερό μέσα από τον βράχο. Κτιστό πλίνθινο τόξο πλαισιώνει το στόμιο, από όπου το νερό ρέει σε μικρή κτιστή δεξαμενή, που επισκευάσθηκε με τσιμέντο πριν από λίγα χρόνια, όταν διαμορφώθηκε και επιστρώθηκε ο χώρος νότια του ναού. Γύρω από την εκκλησία υπάρχουν κτιριακά λείψανα (κτίσματα, πηγάδι, στέρνα), κυρίως της περιόδου της Τουρκοκρατίας, όπως μαρτυρούν τα όστρακα που εντοπίσθηκαν. Στην περιοχή διατηρούνται επίσης, ανακατασκευασμένες σήμερα, δύο παλαιές εκκλησίες. Στη θέση Πέρα Χωριό, σε απόσταση 350μ. προς Β. της Μεταμορφώσεως, ο μικρός ναός του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, μονόχωρος, καμαροσκέπαστος, με μεγάλη ημικυκλική αψίδα Ιερού, και λίγο μακρύτερα, στη θέση Παλιοβούλη, ο ναΐσκος του Αγίου Κωνσταντίνου. Και οι δυο είναι κτισμένοι πάνω σε κεφαλάρια νερού. Στη θέση Λουτρά, σε απόσταση 300μ. δυτικά του ναού της Μεταμορφώσεως, διατηρούνται μεγάλα τμήματα τοιχοποιίας κτιρίου μεσοβυζαντινών χρόνων, ξεθεμελιωμένα από γεωργικό σκαπτικό μηχάνημα1. Η περιοχή της Αγίας Σωτήρας, ιδανική στις φυσικές πηγές, βρίσκεται στο δρόμο που οδηγούσε από την Πυλία (Μεθώνη, Ναβαρίνο) στην ορεινή Μεσσηνία και Αρκαδία και αποτελούσε μέχρι και τους νεότερους χρόνους πέρασμα και τόπο διανυκτέρευσης ταξιδιωτών και εμπόρων που έκαναν αυτή τη διαδρομή, για τούτο και η τοπωνυμία «Χάνια».
Η ονομασία του χωριού Μεταμόρφωση είναι νεότερη και δόθηκε στον οικισμό το 1827 σε αντικατάσταση της ονομασίας Σκάρμηγκας, όνομα που μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται από τους ντόπιους2. Το χωριό Σκάρμηγκας αναφέρεται στους ενετικούς καταλόγους απογραφών του Αρχείου Grimani, του 1700 3 και ανήκε στην περιοχή του Ναβαρίνου. Περιγράφεται ως χωριό στο οποίο υπάρχει ένας ναός του Σωτήρος και άλλος της Παναγίας. Ο Σκάρμηγκας ή το χωριό των Σκαρμιγγιανάδων μαρτυρείται επίσης στις πηγές των υστεροβυζαντινοί χρόνων4. Η παλαιότερη μαρτυρία του χωριού ανάγεται στο 1212, οπότε αναφέρεται, μαζί με τη Χώρα (Λιγούδιστα) και την Ίνκλαινα, σε επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου του Γ' ως «Escaminges», παραφθορά του Σκάρμηγκα5. Η ονομασία που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα πιστεύουμε ότι προέρχεται από το βυζαντινό σκαραμάγγιον, από όπου η λέξη Σκαράμαγγας ή Σκαραμαγγάς, και από αυτό το Σκάρμαγγας, Σκάρμηγγας6. Το τοπωνύμιο αυτό παραπέμπει στην παραγωγή και κατεργασία του μεταξιού που γνωρίζομε ότι αποτελούσε ένα από τα κύρια προϊόντα της περιοχής στη βυζαντινή περίοδο7.
2. Ο ναός της Μεταμορφώσεως δεν είναι άγνωστος στην έρευνα. Στον πρώτο τόμο που εξέδωσε η Expédition Scientifique de Morée δίδεται κάτοψη του μνημείου (Σχέδ.7) και αναφέρεται ότι βρίσκεται στα μισά του δρόμου από το Ναβαρίνο προς τη Μεθώνη και ότι καταστράφηκε από τις ορδές του Ιμπραήμ8. Ο Π. Βοκοτόπουλος κατατάσσει το ναό στους ελευθέρους σταυρούς και παραπέμπει στην κάτοψη του Α. Blouet9.
3. Σήμερα το μνημείο απστελείται από κυρίως ναό, νάρθηκα και εξωνάρθηκα. Ο κυρίως ναός έχει σχήμα ελεύθερου σταυρού (Σχέδ.8), ενώ ο νάρθηκας είναι μονόχωρο μακρόστενο διαμέρισμα με πλάτος ίσο προς το πλάτος της εγκάρσιας κεραίας. Στην ανατολική πλευρά διαμορφώνεται η αψίδα σχεδόν ημικυκλική εσωτερικά και τρίπλευρη εξωτερικά (Πίν.57α). Συμπεριλαμβανομένων της αψίδας και του νάρθηκα, το μνημείο έχει μήκος εξωτερικά 11μ., ενώ το πλάτος φθάνει τα 6,30μ. (στο δυτικό και ανατολικό σκέλος περιορίζεται στα 3,90-3,95μ.). Ο εξωνάρθηκας είναι ανοικτός (Πίν.57β) και έχει εξωτερικά μήκος 5,57 και πλάτος 6,16μ. Εσωτερικά ο νάρθηκας έχει διαστάσεις 2,30x 4,95μ. ενώ τα σκέλη του σταυρού έχουν πλάτος μετρημένο στα μέτωπα των σκελών, 2,70μ. το ανατολικό, 2,60μ. το δυτικό, 2,05μ. το νότιο και το βόρειο και βάθος αντιστοίχως 1,40, 2,05, 1,25 και 1,15μ.
Το έδαφος είναι ελαφρά υπερυψωμένο στη βόρεια και ανατολική πλευρά του μνημείου, και για να διαμορφωθεί κατάλληλα ο χώρος, κτίστηκε κρηπίδα στη νότια πλευρά, ύψ. 0,40-0,80 και πλ. 0,18- 0,20μ. περίπου. Στην ανατολική πλευρά του ανοιχτού εξωνάρθηκα υπάρχει άνοιγμα, πλ. 1,30μ., με πλαίσια διαμορφωμένα από την τοιχοποιία. Η μοναδική είσοδος στο μνημείο ανοίγεται σχεδόν αξονικά στον δυτικό τοίχο, είναι τοξωτή, έχει πλάτος 0,78μ., ενώ οι σταθμοί και το τόξο διαμορφώνονται από καλοδουλεμένους λίθους ανεξάρτητους από την τοιχοποιία του δυτικού τοίχου.
Το δάπεδο είναι από πλακάκια σύγχρονα. Η Αγία Τράπεζα είναι κτιστή, έχει ύψος 1μ. περίπου και καταλαμβάνει ολόκληρο το εύρος της αψίδας (Πίν.58α). Στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα και στον ανατολικό τοίχο του βορείου σκέλους του σταυρού διαμορφώνονται ραδινές κόγχες. Στον βόρειο τοίχο του ανατολικού σκέλους ανοίγεται η πρόθεση (ορθογώνια κάτοψη άνω τόξου) και απέναντι το διακονικό (χαμηλή κόγχη). Στον ανατολικό τοίχο του νοτίου σκέλους υπάρχει ερμάριο (ορθογώνια κάτοψη -ευθύγραμμο πλαίσιο άνω) και τέλος στον βόρειο τοίχο του βορείου σκέλους διαμορφώνεται ερμάριο με ορθογώνια κάτοψη και τεταρτοσφαίριο άνω.
Τρία στενά και χαμηλά ορθογώνια μικρά ανοίγματα φωτίζουν σήμερα την εκκλησία. Ένα στην κεντρική πλευρά της αψίδας με σταθμούς από την τοιχοποιία (πλ. 0,10μ. στην εξωτερική πλευρά, διευρυνόμενο προς τα μέσα), ένα στο νότιο τοίχο της νοτίας κεραίας, διαμορφώνεται από τέσσερις πλίνθους και έχει κατακόρυφη διαχωριστική πλίνθο στο μέσο (πλ. 0,34, ύψ. 0,47μ.) και ένα τρίτο, φραγμένο πρόσφατα, στο νότιο τοίχο του νάρθηκα , σταθμοί από μία πέτρα και από τοιχοποιία (πλ. 0,28 - 0,30, ύψ. 0,63μ.). Ενιαία δικλινής ξυλοστέγη καλύπτει τον κυρίως ναό και τον νάρθηκα. Ξύλινο πρέκι γεφυρώνει το κενό ανάμεσα στα οριζόντια σκέλη και τον νάρθηκα, ώστε να μη διακοπεί η συνέχεια της στέγης. Ξυλοστέγη με ρύσεις προς τις τρεις ελεύθερες πλευρές καλύπτει τον εξωνάρθηκα.
Η κάτοψη του Α. Blouet, χωρίς να αφίσταται από τη σημερινή πραγματικότητα, παρουσιάζει ορισμένες διαφορές από αυτήν. Η αψίδα φαίνεται ημικυκλική, λείπουν κόγχες και ερμάρια η αποτυπώνονται λανθασμένα, σημειώνονται ενδείξεις θόλων, παρ’ ότι αναφέρεται πως το μνημείο ήταν σχεδόν κατεδαφισμένο. Οι περισσότερες από τις διαφορές αυτές δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη του μνημείου και δεν συζητούνται εδώ.
Δύο ενδείξεις όμως έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αποκατάσταση της αρχικής μορφής του ναού, η οποία θα επιχειρηθεί κατωτέρω. Στην κάτοψη του Α. Blouet σημειώνονται:
α) τοίχος ανάμεσα στον νάρθηκα και το δυτικό σκέλος του σταυρού και
β) σταυροθόλιο στο κεντρικό τμήμα του νάρθηκα. Σήμερα δεν υπάρχει ο διαχωριστικός τοίχος στη θέση που σημειώνει η παλαιά κάτοψη ούτε λείψανα του σταυροθολίου10 και, καθώς το εσωτερικό είναι όλο επιχρισμένο, είναι αδύνατο να διαπιστωθεί -από ίχνη στις σωζόμενες τοιχοποιίες- αν υπήρχαν άλλοτε. Στην παλαιά κάτοψη σημειώνεται προβολή τρούλου, που προφανούς δεν σωζόταν, και για τον λόγο αυτό δεν θα ληφθεί υπ’ όψη η προβολή του σταυροθολίου. Αντιθέτως δεν θα απορριφθεί ως ανύπαρκτη ή υποθετική η αποτύπωση του διαχωριστικού τοίχου. Σημειώνεται ότι ο βόρειος και νότιος τοίχος του δυτικού σκέλους στο δυτικό άκρο τους εμφανίζουν ορισμένες ανωμαλίες στα επιχρίσματα, οι οποίες κάνουν τους γράφοντες να υποθέσουν -αν βέβαια οι παρατηρήσεις τους είναι ορθές- ότι ο διαχωριστικός τοίχος της κατόψεως Α. Blouet υπήρχε, αλλά βρισκόταν στην περασιά του ανατολικού τοίχου του νάρθηκα. Εξ άλλου στη νοτιοανατολική γωνία του νάρθηκα σώζεται ανωμαλία του επιχρίσματος, η οποία δεν αποκλείεται να είναι ο,τι απέμεινε από τη γένεση καμάρας, που άλλοτε εκάλυπτε κατά το μακρό άξονα το νάρθηκα. Και οι δυο αυτές εκτιμήσεις διατυπώνονται με μεγάλες επιφυλάξεις, δεδομένου ότι τα επιχρίσματα ενδέχεται να παραπλανούν μόνον η καθαίρεσή τους θα επέτρεπε ασφαλή συμπεράσματα.
Οι τοίχοι της εκκλησίας έχουν πάχος περίπου 0,65μ., εκτός από τον δυτικό, που έχει πάχος περίπου 0,70μ. Οι τοιχοποιίες είναι τριών ειδών (Πίν.58β, 59α-β, 60α-β).
Η κρηπίδα και οι πρώτες δυο-τρεις στρώσεις διαμορφώνονται κυρίως από ακανόνιστες η χονδροδουλεμένες πέτρες· μερικές από αυτές είναι αρκετά ογκώδεις και χρησιμοποιούνται κυρίως στις γωνίες· πλίνθοι, πλινθία η συμπλέγματα πλίνθινα παρεμβάλλονται στους κατακόρυφους αρμούς και οριζόντιες σειρές πλίνθων αναπτύσσονται μεταξύ των στρώσεων των λίθων.
Οι επόμενες στρώσεις είναι με πλινθοπερίκλειστο σύστημα, οι λίθοι αρκετά δουλεμένοι, σε στρώσεις ύψ. 0,20-0,30μ., μερικές φορές τετράπλευροι. Οι στρώσεις των πλίνθων είναι μονές και μία μόνον φορά υπάρχει διπλή στρώση. Στους κατακόρυφους αρμούς τοποθετείται μία πλίνθος κατά κανόνα -σε μερικές περιπτώσεις σχηματίζονται συμπλέγματα πλίνθων με διάφορα σχήματα η γράμματα (Σχέδ.9)· σπανίως τοποθετούνται δυο πλίνθοι.
Το τρίτο είδος τοιχοποιίας είναι λιθοδομή με αργούς η χονδροδουλεμένους λίθους· πλινθία χρησιμοποιούνται για να χωρίσουν στρώσεις λίθων αλλά όχι συστηματικά, ενώ σπανίως τοποθετούνται κατακόρυφα ή λοξά.
Στον ανοιχτό εξωνάρθηκα χρησιμοποιούνται χονδροδουλεμένες πέτρες αλλά και άλλες αρκετά δουλεμένες. Πλίνθοι ή πλινθία τοποθετούνται στους οριζόντιους και κατακόρυφους αρμούς, ενώ πλίνθινα γράμματα εντοπίζονται μόνον σε δυο περιπτώσεις. Γενικά οι τοιχοποιίες του εξωνάρθηκα εμφανίζουν μια εικόνα αμέλειας σε σχέση με τις πλινθοπερίκλειστες τοιχοποιίες του κυρίως ναού και του νάρθηκα. Επιχρίσματα σώζονται εξωτερικά σε ολόκληρη σχεδόν την αψίδα και το δυτικό τοίχο, ενώ εσωτερικά όλες οι επιφάνειες είναι επιχρισμένες.
Στον νότιο τοίχο του νοτίου σκέλους και του νάρθηκα σώζονται υπολείμματα ζώνης μαιάνδρου κάτω από το γείσο της στέγης (Σχέδ.10 Πίν.60γ). Οδοντωτή ταινία σώζεται ακριβώς κάτω από τους μαιάνδρους και συνεχίζεται σχεδόν στο ίδιο ύψος στον δυτικό τοίχο του νοτίου σκέλους, στον νότιο τοίχο του δυτικού σκέλους και στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα. Υπόλειμμα οδοντωτής ταινίας εντοπίζεται στον βόρειο τοίχο του ανατολικού σκέλους. Στη νότια πλευρά του νοτίου σκέλους η οδοντωτή ταινία κάμπτεται προς τα πάνω σχηματίζοντας τη γένεση ενός τόξου. Η οδοντωτή ταινία της βόρειας πλευράς του ανατολικού σκέλους βρίσκεται 0,03μ. ψηλότερα από την αντίστοιχη της νότιας πλευράς του νοτίου σκέλους, ενώ η διπλή στρώση πλίνθων της πρώτης πλευράς βρίσκεται 0,07 μ. ψηλότερα από την αντίστοιχη της νότιας· οι μαίανδροι της νότιας πλευράς του νοτίου σκέλους έχουν μια υψομετρική διαφορά 0,05μ.
Τα πλίνθινα σχέδια στους κατακόρυφους αρμούς μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο κατηγορίες. Την πρώτη αποτελούν σχέδια καθαρά διακοσμητικά τοποθετούμενα ανάμεσα σε δύο κατακόρυφες πλίνθους η σε δύο ορθογώνιους δόμους. Στη δεύτερη ανήκουν σχέδια κατάλληλα για να γεμίσουν τους αρμούς ανάμεσα σε δύο ακανόνιστους λίθους. Οι υποδοχές των ικριωμάτων έχουν διατομές 0,15x 0,25μ., 0,15x 0,26μ., 0,12x 0,21μ., 0,13x 0,24μ., ενώ σε μία περίπτωση μετρήθηκε η διατομή ξύλου και βρέθηκε να έχει πλευρά 0,13μ. Οι υποδοχές καταλαμβάνουν το ύψος τοιχοδομικής στρώσης, ανάμεσα σε δύο δόμους και από πλίνθο σε πλίνθο πάνω και κάτω ή πάνω σε λίγο κονίαμα στην κάτω μεριά. Τα επίπεδα εργασίας στη νότια πλευρά του νάρθηκα και στη νότια πλευρά του νοτίου σκέλους βρίσκονται σε διαφορετικό ύψος: στη δεύτερη οι υποδοχές ανοίγονται δύο τοιχοδομικές στρώσεις ψηλότερα. Οι διάμετροι των ξύλων της ξυλοδεσιάς, διαπιστώθηκε ότι είναι 0,06-0,07μ. Τελειώνοντας με την περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης, σημειώνεται ότι στο κτίσμα έχουν χρησιμοποιηθεί πλίνθοι με πλευρές 0,33, 0,40 και 0,52μ. και πάχος 0,03μ. που συχνά περιορίζεται στα 0,025μ
4. Είναι προφανές ότι η αρχική εκκλησία ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή. Ο παλαιότερος αυτός ναός ήταν ελεύθερος σταυρός του οποίου τα σκέλη καλύπτονταν με ημικυλινδρικές καμάρες και στη διασταύρωση των κεραιών υψωνόταν τρούλος, ενώ στα δυτικά διαμορφωνόταν νάρθηκας ευρύτερος από το δυτικό σκέλος, ισοπλατής προς την εγκάρσια κεραία. Πουθενά δεν διαπιστώθηκαν αρμοί, οι οποίοι να μαρτυρούν φάσεις στην οικοδομική ιστορία του αρχικού μνημείου. Κατασκευάσθηκε ευθύς εξ αρχής με την κάτοψη που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Την κατάρρευση του τρούλου και των θόλων καθώς και μέρους της τοιχοποιίας ακολούθησε η επισκευή των τοίχων με τοιχοποιία τελείως διαφορετική από την αρχική και η κατασκευή της ξυλοστέγης. Η τοιχοποιία στα χαμηλότερα μέρη (κυρίους στη νότια πλευρά) με τους μεγάλους χονδροδουλεμένους λίθους, τις πλίνθους και τα πλινθία στους αρμούς, τα μέρη με το πλινθοπερίκλειστο, την οδοντωτή ταινία και τον μαίανδρο, ανήκει στην αρχική φάση. Στην ίδια αυτή φάση ανήκουν δύο παράθυρα φραγμένα με τοιχοποιία, στην οποία ανοίχτηκαν τα σωζόμενα παράθυρα: πρόκειται για παράθυρο αξονικά ανοιγμένο στη νότια πλευρά του νάρθηκα, από το οποίο σώζονται η ποδιά και οι σταθμοί (άνοιγμα 0,80 μ., ύψος τουλάχιστον 1,50μ.), και για παράθυρο στο νότιο σκέλος από το οποίο σώζεται τμήμα του δυτικού σταθμού (ύψ. 1,10μ.), ενώ η καμπυλούμενη οδοντωτή ταινία δείχνει τη γένεση των τόξων του παραθύρου. Οι σταθμοί διαμορφώνονται από την τοιχοποιία. Θεωρείται πιθανό ότι και το δεύτερο παράθυρο ήταν σχεδόν αξονικά ανοιγμένο στη νότια κεραία, οπότε το άνοιγμά του θα ήταν περίπου 1,15μ. Το πλάτος τους επιτρέπει να υποθέσομε ότι και τα δύο παράθυρα ήταν δίλοβα, ενώ στην περίπτωση του παραθύρου της νότιας κεραίας είναι προφανές ότι υπερυψωμένη οδοντωτή ταινία περιέβαλλε τα τόξα του παραθύρου. Υποθέτομε ότι η ταινία της γενέσεως των τόξων του παραθύρου στο νότιο σκέλος περιέτρεχε χωρίς διακοπή όλο το μνημείο και ότι ο μαίανδρος εκτεινόταν εκατέρωθεν των παραθύρων σε όλο το μήκος των τυμπάνων του νοτίου σκέλους του σταυρού και της νότιας πλευράς του νάρθηκα.
Ό,τι διασώθηκε από την αρχική φάση του ενδιαφέροντος αυτού μνημείου, επιτρέπει να διατυπώσομε μόνον γενικότητες για τη διαμόρφωση των θολωτών μερών και των όψεων του. Το δυσκολότερο πρόβλημα στην προσπάθεια αυτή είναι η κάλυψη του νάρθηκα και η σχέση που αυτή είχε με την καμάρα του δυτικού σκέλους του σταυρού.
Το πρώτο ενδεχόμενο είναι η ενιαία κάλυψη του νάρθηκα με ημικυλινδρική καμάρα, με άξονα δηλαδή Β.-Ν. και στέγη μονοκλινή με ρύση προς τα δυτικά, χαμηλότερα από το αέτωμα του δυτικού σκέλους. Αν δεν υπήρχε ο τοίχος που χωρίζει το νάρθηκα από τον κυρίως ναό, η καμάρα του νάρθηκα επιβάλλει να δεχθούμε μεγάλο τόξο στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα. Η κορυφή του τόξου όφειλε να βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τη γένεση της καμάρας του νάρθηκα και συνεπώς η γένεσή του όφειλε να βρίσκεται χαμηλότερα από το σωζόμενο ύψος των τοίχων του ναού (δηλαδή περίπου 1μ. ψηλότερα από το σημερινό δάπεδο, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι στη νοτιοανατολική γωνία του νάρθηκα σώζεται η γένεση της καμάρας που τον εκάλυπτε, άλλως προκύπτει τελικά ένα κτίριο μάλλον πολύ ψηλό. Αλλά οι τοίχοι του δυτικού σκέλους δεν παρουσιάζουν καμμία καμπυλότητα. Βεβαίως μπορεί κανείς να υποθέσει ότι με την κατάρρευση του τόξου η τοιχοποιία ανακατασκευάσθηκε και επιχρίσθηκε. Χωρίς το τόξο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αλληλοτομία των δύο καμαρών διεμόρφωνε το μέτωπο της καμάρας του δυτικού σκέλους στο ανατολικό μισό της καμάρας του νάρθηκα, λύση γνωστή μεν σε βυζαντινή εκκλησία11, κατάλληλη όμως για υπόγειους χώρους η πύργους, αλλά όχι για ναούς.
Το δεύτερο ενδεχόμενο προϋποθέτει στέγαση του νάρθηκα όμοια με την προηγούμενη· η μόνη διαφορά είναι στον διαχωριστικό τοίχο της κατόψεως Α. Blouet, ο οποίος ίσως αποτυπώθηκε σε λανθασμένη θέση (όπως λανθασμένα αποτυπώθηκαν η αψίδα, οι κόγχες, το εύρος των νεκρών χώρων, οι προβολές τρούλου και σταυροθολίου). Η αναμενόμενη θέση είναι στην περασιά του ανατολικού τοίχου του νάρθηκα, γεγονός που προκύπτει και από τις ανωμαλίες των επιχρισμάτων στα άκρα των τοίχων του δυτικού σκέλους, παρατήρηση στην οποία ήδη έγινε επιφυλακτικά αναφορά ανωτέρω.
Το τρίτο ενδεχόμενο είναι η σταυρεπίστεγη κάλυψη του νάρθηκα: η καμάρα του δυτικού σκέλους επεκτείνεται στο κεντρικό τμήμα του νάρθηκα· τα τμήματα του νάρθηκα εκατέρωθεν της κεντρικής καμάρας καλύπτονται με καμάρες με άξονα Β.-Ν., το κλειδί τους βρίσκεται στο ύψος της γενέσεως της τελευταίας και η γένεσή τους περίπου στο σωζόμενο σήμερα ύψος των τοίχων. Οι πλευρικές καμάρες του νάρθηκα ήταν δυνατόν να έχουν μονοκλινή στέγη12 (με ρύση προς Β. και Ν. αντιστοίχως) η δικλινή13. Ποια λύση προκρίνουν οι γράφοντες θα συζητηθεί στη συνέχεια.
5. Στην τυπολογία του ελευθέρου σταυρού έχουν αφιερωθεί αρκετές σελίδες14. Σύμφωνα με τον Π. Βοκοτόπουλο είναι γνωστός αλλά χωρίς μεγάλη διάδοση στην ηπειρωτική Ελλάδα· φαίνεται πιο αγαπητός στα νησιά (πλην του Ιονίου)· συνήθως πρόκειται για μικρά κτίσματα ευρισκόμενα κατά κανόνα στην ύπαιθρο15. Η Μεταμόρφωση ανήκει στην ομάδα των ελευθέριον σταυρών που έχουν σκέλη με μήκος πάνω-κάτω ίσο16 και παρουσιάζει μια ιδιοτυπία: ο νάρθηκάς της είναι ευρύτερος του δυτικού σκέλους και μάλιστα σύγχρονος προς τον κυρίως ναό. Εξ όσων γνωρίζομε η περίπτωση είναι σπανιοτάτη μεταξύ των παραδειγμάτων του ελευθέρου σταυρού, στα οποία:
α) Ο νάρθηκας είναι σύγχρονος προς τον κυρίως ναό και ισοπλατής προς το δυτικό σκέλος17,
β) Μεταγενέστερος και ελάχιστα πλατύτερος (τόσο, όσο το πάχος των δυο τοίχων της δυτικής κεραίας) από αυτήν18,
γ) Μεταγενέστερος και ο βόρειος και νότιος τοίχος του προεκτείνουν προς τα δυτικά τους αντιστοίχους τοίχους του βορείου και νοτίου σκέλους19,
δ) Ο νάρθηκας, ισοπλατής η ευρύτερος από την εγκάρσια κεραία, είναι μεταγενέστερος20,
ε) Ο νάρθηκας, σύγχρονος προς τον κυρίως ναό, είναι ευρύτερος από το δυτικό σκέλος αλλά στενότερος από την εγκάρσια κεραία21. Στα παραδείγματα της τελευταίας περιπτώσεως θα βρούμε και μία μοναδική περίπτωση αλληλοτομίας καμαρών νάρθηκα και δυτικού σκέλους, ανάμεσα στα οποία δεν υπάρχει διαχωριστικός τοίχος22.
Μεταξύ των ελευθέρων σταυρών ένα μόνο παράδειγμα θεωρείται συγκρίσιμο προς τη Μεταμόρφωση: πρόκειται για τον Αγιο Ιωάννη Γέρακα- την ύπαρξή του μας υπέδειξε ο αρχιτέκτων Μ. Κορρές, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά. Μνημείο του 12ου αι., επαρχιακή εκδοχή των πρωτοτυπιών του αιώνος, δημοσιεύεται από τον Α. Ορλάνδο στο EMME, τεύχος Γ, εν Αθήναις, 1933, σ.178-9 (φέρεται ως Άγιος Γεώργιος), ως παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα γεμάτα τοιχοποιία. Στα μνημεία του τύπου αυτού τα γωνιακά διαμερίσματα στεγάζονται κανονικά με ιδιαίτερη στέγη. Ο ναός του Γέρακα είναι διαφορετική περίπτωση. Στην πραγματικότητα σταυροειδής εγγεγραμμένος είναι μόνον στη βάση, ενώ ψηλότερα μετατρέπεται σε ελεύθερο σταυρό, έχει νάρθηκα και εξωνάρθηκα συγχρόνους προς τον κυρίως ναό, ισοπλατείς προς την εγκάρσια κεραία, διαχωριστικό τοίχο μεταξύ νάρθηκα και κυρίως ναού, νάρθηκα με τριμερή (σταυρεπίστεγη) κάλυψη και καμάρα του δυτικού σκέλους του σταυρού εκτεινόμενη στο νάρθηκα. Ανάμεσα στους δύο ιδιόμορφους ναούς δεν υπάρχει άμεση σχέση- απλώς εκπροσωπούν κάποια διάθεση πρωτοτυπίας που εκδηλώνεται ακόμη και σε επαρχιακά μνημεία. Το παράδειγμα του Γέρακα είναι διδακτικό ιδιαίτερα για τη σχέση των θόλων κυρίως ναού και νάρθηκα και την αντιμετώπιση των νεκρών χώρων.
Οφείλομε να αναφερθούμε επίσης στην Παναγία της Κορωνησίας, ναό γνωστό ως ημιεγγεγραμμένο σταυρό των τελευταίων δεκαετιών του 10ου αι. Πρόσφατες εργασίες έδειξαν ότι η στέγη ίσως αρχικά είχε το σχήμα του ελευθέρου σταυρού και η συνάδελφος Β. Παπαδοπούλου, που εξετέλεσε τις εργασίες, θεωρεί ενδιαφέρον να εξετασθεί μήπως ολόκληρος ο ναός -και όχι μόνον η στέγη του- ήταν αρχικά κτισμένος στον τύπο του ελευθέρου σταύρου23. Στην πρώτη περίπτωση έχομε διαμόρφωση στεγών που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη στην τελική πρόταση για τη μορφή της Μεταμορφώσεως, αν μελλοντικά αποδειχθεί και το δεύτερο ενδεχόμενο, τότε έχομε ένα μνημείο απολύτως συγκρίσιμο προς την μεσσηνιακή εκκλησία και μάλιστα προγενέστερο από αυτήν.
Συστηματικοί τυπολογικοί συσχετισμοί προς τρίκογχα η τετράκογχα με νάρθηκα ευρύτερο του δυτικού σκέλους η κόγχης είναι μάλλον άσκοπο να γίνουν στην εργασία αυτή24. Όμως κρίνεται απαραίτητο να γίνει συνοπτική αναφορά στα μνημεία αυτά, γιατί δύο βασικά προβλήματα είναι σχεδόν κοινά, όταν στον κυρίως ναό προστίθεται νάρθηκας:
α) η αξιοποίηση των χώρων εκατέρωθεν του δυτικού σκέλους η κόγχης και
β) η διάταξη και η διαμόρφωση θόλων και στεγών νάρθηκα και δυτικού τμήματος του κυρίως ναού. Όσον αφορά στο πρώτο πρόβλημα, ο αρχιτέκτονας της Μεταμορφώσεως θέλησε να μεγαλώσει τον νάρθηκα και να διατηρήσει καθαρή την κάτοψη του ελευθέρου σταυρού, όπως ακριβώς στους τρικόγχους ναούς Αγιο Νικόλαο στο Πλατάνι Αχαΐας25 και Άγιο Γεώργιο τον Κρυονερίτη των Σερρών26, και στον ελεύθερο σταυρό με μεταγενέστερο νάρθηκα Άγιο Αθανάσιο (14ου αι.) εις Lesak27. Όσον αφορά στο δεύτερο πρόβλημα, η δυνατότητα συγκρίσεων είναι ακόμη πιο περιορισμένη28. Από τα μνημεία που μας ενδιαφέρουν εδώ, μόνον ο Άγιος Νικόλαος στο Πλατάνι και ο Άγιος Γεώργιος των Σερρών σώζουν ακεραίους τους θόλους τους, στον πρώτο ο νάρθηκας καλύπτεται με τρία σταυροθόλια, στον δεύτερο με καμάρα, ενώ και στους δύο στεγάζεται με μονοκλινή στέγη (με ρύση προς Δ. και χαμηλότερη από το αέτωμα του δυτικού σκέλους). Καμάρα και μονοκλινής στέγη υπάρχει και στον νάρθηκα του Αγίου Νικολάου κοντά στη Λάρυμνα29, όπου επίσης τοίχος χωρίζει τον νάρθηκα από τον κυρίως ναό. Επισημαίνεται ότι στον Άγιο Νικόλαο τοίχος χωρίζει τον νάρθηκα από τον κυρίως ναό, ενώ τέτοιος τοίχος δεν υπάρχει στον Άγιο Γεώργιο, όπου όμως δυο παραστάδες στενεύουν ελάχιστα το πλάτος του δυτικού σκέλους. Καμαροσκέπαστοι νάρθηκες με μονόκλινη στέγη (με ρύση προς Δ.) είναι γνωστοί και από μνημεία άλλων τύπων και κατά τον Π. Βοκοτόπουλο, που απαριθμεί σχετικά παραδείγματα, απαντώνται σε πρώιμα μνημεία, ενώ δεν λείπουν από μνημεία του 11ου αι., η ακόμη και μεταγενέστερα30.
Σύμφωνα με τις ανωτέρω διαπιστώσεις φαίνεται πιθανότερο πως ο νάρθηκας της Μεταμορφώσεως καλυπτόταν με καμάρα και στεγαζόταν με μονόκλινη στέγη, με την προϋπόθεση ότι μεταξύ του νάρθηκα και του δυτικού σκέλους υπήρχε διαχωριστικός τοίχος που βρισκόταν στην περασιά του ανατολικού τοίχου του νάρθηκα. Πρόκειται για την απλούστερη δυνατή εκδοχή. Η λύση νάρθηκα με σταυρεπίστεγη μορφή, εξ ίσου πιθανή, δεν μπορεί να αποκλεισθεί κατηγορηματικά, ωστόσο δεν προκρίνεται, όπως εξ άλλου και άλλες δυνατές λύσεις που δεν αναλύονται εδώ, γιατί θεωρείται αρκετά σύνθετη για ένα μάλλον απλό μνημείο όπως η Μεταμόρφωση. Όλες αυτές οι υποθέσεις γίνονται με κάθε επιφύλαξη, καθώς, επαναλαμβάνεται εδώ, όλο το εσωτερικό είναι επιχρισμένο. Η προκρινόμενη λύση και η λύση με σταυρεπίστεγο νάρθηκα αναπαρίστανται σχεδιαστικά στα σκαριφήματα 11-13. Στα σκαριφήματα αυτά τα γνωστά στοιχεία είναι οι θέσεις των σταθμών των παραθύρων, οι θέσεις των μαιάνδρων και των οδοντωτών ταινιών και, ίσως, η γένεση της καμάρας του νάρθηκα. Όλα τα άλλα είναι απολύτως υποθετικά. Ο σκοπός των σκαριφημάτων είναι να δείξουν σε γενικές γραμμές τη σχέση θόλων, νάρθηκα και δυτικού σκέλους και των στεγών των ίδιων μερών του ναού, και όχι να δείξουν την αρχική μορφή του μνημείου. Εκείνο που, κατά τη γνώμη μας, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά βέβαιο είναι πως το μνημείο μέχρι το κλειδί των καμαρών του σταυρού δεν ήταν δυνατόν να έχει ύψος μικρότερο των 4,70μ. (από το δάπεδο του εσωτερικού). Αξίζει να επισημανθεί ότι, αν η ζώνη του μαιάνδρου εκτεινόταν στη δυτική πλευρά του νάρθηκα και στην αψίδα, στο ίδιο ύψος με τις αντίστοιχες ζώνες της νότιας πλευράς του μνημείου, τότε θα εκάλυπτε τις ράχες της ημικυκλικής καμάρας του νάρθηκα και τεταρτοσφαιρίου της αψίδας, στη θέση που οι δύο θόλοι σχεδιάζονται στα σκαριφήματα. Ασφαλείς σχεδιαστικά αναπαραστάσεις θα καταστεί δυνατόν να γίνουν μόνον όταν καθαιρεθούν τα επιχρίσματα του εσωτερικού και εντοπισθούν υπολείμματα θόλων.
Επανερχόμενοι στα τυπολογικά παρατηρούμε ότι:
α) μεταξύ των ελευθέρων σταυρών με σύγχρονο νάρθηκα, οι δύο κόγχες στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα είναι γνωστές μόνον από τον Άγιο Ιωάννη στον Γέρακα και
β) οι δύο κόγχες στον ανατολικό τοίχο της εγκάρσιας κεραίας είναι φαινόμενο σύνηθες στους ναούς του τύπου31, θεωρείται δε ότι δεν χρησιμεύουν ούτε ως κόγχες παραβημάτων ούτε για την τέλεση λειτουργιών χωριστών δογμάτων32, διαπιστώσεις που επιβεβαιώνονται εν προκειμένου από την παρουσία κογχών στον νάρθηκα και στο ανατολικό σκέλος (οι τελευταίες, όπως σημειώθηκε ήδη, χρησιμεύουν ως πρόθεση και διακονικό), αν βεβαίως δεν οφείλονται σε μεταγενέστερες επεμβάσεις.
Η τρίπλευρη αψίδα από τα τέλη του 10ου αι. επικρατεί στη ναοδομία της Ν. Ελλάδας33. Η κρηπίδα της νότιας πλευράς θεωρείται χαρακτηριστικό μνημείων κυρίως του 12ου αι., ενώ το μοναδικό προγενέστερο παράδειγμα συναντάται στην εκκλησία των Χριστιάνων34. Ο συνδυασμός του πλινθοπερίκλειστου συστήματος με άλλα συστήματα δομήσεως είναι γνωστός από μνημεία 10ου - 12ου αι. αλλά και από υστεροβυζαντινά μνημεία35. Το αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα χαρακτηρίζει κυρίως μνημεία χρονολογούμενα ανάμεσα στα τέλη του 10ου και τα τέλη του 11ου αι., χωρίς να εξαφανίζεται παντελώς κατά τον 12ο αι.36. Οπωσδήποτε η τοιχοποιία της Μεταμορφώσεως δεν έχει τίποτε κοινό με τις επιμελημένες τοιχοποιίες των μνημείων του 12ου αι. και του 13ου αι.37. Οι κτιστοί σταθμοί των παραθύρων είναι χαρακτηριστικό κυρίως πρωίμων ελλαδικών ναών από το β' μισό του 11ου αι. επικρατεί η μορφή του πλίνθινου τόξου που κατέρχεται μέχρι της ποδιάς των παραθύρων, χωρίς όμως να εξαφανίζεται πλήρως η μορφή με τους κτιστούς σταθμούς38. Αν το άνοιγμα του νοτίου σκέλους ανήκε σε παράθυρο, τότε το παράθυρο είχε λοβούς περιβαλλομένους από ευρύτερο τοξωτό πλαίσιο, στοιχείο που εμφανίζεται το πρώτον στον τρούλο της Παναγίας του Οσίου Λουκά, διαδίδεται κατά τον 11ο και κυριαρχεί τον 12ο αι.39.
Ο μαίανδρος με σύνθετες η απλές μορφές, είναι θέμα συνηθισμένο στην αρχιτεκτονική των μέσων και των υστέρων βυζαντινών χρόνων40. Το αρχαιότερο παράδειγμα παρέχει το καθολικό της Μονής του Οσίου Λουκά με ένα τύπο μαιάνδρου κάπως διαφορετικό από αυτόν που επικράτησε στη μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική. Το Δαφνί, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Παλιού Λιγουριού και ο Σωτήρας Γαρδενίτσας είναι τα παλαιότερα γνωστά παραδείγματα με τον τύπο του μαιάνδρου, όπως αυτός της Μεταμορφώσεως. Στην προτεινόμενη «αναπαράσταση» της εκκλησίας ο μαίανδρος αναπτύσσεται σε ύψος κατάλληλο, για να καλύψει τις ράχες της καμάρας του νάρθηκα και του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης, θέσεις στις οποίες οι αρχιτέκτονες χρησιμοποίησαν διάκοσμο ήδη από την έναρξη της μεσοβυζαντινής περιόδου41. Αν αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα, τότε ζώνη μαιάνδρου περιέτρεχε το μνημείο (η τουλάχιστον τη δυτική, τη νότια και την ανατολική πλευρά του, σύμφωνα με την αρχή που αναβαθμίζει τις πλευρές, οι οποίες θεωρούνται σημαντικές για ποικίλους κατά περίπτωση λόγους) συνδυάζοντας λειτουργία με συνθετικές επιδιώξεις. Ο Γ. Βελένης, στον οποίο οφείλονται μια σειρά σημαντικών διαπιστώσεων για τη λειτουργία του διακόσμου, επισημαίνει ότι σε ορισμένα μνημεία χρονολογούμενα από τα μέσα του 10ου μέχρι τις αρχές του 11ου αι. «οι ζωφόροι εμφανίζονται, κυρίως, εκεί όπου υπάρχει τοιχοδομική ανάγκη»42 και τέτοια δεν είναι η περίπτωση της νότιας πλευράς της Μεταμορφώσεως. Αντιθέτως, σε μια σειρά μνημείων, που περιλαμβάνει την Αγία Μονή (μαίανδρος), την Παναγία του Μέρμπακα (μαίανδρος), την Παλαιοπαναγιά (μαίανδρος), τον Άγιο Νικόλαο της Οχιάς (μαίανδρος - αβακωτή ζωφόρος), την Αγία Βαρβάρα Ερήμου (μαίανδρος - αβακωτή ζωφόρος - στη δυτική πλευρά τοιχοδομική στρώση), στους Αγίους Σέργιο και Βάκχο Κίττας (αβακωτή ζωφόρος), οι διακοσμητικές ζώνες (επενδυτικές η συμπαγείς) καλύπτουν ράχες θολωτών κατασκευών και παράλληλα «οργανώνονται με συνθετικές προθέσεις» -διαφορετικές κατά περίπτωση43. Με εξαίρεση τον Άγιο Νικόλαο της Οχιάς, για τον οποίο έχουν προταθεί και ο 11ος και ο 12ος αι.44, και την Παναγιά του Μέρμπακα, η οποία αναχρονολογείται στον 13ο αι., όλα τα άλλα μνημεία ανήκουν στον 12ο αι.
Χαρακτήρες του αλφαβήτου, μιμήσεις η διάφορα σχέδια με πλίνθους και πλινθία είναι γνωστά από μνημεία μέσων κυρίως βυζαντινών αιώνων, αλλά δεν λείπουν, αν και είναι εν γένει σπάνιο φαινόμενο, από υστεροβυζαντινά μνημεία45. Στην Ελλαδική Σχολή εμφανίζονται κατά τα τέλη του 10ου αι. και δεν χρησιμοποιούνται συστηματικά μετά τις αρχές του 12ου αι.46.
Ιδιαίτερη σημασία δεν έχει απλώς η χρήση τους, αλλά ο τρόπος που χρησιμοποιούνται (συχνότητα, μορφές, θέση και σχέση με την υπόλοιπη τοιχοποιία). Εδώ έχομε ένα σχετικά περιορισμένο θεματολόγιο σε σύγκριση με τον Άγιο Νικόλαο στο Πλατάνι, τον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο Παλιού Λιγουριού ή τον Προφήτη Ηλία Κονιδίτσας47. Στη Μεταμόρφωση, σε ορισμένες περιπτώσεις, διαπιστώνεται καθαρά διακοσμητικάς προορισμός, αλλά στις περισσότερες το θεματολόγιο αυτό προορίζεται να πληρώσει αρμούς ανάμεσα σε λίθους με ακανόνιστο περίγραμμα.
Από την άποψη αυτή η Μεταμόρφωση φαίνεται να προηγείται των δυο τελευταίων ναών, με καθαρά διακοσμητικό θεματολόγιο, ενώ βρίσκεται κοντά σε περιπτώσεις όπως αυτές μνημείων του β' μισού του 10ου και του 11ου αι., όπου κυριαρχεί το κατασκευαστικό θεματολόγιο η αυτό συνδυάζεται με τα καθαρά διακοσμητικά στοιχεία48.
Οι οδοντωτές ταινίες γνωρίζουν υπερβολική χρήση στην Παναγία του Οσίου Άουκά και τους Αγίους Αποστόλους Αθηνών, στη συνέχεια κατά τον 11ο αι. παρατηρείται λελογισμένη χρήση τους, ενώ ο 12ος επανέρχεται σε κάπως πιο εκτεταμένη χρήση από τον προηγούμενο αιώνα49.
Εξαιρέσεις βέβαια μπορούν να επισημανθούν και στις τρεις ανωτέρους περιόδους. Η περιορισμένη χρήση στη Μεταμόρφωση την τοποθετηθεί μάλλον στον 11ο αι. Σφραγίσματα υποδοχών ικριωμάτων δεν διατηρήθηκαν, αν βέβαια υπήρχαν. Η μέθοδος στερεώσεως των ικριωμάτων στους κατακορύφους αρμούς του πλινθοπερίκλειστου50 είναι απλή και εύκολη, προπάντων όταν δεν υπάρχει η πρόθεση να σφραγισθούν στη συνέχεια οι υποδοχές. Χρησιμοποιείται στη μέση και ύστερη βυζαντινή ναοδομία με ποικίλους τρόπους πληρώσεως των υποδοχών.
6. Όσα εξετέθησαν μέχρις εδώ επιτρέπουν να χρονολογήσομε τη Μεταμόρφωση στον 11ο αι. Η κρηπίδα, χαρακτηριστικό κατ’ εξοχήν του 12ου αι., δεν αγνοείται παντελώς κατά τον 11ο και επομένως δεν αποτελεί εμπόδιο για τη χρονολόγηση αυτή. Η θέση του μαιάνδρου στο μνημείο είναι το μοναδικό στοιχείο που το σχετίζει περισσότερο με τον 12ο παρά με τον 11ο αι. Ωστόσο, από το ναό λείπουν μια σειρά στοιχείων τα οποία χαρακτηρίζουν το έργο τοιν μαστόρων του 12ου αι. και της πρώτης γενεάς του 13ου αι. στη Ν. Ελλάδα51. Η Μεταμόρφωση επομένως δύναται να ενταχθεί στα μνημεία του 11ου αι. της Ελλαδικής Σχολής. Αν κατανοήθηκε και ερμηνεύθηκε σωστά ο,τι σώθηκε από την αρχική εκκλησία, τότε πρόκειται για έργο από το οποίο δεν λείπει η επιδίωξη της πρωτοτυπίας, όσο και αν η αρχιτεκτονική του δεν είναι αρχιτεκτονική μεγάλων αξιώσεων. Μια σειρά ενδείξεων, που λαμβάνονται υπόψη με μεγάλες επιφυλάξεις, επιτρέπουν να ανεβάσομε τη χρονολόγηση του μνημείου αρκετά πριν από το τέλος του 11ου αι. (χαλαρό πλινθοπερίκλειστο), να το θεωρήσομε πρώιμο (καμαροσκέπαστος νάρθηκας- μονοκλινής στέγη, σταθμοί από τοιχοποιία) και εν τέλει να το τοποθετήσομε στο α' μισό του αιώνος αυτού (γράμματα και πλίνθινα σχέδια στους αρμούς), πιθανώς πριν από άλλα πολύ κοντά στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο Παλιού Λιγουριού και τον Προφήτη Ηλία Κονιδίτσας.
Με τη δημοσίευση του ναού της Μεταμορφώσεως πλουτίζεται ο κατάλογος των μνημείων της Μεσσηνίας και η σειρά των πρωίμων μνημείων του τέλους του 10ου αι. και της πρώτης πεντηκονταετίας του 11ου αι., ενώ ο πίνακας των ελευθέρων σταυρών αποκτά ένα πρωτότυπο, μεχρι τον εντοπισμό και άλλων παρομοίων, μνημείο.
Α. ΚΑΒΒΑΑΙΑ-ΣΠΟΝΔΥΛΗ, Κ. ΤΣΟΥΡΗΣ
ΔΥΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 47-48 (1992-1993) ΜΕΡΟΣ Α' - ΜΕΛΕΤΕΣ
1. Η περιοχή κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως φανερώνει η θέση Ρούτσι, σε απόσταση 3 χλμ. περίπου, που ανασκάπτεται από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Κορρέ. Στο προϊστορικό νεκροταφείο εντοπίζονται ταφές που καλύπτουν χρονικά τις περιόδους από τα ελληνιστικά έως και τα μεσοβυζαντινά χρόνια.
2. Μεσσηνιακά, 1967, σ.368· 1968, σ.201-202.
3. Κ. Ντόκος, Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδο της Β' Ενετοκρατίας, Byzantinisches Neugriechisch, Jahrhundert 21, 1971-74 (Αθήνα 1976), σ.137. Β. Παναγιωτόπουλος, ό.π. (υποσημ. 2), σ.231 κ.έ., σ.300.
4. Ε. Gerland, Neue Quellen zur Geschichte des Lateinischen Erzbistums Patras, Λειψία1903,σ. 236.
5. J. Longnon- P. Topping, Documents sur le régime des terres dans la principauté de Morée au XlVe siècle, Παρίσι 1969, σ.253. Επίσης A. Bon, La Morée Franque, Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe (1205-1430), Παρίσι 1969, σ. 430.
6 53. John F. Haldon, Constantine Porphyrogenitus three Treatises on Imperial Military Expeditions, Βιέννη 1990, σ.216. Du Cange, I-II, στ.1382. Π.Α. Φουρίκης, Περί του ετΰμου των λέξεων σκαραμάγγιον, καββάδιον, σκαράνικον, Λεξικογραφικόν Αρχείον της Μέσης και Νέας Ελληνικής 6 (1923), σ.444-463.
7. D. Α. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, Vie et institutions, édition revue et augmentée par Chryssa Maltézou, Variorum, Λονδίνο 1975, σ.251-2 και σποραδικά. Ch. Hodgetts, The Colonies of Coron and Modon under Venetian Administration, 1204-1400 (διδακτορική διατριβή 1974, Πανεπιστήμιο Λονδίνου), σ.422.
8. Α. Blouet, Expédition Scientifique de Morée, ordonnée par le gouvernement Français 1, Παρίσι 1831, σ.10, πίν.8.
9. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.107 (υποσημ.5).
10. Ο X. Μπούρας, Ο Άγιος Γεώργιος της Ανδρούσης, Χαριστήριον εις Α. Κ. Ορλάνδον, Β', Αθήναι 1966, σ.270, σημειώνει επίσης ότι ιπην περίπτωση του Αγίου Γεωργίου «αι ενδείξεις των θόλων δεν είναι ακριβείς εις την ατελή κάτοψιν».
11. Παναγία εις Zvernec Αυλώνος: Α. Meksi, Disa kapela bizantine të vendit tone, Monumentet 10 (1975), σ.77- 78, πίν. V, ο ίδιος, L’architecture des églises à planimétrie en forme de croix à coupole en Albanie, Αρμός, Β', Θεσσαλονίκη 1991, σ.1147-8, εικ.3-4.
12. Π.χ. ο νάρθηκας της Αγίας Μονής. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.1384. Η λΰση απαντάται εις μνημεία μεταγενέστερα του 11ου αι. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.138 (υποσημ. 4).
13. Προφήτης Ηλίας Αθηνών η Παναξιώτισσα Γραβρολίμνης. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική,σ.139.
14. Τη σχετική βιβλιογραφία συγκεντρώνει ο Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.107-9, 244. Ο Ν. Δρανδάκης, Ο ναός του ΑίΛέου εις το Μπρίκι της Μάνης, ΔΧΑΕ, περ. Δ- τ. ΣΤ' (1970-72), σ.152-3, αναφέρεται και στα μικρασιατικά παραδείγματα. Βοκοτόπουλος, Αγ. Παρασκευή, σ. 51-52. Ελεύθεροι σταυροί με σκέλη μικρού βάθους και μεγάλο τρούλο που κυριαρχεί στο σχεδόν ενοποιημένο εσωτερικό (ένα πραγματικά πρωτότυπο τύπο μεταξύ των μεσοβυζαντινών ελευθέρων σταυρών) φαίνεται ότι επιχωριάζουν στο Παπίκιο όρος (Ροδόπη): Ν. Ζήκος, Αποτελέσματα ανα- σκαφικών ερευνών στο Παπίκιον όρος, Byz. Forsch. XIV, 1 (1989), σ.679-86 και XIV, 2 (1989), πίν. CCLVIII, CCLXI, και ο ίδιος, Παπίκιον όρος. Κερασιά, ΑΔ43 (1988), Χρονικά, σ.442-3, Σχέδ. 1. Στον τύπο του ελευθέρου σταυρού ανήκουν οι ναοί που ανασκάπτουν ο Ν. Μουτσόπουλος στο κάστρο της Ρεντίνας. Πρώτες παρατηρήσεις στην οικιστική του βυζαντινού οχυρού οικισμού της Ρεντίνας (6ος-14ος αιώνας), ΑΕΜΘ 3 (1989), σ.296 και η Δ. Ευγενίδου στο κάστρο της Χρυσής, ΑΔ41 (1986), Χρονικά, σ. 161 και το ναΰδριο που αναφέρει ο Η. Κόλλιας,Τοπογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής αγοράς της Ρόδου και του νότιου τείχους του Κολλακίου, «Versus civitatem». Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης (27-29 Νοεμβρίου 1986), Ιστορία και προβλήματα συντήρησης της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου, Αθήνα 1992, σ.96.
15. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική σ.107-8 και ο ίδιος, Αγία Παρασκευή, σ.51-52.
16. Α. Ορλάνδος, Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Ρόδου, ΑΒΜΕ ΣΤ' (1948), σ.86, Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.108.
17. Άγιος Βασίλειος Γε'φυρας στην Άρτα, Αγία Παρασκευή του Δράκου στα Αμπέλια Άρτας.
18. Αγία Τριάδα του Μαύρικα κοντά στο Αγρίνιο, Άγιος Δημήτριος κοντά στο Δραγάνο.
19. Αγία Φωτεινή Θηβών, εις την οποία δημιουργούνται με τον τρόπο αυτό δύο μικρά διαμερίσματα εκατέρωθεν του δυτικού σκέλους· Άγιος Δημήτριος Παληαχώρας Αιγίνης, όπου όμως δεν ήταν δυνατό να διαμορφωθούν παρόμοια διαμερίσματα λόγω του μικρού μήκους του βορείου και νοτίου σκέλους (Ν. Μουτσόπουλος, Η Παληαχώρα της Αιγίνης, Αθήνα 1962, σ.160, εικ.53).
20. Άγιος Αθανάσιος (14ος αι.) εις Lesak Β. Μακεδονίας. Α. Deroko, Monumentalna i dekorativna arhitektura u crednjevekovnoj Srbiji, Βελιγράδι 19622, εικ. 253. Ναός Κερασιάς Ροδόπης, Ν. Ζήκος, ό.π., όπου ο ευρύτερος της εγκάρσιάς κεραίας νάρθηκας εκπροσωπεί μια δεύτερη οικοδομική φάση και εξαφανίζει τα εκατέρωθεν του δυτικού σκέλους διαμερίσματα.
21. Ζωοδόχος Πηγή Ωρικού: Α. Meksi, Restaurimi i kishës së Marmiroit, Monumentet 2 (1971), σ.73-83, πίν. Ι- ΙΙΙ, ο ίδιος, Αρμός, Β' (βλ. υποσημ. 34), εικ.1-2. Παναγία Zvernec: ο ίδιος, Monumentet 10 (1975) (βλ. υποσημ. 34), σ.77-78, πίν.V, ο ίδιος, Αρμός, Β' εικ.3-4.
22. Παναγία Zvernec, βλ. υποσημ.34.
23. Δημοσίευση του μνημείου: Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.51-56,193 και σποραδικά. Για τις πρόσφατες εργασίες: Β. Παπαδοπούλου, Κορωνησία, Ναός Γενεσίου Θεοτόκου, ΑΔ45 (1990), Χρονικά, σ.259-60.
24. Τα μνημεία με την ιδιαιτερότητα αυτή σχολιάζουν ο Βοκοτόπουλος, Πλατάνι, σ.391-2 και ο Μουτσόπουλος, Καστοριά, σ.40-69. Παρεμφερή περίπτωση (όπου τα προβλήματα είναι βασικά τα ίδια), αποτελεί ο Άγιος Νικόλαος κοντά στη Λάρυμνα, στον οποίο το δυτικό σκέλος του τρίκογχου και ο ισοπλατής προς αυτό νάρθηκας είναι διευρυμενα χωρίς όμως το πλάτος του κυρίως ναού, Μπούρας, Λάρυμνα, 1239-53.
25. Βοκοτόπουλος, Πλατάνι, σ.391-2.
26. Α. Ξυγγόπουλος, Έρευναι εις τα βυζαντινά μνημεία των Σερρών,Θεσσαλονίκη1965,σ.634,εικ.29. Ν. Μουτσόπουλος, ό.π., εικ.69.
27. Α. Deroko, ό.π., εικ.253.
28. Ο Βοκοτόπουλος (Πλατάνι, σ.391-2), ο Μουτσόπουλος (ό.π., σ.40-69) και ο X. Μπούρας (ό.π., σ.1251-2) αξιολογούν τις διάφορες λύσεις.
29. Μπούρας, Λάρυμνα, σ.1239-41.
30. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.137-8.
31. Δύο κόγχες στον ανατολικό τοίχο του έχει μόνον ο μεταγενέστερος νάρθηκας στο ναό της Κερασιάς Ροδόπης· Ν. Ζήκος, ό.π. Για τις κόγχες στον ανατολικό τοίχο της εγκάρσιας κεραίας: Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.108- 9 και ο ίδιος. Αγία Παρασκευή, σ.52. Υπάρχουν ακόμη και σε ναούς της κεντρικής Μικράς Ασίας, W. Ramsay- G. Bell, The Thousand and One Churches. Λονδίνο 1909, εικ.181, 290, 297. Κόγχες στο δυτικό τοίχο (βλ. Βοκοτόπουλος, Αγία Παρασκευή, σ.52) του δυτικού σκέλους έχει ο ναός της Κερασιάς (Ν. Ζήκος, ό.π.). Στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα της προηγούμενης εκκλησίας διαμορφώνονται δύο κόγχες (άλλο άπαξ -και αυτό μεχρι στιγμής).
32. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.109 και ο ίδιος, Αγ. Παρασκευή, σ.52.
33. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.151 ο ίδιος, Αγ. Παρασκευή, σ.52.
34. X. Μπούρας, Βυζαντινές «αναγεννήσεις» και η αρχιτεκτονική του 11ου και 12ου αιώνος, ΔΧΑΕ, περ.Δ-τ.Ε' (1969), σ. 262 και ο ίδιος, Η Παλαιοπαναγιά στη Μανωλάδα, ΕΕΠΣΑΠΘ,Δ' (1969),σ.254.
35. D. Hayer, Saint Georges près de Skala (Laconie), ΔΧΑΕ, περ. Δ- τ. IB' (1984), σ.270, 284-5. Στ. Μαμαλούκος, Θεολόγος, σ.428-30. Βοκοτόπουλος, Πλατάνι, σ.393. X. Μπούρας, Λάρυμνα (βλ. υποσημ. 4), σ.1252. Εδώ ο συνδυασμός δεν χρησιμοποιείται για να εξαρθεί η επιμελημένη λιθοδομή που βρίσκεται ψηλότερα.
36. Π. Βοκοτόπουλος, Περί την χρονολόγησιν του εν Κερκύρα ναού των Αγίων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου, ΔΧΑΕ, περ.Δ-τ.Ε' (1969), σ.162 (εφεξής Βοκοτόπουλος, Περί την χρονολόγησιν). Ο ίδιος, Άγιος Δημήτριος Ήλιδος, ΑΔ 24 (1969), Μελέτες, σ.210. X. Μπούρας, Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων Λιγουριού Αργολίδος, ΔΧΑΕ, περ. Δ -τ.Ζ' (1974), σ.10.
37. Προχείρως:Παλαιοπαναγιά, Αγία Μονή, Μέρμπακας, Χώνικας, Βλαχέρναι Ηλείας(αρχών13ου αι.), Άγιος Χαράλαμπος Καλαμάτας-αετώματα- (α' μισό 13ου αι.), Άγιοι Απόστολοι και Άγιος Κωνσταντίνος και Ελένη Καλαμάτας, Σαμαρίνα.
38. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ. 164. Ο ίδιος, Αγία Παρασκευή,σ.52, ο ίδιος,Πλατάνι, σ.395.
39. Βοκοτόπουλος, Περί την χρονολόγησιν, σ.163. Ο ίδιος, Αγία Παρασκευή, σ.52-54.
40. Γενικά για το θέμα: Γ. Δη μητροκάλλη ς, Παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί μαίανδροι, Αθήναι 1982, και ειδικά για τον τύπο της Μεταμορφώσεως βλ. προχείρως ό.π., σ. 33-39. Στ. Μαμαλούκος, ό.π., σ.433-4. Κ. Τσουρής, ό.π., σ.157-62.
41. Βελένης, Ερμηνεία, σ.176-9.
42. Ό.π.,σ.177-8.
43. Ό.π.,σ.182-6.
44. Ό.π.,σ.184 (υποσημ.2).
45. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ144. Ν. Μουτσόπουλος, ό.π., κυρίως σ.461-7, αλλά και σποραδικά. Κ. Τσουρής, ό.π., σ.144-5.
46. Βοκοτόπουλος, Πλατάνι, σ.394, 402.
47. Ό.π., σ. 394. Στ. Μαμαλούκος, ό.π., σ.430-2. Α. Ορλάνδος, Άγνωστος βυζαντινός ναός της Αακωνίας, Ελληνικά 15 (1957), σ.91.
48. X. Μπούρας, Συμπληρωματικά στοιχεία για έναν κατεστραμμένο ναό της Βοιωτίας, ΔΧΑΕ, περ. Δ-τ.Δ' (1964-1965), σ.240. Για τα μνημεία της Καστοριάς: Ν. Μουτσόπουλος, ό.π. σποραδικά. Λάμποβο, Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, πίν.55. Άγιοι Θεόδωροι Σερβίων, Α. Ξυγγόπουλος. Τα μνημεία των Σερβίων, Αθήναι 1957, πίν.12. Άγιος Νικόλαος στους Μολιγκάτες Κυθήρων, ΑΔ 20 (1965), Χρονικά, Πίν. 188β.
49. Μπούρας, ό.π., σ.242. Βοκοτόπουλος, Περί την χρονολόγησιν, σ.164. Ο ίδιος, Αρχιτεκτονική, σ. 169-70. Στ. Μαμαλούκος, ό.π., σ.421, 438. Βοκοτόπουλος, Πλατάνι, σ.393-4.
50. Βελένης, Ερμηνεία, σ.22-24, 42-43.
51. Η ποιότητα των κατασκευών εν γένει, η επιμελημένη λάξευση των λίθων, οι πλίνθοι με τις εγκοπές, τα λίθινα γείσα και πλαίσια παραθύρων, spolia σε ιδιότυπη χρήση. Από τις μελέτες του X. Μπούρα για την αρχιτεκτονική της περιόδου γενικώς βλ. ενδεικτικά: Βυζαντινές «αναγεννήσεις» και η αρχιτεκτονική του 11ου και Που αιώνος, ΔΧΑΕ, περ. Δ-τ. Ε' (1969), σποραδικά. Η Παλαιοπαναγιά στην Μανωλάδα, ΕΕΠΣΑΠΘ, Δ' (1969), σ.255-61. Η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα κατά τον 12ο μ.Χ. αιώνα, Διαλέξεις Κέντρου Νεοελληνικού Πολιτισμού, Αθήναι 1981, σ.94-101. Η φραγκοβυζαντινή εκκλησία της Θεοτόκου στο Ανήλιο (τ. Γκλάτσα) της Ηλείας, ΔΧΑΕ, περ.Δ- τ. ΙΒ' (1984), σ. 260- 2. Church Architecture in Greece around the Year 1200, Studenica et l’art byzantin autour de l’année 1200, Βελιγράδι 1988, σ.271-7. Φλιούς, Παναγία η Ραχιώτισσα, ΔΧΑΕ, περ.Δ- τ. ΙΣΤ' (1991-1992), σ. 44-66, όπου αναχρονολογείται στον 13ο αι. και η Κοίμηση του Μέρμπακα.