Θέση Βαθύρεμα (Λακούλες)- Πρωτογεωμετρικό νεκροταφείο
Βορειοανατολικώς του χωρίου Καρποφόρα εις το μέγα γεωμετρικόν νεκροταφείον, επισημανθέν ήδη κατά το παρελθόν έτος, ηρευνήθησαν (το 1960) εξ κιβωτιόσχημοι τάφοι έκτισμένοι διά «ξερολιθιάς», και απολήγοντες κατά την ετέραν των στενών πλευρών είς αψίδα. Έξ αυτών προέρχεται ικανός αριθμός πρωτογεωμετρικών αγγείων (οινοχόαι, αμφορείς κ.ά.), τα πλείστα αρίστης διατηρήσεως και χαλκαι περόναι. Παρά τους τάφους τούτους ευρέθησαν έτεροι είς πίθους, περιέχοντες ομοίως πρωτογεωμετρικά αγγεία. Παρά το αυτό χωρίον και εντός της παρακειμένης δυτικώς αυτού χαράδρας (Βαθύρεμα), κάτωθεν του κατά το κατά το παρελθόν έτος επισημανθέντος, είς θέσιν Νιχώρια, προϊστορικού συνοικισμού, ανεσκάφη θαλαμοειδής τάφος. Μετά την απομάκρυνσιν της «ξερολιθιάς» της εισόδου διεπιστώθη ότι ο τάφος ήτο κατεχωσμένος εκ της υποχωρησάσης οροφής αυτού. Ούτος ηρευνήθη κατά το ήμισυ μόνον, και εκλείσθη εκ νέου, διά να συμπληρωθή η έρευνά του κατά το προσεχές έτος.
Τα μέχρι της στιγμής συγκεντρωθέντα ευρήματα είναι ακέραια αγγεία και όστρακα χρονολογούμενα από της γεωμετρικής μέχρι και της κλασσικής εποχής άνευ διακοπής, μερικά είναι αρίστης ποιότητος. Φαίνεται ότι εις τον τάφον αυτόν έχομεν λατρείαν αφηρωισμένου νεκρού.
Άξιον σημειώσεως είναι ότι πλείστα των ως άνω αντικειμένων ευρέθησαν εντός σωρών τέφρας, οίτινες διεπιστώθησαν εις τέσσαρα σημεία εντός των κατωτέρων στρώσεων των αλλεπάλληλων ταφών.
Επί του δαπέδου του τάφου ευρέθησαν δύο ταφαι γεωμετρικών χρόνων, η μία εις το μέσον του τάφου και η άλλη κατά μήκος της οπισθίας πλευράς αυτού, περιβαλλόμενοι υπό μιας σειράς αργών λίθων.
Εκ της περιοχής του αυτού χωρίου Καρποφόρας Πυλίας προέρχονται έτερα ευρήματα παραδοθέντα υπό ιδιωτών, ήτοι τέσσαρα Πρωτογεωμετρικά αγγεία.
Ανεσκάφη ούτως ο αγρός Ι. Νικητοπούλου εις θέσιν Τουρκοκίβουρα, ένθα είχεν εντοπισθή υπό του ιδιοκτήτου αρχαίος τάφος, καθώς και ο αγρός Α. Τσαγδή εις την αυτήν θέσιν, ένθα είχον επισημανθή δύο μερικώς κατεστραμμένοι τάφοι2.
Θέσις Τουρκοκίβουρα
Η θέσις αύτη ευρίσκεται πλησιέστατα προς τα Νιχώρια, προς Δ. αυτών, μεταξύ της θέσεως «Ακόνες», όπου τον Οκτώβριον του 1967 ανεσκάφη θολωτός μυκηναϊκός τάφος εις το κτήμα Ι. Βέβε3, και της θέσεως «Λακκούλες», όπου είχεν επισημανθή και μερικώς ερευνηθή πρωτογεωμετρικόν νεκροταφείον4.
α. Κτήμα Ι . Νικητοπούλου.
Ανεσκάφησαν εξ τάφοι, εξ ων οι πέντε κείνται επί χαμαλού λοφίσκου και έτερος ολίγον χαμηλότερον, προς Δ. των άλλων (Σχέδ.2) .
Τάφος 1:
Πρωτογεωμετρικός, πεταλόσχημος τάφος (μήκ. 1.40, πλ. 1, ύψ. 0,45- 0,60μ.).
Καλύπτεται δι’ ακατεργάστων σχιστολιθικών πλακών και έχει λιθόστρωτον δάπεδον. Η είσοδος εφράσσετο δι’ αμελούς αργολιθοδομής. Εντός αυτού ευρέθησαν δύο κρανία, οστά ποδών και τεμάχια οστών λεκάνης. Κινητά ευρήματα: Δύο χαλκοί δακτύλιοι και εις πήλινος σφόνδυλος.
Τάφος 2:
Μυκηναϊκός, θαλαμοειδής τάφος ορθογωνίου πιθανώς σχήματος. Σώζεται η ΒΔ. γωνία αυτού εις ύψος 0,60 μ. περίπου. Εις το τμήμα τούτο ευρέθησαν τέσσαρες συσσωρευμέναι ταφαί. Κινητά ευρήματα: Τρίωτος κρατηρίσκος, τριφυλλόστομος προχοΐσκη, υψίπους κύλιξ, χαλκούν μαχαιρίδιον και χαλκή λαβίς. Ο τάφος χρονολογείται εις την YE ΙΙΙΑ2 - Β εποχήν.
Μυκηναϊκός, θολωτός τάφος, διαμ. 3.40μ., περιβαλλόμενος υπό περιβόλου, διαμ. 8μ., πιθανώς μεταγενεστέρου. Τα τοιχώματα του τάφου σώζονται εις ύψ. 0,70 - 0,80 και έχουν πάχ. 0,50μ. Η είσοδος ευρίσκεται εις το ΒΔ. μέρος της θόλου. Εντός του τάφου, δεξιά της εισόδου, εις βάθ. 0.40μ. κάτωθεν του θεμελίου των τοιχωμάτων της θόλου, απεκαλύφθη λάκκος (μήκ. 1.95, πλ. 0,45 - 0,56, βάθ. 0,90μ.) με τας μακράς πλευράς εκτισμένας δι’ αργολιθοδομής.
Εις τον πυθμένα του λάκκου ανευρέθη εις σκελετός εκτάδην, άνωθεν δε αυτού εις διαφόρους θέσεις εντός του λάκκου, καθώς και επί των καλυπτηρίων πλακών αυτού, πολλά οστά και κρανία εν συσσωρεύσει (χωνευτήριον) (Πίν.152γ). Ο τάφος ήτο σεσυλημένος, ελάχιστα δε κτερίσματα απέδωσεν. Η σύλησις ήτο σαφής και εκ της διασκορπίσεως των εκτός του λάκκου σκελετών, εξ ων μόνον δύο ανευρέθησαν κανονικώς συσσωρευμένοι.
Κινητά ευρήματα: Σφραγιδόλιθος εκ σαρδίου με τρίλοβον κόσμημα επί της κυρίας όψεως
(Πίν.152α), τρεις ψήφοι εκ φαγεντιανής, προχοΐσκη, εν αμφορόσχημον αγγείον (Πίν.152β) και πλήθος οστράκων. Χρονολογείται εις την YE ΙΙΙΑ2 περίοδον.
Θολωτός τάφος, διαμ. 3.40μ., κατεστραμμένος κατά το ΝΔ. μέρος, εις το οποίον πρέπει να ήτο και η μη ευρεθείσα είσοδος. Τα τοιχώματα έχουν πάχ. 0,45 περίπου και σώζονται εις ύψ. 0,10- 0,88μ.
Μυκηναϊκός, θολωτός τάφος, διαμ. 5.20μ., σωζόμενος κατά το Β. ήμισυ της περιφερείας αυτού εις μέγ. ύψ. 0,80μ. Ο τάφος ήτο πλήρως σεσυλημένος και ελάχιστα όστρακα απέδωσε. Μόνον εις εν σημείον του ΒΔ. μέρους, εντός μικράς μάζης χώματος, προσκεκολλημένης εις το τοίχωμα του τάφου, ευρέθησαν εξ ρόδακες εκ φύλλου χρυσού και τεμάχια ετέρων (Πίν.153α), εικοσιεπτά ψήφοι εκ σαρδίου, μία εξ αμεθύστου, εις σκαραβαίος εκ σαρδίου, δεκατέσσαρες ψήφοι εξ αργύρου και εις μικρογραφικός διπλούς πέλεκυς εξ αργύρου, μήκους 0,012μ.
Τάφος 6 (Πίν.154α):
Θολωτός τάφος, διαμ. 3μ. Σώζεται ολόκληρος η περιφέρεια εις ύψ. 0,80μ. περίπου. Εις το ΝΔ. μέρος ευρέθη η είσοδος με τον δρόμον, όστις κατά τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους εχρησιμοποιήθη δια την τοποθέτησιν πιθοειδούς ταφής. Ο ταφικός πίθος ευρέθη τεθραυσμένος με το στόμιον προς το εσωτερικόν του θολωτού τάφου.
Το προς την είσοδον ήμισυ του δαπέδου του τάφου είναι λιθόστρωτον. Δεξιά της εισόδου απεκαλύφθη λακκοειδής ταφή πρωτογεωμετρικών χρόνων με τον νεκρόν συνεσταλμένον.
Κινητά ευρήματα: Τρίωτον κυλινδρικόν αλάβαστρον, ψευδόστομος αμφορίσκος (εικ. δεξιά), δύο κρατηρίσκοι, πρόχους, μέγας αμφορεύς, τέσσαρες χαλκοί δακτύλιοι, δύο πήλινοι σφόνδυλοι κλπ. Χρονολογούνται από της YE ΙΙΙΑ2 μέχρι της πρωτογεωμετρικής εποχής.
β'. Κτήμα Α . Τσαγδή. Ανεσκάφησαν δύο πεταλόσχημοι, πρωτογεωμετρικοί τάφοι, ημικατεστραμμένοι, όμοιοι προς τον τάφον 1 του κτήματος Νικητοπούλου (Πίν.154β). Μεταξύ των δύο τάφων, οίτινες ευρίσκονται πλησιέστατα ο εις προς τον άλλον, ανευρέθη χώρος θυσιών με οστά ζώων. Εκ του τάφου 1 προέρχονται δύο χαλκοί δακτύλιοι και χαλκή περόνη. Εκ των αυτών τάφων πρέπει επίσης να προέρχωνται μέγας αμφορεύς με οριζοντίους δακτυλιοειδείς λαβάς, προχοΐσκη, δακτύλιος και περόνη εκ χαλκού, τα οποία παρεδόθησαν παλαιότερον υπό του ιδιοκτήτου εις το Μπενάκειον Μουσείον Καλαμάτας6.
Θέσις Πλάτανος ή Αμπέλια
Εις την θέσιν ταύτην, εις την παρυφήν της κοινοτικής οδού Ριζομύλου- Καρποφόρας, πλησιέστατα προς το μέγα κοινοτικόν φρέαρ, ανεσκάφη μικρόν τμήμα τοίχου του τέλους του -4ου αι. Η έρευνα διεκόπη, διότι ο τοίχος ούτος βαίνει αφ’ ενός μεν υπό τον γειτονικόν αμπελώνα, αφ’ ετέρου δε υπό την κοινοτικήν οδόν.
Θέσις Τρουμπετόρραχη
Κτήμα Γ. Παπαμικρούλη. Δοκιμαστικαί τομαί, γενόμεναι επί της κορυφής αποκρήμνου κωνικού λοφίσκου, απεκάλυψαν τοίχον κατεστραμμένου βυζαντινού κτίσματος, καθώς και δύο χριστιανικούς τάφους, ων ο εις κεραμοσκεπής, ο δ’ έτερος λακκοειδής, καλυπτόμενος δια σχιστολιθικών πλακών.
Συνεχίσθη και κατά το 1971 η έρευνα του από ετών ανασκαπτομένου μυκηναϊκού νεκροταφείου εις την περιοχήν μεταξύ του χωρίου Καρποφόρα και της βορείως αυτού διερχομένης αμαξιτής οδού Καλαμάτας- Πύλου (βλ. ΑΔ23 (1968): Χρονικά, σ.156,158- 59. ΑΔ25 (1970): Χρονικά, σ.179- 81. AAA I (1968), σ.205- 209).
Κατά το έτος 1971 ανεσκάφη χώρος 60 τ.μ., εις την θέσιν Ακόνες και εντός της ιδιοκτησίας των Ηλ. και Παν. Σαμπαζιώτη, ένθα υπήρχε χαμηλός τύμβος, ύψ. 3μ., καλυπτόμενος υπό σχίνων, μεταξύ των οποίων ήσαν ορατοί επιμήκεις πλακοειδείς λίθοι. Η ανασκαφή έφερεν εις φως συστάδα μυκηναϊκών τάφων εκ δύο αψιδωτών και ενός κιβωτιοσχήμου. Οι τάφοι ούτοι είχον ανεγερθή εις την κορυφήν του «τύμβου», ο οποίος είχε σχηματισθή, ως απέδειξεν η στρωματογραφική έρευνα, εκ της τεχνητής συσσωρεύσεως χωμάτων, περιεχόντων και αριθμόν ΜΕ οστράκων (Σχέδ.3).
Οι δύο αψιδωτοί τάφοι Ι και III συνηντώντο κατά τας καμπύλας πλευράς των, εις τον μεταξύ των δε σχηματιζόμενον τριγωνικόν χώρον, και εν επαφή προς τον I, είχε κατασκευασθή, μεταγενέστερον εκείνων, ο κιβωτιόσχημος τάφος II. Αμέσως ΒΑ. των τάφων I και III και μικρόν κάτωθι της σημερινής επιφανείας του εδάφους ήρχιζε παχύ στρώμα κεκαυμένου χώματος, περιέχον και ελληνιστικά όστρακα, μαρτυρούντα τέλεσιν ταφικής τινός λατρείας εις τους τάφους των προγόνων, πράξις η οποία έχει επανειλημμένως διαπιστωθή εις την Δ. Μεσσηνίαν (βλ. ΠΑΕ 1952, σ.486 και ΠΑΕ 1953, σ.245 κ.ε.).
Η τομή εις το σημείον αυτό έδειξεν ότι το εκ μελανών χωμάτων στρώμα έφθανε μέχρι βάθους 1 μ., εκάλυπτε δε ελάχιστα τα υπολείμματα ετέρου αψιδωτού κτίσματος, δια το οποίον ουδέν στοιχείον υπάρχει, ώστε να θεωρηθή ως τάφος. Εκ του κτίσματος τούτου συνελέγη αριθμός ΜΕ οστράκων· προφανώς ο χώρος κατωκείτο κατά την ΜΕ περίοδον, κατά δε την ΥΕ εχρησιμοποιήθη ως νεκροταφείον, διατηρηθείσης της παραδόσεως των αψιδωτών κατασκευών.
Ο αψιδωτός τάφος I,
προσανατολισμού ΒΑ.- ΝΔ., είναι και ο καλύτερον σωζόμενος (εικ.1,2). Έχει κτισθή μέχρις ύψους 1.45μ. κατά το εκφορικόν σύστημα με μεγάλους πλακοειδείς ή επιμήκεις κυλινδρικούς λίθους, ευμεγέθεις δε πλάκες, των οποίων διετηρούντο δύο, εκάλυπτον το άνοιγμα της κορυφής. Η ευθύγραμμος Ν. πλευρά έχει μήκος 2μ. Η Δ. ως και η Α. πλευρά είναι ευθεία μέχρι μήκους 2.80μ., από του σημείου δε τούτου αρχίζει ο σχηματισμός της αψίδος, του μεγ. μήκους του εσωτερικού του τάφου εξικνουμένου ούτως εις 3.80μ. Η είσοδος του τάφου ήτο εις την Ν. πλευράν· μεταξύ δύο ογκολίθων, εν είδει παραστάδων, σχηματίζεται το άνοιγμα, το οποίον φράσσεται δια μικροτέρων λίθων. Ρήγμα κατά την Α. πλευράν της αψίδος δεικνύει τον τρόπον εισόδου εις τον τάφον εις μεταγενεστέραν εποχήν. Όστρακα αγγείων της υστέρας Γεωμετρικής ή πρωίμου Αρχαϊκής περιόδου, τα οποία ανευρέθησαν εντός του τάφου, χωρίς αι ανευρεθείσαι ταφαί να δεικνύουν ίχνη συλήσεως, δηλούν πιθανώτατα, ότι ο τάφος ηνοίχθη δια λόγους λατρείας των προγόνων (βλ. ΠΑΕ1953, σ.208, περί της τελέσεως λατρείας εις θαλαμοειδείς τάφους των Μυκηνών κατά την Γεωμετρικήν- Αρχαϊκήν εποχήν).
Εις το δάπεδον του τάφου απεκαλύφθησαν πέντε ταφαί, των οποίων αι τέσσαρες απετελούντο εκ σωρού οστών και οστράκων, μυκηναϊκών αλλά και νεωτέρων αγγείων, η δε πέμπτη (αριθ.2) ήτο εναπόθεσις νεκρού εκτάδην απ’ ευθείας επί του δαπέδου, με την κεφαλήν προς Β. Μεταξύ του κρανίου και της βορείως αυτού ταφής ανευρέθησαν τα εξής κτερίσματα: Χαλκούν μαχαιρίδιον, μήκ. 0.206μ., σώζον τους ήλους προσηλώσεως της λαβής, του τύπου 1d της Sandars. Χαλκούν μαχαιρίδιον με στενομήκη τριγωνικήν λεπίδα και ελαφρώς καμπύλας κόψεις, μήκ. 0.115, μεγ. πλ. 0.0385μ., του τύπου 1a της Sandars. Επτά ψήφοι όρμου εκ σαρδίου και ορείας κρυστάλλου, διαφόρων σχημάτων: πέντε σφαιρικοί, η μία των οποίων σώζει και την εντός χαλκού κρίκου κλωστήν, μία βαλανόσχημος και μία αμφικωνική.
Ο τάφος III
(εικ.3) ομοίας προς τον I κατασκευής, αλλά μικρότερος εκείνου, εσώζετο εν μέρει κατά τας μακράς πλευράς, του μεγ. μήκους του υπολογιζομένου (σχεδιαστικώς) εις 3.10μ. και του μεγ. πλάτους του εις 2μ. Εις την σχηματιζομένην εκ της εκφορικής κατασκευής κόγχην, κάτωθι της Δ. πλευράς, εσώζετο η ταφή νεκρού τοποθετημένου εκτάδην επί του δαπέδου, με την κεφαλήν προς Β. Εκ της ταφής αυτής συνελέγησαν πρώιμον μυκηναϊκόν κύπελλον άβαφον, χονδροειδές οικιακόν αγγείον εξ ακαθάρτου πηλού, τεμάχια αρχαϊκού αμφορέως και εσφηνωμέναι μεταξύ των λίθων του τοίχου δύο χαλκαί τριχολαβίδες, αρίστης διατηρήσεως, μήκ. 0.125 και 0.09μ., ως και τμήμα σιδηρού μαχαιριδίου, μήκ. 0.07μ.
Ο κιβωτιόσχημος τάφος II
(εικ.4), σωζ. διαστ. 1.35Χ 0.55μ., έχει κτισθή με ορθογωνίους ως επί το πλείστον λίθους, του τόπου του απαντωμένου εις τους ΥΕ τάφους της Μάλθης (Ν. Valmin, The Swedish Mess. Exped., σ.224, εικ.48). Εις το δάπεδόν του εσώζοντο υπολείμματα στρώσεως μικρών πλακοειδών λίθων, επί των οποίων ευρέθησαν ελάχιστα οστά.
Οι ανασκαφές του 2004
Στη θέση Λακκούλες εντός της ιδιοκτησίας Χρ. Λαμπρόπουλου, η Εφορεία διενήργησε σωστική ανασκαφή ύστερα από λαθρανασκαφική ενέργεια, κατά την οποία αποκαλύφθηκε τάφος, σε απόσταση 15 μ. περίπου βορειοανατολικά του γνωστού, ανεσκαμμένου κατά το παρελθόν τάφου I 7.
Ο τάφος 2, έχει προσανατολισμό Α.-Δ. με την είσοδο στα δυτικά, αλλά έχει υποστεί τεράστια καταστροφή από τους λαθρανασκαφείς, οι οποίοι διέλυσαν ακόμη και τα τοιχώματά του. Αποτελείται μόνο από θάλαμο, κτιστό με πλακοειδείς λίθους κατά το εκφορικό σύστημα, χωρίς δρόμο. Ο θάλαμος έχει ελλειψοειδή κάτοψη με μέγιστη διάμετρο 2,10 και ελάχιστη 2,03μ., ενώ το σωζόμενο ύψος του φθάνει τα 0,75μ. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με σχιστολιθικές πλάκες, που δεν εφάπτονται με ακρίβεια μεταξύ τους. Από το δάπεδο σώζεται μόνο ένα μικρό τμήμα στη βορειοανατολική πλευρά του τάφου. Από τη διαταραγμένη επίχωση του τάφου, ο οποίος ήταν συλημένος ήδη από την αρχαιότητα, συνελέγησαν αποσαθρωμένα οστά και λείψανα κρανίου, καθώς και όστρακα υπομυκηναϊκής εποχής. Κατά τον καθαρισμό του δαπέδου, βρέθηκαν τέσσερις χάλκινοι δακτύλιοι. Ο τάφος 2 χρονολογείται, όπως και ο γειτονικός του τάφος 1, στη μεταβατική περίοδο μεταξύ της ΥΕ ΙΙΙΓ και ΠΓ περιόδου.
Βιβλιογραφία
-Α.Δ.16 (1960): ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ. 107
-Α.Δ.17 (1961/2): ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ. 95
2. ΑΔ23 (1968): Χρονικά, σ. 156
3. ΑΔ23 (1968): Χρονικά, σ. 158 - 159.
4. BCH 1960, Chronique des Fouilles 1959, σ.700. ΑΔ16 (1960): Χρονικά, σ.108 και 17 (1961/62) : Χρονικά, σ.95. AAA I (1968), σ.205-209.
5. ΠΑΕ 1925- 26, σ. 140. Hesperia 23 ( 1954), σ.158 - 62.
6. ΑΔ17 (1961/62): Χρονικά, σ. 95.
7. Α. Χωρέμης, Μυκηναϊκοί και πρωτογεωμετρικοί τάφοι εις Καρποφόραν Μεσσηνίας,ΑΕ1973,σ. 25-74.
Εις την θέσιν ταύτην, εις την παρυφήν της κοινοτικής οδού Ριζομύλου- Καρποφόρας, πλησιέστατα προς το μέγα κοινοτικόν φρέαρ, ανεσκάφη μικρόν τμήμα τοίχου του τέλους του -4ου αι. Η έρευνα διεκόπη, διότι ο τοίχος ούτος βαίνει αφ’ ενός μεν υπό τον γειτονικόν αμπελώνα, αφ’ ετέρου δε υπό την κοινοτικήν οδόν.
Θέσις Τρουμπετόρραχη
Κτήμα Γ. Παπαμικρούλη. Δοκιμαστικαί τομαί, γενόμεναι επί της κορυφής αποκρήμνου κωνικού λοφίσκου, απεκάλυψαν τοίχον κατεστραμμένου βυζαντινού κτίσματος, καθώς και δύο χριστιανικούς τάφους, ων ο εις κεραμοσκεπής, ο δ’ έτερος λακκοειδής, καλυπτόμενος δια σχιστολιθικών πλακών.
Συνεχίσθη και κατά το 1971 η έρευνα του από ετών ανασκαπτομένου μυκηναϊκού νεκροταφείου εις την περιοχήν μεταξύ του χωρίου Καρποφόρα και της βορείως αυτού διερχομένης αμαξιτής οδού Καλαμάτας- Πύλου (βλ. ΑΔ23 (1968): Χρονικά, σ.156,158- 59. ΑΔ25 (1970): Χρονικά, σ.179- 81. AAA I (1968), σ.205- 209).
Κατά το έτος 1971 ανεσκάφη χώρος 60 τ.μ., εις την θέσιν Ακόνες και εντός της ιδιοκτησίας των Ηλ. και Παν. Σαμπαζιώτη, ένθα υπήρχε χαμηλός τύμβος, ύψ. 3μ., καλυπτόμενος υπό σχίνων, μεταξύ των οποίων ήσαν ορατοί επιμήκεις πλακοειδείς λίθοι. Η ανασκαφή έφερεν εις φως συστάδα μυκηναϊκών τάφων εκ δύο αψιδωτών και ενός κιβωτιοσχήμου. Οι τάφοι ούτοι είχον ανεγερθή εις την κορυφήν του «τύμβου», ο οποίος είχε σχηματισθή, ως απέδειξεν η στρωματογραφική έρευνα, εκ της τεχνητής συσσωρεύσεως χωμάτων, περιεχόντων και αριθμόν ΜΕ οστράκων (Σχέδ.3).
Οι δύο αψιδωτοί τάφοι Ι και III συνηντώντο κατά τας καμπύλας πλευράς των, εις τον μεταξύ των δε σχηματιζόμενον τριγωνικόν χώρον, και εν επαφή προς τον I, είχε κατασκευασθή, μεταγενέστερον εκείνων, ο κιβωτιόσχημος τάφος II. Αμέσως ΒΑ. των τάφων I και III και μικρόν κάτωθι της σημερινής επιφανείας του εδάφους ήρχιζε παχύ στρώμα κεκαυμένου χώματος, περιέχον και ελληνιστικά όστρακα, μαρτυρούντα τέλεσιν ταφικής τινός λατρείας εις τους τάφους των προγόνων, πράξις η οποία έχει επανειλημμένως διαπιστωθή εις την Δ. Μεσσηνίαν (βλ. ΠΑΕ 1952, σ.486 και ΠΑΕ 1953, σ.245 κ.ε.).
Η τομή εις το σημείον αυτό έδειξεν ότι το εκ μελανών χωμάτων στρώμα έφθανε μέχρι βάθους 1 μ., εκάλυπτε δε ελάχιστα τα υπολείμματα ετέρου αψιδωτού κτίσματος, δια το οποίον ουδέν στοιχείον υπάρχει, ώστε να θεωρηθή ως τάφος. Εκ του κτίσματος τούτου συνελέγη αριθμός ΜΕ οστράκων· προφανώς ο χώρος κατωκείτο κατά την ΜΕ περίοδον, κατά δε την ΥΕ εχρησιμοποιήθη ως νεκροταφείον, διατηρηθείσης της παραδόσεως των αψιδωτών κατασκευών.
Ο αψιδωτός τάφος I,
προσανατολισμού ΒΑ.- ΝΔ., είναι και ο καλύτερον σωζόμενος (εικ.1,2). Έχει κτισθή μέχρις ύψους 1.45μ. κατά το εκφορικόν σύστημα με μεγάλους πλακοειδείς ή επιμήκεις κυλινδρικούς λίθους, ευμεγέθεις δε πλάκες, των οποίων διετηρούντο δύο, εκάλυπτον το άνοιγμα της κορυφής. Η ευθύγραμμος Ν. πλευρά έχει μήκος 2μ. Η Δ. ως και η Α. πλευρά είναι ευθεία μέχρι μήκους 2.80μ., από του σημείου δε τούτου αρχίζει ο σχηματισμός της αψίδος, του μεγ. μήκους του εσωτερικού του τάφου εξικνουμένου ούτως εις 3.80μ. Η είσοδος του τάφου ήτο εις την Ν. πλευράν· μεταξύ δύο ογκολίθων, εν είδει παραστάδων, σχηματίζεται το άνοιγμα, το οποίον φράσσεται δια μικροτέρων λίθων. Ρήγμα κατά την Α. πλευράν της αψίδος δεικνύει τον τρόπον εισόδου εις τον τάφον εις μεταγενεστέραν εποχήν. Όστρακα αγγείων της υστέρας Γεωμετρικής ή πρωίμου Αρχαϊκής περιόδου, τα οποία ανευρέθησαν εντός του τάφου, χωρίς αι ανευρεθείσαι ταφαί να δεικνύουν ίχνη συλήσεως, δηλούν πιθανώτατα, ότι ο τάφος ηνοίχθη δια λόγους λατρείας των προγόνων (βλ. ΠΑΕ1953, σ.208, περί της τελέσεως λατρείας εις θαλαμοειδείς τάφους των Μυκηνών κατά την Γεωμετρικήν- Αρχαϊκήν εποχήν).
Εις το δάπεδον του τάφου απεκαλύφθησαν πέντε ταφαί, των οποίων αι τέσσαρες απετελούντο εκ σωρού οστών και οστράκων, μυκηναϊκών αλλά και νεωτέρων αγγείων, η δε πέμπτη (αριθ.2) ήτο εναπόθεσις νεκρού εκτάδην απ’ ευθείας επί του δαπέδου, με την κεφαλήν προς Β. Μεταξύ του κρανίου και της βορείως αυτού ταφής ανευρέθησαν τα εξής κτερίσματα: Χαλκούν μαχαιρίδιον, μήκ. 0.206μ., σώζον τους ήλους προσηλώσεως της λαβής, του τύπου 1d της Sandars. Χαλκούν μαχαιρίδιον με στενομήκη τριγωνικήν λεπίδα και ελαφρώς καμπύλας κόψεις, μήκ. 0.115, μεγ. πλ. 0.0385μ., του τύπου 1a της Sandars. Επτά ψήφοι όρμου εκ σαρδίου και ορείας κρυστάλλου, διαφόρων σχημάτων: πέντε σφαιρικοί, η μία των οποίων σώζει και την εντός χαλκού κρίκου κλωστήν, μία βαλανόσχημος και μία αμφικωνική.
Ο τάφος III
(εικ.3) ομοίας προς τον I κατασκευής, αλλά μικρότερος εκείνου, εσώζετο εν μέρει κατά τας μακράς πλευράς, του μεγ. μήκους του υπολογιζομένου (σχεδιαστικώς) εις 3.10μ. και του μεγ. πλάτους του εις 2μ. Εις την σχηματιζομένην εκ της εκφορικής κατασκευής κόγχην, κάτωθι της Δ. πλευράς, εσώζετο η ταφή νεκρού τοποθετημένου εκτάδην επί του δαπέδου, με την κεφαλήν προς Β. Εκ της ταφής αυτής συνελέγησαν πρώιμον μυκηναϊκόν κύπελλον άβαφον, χονδροειδές οικιακόν αγγείον εξ ακαθάρτου πηλού, τεμάχια αρχαϊκού αμφορέως και εσφηνωμέναι μεταξύ των λίθων του τοίχου δύο χαλκαί τριχολαβίδες, αρίστης διατηρήσεως, μήκ. 0.125 και 0.09μ., ως και τμήμα σιδηρού μαχαιριδίου, μήκ. 0.07μ.
Ο κιβωτιόσχημος τάφος II
(εικ.4), σωζ. διαστ. 1.35Χ 0.55μ., έχει κτισθή με ορθογωνίους ως επί το πλείστον λίθους, του τόπου του απαντωμένου εις τους ΥΕ τάφους της Μάλθης (Ν. Valmin, The Swedish Mess. Exped., σ.224, εικ.48). Εις το δάπεδόν του εσώζοντο υπολείμματα στρώσεως μικρών πλακοειδών λίθων, επί των οποίων ευρέθησαν ελάχιστα οστά.
Οι ανασκαφές του 2004
Στη θέση Λακκούλες εντός της ιδιοκτησίας Χρ. Λαμπρόπουλου, η Εφορεία διενήργησε σωστική ανασκαφή ύστερα από λαθρανασκαφική ενέργεια, κατά την οποία αποκαλύφθηκε τάφος, σε απόσταση 15 μ. περίπου βορειοανατολικά του γνωστού, ανεσκαμμένου κατά το παρελθόν τάφου I 7.
Ο τάφος 2, έχει προσανατολισμό Α.-Δ. με την είσοδο στα δυτικά, αλλά έχει υποστεί τεράστια καταστροφή από τους λαθρανασκαφείς, οι οποίοι διέλυσαν ακόμη και τα τοιχώματά του. Αποτελείται μόνο από θάλαμο, κτιστό με πλακοειδείς λίθους κατά το εκφορικό σύστημα, χωρίς δρόμο. Ο θάλαμος έχει ελλειψοειδή κάτοψη με μέγιστη διάμετρο 2,10 και ελάχιστη 2,03μ., ενώ το σωζόμενο ύψος του φθάνει τα 0,75μ. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με σχιστολιθικές πλάκες, που δεν εφάπτονται με ακρίβεια μεταξύ τους. Από το δάπεδο σώζεται μόνο ένα μικρό τμήμα στη βορειοανατολική πλευρά του τάφου. Από τη διαταραγμένη επίχωση του τάφου, ο οποίος ήταν συλημένος ήδη από την αρχαιότητα, συνελέγησαν αποσαθρωμένα οστά και λείψανα κρανίου, καθώς και όστρακα υπομυκηναϊκής εποχής. Κατά τον καθαρισμό του δαπέδου, βρέθηκαν τέσσερις χάλκινοι δακτύλιοι. Ο τάφος 2 χρονολογείται, όπως και ο γειτονικός του τάφος 1, στη μεταβατική περίοδο μεταξύ της ΥΕ ΙΙΙΓ και ΠΓ περιόδου.
Βιβλιογραφία
-Α.Δ.16 (1960): ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ. 107
-Α.Δ.17 (1961/2): ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ. 95
-ΑΓΓ. ΧΩΡΕΜΗΣ -Α.Δ.25 (1970): Χρονικά Σελ. 179
-ΛΙΑΝΑ ΠΑΡΛΑΜΑ: Α.Δ. 27 (1972): ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ 262
-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ 56-59 (2001-2004) Σελ. 451
1. BCH 1960, Chronique des Fouilles 1959, σ.700. ΑΔ16 (1960): Χρονικά, σ.108. AJA65 (1961), σ.248-249 και 68 ( 1964) , σ.234. BSA52 (1957), σ.249 και 61 (1966), σ.124.2. ΑΔ23 (1968): Χρονικά, σ. 156
3. ΑΔ23 (1968): Χρονικά, σ. 158 - 159.
4. BCH 1960, Chronique des Fouilles 1959, σ.700. ΑΔ16 (1960): Χρονικά, σ.108 και 17 (1961/62) : Χρονικά, σ.95. AAA I (1968), σ.205-209.
5. ΠΑΕ 1925- 26, σ. 140. Hesperia 23 ( 1954), σ.158 - 62.
6. ΑΔ17 (1961/62): Χρονικά, σ. 95.
7. Α. Χωρέμης, Μυκηναϊκοί και πρωτογεωμετρικοί τάφοι εις Καρποφόραν Μεσσηνίας,ΑΕ1973,σ. 25-74.