.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Θέση Κλειδί: Θολωτός τάφος και Τύμβοι. Ανασκαφή 1981-3


 Ο αρχαιολογικός χώρος του Κάτω Σαμικού, που βρίσκετε στις δυτικές παραφυάδες του όρους Λαπίθα, περιλαμβάνει την ακρόπολη των Ιστορικών χρόνων και την Προϊστορική ακρόπολη του Κλειδιού, όπου υπήρχε οικισμός καθώς και κυκλώπεια τείχη. Εκτός του Προϊστορικού οικισμού έχει ανασκαφεί προϊστορικό νεκροταφείο με βωμούς και σαφείς ενδείξεις προγονολατρείας, ενώ δυτικά της ακροπόλεως και κοντά στην θάλασσα έχει βρεθεί προϊστορικό κτήριο που πιθανόν να ταυτίζετε με το περίφημο ιερό του Ποσειδώνα που αναφέρετε στην Ιλιάδα.
 Ο Γερμανός αρχαιολόγος Dörpfeld μαζί με τους συνεργάτες του επισκέφθηκαν, το 1907, την περιοχή του Κλειδιού και εντόπισαν στους δύο μικρούς λόφους τα ίχνη προϊστορικής, οχυρωμένης πόλης. Το τείχος, το οποίο ονόμασαν (λόγω της τοιχοδομίας) κυκλώπειο, περιέτρεχε και τους δύο λόφους της θέσεως «Κλειδί». Το καλοκαίρι του 1908 (αρχές Ιουνίου), αμέσως μετά το πέρας των ανασκαφικών εργασιών στον Κακόβατο, η γερμανική αρχαιολογική αποστολή πραγματοποίησε μικρές ανασκαφικές τομές. Απεκαλύφθησαν επιπλέον τμήματα του «κυκλώπειου» τείχους και λεπτοί τοίχοι (στην κορυφή του μεγαλύτερου από τους δύο λόφου), που ανήκαν σε κάποιο οικοδόμημα, μεγαλυτέρων διαστάσεων, ενώ συνελέγη και άφθονη κεραμική, που μοιάζει με την αντίστοιχη από την «Πύλο», την Αρχαία Ολυμπία και την Πίσα, ανήκει δηλαδή στην προϊστορική εποχή, αλλά και όστρακα πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου. Ο Γερμανός αρχαιολόγος – αρχιτέκτονας σημείωσε με έμφαση ότι η επί του όρους Λαπίθα ακρόπολη είναι κλασσικών ή ελληνιστικών χρόνων, βασιζόμενος όχι μόνο στην κεραμική αλλά και στην πολυγωνική τοιχοδομία της οχύρωσης.



 Ακολούθησε νέα έρευνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Συγκεκριμένα στις αρχές Φεβρουαρίου του 1954, τυχαία ανεύρεση από αγρότη προϊστορικών αγγείων, προκάλεσε την επέμβαση της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και τη διενέργεια ανασκαφών (υπό τη διεύθυνση του τότε Εφόρου της Ζ΄ ΕΠΚΑ, κ. Ν. Γιαλούρη). Οι ανασκαφές απεκάλυψαν ταφικό τύμβο, ευρισκόμενο ΒΑ (περίπου 50 – 60μ. του βορείου λόφου στη θέση Κλειδί και πλησίον της λίμνης (η οποία δεν είχε ακόμη αποξηρανθεί).
 Νέες σωστικές ανασκαφές διεξήχθησαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 (συγκεκριμένα το 1981). Στη διάρκεια οικοδομικών εργασιών σε αγρόκτημα ευρισκόμενο στους ανατολικούς πρόποδες του βορειότερου λόφου του Κλειδιού, απεκαλύφθησαν τάφοι προϊστορικής εποχής.


Η ανασκαφή των τύμβων 1981

 Στη θέση Κλειδί1, που οριοθετεί από Β. την περιοχή των λουτρών του Καϊάφα και σε απόσταση 200μ. δυτικά του λόφου «Ελληνικό», όπου η κλασική ακρόπολη του Σαμικού, αποκαλύφθηκε τμήμα σημαντικότατου προϊστορικού νεκροταφείου, χτιστών κιβωτιόσχημων τάφων της ύστατης ΜΕ περιόδου, τους οποίους καλύπτουν τύμβοι (Πίν.85α).
 Ο εκσκαφέας που διάνοιγε πέδιλα οικοδομής στον αγρό Παν. Κουτοκλή, κατέστρεψε ολοκληρωτικά έναν τάφο, καθώς και τμήματα δύο ακόμη, ενώ στους τεράστιους σε όγκο χωματοσωρούς που είχαν συσσωρευθεί έξω από τα 17 πέδιλα της οικοδομής, επισημαίνονταν αργοί ασβεστόλιθοι και μεγάλες πλάκες, που αποτελούσαν το οικοδομικό υλικό των κατεστραμμένων τάφων. Σε μεγάλη ακτίνα βρίσκονταν διασκορπισμένα πήλινα σφονδύλια, πηνία και όστρακα, τα οποία παρουσιάζουν χρονική συνέχεια από την ύστατη Νεολιθική μέχρι και την ΥΕ ΙΙΙΒ εποχή.


 Ο αριθμός και το μεγάλο βάθος των πεδίλων, στα περισσότερα των οποίων εμφανίζονταν λίθινες κατασκευές, βοήθησαν σε στρωματογραφικές παρατηρήσεις ευθύς εξαρχής. Έτσι παρά το ότι ο χώρος είναι ισοπεδωμένος, με ελαφριά κλίση προς Α. και μάλιστα χρησίμευε για μισό περίπου αιώνα ως αλώνι, του οποίου το λίθινο ημικυκλικό ανάλημμα επιδεικνυόταν σαν σύγχρονο από τους ιδιοκτήτες, το στρώμα της καθαρής ξανθωπής άμμου που μεσολαβούσε ανάμεσα από τις καλυπτήριες πλάκες των τάφων και κάτω από το αρχαίο πολιτισμικό στρώμα, που ήταν σκουρότερο και περιείχε κυρίως μυκηναϊκά όστρακα, μαρτυρούσε ότι τις ταφές κάλυπταν αρχικά χαμηλά τυμβοειδή εξάρματα. Εξάλλου, ο γνωστός «τύμβος του Σαμικού»2 απέχει μόλις 180μ. βόρεια και εντάσσεται προφανώς στο ίδιο νεκροταφείο. Σε τούτο συνηγορεί και η σύγκριση του τρόπου κατασκευής του περιβόλου του, προς κυκλικά φερόμενο τόξο αργών ασβεστολίθων, γύρω από ένα πέδιλο, του οποίου το πλάτος είναι 0,60μ.


Τύμβος 1
 Στο βόρειο σημείο της χαμηλής κρηπίδας του, εδραζόταν ακτέριστη παιδική ταφή, την οποία περιέβαλλαν μικρά λιθάρια, εκτός από μεγάλη πλάκα στο μέρος του κεφαλιού, με εξαίρεση κομμάτι μεγάλου πιθαριού που αντικατέστησε σε μία περίπτωση την πέτρα. Η έρευνα στο βάθος του πεδίλου αποκάλυψε δύο κυκλικούς χτιστούς τάφους, TVIII, ΤΙΧ, από τους οποίους ο δεύτερος δεν ανασκάφτηκε. Ο τάφος VIII περιείχε δύο ισχυρά συνεσταλμένους ακτέριστους σκελετούς.
 Σ’ επαφή με αυτόν εντοπίζεται ο τύμβος 3, που ορίζεται μέσα σε τόξο ασβεστολίθων και ελάχιστων αμμολίθων, μεγάλου κυρίως μεγέθους. Στο κέντρο του κατασκευάστηκε ο μεγαλύτερος όλων και καλυμμένος με τρεις τεράστιες πλάκες χτιστός κιβωτιόσχημος τάφος VII. Σ’ αυτόν περιέχονταν δύο σκελετοί, οκλαδόν τοποθετημένοι στο δεξί πλευρό, συνοδευόμενοι από πρόχου και λεβητοκυάθιο, με γραπτή διακόσμηση, τα οποία χρονολογούνται στη ME III περίοδο. Και εδώ η στρωματογραφία παρουσίαζε την ίδια μορφή: την καθαρή ωχροκίτρινη άμμο του τύμβου (στρώμα I) πάνω από τις ταφές και πάνω απ’ αυτό το σκουρότερο αμμόχωμα, που είχε διεισδύσει με τις νεροσυρμές, μαζί με πλήθος μικρών μυκηναϊκών οστράκων, που ανήκαν κυρίως σε κύπελλα «Κεφτί». Ο τύμβος προϋπήρχε του τάφου και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για πιθοειδείς ταφές, κατά τρόπο ανάλογο του τύμβου του Αγίου Ιωάννη Παπουλίων, του οποίου το χτιστό «κενοτάφιο» στο κέντρο του, αποτελεί όμοια κατασκευή με τον τάφο VII. Στο συλλογισμό οδηγεί η ανεύρεση κάτω τμήματος πιθαριού, με οπή στον πυθμένα, στην περιφέρεια του τύμβου, μέσα στο οποίο σώζονταν τμήμα σιαγόνας και δόντια ενήλικου ατόμου, τοποθετημένου προφανώς στο πιθάρι κατά το γνωστό και από τη Μεσσηνία τρόπο, με το κρανίο προς τον πυθμένα. Πλησίον του βρέθηκε μεγάλο όστρακο «αδριατικού» αγγείου (TII).



Τύμβος 2:
Εντοπίζεται νότια του προηγούμενου, λόγω της θέσης τριών τάφων, ακτινωτά κατασκευασμένων γύρω από ένα νοητό κέντρο και της ανάλογης με τους δύο προηγούμενους τύμβους στρωματογραφίας. Από τους μεγαλύτερους, ο τάφος XI, όμοιου τύπου με τον VII, παρουσιάζει μία μετασκευή- επιμήκυνση κατά το μακρό άξονα και δύο χτιστούς «βωμούς» στα άκρα του, πλησίον των οποίων βρέθηκαν δύο μυκηναϊκά αγγεία, ένα κύπελλο Κεφτί με γραπτό διάκοσμο χελωνίου και μία αρύταινα, που χρονολογούνται στην YE II και αποτελούν στοιχείο ταφικής λατρείας ή προγονολατρείας. Μέσα στον τάφο βρέθηκαν δύο κατά χώρα σκελετοί, ανακομιδές και τρία ακέραια ME III αγγεία, λίθινη ακόνη και αιχμή βέλους (Πίν.86α). Ο τάφος X περιείχε μόνο ανακομιδές, συνοδευόμενες από τρία ME III αγγεία, χάλκινο μαχαίρι με τρεις ήλους, αιχμή βέλους από οψιανό και πήλινο σφονδύλι, ενώ συστάδα πέντε ακόμη ανακομιδών και τρία ακόμη αγγεία βρέθηκαν σε επαφή και στο ύψος της μιας από τις δύο καλυπτήριες πλάκες. Του τάφου III είχε καταστραφεί από το μηχάνημα η μία μακριά πλευρά. Μικρότερος και αμελέστερα κατασκευασμένος σε σχέση με τους προηγούμενους, έφερε κάλυψη με μικρές πλάκες και περιείχε ένα μόνο συνεσταλμένο -όπως και οι προηγούμενοι- σκελετό (Πίν.86β). 

 Στο οικοδομικό του υλικό περιλαμβάνονταν και χοντρά κομμάτια πιθαριών. Πιθανότατη μαρτυρία ότι και εδώ ο τύμβος είναι πρωιμότερος του τάφου, αποτελεί στρώση πηλού, σε οριζόντια περίπου διάταξη, που σώζεται έξω από αυτόν, καθώς και οστά σκελετού, που συγκεντρώθηκαν κάτω από τη θεμελίωσή του.
 Ανάμεσα στον τύμβο 1 και 2, ακανόνιστα ριγμένα λιθάρια μικρού μεγέθους, όστρακα και οστά ζώων, πιθανότατα αποτελούν το «σήμα» και τέταρτου τύμβου, που εκτείνεται σε έκταση δύο τουλάχιστον γειτονικών πεδίλων.

Ο τύμβος 5 
Ο Τύμβος καταλαμβάνει το χώρο του σύγχρονου αλωνιού, όπως έδειξαν δύο δοκιμαστικές τομές στο σημείο αυτό του αγροκτήματος. Όχι μόνο η τομή α' απέδειξε ότι κάτω από ελάχιστη επίχωση υπάρχουν λίθινες κατασκευές, ίσως τάφοι, αλλά και ο περίβολος του αλωνιού είναι ουσιαστικά κρηπίδα τύμβου, που λόγω της κατωφέρειας δε χρειάστηκε να κατασκευαστεί κυκλική, αλλά ημικυκλική σε τύπο αναλήμματος. Άλλωστε πέρα από τις δύο στρώσεις μεγάλων αργών λίθων, που ορίζουν και την περιφέρεια του τύμβου, τοποθετήθηκαν μικρά λιθάρια, ακανόνιστα, στο μέγεθος του αυγού ή και μεγαλύτερα, τα οποία αρχικά κάλυπταν ίσως την κατασκευή, αλλά σώζονται μόνο ελάχιστα και στην περιφέρεια. Το τόξο του τύμβου έχει άνοιγμα 14μ.

 Το σημαντικό και πλούσιο υλικό του νεκροταφείου των τύμβων, μοναδικό στην Ηλεία και το μεγαλύτερο σε έκταση στην Τριφυλία, θα αποτελέσει ειδική μελέτη, την οποία εκπονεί η υπογράφουσα και η οποία θα ολοκληρωθεί με την πορεία της ανασκαφής.

Η ανασκαφή των τύμβων 1982 

Συνεχίστηκε και φέτος η ανασκαφή του προϊστορικού νεκροταφείου των τύμβων στη θέση Κλειδί και στο αγρόκτημα Παν. Κοντούλη, του οποίου άρχισε η διαδικασία απαλλοτρίωσης. Δεν υπήρξε όμως η δυνατότητα αποτύπωσης των μνημείων στο σύνολό τους αλλά σ’ αυτά τοποθετήθηκε κάνναβος3.

Τύμβος 1.
Ολοκληρώθηκε η αποκάλυψη του κυκλικού περιβόλου (εσωτ. διάμ. 5,40μ.) σε επαφή με τον οποίο βρέθηκαν δύο ακέραια αγγεία της YE ΙΙΒ περιόδου. Έτσι διαπιστώνεται και εδώ η άσκηση ταφικής λατρείας ή προγονολατρείας, όπως και στον τύμβο 2. Ερευνήθηκε επίσης και ο δεύτερος, καλυπτόμενος από τον Τύμβο 1, φρεατόσχημος (κτιστός κυκλικός) τάφος IX, όπου βρέθηκε ένας ισχυρά συνεσταλμένος, ακτέριστος σκελετός. Με τομή παρακολουθήθηκε η στρωματογραφία μέσα στον τύμβο.
Τύμβος 2.
Ένας ακόμη κιβωτιόσχημος τάφος, καλυμμένος με δύο τεράστιες πλάκες (T.IV) ανασκάφηκε δίπλα στον παρόμοιο T.XI, στον οποίο επαναλαμβάνεται ο κυκλικός κτιστός «βωμός» έξω από τη νοτιοδυτική γωνία του. Σε άριστη κατάσταση βρέθηκαν σ’ αυτόν δύο σκελετοί συνεσταλμένοι, κατά χώραν, συνοδευόμενοι από κάνθαρο και αμφορίσκο της ύστατης ME III περιόδου, οδοντωτή λεπίδα από πυριτόλιθο και πήλινο σφονδύλι.
Στη μία στενή πλευρά, αυτήν απέναντι από την είσοδο, είχαν σαρωθεί τα οστά των παλιότερων ταφών, ορισμένα από τα οποία βρέθηκαν πάνω σταοστά της λεκάνης του δεύτερου σκελετού. Η θέση του τάφου βρίσκεται πάνω στη νοητή περιφέρεια του τύμβου.


Τύμβος 4.
Καθαρίστηκε επιφανειακά ο λιθοσωρός που αποτελεί το υποτιθέμενο «σήμα» του τύμβου. Κάτω απ’ αυτόν ακολουθεί λεπτό στρώμα καθαρής ξανθής άμμου (χαρακτηριστικής και για τους άλλους τύμβους) και μεγάλη ασβεστολιθική πλάκα επιμελημένα τοποθετημένη οριζόντια. Η έρευνα στο σημείο αυτό θα συνεχιστεί μετά την αποτύπωση της ενδιαφέρουσας λιθορριπής, που πιθανότατα καλύπτει το ανώτερο και κεντρικό τμήμα του τύμβου.
Τύμβος 5.
Μετά την αφαίρεση της λεπτότατης επίχωσης στο χώρο του αλωνιού, του οποίου ο περίβολος συμπίπτει με την αναλημματική κρηπίδα του τύμβου, εμφανίστηκε μικρότερη σε διάμετρο κυκλική κατασκευή (5μ. περίπου), περιεχόμενη σ’ αυτόν, της οποίας το προς Α. τόξο συμφύρεται με την κρηπίδα του τύμβου. Μικρή δοκιμαστική τομή εξωτερικά και στο βορειοδυτικό σημείο της κατασκευής, έδειξε ότι το ύψος της ξεπερνά το 1μ. και το πλάτος του τοίχου κυμαίνεται στα 0,60 μ. Δοκι2μαστικός λάκκος που ανοίχτηκε στη συνέχεια στην εσωτερική δυτική παρειά του τοίχου, παρουσίασε ότι στο 1μ. υπάρχει ενδόκλιση του τοίχου κατά 0,38μ. Πρόκειται επομένως για θολωτό τάφο (Πίν.84α), του οποίου το στρώμα καταστροφής είναι ορατό στο εσωτερικό και το αποτελούν κυρίως πλακωτοί ασβεστόλιθοι, αλλά και κογχυλιάτες και αμμόλιθοι μέτριου μεγέθους, ανάμεσα στους οποίους φαίνονται και μικρότεροι, σχήματος σφήνας. Η ανασκαφή του μνημείου προγραμματίστηκε για τον επόμενο χρόνο.


 Ενδιαφέρουσα υπήρξε και η ανακάλυψη τεράστιου κυκλώπειου τείχους, το οποίο κατέρχεται από την κορυφή του υψώματος, σε απόσταση μόλις 70μ. βόρεια του νεκροταφείου και οχυρώνει από Δ.- Α. τη δίοδο μέχρι το λόφο του απέναντι υψώματος, όπου η κλασική ακρόπολη του Σαμικού. Το τείχος αποψιλώθηκε σε μήκος 60μ. στο βόρειο όριο του αγρού Γ. Αλέρτα, ενώ κατόπιν (προς Α.) βυθίζεται στο έλος της αποξηραμένης σήμερα λίμνης Αγουλινίτσας, αλλά ανιχνεύεται σε μήκος ακόμη 30 μ. τουλάχιστον. 

 Θεμελιωμένο σε στρώμα λατύπης και μικρές πέτρες, σώζεται σε ύψος τριών δόμων ογκολίθων (1,60μ. περίπου) τοποθετημένων σε δύο όψεις και με παρεμβολή στα κενά στρογγυλών ασβεστόλιθων (κροκάλες) (Πίν.84β). 
 Το πλάτος του κυμαίνεται από 2,60-3,05 μ. και κατηφορίζοντας προς το έλος διευρύνεται και κάμπτεται ελαφρά προς τα νότια. Τα αναβλύζοντα νερά μέσα στη μικρή δοκιμαστική τομή δεν επέτρεψαν τη συγκέντρωση αντιπροσωπευτικών οστράκων. Γενικότερα χρονολογούνται στην ύστατη ΜΕ-πρώιμη ΥΕ φάση. Από το στέρεο μέχρι το επιφανειακό στρώμα μεσολαβούν τρία διαδοχικά στρώματα. 
 Το στρώμα 1 είναι πλουσιότερο σε άργιλο, με περιεκτικότητα βέβαια άμμου και έχει σκούρο γκριζογάλανο χρώμα. Ανεβαίνοντας, το αμμόχωμα αποκτά καστανή απόχρωση και σ’ αυτό αφθονούν τα όστρακα και μικρά αποτμήματα λίθων. 
 Ο γνωστός «τύμβος του Σαμικού» βρίσκεται σε απόσταση λίγων μέτρων βορειότερα και «έξω» από το τείχος. Ίσως όμως μία δεύτερη απόπειρα τείχισης στον άξονα αυτό, να αποτελεί στρώση μέτριων ασβεστολίθων σε πλάτος 2 μ. περίπου, που είχε εμφανιστεί το 1975 κατά τη διάνοιξη στραγγιστικού αύλακα και θεωρήθηκε τότε ως «αρχαίος δρόμος». 
Η διεύθυνσή του είναι παράλληλη προς αυτήν του κυκλώπειου τείχους και εντοπίζοντάς την κατασκευή 70μ. ανατολικά του «τύμβου του Σαμικού», συγκεντρώσαμε λίγα όστρακα, πανομοιότυπα με αυτά του νεκροταφείου των τύμβων.

 Επιφανειακή έρευνα εξάλλου, που διενεργήσαμε στην κορυφή του λόφου στην ιδιοκτησία, Α. Κανελλόπουλου, υπήρξε αφορμή να επισημανθούν ογκόλιθοι, ίχνη του κυκλώπειου τείχους που ήταν εμφανές στην εποχή του Dörpfeld, που οχυρώνουν το βόρειο φρύδι του πλατώματος, όπου εκτός από άφθονη κεραμική ΜΕ-ΥΕ χρόνων, κανένα ίχνος μυκηναϊκού κτίσματος δε σώζεται πλέον. Στις νότιες παρυφές του λόφου υπάρχει απότομο σπήλαιο με πόσιμο νερό. Σε μικρή απόσταση απ’ αυτό, υπάρχουν ενδείξεις και άλλου τάφου μερικώς κατεστραμμένου, όπου ανιχνεύονται όστρακα σύγχρονα του νεκροταφείου. Στο σημείο αυτό λειτουργούσε επί δεκαετίες ασβεστοκάμινο.
 Ο οικισμός μπορεί να εντοπιστεί ΒΑ. του νεκροταφείου. Ξεχωριστό εύρημα εδώ ήταν μεγάλο όστρακο μελανού μινύειου κυπέλλου της ME II εποχής, που μας παραδόθηκε από το αγρόκτημα της Π. Ζιάτα.
 Στην προσπάθεια να κατοπτεύσουμε τον ευρύτερο χώρο από ψηλά, από την κορυφή του υψώματος Σταυρός (ύψ. 219μ.) της οροσειράς του Λαπίθα, που συνέχεται με την κλασική ακρόπολη του Σαμικού, εντοπίσαμε θαυμάσια διατηρημένο, μεμονωμένο πύργο, πλευράς 3,5μ. περίπου, ο οποίος σώζεται σε ύψος τουλάχιστον 2μ. (Πίν.85γ).

  
 Είναι κατασκευασμένος κατά τον ψευδοπολυγωνικό τρόπο, όπως ακριβώς και το οχυρωματικό τείχος της ακρόπολης. Από τμήμα θεμελίωσης του τείχους που είχε καταστραφεί, συγκεντρώσαμε λεπτά όστρακα μελαμβαφών ελληνιστικών αγγείων, γεγονός που ενισχύει την άποψη του Meyer για την ορθότερη χρονολόγησή του στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια. Το αρχαίο λατομείο, κάθετης εξόρυξης είναι ορατό στο βράχο ΒΑ. της ακρόπολης.
Στη θέση Μαρμαρίτσα, περίπου 1 χλμ. βόρεια, μηχανικός εκσκαφέας που ισοπέδωνε αγρόκτημα, έφερε σε φως αρχαίες κεραμίδες και τεράστιες πλίνθους από ασβεστόλιθο. Στην όμορη περιοχή της Φραγκοκλησιάς (αγρός Αρ. Ν. Ζιάτα), εντοπίστηκε καλυπτήρια πλάκα τάφου και αποτμήματα μαρμάρινων κιονίσκων και τοίχος παλαιοχριστιανικού πιθανότατα ναού, του οποίου το ανώτερο τμήμα του τοξωτού παραθύρου είναι ορατό (αγρός Ν. Νικολόπουλου). Υλικό από την ανωδομή έχει εντοιχιστεί στην ετοιμόρροπη σήμερα παλαιά οικία Γ. Νικολόπουλου. Για τον κίνδυνο των πυρκαγιών, αποψιλώθηκε φέτος και το ρωμαϊκό βαλανείο στην ίδια θέση, καθώς και το περιφερικό τείχος της ακρόπολης.

Η ανασκαφή του θολωτού τάφου 1983 

 Στη θέση Κλειδί, όπου επισημαίνεται η προϊστορική ακρόπολη της ομηρικής Αρήνης, και στο οικόπεδο Παν. Κοντούλη που βρίσκεται στις ανατολικές υπώρειες του λόφου που ελέγχει την περιοχή Καϊάφα, συνεχίστηκε και φέτος για τρίτη κατά σειρά περίοδο η ανασκαφή του εκτεταμένου νεκροταφείου των τύμβων.
 Η έρευνα περιορίστηκε στον τομέα Ε8- τύμβο 5, εκεί όπου μικρές δοκιμαστικές τομές που διενεργήθηκαν πέρσι, παρείχαν σαφή ένδειξη για ύπαρξη θολωτού τάφου. Οι εργασίες που διήρκεσαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο άρχισαν με τον καθαρισμό της κρηπίδας του τύμβου, η οποία διαγράφει τόξο περιφέρειας, διαμ. 14,60μ., δίκην αναλήμματος. Μικρά πλακοειδή ασβεστολιθικά λιθάρια, που ακολουθούσαν τη φορά του τόξου, συγκρατούσαν τα χαλαρά αμμόχώματα του τύμβου, που είχαν αφαιρεθεί από τον πυρήνα του, προφανώς κατά την περίοδο κατασκευής της θόλου. Το στρώμα των χωμάτων του τύμβου που διείσδυσε στη θόλο με την υποχώρηση της ανωδομής του, έδωσε χαρακτηριστικά όστρακα ΜΕ αγγείων αδριατικού τύπου, καθώς και πρωιμότερα ΠΕ του τύπου faience ware.
Στο ίδιο στρώμα βρέθηκαν κομμάτια άψητου πηλού, που χρησίμευε πιθανότατα για να προσδώσει στεγανότητα στη θόλο.


 Τα τοιχώματα της θόλου, τα οποία οικοδομήθηκαν με χαμηλούς και ανισοϋψείς δόμους ασβεστόλιθων και αμμολίθων κυρίως, καθώς και ελάχιστων λίθων κογχυλιάτη, σώζονται μέχρι ύψους 2,40 μ. (Πίν.56α). Η ξερολιθιά της εισόδου εντοπίζεται ανατολικά, χωρίς να διατηρείται ίχνος ανωφλίου, ενώ παρατηρείται σταδιακή μείωση του πλάτους της προς τα επάνω. Η διάμετρος της θόλου είναι μόλις 5,65μ.
 Την πρωιμότητα της κατασκευής μαρτυρούν και τα ευρήματα που συνόδευαν τις ταφές, από τα οποία συμπεραίνεται και η συνεχής χρήση του θολωτού τάφου από την YE I μέχρι και την YE ΙΙΙΑ2 περίοδο (Πίν.56β). Ο αριθμός των εβδομήντα περίπου αγγείων που συγκολλήθηκαν αντιπροσωπεύει πάνω από δέκα σχήματα μυκηναϊκών αγγείων, όλων μικρού μεγέθους. Πάνω στο χαλικόστρωτο δάπεδο είχαν αποτεθεί τουλάχιστον επτά ταφές, διαταραγμένες από την καταστροφή της οροφής της θόλου. Σε μεγαλύτερο βάθος 2,60μ. βρέθηκαν τρεις λακκοειδείς ταφές κατά χώραν, η μία λιθοπερίβλητος, της οποίας ο σκελετός είχε κτεριστεί με χαύλιους πιθανότατα οδοντόφρακτου κράνους, που βρέθηκαν δίπλα ακριβώς από το κρανίο. Τρεις λάκκοι ανακομιδών έδωσαν πλούσιο οργανικό υλικό καθώς και κεραμική της YE I και II περιόδου.


 Τα χάλκινα κτερίσματα ήταν ελάχιστα: μία τριχολαβίδα, συνεστραμμένο σύρμα και ήλοι που πιθανώς να ανήκαν σε μαχαιρίδια. Άλλα ευρήματα ήταν σφραγιδόλιθοι, ψήφοι περιδεραίου από σάρδιο, πήλινα και λίθινα σφονδύλια, αιχμές βελών και λεπίδες από οψιανό, καθώς και πυριτόλιθο. Ορισμένα από τα ευρήματα βρέθηκαν καμένα από πυρά, της οποίας τα ίχνη είναι έντονα στο δάπεδο.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι πρόκειται για τον τέταρτο θολωτό τάφο που επισημαίνεται στην Ηλεία4 και ότι βρέθηκε ασύλητος, προφανώς λόγω της μορφής της θέσης εγγύτατα και σε επαφή με τη λίμνη της Αγουλινίτσας, η οποία αποξηράνθηκε μόλις στα 1968 5, ενώ με την κατολίσθηση της άμμου του τύμβου δεν παρήχετο η εντύπωση εξάρματος και το μνημείο χρησίμευε για αλώνι. Η διακοπή της ανασκαφής δεν έδωσε την ευκαιρία για την έρευνα του στομίου και του δρόμου του θολωτού τάφου, κατά τον άξονα του οποίου ανιχνεύονται μεγάλοι ασβεστόλιθοι με κατεύθυνση προς Α., προς τον αγρό της Γ. Αλέρτα. Ο δρόμος του τάφου διασχίζει τη σύγχρονη αγροτική οδό που οδηγεί βόρεια προς το γνωστό ΜΕ-ΥΕ III τύμβο του Σαμικού.
 Απέναντι και ανατολικά, στις βόρειες πλαγιές του λόφου Ελληνικό ή Χτίρια, όπου η κλασική ακρόπολη του Σαμικού, στη θέση Κουρετέικα της ευρύτερης περιοχής Ντριβάλα, εκσκαφέας που διάνοιγε αγροτική οδό προξένησε την καταστροφή καλυβίτη τάφου. Αδιατάρακτο σώθηκε μόνο το μισό του μήκους από τον τάφο, καλυμμένο με κεραμίδες σε τέσσερις σειρές, με κατεύθυνση Α.-Δ., μήκ. 1,90, σωζ. πλ. 0,40μ. Τα οστά της ταφής διακορπίστηκαν στο χώρο, ενώ διαπιστώθηκε και ανακομιδή παραμερισμένη κατά τη μία μακρά πλευρά. Από τη χρήση χαρακτηριστικών κεραμίδων με χιαστί αυλακώσεις η ακτέριστη ταφή μπορεί να χρονολογηθεί στα ρωμαϊκά χρόνια.

Ε. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πηγές: ΑΔ 36 1981 σελ.  147, ΑΔ 37 1982 σελ. 133, ΑΔ 38 1983 σελ. 109

1. Το νεκροταφείο καταλαμβάνει τις ανατολικές υπώρειες του βορειότερου από τους λόφους του Κλειδιού, στην τειχισμένη κορυφή του οποίου είχαν διεξαχθεί ανασκαφές από τον Dörpfeld, (AM 33 (1908), σ.320-22), όπου και αποκαλύφθηκαν θεμέλια προϊστορικών κτιρίων και κεραμική που καλύπτει χρονικά και τις τρεις εποχές του χαλκού. Οι ογκόλιθοι του κυκλώπειου τείχους χρησιμέυσαν ως έτοιμο υλικό στα ασβεστοκάμινα που λειτουργούσαν 50 χρόνια στις δυτικές πλαγιές του ίδιου υψώματος.
2. Για το ΜΕ-ΥΕ ΙΙΙΒ τύμβο του Σαμικού βλ. ΑΔ20 (1965): Μελέται, σ.6-40.
3. Στο διάστημα από 17-19 Μαΐου συγκεντρώθηκαν τα οστά των τάφων από το λέκτορα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δρ. Θ. Πίτσιο, προκειμένου να γίνει η μελέτη του ανθρωπολογικού υλικού στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου και στα πλαίσια της δημοσίευσης της ανασκαφής από την υπογράφουσα
4. Σαφής η διαφορά με τους τρεις μνημειώδεις θολωτούς τάφους του Κακοβάτου, AM33(1908), σ.295-317.
5. Για την απαρχή του σχηματισμού των ελών στην περιοχή Καϊάφα βλ. Στράβωνα (Η 346) και Παυσανία (Ε,5.7). Τις πηγές επιβεβαιώνουν οι παρατηρήσεις του Η. Write, Minnesota Messenia
Expedition, 1972, σ.197





Printfriendly