Το πήλινο τριποδικό ρυτό με πλαστικές κεφαλές ταύρου και δύο ελαφιών ήρθε στο φως από τον καθηγητή Σπ. Μαρινάτο το 1953 κατά την ανασκαφή του θαλαμωτού τάφου Αγγελοπούλου 6 στα Βολιμίδια Μεσσηνίας1. Το αγγείο2 βρέθηκε στην κορυφή σωρού περίπου πενήντα μυκηναϊκών αγγείων (Μαρινάτος 1956) μεταξύ των οποίων αναγνωρίζονται ψευδόστομοι αμφορείς, θήλαστρα, φλασκιά, κύλικες, αλάβαστρα, πιθαμφορείς και πρόχοι, που χρονολογούνται στους ΥΕ ΙΙΙΑ1- Α2 και ΥΕ ΙΙΙΒ1 χρόνους3.
Περιγραφή
Το αγγείο φυλάσσεται στο Μουσείο Χώρας Τριφυλίας με αριθμό ευρετηρίου (ΜΧ) 255. Η εξωτερική επιφάνεια είναι αποκρουσμένη κατά τόπους, ιδιαίτερα στην λαβή κατά το άνω τμήμα της, την κοιλιά και τα πόδια. Έχει συγκολληθεί στη ρίζα του λαιμού του αγγείου και του λαιμού του ενός ελαφιού. Συμπληρωμένο σε τμήματα του χείλους και στο άνω τμήμα της λαβής.
Το ύψος του αγγείου είναι 0,22μ, το ύψος του λαιμού 0,135μ, το ύψος που λαιμού των πλαστικών προτομών είναι 0,03μ., το ύψος των ποδιών είναι 0,025μ, η μεγίστη διάμετρος του αγγείου υπολογίζεται σε 0,13 μ, τη διάμετρος του στομίου είναι 0,074μ. και τη διάμετρος της βάσῃς 0,045μ. Είναι κατασκευασμένο από πηλό σχετικά καθαρό με λίγες προσμίξεις, λεπτής υφής, υποκίτρινο (Munsell 10YR 8/2). Το επίχρισμα είναι όμοιο και η βαφή θαμπή καστανέρυθρη (Munsell 2,5YR 4/8), απολεπισμένη κατά τόπους στον λαιμό εσωτερικά, στη διακόσμηση της κοιλιάς και στα πόδια. Η όπτηση του αγγείου είναι σχετικά ομοιογενής και η επιφάνειά του κατά τόπους φθαρμένα.
Ο τύπος του αγγείου είναι μοναδικός στο σχηματολόγιο της αιγιακής κεραμικής. Το στόμιο είναι ελλειψοειδές με χείλος οριζόντιο πεπλατυσμένο, καμπυλόμενο προς τα κάτω, καμπύλας διατομής και λαιμό υψηλό ευρύ, κυλινδρικό με πλαστική ταινία στα 2/3 του ύψους του, πάνω από την οποία αναδιπλώνεται. Η λαβή είναι ελλειπτικής διατομής, προσαρτημένη κάθετα από το επίπεδο αναδίπλωσης του λαιμού στο μέσον του ώμου, και σε απόσταση 0,03μ. από τη ρίζα του λαιμού. Το σώμα του αγγείου είναι πιεσμένο σφαιρικό/ ελαφρώς αμφικωνικό, με τη μεγαλύτερη διάμετρο περίπου στο μέσον του ύψους, και βάση επίπεδη με ελαφρώς έκκεντρη οπή. Τρία χαμηλά πόδια ελλειψοειδούς διατομής προσαρτώνται ακτινωτά στη βάση του αγγείου. Στον ώμο αμέσως κάτω από την ένωσή του με τον λαιμό φύονται τρεις πλαστικές προτομές ζώων, με ελαφρώς λοξή φορά ως προς τον κατακόρυφο άξονα του αγγείου.
Οι δύο προτομές των ελαφιών, είναι διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, ενώ αυτή του ταύρου βρίσκεται απέναντι από τη λαβή. Η κολουροκωνική κεφαλή του ταύρου φέρει μακριά κέρατα, που κυρτώνονται προς τον λαιμό του αγγείου και ορθώνονται κατακόρυφα. Εκφύσεις αυτιών δεν αποδίδονται. Τα εξογκωμένα μάτια του ζώου τονίζονται με κύκλους και στικτό κέντρο που αποδίδει την κόρη. Το ρύγχος σχηματίζεται ομαλά και καταλήγει σε επίπεδη επιφάνεια, χωρίς απόδοση στόματος, ενώ ο λαιμός είναι ευρύς και υψηλός. Στο μέτωπο του ταύρου σχηματίζεται οπή, όπως και στις άλλες δύο προτομές.
Η προτομή ελαφιού στα αριστερά του ταύρου έχει μακριά πριονωτά κέρατα με φορά προς τα πίσω και προς τα άνω, εφαπτόμενα στον λαιμό του αγγείου. Αυτά δεν αποδίδονται, οι κοιλότητες των οφθαλμών δηλώνονται και εδώ γραπτώς με κύκλους, ενώ οι βολβοί είναι εξογκωμένοι με στιγμή στο κέντρο. Το ρύγχος είναι σωληνωειδές, λεπτότερο από αυτό του ταύρου και καταλήγει μπροστά σε επίπεδη επιφάνεια. Ο λαιμός είναι λεπτός, κυλινδρικός. Πανομοιότυπη είναι και η προτομή ελαφιού στα δεξιά του ταύρου με μοναδική διαφορά στα κέρατα που είναι χαμηλότερα και έχουν φορά προς τα πίσω.
Η άνω επιφάνεια του χείλους κοσμείται με επάλληλες εγκάρσιες κυματοειδείς γραμμές που εκφυλίζονται σε αμείβοντες. Εξωτερικά ο λοιμός είναι ολόβαφος στο άνω τμήμα του μέχρι τον πλαστικό δακτύλιο, και άγραφος από το επίπεδο ως πλαστικής ταινίας μέχρι τη βάση του. Δύο ισοπαχείς ταινίες απαντούν χαμηλά και στη ρίζα του λαιμού, ανάμεσά τους υπάρχουν στιγμές σε οριζόντια διάταξη. Εγκάρσιες γραμμές κοσμούν τη ράχη της λαβής, ενώ γραπτός δακτύλιος περιγράφει τη ρίζα της. Εξωτερικά, η διακόσμηση ορίζεται από ταινίες που περιτρέχουν οριζόντια το σώμα του αγγείου, ζεύγος στο επίπεδο της ρίζας της λαβής, πάνω και κάτω από το επίπεδο της μεγίστης διαμέτρου και άλλη ταινία χαμηλά κοντά στη βάση. Στην πρώτη και πλατύτερη ζώνη που απολήγει στο επίπεδο της ρίζας της λαβής απαντούν επάλληλες πυκνές κυματοειδείς γραμμές σε κατακόρυφη διάταξη που εκφυλίζονται εκατέρωθεν της λαβής σε αμείβοντες. Το θέμα των κυματοειδών γραμμών επαναλαμβάνεται στη δεύτερη ζώνη πάνω ακριβώς από το επίπεδο της μέγιστης διαμέτρου.
Στην τρίτη ζώνη εναλλάσσονται μετόπες που ορίζονται με κατακόρυφες γραμμές. Οι μετόπες διακοσμούνται με επάλληλες κυματοειδείς γραμμές σε κατακόρυφη διάταξη, σειρές στιγμών και κύματος, κυματοειδή γραμμή με διπλό περίγραμμα σε οριζόντια διάταξη και δικτυωτό. Στην τέταρτη ζώνη απαντά πυκνό δικτυωτό με λεπτή διαγράμιση και στην τελευταία ζώνη αντίρροπες ομάδες από ενάλληλες κυματοειδείς γραμμές σε κατακόρυφη διάταξη. Τα πόδια είναι ολόβαφα. Δακτύλιοι απαντούν γύρω από τα κέρατα του ταύρου και κυματοειδείς γραμμές στο κεφάλι και τον λαιμό του. Με κυματοειδείς γραμμές κοσμούνται επίσης τα κέρατα και το κεφάλι των ελαφιών, ενώ με στιγμές ο λαιμός τους. Ταινία περιγράφει τη βάση του λαιμού των ζώων.
Σχήμα-χρονολόγηση
Το σώμα του ρυτού MX 235/τ.Αγγ.6-7 είναι τροχήλατο. Το σφαιρικό/αμφικωνικό σχήμα με την επίπεδη βάση και τον υψηλό λαιμό θυμίζει τους σφαιρικούς ψευδόστομους αμφορείς και τα αμφορίδια των YE ΙΙΙΑ2 χρόνων4. Το σχήμα του λαιμού είναι ασυνήθιστο και ίσως υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να είναι υψηλότερος από τα κέρατα των ζώων. Αφού κολλήθηκε ο λαιμός, προστέθηκαν οι συμπαγείς προτομές των ζώων, οι οποίες είναι πλασμένες στο χέρι. Η εκτέλεση της διακόσμησης δεν είναι ιδιαίτερα προσεγμένη. Ο χρωστήρας έχει χρησιμοποιηθεί αδέξια, τόσο για το πάχος των γραμμών όσο και για την απόδοση των καμπυλών, ενώ διακρίνονται εμφανώς τα σημεία από όπου άρχιζε ή τελείωνε η πινελιά. Τα γραμμικά διακοσμητικά θέματα είναι επιπόλαια στην απόδοσή τους, ενώ το ενδιαφέρον του αγγειοπλάστη φαίνεται να στράφηκε στο πλάσιμο των προτομών. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα λεπτοδουλεμένες και φυσιοκρατικές θυμίζουν περισσότερο ανάλογα μυκηναϊκά ζωόμορφα ειδώλια (βλ. παρακάτω).
Ως βασικό διακοσμητικό θέμα του αγγείου εμφανίζονται οι κυματοειδείς γραμμές. Κατακόρυφες κυματοειδείς γραμμές FM 53:13 5 σε πυκνά επάλληλα βραχέα τμήματα απαντούν για παράδειγμα στους δίσκους και τον ώμο των YE ΙΙΙΑ1-Α2 ψευδόστομων αμφορέων MX 325/τ. Αγγ.4-3, MX 200/τ.Αγγ.6-5, MX 208/τ.Αγγ.6-18, και τον ώμο του YE Ι1ΙΑ1 αρτόσχημου αλάβαστρου MX 29/τ.Βορ.5-5 Ενδεικτικώς απαντούν ακόμα σε τμήματα YE ΙΙ1Α1 φλασκιού6 και ρυτού7 από τα Νιχώρια, τον ώμο YE ΙΙΙΑ2 θηλάστρου από τη θέση Βάλτα Καστράκι8, ενώ κατά ομάδες διακοσμούν YE ΙΙΙΑ1 τρίωτη λεκανίδα από το θαλαμωτό τάφο Ε-6 του Εγκλιανού9. Το δικτυωτό FM 57:2 10 είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα θέματα της ΥΕ ΜΙΑ μεσσηνιακής κεραμικής. Διακοσμεί αγγεία πολλών σχημάτων από τα Βολιμίδια, όπως ενδεικτικώς τον ώμο των YE ΙΙΙΑ1-Α2 αλάβαστρων MX 193/τ. Αγγ.6-1, MX 107/τ.Αγγ.8-9, MX 86/τ.Βορ.3-8, MX 25/τ.Βορ.5-8, MX 26/τ.Βορ.5-9, MX 764/τ.Βορ. 7-3, MX 783/τ. Κεφ.2-9, καθώς και του YE ΙΙΙΑ2/Β1 ψευδόστομου αμφορέα MX 115/τ. Αγγ.8-21 και των πιθαμφορέων MX 105/τ. Bop.4-5, MX 28/τ.Βορ.5-4, MX 327/τ.Αγγ.4-13, MX 328/τ.Αγγ.4 11. Η εκφυλισμένη απόδοση του συνεχούς κύματος FM 32:5 12 σαν ολόβαφα τρίγωνα κατά σειρά, συχνά με καμπύλη κορυφή, απαντά συχνά εκτός από την YE ΙΙΙΑ2 Μεσσηνία, στη Λακωνία13 και την Ηλεία14. Στα Βολιμίδια ενδεικτικώς το θέμα διακοσμεί κυρίως YE ΙΙΙΑ2 αρτόσχημα αλάβαστρα, όπως τα MX 197/τ. Αγγ.6-20, MX 196/τ.Αγγ.6-23, MX 695/τ.Αγγ.10-1. Στιγμές FM 41:6 15 κατά σειρά σε οριζόντια διάταξη απαντούν στον ώμο του YE ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 πιθαμφορέα MX 170/τ.Αγγ.7-1 και του YE ΙΙΙΑ1 κυλινδρικού αλάβαστρου MX 194/τ.Αγγ.6-14 16. Αμείβοντες FM 58:23 17 με τη μορφή κατακόρυφης ή οριζόντιας σειράς ομόρροπων ενάλληλων γωνιών ίσου πλάτους, ενδεικτικώς χρησιμοποιούνται στον ώμο των ψευδόστομων αμφορέων MX 166/τ.Αγγ.7-13, MX 70/τ.Βορ.1-5, MX 92/τ.Bop.3-11 και των αλαβάστρων MX 155/τ. Αγγ.7-5 και MX 27/τ. Bop.5-16 των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων, ενώ το ίδιο θέμα απαντά και στο χείλος YE ΙΙΙΑ2 λεκανίδας από τα Νιχώρια18. Διακόσμηση της ράχης της λαβής με εγκάρσιες γραμμές απαντά για παράδειγμα στον YE 1ΙΙΑ1 ψευδόστομο αμφορέα MX 200/τ.Αγγ.6-5, στα YE ΙΙΙΑ2 θήλαστρα MX 210/τ.Αγγ.6-29, MX 236/τ.Αγγ.6-30, MX 187/τ.Αγγ.7-21, MX 190/τ.Αγγ.7-4, MX 116/τ.Αγγ.8-2, MX 98/τ.Βορ.3-7, MX 101/τ.Βορ.4-2, MX 771h. Κεφ.2-6 και στον πιθαμφορέα MX 1/τ.Βορ.5-13.
ΕΛΕΝΑ Γρ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ: Η ΥΣΤΕΡΟΕΛΛΑΔΙΚΗ ΙΙΙΑ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΒΟΛΙΜΙΔΙΩΝ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Οι δύο προτομές των ελαφιών, είναι διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, ενώ αυτή του ταύρου βρίσκεται απέναντι από τη λαβή. Η κολουροκωνική κεφαλή του ταύρου φέρει μακριά κέρατα, που κυρτώνονται προς τον λαιμό του αγγείου και ορθώνονται κατακόρυφα. Εκφύσεις αυτιών δεν αποδίδονται. Τα εξογκωμένα μάτια του ζώου τονίζονται με κύκλους και στικτό κέντρο που αποδίδει την κόρη. Το ρύγχος σχηματίζεται ομαλά και καταλήγει σε επίπεδη επιφάνεια, χωρίς απόδοση στόματος, ενώ ο λαιμός είναι ευρύς και υψηλός. Στο μέτωπο του ταύρου σχηματίζεται οπή, όπως και στις άλλες δύο προτομές.
Η προτομή ελαφιού στα αριστερά του ταύρου έχει μακριά πριονωτά κέρατα με φορά προς τα πίσω και προς τα άνω, εφαπτόμενα στον λαιμό του αγγείου. Αυτά δεν αποδίδονται, οι κοιλότητες των οφθαλμών δηλώνονται και εδώ γραπτώς με κύκλους, ενώ οι βολβοί είναι εξογκωμένοι με στιγμή στο κέντρο. Το ρύγχος είναι σωληνωειδές, λεπτότερο από αυτό του ταύρου και καταλήγει μπροστά σε επίπεδη επιφάνεια. Ο λαιμός είναι λεπτός, κυλινδρικός. Πανομοιότυπη είναι και η προτομή ελαφιού στα δεξιά του ταύρου με μοναδική διαφορά στα κέρατα που είναι χαμηλότερα και έχουν φορά προς τα πίσω.
Η άνω επιφάνεια του χείλους κοσμείται με επάλληλες εγκάρσιες κυματοειδείς γραμμές που εκφυλίζονται σε αμείβοντες. Εξωτερικά ο λοιμός είναι ολόβαφος στο άνω τμήμα του μέχρι τον πλαστικό δακτύλιο, και άγραφος από το επίπεδο ως πλαστικής ταινίας μέχρι τη βάση του. Δύο ισοπαχείς ταινίες απαντούν χαμηλά και στη ρίζα του λαιμού, ανάμεσά τους υπάρχουν στιγμές σε οριζόντια διάταξη. Εγκάρσιες γραμμές κοσμούν τη ράχη της λαβής, ενώ γραπτός δακτύλιος περιγράφει τη ρίζα της. Εξωτερικά, η διακόσμηση ορίζεται από ταινίες που περιτρέχουν οριζόντια το σώμα του αγγείου, ζεύγος στο επίπεδο της ρίζας της λαβής, πάνω και κάτω από το επίπεδο της μεγίστης διαμέτρου και άλλη ταινία χαμηλά κοντά στη βάση. Στην πρώτη και πλατύτερη ζώνη που απολήγει στο επίπεδο της ρίζας της λαβής απαντούν επάλληλες πυκνές κυματοειδείς γραμμές σε κατακόρυφη διάταξη που εκφυλίζονται εκατέρωθεν της λαβής σε αμείβοντες. Το θέμα των κυματοειδών γραμμών επαναλαμβάνεται στη δεύτερη ζώνη πάνω ακριβώς από το επίπεδο της μέγιστης διαμέτρου.
Στην τρίτη ζώνη εναλλάσσονται μετόπες που ορίζονται με κατακόρυφες γραμμές. Οι μετόπες διακοσμούνται με επάλληλες κυματοειδείς γραμμές σε κατακόρυφη διάταξη, σειρές στιγμών και κύματος, κυματοειδή γραμμή με διπλό περίγραμμα σε οριζόντια διάταξη και δικτυωτό. Στην τέταρτη ζώνη απαντά πυκνό δικτυωτό με λεπτή διαγράμιση και στην τελευταία ζώνη αντίρροπες ομάδες από ενάλληλες κυματοειδείς γραμμές σε κατακόρυφη διάταξη. Τα πόδια είναι ολόβαφα. Δακτύλιοι απαντούν γύρω από τα κέρατα του ταύρου και κυματοειδείς γραμμές στο κεφάλι και τον λαιμό του. Με κυματοειδείς γραμμές κοσμούνται επίσης τα κέρατα και το κεφάλι των ελαφιών, ενώ με στιγμές ο λαιμός τους. Ταινία περιγράφει τη βάση του λαιμού των ζώων.
Σχήμα-χρονολόγηση
Το σώμα του ρυτού MX 235/τ.Αγγ.6-7 είναι τροχήλατο. Το σφαιρικό/αμφικωνικό σχήμα με την επίπεδη βάση και τον υψηλό λαιμό θυμίζει τους σφαιρικούς ψευδόστομους αμφορείς και τα αμφορίδια των YE ΙΙΙΑ2 χρόνων4. Το σχήμα του λαιμού είναι ασυνήθιστο και ίσως υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να είναι υψηλότερος από τα κέρατα των ζώων. Αφού κολλήθηκε ο λαιμός, προστέθηκαν οι συμπαγείς προτομές των ζώων, οι οποίες είναι πλασμένες στο χέρι. Η εκτέλεση της διακόσμησης δεν είναι ιδιαίτερα προσεγμένη. Ο χρωστήρας έχει χρησιμοποιηθεί αδέξια, τόσο για το πάχος των γραμμών όσο και για την απόδοση των καμπυλών, ενώ διακρίνονται εμφανώς τα σημεία από όπου άρχιζε ή τελείωνε η πινελιά. Τα γραμμικά διακοσμητικά θέματα είναι επιπόλαια στην απόδοσή τους, ενώ το ενδιαφέρον του αγγειοπλάστη φαίνεται να στράφηκε στο πλάσιμο των προτομών. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα λεπτοδουλεμένες και φυσιοκρατικές θυμίζουν περισσότερο ανάλογα μυκηναϊκά ζωόμορφα ειδώλια (βλ. παρακάτω).
Ως βασικό διακοσμητικό θέμα του αγγείου εμφανίζονται οι κυματοειδείς γραμμές. Κατακόρυφες κυματοειδείς γραμμές FM 53:13 5 σε πυκνά επάλληλα βραχέα τμήματα απαντούν για παράδειγμα στους δίσκους και τον ώμο των YE ΙΙΙΑ1-Α2 ψευδόστομων αμφορέων MX 325/τ. Αγγ.4-3, MX 200/τ.Αγγ.6-5, MX 208/τ.Αγγ.6-18, και τον ώμο του YE Ι1ΙΑ1 αρτόσχημου αλάβαστρου MX 29/τ.Βορ.5-5 Ενδεικτικώς απαντούν ακόμα σε τμήματα YE ΙΙ1Α1 φλασκιού6 και ρυτού7 από τα Νιχώρια, τον ώμο YE ΙΙΙΑ2 θηλάστρου από τη θέση Βάλτα Καστράκι8, ενώ κατά ομάδες διακοσμούν YE ΙΙΙΑ1 τρίωτη λεκανίδα από το θαλαμωτό τάφο Ε-6 του Εγκλιανού9. Το δικτυωτό FM 57:2 10 είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα θέματα της ΥΕ ΜΙΑ μεσσηνιακής κεραμικής. Διακοσμεί αγγεία πολλών σχημάτων από τα Βολιμίδια, όπως ενδεικτικώς τον ώμο των YE ΙΙΙΑ1-Α2 αλάβαστρων MX 193/τ. Αγγ.6-1, MX 107/τ.Αγγ.8-9, MX 86/τ.Βορ.3-8, MX 25/τ.Βορ.5-8, MX 26/τ.Βορ.5-9, MX 764/τ.Βορ. 7-3, MX 783/τ. Κεφ.2-9, καθώς και του YE ΙΙΙΑ2/Β1 ψευδόστομου αμφορέα MX 115/τ. Αγγ.8-21 και των πιθαμφορέων MX 105/τ. Bop.4-5, MX 28/τ.Βορ.5-4, MX 327/τ.Αγγ.4-13, MX 328/τ.Αγγ.4 11. Η εκφυλισμένη απόδοση του συνεχούς κύματος FM 32:5 12 σαν ολόβαφα τρίγωνα κατά σειρά, συχνά με καμπύλη κορυφή, απαντά συχνά εκτός από την YE ΙΙΙΑ2 Μεσσηνία, στη Λακωνία13 και την Ηλεία14. Στα Βολιμίδια ενδεικτικώς το θέμα διακοσμεί κυρίως YE ΙΙΙΑ2 αρτόσχημα αλάβαστρα, όπως τα MX 197/τ. Αγγ.6-20, MX 196/τ.Αγγ.6-23, MX 695/τ.Αγγ.10-1. Στιγμές FM 41:6 15 κατά σειρά σε οριζόντια διάταξη απαντούν στον ώμο του YE ΙΙΒ/ΙΙΙΑ1 πιθαμφορέα MX 170/τ.Αγγ.7-1 και του YE ΙΙΙΑ1 κυλινδρικού αλάβαστρου MX 194/τ.Αγγ.6-14 16. Αμείβοντες FM 58:23 17 με τη μορφή κατακόρυφης ή οριζόντιας σειράς ομόρροπων ενάλληλων γωνιών ίσου πλάτους, ενδεικτικώς χρησιμοποιούνται στον ώμο των ψευδόστομων αμφορέων MX 166/τ.Αγγ.7-13, MX 70/τ.Βορ.1-5, MX 92/τ.Bop.3-11 και των αλαβάστρων MX 155/τ. Αγγ.7-5 και MX 27/τ. Bop.5-16 των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων, ενώ το ίδιο θέμα απαντά και στο χείλος YE ΙΙΙΑ2 λεκανίδας από τα Νιχώρια18. Διακόσμηση της ράχης της λαβής με εγκάρσιες γραμμές απαντά για παράδειγμα στον YE 1ΙΙΑ1 ψευδόστομο αμφορέα MX 200/τ.Αγγ.6-5, στα YE ΙΙΙΑ2 θήλαστρα MX 210/τ.Αγγ.6-29, MX 236/τ.Αγγ.6-30, MX 187/τ.Αγγ.7-21, MX 190/τ.Αγγ.7-4, MX 116/τ.Αγγ.8-2, MX 98/τ.Βορ.3-7, MX 101/τ.Βορ.4-2, MX 771h. Κεφ.2-6 και στον πιθαμφορέα MX 1/τ.Βορ.5-13.
Η διακόσμηση των πλαστικών προτομών με κυματοειδείς ταινίες κατά μήκος θυμίζει ανάλογη διακόσμηση των μυκηναϊκών ζωόμορφων ειδωλίων των YE ΙΙΙΑ1-2 χρόνων19. Η διακόσμηση του λαιμού των ελαφιών με στιγμές βρίσκει παράλληλα στις ΥΚ I τοιχογραφίες της Κέας και της Δυτικής Οικίας του Ακρωτηρίου και την YM III τοιχογραφία από την Αγία Τριάδα20. Με βάση τα παραπάνω παραδείγματα το αγγείο εντάσσεται στην τοπική κεραμική παραγωγή και πρέπει να χρονολογηθεί στην YE ΙΙΙΑ2 περίοδο.
Τυπολογία
Πλαστικές προτομές και ανάγλυφες μορφές ταύρων απαντούν στη μινωική αγγειοπλαστική ήδη από την πρώιμη Χαλκοκρατία, αν και τα δείγματα είναι λιγότερα από τα πλαστικά αποδοσμένα πρόβατα, τα κατσίκια και τους αιγάγρους21. Στη συλλογή Μητσοτάκη περιλαμβάνεται ΠΜ II τριποδική πυξίδα, με πόδια που απολήγουν άνω σε κεφαλή ταύρου22. Από το Σπήλαιο των Καμαρών προέρχεται θραύσμα κυπέλλου με πλαστική προτομή ταύρου που φέρει καστανά στίγματα στο μέτωπο23. Ανάγλυφη προτομή ταύρου με εγχαράξεις για τη δήλωση του τριχώματος απαντά στον ώμο MM ΙΙΙ/ΥΜ ΙΒ πίθου από την Τύλισο24. Υπόλευκη μορφή ταύρου σε χαμηλό ανάγλυφο με επίθετο κόκκινο χρώμα απαντά σε καδόσχημο αγγείο καμαραϊκού ρυθμού από το ιερό στα Ανεμόσπηλια25, ενώ από τον Χρυσόλακκο των Μαλίων, προέρχεται τμήμα αγγείου με δύο ανάγλυφους ταύρους με λευκό χρώμα στο σχήμα του ιπτάμενου καλπασμού, κάτω ακριβώς από το χείλος26. Από την οικία Ζβ1 των Μαλίων προέρχεται ΜΜ ΙΙ-ΙΙΙ ραμφόστομη πρόχους με τρία βουκράνια τοποθετημένα συμμετρικά στον ώμο27. Στο χείλος μόνωτου κυπέλλου με κατακόρυφη κυλινδρική λαβή και σωληνωτή πρόχυση από τις Αρχάνες αποδίδονται πλαστικά πέντε διπλά κέρατα καθοσίωσης28. Ανάγλυφα βουκράνια εναλλασσόμενα με ρόδακες απαντούν σε τεμάχια YM III πίθων από το Δικταίο Άντρο29, ενώ πήλινα κέρατα ταύρων, ίσως από σκύφους, έχουν βρεθεί σε τάφους στην περιοχή Μεραμπέλου30. Επιπλέον από το Quartier Mu των Μαλίων προέρχεται θραύσμα λαβής των MM II χρόνων που πλαισιώνεται με κέρατα ταύρου, καθώς και δύο τμήματα MM II προχοών που κοσμούνται με ταυροκεφαλές31, ενώ από την Πραισό προέρχεται πήλινο κεφάλι ταύρου με εγχάρακτη διακόσμηση, ίσως αρχικά προσαρτημένο σε κάλυμμα YM III λάρνακας32. Ανάγλυφη προτομή ταύρου κοσμεί σωληνοειδές σκεύος που ανευρέθηκε στο ιερό με θρανίο στη θέση Καννιά33, μαζί με άλλα ευρήματα των YM ΙΙΙΒ χρόνων. Αξιοσημείωτο είναι ένα παράδειγμα ΥΜ ΙΙΙΑ2/Β τριπλού σκεύους, από τον τάφο ΙΒ' της Μυρσίνης, αποτελούμενου από μια ευρύστομη πρόχου συνδεόμενη στο ύψος της κοιλιάς μέσω διπλού σωληνίσκου με δυο προχόίδια διακοσμημένα με πλαστικές ταυροκεφαλές και πτηνά34. Από την οικία του Σιτοβολώνα στις Μυκήνες προέρχεται λαβή διακοσμημένη με πήλινη προτομή ταύρου35, ενώ κάτω από την κάθε λαβή του ΥΕ ΙΙΙΓ «Κρατήρα των Πολεμιστών» από τις Μυκήνες είχε προσαρτηθεί ανά μια κεφαλή ταύρου με γραπτή απόδοση των χαρακτηριστικών του36. Αγγεία με επίθετη πλαστική διακόσμηση απαντούν συχνά στην Ροδομυκηναϊκή κεραμική37 καθώς και τη σύγχρονη κεραμική της Κύπρου38 και της ΝΑ Μεσογείου39. Από το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Πυλώνας Ρόδου40 προέρχεται κωνικό ρυτό των YE ΙΙΙΑ2 χρόνων που διακοσμείται με εικονιστική παράσταση «Δεσπότη Θηρών» και ολόγλυφο βουκράνιο στην αντίθετη πλευρά της λαβής. Τα ελαφρώς εξογκωμένα μάτια του ζώου τονίζονται με ομόκεντρους κύκλους, ενώ στο μέτωπο και το ρύγχος υπάρχουν ενάλληλα καμπύλα γραμμίδια. Στην κάθε όψη YE ΙΙΙΑ2 τριποδικού αγγείου με μεγάλη τοξωτή λαβή από τη Λάρδο της Ρόδου έχουν αποδοθεί πλαστικά δύο ταυροκεφαλές και ανάμεσά τους ανθρώπινη μορφή με τα χέρια σε έκταση41. Σε YM ΙΙΙΑ2/Ι1ΙΒ ρυτό από την Κάρπαθο πλαστική προτομή ταύρου έχει προσαρμοστεί απέναντι από τη λαβή42. Ολόγλυφο βουκράνιο φέρουν τέσσερα ρυτά διακοσμημένα με κυπριακή τεχνική που έχουν βρεθεί στη Ras Shamra και τη Minet el-Beida της Συρίας43. Τα σκεύη αυτά μιμούνται τον μινωικό κωνικό τύπο και φέρουν οπή εκροής στη βάση, κοίλο λαιμό με πλαστικό δακτύλιο, μια κατακόρυφη δακτυλιόσχημη λαβή στον ώμο ή από το λαιμό στον ώμο και ένα ολόγλυφο κεφάλι ταύρου συμμετρικά και απέναντι από τη λαβή. Σε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις το στόμιο του σκεύους καλύπτεται με ηθμό44. Τα αγγεία φέρουν εγχάρακτη και ανάγλυφη διακόσμηση και τοποθετούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο45. Παρόμοια σκεύη, ίσως κυπριακής προέλευσης, βρίσκονται σε Μουσεία και Συλλογές του εξωτερικού46. Πλαστικές προτομές ταύρων απαντούν, τέλος, σε μια σειρά στεφανόμορφων σκευών του τέλους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού από την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο47. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το σκεύος του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης48, με προέλευση τη Ρόδο ή την Κύπρο. Στο δακτύλιο του σώζονται τέσσερα μικκύλα αγγεία (αμφορέας, δύο κρατήρες και η βάση ενός τέταρτου αγγείου) και ταυροκεφαλή με τρεις οπές στο ρύγχος, ενώ στην κορυφή της λαβής αποδίδεται πλαστικά πτηνό49.
Το μόνο μέχρι στιγμής γνωστό ρυτό σε σχήμα ελαφιού προέρχεται από τον τάφο IV του ταφικού Κύκλου A των Μυκηνών50. Έχει κατασκευαστεί από κράμα μολύβδου και αργύρου, φέρει μεγάλη οπή εισροής στον αυχένα και προέρχεται πιθανώς από την Μ. Ασία51. Τεμάχια πήλινης κεφαλής ελαφιού και πριονωτών κεράτων έχουν βρεθεί στο θολωτό τάφο III του Εγκλιανού και σύμφωνα με το C. Biegen52 ίσως προέρχονται από παρόμοιο αγγείο.
Στην ίδια παράδοση εγγράφονται και ορισμένα κυπριακά αγγεία που κοσμούνται με πλαστικές προτομές ελαφιού και χρολογούνται από την πρώιμη Χαλκοκρατία έως και την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου53.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το ρυτό των Βολιμιδίων δεν έχει σχέση με μια σπάνια κατηγορία ρυτών σε σχήμα πρόχου και τοποθετημένους κάθετα στον ώμο και το λαιμό δύο ή περισσότερους κοίλους δακτυλίους με πλαστικά αυτιά και μάτια54, όπως λανθασμένα πιστεύουν ορισμένοι μελετητές55.
Εικονογραφικοί συσχετισμοί
Το ελάφι. Οι παραστάσεις του στην αιγαιακή εικονογραφία και η παρουσία του στις πινακίδες της Πύλου
Στο προϊστορικό Αιγαίο απαντούν τρία είδη ελαφιών: το κόκκινο ελάφι, (έλαφος η ευγενής, Cervus elaphus), το ζαρκάδι ή δορκάς (Καπρέολος ο κοινός, Capreolus capreolus) και το πυρόξανθο ελάφι ("fallow deer", Dama dama η Cervus dama). To κόκκινο ελάφι56 ήταν το πιο διαδεδομένο, ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους57. Το αρσενικό, εξαιτίας του μεγέθους του και των εντυπωσιακών κεράτων με διακλαδώσεις, αποτελεί εξαιρετικό θήραμα. Το ζαρκάδι απαντά58 σε μικρό αριθμό ήδη από τη μεσολιθική περίοδο59 σε όλη την έκταση της ηπειρωτικής Ελλάδας και την Εύβοια60. Το πυρόξανθο ελάφι61 απαντά στους οικισμούς των Σιταγρών και του Καστανά62, ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους, ενώ αναγνωρίστηκε και σε ΥΕ ΙΙΙΒ και ΙΙΙΓ στρώματα της κάτω πόλης της Τίρυνθας. Μέχρι τα ευρήματα της Τίρυνθας το είδος εθεωρείτο εισηγμένο στο νότιο ελλαδικό χώρο, ενώ η απεικόνιση ελαφιών με στικτό δέρμα στην αιγαιακή τέχνη θεωρούνταν αποτέλεσμα ανατολικής επίδρασης63. Αν και η παραπάνω υπόθεση για το νότιο ελλαδικό χώρο δεν έχει αποδειχτεί, τα ελάφια που απαντούν στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου πρέπει να θεωρηθούν εισηγμένα, καθώς δεν ανευρίσκονται σε περιόδους προγενέστερες της ανθρώπινης κατοίκησης, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει αμφιβολία κατά πόσον μικρά νησιά διέθεταν τους φυσικούς πόρους για να θρέψουν γηγενείς πληθυσμούς ελαφιών64. Έτσι, σύμφωνα με τον C. Gable65, το κόκκινο ελάφι είχε μάλλον μεταφερθεί στο Ακρωτήρι από τους πρώτους κατοίκους του νησιού, υπόθεση που έχει γίνει και για την παρουσία του πυρόξανθου ελαφιού στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη66. Η παρουσία μόνο κεράτων ελαφιού σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα εμπορικών ανταλλαγών67. Στους ιστορικούς χρόνους οι Ρωμαίοι εισήγαγαν ελάφια σε νησιά της Μεσογείου68. Γνωρίζουμε ότι το πυρόξανθο ελάφι ζούσε στην Κρήτη μέχρι τους αυτοκρατορικούς χρόνους και μέχρι πριν από ένα αιώνα τουλάχιστον στην Πελοπόννησο και την Αττική69. Σήμερα το ζαρκάδι έχει την μεγαλύτερη εξάπλωση από τα τρία είδη, ενώ το κόκκινο και το πυρόξανθο ελάφι έχουν περιοριστεί στη χερσόνησο της Χαλκιδικής και το νησί της Ρόδου70.
Η πολλαπλή εκμετάλλευση του ζώου πρέπει να έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομία της εποχής: το κρέας και ενδεχομένως το γάλα του71 θα πλούτιζαν το διαιτολόγιο. Τα κέρατα72 και τα οστά του χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή εργαλείων73, ενώ το δέρμα εξίσου πολύτιμο74 χρησίμευε ίσως στην ενδυμασία και την υπόδηση.
Κέρατα από τα δύο χαρακτηριστικά πελοποννησιακά είδη, το κόκκινο ελάφι και το ζαρκάδι είχαν τοποθετηθεί σε θαλαμωτούς τάφους στην περιοχή του ανακτόρου του Εγκλιανού, στους θαλαμωτούς τάφους των Βολιμιδίων, ενώ οι δύο τύποι ελαφιών έχουν αναγνωριστεί και στα Νιχώρια75.
Το ελάφι είναι γνωστό, αν και όχι αρκετά συνηθισμένο στην αιγαιακή τέχνη76. Υιοθετήθηκε περισσότερο από τη μυκηναϊκή μεγάλη ζωγραφική, ίσως εξαιτίας της προτίμησης των Μυκηναίων στην απόδοση κυνηγετικών σκηνών77. Την πρώτη εμφάνιση του θέματος στη μνημειακή τέχνη αποτελούν τα ελάφια που εικονίζονται στη μικρογραφική ζωφόρο της Δυτικής Οικίας78 και σε μικρογραφική ζωφόρο από την Κέα79. Σε YM ΙΙΙΑ τοιχογραφία από την Αγία Τριάδα δύο αποσπασματικά σωζόμενα ελάφια με στικτό τρίχωμα οδηγούνται από γυναικεία μορφή σε υπαίθριο βωμό80. Ελάφια εικονίζονται και σε τοιχογραφία από την Τίρυνθα, ίσως ως τμήμα ευρύτερης κυνηγετικής σκηνής81. Στο ανάκτορο του Εγκλιανού ελάφια απεικονίζονται σε διάφορους χώρους του ανακτόρου82, συνήθως στον άνω όροφο, αλλά και σε εμφανή σημεία στην κύρια είσοδο του ανακτόρου, όπως στο εσωτερικό Πρόπυλο και τον νοτιοανατολικό τοίχο του Μεγάρου. Απαντούν σε σκηνή κυνηγιού, σε βωμό83, μαζί με γυναικείες μορφές και φυτά. Τέλος, ελάφια σε σειρά εμφανίζονται σε γραπτή στήλη από τις Μυκήνες84 της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου.
Το ελάφι δεν αποτέλεσε δημοφιλές θέμα του συνήθους θεματολογίου της μυκηναϊκής εικονιστικής κεραμικής. Χρησιμοποιείται μετά τα μέσα του -13ου αι.85, ίσως κάτω από την επίδραση της τοιχογραφική τέχνη του ανακτόρου της Τίρυνθας86. Περισσότερο δημοφιλές είναι το θέμα του ελαφιού στη σφραγιδογλυφία σε ολόκληρη την Χαλκοκρατία87. Η πρωιμότερη απεικόνισή του σε σφραγίδες88 από το νότιο θολωτό τάφο στη Σίβα χρονολογείται στην ΠΜ ΙΙΙ/ΜΜΙΑ περίοδο. Απαντά μόνο του, ιστάμενο89, καθιστά90 ή σε κίνηση91, ανά δύο εραλδικά ή αντωπά92 ή με σημαίνοντα παραπληρωματικά στοιχεία, όπως η οκτώσχημη ασπίδα93 και το ιερό δέντρο94. Ενίοτε εικονίζεται σε σκηνές κυνηγιού με λιοντάρια95, σκύλους96 και σε μια περίπτωση με ανθρώπινη μορφή97. Άλλοτε το κυνήγι έχει προηγηθεί και το ζώο κείτεται πληγωμένο με δόρυ98. Σε ορισμένα παραδείγματα θηλάζει το μικρό του99 ή στέκεται μαζί του100. Σπάνια εμφανίζεται σε παραστάσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Σε σφράγισμα από το ανάκτορο του Εγκλιανού διακρίνεται στην άνω ζώνη ανδρική μορφή ανάμεσα σε ζεύγος γρυπών και στην κάτω ζώνη ανδρική μορφή ανάμεσα σε ζεύγος ελαφιών101. Ζεύγος ελαφιών πλαισιώνει ανδρική μορφή σε σφράγισμα από τη Νότια Οικία των Μυκηνών102. Σε δύο άλλα παραδείγματα εικονίζονται κέρατα ελαφιού με ανθρώπινα μέλη103 2775, ενώ ασυνήθιστος είναι και ο κύλινδρος από τη Νέα Υόρκη104 με μινώταυρο, σφίγγα και σκηνή κυνηγιού με λιοντάρι και ελάφι. Κατά την Α. Σακελλαρίου105 στη σφραγιδογλυφία απεικονίζονται δύο τύποι ελαφιών, το κόκκινο και το πυρόξανθο. Το δεύτερο απεικονίζεται αποκλειστικά στις μινωικές σφραγίδες και σποραδικά στη μυκηναϊκή τέχνη.
Σπάνια είναι η απεικόνισή του ζώου σε κοσμήματα και όπλα. Επιλεκτικά αναφέρονται: χρυσό έλασμα σε σχήμα αντίνωτων ελαφιών πάνω σε φοινικόδεντρο από τον τάφο II! του ταφικού κύκλου A των Μυκηνών106, χάλκινο εγχειρίδιο με εμπίεστη διακόσμηση από τον τάφο IV του ταφικού κύκλου A των Μυκηνών με παράσταση καταδίωξης ελαφιού από λιοντάρι107, ξύλινη εξαγωνική πυξίδα με επένδυση χρυσών πλακιδίων διακοσμημένων με την έκτυπο τεχνική από τον τάφο V του ταφικού κύκλου A των Μυκηνών108. Εγχάρακτο ελάφι απαντά και σε στήλη από τον ίδιο τάφο109.
Το θέμα είναι σπάνιο στην ειδωλοπλαστική110. Αξιοσημείωτο είναι ένα παράδειγμα YE ΙΙΙΒ ελαφιού με κατάστικτο σώμα από συλημένο τάφο στην θέση Μετόχι Σπηλιωτάκη της περιοχής των Αρχανών111.
Το ελάφι εξάλλου διακοσμεί και μυκηναϊκά ελεφάντινα αντικείμενα112. Εμφανίζεται συνήθως σε σκηνές κυνηγιού σαν θύμα γρυπών, λιονταριού ή σε μια περίπτωση δαιμόνων113.
Για το ελάφι προσφέρουν πληροφορίες δύο ομάδες πινακίδων Γραμμικής Β της Πύλου, οι Cr 591, Cr 868 + 875 114 και οι Ub 1316, 1317, 1319, 1318. Οι πινακίδες της πρώτης ομάδας115 σώζονται αποσπασματικά και περιλαμβάνουν καταλόγους περιοχών, γνωστών και από άλλες πινακίδες, και τουλάχιστον 24 ελάφια116. Στις πινακίδες της δεύτερης ομάδας καταγράφονται, μεταξύ άλλων, δέρματα ελαφιών117 που είτε δίνονται σε ιδιώτες για την κατασκευή δερμάτινων ειδών, είτε αναμένονται να επιστρέφουν στο ανάκτορο κατεργασμένα118.
Τα ελάφια των πινακίδων Cr έχουν ερμηνευθεί ως νεκρά θηράματα παραδοτέα στο ανάκτορο119. Ωστόσο σύμφωνα με τη R. Palmer120, η ομοιότητα των πινακίδων της σειράς Cr με τις πινακίδες της σειράς Cn121 υποδηλώνει ίσως ότι τα ελάφια που προορίζονται για το ανάκτορο πρέπει να θεωρηθούν ως ζώα για θυσία, αν και δεν δεν είναι γνωστό ποιές θεότητες θα ήταν οι αποδέκτες. Το ελάφι στην τοιχογραφία της Αγίας Τριάδας122 ακολουθεί γυναικεία ιέρεια. Στην Κλασσική Αθήνα ο μήνας Ελαφηβολιών έλαβε την ονομασία του από γιορτή προς τιμήν της Άρτεμης123, που περιελάμβανε θυσίες ελαφιών. Η Άρτεμις υπάρχει και λατρεύεται στη μυκηναϊκή περίοδο124, αλλά δεν είναι γνωστό εάν συνδέεται με το ελάφι ή το κυνήγι ή δέχεται θυσίες ελαφιών. Το ελάφι των Cr πινακίδων ίσως να συλλαμβάνεται με δίχτυα ή παγίδες. Εναλλακτικά μπορεί να είναι εξημερωμένο125 ή να προέρχεται από κοπάδι ελεγχόμενο από το ανάκτορο, ενώ είναι, τέλος, πιθανόν ο παραπάνω κατάλογος να αποτελεί ένα είδος «κυνηγετικής άδειας».
Αν και τουλάχιστον δύο είδη ελαφιών θα ήταν γνωστά στους κατοίκους της Μεσσηνίας, μόνο ένας τύπος ιδεογράμματος χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ζώο στις πινακίδες Cr. Προφανώς οι γραφείς θα αναγνώριζαν το είδος του ελαφιού από το περιεχόμενο της πινακίδας. Σύμφωνα με τον Τ. Palaima126 το ιδεόγραμμα του ελαφιού, που απαντά μόνο στις πινακίδες της Πύλου, ίσως είχε επηρεαστεί από τις απεικονίσεις του ελαφιού στις τοιχογραφίες του ανακτόρου, μια από τις οποίες υπήρχε αμέσως έξω από το Αρχείο στους τοίχους του Προπύλου.
O ταύρος στο Αιγαίο και στην αιγαιακή εικονογραφία
Τα βοοειδή είχαν εξημερωθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη ήδη από την αρχαιότερη νεολιθική περίοδο127, ενώ στην Κύπρο από την πρώιμη Χαλκοκρατία128. Ο ταύρος που πρακτικά χρησίμευε στην γονιμοποίηση και τον πολλαπλασιασμό της αγέλης, είναι το ζώο που εμφανίζεται συχνότερα στην αιγαιακή εικονογραφία. Μεγάλο και γεμάτο σφρίγος ζώο, με θάρρος και ταχύτητα στις αντιδράσεις, γρήγορα λαμβάνει βαθύτερη θρησκευτική έννοια και η ερωτική ένωσή του γίνεται στοιχείο ομοιοπαθητικής μαγείας που καθορίζει ολόκληρη τη φυσική γονιμότητα.
Το πρόβλημα της καταγωγής129 του ιερού ζώου της Κρήτης, έχει απασχολήσει επανειλημμένα και εκτεταμένα την έρευνα130. Είναι γνωστό ότι η μορφή131 και τα κέρατά132 του αποτελούν το κατ'εξοχήν ιερό σύμβολο της μινωικής θρησκείας. Στην αιγαιακή τέχνη και ιδαίτερα τη ζωγραφική ο ταύρος αποτελεί ένα από τα πρώτα και πολύ αγαπητά εικονιστικά θέματα. Συνήθως αποτελεί το κεντρικό ή ένα από τα κύρια ζωγραφικά στοιχεία παραστάσεων με τελετουργικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως ταυρομαχία133, ή θυσία134, ενώ σπανιότερα παριστάνεται στο φυσικό του ρόλο να αποτελεί επί μέρους στοιχείο ποιμενικής σκηνής, η οποία με τη σειρά της εντάσσεται σε μια ευρύτερη τοπιογραφική σύνθεση, χωρίς να προσδίδεται στο ζώο ιδιαίτερη σημασία ή συμβολισμός135. Σύμφωνα με τον A. Furumark136 ο ταύρος δεν αποτέλεσε ποτέ θέμα του συνήθους θεματολογίου της μινωικής κεραμικής, απουσία που πιθανόν να οφείλεται στη γενικότερη αδιαφορία της για τις εικονιστικές παραστάσεις (με εξαίρεση τα θαλάσσια θέματα)137. Το θέμα του ταύρου συναντάται στο ΥΚ I Ακρωτήρι138 και επανεμφανίζεται στην YE ΙΙΙΑ2 κεραμική139. Αντίθετα, παραστάσεις ταύρων κοσμούν λάρνακες της Ύστερης Χαλκοκρατίας από την Αγία Τριάδα140 , τους Αρμένους Ρεθύμνου141, την Επισκοπή Ιεράπετρας142 και την Τανάγρα143.
Το θέμα του ταύρου είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στη σφραγιδογλυφία κατά τη Μέση και Ύστερη Χαλκοκρατία. Απαντά από τη MM ΙΒ-ΙΙ περίοδο144 μόνος του ιστάμενος145 ή καθιστάς146 ή σε σχήμα ιπτάμενου καλπασμού147, ανά δύο εραλδικοί ή αντωποί148, με φυτά149, οκτώσχημη ασπίδα150, πεσσό151 ή μπροστά σε αρχιτεκτόνημα152.
Συχνότατα εμφανίζεται σε σκηνές κυνηγιού, ως θήραμα λιονταριού153, δαιμόνων154 ή κείτεται χτυπημένος από δόρυ155. Ιδιαίτερα δημοφιλές θέμα είναι τα ταυροκαθάψια156. Ενδεικτικό παράδειγμα δυό χρυσά σφραγιστικά δακτυλίδια με ταυροκαθάπτες από την Άνθεια157 και την Ασίνη158. Ακόμη εμφανίζεται σε παραστάσεις θρησκευτικού περιεχομένου, συχνά πάνω σε θυσιαστήρια τράπεζα159. Σε ΥΕ σφραγίδα από το ανάκτορο του Εγκλιανού εικονίζεται «Πότνια Θηρών» πλαισιωμένη από ζεύγος ταύρων και δαίμονα160, ενώ σε YM III σφραγίδα από τα Καλύβια Ηρακλείου αναγνωρίζεται ζεύγος αντιμέτωπων ταύρων εκατέρωθεν ανδρικής κεφαλής161. Συχνή είναι και η απεικόνιση του μινώταυρου με κεφάλι ταύρου και ανθρώπινο το κάτω ήμισυ του κορμού162.
Στην Κρήτη πήλινα ειδώλια ταύρων απαντούν ήδη από την νεώτερη νεολιθική περίοδο, ενώ πήλινα ταυρόσχημα ρυτά έχουν βρεθεί αρκετά στους τάφους της Μεσαράς163, χρονολογούμενα από τη ΠΜ II έως τη MM I περίοδο. Στα παλαιότερα από αυτά μικρές ανθρώπινες μορφές απεικονίζονται συχνότατα ανάμεσα στα κέρατα των ζώων και φαίνεται να εκτελούν ακροβατικές κινήσεις αναπαριστώντας τα ταυροκαθάψια. Αυτά τα ρυτά ίσως σχετίζονται με ζωόμορφα σκεύη που απαντούν σε σύνολα της Ανατολής από το -2000/ -1750 164. Τα πήλινα ειδώλια βοοειδών ή ταύρων αποτελούν την πλειονότητα των ευρημάτων στα μινωικά ιερά κορυφής, αλλά και τα νεκροταφεία165 από τη MM ΙΒ περίοδο166. Αυτά ήταν συνήθως χειροποίητα με συμπαγές σωληνόσχημο σώμα και κοντά πόδια. Από την MM ΙΙΒ έως την ΥΜ ΙΙΙΓ περίοδο κατασκευάζονται και ταυρόσχημα ρυτά με κοίλο βαρελόσχημο σώμα και δύο οπές εισροής και εκροής του υγρού, μια πίσω από τα κέρατα και άλλη ανάμεσα στα μάτια του ζώου167 και εξακολουθούν να κατασκευάζονται μέχρι την ΥΜ ΙΙΙΓ περίοδο. Παράλληλα από την YM ΙΙΙΑ2 σπανιότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα168 και τις Κυκλάδες169 και συχνότατα στην Κρήτη170 απαντούν μεγάλα τροχήλατα ειδώλια ταύρων. Κατά τους ΜΜ ΙΙΒ χρόνους απαντούν στη Φαιστό και τον Κομμό171 2843 και τα πρώτα πήλινα παραδείγματα ρυτών σε σχήμα ταυροκεφαλής, ενώ λίγα παραδείγματα ανήκουν στους ΥΜ ΙΒ χρόνους172. Ο τύπος απαντά ξανά στην ΥΜ ΙΙΙΑ2/Β περίοδο173. Μερικά ύστερα παραδείγματα προέρχονται από την Ρόδο174, τη Νάξο175 και την Κάρπαθο176, ενώ ο τύπος δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα στην ηπειρωτική Ελλάδα177. Ρυτά σε σχήμα ταυροκεφαλής κατασκευάζονται ακόμη από πολύτιμα μέταλλα178, λίθο179 και φαγεντιανή180. Ταυρόσχημα ρυτά ή σκεύη με επίστεψη προτομής ταύρου που προσφέρουν οι Κεφτιού, μεταξύ άλλων δώρων, στο φαραώ, εικονίζονται σε τοιχογραφία από τον τάφο του Rekhmara, καθώς και σε άλλους αιγυπτιακούς τάφους της 18ης δυναστείας181.
Χάλκινα ειδώλια ταύρων έχουν βρεθεί σε μινωικά ιερά κορυφής182, ένα YM I από την Τύλισσο εικονίζει επιτιθέμενο ταύρο με άλτη στη ράχη του183, άλλα είναι γνωστά από τη Φαιστό, την Αγία Τριάδα, την Αμνισό, την Κνωσό και τις Αρχάνες184.
Η μορφή του ταύρου διακοσμεί και ελεφάντινα αντικείμενα185. Συχνότερα απαντά σε σκηνές κυνηγιού, συνήθως σαν θήραμα λιονταριού, σε ταυροκαθάψια και μαζί με άλλα ζώα186. Αξιοσημείωτο είναι ένα τμήμα πλακιδίου λαξευμένο σε έξεργο ανάγλυφο με γρύπα που επιτίθεται σε ταύρο από τη Νότια Οικία της Κνωσού187, καθώς και YM ΙΒ ελεφάντινη πυξίδα από τάφο του Κατσαμπά με παράσταση σύλληψης άγριου ταύρου188. Η μορφή του ταύρου είναι συχνή στη χρυσοχοΐα, όπως σε ΠΜ ψήφο από ορεία κρύσταλλο από το Μόχλο189, χρυσό περίοπτο από την Αγία Τριάδα190 και σε YE II εξάρτημα περιδέραιου από τις Μυκήνες191. Αναμβισβήτητα τα πιο φημισμένα έργα της μυκηναϊκής μεταλλοτεχνίας είναι τα δυό YE II χρυσά κύπελλα από το θολωτό τάφο του Βαφειού Λακωνίας με παραστάσεις σύλληψης άγριων ταύρων192, καθώς και το αργυρό κύπελλο από το θολωτό τάφο των Δένδρων στολισμένο με πέντε κεφαλές ταύρων από χρυσό και νίελο193.
Βοοειδή αναφέρονται σπάνια στις πινακίδες της Γραμμικής Β'194. Στην πινακίδα ΡΥ Un 718 της Πύλου ο Ekhelawon (ο βασιλιάς ή ένας εκπρόσωπός του) συνεισφέρει σε εορτή προς τιμήν του Ποσειδώνα ένα ταύρο195. Σε άλλη πινακίδα196 από την Πύλο αναφέρεται ότι οι ταύροι που προορίζονταν για θυσία βρίσκονταν κάτω από την εποπτεία του lawagetas. Στην πινακίδα KNC (1) 5753+7046+7630 της Κνωσού καταγράφεται ένας αριθμός ταύρων με προορισμό την Κνωσό, ίσως για να θυσιαστούν σε κάποια θρησκευτική εκδήλωση197, ενώ ένας ταύρος αναφέρεται και στα σφραγίσματα της Θήβας198.
Χρήση
Από την εξέταση των σκευών με πλαστική προτομή ταύρου που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν μπορούμε να συναγάγουμε σαφή συμπεράσματα ως προς τη χρήση και τη σημασία τους. Αρκετά, όπως τα τεμάχια αγγείων από τον κόλπο του Μεραμπέλου, το στεφανόμορφο σκεύος από τη Μυρσίνη και το ρυτό της Πυλώνας Ρόδου βρέθηκαν σε τάφους και άλλα, όπως το θραύσμα κυπέλλου από το σπήλαιο των Καμαρών, τα τεμάχια πίθων από το Δικταίο Άντρο, το σωληνοειδές σκεύος από τα Καννιά και δύο από τα ρυτά της Ουγκαρίτ είχαν αποτεθεί σε χώρους που υπαινίσσονται λατρευτική χρήση. Για άλλα, όπως η πρόχους από οικία των Μαλίων, είναι βέβαιη η οικιακή χρήση. Οι πρόσφατες δημοσιεύσεις αποδίδουν στα ρυτά γενικότερα οικιακή και κυρίως λατρευτική χρήση199. Ωστόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αγγείου από τα Βολιμίδια υποδηλώνουν ότι κατασκευάστηκε για μια εντελώς εξειδικευμένη χρήση. Είναι ακόμη πιθανόν ότι ο καλλιτέχνης γνώριζε επακριβώς την ειδική λειτουργία του σκεύους, για το οποίο και δημιούργησε τη μοναδική σύνθεσή του. Το τριποδικό σχήμα του με το στενό και υψηλό λαιμό, τις οπές εκροής στις κεφαλές των ζώων, τη βάση και τα πόδια του αγγείου, και κυρίως την ολόγλυφη διακόσμηση, καθιστά δύσκολη την καθημερινή του χρήση για μετάγγιση υγρών ή σαν ηθμό200. Η απόθεσή του, ωστόσο, σε τάφο δεν του προσδίδει αποκλειστικά ταφικό προορισμό και δεν αποκλείει την προγενέστερη χρήση του για εξαιρετικές κοσμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις.
Γιατί όμως επιλέχτηκαν τα συγκεκριμένα ζώα για την πλαστική διακόσμηση του αγγείου; Είναι γνωστό ότι ο ταύρος, εκτός από τη χρησιμότητά του στην καθημερινή ζωή, είχε ιδιαίτερη σημασία στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τις λατρευτικές πρακτικές. Απαντά ως πλαστικό συμπλήρωμα ή γραπτό θέμα σε αγγεία και σε λάρνακες, κοσμεί αντικείμενα με ιερό χαρακτήρα, αποτελεί ανάθημα, σύμβολο λατρείας και συνδέεται με την «Πότνια Θηρών», ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το ζώο που κατ’ εξοχήν θυσιάζεται και κατ’ επέκταση, ως πολύτιμο για τον πιστό, προσφέρεται στο θεό προς ευαρέσκειάν του201. Θυσία του ιερού ζώου δέχονταν, εκτός από τη θεότητα, και μεμονωμένα πρόσωπα που στη ζωή τους απολάμβαναν θεϊκές τιμές, όπως οι ιερείς202. Εύγλωττη απόδειξη ταυροθυσιών προς τιμήν σημαντικών νεκρών203 αποτελεί η σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας204, ενώ κρανία και κέρατα ταύρου που βρέθηκαν σε μινωικούς τάφους συνηγορούν υπέρ της υπόθεσης αυτής205. Παράλληλα η απόθεση ζωόμορφων ρυτών μέσα στους τάφους ως κτερίσματα των νεκρών, ίσως πρέπει να ερμηνευθεί σαν συμβολική πράξη θυσίας και σαν προσφορά των παριστώμενων ζώων προς τους νεκρούς, αντί για πραγματική θυσία.206
Από τα παραδείγματα που αναφέραμε διαπιστώνεται ότι το ελάφι δεν κατέχει κάποια ιδιαίτερη θέση στην κρητομυκηναϊκή λατρεία. Αντίθετα στη χεττιτική θρησκεία φαίνεται να λατρεύεται από τα μέσα της -3ης χιλιετίας έως τον -3ο αι. ως ιερό ζώο, που συνοδεύει αρσενικές συνήθως θεότητες207, ενώ συχνά στην εικονογραφία συνδυάζεται με τον ταύρο208. Ωστόσο και στην αιγαιακή τέχνη το ελάφι ορισμένες φορές απεικονίζεται να οδηγείται για θυσία, ενώ είναι πιθανόν τα ελάφια που καταγράφονται στις πινακίδες του ανακτόρου του Εγκλιανού να προορίζονταν για θυσία σε κάποια λατρευτική εκδήλωση. Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένους μελετητές το ελάφι είχε ιδιαίτερη συμβολική σημασία για τις ανώτερες τάξεις του ανακτόρου της Πύλου. Τμήματα κεράτων ελαφιού που βρέθηκαν στα ιερά θησαυροφυλάκια της Κνωσού209, στη Ξεστή 3 στο Ακρωτήρι210 και το θαλαμωτό τάφο Αγγελοπούλου 2 των Βολιμιδίων211 έχουν θεωρηθεί ως υπολείμματα θυσιών. Έτσι ίσως οι πλαστικές προτομές ελαφιών και ταύρου στο αγγείο των Βολιμιδίων να αποτελούν «σύμβολο λαλούν», υπαινικτική δήλωση θυσίας.
Ανοικτό, ωστόσο, παραμένει το ερώτημα για την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του σκεύους. Θα μπορούσε να είναι πρόσωπο επιφορτισμένο με την τέλεση λατρευτικών ιεροπραξιών ή εξαιρετικών κοσμικών εκδηλώσεων, ταξιδευτής έμπορος ή ναυτικός που γνώριζε το μινωικό συρμό της επίθετης πλαστικής διακόσμησης και ήθελε να τη μιμηθεί, ή ακόμα και κεραμέας που αυθόρμητα πρωτοτύπησε σε ώρα δημιουργικής σύλληψης, χρησιμοποιώντας δύο δημοφιλή θέματα από τη μυκηναϊκή εικονιστική τέχνη και ταυτόχρονα οικεία από το φυσικό του περιβάλλον.
1 Ένα εκτεταμένο νεκροταφείο μυκηναϊκών τάφων αποκαλύφθηκε και ερευνήθηκε αποσπασματικά, σε διάφορες χρονικές περιόδους, στη θέση Βολιμίδια, 800 μέτρα ανατολικώς της Χώρας, κωμόπολης της νότιας Τριφυλίας Μεσσηνίας.
Για τις έρευνες στο νεκροταφείο βλ. Σ. Κορρες, λήμμα Βαλιμίδια στην Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια και την Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Για ταν ανασκαφή του τάφου Αγγελοπούλου βλ Μαρινάτος 1956, 243- 245.
2. Αναφορές στο ρυτό υπάρχουν στα Μαρινάτος 1956, 244, Deux 1954, 122, εικ-25 (αναφέρεται ότι έχει κεφάλια βοοειδών), Μarinatos 1955, 152, Μαρινάτος - Ηirmer 1959, 125. Vermuele 1960, 75, ως. 14 (θεωρεί ότι το ρυτό χροναλογείτai στην ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο και το εντάσσει στην παράδοση των πρώιμων γεωμετρικών ασκών), Alin 1962, 81 (xρονολογεί το ρυτό στην ΥΞ ΙΙΙΓ περίοδο), Hawkes 1968, 207, Βrein 1969, 143, French 1971, 150 (αναφέρει λανθασμένα ότι υπήρχαν τέσσερις πλαστικές προτομές ζώων), Μarinatos- 1973/ 1976, 183, Πίν. 259. Τhemelis 1976, 70, ΠΝ 8. Gugliemino 1982, 153/ 155 Κορρές 1981- 82, 418, 438. Δημακοpούλου 1988, 206. Guggisberg 1996, 236.
3. Σύμφωνα με τον Σp. Μαριν;aτο (1956, 243), η ανεύρεση του ρυτού σε μεταγενέστερη χρήση του τάφου κατά τους ελληνιστικούς χρόνους αποτέλεσε την αφορμή για τη δοξασία ότι «κάποιοι» ήρωες-κυνηγοί είχον ενταφιασθεί στον τάφο. Έτσι, μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους οι άνθρωποι
επεδείκνυαν τον σεβασμό τους ρίχνοντας μέσα στον θάλαμο του τάφου οστά θηραμάτων, όπως κάπρου, ελαφιών και βοοειδών. Κέρατα ελαφιών ανευρέθηκαν και στην ελληνιστική επίχωση του Θολωτού τάφου 1 της Περιστεριάς, βλ. Μαρινάτος 1967, 115. Αντίθετα, ο Γ. Κορρές (1981-82,
458) ορθώς σημειώνει ότι η μακρά χρήση του τάφου δεν επέτρεπε να γνωρίζουν οι μεταγενέστεροι τη φύση των μυκηναϊκών ταφών.
4 Mountjoy 1986, εικ. 93, 96.
5 Furumark 1972, εικ. 65.
6 Nichoria II, 536:Ρ3597, εικ.9-29. Συνδυάζονται με αμείβοντες.
7 Nichoria II, 535:Ρ3588, εικ. 9-28.
8 Βρέθηκε κατά την επιφανειακή έρευνα της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής (προσωπική επικοινωνία με την καθηγ. Cynthia Shelmerdine). Νομίζω πως πρόκειται για το θήλαστρο που αναφέρεται στο PRAP I, 448.
9 Mountjoy 1999, εικ. 112:60. Ίδιο θέμα απαντά και σε YE ΙΙΙΑ1 υποκρατήριο από την Κάρπαθο, πρβλ. Χαριτωνίδης 1961-62, πίν. 25η.
10 Furumark 1972, εικ. 67. Είναι συχνό κατά τους YE IIIA1 χρόνους ιδιαίτερα σε πιθαμφορείς και αλάβαστρα και σπανιότερο κατά την YE ΙΙΙΑ2 περίοδο, βλ. σχετικά Mountjoy 1986, 53, 70. Για τη χρήση του θέματος στη Μεσσηνία βλ. και το κεφάλαιο «Διακοσμητικά θέματα».
11 Ανάλογα δείγματα του θέματος υπάρχουν στον ώμο αλάβαστρου και τρίωτων αμφορέων από τους θαλαμοειδείς Ε-6 και Κ-1 Εγκλιανού, βλ. σχετικά Pylos III, 189:2, 16, εικ. 244: 5, 14, 213: 8, εικ. 273: 9 και τον ώμο αλάβαστρου από το ανάκτορο του Εγκλιανού, βλ. σχετικά Pylos I, πίν. 385, 386 : 410.
12 Furumark 1972, εικ. 54. Για παράλληλα του θέματος στη Μεσσηνία ενδεικτικώς πρβλ. Pylos III, 190:5, εικ. 244:18, 196, εικ. 249:14, ενώ για παράλληλα σε άλλες περιοχές ενδεικτικώς πρβλ. Δημακοπούλου, 1968, 157:22, πίν. 71α (από την Επίδαυρο Λιμηρά των YE ΙΙΙΑ2 χρόνων), Biegen 1937, εικ. 166:341, εικ. 516:12/Shelton 1996, 75:341, 26:12 (των YÊ ΙΙΙΑ2 χρόνων από την Πρόσυμνα), Immerwahr 1971, 185:VII-6,8, πίν. 39:6,8 (της YE ΙΙΙΑ1 περιόδου), 193:ΙΧ-1, πίν. 41:1 (της YE ΙΙΙΑ1-2 περιόδου).
13 Mountjoy 1999, 265.
14 Mountjoy 1999,381.
15 Furumark 1972, εικ. 57.
16 Ενδεικτικώς στιγμές σε οριζόντια διάταξη απαντούν στον ώμο YE ΙΙΙΑ2 ψευδόστομου αμφορέα από τους θαλαμοειδείς τάφους του Αγ. Ιωάννη Μονεμβασίας, βλ. σχετικά Δημακοπούλου 1968, 171-172: 42, πίν, 75:α,γ, σε φλασκί των YE ΙΙΙΑ2 χρόνων από την Αθήνα, βλ. σχετικά Παντελίδου 1975, 78, πίν. 19 α. Για τη χρήση του θέματος στη Μεσσηνία βλ. και το κεφάλαιο «Διακοσμητικά θέματα».
17 Furumark 1972, εικ. 67.
18 Nichoria II, 540: Ρ3694, εικ. 9-44.
19 French 1971, 151. Θυμίζουν περισσότερο τα ειδώλια του τύπου Wavy type 1 που χρονολογούνται στην YE 1ΙΙΑ1-2. Κ. Δημακοπούλου, Το μυκηναϊκό ιερό στο Αμυκλαίο και η ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος στη Λακωνία, Αθήνα 1982, πίν. 40:91, 43:99, 100 (για τα ελάφια), πίν. 46:108, 109 (ενδεικτικώς για βοοειδή). Πρβλ. ακόμη σφαιρικό αλάβαστρο από την Επίδαυρο Λιμηρά με διακόσμηση κατακόρυφων κυματοειδών γραμμών που θυμίζουν αυτή των ειδωλίων, Δημακοπούλου 1968, πίν. 70δ:20.
20 Hesperia 49 (1980), 61-62, 66-67, πίν. 6d (για την Κέα), Τελεβάντου 1994, έγχρ. πίν. 55, εικ. 4 (για το Ακρωτήρι), Long 1974, εικ. 85 (για την Αγία Τριάδα).
21 Foster 1982, 85-96, 110. Επίσης βλ. Ε. Χρυσικοπούλου, Αγγείο με προτομή αγριμιού από το Ακρωτήρι Θήρας, ΑΕ 1999, 132-135 για παραδείγματα ρυτών και άλλων τύπων αγγείων με επίθετες κεφαλές αγριμιών από την Κρήτη, το Ακρωτήρι Θήρας, τη Ρόδο και την Κύπρο.
22 Λ. Μαραγκού (επιμ.), Μινωικός και Ελληνικός Πολιτισμός από τη Συλλογή Μητσοτάκη, Αθήνα 1992, 96:68.
23 L. Mariani, Note sulla ceramica cretese, MonAnt 6 (1895), 340, πίν. X:22.
24 J. Hazzidakis, Les villas minoennes de Tylissos, Études Crétoises 3, Paris 1934, 86-87, πίν. XXXXX:2. Πήλινο YM IIIA1 κεφάλι ταύρου με γραπτή διακόσμηση που προέρχεται από την Τύλισο, ίσως ανήκει σε πλαστική διακόσμηση αγγείου και δεν είναι περίαπτο, όπως μνημονεύει η A. Kanta (1980, 12 εικ. 2:4).
25 J. Sakellarakis, Ε. Sapouna-Sakellaraki, Archanes, Athens 1991, εικ. 126-127. Χρονολογείται στη MM ΙΙΒ-ΙΙΙΑ περίοδο. Βλ. και Σακελλαράκης, Σαπουνά-Σακελλαράκη 1997, 548-562.
26 P. Demargne, Fouilles exécutées à Mallia, Explorations des necropolis (1921-1933), Études Crétoises 7, Paris 1945, 62:9119, πίν. XXIV, LXIX:3. Σύμφωνα με τους Σακελλαράκη, Σαπουνά- Σακελλαράκη 1997, 554, το τεμάχιο που χρονολογείται στη MM ΙΙ-ΙΙΙΑ, έχει λανθασμένα αποδοθεί από τον P. Demargne σε κωνικό ρυτό. Σύμφωνα με τη K. Foster (1982, 88) το θραύσμα πρέπει να αποδοθεί σε καδόσχημο αγγείο σαν αυτό των Αρχανών.
27 2699 J. Deshayes, A. Dessenne, Fouilles exécutées à Mallia, Exploration des maisons et quartiers d’ habitation (1948-1954), Études Crétoises 2, Paris 1959, 47-48, πίν. XIV:1.
28 Σακελλαράκης, Σαπουνά-Σακελλαράκη 1997, 546, εικ. 550.
29 BSA 6 (1899-1900), 104-105, εικ. 34:5.
30 H. van Effenterre, Nécropoles de Mirabello, Études Crétoises 8, Paris 1948, 4, πίν. III.
31 B. Detournay, J.C. Poursat, F. Vandenabeele, Fouilles exécutées à Mallia, Le Quartier Mu II, Études Crétoises 26, Paris 1980, 111, εικ. 153, 111-112, εικ. 154, 155.
32 BSA 40-41 (1939-40), 41, πίν. 20a.
33 AJA 80 (1976), 257:10, πίν. 42:9.
34 Eu. Καραγιάννη, Μινωικά σύνθετα σκεύη, Αθήνα 1984, 32-33. Μεγάλη τοξωτή λαβή ενώνει τα τρία αγγεία, ενώ το σώμα τους διακοσμείται με παπύρους και οριζόντιες τεθλασμένες γραμμές.
35 BSA 25 (1921-23), 41-42, εικ. 11d.
36 Κρήτη και Μυκηναϊκή Ελλάς, εικ. 232-233.
37 Foster 1982, 129-130, CVA Great Britain, 7, 1930, 6:3, ττίν. 6:3 (από την Ιαλυσό με μορφές στο χείλος του αγγείου). Αντίθετα στην ηπειρωτική Ελλάδα σπάνια απαντούν αγγεία με επίθετη διακόσμηση, για παράδειγμα βλ. Benzi 1975, πίν. 28:470 (για πρόχου με πλαστική διακόσμηση οκτώσχημων ασπίδων), Foster 1982,127.
38 Σκεύη με επίθετη πλαστική διακόσμηση σε μορφή ταύρου απαντούν στην Κύπρο από την πρώιμη Χαλκοκρατία, Buchholz, Karageorghis 1973, 146:1513, Karageorghis 1976, έγχρ. πίν. 66, Morris 1985, πίν. 219-234, 312-325, επίσης T. Papadopoulos, L. Kontorli-Papadopoulou, Aegean Cult Symbols in Cyprus, στο Ρ. Ästrom (εκδ.), Acfa Cypria. Acts of an International Congress on Cypriot Archaeology held in Göteborg on 22-24 August 1991, Jonsered 1992, 332, 339.
39 2711 J. Crowley, The Aegean and the East. An Investigation into the Transference of Artistic Motifs between the Aegean, Egypt and the Near East in the Bronze Age, Jonsered 1989, 174. Foster 1982, 135.
40 E. Karantzali, A New Mycenaean Pictorial Rhyton from Rhodes, στο V. Karageorghis- N. Chr. Stampolidis (εκδ.), Eastern Mediterranean: Cyprus-Dodecanese-Crete, ltfh-(>h cent. B.C., Athens 1998, 87-104, της ίδιας, New Mycenaean Finds from Rhodes, στο Meletemata, 407-408.
41 Benzi 1992, 445:44, πίν. 143b.
42 Mêlas 1985, 78:1269, 132-133, πίν. 42:1269. Αναφέρει ότι έχει δει παρόμοια βουκράνια σε συνδυασμό με πλαστικά κεφάλια πουλιών σε κεραμική Νεοανακτορικής περιόδου στο Μουσείο Ηρακλείου.
43 M.Yon, Rhytons chypriotes à Ougarit, Report of the Department of Antiquities Cyprus, 1980, 79-83. Βλ. ακόμη Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού, Αθήνα 2000, 214:222 για ένα από τα ρυτά που βρίσκεται στο Μουσείο Λούβρου.
44 Koehl 1981, εικ. 5a-b.
45 Yon 1980, ό.π. (σημ. 2715) 80.
46 Aström 1972, 194, με βιβλιογραφία.
47 Μ. Yon, Instruments de culte en Méditerranée Orientale, στο V. Karageorghis (εκδ.) Acts of the International Archaeological Symposium Cyprus between the Orient and the Occident, Nicosia 1985, 279-280. J. Johnson, Maroni de Chypre, SIMA LIX, Göteborg 1980, 27:173, ττίν. XXXIV.
48 AJA 40 (1936), 313. Karageorghis, Buccholtz 1973, 105:1271. Ισως από την Κύπρο ή τη Ρόδο, των ΥΕ ΙΙΙΒ/Γ χρόνων.
49 Παρόμοιο είναι και το σκεύος από το Μαρόνι της Κύπρου, βλ. σχετικά Johnson 1980, ό.π. (σημ. 2719) 27, πίν. XXXIV.
50 Karo 1930, 94, no 388, πίν. CXV, CXVI. Διαθέτει μακριά πριονωτά κέρατα που θυμίζουν αυτά των ελαφιών από το αγγείο των Βολιμιδίων.
51 Κρήτη και Μυκηναϊκή Ελλάς, 119, πίν. 177.
52 Pylos III, 94-95, πίν. 174:7a-d. Βλ. τη σχετική συζήτηση στο κεφάλαιο για την κεραμική που προέρχεται από το θολωτό τάφο III του Εγκλιανού.
53 Karageorghis 1976, πίν. 66, 97, Morris 1985, πίν. 213-218.
54 Furumark 1972, 73. Παραδείγματα υπάρχουν από την Αττική (Αλυκή και Τράχωνες), ίσως την Αγία Ειρήνη Κέας και το Hala Sultan Tekke στην Κύπρο, βλ. S. Immerwahr, A Mycenean Ritual Vase from the Temple at Ayia Irini, Keos, Hesperia 46 (1977), 35, όπου και βιβλιογραφία. Οι κοίλοι δακτύλιοι θυμίζουν τα στεφανόμορφα σκεύη γνωστά από το Αιγαίο και περιοχές της Μεσοποταμίας, βλ. σχετικά Καραγιάννη 1984, ό.π. (σημ. 2706) 24-26.
55 Immerwahr 1977, ό.π. (σημ. 2726) 34-35. Στη σημ. 13 της σελ. 35 αναφέρει ότι το ρυτό από τα Βολιμίδια έχει τέτοιες λαβές οριζόντια τοποθετημένες. E. Β. Miller, Zoomorphic Vases in the Bronze Age Aegean, Unpublished Ph.D. dissertation, New York University Press 1983, 228, σημ.1. To αγγείο περιγράφεται λανθασμένα με προχοή και τέσσερα ολόγλυφα κεφάλια, δύο ελαφιών, ένα ταύρου και ένα αδιευκρίνιστου είδους
56 Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 11, Ζωολογία, Εκδοτική Αθηνών 1983, 95.
57 Trantalidou 1990, 100. Για το νεολιθικό οικισμό της Δήμητρας στη Μακεδονία βλ. Yannouli 1997, 110.
58 Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 11, Ζωολογία, Εκδοτική Αθηνών 1983, 134.
59 Trantalidou 1990, 95.
60 Trantalidou 1990, 100. Για τον οικισμό της Δήμητρας βλ. Yannouli 1997, 110
61 Είναι μεσαίου μεγέθους και χαρακτηρίζεται από λευκό στικτό τρίχωμα το καλοκαίρι, λευκά πίσω πόδια και λαιμό και κέρατα σε σχήμα κλαδιού.
62 Σχετικά με την αύξηση στον αριθμό του πυρόξανθου ελαφιού στους νεολιθικούς οικισμούς των Σιταγρών και του Καστανά, σε αντιδιαστολή με τη σπάνια παρουσία του είδους στις υπόλοιπες βόρειες ελληνικές θέσεις, βλ. Yannouli 1997,110.
63 2735 Το είδος Dama mesopotamica συγγενές του Cervus dama υπήρχε στη Μ.Ασία και την Κύπρο από τη νεολιθική περίοδο, βλ. και Morris 1985,185.
64 Ρ. Halstead, Man and other animals in later Greek Prehistory, BSA 82 (1987), 75.
65 Gamble 1978, 752.
66 Gamble 1978, 752. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές το ζώο στην Κρήτη φυλασσόταν σε ζωολογικά πάρκα. Οστά του έχουν αναγνωριστεί στην MM I Κνωσό και στο υλικό από το σπήλαιο του Ψυχρού, βλ. σχετικά Ρ. Μ. Warren, The Miniature Fresco from the West House at Akrotiri, Thera and its Aegean Setting, JHS 99 (1979), 123, Morgan 1988, 188, σημ. 120. Για την άποψη ότι το ελάφι ήταν ενδημικό στην Κρήτη βλ. J. de Vos, Taxonomy, Ancestry and Spéciation of the Endemic Pleistocene Deer of Crete compared with the Taxonomy, Ancestry and Spéciation of Darwin's Finches στο D.S. Reese (εκδ.), Pleistocene and Holocene Fauna of Crete and its First Settlers, Monographs in World Arcaeology 28, Madison Wisconsin 1996,111-124.
67 Trantalidou 1990, 402 για το «fallow deer» στο Ακρωτήρι. Τα κέρατα του κόκκινου ελαφιού έχει θεωρηθεί ότι έφταναν στην Αγία Ειρήνη της Κέας μέσω εμπορίου από την Εύβοια ή την ηπειρωτική Ελλάδα, βλ. σχετικά J. Coy, Animal Remains, στο J. Coleman (εκδ.), Keos I: Kephala. A Late Neolithic Settlement and Cemetery, Princeton 1977, 132. Έχει ωστόσο υποστηριχτεί ότι η μη εύρεση ορισμένων τμημάτων του σκελετού ενός θηράματος πρέπει να εκληφθεί σαν ένδειξη ότι η σύλληψη του ζώου γινόταν μακριά από τον οικισμό και κατά συνέπεια μόνο ορισμένα τμήματα του ζώου ήταν δυνατόν να μεταφερθούν πίσω, βλ. σχετικά Halstead 1987, ό.π. (σημ. 2736) 75-77.
68 Trantalidou 1990,402.
69 Trantalidou 1990, 402.
70 Η ανθρώπινη παρέμβαση σε περιοχές που αποτελούσαν το φυσικό τους περιβάλλον περιόρισε τα είδη σε λιγότερο φιλικά περιβάλλοντα, βλ. σχετικά Yannouli 1997,110.
71 Morris 1985, 189. Σύμφωνα με κάποιες παρατηρήσεις που έγιναν σε «fallow deers» που φιλοξενούνται σε ζωολογικούς κήπους της Γερμανίας τα θηλυκά του είδους παράγουν γάλα από το Μάιο έως τον Αύγουστο. Έτσι υπάρχει η περίπτωση της εκτροφής ελαφιών στους νεολιθικούς χρόνους για το γάλα τους.
72 Το κέρας του ελαφιού διαθέτει πολύτιμες φυσικές και μηχανικές ιδιότητες για εργαλεία, ενώ εκτιμάται σε πολλές κοινωνίες για τις ιατρικές, κοσμητικές και συμβολικές ιδιότητές του. Συνδυάζει σκληρότητα και ελαστικότητα που το καθιστούν κατάλληλο για ορισμένους τύπους εργαλείων. Γενικά το κέρας του ελαφιού είναι ευκολότερο στην κατεργασία από το οστό. Ο εμβαπτισμός του με νερό το καθιστά μαλακό και εύκολο στην επεξεργασία, μετά από την οποία επανέρχεται η αρχική του σκληρότητα. Για τις τεχνικές κατεργασίας του βλ. Krzyszkowska 1990, 58-64, εικ.24-26. Η αφθονία στελεχών κεράτων που βρέθηκαν σε θέσεις της Μακεδονίας των νεολιθικών χρόνων και της πρώιμης εποχής του Χαλκού υποδεικνύει ότι το κέρας ελαφιού ήταν υλικό ευρείας χρήσης για εργαλεία ήδη από την περίοδο αυτή, βλ. σχετικά Yannouli 1997, 112.
73 Στελέχη κεράτων ελαφιού με ίχνη επεξεργασίας προέρχονται από ΜΕ αποθέτες της Αγοράς των Αθηνών, βλ. σχετικά Immerwahr 1971, 68:402-406, και της Ασίνης, βλ. σχετικά Frödin, Persson 1938, 253-255. Εργαλεία από κέρατα ελαφιών έχουν αναγνωριστεί στις ανασκαφές του ανακτόρου του Εγκλιανού. Δεν έχει ταυτιστεί ακόμη η χρήση τους, το καμπύλο άκρο τους αποκλείει την περίπτωση να χρησιμοποιούνταν για ράψιμο υφασμάτων ή δερμάτων. Κάποια από τα παραδείγματα προέρχονται από YE III στρώματα, ενώ άλλα από αναμοχλευμένα (προσωπική επικοινωνία με S. Hofstra). Παρόμοια εργαλεία καθώς και άλλοι τύποι έχουν αναγνωριστεί στα ΜΕ-ΥΕ Νιχώρια, βλ. σχετικά Nichorìa II, 729- 730 (ίσως χρησιμοποιούνταν στην κατεργασία του οψιανού) και τη Μιδέα, βλ. σχετικά A. Ostenso, The Small Finds, στο Midea, 151. Από ανασκαφικά σύνολα εκτός ανακτόρου του Εγκλιανού προέρχονται πριονισμένα τμήματα από κέρατα ελάφων, ίσως σε στάδιο προετοιμασίας για περαιτέρω επεξεργασία. Παρόμοια παραδείγματα πριονισμένων κεράτων έχουν βρεθεί στην Αγία Ειρήνη της Κέας, βλ. σχετικά Krzyszkowska 1990, 60-64, πίν. 28, τη Μιδέα, βλ. σχετικά D. Reese, The Faunal Remains, στο Midea, 277, την κάτω πόλη της Τίρυνθας Α. Von den Driesch, J. Boessneck, Die Tierreste von der mykenischen Burg Tiryns bei Nauplion/Peloponnes, Tiryns XI, Rhein 1990, 104-107. Στελέχη κεράτων κόκκινου ελαφιού με ίχνη επεξεργασίας προέρχονται ακόμη από το Ακρωτήρι, βλ. Gamble 1978, 747.
74 R. Palmer, Perishable Goods in Myceneaen Texts, στο S. Jalkotzy, S. Hiller, O. Panagl (εκδ.), Floreant Studia Mycenaea, Akten des X. Internationalen Mykenologischen Colloquiums in Salzburg vom 1-5 Mai 1995, Wien 1999
75 R. Sloan, M-A. Duncan, Zooarchaeology of Nichorìa, Nichoria I, 68-9. Μελέτη του οστεολογικού υλικού από το ανάκτορο του Εγκλιανού δεν έχει γίνει, οπότε δεν μπορούν να υπάρξουν υποθέσεις για την αναλογία οστών ελαφιού επί του συνόλου των οστών ζώων.
76 Vanschoonwinkel 1990,330.
77 Morgan 1988, 55.
78 α) Στο νότιο τοίχο σε καταδίωξη από λιοντάρι, βλ. σχετικά Immerwahr 1990, 71, 187:Ak no12, X. Ντούρας, Οι τοιχογραφίες της Θήρας, Αθήνα 1992, εικ. 35, Τελεβάντου 1994, 224-226, έγχρ. πίν. 55, εικ. 4. Η Τελεβάντου θεωρεί ότι το ζώο, με δέρμα ωχρό με μαύρες στιγμές, ανήκει στην οικογένεια των ελαφοειδών και ίσως πρόκειται για ζαρκάδι, β) Στον ανατολικό τοίχο σε «υποτροπικό τοπίο», βλ. σχετικά L. Morgan, Theme in the West House Paintings at Thera, AE 1983, 97, Ντούρας 1992, εικ. 30, Τελεβάντου 1994, 226, έγχρ. πίν. 46, εικ. 49. Τα ελάφια στο Ακρωτήρι αποδίδονται φυσιοκρατικά, πράγμα που δεν αποκλείει την άμεση παρατήρηση τους από το ζωγράφο.
79 Κ. Abramovitz, Frescoes from Ayia Irini, Keos. Parts ll-IV, Hesperia 49 (1980), 61-62, 66-67, πίν. 6d. Τα ελάφια αποδίδονται στο είδος Dama dama εξαιτίας του καστανού χρώματος και του στικτού δέρματος τους, βλ και Morgan 1988, 55, Immerwahr 1990, 82, 189:Α.!.Νο 4. Τα ζώα αποδόθηκαν με διάθεση φυσιοκρατική. Η μικρογραφία της Κέας χρονολογείται στην ΥΜ ΙΒ περίοδο και θεωρείται σύγχρονη με αυτή της Δυτικής Οικίας.
80 R. Paribeni, Il sarcofago dipinto di Haghia Triada, MonAnt XIX 1908, 71, εικ. 22, M. Borda, Arte cretese-micenea nel Museo Pigorini di Roma, Roma 1946, 75, πίν. LV (για θραύσμα της τοιχογραφίας στο Μουσείο Pigorini της Ρώμης), Long 1974, 21, 61, εικ. 85, Immerwahr 1990, 102, 181: Α.Τ.Νο 4, Kontorli-Papadopoulou 1996, 121. Τα ζώα είναι άσπρα ή ρόδινα με μαύρες στιγμές, χωρίς να γίνεται καμία προσπάθεια φυσιοκρατίας στην απόδοση των χρωμάτων, βλ. σχετικά Vanschoonwinkel 1990, 330.
81 Το τρίχωμα των ελαφιών αποδίδεται συμβατικά με μαύρους σταυρούς, η ουρά είναι κοντή, τα κέρατα τους θυμίζουν κλαδιά δέντρου. Τα χαρακτηριστικά αυτά οδήγησαν στην ταύτιση του ζώου που απεικονίζεται με «fallow deer» βλ. σχετικά Tiryns II, 140-154, πίν. XV-XVII, Morgan 1988, 56, Immerwahr 1990, 148, 149,165, 203:ΤΙ no 7.
82 Lang 1969, Εσωτερικό Πρόπυλο: θραύσματα 1 C 2, 2 C 2, πίν. 45-46,48, 131, Ε, Δωμάτιο 20: θραύσμα 3 C 20, 36-7, 105, 199-201, πίν. 46, 132, αυλή 63:θραύσμα 5 C 63, πίν. 48, 131, ΒΔ και εξωτερικά του ανακτόρου:θραύσμα 6 C nm, 106, 220, πίν. 48, Δωμάτιο 17:θραύσμα 36 C 17, 118, 119, πίν. 61-62, 136, Δωμάτιο 19:θραύσμα 4 C 19, 105, 198, πίν. 45, Ε. Δωμάτιο 43:θραύσμα 16 Η 43, 205, πίν. 12, 121, Immerwahr 1990, 198:Py No 12, No 17.
83 Το νόημα της τοιχογραφίας με το ελάφι μπροστά σε βωμό (Lang 1969, 105: 3 C 20, πιν, 46, 132) δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο, δηλαδή εάν τα ζώα οδηγούνται στο βωμό σαν θύματα θυσίας, ή προσωποποιούν την επιφάνεια της θεότητας, βλ. σχετικά Kontorli-Papadopoulou 1996, 121.
84 G. Mylonas, Mycenae Rich in Gold, Athens 1983, 219, εικ. 171. Αρχικά ήταν εγχάρακτη, σε δεύτερη φάση καλύφθηκε με κονίαμα και επιζωγραφήθηκε. Ελάφια με καστανό και γαλάζιο χρώμα απεικονίζονται στην κάτω ζώνη.
85 Η. Catling, A Mycenaean Stag from Sparta, στο Στήλη, τόμος εις μνήμην Νικολάου Κοντολέοντος, Αθήνα 1980, 440-447, Vermeule, Karageorghis 1982, 98-101, 115-116,144.
86 Immerwahr 1990, 131.
87 P.Yule, Early Cretan Seals: A Study of Chronology, Rhein 1980, 125-126.
88 CMS II 1, 374a.
89 Ενδεικτικώς αναφέρουμε, CMS II 1, nos 70, 320, 497-501, CMS II 3, no 336, CMS II 4, nos 4, 86, 195, 220, 228, CMS II 6, no 271, CMS V, nos 336, 686, CMS VII, no 138.
90 Ενδεικτικώς CMS I, no 272b, CMS II 4, no 183, CMS V:2, nos 644, 665.
91 Ενδεικτικώς CMS I, no 497, CMS II 4, nos 113, 140, 174, 226, CMS IV, nos 269, 299, CMS V, no 297, CMS VII, no 262, CMS XII, no 236.
92 Ενδεικτικώς CMS II 3, no 339, CMS II 4, no 57, CMS V, no 297, CMS VIB, no 63, CMS VIII, no 150.
93 Ενδεικτικώς CMS I, no 41, CMS VIB, no 11.
94 CMS I, no 52.
95 Ενδεικτικώς CMS II 3, no 210, CMS II 4, 167, CMS XIII, no 20.
96 Ενδεικτικώς CMS I, nos 124, 363, 412, CMS VSIB, no 276.
97 CMSI.no 15.
98 Ενδεικτικώς CMS II 3, 74, CMS IV, no 296, CMS VII, no 152.
99 CMS I, no 13.
100 CMS II 4, no 182.
101 CMS I, no 324, Pini 1997, 5-6, πίν. 3:10.
102 CMS V, no 594.
103 CMS V, no 297.
104 CMS XII, no 242.
105 A. Σακελλαρίου, Μυκηναϊκή Σφραγιδογλυφία, Αθήναι 1966, 7-10.
106 Karo 1930, 50:nos 45-46, πίν. XXVI.
107 Karo 1930, 95-97:nos 394, πίν. XCIII-XCIV.
108 Karo 1930, 143-144:nos 808-811, πίν. CXLIII-CXLIV. '
109 Karo 1930, 35:no 1427, πίνΛ/ΙΙ.
110 French 1971,164, Ιακωβίδης 1969-70, B’, 268:506, Ειρ. Πέττπα-Παπαϊωάννου, Πήλινα ειδώλια από το ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα Επιδαυρίας, Αθήνα 1985, 76:Β63, πίν. 12:Β63.
111 Σακελλαράκης, Σαπουνά-Σακελλαράκη 1997, 524, εικ. 523.
112 Poursat 1977, 77-78 για κατάλογο ελεφάντινων αντικειμένων με θέμα το ελάφι.
113 Poursat 1977, 77-79, 83-84. Για την περίφημη YE II πυξίδα από την Αθήνα με παράσταση δύο πτερωτών γρυπών που επιτίθενται σε ζεύγος λιονταριών και ελαφιών βλ. Immerwahr 1971, 106:1-16, πίν. 32.
114 Οι Cr 868 και 875 είναι τμήματα μιας πινακίδας, βλ. σχετικά J. L. Melena, 133 joins and quasi-joins of fragments in the Linear B tablets from Pylos, Minos 29-30 (1994-1995), 284.
115 T. Palaima, Mycenean Scribal Aesthetics στο R. Laffineur, J. Crowley (εκδ.), Εικών, Aegean Bronze Age Iconography:Shaping a Methodology, Proceedings of the 4th International Aegean Conference, University of Tasmania, Hobart, Australia, 6-9 April 1992, Liège 1992, Aegaeum 8, 72. Οι πινακίδες της σειράς C που χαρακτηρίζονται από το ιδεόγραμμα *104 CERV, προέρχονται από δύο γραφείς και βρέθηκαν στο αρχείο του ανακτόρου, ενδεικτικό της σημασίας τους.
116 Οι λέξεις στην πινακίδα Cr 591 είναι πολύ αποσπασματικές, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον 7 εισαγωγές, κάθε μια με αριθμούς μεταξύ 1 και 3, οπότε συνολικά αναφέρονται τουλάχιστον 17 ελάφια. Η Cr 868 έχει επίσης 7 εισαγωγές.
117 Palmer 1995, ό.π. (σημ. 2746) 468. Προέρχονται από το εργαστήριο 99 στο ΒΑ κτίριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ub 1318 που αναφέρεται μεταξύ άλλων στην κατασκευή σανδαλιών, περιλαμβάνει και δέρματα βοοειδών και χοίρων, βλ. σχετικά Ventris Chadwick 1973, 490.
118 Palmer 1995, ό.π. (σημ. 2746) 468.
119 Ventris, Chadwick 1973,132.
120 Palmer 1995, ό.π. (σημ. 2746) 469.
121 Ιδιαίτερα τις ΡΥ Cn 3, 418 και 608, που περιλαμβάνουν εισφορές περιοχών σε αιγοειδή, βοοειδή και χοίρους που προορίζονταν για θυσία.
122 ό.π. (σημ.2752).
123 W. Burkert, Greek ReligiomArchaic and Classical, translated by J. Raffan, Oxford 1985, 226.
124 Chadwick 1976, 99, του ίδιου, What do we know about Mycenaean Religion, στο A. Morpurgo- Davies, Y. Duxouh, Linear B: A 1984 Survey, Louvain-la-Neuve, 1985, 197-198, M. S. Ruiperez, J. L. Melena, Οι Μυκηναίοι Έλληνες, μεταφρ. Μ. Παναγιωτίδου, Αθήνα 1996, 186. Σε πινακίδα της Πύλου (Es 650.5) κάποιος χαρακτηρίζεται «δούλος» της Άρτεμης (a-te-mi-to do-e-ro). Δεν είναι βέβαιο ότι και στην πινακίδα ΡΥ Un 219.5 η εγγραφή a-ti-mi-te είναι δοτική του ίδιου ονόματος, θεωρείται όμως πιθανό, λαμβάνοντας υπόψη ότι συναριθμείται σε κατάλογο προσφορών, όπου αναγράφονται η Πότνια και ο Ερμής, αλλά και αξιωματούχοι και πρόσωπα του βασιλείου. Ακόμη η αποστολή ποσοτήτων μαλλιού για θρησκευτικούς σκοπούς από τη Θήβα στη μυκηναϊκή Αμάρυνθο (Of 25), όπου υπήρχε στους κλασικούς χρόνους φημισμένο ιερό της Άρτεμης, ίσως υποδηλώνει ότι η λατρεία της Άρτεμης είχε από τότε εγκαθιδρυθεί στην περιοχή.
125 Η πιθανότητα αυτή υποδηλώνει στενό έλεγχο της φύσης και της γης από το ανάκτορο και το κυνήγι σαν αποκλειστικά δραστηριότητα της αριστοκρατίας, αλλά δεν υπάρχει άμεση απόδειξη γι’ αυτό.
126 Palaima 1992, ό.π. (σημ. 2787) 73. Ιδιαίτερα η αποσπασματικά σωζόμενη τοιχογραφία με κεφάλι αρσενικού ελαφιού που βρέθηκε στο δωμάτιο 19, αλλά προέρχεται από πάνω όροφο, βλ. Lang 1969, πίν. 45, παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το ιδεόγραμμα του ελαφιού στην πινακίδα Cr 868.
127 Trantalidou 1990, 400. Ενδεικτικώς στο νεολιθικό οικισμό του Αγιου Πέτρου τα βοοειδή αποτελούν 1,8% του συνόλου των οστών, στην Άργισσα 4,7% και τους Σιταγρούς 27,2%. Για την Κρήτη βλ. Μ. R. Jarman, Human Influence in the Development of the Cretan Mammalian Fauna, στο D.S. Reese (εκδ.), Pleistocene and Holocene Fauna of Crete and its First Settlers, Monographs in World Arcaeology 28, Madison Wisconsin 1996, 213.
128 Morris 1985, 192
129 Η σύνδεση του ταύρου με τη λατρεία κατάγεται από τη Μ. Ασία. Βλ. σχετικά AS 13 (1963), 43-103, 14 (1964), 39-119. Για τη θέση του ταύρου στους Χετταίους βλ. Ο. R. Gurney, The Hittites, London 1952,141,148, 149, εικ. 11.
130 M. Nillson, The Minoan-Mycenaean Religion and its.Survival in Greek Religion, Lund 1928, 195, 288.
131 Σύμφωνα με τον M.C. Loulloupis, The position of the bull in the Prehistoric Religions of Crete and Cyprus, Acts of the International Archaeological Symposium The Relations between Cyprus and Crete, ca. 2000-500 B.C., Nicosia 16th-22 April 1978, Nicosia, 1979, 216, χρησιμοποιούνταν σε τελετουργίες και θρησκευτικές δραστηριότητες (θυσίες). Βλ. και I. Παπαποστόλου, Τα σφραγίσματα των Χανίων. Συμβολή στη μελέτη της Μινωικής Σφραγιδογλυφίας, Αθήνα 1977, 35-43, σημ. 2, όπου αναφέρονται σύντομα οι σημαντικότερες απόψεις. Επίσης, Ν. Πλάτων, Ζάκρος, το νέον μινωικόν ανάκτορον, Αθήνα 1974, 249, ο οποίος θεωρεί ότι ο ταύρος αντιπροσώπευε τον άρρενα γονιμοποιό θεό.
132 McCallum 1987, 118, σημ. 40 για διακόσμηση ιερών και βωμών στην αιγαιακή εικονογραφία με κέρατα ταύρων. Βλ. και A. L. D’ Agata, Late Minoan Crete and Horns of Concecration: A symbol in Action, στο R. Laffineur, J. Crowley (εκδ.), Εικών, Aegean Bronze Age Iconography: Shaping a Methodology, Proceedings of the 4th International Aegean Conference, University of Tasmania, Hobart, Australia, 6-9 April 1992, Liège 1992, Aegaeum 8, 247-255.
133 Για τοιχογραφίες ταυρομαχίας από το ανάκτορο της Κνωσού βλ. σχετικά Immerwahr 1990, 85-88, 162, 164, 174:Kn No. 21, πίν. 36-37, 98, 176:Kn No. 29, 99, 176:Kn No. 30, 99, 176-177:Kn No. 31,66, 84, 90-92, 103, 110, 111, 117, 162, 164, 166, 175:Kn No. 23, πίν. 41-42, 84, 92-95, 124, εικ. 27, και Maria Shaw, Bull Leaping Frescoes at Knossos and their Influence on the Tell-el Dabca Murals, Ägypten und Levante 5 (1995), 91-120. Για ανάλογες τοιχογραφίες από τις Μυκήνες βλ. W. Lamb, Frescoes from the Ramp House, BSA 24 (1919-1920), 189-199, πίν. VII, 5, πίν. VII, 6 και M. Shaw, The Bull-leaping Fresco from below the Ramp-House at Mycenae: A study in Iconography and Artistic Transmission, BSA 91 (1996), 167-190, την Τίρυνθα βλ. σχετικά Tiryns II, 162-165, πίν. XVIII, Immerwahr 1990, 110, 113, 202:Ti No. 1, την Πύλο, Lang 1969, 109:18 C 5, πίν. 52, 135 109:19 C 6, πίν. 53, 125 και McCallum 1987 117-118, 94-96, 132-133 για σύνδεση του ταύρου με την πομπή που απεικονίζεται στην αίθουσα του θρόνου, και στον Ορχομενό βλ. σχετικά Immerwahr 1990, 127, 165, 195:Or No. 2. Παραστάσεις ταυρομαχίας κοσμούν ενδεικτικώς λάρνακα από τον τάφο 22 της Τανάγρας, Immerwahr 1990, 157. Μικρογραφική σκηνή ταυροπαιδιάς απεικονίζεται σε YM I πλακίδιο ενθέματος που προέρχεται από την περιοχή της Αίθουσας του θρόνου του ανακτόρου της Κνωσού, βλ. σχετικά Hood 1978, 65, εικ. 48.
134 Marinatos 1986, 11. Kontorli-Papadopoulou 1996, 118. Βλ. και J. Η. Vanschoonwinkel, Les animaux dans Γ art minoen, στο D.S. Reese (εκδ.), Pleistocene and Holocene Fauna of Crete and its First Settlers, Monographs in World Arcaeology 28, Madison Wisconsin 1996, 351-354, όπου και κατάλογος των απεικονίσεων του ταύρου στη μινωική τέχνη.
135 Morgan 1988, 56, Τελεβάντου 1994, 232-233.
136 Furumark 1972, 199.
137 Χρυσικοπούλου 2000, ό.π. (σημ. 2693) 137.
138 Αντ. Μαστραπάς, Η ανθρώπινη και οι ζωικές μορφές στην προϊστορική κεραμική των Κυκλάδων, Αθήνα 1991,44:181.
139 Furumark 1972, 199, σημ. 5, Vermeule, Karageorghis 1982, 76, 81-84, 93-101,114,152.
140 Long 1974, εικ. 85.
141 Μυκηναϊκός Κόσμος, 80-81.
142 ΑΔ 6 (1920-21), 158, εικ. 5. Για τη χρονολόγησή της στην YE ΙΙΙΒ1 περίοδο βλ. Furumark 1972,199, σημ. 5.
143 Το Πνεύμα και το Σώμα. Οι αθλητικοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα 1989, 118-119.
144 Yule 1980, ό.π. (σημ. 2759) 124.
145 Ενδεικτικώς CMS I, nos 63-66, 154, 491-496, CMS II 2, no 77, CMS II 3, nos 134, 197, 212, 225, (με στροφή του κεφαλιού προς τα πίσω), CMS II 4, nos 105, 126, 141, 172, CMS II 5, no 266, CMS II 6, nos 45, 66, CMS II 7, no 50, CMS V, no 267, CMS V:2, no 377.
146 Ενδεικτικώς CMS I, nos 55, 236, CMS II 3, nos 119, 135, 293, CMS II 4, nos 9, 222.
147 Ενδεικτικώς CMS I, nos 121,201,233, CMS II 3, nos 5, 174, 202, 226, CMS II 4, nos 132, 223, 224, 230, CMS II 7, no 44.
148 Ενδεικτικώς CMS I, nos 69, 89, 130, 142, 197, 198, 239, 318, 372, CMS 11 3, nos 102, 106, 107, 108, CMS II 4, nos 151,203, CMS V, nos 196, CMS V:2, nos 432-433, 597, 601.
149 Ενδεικτικώς CMS I, nos 57, 61,88, CMS II 3, nos 62, 64, CMS V, no 157, CMS V:2, no 689.
150 Ενδεικτικώς CMS I, no 75, CMS II 3, no 111, 337, CMS II 7, no 275.
151 Ενδεικτικώς CMS II 4, no 203.
152 Ενδεικτικώς CMSV, no 198.
153 Ενδεικτικούς CMS I, nos 71, 183-185, 252, 330, 388, CMS II 3, nos 44, 60, 129, 173, 283, CMS II 4, nos 202, CMS V:2, nos 435, 602, 660, 678, 688.
154 Ενδεικτικούς CMS II 7, no 31.
155 Ενδεικτικούς CMS I, no 147, CMS II 2, no 60.
156 Ενδεικτικούς CMS I, no 79, 152, 200, 305, 314, 342, 371, 408, 517, CMS II 3, nos 105, 271, CMS II 4, no 157, CMS II 6, nos 39, 161, 162, 256-259, CMS II 7, nos 35-39, CMS V:2, no 674. Βλ. και J. Younger, Bronze Age Representations of Aegean Bull-Games III, στο R. Laffineur, W.D. Niemeier (εκδ.), Politela, Society and State in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 5th Internatonal Aegean Conference, University of Heidelberg, 10-13 April 1994, Aegaeum 12, Pini 1997, 13-14:23A-C, 14:24, 15:25, 26, ττίν.8:23-26.
157 N. Βασιλικού, Μυκηναϊκά σφραγιστικά δαχτυλίδια από πολύτιμα μέταλλα με θρησκευτικές παραστάσεις, Αθήνα 1997, εικ. 6. Χρονολογείται στα 1450-1400 ττ.Χ.
158 Βασιλικού 1997 ό.π. (σημ. 2829 ) εικ. 14. Των YE ΙΙ-ΙΙΙΑ1 χρόνων.
159 Ενδεικτικούς CMS I, nos 80, 203, 264, CMS II 3, no 338.
160 Ενδεικτικώς CMS I, no 379, Pini 1997, 7-8:12A-C, ττίν. 4:12.
161 Ενδεικτικώς CMS II 3, no 115.
162 Ενδεικτικώς CMS I, no 216, CMS II 3, nos 5, 67, 331, CMS VS 1B, no 159.
163 Mesara, ττίν. Il και XXVIII (από την Κουμάσα), Vll:5062 (από το Πορτί), LI (από τον Πλάτανο).
164 Tahsin Özgüc, Kültepe-Kanis II, New Researches at the Trading Center of the Ancient Near East, Ankara 1986, 65-66, πίν. 115-116.
165 Τα περισσότερα ζωόμορφα ειδώλια από το Φουρνί αποδίδουν ταύρους Σακελλαράκης, Σαπουνά- Σακελλαράκη 1997, 518, εικ. 511,513.
166 Ν. Kourou, A. Karetsou, Terracotta Wheelmade Bull Figurines from Central Crete: Types, Fabrics Technique and Tradition, στο R. Laffineur, P. Betancourt (εκδ.), ΤΕΧΝΗ, Craftsmen, Craftswomen and Craftmanship in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 6th International Aegean Conference, Philadelphia, Temple University, 18-21 April 1996, Liège 1997, Aegaeum 16,113.
167 Kourou, Karetsou 1996 ό.π. (σημ. 2838) 114.
168 K. Δημακοπούλου, Το μυκηναϊκό ιερό στο Αμυκλαίο και η ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος στη Αακωνία, Αθήνα 1982, 57-63.
169 Ε. French, Figures and Figurines, στο C. Renfrew (εκδ.), Archaeology of Cult: The Sanctuary at Phylakopi, BSA Supplementary Volume no 18, London 1985, 236-252.
170 Kourou, Karetsou 1996, ό.π. (σημ. 2838) 115.
171 Betancourt 1985, πίν. 12D (από τον Κομμό της ΜΜ ΙΙΒ- πρώιμη MM III περιόδου), 12F (από τη Φαιστό).
172 Betancourt 1985, 19Α (ΥΜ ΙΒ από το Μόχλο), 23D (ΥΜ ΙΒ από το μικρό ανάκτορο της Κνωσού). Για ρυτό σε σχήμα κεφαλής ταύρου από τον χώρο 14 του συγκροτήματος Δ στο Ακρωτήρι βλ. Sp. Marinatos, Excavations at Thera IV (1971), 37, πίν. 85b και Ε. Παπαγεωργίου-Σταμπόλη, Θραύσμα πήλινου ρυτού σε σχήμα κεφαλής ταύρου από το Ακρωτήρι Θήρας, ΑΕ 1999, 241-255.
173 Betancourt 1985, πίν. 31C-D.
174 Buccholtz, Karageorghis 1973, 103, no 1242, πίν.1242.
175 C. Doumas, A Mycenaean Rhyton from Naxos, AA 83 (1968), 382, όπου και βιβλιογραφία.
176 Mêlas 1985, 78:1268, 131-132. Χρονολογείται στην YM ΙΙΙΑ1.
177 P.Rehak, The Use and Destruction of Minoan Stone Bull’s Head Rhyta, στο R. Laffineur, W.D. Niemeier (εκδ.), Politela, Society and State in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 5th International Conference, University of Heidelberg, Archäologisches Institut 10-13 April 1994, Liège 1995, Aegaeum 12, 447.
178 Karo 1930, πίν. 99-121. Βρέθηκε στον τάφο IV του ταφικού περιβόλου A των Μυκηνών.
179 Warren 1969, 89-90 και πιό πρόσφατα Rehak 1994, ό.π. (σημ. 2478) 456-459 με κατάλογο για τα γνωστά μέχρι σήμερα παραδείγματα και ενδιαφέρουσα ερμηνεία για την αποσπασματική κατάσταση στην οποία σώζονται.
180 Πλάτων 1974, ό.π. (σημ. 2803) εικ. 88. Δύο ρυτά σε σχήμα κεφαλής ταύρου προέρχονται από το θησαυροφυλάκιο του ανακτόρου της Ζάκρου.
181 D. Laboury, Réflexions sur les vases mettaliques des tributaries Keftiou, Aegaeum 6, 1990, 93-117, και ιδιαίτ. πίν. XXV, J. Vercoutter, U Egypte et le monde 'Egéen Prehellénique, Le Caire 1956, 347-350, πίν. 41-41, PM II, 2, εικ. 337, 338, 340.
182 A. Pilali-Papasteriou, D/e bronzenen Tierfiguren aus Kreta, Prähistorische Bronzefunde l,3 (1985), München, 14-67.
183 Hood 1978, εικ. 97.
184 N. Platon, Ancient Crete, London, 1966, πίν. 62-65.
185 Poursat 1977, 74-75 για κατάλογο αντικειμένων με παραστάσεις ταύρων.
186 Poursat 1977, 76.
187 ΡΜ 11,388, σχ. 222.
188 Αλεξίου 1967, 55-56, 71, εικ. 30-3. Hood 1978,121-22, πίν. 111.
189 R. Seager, Exploration in the island of Mochlos, Boston 1912, πίν. X.
190 Platon 1966, ό.π. (σημ. 2856) πίν. 72. Χρονολογείται στο 1500 π.Χ.
191 Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμ. Α', 255.
192 Ε. Davis, The Vapheio Cups and Aegean Gold and Silver Ware, New York 1977. Για το ίδιο θέμα βλ. και Α. Ξενάκη-Σακελλαρίου, Αναζήτηση του εργαστηρίου των χρυσών κυπέλλων του Βαφειού, ΑΕ 130 (1991), 45-64.
193 Persson1931, 38, πίν. 1, 12-15.
194 Ventris, Chadwick 1973, 129, 198-199. Αντίθετα οι αναφορές σε βόδια και βόειο δέρμα είναι περισσότερες, βλ. σχετικά Ventris, Chadwick 1973, 132.
195 Τ. Palaima, The Nature of Mycenaean Wanax: Non Indo-European Origins and Priestly Functions στο P. Rehak (εκδ.), The Role of the Ruler in the Prehistoric Aegean, Proceedings of a Panel Discussion presented at the Annual Meeting of the Archaeological Institute of America, New Orleans, Louisiana, 28 December 1992, Liège 1995, Aegaeum 11, 132-133. Κατά τον Palaima δεν είναι συμπτωματική η απεικόνιση ταύρου στο πρόδομο της αίθουσας του θρόνου στο ανάκτορο του Εγκλιανού.
196 ό.π. (σημ. 2867) 132, σημ. 43.
197 Βλ. σχετικά Τ. Palaima, Knossos Oxen Dossier, στο J. P. Olivier (εκδ.), MYKENAÏKA, BCH Suppl. XXV, Athènes 1992, 473, επίσης, του ίδιου, Perspectives on the Pylos Oxen Tablets: Textual and Archaeological Evidence for the Use and Management of Oxen in Late Bronze Age Messenia (and Crete), στο T. Palaima, C. Shelmerdine, P. Ilievski (εκδ.), Studia Micenea 1988, Skopje 1989, 91.
198 Chr. Piteros, J.-P. Olivier, J. L. Melena, Les Inscriptions en linéaire B des Nodules de Thèbes, BCH 114 (1990), 145, 119.
199 Koehl 1981, 179-187, επίσης, του ίδιου, The Rhyta from Acrotiri and Some Preliminary Observations on their Function in Selected Contexts, στο Thera and the Aegean World, Papers and Proceedings of the Third International Scientific Congress, Santorini, Greece, 3-9 September 1989, London 1990, 350-360.
200 Koehl 1981, 181-183, Koehl 1990 ό.π. (σημ. 2871) 354-356.
201 E. Karantzali, A New Mycenaean Pictorial Rhyton from Rhodes, στο V. Karageorghis- N. Chr. Stampolidis (εκδ.), Eastern Medoterranean: Cyprus-Dodecanese-Crete, 16th-$h cent. B.C., Athens 1998, 94. Η χρήση του βουκρανίου ως συμβόλου γονιμότητας αποτελεί χαρακτηριστικό που απαντά σε όλους τους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου και οφείλεται στην ανάμειξη των ανατολικών με τις μινωικές, κυπριακές και μινωικές επιδράσεις σε θέματα ιδεολογίας και τεχνοτροπίας.
202 Γ. Σακελλαράκης, Το θέμα της φερούσης ζώον γυναικός εις την Κρητομυκηναϊκήν σφραγιδογλυφίαν, ΑΕ1972, 257, Σακελλαράκης, Σαπουνά-Σακελλαράκη 1997, 265.
203 Marinatos 1986, 41.
204 Long 1974, εικ. 85.
205 Σακελλαράκης, Σαπουνά-Σακελλαράκη 1997, 165, εικ. 119, 209, 210. Κρανίο ταύρου βρέθηκε ανάμεσα στις πέτρες της αργολιθοδομής που έφρασσε τη θύρα του πλευρικού δωματίου του θολωτού τάφου A των Αρχανών και ερμηνεύθηκε ως κατάλοιπο ταυροθυσίας. Ο Γ. Σακελλαράκης πιστεύει ότι η απεικόνιση ταυροκεφαλής στην τέχνη, απομονωμένης από το υπόλοιπο σώμα του ζώου, προέρχεται από το έθιμο της φύλαξης του κρανίου του μετά τη θυσία και αποτελεί υπόμνηση της θυσίας του ζώου ως απεικονιζόμενο pars pro toto, βλ. J. Sakellarakis, Das Kuppelgrab A von Archanes und das kretisch- mykenische Tieropferritual, PZ 45 (1970), 189-192.
206 Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα ρυτά σε σχήμα κεφαλής ταύρου προορίζονταν για να κρατούν το αίμα του ταύρου σε θρησκευτικές ιεροπραξίες, βλ. σχετικά Mêlas 1985, 131. Ο Γ. Σ. Κορρές, Επιβιώσεις εκ των θυσιών ταύρων, Λειμωνάριον, Προσφορά εις τον καθηγητήν N. Β. Τωμαδάκην, Αθηνά ΟΓ’-ΟΔ’, Αθήναι 1973, 888, πιστεύει ότι η απόθεση ταυρόσχημων ρυτών σε τάφους υποδηλώνει και την ταυτόχρονη θυσία πραγματικών ταύρων. Για τη λατρευτική χρήση των ρυτών σε σχήμα κεφαλής ταύρου βλ. και Παπαγεωργίου-Σταμπόλη 1999, ό.π. (σημ. 2844), 254-255.
207 S. Przeworski, Le culte du cerf en Anatolie, Syria XXI (1940), 62-76. Για απεικονίσεις του ελαφιού στη χεττιτική τέχνη από την πρώιμη έως την ύστερη Χαλκοκρατία βλ. και Ε. Akürgal, Die Kunst der Hethiter, München 1961, πίν. 1-3, 10, 47, έγχρ. πίν. IV
208 Akürgal ό.π. (σημ. 2879) πίν. 10.
209 PM I, 496.
210 Πρόσφατα ήρθε στο φως ΝΔ της Ξεστής 3 σωρός από ζεύγη κεράτων ελαφιού, ταύρου και αιγοειδών. Δίπλα ανευρέθηκε χρυσό ειδώλιο αιγάγρου (πρώτη παρουσίαση στο X. Ντούμας, Μ. Μαρθάρη, X. Τελεβάντου, Μουσείο Προϊστορικής Θήρας, Συνοπτικός οδηγός (2000), 76).
211 ΠΑΕ 1952, 486.