.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Το Πρωτοελλαδικό Μέγαρο των Ακοβίτικων και το πρόβλημα της καταγωγής του


Από τα πρώιμα νεολιθικά χρόνια ο άνθρωπος που κατοικούσε στον χερσαίο και θαλάσσιο ελλαδικό χώρο κατασκεύαζε κυκλικές ή σχεδόν τετράγωνες κατοικίες. Ο κυκλικός τύπος οικίας νεολιθικής εποχής στο Αιγαίο απαντά κυρίως στην Κύπρο και τα Κύθηρα.
Η ορθογώνια ή καλύτερα σχεδόν τετράγωνη μορφή, όπως γνωρίζουμε από τον πρώιμο νεολιθικό οικισμό της Νέας Νικομήδειας στη Μακεδονία (7η- 6η χιλιετία) και από τον οργανωμένο συνοικισμό της Οτζάκι Μαγούλα στη Θεσσαλία, διευρύνεται και επεκτείνεται με την προσθήκη ορθογώνιων χώρων σε μιά ή σε όλες τις πλευρές της, δημιουργώντας έτσι απλές μακρόστενες ή πολύπλοκες λαβυρινθώδεις κατασκευές (Οικία Κατσαμπά και μεγάλη νεολιθική οικία κάτω από την κεντρική αυλή του ανακτόρου της Κνωσού στην Κρήτη).
Στην κυρίως Ελλάδα εμφανίζονται πολύ πρώιμα οι ορθογώνιες δίχωρες ή τρίχωρες κατασκευές χωρίς ο κεντρικός χώρος του κτηρίου να χάσει την αρχική, σχεδόν τετράγωνη, φόρμα του. Ενοούμε κυρίως τα μεγαρόσχημα οικοδομήματα που είναι ήδη αρκετά διαδεδομένα στην Νεολιθική Ελλάδα (εκτός από τη Νέα Νικομήδεια και την Οτζάκι Μαγούλα, το Σέσκλο, το Βελεστίνο, το Δημίνι).
Το μέγαρο είναι απλή γεωμετρική μορφή πολύχωρης κατοικίας που επιδέχεται μνημειώδεις διαστάσεις. Τα περισσότερα παραδείγματα νεολιθικών μεγάρων έχουν το χαρακτήρα ευρύχωρων αρχοντικών, που ξεχωρίζουν μέσα στον οικισμό.



Πρωτοελλαδικά μνημειώδη οικοδομήματα
Ίσως η νέα ριζική αλλαγή που εμφανίζεται με την έναρξη της Πρωτοελλαδικής εποχής να οφείλεται πράγματι στη διείσδυση ανατολικών στοιχείων. Ο κύριος παράγοντας της αλλαγής, το μέταλλο, ήταν ήδη γνωστό στην Ανατολή από την -5η χιλιετία. Σ΄ αυτό οφείλεται η δραστηριοποίηση των εμπορικών ανταλλαγών και της θαλάσσιας επικοινωνίας με φυσικό επακόλουθο τη διαμόρφωση και νέων κοινωνικών τάξεων και την αναγκαία συμβίωσή τους μέσα σε οργανωμένους και συχνά οχυρωμένους οικισμούς σε μιά πρώιμη μορφή πόλεων κρατών, στη Δυτική Μ. Ασία, τα νησιά του Αιγαίου και τις ανατολικές και νότιες ακτές της Ελλάδας. Οι λίγοι γνωστοί Πρωτοελλαδικοί οικισμοί της ενδοχώρας δεν φαίνονται να είναι οχυρωμένοι. Φυσικά, όλοι οι Πρωτοελλαδικοί οικισμοί δεν έπαυαν ποτέ να στηρίζουν την οικονομία τους και στην καλλιέργεια της γης έτσι ώστε οι παραθαλάσσιοι Πρωτοελλαδικοί οικισμοί βρίσκονται κατά κανόνα κοντά ή στις παρυφές εύφορων κοιλάδων.
Θα ασχοληθούμε μόνο με τις μνημειώδεις κατασκευές της Πρωτοχαλκής περιόδου, που σχετίζονται άμεσα με το συγκρότημα των Μεγάρων στα Ακοβίτικα της Μεσσηνίας.
Οι ομάδες των παράλληλων μεγάρων της Τρωϊκής ακρόπολης, με μακρόστενο κεντρικό χώρο σε αναλογία 1:2 περίπου και βαθύ, σχεδόν τετράγωνο προθάλαμο, αποτελούν ένα γνήσιο ανακτορικό σύμπλεγμα για αξιωματούχους και πλούσιους άρχοντες. Τα Τρωϊκά μέγαρα, ως και της Τροίας VI, είναι αδύνατο να είχαν δεύτερο όροφο.
Παραλλαγές του ίδιου τύπου των τρωικών μεγάρων αλλά όχι σε μνημειακά μεγέθη συναντάμε στο Ηραίο της Σάμου. Απαντούν, βέβαια, εδώ και απλά μονόχωρα ή δίχωρα οικήματα καθώς και στη Θέρμη και την Πολιόχνη. Μεγαρόσχημα οικήματα από την κυρίως Ελλάδα συναντάμε στην Εύτρηση, τον Άγιο Κοσμά, το Ασκηταριό της Ραφήνας, τις Ζυγουριές, τη Μάλθη, την Ασίνη, την Ασέα και το Μπερμπάτι.



Γιά να φτάσουμε στις εξελιγμένες μνημειώδεις μορφές του παραδοσιακού ελλαδικού μεγαρόσχημου κτίσματος της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, το οικοδόμημα BG και την "Οικία των Κεράμων" της Λέρνας στην Αργολίδα. Και τα δύο οικοδομήματα έχουν εντυπωσιακές διαστάσεις και όλα τα χαρακτηριστικά (ιδιαίτερα το δεύτερο) υψηλής αρχιτεκτονικής σύλληψης με λύσεις στα δύσκολα προβλήματα λειτουργικότητας που είναι αναπόφευκτα σε τέτοιου είδους μνημειακά αρχιτεκτονήματα. Φυσικά, δεν μπορούμε ακόμη εδώ να μιλήσουμε γιά ανάκτορα και βασιλείς με την μεταγενέστερη ιστορική έννοια των όρων. Όπως παρατηρεί η Έμιλυ Βερμιούλ τα ανώνυμα αυτά οικοδομήματα μπορεί να ήταν κάτι παραπάνω από ένα είδος κοινοτικά "μετόχια", στα οποία όλοι οι πολίτες είχαν εξ ίσου πρόσβαση. Η ιδέα μιας αγροτικής, στη βάση της, κοινότητας, με ένα οχυρωμένο κεντρικό οικοδόμημα έρχεται σε συμφωνία και με τα άλλα στοιχεία του Πρωτοελλαδικού πολιτισμού. Οπωσδήποτε, όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων αυτών αντικατοπτρίζει την παρουσία κεντρικής εξουσίας και πρέπει να εκφράζει την οργάνωση της Πρωτοελλαδικής κοινωνίας.
Στο πρωιμότερο οικοδόμημα BG της Λέρνας ΙΙΙ κυριαρχεί και ταυτόχρονα προβληματίζει η παρουσία ισχυρών δίδυμων τοίχων στις μακρές πλευρές, που επιτρέπουν πολύ στενούς διαδρόμους μεταξύ τους με ανοιχτά τα στόμιά τους στην πρόσοψη. Οι στενοί αυτοί διάδρομοι διακόπτονται από εγκάρσιους τοίχους.
Στην "Οικία των Κεράμων" που διαδέχτηκε το οικοδόμημα BG υπάρχει και πάλι το το στοιχείο των δίδυμων τοίχων με τη διαφορά ότι εδώ οι διάδρομοι που αφήνονται μεταξύ τους είναι πλατύτεροι, άνετοι, προσιτοί με ανοίγματα θυρών. Τα στόμια των διαδρόμων κάμπτονται αντικρυστά σε ορθή γωνία δεξιά και αριστερά της κεντρικής αξονικής εισόδου. οι διάδρομοι και εδώ διακόπτονται από εγκάρσιους τοίχους, είναι όμως προσιτοί όχι μόνο από έξω αλλά και από μέσα και περιλαμβάνουν κλιμακοστάσια, που οδηγούσαν σε δεύτερο όροφο.



Το κτήριο καταστράφηκε από φωτιά στο τέλος της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου (περίπου -2100), πριν ακόμη χρησιμοποιηθεί. Στο τελευταίο αυτό γεγονός οφείλεται προφανώς η άριστη διατήρησή του.
Πιστεύουμε ότι το οικοδόμημα BG της Λέρνας ήταν διώροφο. οι στενοί, σκοτεινοί, δυσπρόσιτοι διάδρομοί του δεν ήταν στην ουσία διάδρομοι αλλά κατασκευαστικό κενό ανάμεσα στις δύο παρειές του ισχυρού λιθόκτιστου θεμελίου. Το θεμέλιο με το τεχνικό και οικονομικά συμφέρον αυτό στοιχείο του κενού αποκτά τριπλάσιο πάχος, αυξάνει σε στερεότητα και σταθερότητα, ώστε να δεχτεί πάνω του την ωμοπλινθοδομή που βάσταζε το πάτωμα του ορόφου και συνεχιζόταν, περιορισμένη σε πάχος, ως την στέγη. Πρότυπο για τις κατασκευές αυτές των διπλών τοίχων με κενό ανάμεσα, που γεμίζει με πέτρες, χώμα ή πηλό ή μένει κενός, στάθηκαν σύγχρονοι οι σύγχρονοι οχυρωματικοί περίβολοι (Λέρνα, Φυλακωπή, Χαλανδρινή Σύρου).
Μορφή διπλού τοίχου σε εγκάρσιες συνδέσεις έχει και η οχύρωση της Θέρμης V, σύγχρονη της Τροίας ΙΙ. Παρόμοιες κατασκευές παρατηρούνται και αργότερα στο Μπογάζκιοϊ, την ακρόπολη της Χετιτικής πρωτεύουσας.
Τα κενά των διπλών τοίχων στο οικοδόμημα BG της Λέρνας, οι ψευδοδιάδρομοι, μπορούσαν, φυσικά, σε περίπτωση που δεν κρίνονταν αναγκαία η επιχωμάτωσή τους, να χρησιμοποιούνται ως αποθήκες ή άλλοι χώροι κλιμακοστασίων.



Ακοβίτικα
Η ανασκαφή στα Ακοβίτικα είχε σωστικό χαρακτήρα και πραγματοποιήθηκε σε τρείς φάσεις από το 1969 ως 1971. Οι ομοιότητες με τη Λέρνα ΙΙΙ δεν περιορίζονται απλά στην παρουσία δύο διαδοχικών Μεγάρων Α και Β με διάφορο προσανατολισμό, αλλά και στη διάταξη και γενικά την οργάνωση των οικοδομημάτων. Όλα είναι στραμμένα προς ένα κεντρικό ελεύθερο χώρο και έχουν τα νώτα τους σχεδόν ακτινωτά διατεταγμένα προς ένα όριο, που δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί και μπορεί να είναι ένας οχυρωματικός περίβολος ανάλογος με αυτόν της Λέρνας. Η ακτινωτή μάλιστα διάταξη  των δύο, απομακρυσμένων από το συγκρότημα των μεγάρων, μονόχωρων ορθογωνίων κτισμάτων (Δ και Ε) ενισχύουν την υπόθεσή μας.
Στα Ακοβίτικα αποκαλύφθηκε εκτός από τα μέγαρα Α και Β και ένα τρίτο σύμπλεγμα κτισμάτων με διάφορες φάσεις, που παραμένουν ασαφές προς το παρόν, φαίνεται όμως ότι σε μια από τις φάσεις του περιλαμβάνεται και ένα τρίτο Μέγαρο.


Το Μέγαρο Α έχει πλάτος 15μ. και σωζόμενο μήκος 28μ., ενώ το αρχικό υπολογίζεται σε 35μ. τουλάχιστον. ο οπισθόδρομος έχει καταστραφεί από τους μηχανικούς εκσκαφείς πριν προλάβει να επέμβει η Αρχαιολογική υπηρεσία. Αποτελείται από ευρύ πρόδρομο (14,50μ. Χ 10μ.), την κυρίως αίθουσα (8μ. Χ 12,50μ.), τον οπισθόδρομο (πλάτους 8,50μ. και αγνώστου μήκους), καθώς και τους γνωστούς μας ψευδοδιαδρόμους ανάμεσα στους διπλούς τοίχους στην ανατολική πλευρά της κεντρικής αίθουσας, στο νότιο μόνο τμήμα της δυτικής και στις δύο πλευρές του οπισθόδρομου. Στον απλό τοίχο της δυτικής πλευράς ανοίγονται πιθανώς παράθυρα, για το φωτισμό της σκοτεινής αλλιώς, τεράστιας αίθουσας. Λεπτές σχιστολιθικές πλάκες που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία προέρχονται πιθανότατα από την κάλυψη των ορόφων. Ο ευρύτατος ανοιχτός πρόδρομος δεν είχε στέγαση από σχιστολιθικές ή άλλες πλάκες. Αν δεν ήταν υπαίθριος, το πιθανότερο είναι ότι αποτελούσε ένα είδος ισόγειου προστώου με ελαφριά ξύλινη στέγαση στηριγμένη σε ξύλινους κίονες. Η ολοκλήρωση της ανασκαφής του Μεγάρου επείγει για να λυθούν αυτού του είδους τα προβλήματα. Οπωσδήποτε η απουσία εδώ διπλών τοίχων ενισχύει την άποψή μας ότι ο ασυνήθιστα ευρύς πρόδρομος ήταν μια απλή στοά που δεν έφερε δεύτερο όροφο. Αντίθετα οι υπόλοιποι χώροι δύο χώροι του Μεγάρου Α με τους διπλούς ενισχυμένους τοίχους, κατά τα πρότυπα των οχυρώσεων, πρέπει να δεχτούμε ότι ήταν διώροφοι. Οι ψευδοδιάδρομοι είτε επιχωματώνονταν είτε, εφ΄ όσον ήταν προσιτοί, χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες ή κλιμακοστάσια προς τον όροφο.
Σύμφωνα με την κεραμεική το Μέγαρο Α πρέπει να χρονολογηθεί στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο.



Στην ίδια περίοδο ανήκει και το Μέγαρο Β, σύμφωνα με τα δεδομένα της σωστικής ανασκαφής της συναδέλφου Θ. Καράγιωργα. Αντιπροσωπεύει, όμως, οπωσδήποτε μια προγενέστερη φάση μέσα στην ίδια χρονική περίοδο που ξεπερνά, άλλωστε, τις δύο εκατοντάδες χρόνια. Από το γενικό σχέδιο κάτοψης είναι σαφές ότι η κατασκευή του Μεγάρου Α προϋποθέτει την κατάργηση (λόγου καταστροφής ή εγκατάλειψης) του Μεγάρου Β, που βρίσκεται και σε ελαφρά χαμηλότερο επίπεδο.
Το Μέγαρο Β (16,30μ.Χ 12μ.) αποτελείται από δύο χώρους: Βαθιά αίθουσα (περίπου 5 Χ 10μ.) και σχεδόν τετράγωνο οπισθόδρομο (5 Χ 4,75μ.). δίδυμοι τοίχοι με ψευδοδιαδρόμους υπάρχουν και εδώ σε όλο το μήκος των μακρινών πλευρών και διακόπτονται με εγκάρσιους μόνο στις δύο πλευρές του οπισθόδρομου. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι το φτιάξιμο των ψευδοδιαδρόμων στην πρόσοψη, που δεν απαντά στο αντίστοιχο Οικοδόμημα BG της Λέρνας. Η παρουσία ορόφου  και στο Μέγαρο Β πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Το Μέγαρο Β παρουσιάζει εκπληκτικές μορφολογικές και κατασκευαστικές ομοιότητες με το Οικοδόμημα BG της Λέρνας.
Σύμφωνα με την αρχή της εξέλιξης από απλούστερες πολύπλοκες, τελειότερες μορφές, που ισχύει στην περίπτωση των Πελοποννησιακών Μεγάρων και των Ακοβίτικων αφού έχουμε να κάνουμε με τοπικά και χρονικά περιορισμένο φαινόμενο, πρέπει να δεχτούμε το εξής εξελικτικό σχήμα: (Α1): Οικοδόμημα BG Λέρνας, (Α2): Μέγαρο Β Ακοβίτικων, (Β1): Μέγαρο Α Ακοβίτικων, (Β2): "Οικία των Κεράμων" Λέρνας.


Βασικές διαφορές των Τρωικών από τα Πελοποννησιακά Μέγαρα είναι οι διπλοί τοίχοι στη θεμελίωση και η παρουσία ορόφου. Οι διπλοί τοίχοι βρίσκονται σε συνάρτηση με τον όροφο και είχαν σαν πρότυπο τις σύγχρονες οχυρώσεις. Η μορφή του παραδοσιακού ισόγειου μέγαρου είναι ντόπια ελλαδική και δεν χρειάζεται να αναζητηθεί η καταγωγή της αλλού. Μάταια ακόμη θα αναζητήσει κανείς σε περιοχές εκτός του ελλαδικού χώρου, όπου αναπτύχθηκαν μεγάλοι πολιτισμοί, σύγχρονοι ή μεταγενέστεροι του Πρωτοελλαδικού, τυχόν αρχιτεκτονικά πρότυπα για τα διώροφα μνημειώδη  μέγαρα της Λέρνας και των Ακοβίτικων. Συγκεκριμένα η σύγχρονη με την Πρωτοελλαδική εποχή του Αρχαίου Βασιλείου στην Αίγυπτο (-2686 έως -2181) εκτός από τις πυραμίδες δεν έχει να επιδείξει άλλη μνημειώδη κατασκευή. Τα εκπληκτικά αρχιτεκτονικά έργα των ατίστοιχων με την Πρωτοελλαδική εποχή περιόδων της Μεσοποταμίας και κυρίως τα κολοσσιαία διώροφα ανακτορικά συγκροτήματα με διαδρόμους και δαιδαλώδεις χώρους (όπως τα ανάκτορα της πόλης Κίς κοντά στην Βαβυλώνα) μπορούν βέβαια να συγκριθούν με τα Πρωτοελλαδικά και κυρίως με την "Οικία των Κεράμων", δεν φαίνεται, όμως, πιθανόν να στάθηκαν άμεσα πρότυπά τους. Υπάρχουν, πάντως ορισμένα στοιχεία (σφραγιδοκύλινδροι- σφραγίσματα) στον Ανώτερο και Πρωιμότερο Μεσοποταμιακό πολιτισμό που, αν μελετηθούν, μπορεί να δείξουν κάποιες σχέσεις με τον Πρώιμο Ελλαδικό. Σχέσεις, ακόμα, του πολιτισμού του Αιγαίου με τον Σουμεριακό- Ακκαδικό πολιτισμό υπάρχουν (κοινοί τόποι προμήθειας μετάλλων και πολύτιμων λίθων), αλλά δεν είναι ακόμη σαφείς.



Τέλος, ας αναφερθούμε στην Κρήτη. Η Προανακτορική περίοδος δεν άφησε, δυστυχώς, δείγματα μνημειώδους αρχιτεκτονικής. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Πρωτομινωικής περιόδου είναι ελάχιστα και ασαφή. Το πιθανό Πρωτομινωικό ανακτορικό συγκρότημα της βασιλικής ανήκει σε διάφορες περιόδους, και οπωσδήποτε το μεγαλύτερα σύνολο είναι της Μεσομινωικής Ι περιόδου. Αλλά και μεταγενέστερα πολύπλοκα, λαβυρινθώδη μινωικά ανάκτορα της Ανακτορικής περιόδου δεν έχουν σχέσει με το λιτό, μεμονωμένο Πρωτοελλαδικό Μέγαρο. Ο μνημειακός χαρακτήρας των μινωικών ανακτόρων βρίσκεται στο μέγεθος του συνόλου των οικοδομικών συμπλεγμάτων γύρω από την ευρύχωρη κεντρική αυλή. Αντίθετα η μνημειακότητα των Πρωτοελλαδικών, αλλά και των Μυκηναϊκών Μεγάρων εκδηλώνεται (όχι μόνο) με το μέγεθος της κατοικίας του ηγεμόνα, με την κεντρική δεσπόζουσα θέση και τη λιτή μεγαλοπρέπειά της. Παρ΄ όλα αυτά πολλοί πιστεύουν ότι το κρητικό ανάκτορο επηρέασε το μυκηναϊκό. Η επίδραση, όμως, είναι φανερή μόνο πάνω στο πλήρως αναπτυγμένο σύνολο του μυκηναϊκού ανακτορικού συγκροτήματος, όχι όμως και στη μορφή αυτή καθ΄ αυτή του Μυκηναϊκού Μεγάρου.
Τα διώροφα μυκηναϊκά μέγαρα (της Τίρυνθας μάλλον ισόγειο) των μεγάλων ανακτορικών συγκροτημάτων επαναλαμβάνουν τις Πρωτοελλαδικές μνημειακές μορφές της Λέρνας και των Ακοβίτικων μέσα από την ταπεινή Μεσοελλαδική παράδοση, που ποτέ δεν έπαυσε να χρησιμοποιεί και το Μέγαρο σαν οικοδομικό τύπο.
Το 1915 η Μπέρτα Καρρ Ράιντερ αναζητούσε στην Τροία ή στην κοιλάδα του Δούναβη την αρχή των μυκηναϊκών μεγάρων, γιατί τότε αγνοούσε τα μοναδικά για την Πρωτοελλαδική περίοδο αξιοθαύμαστα πελοποννησιακά δημιουργήματα της Λέρνας και των Ακοβίτικων.

Π. Θέμελης
"Το Πρωτοελλαδικό Μέγαρο στα Ακοβίτικα της Μεσσηνίας και το πρόβλημα της καταγωγής του"
-Τριφυλιακή Εστία, τόμος Ζ΄ (σελ.16-20), Τεύχος 37-38, Γενάρης-Μάρτης 1981.





Printfriendly