Το Παλαιόκαστρο καταλαμβάνει το βορειότερο άκρο του όρους Μίνθη. Μίνθη είναι το αρχαίο και σύγχρονο όνομα για το μεσαιωνικό βουνό Αλβαινα. Οι πλαγιές του βουνού, γύρω από τη θέση αυτή, χρησιμοποιούνται για βοσκή αιγοπροβάτων, πράγμα που ίσχυε και την εποχή που ο William Leake επισκέφθηκε την περιοχή το 1805 (1830, ν.2:68-71). Ο χώρος προσφέρει εξαιρετική θέα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, ενώ έχει σαφώς και μεγάλη στρατηγική σημασία.
Τα ερείπια της Μίνθης αναφέρονται για πρώτη φορά το 1805 από τον Leake. Ακολουθώντας την ορθή ερμηνεία που έδωσε ο ίδιος, ότι πρόκειται δηλαδή για μεσαιωνικά ερείπια, ο Jean- Alexandre Buchon πρότεινε μια προσωρινή ταύτιση της θέσης με το κάστρο του Crevecouer, το οποίο αναφέρεται από τις φράγκικες φιλολογικές πηγές (1843:474). Σύμφωνα με τη γαλλική και αραγωνική έκδοση του Χρονικού του Μορέως, το Crevecouer καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της ελληνικής εξέγερσης του 1302. Ένας κατάλογος φέουδων του 1377 καταγράφει ένα «Castello de Crepakore», που προφανώς είναι παραλλαγή του Crevecouer. Το όνομα εμφανίζεται πάλι σε ένα φράγκικο κατάλογο του 1391 και αργότερα σε έναν ενετικό του 1467, εποχή κατά την οποία ο χώρος βρισκόταν υπό οθωμανικό έλεγχο (Βοn 1969:690-4).
Ταύτιση του κάστρου:
Αν η ταύτιση του Buchon με το Crevecouer είναι σωστή, τότε η απουσία του ονόματος από τις φιλολογικές πηγές, υποδεικνύει ότι η θέση εγκαταλείφθηκε μετά τον δέκατο πέμπτο αι. Οι περισσότεροι ερευνητές, ξεκινώντας από τον Leake, συμφωνούν σε χρονολογία πριν από τη μεσαιωνική περίοδο, για την ίδρυση της πόλης. Κάποιοι περιηγητές, όπως ο Karl Fiedler (1840, ν.1:367), βεβαιώνουν την ύπαρξη αρχαίων οχυρώσεων, ήδη από την εποχή εκείνη. Ο Παναγιώτης Βελισσαρίου (1996-7) συμφωνεί με τον ισχυρισμό αυτόν στην πρόσφατη ερευνά του. Την ταύτιση του Παλαιόκαστρου με το Αράκλοβο, προτείνει ο Ιωάννης Κοσμόπουλος (1930:75-90).
Πληθυσμός:
Άγνωστος. Ο χώρος είχε εγκαταλειφθεί πριν από την οθωμανική και την ενετική απογραφή. Αριθ. καταγραμμένων κτηρίων (2000): 114
Υδροφορία:
Το υπόγειο του πύργου που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του φρουρίου στεγάζει μια δεξαμενή (προφανώς θολωτή), πάνω στην οποία έχει καταρρεύσει ο πύργος. Ένας τοίχος που εκτείνεται προς τα βορειοδυτικά ξεκινώντας από τη βορειοανατολική γωνία του πύργου ενώνεται με μια δεύτερη κατεστραμμένη δεξαμενή στη βραχώδη βορειοδυτική άκρη του οικισμού. Τρεις από τους τέσσερεις αναλημματικούς τοίχους αυτής της τετράγωνης δεξαμενής έχουν κυλήσει στην πλαγιά, εκθέτοντας έτσι σε κοινή θέα το δάπεδο της δεξαμενής που ήταν χτισμένο με τοιχοποιία σε ορυε ερίοθίυιτι και επιχρισμένο με υδραυλικό κονίαμα. Μέσα στα όρια του οικισμού δεν βρέθηκαν άλλα κατάλοιπα που να μαρτυρούν πρόνοια αποθήκευσης νερού. Μερικές πηγές είναι διασκορπισμένες στις πλαγιές, πιο χαμηλά, και κυρίως στο Μούρτζουλα, Πουρνάρι και Απάνω Κορυτά.
Περιγραφή της θέσης:
Ο οικισμός έχει χτιστεί πάνω σε ένα εντυπωσιακό φυσικό υπόστρωμα ασβεστόλιθου και είναι προσανατολισμένος σε άξονα βορρά-νότου. Οι πλαγιές κάτω είναι απόκρημνες και απροσπέλαστες από όλες τις πλευρές. Τα κτίσματα συγκεντρώνονται στη βόρεια πλευρά της φυσικής ράχης. Ένα οροπέδιο, νότια του χώρου, πρέπει να χρησίμευε ως ανοιχτός χώρος μπροστά από την οχύρωση.
Οχύρωση:
Ένας αμυντικός οχυρωματικός περίβολος περικλείει τον οικισμό. Δύο πύργοι βρίσκονται στην είσοδο, στη βόρεια πλευρά του περιβόλου. Αν και μεγάλο μέρος της συνολικής έκτασης της οχύρωσης έχει καταρρεύσει και έχει κυλήσει χαμηλά στις πλαγιές, αρκετές μαρτυρίες (συμπεριλαμβανομένων επτά πύργων) σώζονται, ώστε να μπορεί να αναπαρασταθεί ο περίβολος στο σύνολό του. Μία σειρά με αργολιθοδομή χτισμένων οχυρωματικών τειχών στα νότια του οικισμού, μπορεί να φύλασσαν τη θέση από την νότια πρόσβαση. Η ασβεστολιθική ράχη, νότια του οικισμού, παρέχει επαρκή φυσική προστασία στο οροπέδιο. Ένα χαμηλό τείχος, σήμερα κατεστραμμένο, πρέπει να περιέβαλλε την περιοχή στα νότια.
Συσχετισμοί μεταξύ κτηρίων.
Ο οικισμός είναι οργανωμένος οικιστικά σε τρεις ζώνες. Στην κορυφή υπάρχει μια ανοιχτή, υπαίθρια περιοχή, διαστάσεων 40μ. περ. (στον άξονα ανατολή-δύση) και 50μ. (στον άξονα βορράς-νότος). Ένας πύργος υψώνεται στη βορειοδυτική γωνία της ανοιχτής αυτής περιοχής, στο υψηλότερο σημείο. Γύρω από την ανοιχτή περιοχή εκτείνεται η δεύτερη ζώνη, ένα σύνολο 40 περί που σπιτιών, που απλώνονται γύρω από τη δυτική, τη νότια και την ανατολική πλευρά της. Τα σπίτια είναι χτισμένα σε στενή συνάφεια μεταξύ τους, σχηματίζοντας ορθογωνικό δίκτυο που ανταποκρίνεται στα σημεία του ορίζοντα. Έξω από αυτόν τον πυρήνα, μια ομάδα 70 σπιτιών εκτείνεται ακανόνιστα προς τα δυτικά και προς τα νότια. Τα σπίτια εδώ είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και ακολουθούν την ανωφέρεια του φυσικού εδάφους. Στη βορειοδυτική άκρη, τα σπίτια είναι πυκνοχτισμένα και συνδέονται πιο στενά με το οχυρωματικό περιμετρικό τείχος στα νοτιοδυτικά. Η προσέγγιση στο φρούριο από τη νότια πύλη μπορεί να ανιχνευθεί από μια σειρά ελικοειδών μονοπατιών και αυλών.
Κατασκευή:
Με εξαίρεση το περιμετρικό τείχος, τον πύργο στην κορυφή, και τις δεξαμενές, όλα τα κτήρια είναι χτισμένα με ξερολιθιά και μεγαλύτερους λίθους για αγκωνάρια.
Κατάσταση διατήρησης:
Τα σπίτια σώζονται άλλα σε καλύτερη και άλλα σε χειρότερη κατάσταση. Οι πυκνοχτισμένες περιοχές με σπίτια που μοιράζονται κοινούς μεσότοιχους διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση. Σε γενικές γραμμές, η Μίνθη είναι το καλύτερα διατηρούμενο μεσαιωνικό χωριό στη βορειοδυτική Πελοπόννησο.
Κτήρια ειδικής χρήσης:
Μια τετράγωνη κατασκευή πλευράς 6 μ. βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του οικισμού, και έχει καλυφθεί από τη νεότερη γεωδαισία. Το κτίσμα είναι σε ερειπωμένη κατάσταση αλλά σώζονται αρκετά μέρη του, ώστε να είναι δυνατό να ταυτιστεί με πύργο/δεξαμενή. Οι τοίχοι του έχουν πάχος 1,20 μ., είναι κατασκευασμένοι από πέτρες και κονίαμα και σχημάτιζαν ένα ανεξάρτητο πυργοειδές κτίσμα του τύπου που είναι κοινός στα μεσαιωνικά οχυρά. Η τοιχοδομία που έχει καταρρεύσει υποδεικνύει την ύπαρξη ενός υπόγειου θαλάμου, μιας θολωτής δεξαμενής. Δύο τοίχοι θεμελίων, πάχους 1,20 μ., εκτείνονται βορειοδυτικά και ανατολικά της βόρειας πρόσοψης, συνδέοντας τον πύργο/δεξαμενή με το εξωτερικό οχυρωματικό τείχος.
Σπίτια:
Στο μεγαλύτερο μέρος του ο οικισμός αποτελείται από σπίτια, συνολικά 110, που ήταν κατασκευασμένα από πέτρες χωρίς κονίαμα και στεγασμένα με πήλινα κεραμίδια. Τα σπίτια είναι δύο τύπων: εκείνα της δεύτερης ζώνης που έχουν μεσοτοιχίες, και εκείνα που είναι ανεξάρτητα χτισμένα μεταξύ τους στην τρίτη ζώνη. Τα σπίτια της ζώνης 2 συγκροτούν μια πυκνή συνοικία με διακριτούς δρόμους και κοινές αυλές. Χωρίς καθαρισμό του χώρου και απομάκρυνση των ερειπίων δεν είναι δυνατό να διασαφηνισθεί ποια είναι τα δωμάτια εκείνα που αποτελούν ένα ξεχωριστό σπίτι. Τα ανεξάρτητα μεταξύ τους σπίτια της ζώνης 3 αποτελούνται από υπομονάδες χώρων (διαστάσεων 5x 5μ., 5x10μ., κ.λπ.) και τα περισσότερα είναι ορθογώνια με τον μακρό άξονά τους κατωφερή στην πλαγιά. Το πιο επίμηκες σπίτι αποτελείται από τέσσερις μονάδες (διαστάσεων 5μ. περ. η καθεμιά), και εκτείνεται εντυπωσιακά σε μήκος 32μ. στην ανατολική πλαγιά. Σε γενικές γραμμές, τα ανεξάρτητα μεταξύ τους σπίτια δεν προσαρτώνται στον εξωτερικό οχυρωματικό περίβολο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η σειρά των σπιτιών στη δυτική πλευρά, όπου οι κυρίως όψεις τους ενώνονται με το τείχος. Τα σπίτια κοντά στην πύλη και στη βορειοανατολική γωνία του περιμετρικού τείχους, συνδέονται με αυτό, δημιουργώντας ενδιαφέροντες χωροταξικούς συσχετισμούς, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να διερευνηθούν πλήρως χωρίς ανασκαφή.
Δρόμοι:
Στο κέντρο του πυκνοχτισμένου πυρήνα του οικισμού, μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάποιους δρόμους. Εξω από το τείχος του χωριού σώζονται μονοπάτια της μεσαιωνικής περιόδου, με εξαίρεση κάποια κατάλοιπα στη δυτική άκρη της κορυφής, 110μ. νότια της πύλης: η διάβρωση του πετρώματος και κάποιες χαρακιές υποδεικνύουν ότι μάλλον δεν πρόκειται για κάποιο σύγχρονο πέρασμα ανοιγμένο από τα ζώα, αλλά για την αρχική δίοδο πρόσβασης στο χώρο.
Αρχαιολογικές μαρτυρίες:
Δεν υπάρχουν φυσικά ίχνη που να στηρίζουν την υπόθεση αρχαίας θεμελίωσης. Αν η ταύτιση με τον Crevecoeur είναι σωστή, τότε η χρονολόγηση της θέσης ορίζεται με terminus post quem το 1302 και terminus ante quem το 1467. Η τοιχοποιία του τείχους και τα επιφανειακά ευρήματα χρονολογούν με ασφάλεια το χώρο στη μεσαιωνική περίοδο. Το Πρόγραμμα του Μορέα εντόπισε χρηστική και καλή κεραμική, και κεραμίδια της μεσαιωνικής περιόδου, μεταξύ των οποίων έναν αμφορέα, πρωτο- majolica και εφυαλωμένη φράγκικη χρηστική κεραμική κουζίνας.
Οικονομική δραστηριότητα:
Ενα ωοειδές θραύσμα μαγνητικού μετάλλου βρέθηκε στη βόρεια πλαγιά. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί μαρτυρία μεταλλευτικής δραστηριότητας παραγωγής σιδήρου ή εξόρυξης μαγγανίου στη γειτονική περιοχή.
Κουρελής Κωστής
"Μεσαιωνικά κάστρα του Μορέα". Στο: "Σπίτια του Μορέα. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου 1205-1955"