Κατά τη διάρκεια περιήγησης στην περιοχή των «Ελληνικών» της αρχαίας Θουρίας, στην επίπεδη κορυφή του υψώματος όπου τοποθετείται η αρχαία πόλη, εντοπίστηκαν μέσα σε ιδιόκτητα ελαιοπερίβολα τμήματα χαρακτηριστικών λίθινων μελών, τα οποία προέρχονται από εγκαταστάσεις αρχαίων ελαιοτριβείων1.
Πριν από την περιγραφή των μελών παρουσιάζεται εν συντομία η διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου κατά την αρχαιότητα, για την οποία υπάρχει πλούσια ελληνική και ξένη αναλυτική βιβλιογραφία, ενώ πολύτιμες πληροφορίες αντλούνται από τους αρχαίους συγγραφείς Κάτωνα και Κολουμέλλα2.
Τα στάδια της ελαιοπαραγωγής στην αρχαιότητα είναι τα εξής:
α) Καλλιέργεια της ελιάς και συγκομιδή του ελαιοκάρπου.
β) Σύνθλιψη του ελαιοκάρπου ώστε να παραχθεί πολτός.
γ) Συμπίεση του πολτού για την παραγωγή του υγρού, το οποίο συλλέγεται, ενώ ο πυρήνας απορρίπτεται, και
δ) Διαχωρισμός του υγρού σε καθαρό ελαιόλαδο, που αποθηκεύεται σε δοχεία ή δεξαμενές, και σε φυτικά υγρά που είναι ακατάλληλα για βρώση.
Στον τομέα της σύνθλιψης του ελαιοκάρπου εφαρμόζονταν σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, για αιώνες, δύο τεχνικές3: α) Το τροπήιον (λατ. trapetum) και β) Ο ελαιόμυλος (λατ. Mola olearia).
Το τροπήιον4 αποτελείται από μεγάλη λίθινη λεκάνη (mortarium) στο μέσον της οποίας υπάρχει κυλινδρικός συμφυής κιονίσκος (miliarium). Στην κορυφή του κιονίσκου βρίσκεται λαξευμένος ορθογώνιος τόρμος όπου προσαρμόζεται σιδερένια περόνη (columella). Ένας οριζόντιος ξύλινος άξονας, που στηρίζεται κατά το μέσον του στην περόνη, φέρει στα δύο άκρα του από έναν φακοειδή μυλόλιθο (orbes) (επίπεδο στην εσωτερική πλευρά και καμπύλο στην εξωτερική)5. Οι δύο μυλόλιθοι είναι μερικώς βυθισμένοι στη λίθινη λεκάνη, η οποία πληρούται με ελαιόκαρπο. Από την προεξέχουσα λαβή που σχηματίζεται στο ένα από τα δύο άκρα του οριζόντιου άξονα, ο οποίος διαπερνούσε τους μυλόλιθους, γίνεται η διπλή περιστροφική κίνηση των μυλολίθων μέσα στη λεκάνη με τη βοήθεια ανθρώπινης ή ζωικής δύναμης. Λόγω του κενού που υπάρχει μεταξύ των μυλολίθων και της λεκάνης επιτυγχάνεται η σύνθλιψη του καρπού αλλά όχι του πυρήνα6 (σχέδιο 1).
Το τροπήιον φαίνεται ότι εισάγεται στον ελλαδικό χώρο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται έως και τη Βυζαντινή περίοδο7.
Ο τύπος του ελαιόμυλου γνωστού ως mola olearia επικρατεί από τους ρωμαϊκούς χρόνους (-1ος αι./ +1ος αι.) και εξελίσσεται παραμένοντας σε χρήση έως και τον 20ό αιώνα8. Αποτελείται συνήθως από ένα ή άλλοτε από δύο κυλινδρικούς μυλόλιθους, που διαπερνώνται από οριζόντιο άξονα, ο οποίος είναι προσαρτημένος σε κατακόρυφη δοκό. Οι μυλόλιθοι περιστρέφονται γύρω από την κατακόρυφη δοκό επάνω σε επίπεδη επιφάνεια, όπου γίνεται η σύνθλιψη του ελαιοκάρπου. Στις περιπτώσεις που ο ελαιόμυλος λειτουργεί σε στεγασμένο χώρο, η κατακόρυφη δοκός στηρίζεται στην οροφή σε σταθερή κατασκευή. Όταν η λειτουργία του ελαιόμυλου γίνεται σε υπαίθριο χώρο, τότε ο κατακόρυφος άξονας αντικαθίσταται από χονδρή και ψηλή περόνη προσαρμοσμένη σε κεντρικό συμφυή κυκλικό ή τετράγωνο τόρμο μιας αβαθούς λίθινης λεκάνης. Η περόνη διατρυπά τον οριζόντιο ξύλινο άξονα, στο ένα άκρο του οποίου είναι προσαρτημένη η μυλόπετρα, ενώ από το άλλο ελεύθερο άκρο που προεξέχει γίνεται η περιστροφική κίνηση του ελαιόμυλου με τα χέρια ή με τη βοήθεια ζώου9 (σχέδιο 2).
Ο διαχωρισμός του ελαιολάδου γινόταν είτε σε δοχεία πήλινα ή λίθινα είτε σε δεξαμενές, στον πυθμένα των οποίων υπήρχε κοίλωμα για την κατακάθιση των φυτικών υγρών, ενώ το λάδι επέπλεε λόγω της βαρύτητος13.
«Ελληνικά» Θουρίας: Λεκάνη ελαιοτριβείου
Εντός του ελαιοπερίβολου του Νικήτα Κρίκκα, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του υψώματος της αρχαίας Θουρίας, σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά από το σωζόμενο τμήμα του οχυρωματικού τείχους της ακρόπολης (εικ.1), είναι ορατός μεγάλος πλακοειδής βράχος με λαξευμένη και αδρά λειασμένη τη μία πλατιά επιφάνειά του. Η πίσω επιφάνεια του βράχου είναι ακατέργαστη. Ο βραχόλιθος είναι κάθετα σφηνωμένος στο έδαφος της πλαγιάς, έτσι ώστε μεγάλο τμήμα τού κάτω μέρους του να μην είναι ορατό αφού έχει καλυφθεί με χώμα. Απαιτήθηκε εργασία μιας ημέρας ώστε να γίνει η αποκάλυψη του βράχου σε ολόκληρο το μήκος του.
Εικ. 1. Άποψη του οχυρωματικού τείχους της αρχαίας ακρόπολης. |
Το τελικό αποκαλυφθέν μήκος του πλακοειδούς βράχου είναι 2,10μ., το πλάτος του 1,40μ. και το πάχος του 0,40μ. Στο ανώτατο άκρο του, το οποίο ήταν εξ αρχής ορατό εφόσον εξείχε του εδάφους, υπάρχει λαξευμένη αβαθής κυκλική κοιλότητα διαμέτρου 0,95-0,98μ., στο κέντρο της οποίας διαμορφώνεται ένα κυλινδρικό έξαρμα, ύψους 0,10μ. και διαμέτρου 0,35μ. Το πλάτος της κοιλότητας γύρω από το κεντρικό έξαρμα είναι 0,30μ. Ένα τμήμα από την περιφέρεια της κοιλότητας λείπει λόγω της φθοράς που έχει υποστεί το ορατό ανώτατο στενό άκρο του βράχου.
Η λαξευμένη κοιλότητα, αν και αβαθής, παραπέμπει σε λεκάνη ελαιόμυλου, του τύπου mola olearia, όπου γινόταν η σύνθλιψη του ελαιοκάρπου με τη χρήση κυλινδρικής μυλόπετρας που περιστρεφόταν μέσα στη λεκάνη με τη βοήθεια ξύλινου οριζόντιου άξονα. Λόγω της φθοράς του κεντρικού κυλινδρικού κιονίσκου δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο ήταν στερεωμένος o κάθετος άξονας ή η περόνη στην οποία προσαρμοζόταν η οριζόντια ξύλινη δοκός περιστροφής14 (εικ.2-3).
Εικ. 2, 3. «Ελληνικά» Θουρίας. Λεκάνη ελαιοτριβείου λαξευμένη στον φυσικό βράχο. |
Ωστόσο είναι φανερό ότι η λειτουργία του ελαιόμυλου ήταν υπαίθρια, αφού είχε λαξευθεί κατάλληλα ο φυσικός κροκαλοπαγής βράχος, που προσφερόταν γι’ αυτή τη χρήση εφόσον ήταν πολύ σκληρός και ανθεκτικός15. Η κάθετη θέση στην οποία βρέθηκε ο ογκώδης λαξευμένος βράχος είναι προβληματική16. Κατά τη διερεύνηση που έγινε στο άμεσο περιβάλλον και κυρίως στο επίπεδο που σχηματίζεται πάνω από τον κάθετα σφηνωμένο βραχόλιθο, παρατηρήθηκε φυσικός σχηματισμός του εδάφους με στρώση («πάγκο») τεράστιων πλακοειδών κροκαλοπαγών βράχων, παρόμοιων με αυτόν (εικ.4).
Εικ. 4. «Ελληνικά» Θουρίας. Στρώση βράχων επάνω από τον πεσμένο λαξευμένο βραχόλιθο. |
Είναι επομένως πιθανόν το τμήμα του λαξευμένου βράχου- ελαιοτριβείου, το οποίο βρισκόταν στο «φρύδι» του πρανούς, να αποκολλήθηκε από το πλέγμα των υπόλοιπων βράχων που υπήρχαν στην υπερκείμενη επίπεδη επιφάνεια και να κατολίσθησε στην πλαγιά του υψώματος. Άλλωστε το φαινόμενο της κατολίσθησης των βράχων από την κορυφή του υψώματος της αρχαίας πόλης της Θουρίας στις παρειές (ανατολική και δυτική) κατά την αρχαιότητα έχει παρατηρηθεί σε μεγάλη κλίμακα και συνεχίζεται κατά καιρούς έως σήμερα17.
Τίθεται, επομένως, το ερώτημα αν η κατολίσθηση έγινε πριν από τη λειτουργία του ελαιόμυλου, οπότε πιθανώς δεν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του ή αν ο βράχος έφυγε από τη θέση του ενώ η εγκατάσταση βρισκόταν ήδη σε χρήση. Άγνωστη παραμένει επίσης η χρονική περίοδος πτώσης του βράχου.
Από την αφαίρεση των χαλαρών ανοιχτοκάστανων χωμάτων που κάλυπταν το κατώτερο μη ορατό τμήμα του λαξευμένου βραχόλιθου, συλλέχθηκε αρκετός αριθμός μελαμβαφών οστράκων ελληνιστικών χρόνων καθώς και τμήματα κεράμων στέγης καλής όπτησης, που πιθανώς προέρχονται από αρχαίο οικοδόμημα που εντοπίστηκε στο πρανές της πλαγιάς, σε ελάχιστη απόσταση νότια από τον λαξευμένο βράχο. Από το οικοδόμημα αυτό είναι ορατό τμήμα τοίχου, κατεύθυνσης Β-Ν, επιμελημένης κατασκευής, αποτελούμενο από διπλή σειρά ορθογώνιων λιθοπλίνθων κτισμένων κατά το ισοδομικό σύστημα (εικ.5).
Εικ. 5. «Ελληνικά» Θουρίας. Ο λαξευμένος φυσικός βράχος ελαιοτριβείου. Στο άκρο αριστερά διακρίνεται μέρος του ισοδομικού τοίχου αρχαίου κτιρίου. |
Τα στοιχεία αυτά συγκλίνουν στην άποψη ότι η πτώση του βράχου συνέβη είτε πριν από τα ελληνιστικά χρόνια είτε την ίδια χρονική περίοδο κατά την οποία οικοδομήθηκε το παρακείμενο κτίριο. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν δυνατό να υποτεθεί ότι αιτία εγκατάλειψης αυτού του κτιρίου κατά την αρχαιότητα ήταν η κατολίσθηση του βράχου. Ωστόσο χωρίς την απαραίτητη ανασκαφική έρευνα είναι αδύνατο να συναχθούν ασφαλή χρονολογικά συμπεράσματα.
«Μονή Ελληνικών»: Τμήμα βάσης συμπίεσης (ελαιοπιεστήριο)
Εντός της ιδιοκτησίας Ιωάννη Φιλιόπουλου, η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά της μονής Ελληνικών, σε υπερυψωμένο επίπεδο, εντοπίστηκε λίθινη βάση συμπίεσης.
Η βάση ήταν ενσωματωμένη σε δεύτερη χρήση σε σύγχρονη ξερολιθιά κατεύθυνσης από Β-Ν, που οριοθετεί την ανατολική πλευρά του αγροκτήματος. Είναι κάθετα τοποθετημένη, έτσι ώστε η άνω επιφάνειά της να είναι ορατή στην πρόσοψη του τοιχαρίου (εικ.6).
Εικ. 6. «Μονή Ελληνικών» Θουρίας. Ιδιοκτησία Ι. Φιλιόπουλου. Βάση ελαιοπιεστηρίου χρησιμοποιημένη στη σύγχρονη ξερολιθιά. Άποψη από δυτικά. |
Η βάση είναι τετράγωνη, κατασκευασμένη από φαιόχρωμο ασβεστόλιθο18. Η μία πλευρά, μήκους 1,12μ., σώζεται ακέραιη, ενώ μερικώς σώζονται οι άλλες δύο πλευρές, μήκους 0,87 και 0,34μ. αντίστοιχα. Η τέταρτη πλευρά στην οποία θα πρέπει να υπήρχε η αύλακα της εκροής του υγρού λείπει εντελώς (εικ.7). Επομένως δεν γνωρίζουμε αν υπήρχε προχοή στο μέσον της ελλείπουσας πλευράς ή αν το έλαιο που παραγόταν από τη συμπίεση του ελαιοκάρπου διοχετευόταν στο συλλεκτήρα μέσω μιας απλής αύλακας εκροής. Το πάχος της βάσης είναι 0,25μ. Το κυκλικό τμήμα της βάσης, που περιβάλλεται από αύλακα πλάτους 0,06μ. και βάθους 0,04-0, 095μ., έχει διάμετρο εσωτερική 0,76μ. και εξωτερική 0,88μ. Σε όλη την περιφέρεια της κυκλικής αύλακας υπάρχουν κάθετες εγκοπές μικρού μήκους, αλλά αρκετού βάθους. Από τα αυλακώματα αυτά διευκολυνόταν η διάχυση του ελαιολάδου στην κυκλική αύλακα, κατά τη συμπίεση του ελαιοκάρπου, ο οποίος προηγουμένως είχε υποστεί σύνθλιψη (εικ.7).
Εικ. 7. «Μονή Ελληνικών» Θουρίας. Βάση ελαιοπιεστηρίου μετά τον καθαρισμό της. Άποψη από δυτικά. |
Όπως είναι φανερό το ελαιοπιεστήριο δεν βρίσκεται στη θέση του, ενώ δεν υπάρχουν, επιφανειακά τουλάχιστον, ίχνη εγκατάστασης ελαιοτριβείου στο άμεσο περιβάλλον του. Ωστόσο λόγω του μεγάλου βάρους, θα πρέπει να αποκλειστεί η μεταφορά του από μακρινή απόσταση προκειμένου να χρησιμοποιηθεί μόνο ως δομικό στοιχείο της σύγχρονης ξερολιθιάς (εικ.8). Συνεπώς η αναζήτηση του αρχαίου ελαιοτριβείου δεν θα πρέπει να γίνει μακριά από την πεσμένη βάση συμπίεσης του ελαιοκάρπου. Η επιφανειακή έρευνα στο ευρύτερο περιβάλλον όπου κείτεται το ελαιοπιεστήριο έδωσε κεραμική ελληνιστικών χρόνων από την οποία άλλωστε είναι κατάσπαρτη ολόκληρη η έκταση στην οποία εξαπλώνεται η αρχαία πόλη19.
Εικ. 8. «Μονή Ελληνικών» Θουρίας. Γενική άποψη του χώρου όπου βρίσκεται η βάση του ελαιοπιεστηρίου. Άποψη από δυτικά. |
Ασκληπιείο Αρχαίας Θουρίας: Θέση «Παναγίτσα»
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο χώρο του Ασκληπιείου της Αρχαίας Θουρίας20 (εικ.9), στη θέση «Παναγίτσα» βρέθηκαν κατά καιρούς αποσπασματικά σωζόμενα λίθινα στοιχεία, χρησιμοποιημένα σε β΄ χρήση ως δομικό υλικό σε μεταγενέστερα πρόχειρα τοιχάρια21. Ωστόσο η κακή κατάσταση διατήρησης δεν επιτρέπει την ασφαλή ταύτισή τους με συγκεκριμένη εγκατάσταση επεξεργασίας ελαιοκάρπου.
Εικ.9. Ασκληπιείο Αρχαίας Θουρίας. Άποψη του ναού του Ασκληπιού και της Υγείας από νότια. |
Σύμφωνα, άλλωστε, με τα ανασκαφικά δεδομένα είναι γνωστό ότι στο χώρο λειτουργούσε ληνός της Παλαιοχριστιανικής περιόδου (6ος-7ος αι.), στον οποίο θα μπορούσαν να αποδοθούν τα ευρεθέντα λίθινα εξαρτήματα που προέρχονται από εγκατάσταση κάποιου εργαστηρίου (εικ.10). Στον ίδιο χώρο όπου εκτείνεται το αρχαίο ιερό βρέθηκαν και μεγάλοι πήλινοι πίθοι, σύγχρονοι του ληνού, διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία, που προορίζονταν για την αποθήκευση υγρών ή στερεών αγαθών22.
Εικ.10. Ασκληπιείο Αρχαίας Θουρίας. Άποψη του ληνού παλαιοχριστιανικών χρόνων, από βορειοδυτικά. |
Η έως σήμερα απουσία λειψάνων αρχαίων ελαιουργικών εγκαταστάσεων στη Μεσσηνία είχε επισημανθεί από τους μελετητές ως ένα δυσερμήνευτο γεγονός και μάλιστα σε έναν τόπο κατεξοχήν ελαιοπαραγωγικό διαχρονικώς, τουλάχιστον από τη Μυκηναϊκή εποχή έως σήμερα23.
Τα στοιχεία που διαθέταμε για την επεξεργασία της ελιάς και για τις εγκαταστάσεις ελαιοτριβείων στη Μεσσηνία κατά την αρχαιότητα ήταν ελάχιστα ή ανύπαρκτα και πιθανώς οφείλονταν στην απουσία επαρκών επιφανειακών ερευνών στους εκτεταμένους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής, οι περισσότεροι από τους οποίους παραμένουν άγνωστοι και ανασκαφικώς παντελώς ανεξερεύνητοι.
Τα κατάλοιπα των αρχαίων ελαιοτριβείων που εντοπίστηκαν στην αρχαία πόλη της Θουρίας αποτελούν τους πρώτους ασφαλείς μάρτυρες της ελαιοκαλλιέργειας και της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου στη Μεσσηνία κατά την αρχαιότητα.
Απομένει η ανασκαφική τεκμηρίωση των μαρτυριών που μας προσέφερε η επιφανειακή έρευνα του χώρου, με την προσδοκία της αποκάλυψης μιας ολοκληρωμένης εγκατάστασης ελαιοτριβείου στην αρχαία Θουρία.
Δρ Ξένη Αραπογιάννη- Δρ Αρχαιολόγος
-"Κατάλοιπα ελαιοτριβείων στην αρχαία Θουρία Μεσσηνίας"
- Πηγή: Ιστότοπος archaiologia.gr
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τις θέσεις μάς υπέδειξε ο πρώην αρχαιοφύλακας του Αρχαιολογικού Χώρου της Θουρίας, κ. Αντώνης Τσαγκλής, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή και ασχολείται με τη συστηματική καλλιέργεια ελαιόδενδρων και συκιών στην ιδιοκτησία του. Τα μέλη των ελαιοτριβείων ήταν επιφανειακά και χρειάστηκε μόνο ο καθαρισμός τους από τα χώματα που τα κάλυπταν μερικώς, χωρίς να ακολουθήσει κάποια ανασκαφική έρευνα. Για τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Θουρίας βλ. Αραπογιάννη Ξ., «Η αρχαία Θουρία κατά τα νέα ανασκαφικά δεδομένα», Μεσσηνιακά Χρονικά, τ. Δ΄, Αθήνα 2008-2009, σ.9-14. Της ιδίας, «Αρχαία Θουρία, η πρώτη πρωτεύουσα της Μεσσηνίας», Πρακτικά Δ΄ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Καλαμάτα 8-11 Οκτωβρίου 2010) Αθήναι 2014, σ.215-234.
2. Cato, De Agricultura, 20 κ.ε. Columella XII, 52,9 και Γεωπονικά ΙΧ 17,1 και ΙΧ 13,3. Αναλυτική βιβλιογραφία από τον Σ. Χατζησάββα, Η ελιά και το λάδι στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2008.
3. Αρχικά, η έκθλιψη του ελαιοκάρπου γινόταν από ανθρώπινα χέρια με τη χρήση λιθοκύλινδρου σε παλίνδρομη κίνηση, επάνω σε επίπεδη λίθινη επιφάνεια βλ. Χατζησάββας, ό.π., εικ.53. Εξαιρετικά κατατοπιστικές και διδακτικές είναι οι αναπαραστάσεις της διαδικασίας ελαιοπαραγωγής κατά την αρχαιότητα, που φιλοξενούνται στο Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού λαδιού στη Σπάρτη.
4. Ο όρος «τραπητής» που χρησιμοποιείται ενίοτε γι’ αυτόν τον τύπο του ελαιοτριβείου είναι περισσότερο δόκιμος για τον πατητή σε ληνό-πατητήρι σταφυλιών και όχι ελιάς.
5. Για τα μέρη του τροπηίου, προτείνεται η αντίστοιχη ελληνική ορολογία: τροχοί για τις μυλόπετρες, κώπη για τον ξύλινο άξονα και πόλος για τη σιδερένια περόνη, βλ. Π. Φάκλαρης, «Ελαιοτρόπιον. Οι ελληνικές ονομασίες των επί μέρους στοιχείων μιας ελληνικής εφεύρεσης», Πρακτικά Συμποσίου: Η ελιά και το λάδι στον χώρο και τον χρόνο, Πρέβεζα 24-26 Νοεμβρίου 2000, Θεοφάνειος Σχολή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ.20, Αθήνα 2003, σ.35-44.
6. Αναφορά στο τροπήιον κάνει ήδη στην αρχαιότητα ο Κάτων, ενώ λεπτομερή περιγραφή του συστήματος λειτουργίας αυτού του τύπου ελαιόμυλου με πλήρη σχεδιαστική αναπαράσταση δίνει ο Drachmann A.G., Ancient Oil Mills and Presses, Copenhagen 1932, σ.46 κ.ε.
7. Δεν είναι γνωστό πότε πρωτοεμφανίστηκε αυτός ο τύπος του ελαιοτριβείου. Η χρονολόγησή του στο τέλος του -5ου με αρχές του -4ου αι. δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με τα διαθέσιμα έως σήμερα αρχαιολογικά στοιχεία. Ασφαλέστερη θεωρείται η χρήση του από το β΄ μισό του -4ου αι., τέλη -3ου αι., όπως αυτού της αρχαίας Αργίλου στην περιοχή της Αμφίπολης και του ελαιοτριβείου σε αγροικία της Μάλτας, των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων. Π. Φάκλαρης- Β. Σταματοπούλου, «Η ελιά και το λάδι στην αρχαία Ελλάδα», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 2003, σ.41, σημ.36 και 37.
8. Πληθώρα αρχαιολογικών ευρημάτων δείχνουν ότι στην ανατολική Μεσόγειο ο τύπος του mola olearia με διάφορες παραλλαγές ήταν σε χρήση ήδη από την Ελληνιστική περίοδο, βλ. Χατζησάββας, ό.π., σ.65.
9. Drachmann, ό.π., 42-43, εικ. 9. White K.D., Farm Equipment of the Roman World, London 1975, 228-229. Thompson H.A.–Wycherley R.E., The Athenian Agora, XIV,1972, σ.214, εικ.54, πίν.105b.
10. Για ελαιοπιεστήρια βλ. Drachmann, ό.π., 50-121. Hadjisavvas S., Olive oil processing in Cyprus from the Bronze Age to the Byzantine Period, Λευκωσία 1992 (SIMA XCIX 10), σ.21-74 και White ό.π., σ. 230-232. Χατζή-Βαλλιάνου Δ., Ελαιοκαλλιέργεια και ελαιοπαραγωγή στην Κρήτη, Ελαιοσοδεία. Μελέτες για τον πολιτισμό της ελιάς. Παράρτημα της Επετηρίδας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, τ.29-30 (1999-2003). Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας 22, Αθήνα 2004, σ.93-98.
11. Η παλαιότερη απεικόνιση ελαιοπιεστηρίου με λίθινα βάρη βρίσκεται σε μελανόμορφο σκύφο του -6ου αι. που φιλοξενείται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. Αναλυτική περιγραφή του μηχανισμού συμπίεσης με τη χρήση λίθινων βαρών βλ. Χατζησάββας, ό.π., σ.42, εικ.26, σ.71-73, εικ. 64-65 και σ.76-78, εικ.67-69.
12. Πίκουλας Γ.Α., Δρόμοι του λαδιού στην Ανατολική και Νότια Πελοπόννησο κατά την Αρχαιότητα, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2006, σ.7, σχεδ.4-5, σχεδιαστική αναπαράσταση ελαιοπιεστηρίου με βαρούλκο και κοχλία-βίδα, από Drachmann, ό.π.,50-121.
13. Έχουν βρεθεί χαρακτηριστικά αγγεία-διαχωριστήρες, τα οποία φέρουν προχοή στο κατώτερο τμήμα τους, λίγο πάνω από τη βάση. Από την οπή της προχοής έρεε το άχρηστο φυτικό υγρό που λόγω μεγαλύτερου βάρους κατακαθόταν στον πυθμένα, ενώ το καθαρό λάδι συγκεντρωνόταν στο επάνω μέρος του αγγείου. Αγγεία διαχωριστήρες με οπή στη βάση βρέθηκαν σε ελαιουργείο της Πραισού στην Κρήτη (-2ος αι), Bosanquet R.O., «Excavations at Praisos», BSA 8 (1961-1962), 264-265, εικ.31 και της Κύπρου. Hadjisavvas, ό.π., σ.75-76, εικ. 53, 144, 146. Με τον ίδιο τρόπο γινόταν ο διαχωρισμός εντός των δεξαμενών, ενώ στην περίπτωση που ήταν διπλές, το καθαρό λάδι που υπερχύλιζε από τη μια διοχετευόταν στη διπλανή μέσω μιας αύλακας που διέθετε στο χείλος βλ. Χατζησάββας, ό.π., σ.79, εικ.70.
14. Χατζησάββας, ό.π., σ.65 και 67, εικ.59-60. Δύο παρόμοιες λεκάνες (mortaria) έχουν βρεθεί στην Αγία Κυριακή Τουρκόβρυσης Νεμέας ενώ στον ριζιμιό βράχο στη θέση Πύργος Ηλιοπουλαίικα Νεμέας έχει λαξευθεί mortarium ελαιοτριβείου, βλ. Πίκουλας, ό.π., σ.13. Επίσης δύο λαξευμένες κατά χώραν βάσεις ελαιοπιεστηρίων εντοπίστηκαν στη βορειοανατολική πλευρά της αρχαίας πόλης Ανθήνη στην Αρκαδία, στο ίδιο, σ.20.
15. Ο Πίκουλας (ό.π.,σ.8) αναφέρει ότι έχει εντοπίσει στην Πελοπόννησο ελαιοτριβεία, mortaria, σε θέσεις άνυδρες ή και δυσπρόσιτες, λαξευμένα μάλιστα σε αυτοφυή βράχο, ώστε να αποκλείεται η μεταφορά τους. Η πρακτική των λαξευμένων σε βράχο εγκαταστάσεων παραγωγής ελαιολάδου είναι γνωστή ήδη από την Εποχή του Χαλκού και δεν αποτελεί ασύνηθες φαινόμενο. Ο Χατζησάββας, ό.π., σ. 30, αναφέρει ότι «πρωτόγονες εγκαταστάσεις παραγωγής λαδιού λαξευμένες στο βράχο έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές του Ισραήλ».
16. Στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα δεν έχουν έρθει στο φως οργανωμένες εγκαταστάσεις ελαιοπαραγωγής πριν από τον -4ο αι., ενώ τα περισσότερα διάσπαρτα κατάλοιπα ελαιοτριβείων έχουν μετακινηθεί από την αρχική τους θέση με αποτέλεσμα να μην παρέχουν σαφείς πληροφορίες για την ακριβή χρήση τους.
17. Η κατολίσθηση των υπερκείμενων βράχων και η πτώση τους επάνω στα οικοδομήματα ήταν ο λόγος της εγκατάλειψης του αρχαίου Ασκληπιείου (-4ος/ -1ος αι.) που ανασκάφηκε στη δυτική πλευρά του υψώματος της αρχαίας Θουρίας, Αραπογιάννη Ξ., «Θουρία», ΕΡΓΟΝ 2014, σ.15. Για το φαινόμενο αυτό εκπονήθηκε γεωλογική μελέτη στην οποία επιβεβαιώνεται ότι: «Οι σημαντικότερες περιπτώσεις μηχανικής αστάθειας οφείλονται στην έντονη θραύση και αποκόλληση τεμαχών της κροκαλοπαγούς βραχόμαζας από το φρύδι του υψηλού πρανούς ανάντι (ανατολικά) του αρχαιολογικού χώρου και πτώση τους με τη μορφή κύλισης ή ολίσθησης στην ευρύτερη περιοχή καθώς και στη θέση του αρχαιολογικού χώρου». Δρ. Πολυμενάκος Λ., Τεχνογεωλογική μελέτη για την αντιμετώπιση βραχοπτώσεων στο χώρο του Ασκληπιείου Αρχαίας Θουρίας Μεσσηνίας, Αθήνα 2015, σ.26.
18. Ορθογώνια λίθινη βάση ελαιοπιεστηρίου και τροχοί από την Όλυνθο έχουν χρονολογηθεί στο α΄ μισό του -4ου αι., γεγονός αμφισβητούμενο, εφόσον η χρονολόγηση δεν υποστηρίζεται από τα ανασκαφικά δεδομένα της θέσης, βλ. Φάκλαρης-Σταματοπούλου, ό.π., σ.40 και 42, εικ.12.
19. Παρόμοιο τετράγωνο ελαιοπιεστήριο έχει βρεθεί στις Μυκήνες και χρονολογείται στους ελληνιστικούς χρόνους, καθώς και στην Ερέτρια και τη Δήλο, βλ. Χατζησάββας, ό.π.,σ.84, εικ.77, σ.88, εικ.83 και σ.90, εικ.85 και 87, ενώ αρκετά φθαρμένο είναι το τετράγωνο ελαιοπιεστήριο από τη Σπάρτη, βλ. Πίκουλας, ό.π., σ.20, εικ.18. Σε συγκρότημα ελαιοτριβείων στο περιβάλλον του Πύργου του Χειμάρρου Νάξου, που χρονολογείται στην Υστερορωμαϊκή- Παλαιοχριστιανική περίοδο, βρέθηκε τετράγωνη λίθινη βάση συμπίεσης, παρόμοια με τη δική μας, βλ. Ο. Φιλανιώτου, «Συγκρότημα ελαιοτριβείων στον Πύργο του Χειμάρρου στη Νάξο», Πρακτικά Συμποσίου: Η ελιά και το λάδι στον χώρο και τον χρόνο, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 20, Αθήνα 2003, σ.75, εικ.4. Σε ένα τετράγωνο ελαιοπιεστήριο ρωμαϊκών χρόνων από την Αγορά Αθηνών, το κυκλικό αυλάκωμα καταλήγει σε εκροή στη μία γωνία του λίθου, ενώ ορθογώνια βάση συμπίεσης και κατάλοιπα εγκατάστασης πιεστηρίου έχουν εντοπιστεί ενσωματωμένα στο κοίλο του Διονυσιακού θεάτρου, βλ. Χατζησάββας, ό.π., σ.111και 116, εικ.116 και 123-124. Πιθανώς σε μέρος τετράγωνου ελαιοπιεστηρίου να ανήκει το τμήμα της ορθής γωνίας ενός πολύ φθαρμένου ψαμμιτικού λίθου, που φέρει στη μια πλατειά επιφάνειά του ίχνη αυλακώματος ωοειδούς σχήματος. Οι σωζόμενες διαστάσεις των δύο πλευρών της γωνίας είναι: 0,42x 0,38μ., ενώ οι μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις του λίθου είναι 0,69x 0,57μ. και πάχος 0,21μ. Το πλάτος της αύλακος είναι 0,035μ. Ο λίθος βρέθηκε σχεδόν επιφανειακά στα «Ελληνικά» Θουρίας το 2015, στο βόρειο άκρο αρχαίου τοίχου που ανήκει σε επιμήκη περίβολο κατεύθυνσης από Β- Ν. Αραπογιάννη Ξ., «Ανασκαφή Θουρίας», ΠΑΕ 2015 (υπό έκδοση).
20. Αραπογιάννη Ξ., «Ανασκαφή Θουρίας», ΕΡΓΟΝ 2009-2015 και ΠΑΕ 2009-2013.
21. Στο χώρο του Ασκληπιείου της Αρχαίας Θουρίας έχουν βρεθεί τα εξής λίθινα μέλη, που προφανώς προορίζονταν για εργαστηριακή χρήση: α) επίμηκες «αντίβαρο»(;) από φαιό ψαμμιτικό λίθο, με επιμήκη αύλακα κατά μήκος της μίας πλατιάς επιφάνειας, αλλά χωρίς σφηνοειδείς τόρμους στις στενές πλευρές (μήκος 0,61μ., πλάτος 0,51-0,55μ. και ύψος 0,39μ., πλάτος αύλακας 0,04-0,05μ. και βάθος αύλακας 0,05μ.), β) Τμήμα κωνικού αντίβαρου από πωρόλιθο με διάτρητη οπή (ΟΜ 1007 στ/21-8-2015), που πιθανόν προέρχεται από αρχαίο ιωνικό κιονόκρανο επεξεργασμένο σε β΄ χρήση (μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις: πάχος: 0,23μ., ύψος: 0,42-0,35μ., διάμετρος οπής: 0,06μ.), γ) μικρός κυλινδρικός μυλόλιθος(;) από ψαμμίτη (ΑΚ 4), που φέρει από μία, μη διαμπερή οπή (τόρμος), στο κέντρο των δύο κυκλικών επιφανειών (ύψος 0,24μ., διάμετρος 0,30-0,32μ., διάμετρος οπής 0,08-0,12μ., βάθος οπής 0,75-0,12μ.).
22. Αραπογιάννη, ΕΡΓΟΝ 2012, ό.π., σ.32-33.
23. Ο Πίκουλας, ό.π., σ.23-26, εικ.20, επισημαίνει ότι στον εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Μεσσήνης δεν έχουν έως σήμερα εντοπιστεί σαφή κατάλοιπα αρχαίων ελαιοτριβείων, ενώ αναφέρει ότι εντός ενός θαλαμωτού τάφου στη μυκηναϊκή νεκρόπολη των «Ελληνικών» Ανθείας βρέθηκε λίθινη βάση ελαιοπιεστηρίου μεταγενέστερων χρόνων. Επίσης στο προαύλιο του πρώην Μπενάκειου Μουσείου Καλαμάτας φυλάσσεται τμήμα λίθινης βάσης συμπίεσης, άγνωστης προέλευσης.