.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Ταύτιση του Βυζαντινού κάστρου Αράκλοβον (Άλβαινα Τριφυλίας)



1. Ιστορικά στοιχεία

 Ένα περίπου έτος ύστερα από την κατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας, oι Φράγκοι, με επικεφαλής τον Βονιφάτιο Μομφερατικό, εισχώρησαν στην Πελοπόννησο, κατέλαβαν την Κόρινθο και το Άργος και πολιόρκησαν τον Ακροκόρινθο. Ενώ η πολιορκία του ισχυρού αυτού φρουρίου συνεχιζόταν, δύο Φράγκοι ευγενείς, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης και ο Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος, βάδισαν εναντίον της δυτικής Πελοπόννησου και κατέλαβαν με ευκολία την Πάτρα, την Ανδραβίδα και το Ποντικόκαστρο (μικρό φρούριο της περιοχής Κατακώλου). Σύμφωνα με την Ισπανική παραλλαγή του χρονικού του Μορέως1, αμέσως ύστερα από την κατάληψη του τελευταίου φρουρίου, oι Φράγκοι εισχώρησαν στα Σκορτά, στο ορεινό δηλ. τμήμα της ανατ. Ηλείας και δυτ. Αρκαδίας, για να καταλάβουν το οχυρότατο κάστρο Αράκλοβο (Bucelet), ο υπερασπιστής όμως τού κάστρου Δοξαπατρής Βουτσαράς, δυνατός και γενναίος μαχητής, προξένησε μεγάλη φθορά στις τάξεις τους με τις συχνές εξόδους πού επιχειρούσε. Τελικά οι Φράγκοι αναγκάσθηκαν να αναχωρήσουν για την Κυπαρισσία, αφού άφησαν ένα μέρος του στρατού τους να πολιορκεί το φρούριο.
 Η Ελληνική παραλλαγή του χρονικού του Μορέως μνημονεύει το όνομα του υπερασπιστή του φρουρίου, τον οποίο χαρακτηρίζει ως μεγάλο «στρατιώτη»2, αλλά ορίζει την πολιορκία του κάστρου ύστερα από τη μοναδική μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Φράγκους που έγινε στη Μεσσηνία (Κούντουρας ελαιώνας) και όχι αμέσως μετά την κατάληψη του Ποντικόκαστρου. Συνδυάζοντας τα γραφόμενα και των δυο παραλλαγών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πολιορκία του φρουρίου άρχισε αμέσως και οι κατακτητές, πριν αναχωρήσουν, άφησαν ένα τμήμα του στρατού τους να το πολιορκεί και ότι αργότερα, μετά τη μάχη της Μεσσηνίας «και ενώ είχαν σταθεροποιηθεί και εξοικονομήσει τις απαραίτητες δυνάμεις, έστειλαν και άλλους άνδρες, για να ενισχύσουν τους πολιορκητές. Διαφορετικά, πρέπει να δεχτούμε ότι οι Φράγκοι πολιόρκησαν το κάστρο του Αρακλόβου δυό φορές, πριν και ύστερα από τη μοναδική μάχη της Μεσσηνίας, όπως έγινε και με το φρούριο της Αρκαδιάς3».
 Στην Ελληνική παραλλαγή του χρονικού του Μορέως μνημονεύεται ότι το Αράκλοβο «κρατεί» τον δρόγκο των Σκορτών. Φαίνεται πως η θέση του ήταν τέτοια που εξασκούσε έλεγχο στους ορεισίβιους κατοίκους των Σκορτών, οι οποίοι ήσαν ανυπότακτοι και δημιουργούσαν συχνά προβλήματα στους Φράγκους. Το ίδιο συνέβαινε με τα κάστρα Μυστράς, Λεύκτρο και Άστρος, πού χτίστηκαν για να ελέγχουν τους Σλάβους του Ταϋγέτου και τους κατοίκους του Πάρνωνα. Όπως ήταν φυσικό, οι Έλληνες των Σκορτών θεωρούσαν το Αράκλοβο, καθώς και το κάστρο της Καρύταινας που οι Φράγκοι έκτισαν στο ΝΑ άκρο της περιοχής, ως δύο σημεία στερήσεως της ελευθερίας τους. Πράγματι, ύστερα από την παραχώρηση της Λακωνίας στούς Βυζαντινούς, οι κάτοικοι των Σκορτών επαναστάτησαν και πολιόρκησαν τα δύο παραπάνω φρούρια. Σύμφωνα με το χρονικό του Μορέως:
Οι Σκορτινοί ερροβόλεψαν κ’ επάν με τούς Ρωμαίους
ίβαλαν παρακαθισμούς στο κάστρο του Αρακλόβου
ομοίως την Καρύταιναν εβάλασιν φουσσάτα
είζ λογισμόν να τα κρατούν διά τον βασιλέα4.
 Από ένα περιστατικό που αναφέρει επίσης το χρονικό του Μορέως5 αντλούμε για το Αράκλοβο ορισμένα χρήσιμα στοιχεία ιστορικού και τοπογραφικού ενδιαφέροντος· πρόκειται για την κατάληψη του από τον Φράγκο τυχοδιώκτη Γοδεφρίδο ντέ Μπρίερες (Geoffiroy de Briel). Ύστερα από το θάνατο του ομώνυμου θείου του, αφέντη της Καρύταινας, ο Γοδεφρίδος ήρθε στο Μορέα, με σκοπό να κληρονομήσει την ομώνυμη βαρωνία, πού νόμιζε ότι του ανήκε. Οι Φράγκοι βαρώνοι, όμως, δεν είχαν την ίδια γνώμη και ο Γοδεφρίδος αποφάσισε να τους εκβιάσει, κυριεύοντας με δόλο το δεύτερο ισχυρό κάστρο των Σκορτών, το Αράκλοβο. Έτσι, παίρνοντας μαζί του τους ακολούθους του, αναχώρησε από την Ανδραβίδα και έφθασε στο Ξεροχώρι6. Εκεί προσποιήθηκε ότι τον έπιασε το «κοιλιακό» και για να γίνει καλά ζήτησε να πιεί πόσιμο νερό από στέρνα. Στέρνες με καλό νερό υπήρχαν στο κοντινό Αράκλοβο κι έτσι ο Γοδεφρίδος έστελνε καθημερινά κάποιον ακόλουθό του για να μεταφέρει όχι μόνο το νερό πού χρειαζόταν αλλά και τις αναγκαίες πληροφορίες για την οχύρωση του κάστρου. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, ο Φράγκος τυχοδιώκτης έκρινε ότι θα μπορούσε, με τους λίγους ανθρώπους του, να καταλάβει και να κρατήσει το φρούριο. Πράγματι, κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του φρουράρχου και να μετακομίσει μες το κάστρο, ώστε να πίνει το νερό της στέρνας «έγκαιρον». Οι ακόλουθοί του έμειναν έξω από το φρούριο, στον «μπούργκο», απ’ όπου κατόρθωσαν να μεταφέρουν κρυφά στο δωμάτιο του κυρίου τους τα άρματά τους. Εκεί ο Γοδεφρίδος τους εκμυστηρεύθηκε το σχέδιό του: θα καλούσαν τον καστελάνο και τη φρουρά στην ταβέρνα του χωριού, που ήταν έξω από το κάστρο, θα τους μεθούσαν και γυρίζοντας πίσω θα «πετούσαν» έξω τον πορτάρη, παίρνοντάς του τα κλειδιά.
 Τα γεγονότα εξελίχθησαν όπως ακριβώς τα είχε σχεδιάσει ο Γοδεφρίδος και το Αράκλοβο έπεσε στα χέρια του7. Ο νέος κύριος του κάστρου ελευθέρωσε τους Έλληνες κρατούμενους που υπήρχαν στις φυλακές του φρουρίου, με σκοπό να τους μετατρέψει σε συνεργούς του, αφού θα προφασιζόταν ότι είχε την πρόθεση να παραδώσει το κάστρο στους Βυζαντινούς του Μυστρά. Πράγματι, έστειλε δύο απ’ αυτούς να ειδοποιήσουν την κεφαλήν των βυζαντινών κτήσεων της ΝΑ Πελοποννήσου και σε λίγες μέρες τα βυζαντινά στρατεύματα έφθαναν στον Αλφειό. Στο μεταξύ οι Φράγκοι, πού είχαν μάθει για την κατάληψη του Αρακλόβου καθώς και για την πρόθεση του Γοδεφρίδου ντε Μπριέρες να το παραδώσει στους Βυζαντινούς, έσπευσαν να κυκλώσουν το κάστρο και να φρουρούν τα περάσματα, με σκοπό τη διακοπή της επικοινωνίας του με τους τελευταίους. Ένα τμήμα του φραγκικού στρατού έφθασε στην Ίσοβα, στο «Πέραμα της Πτέρης», για να εμποδίσει τους Έλληνες να περάσουν τον ποταμό και να μπούν στα Σκορτά, ενώ συγχρόνως στάλθηκε αγγελιοφόρος στον Γοδεφρίδο με τον όρο να τους παραδώσει το κάστρο, απειλώντας τον, διαφορετικά, ότι θα αναγκάζονταν να γκρεμίσουν τα τείχη με πετροβόλα μηχανήματα. Τελικά ο Φράγκος τυχοδιώκτης συμβιβάστηκε να παραδώσει το κάστρο, με αντάλλαγμα το φέουδο της Μόραινας καθώς και το φέουδο της Λισαρέας πού θα έπαιρνε από τη μελλοντική του σύζυγο.
 Το Αράκλοβο μνημονεύεται και σε φραγκικά έγγραφα. Το έτος 1289 το κάστρο, Bucelet όπως ονομάζεται στις φραγκικές πηγές, παραχωρείται ώς φέουδο από τον Κάρολο Ανδηγαβό στην Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνη, μαζί με το φρούριο της Καρύταινας8. Αρκετές φορές συναντούμε το φρούριο σε έγγραφα της οικογένειας Acdaiuolli (ως Pozoletto)9 καθώς και σε καταλόγους πελοποννησιακών φρουρίων (ως Polcelleto, Porcelleto, Araclovo κλπ.)10. Τέλος σε πηγές της ύστερης βυζαντινής περιόδου μνημονεύεται και «θέμα» Αρακλόβου11.




2. Απόψεις για τη θέση του φρουρίου. Τοπωνυμικά δεδομένα

 Η ταύτιση τού Αρακλόβου είναι από τα δυσκολότερα τοπογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Πελοποννήσου. Γνωρίζουμε ότι το κάστρο βρισκόταν στα Σκορτά, μια εκτεταμένη περιοχή που κάλυπτε τουλάχιστο το ανατ. τμήμα του νομού Ηλείας που βρίσκεται νότια του Αλφειού, τη βόρεια Μεσσηνία και το δυτικό τμήμα του νομού Αρκαδίας. Έτσι, ως σήμερα, έχουν εκφρασθεί για τη θέση πού είχε χτιστεί το μικρό αυτό φρούριο πολλές και διαφορετικές γνώμες από έμπειρους επιστήμονες αλλά και από τοπικούς ερευνητές, οι οποίοι, πρέπει να τονιστεί, πρόσφεραν σημαντική υπηρεσία στην έρευνα του προβλήματος. Ο Leake το τοποθετεί στα οχυρωμένα υψώματα της Θεισόας ή πιθανότερα, των Μαράθων, δηλ. βόρεια της Καρυταινας, από τη μιά και την άλλη πλευρά του Αλφειού ποταμού12. Ο JA.C. Buchon το ταυτίζει με την Αρκαδική Αράχοβα13. Τον άκολουθει ο J. Longnon14. Ο Δραγουμης, ξεκινώντας από το Ξεροχώρι, που το ταυτίζει με το ομώνυμο χωριό της σημερινής περιοχής της Ζαχάρως, τοποθετεί το Αράκλοβο στο κάστρο της Πλατιάνας, αρχαίο φρούριο, νότια του σημερινού ομώνυμου χωριού15. Ο Ν. Βέης πιστεύει ότι το Αράκλοβο ήταν το σημερινό κάστρο της Άλβαινας (Μίνθη) Ηλείας16. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Ν. Μουτσόπουλος, που σημειώνει ότι «γέροντες τινες της περιοχής ενθυμούνται την ονομασίαν του κάστρου Αράκλοβον»17, καθώς και ο Γ. Δημητρακόπουλος18. Ο Ι. Σαρρής ταυτίζει το Αράκλοβο με το αρχαίο φρούριο του Σαμικού, ανάμεσα στη λίμνη του Καϊάφα και στη θάλασσα, που δεσπόζει της θέσης Κλειδί, πέρασμα από τον Πύργο προς την Κυπαρισσία19. Τον ακολουθεί ο Κ. Ρωμαίος20. Ο Ν. Αλεξόπουλος το τοποθετεί στην περιφέρεια του χωριού Σκορτσινού Λεονταρίου, όπου υπάρχει «Ρέμα του Βουτσαρά»21, ο Ν. Κοσμόπουλος στη Λινίσταινα, ο Τ. Κανδηλώρος στη Βρωμοσέλα, κοντά στον Αλφειό, προς το μέρος της Μεγαλόπολης22, ο Καλονάρος βόρεια της Καρυταινας23 και ο Σφηκόπουλος στην Πλατιάνα ή το Σαμικό24. Ο A. Bon, ύστερα από περιγραφή πολλών υψωμάτων και μεσαιωνικών φρουρίων της περιοχής, αποκλίνει προς την άποψη ότι το Αράκλοβο βρισκόταν στη Σμέρνα (ύψος 772μ.), κορυφή του βουνού Λαπίθα που δεσπόζει της γύρω περιοχής και έχει εξαίρετη θέα25. Τον Γάλλο ερευνητή ακολουθούν γνωστοί ξένοι επιστήμονες (C. Peirat, J. Longnon, Ρ. Topping, A. Carile)26. Ο Θ. Βαγενάς ταυτίζει το Αράκλοβο με τον Καστρόπυργο Λιοδωράς Γορτυνίας27, ο Θ. Ξύδης και ο I. Νουχάκης, σχετίζουν το φρούριο με το κάστρο του Δοξαπατρή στο χωριό Σκιαδά Τριταίας28 και ο I. Πισιμίσης το ταυτίζει με το Παλιόκαστρο, κοντά στην Καρύταινα, όπου τοποθετεί και την αρχαία Βρένθη29. Τελευταία, σε έγγραφα που αφορούν το ερημωμένο χωριό Χρυσούλι Ηλείας μνημονεύεται τοπωνύμιο Αρακλοβό30. Το Χρυσούλι βρισκόταν πολύ κοντά (500-700μ.) στο κάστρο της Άλβαινας. Ο Β. Σταυρόπουλος είναι ο πρώτος πού συσχετίζει το τοπωνύμιο «Αρακλοβό» των εγγράφων με το Αράκλοβο του Χρονικού31.
 Παρατηρούμε λοιπόν ότι οι περισσότεροι ερευνητές στηρίζονται σε τοπωνύμια που θυμίζουν το Αράκλοβο (Αρακλοβό, Αράχοβα), τον υπερασπιστή του (Κάστρο Δοξαπατρή, Βουτσαρά), το κοντινό Ξεροχώρι ή Salichori (Ξεροχώρι, Σελίκι) ή ακόμη και την ευρύτερη περιοχή, τα Σκορτά (Σκορτσινού), με αποτέλεσμα να καλύπτεται σχεδόν η μισή επιφάνεια της Πελοποννήσσυ. Η μνεία τοπωνυμίου «Αρακλοβό» των βενετικών εγγράφων της Β' Ενετοκρατίας ακριβώς δίπλα στο κάστρο της Άλβαινας (Μίνθη) Ηλείας, είναι σημαντικότατο στοιχείο, η ύπαρξη όμως και άλλων τοπωνυμίων στην περιοχή που σχετίζονται με το φρούριο επιβάλλει την περαιτέρω έρευνα του προβλήματος. Έτσι:
α) μερικοί τοποθετούν στο φρούριο της Άλβαινας το Αρβανόκαστρο πού το συσχετίζουν με το όνομα του σημερινού χωριού. Εξάλλου, όνομα «Αρβανόκαστρο» μνημονεύεται ανάμεσα στα τοπωνύμια που ανήκουν στην περιοχή του παραπάνω χωριού, τα όποια συγκέντρωσαν oι Georgacas-McDonald32.
β) H τοπογραφία της περιοχής Ξεροχωρίου παρουσιάζει ενδιαφέρον. Σήμερα, κοντά στο Ξεροχώρι, συναντάται μικρός συνοικισμός με την ονομασία Ρίζα, 5-10 λεπτά απόσταση από το Παλιοξερόχωρο. Ρίζα και Παλιοξερόχωρο βρίσκονται σε απόσταση 10 περίπου λεπτών ΝΔ και ΝΑ, αντίστοιχα, ενός μικρού μεσαιωνικού κάστρου, που, όπως και η Ρίζα, ανήκει σήμερα στην κοινότητα Σμέρνας. Θα ήταν λοιπόν παράλειψη αν δεν συμπεριλαμβάναμε και το κάστρο αυτό ανάμεσα στα φρούρια πού πιθανώς έφεραν το όνομα του Αρακλόβου. Δεν πρέπει να αποκλείσουμε ακόμη και την εκδοχή να υπήρχαν δύο Αράκλοβα, αφού η περιοχή μες την οποία τοποθετείται το φρούριο είναι τεράστια. Πράγματι, αν, εκτός απ’ όσα αναφέραμε παραπάνω, λάβουμε υπόψη ότι η Αραγωνική παραλλαγή του χρονικού του Μορέως μνημονεύει ότι το Αράκλοβο πολιορκήθηκε από τούς Φράγκους αμέσως μετά την κατάληψη του Ποντικόκαστρου, ενώ η Ελληνική αναφέρει ότι oι Σταυροφόροι ασχολήθηκαν με το κάστρο αυτό αργότερα, μετά την κατάληψη της Μεσσηνίας, γίνεται φανερό γιατί oι θέσεις που προτείνουν oι ερευνητές απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Από την άλλη μεριά προβλήματα υπάρχουν και με το Ξεροχώρι που βρισκόταν κοντά του. Πρέπει, λοιπόν, πρώτα να περιορισθούμε σε μία στενότερη περιοχή, βάσει ιστορικών στοιχείων, και στη συνέχεια να στηριχθούμε όχι μόνο στα τοπωνύμια αλλά και σε τοπογραφικά και αρχαιολογικά δεδομένα.



3. Περιορισμός στο Δυτικό και Βόρειο μέρος των Σκορτών. Ξεροχώρι και τα κοντινά φρούρια.

 Το Ξεροχώρι που μνημονεύεται στο χρονικό του Μορέως ως τόπος όπου κατέλυσε ο Γοδεφρίδος ντε Μπριέρες με την ακολουθία του, πριν μεταβεί στο κάστρο του Αρακλόβου, ταυτίζεται με το ομώνυμο χωριό της Ηλείας, δύο περίπου χιλιόμετρα ΒΔ της Ζαχάρως. Θα ήταν λογικό να ξεκινήσουμε την έρευνα και εμείς από το σημείο αυτό, πράγμα που κάνουν oι περισσότεροι ερευνητές από τον Σ. Δραγούμη και ύστερα, επειδή όμως το Ξεροχώρι είναι συνηθισμένο όνομα χωριού που μπορεί να βρισκόταν και αλλού, επιβάλλεται να περιορίσουμε όσο μπορούμε τον χώρο, αποκλείοντας ορισμένες περιοχές.
 Γνωρίζουμε ότι το Αράκλοβο ήταν χτισμένο μέσα στην περιοχή των Σκορτών. Στην Ελληνική παραλλαγή του χρονικού αναφέρεται ότι το κάστρο «μέσα στον τόπον των Σκορτών κοίτεται κι αφεντεύει»33. Πρέπει λοιπόν να αποκλείσουμε την περιοχή της Μεγαλόπολης και τη βόρεια του Αλφειού Ηλεία και Αρκαδία, γιατί δεν υπάγονται στα Σκορτά34. Είναι ευνόητο ότι πρέπει να αποκλεισθούν επίσης οι θέσεις που βρίσκονται ανατολικά της Μεγαλόπολης.
Υπάρχουν όμως στοιχεία πού μας επιτρέπουν, τουλάχιστο, να αποκλείσουμε επίσης το ανατολικό και νότιο μέρος των Σκορτών και να περιοριστούμε στο βόρειο και στο δυτικό τμήμα τους.
α) Όπως αναφέραμε παραπάνω, στη Αραγωνική παραλλαγή του χρονικού του Μορέως μνημονεύεται ότι ύστερα από το Ποντικόκαστρο οι Φράγκοι προσέβαλαν το Αράκλοβο. Θα ήταν απίθανο οι Φράγκοι να εισχώρησαν πολύ βαθειά, ως την Αρκαδία, και να γύρισαν πίσω για να συνεχίσουν την κατάκτηση της παραλίας της ΝΔ Πελοπόννησου.
β) Ύστερα από την κατάληψη της Δυτικής Πελοπόννησου και τη μάχη στον Κούντουρα Ελαιώνα ο Βιλλεαρδουίνος συμβούλεψε τον Σαμπλίτη να μεταβούν στην Αρκαδία και στο Αράκλοβο και αφού καταλάβουν τα φρούρια αυτά, τότε να πάνε στους άλλους τόπους (στ.1762-3). Αφού με τις λέξεις «άλλους τόπους» εννοεί όχι μόνο το Νίκλι αλλά και τη Βελιγοστή (δηλ. την περιοχή Μεγαλοπόλεως), που συνορεύει με το ανατολικό μέρος των Σκορτών, φαίνεται πως το Αράκλοβο βρισκόταν προς τη δυτική πλευρά, δηλ. προς το μέρος της Αρκαδιάς με την οποία αναφέρονται μαζί. Εξάλλου ήταν φυσικό οι Σταυροφόροι να κυρίευαν τα δύο αυτά κάστρα, που είχαν αφήσει, για να έχουν εξασφαλισμένη την επικοινωνία με την πλούσια πεδιάδα της ΒΔ Πελοποννήσου.
γ) Όπως αναφέραμε, μερικές δεκαετίες αργότερα, το Αράκλοβο έπεσε στα χέρια του Φράγκου τυχοδιώκτη Γοδεφρίδου ντε Μπριέρες, ο όποιος συνεννοήθηκε με τους Έλληνες του Μυστρά, με σκοπό δήθεν να τούς το παραδώσει. Όταν ο βυζαντινός στρατός έφθασε στην περιοχή, δεν προσπάθησε να εισχωρήσει στα Σκορτά από νότια ή ανατολικά, δηλ. από την περιοχή βόρεια ή νότια της Ανδρίτσαινας, αλλά έφθασε ως τον Λάδωνα και θέλησε να εισχωρήσει από το βόρειο μέρος των Σκορτών, περνώντας από την Ίσοβα. Δεν πρέπει επομένως να βρισκόταν στο ανατολικό ή νότιο μέρος των Σκορτών.
δ) Δε μνημονεύεται ανάμεσα στα κάστρα που πολιόρκησαν ή κατέλαβαν οι Έλληνες, κατά την επανάσταση του ανατολικού τμήματος των Σκορτών, στις αρχές του ΙΔ' αιώνα35.
ε) Αφού το Αράκλοβο αναφέρεται στον κατάλογο του 1377 ως φραγκικό, δεν πρέπει να βρισκόταν στο ανατολικό μέρος των Σκορτών, γιατί το τμήμα αυτό είχε ήδη πέσει στα χέρια των Ελλήνων (γύρω στα 1320)36.
 Περιοριζόμαστε λοιπόν στο βόρειο και δυτικό μέρος της περιοχής, μέσα στην όποια συναντήσαμε ένα μόνο Ξεροχώρι, τον γνωστό ομώνυμο οικισμό για τον όποιο μιλήσαμε παραπάνω37. Σύμφωνα με το χρονικό του Μορέως, ο Γοδεφρίδος έμεινε στο Ξεροχώρι δέκα ημέρες (επτά ημέρες κατά τη Γαλλική παραλλαγή). Τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικά από το Ξεροχώρι επιζεί ως σήμερα τοπωνύμιο «Παλιοξερόχωρο». Το Αράκλοβο λοιπόν δεν πρέπει να βρισκόταν μακριά από το σημείο αυτό, αφού κάθε μέρα ο ακόλουθος του Γοδεφρίδου πήγαινε στο κάστρο και έφερνε νερό για τον αφέντη του. Άν λάβουμε υπόψη ότι ο ακόλουθος του Γοδεφρίδου εκτελούσε αυτό το δρομολόγιο τουλάχιστο μία φορά την ημέρα, πρέπει να αποκλείσουμε όλα εκείνα τα κάστρα πού απέχουν πάνω από 4 ώρες πεζοπορία. Έτσι από τα φρούρια που έχουν ως τώρα προταθεί, μέσα στην ακτίνα των 4 ωρών βρίσκονται το Σαμικό, η Σμέρνα, η Πλατιάνα (αρχ. Αίπυ) το κάστρο της Αλβαινας και το κάστρο της Ρίζας. Από αυτά το Σαμικό και η Πλατιάνα πρέπει να αποκλειστούν, γιατί είναι τεράστια αρχαία φρούρια κι έτσι το μέγεθός τους έρχεται σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στο χρονικό ότι το Αράκλοβο ήταν «μικρό καστέλι». Πολλά από τα μεγάλα αρχαία κάστρα, ιδιαίτερα όσα δεν είχαν χτιστεί σε πολύ απότομα υψώματα, ήταν άχρηστα στη μεσαιωνική εποχή. Απόδειξη είναι ότι το μεσαιωνικό κάστρο της Ακούμπας χτίστηκε μόλις ένα χιλιόμετρο ανατολικά του αρχαίου φρουρίου της Πλατιάνας38. Δε χρησιμοποιήθηκε δηλ. το αρχαίο φρούριο αλλά χτίστηκε κοντά του καινούριο μικρό κάστρο.
 Απομένουν λοιπόν για εξέταση τα κάστρα της Άλβαινας και της Σμέρνας καθώς και το κάστρο της Ρίζας, πού σήμερα ανήκει επίσης στην κοινότητα Σμέρνας.




4. Τα φρούρια Άλβαινας, Σμέρνας και Ρίζας

Άλβαινα: Σε μικρή απόσταση δυτικά του όρους Βουνούκα (Μίνθη) και αφού περάσει κανείς δυό μικρούς λόφους, τη Χαλικούρα και το Στρωσιδάκι (Στρωσιδοκατάραχα), συναντά ένα μεγαλύτερο ύψωμα, πού οι κάτοικοι της Άλβαινας ονομάζουν Κάστρο. Το ύψωμα αυτό με τις οχυρώσεις στην κορυφή και τα ερείπια του οικισμού στη μία πλαγιά δεν καλείται Χρυσούλι, όπως πιστεύουν μερικοί ερευνητές. Το Χρυσούλι, παλιό εγκατελειμμένο χωριό, βρίσκεται, όπως είπαμε, πιό μακριά, 500-700 περίπου μ. βορειοανατολικά του κάστρου. Στην κορυφή του κοντινότερου προς το κάστρο υψώματος, το Στρωσιδάκι, σχηματίζεται ένας επίπεδος σχεδόν χώρος, 3.000τ.μ. περίπου, ο οποίος, καθώς φαίνεται, ήταν τειχισμένος. Διακρίνονται με δυσκολία τα ίχνη τείχους που έζωνε το ύψωμα, πάχους 2 περίπου μέτρων. Στο ψηλότερο σημείο, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το κάστρο, σχηματίζεται ένα δωμάτιο (ίσως πύργος) 3,5X 6 περίπου μ. Στο κέντρο περίπου του υψώματος υπάρχουν τα θεμέλια μεγάλης εκκλησίας με πρόναο. Ο κυρίως ναός έχει εξωτερικές διαστάσεις 10X 6,50μ.
 Το Στρωσιδάκι είναι το κοντινότερο ύψωμα προς το κάστρο. Είναι χαμηλότερο απ’ αυτό 50- 60μ. και όχι πολύ απότομο. Στο λαιμό που χωρίζει τους δυό λόφους υπάρχει η ερειπωμένη εκκλησία της Παναγίας, κατασκευασμένη με ξερολιθιά. Για να φτάσει κανείς στο κάστρο ανεβαίνει από τη δυτική πλευρά, με μεγάλη δυσκολία, χρησιμοποιώντας το μοναδικό μονοπάτι, πού βρίσκεται βέβαια σε άσχημη κατάσταση. Στην πλευρά αυτή του λόφου υπάρχουν πολλά θεμέλια σπιτιών. Μετά από κοπιαστική ανάβαση, 15 περίπου λεπτών, στην αρχή μιας καμαρωτής εισόδου, βάθους 7μ. και πλάτους 3,75μ.39 συναντώνται τα ερείπια της πύλης, ανοίγματος 2.75μ. Έχουμε ήδη μπει στο κάστρο, το έδαφος όμως, εξακολουθεί να έχει μεγάλη κλίση, ως το τέλος, όπου βρίσκεται ο γουλάς, η κορυφή δηλ. του υψώματος.
 Ο Γουλάς είναι ο μοναδικός χώρος, 1000 περίπου τ.μ., που είναι σχεδόν επίπεδος και χωρίζεται σαφώς από το υπόλοιπο κάστρο με ιδιαίτερες οχυρώσεις. Ένα μικρό τμήμα στο ΒΑ μέρος του γουλά δεν περιβάλλεται από το εξωτερικό τείχος του κάστρου, γιατί είναι το μόνο σημείο όπου το επικλινές έδαφος συνεχίζεται ως πολύ χαμηλά και δεν είναι δυνατό να χτιστούν σπίτια. Εκεί ο γουλάς προφυλάσσεται από ένα αρκετά παχύ τείχος (2μ. περίπου) που αποτελεί και τον ανατολικό τοίχο δύο σχεδόν παραλληλόγραμμων χώρων. Σχετικά με τούς χώρους αυτούς έχουν εκφραστεί οι απόψεις ότι πρόκειται για δωμάτια ή δεξαμενές. Ακόμη και σήμερα είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ότι πρόκειται πράγματι για δεξαμενές. Από την ανατολικότερη σώζεται ένα μέρος της θολωτής οροφής. Εσωτερικά και οι δύο στέρνες είναι επιχρισμένες με πλούσιο κονίαμα.
 Το ΝΑ μέρος του γουλά, απ’ όπου μπαίνει κανείς, είναι και το ψηλότερο σημείο του. Εκεί έχει χτιστεί κι ο πύργος, κατασκευασμένος με μικρές πέτρες και λίγα κεραμίδια. Δίπλα του υπάρχουν τα θεμέλια άλλης δεξαμενής. Πιθανότατα μιά ακόμη δεξαμενή υπήρχε στη βάση του πύργου.
 Ο γουλάς, όπως αναφέραμε, περιβάλλεται από τείχη κι έτσι απομονώνεται τελείως από το υπόλοιπο κάστρο. Ο Bon δε σημειώνει τα τείχη του στο σχέδιό του, σε αντίθεση με τον Miller ο οποίος σχεδίασε ένα σκαρίφημα, μέσω του Ekstein40. Πάνω στο έδαφος που περικλείεται από τα τείχη του γουλά διακρίνονται σειρές θεμελίων. Μερικές απ’ αυτές βρίσκονται τόσο πολύ κοντά η μία στην άλλη, που εξηγούνται μόνο αν χτίστηκαν κατά διάφορους καιρούς. Έτσι, στη ΝΑ πλευρά του υπάρχει κλίμακα που φράσσεται από δύο κτήρια. Φαίνεται πως η κλίμακα θα οδηγούσε απευθείας στο ανατολικό τμήμα του κάστρου, μολονότι στην πλευρά αυτή του γουλά, που είναι επίσης απότομη, δεν υπάρχουν ίχνη που να το αποδεικνύουν. Εάν δεχτούμε ότι τα θεμέλια που φράσσουν την κλίμακα είναι σύγχρονων κτηρίων, τότε η χρήση της μένει ανεξήγητη.
 Στο ανατολικό μέρος του κάστρου υπάρχουν και τα περισσότερα θεμέλια σπιτιών. Είναι το πιο ενδιαφέρον μέρος του φρουρίου, μετά τον γουλά, ευρύ, βατό και προσηλιακό, αλλά συγχρόνως το δεύτερο σημείο μετά την πύλη, όπου ο εχθρός θα μπορούσε να πλησιάσει με σχετική ευκολία, ανεβαίνοντας από ένα σημείο της ανατολικής πλευράς του βουνού, όπου το έδαφος υψώνεται, κατά επίπεδα, κάπως ομαλότερα. Έτσι απ’ αυτή την πλευρά το κάστρο φράσσεται με ισχυρό τείχος (πάχους 1.60μ., κατασκευασμένο με πλούσια συνδετική ύλη), που από τη μιά πλευρά φθάνει ως τις οχυρώσεις του γουλά και από την άλλη συνεχίζει προς νότον και φθάνει ως την πύλη, με ελάχιστες διακοπές εκεί όπου το έδαφος είναι ανώμαλο. Έτσι προστατεύεται όλη σχεδόν η επιφάνεια του κάστρου, η όποια τώρα φαίνεται ότι είναι περίπου διπλάσια από εκείνη πού περικλείεται στο σχέδιο του Bon, ο οποίος έχει παραλείψει ολόκληρο το ανατολικό τμήμα του κάστρου, μολονότι είδε το τείχος που το προστατεύει και το φωτογράφισε.
 Στη νότια πλευρά του φρουρίου υπήρχαν επίσης σπίτια, μολονότι το έδαφος είναι επικλινέστατο. Μόνο στη βόρεια πλευρά δε διακρίνονται θεμέλια, όχι μόνο γιατί το έδαφος είναι πολύ επικλινές αλλά και γιατί το χειμώνα δεν το βλέπει ο ήλιος. Μερικά από τα σπίτια σώζονται σε αρκετό ύψος και είναι κατασκευασμένα με ξερολιθιά, πάχους 1,20 περίπου μ. Στο ΒΔ μέρος του κάστρου κοντά στην πύλη υπάρχει μία τέταρτη δεξαμενή (σήμερα τη λένε μπαρουταποθήκη), καμαροσκέπαστη, 2.30X 3.20μ. Το ύψος της δεν μπορεί να υπολογιστεί, γιατί έχει καταχωστεί με μπάζα, πρέπει όμως να ήταν πάνω από 2.5μ. Το νερό κυλούσε στο εσωτερικό με αγωγό, τμήμα του οποίου σώζεται στην αριστερή πλευρά της και έχει διάμετρο 5 εκατοστών. Από τα υπόλοιπά μέρη του φρουρίου ενδιαφέρον παρουσιάζει το τμήμα εκείνο του τείχους του γουλά που σχηματίζει μία προεξοχή, σαν πύργος, και βρίσκεται σε απόσταση 10 περίπου μέτρων από την πύλη. Ο πύργος αυτός έχει χτιστεί όχι πάνω στο βράχο του γουλά, αλλά κόντρα σ’ αυτόν.
 Στη ΒΑ πλευρά του βουνού, χαμηλότερα από το κάστρο, μέσα σε σχισμή βράχου, βρίσκονται τα ερείπια της εκκλησίας της αγίας Σωτήρας, που μελέτησε ο καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος41.




Σμέρνα. Το δεύτερο κοντινό κάστρο στο Ξεροχώρι, η Σμέρνα, βρίσκεται σε απόσταση είκοσι περίπου λεπτών ΒΔ του σημερινού ομώνυμου χωριού, στην κορυφή του Λαπίθα, της οροσειράς δηλ. που εκτείνεται νότια του Αλφειού, από το Σαμικό ως την Τσεμπερούλα. Από το μέρος του σημερινού χωριού είναι εύκολο να το πλησιάσει κανείς, μέσω ενός μικρού οροπεδίου. Στη νότια πλευρά του βουνού, σε σχισμή βράχου διατηρείται, σε σχετικά καλή κατάσταση, το ασκηταριό της Παναγίας (15 Αυγούστου), με ίχνη τοιχογραφιών πάνω στο βράχο. Ως την κορυφή του βουνού ανεβαίνει κανείς σχετικά άνετα από μονοπάτι, πού ως το μέσο περίπου της απόστασης είναι λιθόστρωτο. Το κάστρο έχει περιγράψει ο A. Bon42. Αποτελείται από μία πολυγωνική περιφερειακή ζώνη και από ένα μεγάλο τετράγωνο πύργο, 9X 10μ., στο μέσον, πού είναι και το ψηλότερο σημείο του βουνού. Σήμερα στο κέντρο του πύργου έχει χτιστεί ένα πυροφυλάκιο, καταστρέφοντας έτσι τη στέρνα που υπήρχε στη βάση του.
 Νοτιοδυτικά των οχυρώσεων της κορυφής υπάρχουν ερείπια σπιτιών που ανήκαν στο παλιό χωριό Σμέρνα και που προστατεύονται από τείχος πού βρίσκεται σε απόσταση 200 περίπου μέτρων από την κορυφή του βουνού. Το τείχος αυτό, 1.5 περίπου μ. πάχος, χτισμένο χωρίς συνδετική ύλη, κλείνει όλο το βατό μέρος της νοτιοδυτικής πλευράς του βουνού και εμποδίζει την άνοδο ως την κορυφή. Σώζεται από 1/2 ως 1-1/2μ. ύψος και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από πυκνή βλάστηση. Τα σπίτια του χωριού κάλυπταν μόνο ένα μέρος της προστατευόμενης επιφάνειας. Τα περισσότερα βρίσκονται, όπως είπαμε, στη νοτιοδυτική πλευρά των οχυρώσεων και σε απόσταση 100 περίπου μέτρων από την κορυφή. Το μέρος αυτό οι ντόπιοι το ονομάζουν «Πόρτες».

Κάστρο Ρίζας. Βρίσκεται 500 περίπου μέτρα ΒΑ του μικρού συνοικισμού της Ρίζας, ανάμεσα στα υψώματα Λαφίνα και Κολοσάρα, πάνω σε πετρώδη λόφο που είναι βατός από τη βόρεια πλευρά. «Στην κορυφή του λόφου σχηματίζεται ένας μακρόστενος, σχεδόν επίπεδος, χώρος (μέγιστο μήκος 40, μέγιστο πλάτος 16 περίπου μέτρα), την επιφάνεια του οποίου υπολογίζουμε σε λιγότερο από μισό στρέμμα. Το κέντρο περίπου του χώρου καλύπτεται από παραλληλόγραμμο κτήριο, διαστάσεων 14X 7 μέτρα, που πιθανότατα αποτελείτο από δύο δωμάτια. Η σχεδόν άμορφη μάζα των ερειπίων δε μας επιτρέπει να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Το δυτικότερο δωμάτιο φαίνεται πως χωριζόταν εσωτερικά με τοίχο πάχους 70 εκατ. Το πάχος του εξωτερικού τείχους του κτίσματος είναι μεγαλύτερο (ένα μέτρο και 30 εκατοστά). Ο νότιος τοίχος του κτηρίου προεκτείνεται 8,5 μέτρα δυτικά, σχεδόν ως το τέρμα της δυτικής πλευράς του επίπεδου χώρου. Ίχνη κυκλικού τοίχου φαίνεται πως ένωνε την άκρη του με το τείχος που προστατεύει το ύψωμα από τη βόρεια βατή πλευρά, οκτώ έως εννέα μέτρα ύστερα από την εκτροπή του τελευταίου νότια και ακολούθως δυτικά. Επειδή το τελευταίο τείχος προστατεύει το ύψωμα από την πλευρά εκείνη όπου ήταν εύκολο να προσβληθεί, ήταν αρκετά ισχυρό43».
 Οι οχυρώσεις αυτές καλύπτουν την κορυφή του κάστρου, τον γουλά. «Δυτικά και νότια του γουλά εκτείνεται ένας μεγαλύτερος χώρος, τριών περίπου στρεμμάτων, που αποτελεί το κατώτερο μέρος του κάστρου, χαμηλότερο κατά 5-10 μέτρα από την επίπεδη κορυφή του λόφου. Ο χώρος αυτός προστατεύεται από τη βατή βόρεια πλευρά με τείχος, δύο περίπου μέτρων πάχους, που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο, προέκταση του βόρειου τείχους του γουλά»44. Στη βόρεια πλευρά του λόφου υπάρχουν σωροί από πέτρες, υπολείμματα του οικισμού.




5. Χαρακτηριστικά του Αρακλόβου σε συσχετισμό με τα τοπογραφικά και αρχιτεκτονικά γνωρίσματα των τριών παραπάνω φρουρίων

1. Η Ελληνική παραλλαγή του Χρονικού μνημονεύει ότι το φρούριο «μέσα στον τόπον των Σκορτών κείτεται κι αφεντεύει»45. Στην Ισπανική επίσης παραλλαγή αναφέρεται ότι ύστερα από το Ποντικόκαστρο οι Φράγκοι προχώρησαν μέσα στον τόπο των Σκορτών, για να πολιορκήσουν το Αράκλοβο46. Πιθανότερο, λοιπόν, είναι το φρούριο να βρισκόταν προς το εσωτερικό και όχι στην περιφέρεια των Σκορτών. Ποιά είναι όμως η σημασία της λέξης «αφεντεύει»; Εξασκούσε το κάστρο ευρύτερο έλεγχο, όπως και το φρούριο της Καρύταινας, με το όποιο, όπως είδαμε, μνημονεύονται μαζί; Γνωρίζουμε ότι η Καρύταινα βρισκόταν πάνω στο δρόμο που οδηγούσε από τη Λακωνία και Αρκαδία στα Σκορτά και στην εύφορη πεδιάδα της δυτικής Πελοποννήσου. Πρέπει να υποθέσουμε ότι ανάλογη θέση, στην αντίθετη πλευρά των Σκορτών, είχε και το Αράκλοβο; Ο A. Bon πιστεύει κάτι παρόμοιο, όταν γράφει ότι Καρύταινα και Αράκλοβο ήταν οι δυό «προμαχώνες», που υπεράσπιζαν από τη μιά και την άλλη είσοδο τη βαρωνία των Σκορτών47. Έτσι, προτίμησε να ταυτίσει το Αράκλοβο με το κάστρο της Σμέρνας που βρίσκεται στην άκρη, στο βόρειο ή βορειοδυτικό μέρος των Σκορτών. Αν σκεφτούμε όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστο τις ίδιες πιθανότητες να ταυτιστεί με το Αράκλοβο έχει και το μικρό κάστρο της Ρίζας που βρίσκεται, μάλιστα, πλησιέστερα στο Κλειδί, το στρατηγικό πέρασμα ανάμεσα στη θάλασσα και το όρος Λαπίθα, που στα αρχαία χρόνια προστατευόταν από το κάστρο του Σαμικού. Νομίζω ότι η στρατηγική θέση του Αρακλόβου δεν ήταν ευρύτερης σημασίας. Βέβαια Καρύταινα και Αράκλοβο μνημονεύονται μαζί ως τα δύο σπουδαιότερα κάστρα των Σκορτών, ως φρούριο όμως που δέσποζε μέσα στα Σκορτά αναφέρεται μόνο το Αράκλοβο. Πρέπει, επομένως, το κάστρο να κυριαρχούσε μόνο μέσα στην ορεινή αυτή περιοχή και όχι στα περάσματα πού οδηγούν από την πεδιάδα της Αχαΐας και Ήλιδος προς τη νότια και κεντρική Πελοπόννησο. Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις το κάστρο της Άλβαινας (Μίνθης) συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες. Από το σημείο όπου έχει χτιστεί φαίνεται ότι μπορεί να εξασκεί έλεγχο προς το βόρειο μέρος των Σκορτών (προς την Τριποταμιά) προς το νότιο (προς την Αρκαδιά και Καλαμάτα) και προς το ανατολικό μέρος (προς Ανδρίτσαινα), δηλαδή να ελέγχει σχεδόν ολόκληρη την περιοχή των Σκορτών.
2. Όπως είπαμε, το χρονικό του Μορέως τοποθετεί το Ξεροχώρι κοντά στο Αράκλοβο. Η καθημερινή πορεία για τη μεταφορά του νερού προϋποθέτει τα δύο σημεία να μη βρίσκονταν πολύ μακριά το ένα από το άλλο48. Θα ήταν αδύνατο να απείχαν πάνω από είκοσι χιλιόμετρα και ακατανόητο γιατί ο Γοδεφρίδος δεν εγκαταστάθηκε κάπως πιό κοντά στο σημείο από το όποιο θα προμηθευόταν το νερό. Εξάλλου και η διατύπωση του κειμένου δείχνει ότι στο Ξεροχώρι, εκείνη την εποχή, με τη λέξη «κάστρο» προφανώς εννοούσαν το Αράκλοβο, πού γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ήταν το πιο κοντινό φρούριο49. Από τα τρία φρούρια πού περιγράψαμε παραπάνω το κάστρο της Ρίζας απέχει από το Παλιοξερόχωρο μόνο 10- 15 λεπτά, το κάστρο της Σμέρνας 1.30 περίπου ώρα και το κάστρο της Άλβενας 3.30- 4 ώρες. Σχετικά λοιπόν με την απόσταση από το Ξεροχώρι, το κάστρο της Ρίζας συγκεντρώνει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να ταυτιστεί με το Αράκλοβο, πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι αν 3.30 ώρες είναι μάλλον πολλές, 10- 15 λεπτά είναι πολύ λίγα, με κίνδυνο η μικρή αυτή απόσταση να αφαιρούσε από τον Γοδεφρίδο τη δικαιολογία να μετακομίσει στο κάστρο ώστε να πίνει το νερό «έγκαιρον».
3. Όταν ο βυζαντινός στρατός ήρθε να παραλάβει το Αράκλοβο, ειδοποιημένος από τον Γοδεφρίδο, προσπάθησε να είσχωρήσει στα Σκορτά από βόρεια, από το μέρος της Ίσοβας50. Τούτο οδηγεί στη σκέψη ότι πρέπει να κατευθυνόταν προς τα δύο βορεινά φρούρια της Σμέρνας και της Ρίζας, και όχι προς το κάστρο της Άλβαινας που βρίσκεται νοτιότερα και, έτσι, θα έπρεπε να εισβάλει από την ανατολική πλευρά.
4. Στο χρονικό του Μορέως μνημονεύεται ότι το Αράκλοβο «είς τραχώνι κάθεται πολλά ένι άφιρωμένον»51. Το χρονικό μνημονεύει ότι πάνω σε τραχώνι (πέτρινο λόφο) είχε χτιστεί το Πεντεσκούφι, μικρό κάστρο δυτικά του Ακροκορίνθου, και το Ναύπλιο52. Ειδικά για το τελευταίο αναφέρεται ότι είχε χτιστεί πάνω σε δύο τραχώνια. Το χρονικό δεν ονομάζει κάθε πέτρινο ύψωμα «τραχώνι». Τα μεγάλα υψώματα, ακόμη και αυτά που είναι από βράχο, τα καλεί «όρος» (Ακροκόρινθος) ή συνηθέστερα «βουνιν» (Άργος, Μονεμβασία, Μυστράς, Ακροκόρινθος). Επί πλέον, το Πεντεσκούφι καλείται και «βουνόπουλον», επειδή είναι δυνατό να ονομασθεί και μικρό βουνό. Τέλος το χρονικό ονομάζει «σπήλαιον» τον απότομο βράχο. Πάνω σε σπήλαιο, μας αναφέρει, είχαν χτιστεί η Κορώνη, η Αρκαδιά και η Μάνη53. Το Πεντεσκούφι μνημονεύεται στο χρονικό ως «τραχώνι με σπήλαιον». Από εδώ φαίνεται ότι με τη λέξη «τραχώνι» εννοεί το βραχώδες απότομο ύψωμα (όχι πολύ μεγάλο γιατί θα το ονόμαζε βουνό ή βουνί) και «σπήλαιο» τον σχετικά χαμηλό βράχο, πού μπορούσε να βρισκόταν πάνω σε τραχώνι.
5. Σύμφωνα με το χρονικό, το Αράκλοβο ήταν «αφιρωμένο» (στερεωμένο, δυνατό, απόκρημνο). Η ιδιότητα αυτή χαρακτηρίζει και τα τρία φρούρια, περισσότερο όμως το κάστρο της Άλβαινας και αμέσως μετά το κάστρο της Σμέρνας.
6. Το Αράκλοβο παρουσιάζεται στο χρονικό ώς «μικρόν καστέλλιν»54. Άπό τά τρία παραπάνω φρούρια, το κάστρο τής Ρίζας είναι το μικρότερο (4.000τ.μ. περίπου). Το κάστρο τής Άλβαινας μπορεί νά χαρακτηρισθεΐ έπίσης μικρό (περίπου 8.000τ.μ.). Αντίθετα, ή Σμέρνα, άν συμπεριλάβουμε καί το χώρο πού περικλείει ή έξω ζώνη, είναι μάλλον μεγάλο φρούριο γιά τά μέτρα τής έποχής (πάνω άπό 20.000τ.μ.).
7. Στο χρονικό άναφέρεται ότι το κάστρο είχε «γουλά», (το ψηλότερο τμήμα τού φρουρίου πού άπομονωνόταν μέ ιδιαίτερες όχυρώσεις)55 καί «μποϋρκο» (ο οίκισμός πού βρισκόταν έξω άπό το φρούριο). Στό κάστρο τής Άλβαινας ύπήρχε, όπως είδαμε, γουλάς άλλά καί μποϋρκος, όπως δείχνουν μέ βεβαιότητα τά έρείπια σπιτιών πού σώζονται έξω άπό τά τείχη. Το κάστρο τής Ρίζας είχε επίσης γουλά καθώς και σπίτια έξω από τις οχυρώσεις που αποτέλουσαν τον μπούρκο. Στη Σμέρνα, αν θεωρήσουμε το εξωτερικό τείχος σύγχρονο με τις οχυρώσεις της κορυφής, υπήρξε γουλάς αλλά πιθανότατα, όσο μας επιτρέπει να συμπεράνουμε η πυκνή βλάστηση, δεν υπήρχε μπούρκος, δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπήρχε στενότητα χώρου, ώστε να επεκταθεί ο οικισμός και έξω από το τείχος.
8. Η Γαλλική παραλλαγή του χρονικού56 αναφέρει ότι μόλις ο Γοδεφρίδος έφθασε από το Ξεροχώρι στο κάστρο του Αρακλόβου έπεισε τον καστελάνο και τον εγκατέστησαν στο «donjon», όπου «του έφτιαξαν το κρεββάτι του στο καλύτερο δωμάτιο του πύργου». Από το περιστατικό αυτό καθώς επίσης και από μιά αναφορά της ίδιας παραλλαγής στο κάστρο της Αρκαδιάς57, σε συσχετισμό με τα αντίστοιχα χωρία της Ελληνικής παραλλαγής, γίνεται φανερό ότι πρόκειται για τον γουλά με τον πύργο του58. Ο πύργος αυτός χτιζόταν στο ψηλότερο σημείο του γουλά και ήταν το τελευταίο καταφύγιο των υπερασπιστών. Στο ψηλότερο σημείο των υψωμάτων της Αλβαινας και της Σμέρνας σώζεται ακόμη η βάση ενός πύργου που εκτελούσε τον ρόλο αυτό. Στη Ρίζα δεν υπάρχει μοναχικός πύργος αλλά το παραλληλόγραμμο κτήριο, για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω.
9. Σύμφωνα με την Ελληνική και Γαλλική παραλλαγή του χρονικού59, το Αράκλοβο είχε περισσότερες από μία «γιστέρνες με πόσιμο νερό. Η διατήρηση μεγάλης ποσότητας νερού μέσα σ’ ένα οχυρό κάστρο, όπως το Αράκλοβο, ήταν αναγκαία για να χρησιμεύσει σε εποχή μακράς πολιορκίας. Χωρίς νερό δεν θα μπορούσε να αντέξει ούτε ο Γοδεφρίδος, ούτε, πολύ περισσότερο, ο Δοξαπατρής. Στο κάστρο της Αλβαινας υπάρχουν, όπως είδαμε, πολλές γιστέρνες. Μιά μοναδική επίσης γιστέρνα υπάρχει στον γουλά του κάστρου της Σμέρνας, στη βάση του πύργου, δεν είναι όμως δυνατό, λόγω της βλάστησης, να διαπιστωθεί αν υπήρχαν έξω από τον γουλά κι άλλες δεξαμενές. Στο μικρό κάστρο της Ρίζας δεν φαίνονται ίχνη που να δικαιολογούν την ύπαρξη δεξαμενής.
10. Στο χρονικό αναφέρεται ότι το κάστρο ήταν πολύ δυνατό και μπορούσαν να το κρατήσουν λίγοι άνθρωποι60. Το χρονικό δε μας αναφέρει πόσοι άνδρες αποτελούσαν τη μόνιμη φρουρά του, ασφαλώς όμως θα ήταν πολύ λίγοι, αφού ο Γοδεφρίδος ντε Μπριέρες μπόρεσε να τους εξουδετερώσει τόσο εύκολα. Εν τούτοις, είναι δυνατό να υπολογίσουμε πόσα περίπου άτομα υπεράσπιζαν το κάστρο ύστερα από την κατάληψή του από τον Φράγκο τυχοδιώκτη. Ο Γοδεφρίδος παρουσιάζεται στο χρονικό του Μορέως να διαθέτει 4 (κατά τη Γαλλική) ή 8 (κατά την Ελληνική παραλλαγή) ακολούθους61. Στην Ελληνική και τη Γαλλική παραλλαγή του χρονικού μνημονεύεται επίσης ότι μέσα στο κάστρο υπήρχαν δώδεκα φυλακισμένοι Έλληνες, «χωριάτες και Ρωμαίοι», τους όποιους ο Γοδεφρίδος ελευθέρωσε62. Η Ισπανική παραλλαγή αναφέρει ότι μέσα στο κάστρο υπήρχαν εκείνη τη στιγμή μόνο 4 φυλακισμένοι63. Η Γαλλική παραλλαγή μνημονεύει ότι ο Γοδεφρίδος έκανε αυτή τη χειρονομία με σκοπό οι Έλληνες να τον βοηθήσουν, αφού θα προφασιζόταν ότι είχε πρόθεση να παραχωρήσει το φρούριο στον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Δύο από τούς φυλακισμένους στάλθηκαν να ειδοποιήσουν την κεφαλή των Βυζαντινών στο Μυστρά, κι έτσι μέσα στο κάστρο παρέμειναν ο Γοδεφρίδος, 4-8 ακόλουθοί του και 2-10 Έλληνες. Ακόμη και ο μεγαλύτερος αριθμός, 19 άτομα, από τα οποία 10 Έλληνες, είναι πολύ μικρός για να κρατηθεί ένα φρούριο. Είναι αναγκαίο λοιπόν να δεχτούμε ότι το κάστρο ήταν χτισμένο σε τόσο απόκρημνο ύψωμα ώστε λίγοι άνδρες αρκούσαν να απωθήσουν τον εχθρό, ή, τουλάχιστο, ότι τα τείχη του εκτείνονταν σε πολύ μικρό μήκος και επομένως μερικοί μόνο στρατιώτες ήταν αρκετοί για την υπεράσπισή του. Από τα τρία φρούρια πού περιγράψαμε παραπάνω, η Άλβαινα είναι το πιο απόκρημνο, ενώ οι οχυρώσεις του μικρού κάστρου της Ρίζας περιορίζονται στο βόρειο μέρος του λόφου και εκτείνονται μόνο σε λίγες δεκάδες μέτρα.
11. Στη Γαλλική παραλλαγή του χρονικού αναφέρεται ότι οι Φράγκοι ελευθέρωσαν όσους Έλληνες κρατούμενους υπήρχαν στις φυλακές, με σκοπό να τούς χρησιμοποιήσουν ως βοηθούς τους. Ήταν φυσικό να μην είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη σ’ αυτούς, αφού ήταν αλλόφυλοι, σύμφωνα όμως με τη Γαλλική παραλλαγή του χρονικού θα φρόντιζαν να τούς τοποθετήσουν «σε τόπους πού δεν θα είχαν αμφιβολίες γι’ αυτούς»64· πιθανότατα σε λιγότερο νευραλγικά σημεία, σε απόκρημνο δηλ. έδαφος, όπου πρακτικά θα ήταν αδύνατο να έλθουν σε συνεννόηση με τον εχθρό. Στα κάστρα της Ρίζας και της Σμέρνας δεν υπάρχουν τμήματα του εξωτερικού τείχους που να χρειάζονται λιγότερο επιτήρηση, αφού το έδαφος έχει σχεδόν σ’ όλα τα σημεία τον ίδιο βαθμό ομαλότητας, και έτσι θα μπορούσε ο εχθρός να πλησιάσει με σχετική άνεση. Αντίθετα, στο κάστρο της Άλβαινας ήταν σχεδόν αδύνατο να εισχωρήσει εχθρός από το τείχος της νότιας και νοτιοανατολικής πλευράς. Είναι πιθανό να τοποθετήθηκαν εκεί οι Έλληνες, αφού ήταν σχεδόν αδύνατο να έρθουν σε επαφή με τους έξω. Στη δυτική πλευρά τα πιό ευπαθή σημεία του κάστρου της Άλβαινας ήταν η πύλη και το τμήμα εκείνο του τείχους που βρισκόταν δεξιά της. Από εκείνο το μέρος βρισκόταν ο έξω από τα τείχη οικισμός και ο δρόμος που οδηγούσε ως την πύλη και έτσι το έδαφος ήταν κάπως ομαλότερο. Σύμφωνα με το χρονικό, οι δύο από τους τέσσερεις ακολούθους του Γοδεφρίδου θα ανέβαιναν στην πύλη για να την προστατεύσουν. Πιθανότατα οι άλλοι δύο θα επιτηρούσαν το αντίθετο (ανατολικό) μέρος του φρουρίου, όπου, όπως μνημονεύσαμε, ο εχθρός μπορούσε να πλησιάσει με σχετική ευκολία.
12. Μέσα στο γουλά του Αράκλοβου υπήρχαν οικήματα για να μένει τουλάχιστο η φρουρά και η διοίκηση (στο φρούριο υπήρχε καστελάνος και κοντόσταυλος) καθώς επίσης στέρνες και φυλακές. Από τα τρία φρούρια που μνημονεύσαμε παραπάνω, πυκνή δόμηση παρατηρείται μόνο στο γουλά της Άλβαινας, του οπίου ολόκληρη σχεδόν η επιφάνεια του εδάφους καλύπτεται από θεμέλια. Στη Σμέρνα υπάρχουν μόνο τα θεμέλια του πύργου, ενώ στο κάστρο της Ρίζας το παραλληλόγραμμο κτήριο δεν αρκεί να έκπληρώσει όλους τους σκοπούς που αναφέραμε παραπάνω.
13. Σύμφωνα με το χρονικό, οι Φράγκοι προειδοποίησαν τον Γοδεφρίδο να μην τολμήσει να κρατήσει περισσότερο το κάστρο, γιατί θα έστελναν να φέρουν Βενετούς τεχνίτες οι όποιοι θα έφτιαχναν «τριπουτσέτα», δηλ. πετροβόλες μηχανές, με τα οποία θα γκρέμιζαν τα τείχη και θα τους σκότωναν όλους65. Γνωρίζουμε πώς οι Σταυροφόροι χρησιμοποίησαν πολιορκητικές μηχανές για να χτυπήσουν φρούρια πού είχαν χτιστεί σε χαμηλούς λόφους (Πάτρα, Κορώνη, Αρκαδιά, Νίκλι, Λακεδαίμονα). Σε φρούρια πού είχαν χτιστεί σε απόκρημνα και ψηλά βουνά (Κόρινθος, Άργος, Ναύπλιο) δεν αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκαν πολιορκητικές μηχανές. Από τη Γαλλική παραλλαγή του χρονικού γνωρίζουμε ότι η κάτω πόλη της Μονεμβασίας έπαθε μεγάλες φθορές από τα χτυπήματα τριών τέτοιων πολιορκητικών μηχανών, οι όποιες όμως δεν ήταν ικανές να προσβάλουν το φρούριο του βουνού, γιατί τα βλήματα δεν έφταναν ως εκεί66.
 Οι Φράγκοι αναγκάσθηκαν να πολιορκήσουν επί μακρό χρονικό διάστημα τα ισχυρά φρούρια που βρίσκονταν σε οχυρά υψώματα. Αφού το Αράκλοβο πολιορκήθηκε επίσης για αρκετό καιρό από τους ίδιους,67 θα περίμενε κανείς ότι βρισκόταν σε απόκρημνο βουνό, όπου τα βλήματα δε θα μπορούσαν να φθάσουν. Εν τούτοις, στο σημείο αυτό φαίνεται καθαρά ότι ήταν δυνατό να χτυπηθεί αποτελεσματικά από τις πολιορκητικές μηχανές. Πρέπει να παρατηρήσουμε όμως ότι οι Φράγκοι, όταν απεφάσισαν να πολιορκήσουν το Νίκλι και τη Μονεμβασία κατεσκεύασαν μόνοι τους τις πολιορκητικές μηχανές68. Για να αναγκασθούν εδώ να καλέσουν Βενετούς τεχνίτες, φαίνεται πως η δυνατότητα των δικών τους πετροβόλων ήταν περιορισμένης εμβέλειας και δεν μπορούσαν να φθάσουν τα τείχη του Αρακλόβου. Από τα τρία γνωστά μας κάστρα, εκείνο της Ρίζας θα μπορούσε να χτυπηθεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Αν ταυτίζαμε το Αράκλοβο με το κάστρο αυτό, θα ήταν ανεξήγητο οι Φράγκοι να προσβάλουν αποτελεσματικά με πετροβόλα την Πάτρα, την Κορώνη, τη Λακεδαίμονα και ιδιαίτερα την Αρκαδιά και να άφηναν το κάστρο της Ρίζας, πού βρισκόταν μάλιστα πολύ κοντά στο δρόμο τους προς τη νότια Πελοπόννησο. Για το φρούριο της Σμέρνας είναι δύσκολο να εκφέρει κανείς γνώμη, αφού η πλευρά του βουνού μέσω της οποίας γινόταν η ανάβαση είναι όχι απρόσιτη αλλά, καθώς φαίνεται, ήταν δύσκολο να βρεθεί κάποιο σημείο όπου θα στήνονταν οι πολιορκητικές μηχανές. Το κάστρο της Άλβαινας είναι τελείως απρόσιτο, υπάρχει όμως ένα σημείο απ’ όπου θα μπορούσε κανείς να το χτυπήσει αποτελεσματικά. Πρόκειται για το ύψωμα «Στρωσιδάκι» που βρίσκεται, όπως είπαμε, δυτικά του και είναι χαμηλότερο κατά 50- 60μ. περίπου από την κορυφή και 20-30 από τις οχυρώσεις του εξωτερικού περιβόλου του κάστρου, Ίσως πρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν δυνατό το φρούριο να χτυπηθεί από το σημείο αυτό με πιό τελειοποιημένες μηχανές, που μπορούσαν να φτιάξουν μόνο Βενετοί τεχνίτες. Έτσι, πιστεύουμε, ότι τα τείχη που αναφέραμε παραπάνω ότι περιέκλειαν το Στρωσιδάκι χτίστηκαν όχι για να προστατεύουν το ύψωμα αυτό αλλά το κοντινό κάστρο της Άλβαινας. Κύριος σκοπός τους δηλ. ήταν να μην μπορεί ο εχθρός να τοποθετήσει πετροβόλα πάνω του και να χτυπήσει το κυρίως κάστρο.
14. Στην Αραγωνική παραλλαγή του χρονικού μνημονεύεται ότι ο Γοδεφρίδος ζήτησε να παραμείνει στο κάστρο του Αρακλόβου όχι μόνο για να έχει το νερό κοντά του αλλά και «καλύτερο αέρα»69. Η διαπίστωση αυτή ισχύει περισσότερο για τα φρούρια της Άλβαινας και Σμέρνας που βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο και λιγότερο για το κάστρο της Ρίζας, που βρίσκεται σε χαμηλό λόφο, σχεδόν στο ίδιο υψόμετρο με το Παλιοξερόχωρο.
15. Στους φραγκικούς πίνακες του τέλους της μεσαιωνικής εποχής το Αράκλοβο μνημονεύεται συνήθως μαζί με το Crevecoeui70, φρούριο που βρίσκεται δυτικά της Λινίστενας (Αλωνίστενας) δηλ. πολύ κοντά στο κάστρο της Αλβαινας.
16. Στην περιοχή της Άλβαινας επιζούν ως σήμερα πολλές παραδόσεις για το κοντινό φρούριο, που δείχνουν τη σπουδαιότητά του. Μιά απ’ αυτές μιλάει «για την καλή οχύρωση του κάστρου, ώστε αρκούσαν ...εφτά στρατιώτες να το φυλάν»71. Ο αριθμός αυτός θυμίζει τους λιγοστούς υπερασπιστές ης ομάδας Γοδεφρίδου ντε Μπριέρες. Σε μιά άλλη παράδοση αναφέρεται ότι το κάστρο κυριεύθηκε με δόλο από τους Φράγκους μέσω ενός συμπατριώτη τους ο όποιος προσποιήθηκε ότι είναι έγγυος Ελληνίδα και κατόρθωσε να εξαπατήσει τον ρωμαλαίο πορτάρη. Το επεισόδιο αυτό θυμίζει επίσης την κατάληψη του Αρακλόβου από τον Φράγκο τυχοδιώκτη με δόλο αλλά αν ληφθεί υπόψη ότι οι εχθροί κατέλαβαν το φρούριο, αφού ο μεταμφιεσμένος Φράγκος προσποιήθηκε ότι είναι «Ρωμιοπούλα»72, πρέπει να δεχτούμε, αν ο πυρήνας της παράδοσης αvταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ότι το φρούριο βρισκόταν σε ελληνικά χέρια. Πρόκειται πιθανότατα για επεισόδιο που σχετίζεται με τον Έλληνα υπερασπιστή του κάστρου Δοξαπατρή Βουτσαρά, ο όποιος στην Αραγωνική παραλλαγή παρουσιάζεται ως πολύ ρωμαλαίος.



6. Κατάληξη στο Κάστρο της Αλβαινας. Σύγκριση με τοπογραφικά στοιχεία νεότερων βενετικών εγγράφων

 Δυστυχώς καμιά από τις περιπτώσεις που αναφέραμε παραπάνω δεν περιέχει μέσα της αποδεικτικά στοιχεία που θα μας έπειθαν για την ταύτιση ενός από τα τρία κάστρα με το Αράκλοβο. Ύστερα όμως απ’ όλες αυτές τις παρατηρήσεις, πιστεύουμε ότι το κάστρο της Σμέρνας συγκεντρώνει τις λιγότερες πιθανότητες. Το κάστρο αυτό βρισκόταν βέβαια κοντά στο Ξεροχώρι και στο βόρειο μέρος των Σκορτών απ’ όπου ερχόταν ο βυζαντινός στρατός, όμως έχει χτιστεί σε βουνό και όχι σε «τραχώνι», είναι μεγάλο και χωρίς μπούρκο, (αν εκλάβουμε το εξωτερικό τείχος του μη σύγχρονο με τις οχυρώσεις της κορυφής έχει μπούρκο αλλά δεν έχει γουλά), ήταν δύσκολο να κρατηθεί από λίγους στρατιώτες και δεν υπάρχουν θεμέλια στο γουλά που να δείχνουν ότι είχαν χτιστεί οικήματα για τη φρουρά, τη διοίκηση και τούς φυλακισμένους. Εξάλλου, η κατασκευή του στην κορυφή ενός βουνού θυμίζει μάλλον ύστερη βυζαντινή περίοδο και όχι μεσοβυζαντινή. Αλλά το επιχείρημα εκείνο πού νομίζουμε ότι αποκλείει την Σμέρνα είναι ότι στον κατάλογο του 1377 το φρούριό της αναφέρεται ως ξεχωριστό κάστρο από το Αράκλοβο73.
 Το κάστρο της Ρίζας έχει περισσότερες πιθανότητες. Βρίσκεται στο βόρειο μέρος των Σκορτών, καί πολύ κοντά στο Ξεροχώρι, είναι πολύ μικρό, έχει χτιστεί πάνω σε «τραχώνι», έχει γουλά και μπούρκο, και θα ήταν δυνατό να κρατηθεί από μικρή φρουρά. Εν τούτοις το κάστρο αυτό δεν φαίνεται να είχε πύργο ούτε στέρνες, τουλάχιστο περισσότερες από μία. Εξάλλου, η βατή πλευρά του φρουρίου, μολονότι προστατευόταν από ισχυρό τείχος ήταν εύκολο να χτυπηθεί με πετροβόλες μηχανές. 'Ετσι, δεν δικαιολογείται, πιστεύω, ούτε η μακρά πολιορκία του Αρακλόβου όταν ήταν στα χέρια του Δοξαπατρή, ούτε αργότερα η μεγάλη κινητοποίηση των Φράγκων, όταν περιήλθε στα χέρια του Γοδεφρίδου.
 Το κάστρο της Άλβαινας συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες. Βρίσκεται πάνω σε τραχώνι, είναι οχυρότατο, είναι σχετικά μικρό, έχει γουλά, μπούρκο και πύργο, έχει πολλές στέρνες, θα μπορούσε να κρατηθεί με μικρή φρουρά, ορισμένα σημεία των τειχών του είναι απρόσιτα και χρειάζονται λιγότερη επιτήρηση, μέσα στον γουλά του υπήρχαν πολλά οικήματα για να μένει η φρουρά, η διοίκηση και οι φυλακισμένοι και τέλος το απέναντι ύψωμα Στρωσιδάκι θα μπορούσε να του αποβεί μοιραίο, τουλάχιστο αν ο εχθρός χρησιμοποιούσε τελειοποιημένα πετροβόλα. Δυσκολίες για την ταύτιση του κάστρου της Άλβαινας με το Αράκλοβο παρουσιάζονται κυρίως λόγω της αρκετά μεγάλης απόστασης από το Ξεροχώρι και λόγω της θέσης του στο κεντρικό και όχι στο βόρειο μέρος των Σκορτών. Σχετικά με την απόσταση από το Ξεροχώρι πιστεύω ότι δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, αφού ένας ασκημένος νέος θα μπορούσε να πάει και να επιστρέψει πολύ γρήγορα. Εξάλλου, όπως είπαμε, αν ο Γοδεφρίδος ήταν πολύ κοντά, ίσως δεν θα έβρισκε δικαιολογία να μπει στο κάστρο. Πώς όμως δικαιολογείται η διατύπωση του χρονικού, σύμφωνα με την οποία το Αράκλοβο ήταν, αν όχι το πλησιέστερο τουλάχιστο από τα πιό κοντινά κάστρα στο Ξεροχώρι; Είναι πιθανό πώς αυτή την εποχή το κάστρο της Ρίζας δεν είχε χτιστεί. Ίσως το μικρό αυτό φρούριο είναι μεταγενέστερο και κατασκευάστηκε για να καταφεύγουν εκεί οι ίδιοι οι κάτοικοι του Παλιοξεροχωριού, αφού ήταν τόσο κοντά στον οικισμό.
 Σχετικά με το δεύτερο πρόβλημα, θα ήταν πράγματι ευκολότερο στον βυζαντινό στρατό να προχωρούσε προς το Αράκλοβο από ανατολικά, μέσω Ανδρίτσαινας όπως έγινε λίγα χρόνια αργότερα, όταν πολιορκήθηκε η Αγία Ελένη, το Crevecoeur, το Beaufort74, κάστρα πού βρίσκονται όμως στο ανατολικό μέρος των Σκορτών και όχι στο κεντρικό. Ο φυσικότερος δρόμος προς το Αράκλοβο δεν ήταν και ο συντομότερος. Οι Έλληνες του Μυστρά κατά τις εκστρατείες τους προς τη δυτική Πελοπόννησο ακολουθούσαν τον «παραπόταμον του Αλφέως». Ήταν ο πιο συνηθισμένος δρόμος, τον οποίο, φαίνεται, ότι ακολούθησαν και τότε. Έφτασαν μ’ αυτόν τον τρόπο ως την περιοχή της Ίσοβας απ’ όπου, περνώντας τον Αλφειό, θα έφθαναν στο Αράκλοβο μέσω του ποταμιού της Τσεμπερούλας, του αρχαίου Διάγοντος, που είναι ο φυσικός δρόμος. Ίσως αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την πορεία αυτή λόγω φραγκικών φρουρών. Αν αναλογιστούμε ότι τότε οι Φράγκοι φύλαγαν την Αράχοβα, νοτιοανατολικά της Ανδρίτσαινας, ίσως εξηγείται γιατί οι Έλληνες αναγκάσθηκαν να προχωρήσουν βόρεια.
 Με βάση λοιπόν τοπογραφικά και αρχαιολογικά δεδομένα, το κάστρο της Άλβαινας συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να ταυτιστεί με το περίφημο Αράκλοβο, αφού, αποκλείοντας το μικρό κάστρο της Ρίζας (μολονότι βρίσκεται τόσο πολύ κοντά στο Παλιοξερόχωρο) απομακρύνουμε νομίζω, και την πιθανότητα να υπήρχαν δύο Αράκλοβα στο ΒΔ τμήμα των Σκορτών. Πριν όμως περιοριστούμε στο κάστρο της Άλβαινας, πρέπει να μιλήσουμε για το Αρβανόκαστρο, φρούριο που συναντάται στους βενετικούς πίνακες κάστρων και που μερικοί ερευνητές τοποθετούν στη θέση της Άλβαινας75, πιθανότατα λόγω της φωνητικής ομοιότητας των δύο ονομάτων, που σχετίζονται με το εθνικό Αλβανοί. Το θέμα παρουσιάζει ενδιαφέρον, αφού όνομα «Αρβανόκαστρο» συναντάται επίσης σε συλλογή τοπωνυμίων της άμεσης περιφέρειας του παραπάνω χωρίου76, παρόλο που οι κάτοικοί του σήμερα δεν το θυμούνται.
 Το Αράκλοβο δεν πρέπει να έχει σχέση με το Αρβανόκαστρο, γιατί και τα δύο ονόματα βρίσκονται στον ίδιο κατάλογο ως χωριστά κάστρα. Εξάλλου, το Αρβανόκαστρο αναφέρεται μαζί με φρούρια που τοποθετούνται βόρεια του Αλφειού. Σε πρόσφατα επίσης δημοσιευμένο τουρκικό κατάστιχο, το Αρβανόκαστρο υπάγεται στην περιοχή του Αγ. Ηλία, βόρεια του Αλφειού. Εκεί αναφέρεται ότι είχε 60 οικογένειες ελληνικές. Επομένως το όνομά του δεν πρέπει να προέρχεται από το εθνικό Αλβανοί.
Δεν απομένει παρά να εντοπίσουμε με ακρίβεια το «Αρακλοβό» των βενετικών εγγράφων77. Εκεί αναφέρονται οι εκκλησίες του χωριού Χρυσούλι που όπως είπαμε, βρισκόταν 500- 700 μέτρα βορειοανατολικά από το κάστρο τής Άλβαινας. Σημειώνουμε τις εκκλησίες που μας ενδιαφέρουν:
«Εις το Παλαιοχώρι της Αγίας Παρασκευής, χαλασμένη».
Παλαιοχώρι ονομάζεται ως σήμερα θέση στους νότιους πρόποδες του βουνού με το κάστρο, όπου υπάρχει και το τοπωνύμιο Αγία Παρασκευή. Υπάρχει η παράδοση ότι οι κάτοικοι της Αλβαινας μετοίκησαν στο σημερινό χωριό τους από το Παλαιοχώρι.
«παραπάνω της Παναγίας, ομοίως».
Πρόκειται για τον ερειπωμένο ναό που βρίσκεται στον τράχηλο που σχηματίζεται ανάμεσα στα δύο υψώματα Κάστρο και Στρωσιδάκι. Λίγο παραπάνω από το σημείο αυτό αρχίζει το μονοπάτι πού οδηγεί στο κάστρο.
«Εις το Αρακλωβό του Αγίου Γεωργίου, ομοίως».
«Εις το Παλαιόκαστρον του Αγίου Αθανασίου ομοίως».
 Εδώ ξεχωρίζεται το Αρακλωβό από το Παλαιόκαστρο. Είναι προφανές ότι Παλαιόκαστρο είναι το σημερινό ερειπωμένο κάστρο. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η απαρίθμηση των εκκλησιών προχωράει από χαμηλά προς την κορυφή του κάστρου, δεν μένει να ταυτιστεί με το τοπωνύμιο Αρακλωβό παρά μόνο το μέρος εκείνο πού βρίσκεται ανάμεσα στην Παναγία και το κάστρο η νοτιοδυτική δηλ. ανηφορική πλαγιά του βραχώδους λόφου με το μονοπάτι και τα εκτός φρουρίου σπίτια που αποτελούσαν τον μπούρκο. Υπήρχε λοιπόν το Αράκλοβο και στην κορυφή το κάστρο του, δύο ξεχωριστά τμήματα, του ίδιου οικισμού. Και στο χρονικό του Μορέως, το κάστρο διακρίνεται σαφώς από τον μπούρκο. Όταν ο Γοδεφρίδος προέτρεπε τους συντρόφους του να μεθύσουν τον καστελάνο στην ταβέρνα του Αρακλόβου, τους συμβούλεψε: «ένας ο πρώτος από εσάς ας έβγη ευθέως εκείθεν εδώ εις το κάστρον ας έλθει...».



 Το Αράκλοβο, ο μπούρκος του κάστρου δηλ. τελείωνε φυσικά πριν από τα τείχη του φρουρίου. Από που άρχιζε; Η Παναγία, μολονότι είναι πολύ κοντά στους πρόποδες του βουνού, σύμφωνα με το έγγραφο, δεν υπάγεται στο Αράκλοβο. Στο Αράκλοβο υπάγεται μόνο ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Σε εκατό περίπου μέτρα απόσταση από την Παναγία, και μόλις είκοσι ή τριάντα μέτρα από το σημείο που αρχίζει η ανάβαση στον βραχώδη λόφο του κάστρου, εντοπίσαμε κτήριο εσωτερικών διαστάσεων 6.20X 3.20μ. και πάχος τοίχων 70 εκατοστών, πού πρέπει να ήταν εκκλησία, αν κρίνει κανείς από την καμπύλη που σχηματίζουν οι πέτρες στον ανατολικό τοίχο της. (Σε όλες τις ερειπωμένες εκκλησίες της περιοχής η αψίδα είναι εγγεγραμμένη στον ανατολικό τοίχο κι έτσι δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς μόνο από τα θεμέλια αν πρόκειται πράγματι για αψίδα). Το κτήριο αυτό το ταυτίζουμε με το ναό του Αγίου Γεωργίου, σημείο από το όποιο άρχιζε και ο μπούρκος του κάστρου δηλ. το Αράκλοβο.
Το Αρακλωβό λοιπόν των εγγράφων ταυτίζεται με ακρίβεια με τον μπούρκο του κάστρου. Έτσι, αφού ακόμη και στο χρονικό τα δύο μέρη χωρίζονται σαφώς, προφανώς και κατά τη μεσαιωνική εποχή ονόμαζαν Αράκλοβο τον οικισμό και «κάστρο του Αρακλόβου» το φρούριο (ή μπούρκο τον οικισμό σε σχέση με το φρούριο).

7. Το Φραγκικό όνομα Bucelet

Σε φραγκικές πηγές το Αράκλοβο μνημονεύεται συνήθους ως Bucelet Buceleto, Porcellet κλπ. Ο Σ. Δραγούμης78 υποθέτει πως το όνομα προέρχεται από το οικογενειακό όνομα Βουτσαράς. Ο A. Bon το συνδέει με τον Grader de Boucere, φρούραρχο του Beaufort στα Σκορτά79. Πιο κοντά στην πραγματικότητα νομίζω πως βρίσκεται ο τοπικός ερευνητής Γ. Δημητρακόπουλος, ο οποίος συσχετίζει το όνομα με το χωριό Μπάρζελι, πού βρίσκεται 4 περίπου χιλιόμ. ανατολικά του κάστρου. Πιστεύουμε ότι το όνομα Bucelet-Μπάρζελι είναι μία ακόμη ισχυρή ένδειξη ότι το Αράκλοβο του Δοξαπατρή ταυτίζεται με το κάστρο της Άλβαινας, για να είμαστε όμως τελείως βέβαιοι πρέπει να γίνουν, τουλάχιστο στο γουλά του κάστρου, ανασκαφικές έρευνες. Το Αράκλοβο, σύμβολο της αντίστασης εναντίον των Φράγκων, αξίζει να ανασκαφεί και να γίνει συντήρηση όλων των τμημάτων εκείνων του φρουρίου που απέμειναν ακόμη όρθια.



MIX. Σ. ΚΟΡΔΩΣΗΣ
ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΑΡΑΚΛΟΒΟΝ (ΑΛΒΑΙΝΑ ΗΛΕΙΑΣ)

Σημειώσεις:
Τά κυριότερα σημεία τής Εργασίας αυτής άποτέλεσαν άντικείμενο διάλεξης πού Εδωσα στό Πολυτεχνείο (βλ. Περιλήψεις Επιστημονικών διαλέξεων πού δόθηκαν κατά τό όκαδημαϊκό Ετος 1984-85 στά πλαίσια τών μαθημάτων έμβαθύνσεως Ιστορίας τής άρχιτεκτονικής: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα άρχιτεκτόνων, Σπουδαστήριο Ιστορίας τής 'Αρχιτεκτονικής, Αθήνα 1985, σ.46- 48). Ευχαριστώ τόν καθηγητή τού ΕΜΠ κ. X. Μπούρα γιά τήν πρόσκληση καί τις παρατηρήσεις του, καθώς καί τόν άρχαιολόγο κ. Π. Βελισσαρίου γιά τήν βοήθειά του στήν τοπική βιβλιογραφία, θερμές ευχαριστίες δφείλω στούς κατοίκους τών χωριών Αλβαινας καί Σμέρνας, X. Παναγούλια,Ι. Καραπαναγιώτη, Ί. Μαύροειδή, Α. Κολλά καί Ιδιαίτερα στόν Άγησ. Κλωνάρη, καθώς καί στόν δάσκαλο τής Σμέρνας Κ. Φωτόπουλο, οί όποϊοι βοήθησαν στήν Επιτόπια Ερευνα.
1. A. Morel-Fatio, Libro de los Fecbos et conqulstas del prindpado de la Morea, GenEve 1895, παρ. 110, 111.
2.Π. Καλονάρσυ, Τό Χρονικόν τοϋ Μορέως, Άθήναι 1940, στ. 1756 κ.έ.
3. Μ. Κορδώση, Ή κατάχτηση τής νότιας Ελλάδας άπό τούς Φράγκους. Ιστορικά καί τοπογραφικά προβλήματα, Θεσσαλονίκη 1986, σ.99-100.
4. Π. Καλονάρου, 6jt.t στ.5632 κ.ε.
5. Π. Καλονάρου, δ.π., στ.8110 κ.ε. J. Longnon, Livre de la cooqueste de la princde de V Amor6e. Chronique de Mor6e, Ικό. J. Longnon, & Pads 1911, twlq.557 κΐ. A. Morel-Fatio, δ.π., παρ.428 κ.έ.
6. Στήν Ελληνική παραλλαγή (στ. 8198) μνημονεύεται ώς Ξενοχώρι. Στήν Γαλλική παραλλαγή (παρ. 563) ώς Sallcori καί στήν Ισπανική (παρ. 432) ώς Cerochori.
7. Μόνο ή Αραγωνική παραλλαγή, A. Morel-Fatio, δ.π., παρ.436-40, μνημονεύει ότι τό κάστρο κυριεύθηκε μέ βία καί μέ θύματα τόν πορτάρη, τόν καστελλάνο καί τέσσερεις φρουρούς.
8. C. Perrat-J. Longnon, Actes relatifs ά la prindpautd de Morde 1289-1300, Paris, 1967, σ. 21-22.
9. J. Longnon-P. Topping, Documents sur la regime des terns dans la piindpautd de Monde aux XlVe sidcle, Paris 1969, σ. 64, 70, 73.
10. A. Bon, La Morde franque, Paris 1969, a. 689 κ.έ.
11. Σέ λίθινο κιονίσκο άπό λευκό μάρμαρο, πού βρίσκεται στην άρχαιολογική συλλογή Δημητσάνας, έχει χαραχτεί μέ άκίδα, έπιγραφή, όπου άναφέρεται θέμα 'Αρακλόβου (Ν. Βέη, «Βυζαντινοί, έπιγραφαί ΓορτυνΙας» Vizant. Vremenic 11 (1904) 63. Σέ πατμιακό έπίσης κώδικα άναγράφεται τό σημείωμα: Έπληρώθη τό παρόν εύαγγέλιον διά χειρός έμού τού άμαρτωλού καί χορικού θεοδούλου τού Καταλέκτι έκ θέματος Άρακλόβου, άπό κόμης λεγομένης τό Στροβίστζη... Έπληρώθη δέ είς τάς κη τού Μαΐου έπί έτος Σακκελίωνος, Πατμιαχή Βιβλιοθήκη, Άθήνησι 1890, σ.141. 'Οπου άναγράφεται βλ. Ν. Βέη, 6.π. σ.65). Σύμφωνα μέ τήν Ahrweiler πρόκειται για μικρές υποδιαιρέσεις φορολογικού χαρακτήρα πού περιελάμβαναν μία πόλη καί τή γύρω περιοχή της. (Η. Ahrweiler, «Recherches sur Γ administration de Γ empire byzantin aux IXe-XIe si£cles»; Bulletin de Correspondence HeUenique 84 (1960) καί Variorum Reprints VIII, σ. 88: «Plusieur de ces petits thdmes fiscaux, les οίκτρότατα θέματα de Theophylacte, se trouvent groupds dans une des circonscriptions administratives mentionnees plus haut et gouvem^es par les Krit£s- praitor. II est evident que, a part le nom, ni les petits «themes fiscaux» administr£s par un ένεργών ou un πράκτωρ ni les petits «themes militaires» du Xle siecle n’ ont rien de commun avec les circonscriptions gouvemes par le Lrites- praitor de cette 6poque, ni avec les gran des circonscriptions administratives gouvem6es par le strange de Γ dpoque prtcdante...Les petits themes continuent i exister en Thessalie, fipire P£loponn£se, regions soumises vraiseblablement au grand comm an dement maritime».
12. W. Leake, Peloponnesiaca, London 1846 (φαποαν. έκδ. Amsterdam 1967), σ.153-154.
13. J. A C. Buchon, La Grdce continentale et la Morde, Paris 1843 o. 492-3, Πρβλ. Τοΰ Ιδιου, Histolre des conqudtes et de Γ dtablissement des Frangais dans les diets de Γ andenne Grdce sous les Villebardouins, τ. A ', Paris 1846, o. 74, όπου σημειώνεται ή θέση του στήν άνατολική είσοδο τής περιοχής τής Λιοδώρας.
14. J. Longnon, Chronique, δ.π., σημ. 1, σ. 418Β.
15. Σ. Δραγουμη, Χρονικών Μορέως τοπωννμιχά-τοπογραφιχά-Ιστοριχά, έν Άθήναις 1921, σ. 41, 42.
16. Acres du XVIe Congrds International des Orientalistes 1912, σ. 157. Βλ. καί BNJ, 11, 12 (1934-36) 226-8. A. Bon, Morde, δ.π., σ. 374, σημ. 4.
17. Ν. Μουτσόπουλου, Ή άρχιτεχτονιχή τών έχχλησιών χαΐ τών μοναστικών τής Γορτυνίας, έν Άθήναις 1956, σ. 226 σημ. 1.
18. Γ. Δημητρακόπουλου, «Τό φραγκοβυζαντινό κάστρο Αράκλοβο», Πελ. Πρωτ. 8 (1964) 314 κ.έ.
19. I. Σαρρή, «Τά "κάστρα τών Σκορτών" Αράκλοβον καί Άγιος Γεώργιος», ΑΕ (1934-35) 57 κ.έ.
20. Κ. Ρωμαίου, «Τοπογραφικά τής Φραγκοκρατίας», Π ελοπο ννησιαχά 2 (1957) 25.
21. Ν. Άλεξοπούλου, Μεσαιωνική Πελοπόννησος, Άθήναι, σ. 80.
22. A. Bon, Morde, δ,π., σ.372, σημ. 2, σ.374, σ.2.
23. Π. Καλονάρου, δ.π., σ.75, σημ. στ.1759.
24. I. Σφηκόπουλου, Τά μεσαιωνικά κάστρα τοϋ Μορηά, Αθήναι 1968, σ.285.
25. A. Bon, 5.π., σ.375-6.
26. C. Perrat- J. Longnon, Actes relatifs a la principaut6 de Mor6e (1289/1300), Paris 1967, σ.21, σημ. 3. J. Longnon- P. Topping, Documents, δ.π., σ.239. A. Carile, «Una lista toponomastica di Morea del 1469», Studi Veneziani 12 (1970) 399.
27. Thanos Vagenas, «Three castles of the Morea identified», Neo Hellenica 1 (1970) 27. Βλ. καί McLeod, «Castles of the Morea in 1467», BZ 65 (1972) 361, πού μνημονεύει τήν δποψη τού Bon και τού Βαγενά.
28. I. Νουχάκη, Ελληνική χωρογραφία, έν Άθηναις 1901, σ.533. θ. Ξύδη, «Ερύμανθος», Πελοποννησιακά 8 (1971) 153.
29. I. ΠιοιμΙση, «Βρένθη- Αράκλοβον», Πρακτικά A' Συνεδρίου Αρκαδικών Σπονδών (Τρίπολις 14—15 Δεκεμ. 1974). Παράρτ. σιά Πελοποννησιακά 12 (1976/77). 208 κ.έ., δπου ή ταβέρνα στήν όποία μέθυσε δ καστελάνος καί ή φρουρά ταυτίζεται μέ τοπωνύμιο Ταβέρνα πού βρίσκεται έκεΐ κοντά καί τό Salichori, δπως όνομάζεται στή Γαλλική παραλλαγή τό Ξεροχώρι, μέ τό έκεΐ τοποονύμιο Σέλικι.
30. Κ. Ντόκου, «Ή έν Πελοποννήσψ έκκλησιαστική περιουσία κατά τήν περίοδο τής Β' Ενετοκρατίας», BNJ 21 (197174) 161.
31. Β. Σταυρόπουλου, Αράκλοβο, δ.π., σ.6,23. Παραπέμπει στά έγγραφα πού είχε δημοσιεύσει ό Ν. Αθανασιάδης, στήν «Τριφυλλιακή Εστία» τεύχ. 34, σ.305. Στή μελέτη τού Σταυρόπουλου υπάρχουν παραπομπές καί σέ άλλες έργασίες τοπικών έρευνητών.
32. D. Georgacas- W. McDonald, «Placenames of Southwest Peloponnesus». Πελοποννησιακά 6 (196368), σ.99. Oι σημερινοί κάτοικοι τοϋ χωριοϋ δέ θυμοϋνται τέτοιο όνομα.
33. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, στ.8275.
34. Πά τά Σκορτά. A. Bon, Mor6e σ.363 κ.έ.
35. A. Bon, Morte., σ.379.
36. A. Bon, Morde, σ.368.
37. ΟΙ Georgacas- McDonald, «Place-names», δ.π., σ. 218, κατέγραψαν τοπωνύμιο Ξεροχώρι στήν περιοχή τής Αλβαινας, όσους κατοίκους όμως τού χωριού ρωτήσαμε άγνοούσαν τήν ύπαρξή του. "Αν βέβαια υπήρξε τοπωνύμιο Ξεροχώρι τόσο κοντά στό κάστρο τής Αλβαινας, τότε δέ θά ύπήρχε πιά καμιά άμφιβολία ότι θά έπρόκειτο γιά τό κάστρο αυτό.
38. I. Σφηκοπούλου, σ.288 κ.έ.
39. Ό Bon, Mor6e, σ.649, δίνει διαστάσεις 3.60X3.90X6.
40. L Σφηκόπουλου,, σ.295.
41. Ν. Μοιπσώπουλου, σ.226/2Ί.
42. A. Bon, Mor6e, ό.,σ.646.
43. Μ. Κορόώση, «Τό μεσαιωνικό κάστρο Ρίζας κοινότητας Σμέρνας ’Ηλείας», Ύπό έκτύπωση στόν τιμητικό τόμο Ν. Δρανδάκη.
44. Μ. Κορόώση, δ.π.
45. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, 6λ., στ.8275.
46. A. Morel - Faiio, Ubro, δ.π., παρ.110.
47. A. Bon, Mor6e, δ.π.,σ.372.
48. Ή Γαλλική παραλλαγή τσΟ χρονικοί) μνημονεύει δτι δ άκόλουθος τού ΓοδεφρΙόου πήγαινε στό Αράκλοβο μία φορά τήν ημέρα. Ή Ελληνική παραλλαγή άναφέρει δτι πήγαινε «άενάως» καί «πάντα».
49. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, στ.8210.
50. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, στ.8381.
51. Π. Καλονάρου. Χρονικόν, σι.1716.
52. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, στ.2804, 2871.
53. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, στ.1637, 1773, 2987.
54. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, στ.1760
55. Σπανιότερα «γουλάς» σημαίνει καί πύργος. Έδώ Εχει τή σημασία ιού ψηλότερου μέρους τού κάστρου, τής «άκρόπολης», (Βλ. Καλονάρου, Χρονικόν, στ. 8223: έσέβη άτός του είς τόν γουλδν κ' έκατεστόχαξέ το».
56. J. Longnon, ChroaJque, δ.π., παρ.565.
57. J. Longnon, Qirooique, δ.π., παρ.115.
58. Σήμερα μέ τή λέξη donjon έννοούν τόν πύργο ό γουλάς όνομάζεται reduit.
59. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, δ.π., στ.8204. Βλ. καί J. Longnon, Chronique, παρ.563: «et se faisoit porter de 1 aigue des cistemes qul la estoient...».
60. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, δ .π., στ. 8272/4. Τούτο τό κάστρο έβλέπετε τήν δύναμιν δπου Εχει όλίγοι άνθρωποι ήμποροϋν νά τό Εχουν φυλάττει άφών Εχει σωτάρχισιν κ Ενι άφιρωμένον».
61. J. Longnon, Qimnique, 6ji., παρ. 566. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, δ λ., στ. 8128.
62. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, στ. 8317/8. J. Loognon, Qironique, παρ. 572.
63. A. Morel'Fatio, Ubro, παρ. 434.
64. J. Longnoo, Chroolque, 6jc„ παρ. 572: «et les metterons par lleux ou nous n’ arons doute de eaux».
65. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, δπ„ στ.8429/32. «έπεί 6 μπάιλος Εστειλεν νά έλθουν οί πελεκάνοι τεχνίτες γάρ Βενέτικοι νά ποιήσουν τριπουτσέτα· αύτά τά βλέπεις τά τειχία δλα χαλάσει θέλουν
νά σάς πετρώσουν δλους σας καί νά σάς θανατώσουν».
66. J. Longnon, Chroaique, δ .π., παρ.204.
67. Μ. Κορδώση, Ή κατάχτηση, δ,π., σ.97 κ.έ.
68. Π. Καλονάρου, Χρονικόν, δ.π., στ.2036/7 J. Longnon, Qironique, παρ. 204. Ή Γαλλική παραλλαγή (παρ.111, 116) δνομάζει τά τειχομαχικά δργανα «perrieres» καί «mangonneaux». Τά Χρονικά καλούν perrieres (πετροβόλα) κάθε μηχανή πού πετδ πέτρες, είτε ήταν 6 παλιός τύπος (mangon type) ή 6 νεότερος (τριπουτσέτα). Έτσι δέν μπορούμε νά πούμε μέ βεβαιότητα τίνος τύπου ήταν οΐ πετροβόλες μηχανές πού χρησιμοποιούσαν οί Φράγκοι, έπειδή δμως οΐ πολεμικές έπιχειρησεις έγιναν μετά τό 1204, πρόκειται μάλλον γιά τριπουτσέτα. (C. Oman. A History of the Art of War in the Middle Ages, τόμ. B, New York 1924 (έπανέκδ. 1969), σ.45.
69. A. Morel-Fatio, Ubro, 6λ„ παρ.434.
70. A. Bon. Morοe,, σ.689 κ.έ.
71. Μ. Κορδώση, «ΠελοποννησιακοΙ θρύλοι καί Ιστορία», «Σννόειπνον», τιμητικό άφιέρωμα στόν καθηγητή Δημήτριο Σ. Δουκάτο, Ιωάννινα 1988, σ.102.
72. Μ. Κορδώση. «Πελοπον. θρύλοι», δ.π., σ.104.
73. A. Bon, Mor6e, δ λ., σ.690. Ιο castello delo Polcellecto Ιο castello della Smirina
74. J. Longnon, Chmnique, 6.π., παρ. 928 κ.έ.
75. I. Σφηκοπούλου, δ.π., σ.292/3.
76. Georgakas- McDonald. «Place-names», 6.x., σ.99.
77. Κ. Ντόκου, «Ή έν Πελοποννησω Εκκλησιαστική περιουσία κατά τήν περίοδο τής Β Ενετοκρατίας», Byzant.- Neugr. Jahrb. 21 (1976) 161
78. Σ. Δραγούμη, Χρονικών Μορέως τοπωνυμικά, τοπογραφικά, Ιστορικά, Αθήνα ι 1921, σ. 14.
79. A. Bon Moree, δ.π„ ο.370.
80. Β. Σταυρόπουλου δ.π., σ.12.



Printfriendly