Η τρίκλιτη Βασιλική του θεάτρου βρίσκεται δυτικά της αγοράς και σε απόσταση 40 περίπου μέτρα νοτιοανατολικά του θεάτρου. Έχει μήκος 38,20 μέτρα, και πλάτος 16,15 μέτρα και αποτελείται από ημικυκλική αψίδα με σύνθρονο στα ανατολικά, τρία κλίτη που ορίζονται με κιονοστοιχίες και νάρθηκα στο δυτικό του πέρας.
Στο ανατολικό μισό του νοτίου κλίτους δημιουργήθηκε στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια ένας μονόχωρος ναός αξιοποιώντας τμήματα τοίχων και υλικά του παλαιότερου κτίσματος. Ο νάρθηκας (16,15Χ 5,00μ.) επικοινωνεί με τον κυρίως ναό μέσω τριών ανοιγμάτων που οδηγούν στα αντίστοιχα κλίτη. Στο κεντρικό κλίτος οδηγούσε τρίβηλο με συνολικό άνοιγμα 4,90μ. Το τρίβηλο σε μια δεύτερη φάση του μνημείου είχε φραχτεί στα δύο πλάγια ανοίγματα του. Θύρα στο βόρειο τοίχο του νάρθηκα οδηγεί σε συγκρότημα προσκτισμάτων. Ο νάρθηκας φέρει πλακόστρωτο δάπεδο, στο οποίο έχει ενσωματωθεί ο στυλοβάτης κιονοστοιχίας προγενέστερου οικοδομήματος.
Το κεντρικό κλίτος είναι επίσης πλακοστρωμένο με ασβεστολιθικές πλάκες, προερχόμενες από προγενέστερα οικοδομήματα ρωμαϊκών και ελληνιστικών χρόνων. Στα πλάγια κλίτη τα δάπεδα είναι χωμάτινα.
Στις γωνίες του θριαμβικού τόξου της αψίδας του ιερού έχουν χρησιμοποιηθεί δύο βάθρα που φέρουν χαραγμένα τα ονόματα των μεγάλων στρατιωτικών μορφών της αρχαιότητας, του ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗ και του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ αντίστοιχα, των οποίων η επιλογή και η τοποθέτηση στη συγκεκριμένη καίρια θέση του τόξου δεν μπορεί να είναι τυχαία. Η υποθεμελίωση προχωρά σε βάθος ενός μέτρου περίπου μέχρι το επίπεδο του ενός κατεστραμμένου κυκλικού οικοδομήματος των ύστερων ελληνιστικών χρόνων. Υστερότερης εποχής είναι τρεις αμελώς κτισμένες αντηρίδες που στηρίζουν εξωτερικά την αψίδα του Ιερού.
Οι κιονοστοιχίες που στήριζαν τα κλίτη, αποτελούνταν από δέκα αράβδωτους ασβεστολιθικούς κίονες με μαρμάρινες ιωνικές βάσεις που προέρχονται από προγενέστερα κτίσματα.
Τα μαρμάρινα επίκρανα που είχαν λαξευτεί ειδικά για τη βασιλική έφεραν τοξοστοιχία. Η Βασιλική δεν διέθετε υπερώα πάνω από τα πλάγια κλίτη, το κεντρικό κλίτος στεγαζόταν με δίριχτη ξύλινη στέγη, ενώ χαμηλότερες μονόριχτες κάλυπταν τα δύο πλάγια. Σε ορισμένα κιονόκρανα απαντούν τεκτονικά χαράγματα. Στο μέσο περίπου του κεντρικού κλίτους και ανάμεσα στον πέμπτο και τον έκτο κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας εντοπίστηκε η υποδομή του άμβωνα και της κλίμακας ανόδου προς αυτόν από το βόρειο κλίτος. Στα ανατολικά του κεντρικού κλίτους διαμορφώνεται εξέδρα για το ιερό, το οποίο ορίζεται από αναβαθμό και χωρίζεται από τον υπόλοιπο ναό με χαμηλό φράγμα. Σώζεται ο λίθινος βατήρας, πεσσίσκοι και τμήματα θωρακίων από μάρμαρο. Στον χώρο του ιερού, στο πλακόστρωτο της υπερυψωμένης εξέδρας του διακρίνονται οι εγκοπές από τα τέσσερα πόδια της αγίας τράπεζας, καθώς και των τεσσάρων βάσεων κιονίσκων που έφεραν το κιβώριο πάνω από την αγία τράπεζα. Η διαμόρφωση αυτή της αγίας τράπεζας με κιβώριο να την περιβάλει είναι τυπική σε πρωτοβυζαντινά μνημεία του ελλαδικού χώρου.
Κιβωτιόσχημοι τάφοι στο βόρειο κλίτος ανήκαν στον ύστερο Μεσαίωνα. Ανάμεσα στις καλυπτήριες πλάκες ενός βρέθηκε διάσπαρτος θησαυρός δώδεκα νομισμάτων της Φραγκοκρατίας. Έξω από την αψίδα του ιερού ήλθε στο φως ορθογώνιο οστεοφυλάκιο με μια πρόχου και ένα λεβητοκυάθιο που φαίνεται ότι χρονολογούνται στα τέλη του +7ου αι. Προϋποθέτουν την ύπαρξη της Βασιλικής και αποτελούν χρονικό όριο πριν από το οποίο αυτή οικοδομήθηκε. Η πρώτη επομένως οικοδομική φάση της Βασιλικής ανάγεται στον ύστερο 6ο ή τον πρώιμο 7ο αιώνα, και όχι στον 8ο ή τον 9ο αιώνα.
Ως πλάκα στυλοβάτη της νότιας κιονοστοιχίας της Βασιλικής στο έκτο από τα ανατολικά μετακιόνιο διάστημα, έχει χρησιμοποιηθεί ασβεστολιθικό βάθρο με επιγραφή των μέσων του +2ου αι., προς τιμήν του αρχιερέα των Σεβαστών Τιβερίου Κλαυδίου Γεμινιανού, γιου του Κλαυδίου Κρισπιανού και της Αυφιδίας Γεμίνης. Το άγαλμα ανέθεσαν ο Κλαύδιος Αριστομένης, ιερέας του Διός Ιθωμάτα, και ο αδελφός του Κλαύδιος Νικήρατος, Γραμματεύς των Συνέδρων, μέλη γνωστής οικογένειας της Μεσσήνης (αρ.ευρ.15791, μήκ. 0935, ύψ. 0,61, πάχ. 0,125μ.). Στο αριστερό άκρο της άνω στενής επιφάνειας, το βάθρο φέρει ορθογώνιο τόρμο με αύλακα μολυβδοχόησης για τη στήριξη της ελλείπουσας στέψης του βάθρου, που έφερε πιθανότατα χάλκινο ανδριάντα. Η πεντάστιχη επιγραφή έχει ως εξής:
Τιβ> Κλαύδιον Γεμινιανόν, ἀρχιερέα, ὑόν Κλαυδίου
Κρισπιανού> καί Αυφιδίας Γεμίνης, ἀρετῆς ἕνεκα.
ἐπὶ Κλαυδίων ἱερέως μὲν τού
Ἰθωμάτου Διὸς Ἀριστομένους, γραμματέως δέ
Νεικηράτου, τῶν άδελφῶν
Ύψος γραμμάτων 0,025-0,03 μ., +140/ +170. Οι αναφερόμενοι στην επιγραφή είναι προσωπικότητες της τοπικής μεσσηνιακής αριστοκρατίας, μέλη της γνωστής επιφανούς οικογένειας του Διονύσιου Δημητρίου, που πρωτοεμφανίζεται στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου, το έτος -19. Τον +1ο αι. μέλη της επόμενης γενεάς της οικογένειας απέκτησαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη και ανέλαβαν αξιώματα πολιτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα. Ο Τιβέριος Κλαύδιος Γεμινιανός, γιος του Κλαυδίου Κρισπιανού και της Αυφιδίας Γεμίνης, ο οποίος τιμάται εδώ ως αρχιερέας των Σεβαστών αυτοκρατόρων σε ώριμη προφανώς ηλικία, είχε διατελέσει αγορανόμος το έτος +139 και είχε αναθέσει τότε στην πόλη της Μεσσήνης και σε όλους τους Θεούς το λίθινο σήκωμα, που είχε χρησιμοποιήσει για τη μέτρηση υγρών προϊόντων στη διάρκεια της θητείας του ως αγορανόμου (βλ. επιγραφή αρ. ευρ.13395).
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Αριστομένης, ο πρώτος αδελφός του Γεμινιανού που κατέχει το αξίωμα του επώνυμου ιερέα του Διός ΙΘωμάτου, είχε διατελέσει αγωνοθέτης των Ιθωμαίων το έτος +126 (βλ. επιγραφή αρ. ευρ.1049, IG V1, 1469, στ.2-3). Ο δεύτερος αδελφός του Γεμινιανού, ο Τιβέριος Κλαύδιος Νικήρατος που κατέχει στην παρούσα επιγραφή το ανώτατο πολιτικό αξίωμα της πύλης, αυτό του Γραμματέως των Συνέδρων, δεν είναι γνωστός από άλλες μαρτυρίες, όπως και η μητέρα των αδελφών Αυφιδία Γεμίνη που έδωσε το όνομα Γεμινιανός στο ένα από τα αδέλφια. Ο πατέρας των τριών ανδρών της επιγραφής ο Τιβέριος Κλαύδιος (Διονύσιος) Κρισπιανός γιος του Αριστομένη της ρωμαϊκής φυλής Κυρίνα, είναι γνωστός από ενεπίγραφα βάθρα ανδριάντων του, στημένα στο ιερό της Ολυμπίας και στην αγορά της Μεσσήνης.
Οι επιγραφές οι χρησιμοποιημένες ως οικοδομικό υλικό σε διάφορα σημεία της Βασιλικής, τοποθετημένες κυρίως στο δάπεδο του κεντρικού κλίτους και στον στυλοβάτη των κιονοστοιχιών, ανέρχονται σε επτά. Έχει υποστηριχθεί με βάσιμα επιχειρήματα, ότι η τοποθέτησή τους με την ενεπίγραφη επιφάνεια ορατή και εκτεθειμένη στα πατήματα των πιστών ήταν σκόπιμη.
Π Θέμελης
"Αρχαία Μεσσήνη: Ιστορία, Μνημεία, Άνθρωποι"