.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Σπήλαιο Καλαμάκια: Ο Παλαιολιθικός πολιτισμός στον Μεσσηνιακό κόλπο


Το σπήλαιο «Καλαμάκια» βρίσκεται στη δυτική Μάνη, στην είσοδο του όρμου του Οιτύλου, 2 χλμ. βορειοδυτικά της Αρεόπολης. Ανήκει σε ένα μεγάλο σύστημα σπηλαίων που ανοίγονται στους ψηλούς γκρεμούς της δυτικής ακτής της Μάνης. Όλα σχεδόν αυτά τα σπήλαια είχαν κατοικηθεί κατά την Παλαιολιθική εποχή, αλλά τα περισσότερα είναι άδεια σήμερα, αφού οι επιχώσεις τους έχουν διαβρωθεί και «αποξηλωθεί».
Το σπήλαιο αυτό έχει διατηρήσει τη σημαντική επίχωσή του, η οποία αποτελείται από θαλάσσιες και χερσαίες αποθέσεις. Αυτός ο συνδυασμός μάλιστα επιτρέπει, με αρκετή ακρίβεια, τη χρονοστρωματογραφική τοποθέτηση της επίχωσης στο πλαίσιο του Πλειστοκαίνου. Οι χερσαίες αποθέσεις περιέχουν πλούσια αρχαιολογικά κατάλοιπα, in situ, της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου και πιο συγκεκριμένα του πρώτου μισού της τελευταίας παγετώδους περιόδου.
Οι ανασκαφικές εργασίες, οι οποίες άρχισαν το 1993 και συνεχίζονται κάθε χρόνο, διεξάγονται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας- Σπηλαιολογίας, τον Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Εργαστήριο Προϊστορίας του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Γαλλίας.


Περιγραφή του Σπηλαίου1
Το σπήλαιο ανοίγεται προς τα βορειοδυτικά, 2,30μ. πάνω από τη σημερινή στάθμη της θάλασσας και σε απόσταση 10μ. από την ακτή, στη βάση ενός γκρεμού, ύψ. 40μ. περίπου. Έχει τη μορφή σήραγγας, βάθ. 20μ., ενώ στην είσοδο το πλάτος της είναι 7μ. και το ύψος της 8μ. (Εικ.πάνω). Προχωρώντας προς το βάθος, γίνεται πολύ πιο στενή και χαμηλή, εξαιτίας της πολύ παχιάς επίχωσης. Προεκτείνεται, πιθανότατα, με άλλες σήραγγες ή αίθουσες, οι οποίες φαίνονται στο βάθος του σπηλαίου, αλλά είναι γεμάτες, έως την οροφή, από τις επιχώσεις.


Στρωματογραφία
Η δημιουργία του σπηλαίου (και το άνοιγμά του προς τα έξω) έγινε κατά τη διάρκεια κάποιας πολύ παλαιάς περιόδου. Στις παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις περιόδους του Πλειστοκαινού, μεταβαλλόταν διαδοχικά σε υποθαλάσσιο και χερσαίο, εξαιτίας της διακύμανσης της θαλάσσιας στάθμης. Στη διάρκεια των «χερσαίων φάσεων», όταν η θάλασσα αποχωρούσε, το σπήλαιο γέμιζε από χερσαίες αποθέσεις, καθώς και κατάλοιπα ανθρώπινης παρουσίας, αφού χρησίμευε ως τόπος κατοικίας. Στη διάρκεια των «υποθαλάσσιων φάσεων», η θάλασσα που το κατέκλυζε, διάβρωνε και «ξέπλενε» τις προηγούμενες αποθέσεις, ενώ συγχρόνως απέθετε θαλάσσια ιζήματα.
 Μάρτυρες αυτών των εναλλαγών είναι οι τρύπες λιθοφάγων πάνω σε σταλαγμιτικούς σχηματισμούς, η παρουσία αρχαιολογικών καταλοίπων μέσα σε θαλάσσια ιζήματα, καθώς και η εναλλαγή θαλάσσιων και χερσαίων αποθέσεων.
Η επίχωση που περιέχει σήμερα το σπήλαιο έχει πάχος 7μ. περίπου. Από κάτω προς τα πάνω διακρίνονται τα εξής στρώματα:
I. Κατώτερος σταλαγμίτης
Σταλαγμιτική κολόνα, ύψ. 2μ. περίπου, που βρίσκεται στην είσοδο και εδράζεται στο δάπεδο του σπηλαίου.
II. Θαλάσσιες αποθέσεις
Στο δάπεδο του σπηλαίου (και, κατά τόπους, στη βάση του σταλαγμίτη) έχουν αποτεθεί θαλάσσια ιζήματα, αποτελούμενα από άμμο, κροκάλες και άφθονα κοχύλια. Οι θαλάσσιες αυτές αποθέσεις αντιστοιχούν πιθανότατα στην επίκλυση της θάλασσας κατά το Νεοτυρρήνιο (ισοτοπικό στάδιο 5a: πριν από 80.000 χρόνια)2.
III. Αιολική άμμος με γωνιώδεις πέτρες
Το πρώτο στρώμα των χερσαίων αποθέσεων αποτελείται κυρίως από λεπτή άμμο και πολύ μικρά θρύμματα θαλάσσιων κοχυλιών, που έχουν μεταφερθεί από τον άνεμο, καθώς και λίγες γωνιώδεις πέτρες. Αντιστοιχεί σε μια ψυχρή και ξηρή φάση των αρχών της τελευταίας παγετώδους περιόδου.
IV. Κόκκινη άργιλος με μικρές γωνιώδεις πέτρες
Το στρώμα αυτό αντιστοιχεί σε μια ψυχρή και υγρή φάση της τελευταίας παγετώδους περιόδου. Ένα οστό προερχόμενο από εδώ χρονολογήθηκε με τη μέθοδο Ουρανίου/Θορίου και έδωσε ηλικία 36.000 ±1.000 χρόνια3.
V. Πλευρικά κορήματα με μεγάλες πέτρες
Στο μέτωπο των αποθέσεων διατηρούνται λείψανα ενός κώνου κορημάτων (σωρού από πέτρες) που είχαν σωρευτεί στη βάση του γκρεμού και είχαν φράξει την είσοδο του σπηλαίου. Τα κορήματα αυτά αποτελούνταν από μεγάλες πέτρες συνδεδεμένες με κοκκινωπή άργιλο4.
VI. Ιλύς με οριζόντια στρωμάτωση
Παχύ στρώμα ιλύος, η οποία παρουσιάζει τελείως οριζόντια στρωμάτωση. Έχει σχηματιστεί από την πολύ αργή καθίζηση αργίλου στον πυθμένα υδάτων που λίμναζαν μέσα στο σπήλαιο, όταν η είσοδός του είχε σφραγιστεί από τα κορήματα.
VII. Ανώτερο σταλαγμιτικό δάπεδο
Στα τοιχώματα του σπηλαίου, κοντά στην είσοδο, σώζονται υπολείμματα ενός σταλαγμιτικού δαπέδου που κάλυπτε την επιφάνεια των αποθέσεων, οι οποίες έφθαναν μόλις 1μ. κάτω από την οροφή. Πράγματι, όταν τα κορήματα (στρώμα V) είχαν φράξει την είσοδο του σπηλαίου, η ιλύς του στρώματος VI έφθανε, και στην είσοδο, στο ίδιο ύψος που φθάνει στο βάθος του σπηλαίου, δηλαδή μόλις 1μ. κάτω από την οροφή. Λίγα μέτρα πίσω από την είσοδο, όπου η οροφή χαμηλώνει, η ιλύς έφθανε έως αυτήν, σχηματίζοντας έτσι δυο ξεχωριστούς χαμηλούς χώρους.
Διάβρωση των επιχώσεων
 Στο Ολόκαινο, όταν, με το λιώσιμο των παγετώνων η θάλασσα ανέβηκε στη σημερινή της στάθμη, διάβρωσε και «ξήλωσε» τα κορήματα που έφραζαν το σπήλαιο. Στη συνέχεια, διαβρώθηκαν οι χαλαρές επιχώσεις, σχηματίζοντας μια επιφάνεια με έντονη κλίση προς το εξωτερικό του σπηλαίου.


Αρχαιολογικά κατάλοιπα
Οι επιχώσεις του σπηλαίου περιέχουν άφθονα αρχαιολογικά κατάλοιπα, τα οποία εμφανίζονται ήδη στη βάση των χερσαίων αποθέσεων, μαρτυρώντας τη χρήση του σπηλαίου από τους ανθρώπους αμέσως μετά την αποχώρηση της θάλασσας. Η παρουσία τους είναι σχεδόν αδιάκοπη έως την κορυφή του στρώματος IV. Τα στρώματα που περιέχουν αρχαιολογικά κατάλοιπα έχουν συνολικό πάχος 4μ. περίπου και χρονολογούνται όλα από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, τα κατώτερα είναι ελαφρώς μεταγενέστερα των τυρρήνιων αποθέσεων (λίγο νεότερα από 80.000 χρόνια), ενώ τα ανώτερα χρονολογούνται πριν από 40.000 χρόνια περίπου. Συνεπώς, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα καλύπτουν μια περίοδο σχεδόν 40.000 χρόνων.
Αντίθετα, το στρώμα VI δεν περιέχει σχεδόν καθόλου αρχαιολογικά κατάλοιπα. Προφανώς, το σπήλαιο ήταν κλειστό αυτή την περίοδο, αφού η είσοδός του είχε φράξει από τα κορήματα.
Μετά την υποχώρηση της θάλασσας (στην αρχή της τελευταίας παγετώδους περιόδου) και σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που ήταν σε χρήση, το σπήλαιο βρισκόταν πολύ ψηλότερα (ίσως και 70-100μ.) από τη στάθμη της θάλασσας, μέσα σε απότομους γκρεμούς. Αν ληφθεί υπόψη ότι ο σημερινός όρμος του Οιτύλου ήταν, πιθανότατα, μια μικρή κοιλάδα, γίνεται φανερό ότι το σπήλαιο δέσποζε αυτής, συνιστώντας έτσι μια προνομιακή θέση εγκατάστασης.


Κατοίκηση
Στη διάρκεια της μακρόχρονης περιόδου που ήταν σε χρήση, το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε πολυάριθμες φορές από ομάδες παλαιολιθικών ανθρώπων ως χώρος πρόσκαιρης εγκατάστασης. Τα κατάλοιπα των διαδοχικών εγκαταστάσεων σχηματίζουν λεπτά στρώματα πάχους 2-4 εκ. συνήθως, τα οποία χωρίζονται από ενδιάμεσα, στείρα, στρώματα, πάχους μόλις λίγων χιλιοστομέτρων. Με την εφαρμογή της μεθόδου της οριζόντιας ανασκαφής, αποκαλύπτονται οι «επιφάνειες κατοίκησης» (ή εγκατάστασης), καθεμιά από τις οποίες περιέχει τα κατάλοιπα της αντίστοιχης ανθρώπινης εγκατάστασης.
Έως τώρα έχουν αποκαλυφθεί επτά επιφάνειες κατοίκησης, οι οποίες περιέχονται στην κορυφή του στρώματος IV5. Παρά τη μικρή έκτασή τους (εξαιτίας της διάβρωσης), έχουν δώσει σημαντικά στοιχεία οργάνωσης του χώρου. Αξίζει να σημειωθεί η αποκάλυψη, μέσα σε παχύ στρώμα ιλύος, μίας στρώσης μεγάλων λίθων, η οποία χρησίμευε ως «δάπεδο» μιας εγκατάστασης, εξουδετερώνοντας τη λασπωμένη επιφάνεια. Στην άκρη αυτού του λιθόστρωτου δαπέδου είχε κατασκευαστεί ένας «κύκλος» (ελαφρώς ακανόνιστος και «ατελής») από πέτρες που είχαν τοποθετηθεί με επιμέλεια η μία πλάι στην άλλη (Εικ.2). Μία από αυτές μάλιστα είχε δεχθεί λίγη επεξεργασία, ώστε να εφαρμόζει καλά με τη διπλανή της.
Βασικό στοιχείο όλων σχεδόν των επιφανειών κατοίκησης ήταν η εστία. Στις περισσότερες περιπτώσεις η φωτιά ήταν αναμμένη στο δάπεδο δίχως καμιά προετοιμασία. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, η φωτιά περικλειόταν από έναν πέτρινο κύκλο.
 Δύο από τις επιφάνειες κατοίκησης που αποκαλύφθηκαν το 1995 (προσωρινά καλούμενες 95-1 και 95-2) παρουσιάζουν σχεδόν πανομοιότυπη κατανομή των αντικειμένων στο χώρο, ενώ το ενδιάμεσο, στείρο, στρώμα είναι λεπτότατο. Πρόκειται, πιθανότατα, για δύο διαδοχικές εγκαταστάσεις της ίδιας ομάδας ανθρώπων, με μικρό διάστημα ενδιάμεσης απουσίας6.
Οι ίδιες επιφάνειες κατοίκησης χαρακτηρίζονται, επίσης, από το σχετικά μεγάλο μέγεθος των οστέινων θραυσμάτων («σχιζών»), σε σύγκριση με το πολύ μικρότερο μέγεθος των αντίστοιχων θραυσμάτων άλλων επιφανειών. Οι διαφορές αυτές οφείλονται, δίχως αμφιβολία, σε διαφορετικές συνήθειες των εκάστοτε κατοίκων του σπηλαίου όσον αφορά στους τρόπους τεμαχισμού και κατακερματισμού των οστών και κυρίως των μακρών οστών, προκειμένου να καταναλώσουν το μυελό που περιέχεται εδώ.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των διαφόρων εγκαταστάσεων είναι η πρώτη ύλη που έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή λίθινων εργαλείων σε καθεμία από αυτές. Σε γενικές γραμμές, τα πετρώματα που έχουν χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη είναι κοινά σε όλα τα στρώματα και προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή, αλλά και από πιο μακριά (όπως ο κροκεάτης λίθος). Σε κάθε επιφάνεια κατοίκησης, όμως, κυριαρχεί ένα από αυτά τα πετρώματα, φανερώνοντας έτσι κάποια ιδιαίτερη επιλογή ή ίσως ακόμη την άφιξη της ομάδας από διαφορετική περιοχή, κάθε φορά.

Οστέϊνα κατάλοιπα
Μεγάλα σπονδυλωτά
Τα οστέινα κατάλοιπα των μεγάλων σπονδυλωτών, τα οποία είναι άφθονα στις επιφάνειες κατοίκησης, αντιστοιχούν σχεδόν αποκλειστικά σε υπολείμματα τροφής των κατοίκων του σπηλαίου. Είναι κατακερματισμένα και συχνά καμένα. Αυτά τα οποία μπορούν να προσδιοριστούν ανήκουν στα παρακάτω είδη:
Σαρκοβόρα 11%. Capra sp. 36%. Dama dama 45%. Προβοσκιδωτά 1%. Sus scrofa 6%. Bos/bison1%
Η σύνθεση αυτή δείχνει ότι οι κάτοικοι του σπηλαίου ήσαν, σχεδόν αποκλειστικά, κυνηγοί αγριοκάτσικων και ελαφιών και σπανιότατα άλλων ζώων, με κυριότερο το αγριογούρουνο. Ειδικότερα, όσον αφορά στα αγριοκάτσικα και τα ελάφια, η μελέτη των οστών δείχνει ότι τα θηράματα μεταφέρονταν ολόκληρα (ή, τουλάχιστον, όλα τα κομμάτια τους) στο σπήλαιο, αφού τα οστά που σώζονται προέρχονται από όλα τα τμήματα του σκελετού7.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι η σύνθεση της πανίδας φανερώνει σημαντική δασική κάλυψη της ευρύτερης περιοχής του σπηλαίου.
Μικρά σπονδυλωτά
Τα κατάλοιπα μικρών σπονδυλωτών είναι πολυάριθμα και περιλαμβάνουν:
Τρωκτικά: Citellus sp., Glis glis, Microtus nivalis, Apodemus mystacinus, Terrícola (Pitymys) duodecimcostatus, Microtus gr. arvalis.
Χειρόπτερα: Eptesicus serotinus.
Εντομοφάγα: Talpa Europaea, Crocidura sp.
Ερπετά: Coronelía sp., Elaphe sp., Anguis fragilis, Lacerta sp.
Τα μικρά σπονδυλωτά, τα οποία είναι πολύ καλοί δείκτες του κλίματος, μαρτυρούν ένα σχετικά εύκρατο περιβάλλον (Terrícola, Apodemus), με σύντομες περιόδους επιδείνωσης των κλιματικών συνθηκών (Citellus sp.).


Λιθοτεχνία
Τα προϊόντα της λιθοτεχνίας είναι άφθονα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για πολύ μικρά υποπροϊόντα της δευτερογενούς επεξεργασίας (retouche). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λιθοτεχνία περιλαμβάνει ελάχιστα υποπροϊόντα κατάτμησης, αλλά πολυάριθμα υποπροϊόντα της διαμόρφωσης των εργαλείων. Είναι προφανές ότι η κατάτμηση της πρώτης ύλης και κυρίως οι πρώτες φάσεις της γινόταν σε άλλους χώρους (πιθανότατα κοντά στην πηγή της). Στο σπήλαιο μεταφέρονταν λίγοι προετοιμασμένοι πυρήνες, φολίδες έτοιμες για την τελική επεξεργασία (διαμόρφωση), καθώς και έτοιμα εργαλεία, φαινόμενο το οποίο παρατηρείται συχνά σε θέσεις που βρίσκονται αρκετά μακριά από την πηγή πρώτης ύλης.
Ως πρώτη ύλη για την κατασκευή εργαλείων έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετά πετρώματα, διαφόρων προελεύσεων. Πιο συχνοί είναι οι πυριτόλιθοι, διαφόρων χρωμάτων, κυρίως όμως μαύροι και γκρι. Αρκετά συχνά εμφανίζεται και ο χαλαζίας, η ποιότητα του οποίου ποικίλλει από πολύ κακή έως άριστη (ορεία κρύσταλλος). Το πιο χαρακτηριστικό πέτρωμα, όμως, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη, είναι ο πράσινος ολιγοκλαστικός ανδεσίτης (ή κροκεάτης λίθος)8, ομοιογενές πέτρωμα, πολύ καλής ποιότητας για την κατασκευή εργαλείων. Το πέτρωμα αυτό μεταφερόταν από αρκετά μεγάλη απόσταση (περίπου 30 χλμ.), αφού το πλησιέστερο σημείο όπου συναντιέται είναι στο μυχό του Λακωνικού κόλπου, κοντά στο Γύθειο.
Η λιθοτεχνία είναι καλής ποιότητας και ανήκει στο τυπικό Μουστέριο στάδιο9. Τα πιο συνηθισμένα εργαλεία είναι οι ράσπες, συνήθως πολύ καλής ποιότητας. Οι περισσότερες έχουν κατασκευαστεί από πυριτόλιθο και κροκεάτη λίθο. Εκτός από τις ράσπες και τις αιχμές, οι άλλοι τύποι εργαλείων (εσοχές, οδοντωτά, οπείς κτλ.) σπανίζουν. Τα προϊόντα της τεχνικής Λεβαλλουά είναι λίγα, αλλά καλής ποιότητας. Τόσο τα προϊόντα της κατάτμησης όσο και τα διαμορφωμένα εργαλεία είναι αρκετά μικρά.
 Η λιθοτεχνία που προέρχεται από τη βάση του στρώματος IV περιέχει πολλά χαρακτηριστικά εργαλεία του τυπικού Μουστέριου σταδίου (Εικ.3). Αντίθετα, αυτή που προέρχεται από την κορυφή του στρώματος IV παρουσιάζεται λιγότερο τυπική, αφού διατηρεί μεν τις πολλές ράσπες, αλλά αυτές δεν παρουσιάζουν τα τυπικά σχήματα της προηγούμενης ομάδας (Εικ.4).
Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα εργαλεία, τα οποία έχουν κατασκευαστεί σε κοχύλιατου είδους callista chione. Τα τελευταία έχουν δεχθεί πολύ καλή επεξεργασία, η οποία έχει διαμορφώσει τη μακρά τους πλευρά σε πολύ κανονική, κυρτή, ράσπα10.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η παρουσία μιας «δευτερεύουσας λιθοτεχνίας» που αποτελείται από πρόχειρα εργαλεία κατασκευασμένα σε κομμάτια ασβεστόλιθου που προέρχονται από τα τοιχώματα του σπηλαίου ή από πέτρες που έχουν χρησιμοποιηθεί, δίχως καμιά προηγούμενη επεξεργασία.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΤΑΡΛΑΣ
Το σπήλαιο «Καλαμάκια» Αρεόπολης Λακωνίας: Μια θέση της Μέσης Παλαιολιθικής
Α' ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

1. Για λεπτομερή περιγραφή του σπηλαίου και της στρωματογραφίας των αποθέσεων, καθώς και για τη γεωλογική και γεωμορφολογική περιγραφή της ευρύτερης περιοχής, βλ. Η. de Lumley - A. Darlas, Grotte de Kalamakia (Aréopolis, Péloponnèse), BCH 118 (1994), 535-559.
2. Μέσα στα ιζήματα αυτά περιέχονται λίγα λίθινα εργαλεία, τα οποία προέρχονται από τις αποθέσεις της προηγούμενης, χερσαίας, φάσης.
3. Η ηλικία αυτή αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, αφού σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα (κυρίως τη λιθοτεχνία), το στρώμα πρέπει να είναι ελαφρώς αρχαιότερο από 40.000 χρόνια.
4. Ο κώνος αυτός των κορημάτων, αν και λογίζεται ως το πέμπτο στρώμα, στην πραγματικότητα αποτελεί μια ιδιαίτερη απόθεση που σχηματιζόταν εμπρός από το σπήλαιο, παράλληλα με τις αποθέσεις του σπηλαίου, και το πάχος του ξεπερνοΰσε το συνολικό πάχος των τελευταίων. «Γλώσσες» αυτού του σχηματισμού απλώνονταν προς το εσωτερικό του σπηλαίου και συγχέονταν με τα στρώματα των εσωτερικών αποθέσεων.
5. Στη βάση του στρώματος IV, δυστυχώς, η ισχυρή βραχοποίηση των ιζημάτων δεν επιτρέπει τη διάκριση και αποκάλυψη των επιφανειών κατοίκησης. Εδώ, η ανασκαφή γίνεται με «σφυρί και καλέμι», ενώ τα ευρήματα, τα οποία είναι κλεισμένα μέσα σε σκληρά ιζήματα, απελευθερώνονται στο εργαστήριο, με τη βοήθεια μηχανικών ή χημικών μέσων.
6. Βλ. Η. de Lumley- A. Darlas, Fouilles de la grotte de Kalamakia (Aréopolis, Péloponnèse), BCH 120 (1996), 1027-1033.
7. Πληροφορία της Α. θ3Γ0εΪ8εη, από μια πρώτη εξέταση του υλικού. Η μελέτη των καταλοίπων της πανίδας γίνεται υπό την εποπτείατης Κ. Τρανταλίδου.
8. Ο γνωστός ως lapis lacedaemonius από τη χρήση του στην εποχή του Χαλκού καί στα ιστορικά χρόνια.
9. Βλ. A. Darlas - Η. de Lumley, Palaeolithic Research in Kalamakia Cave (Areopolis, Peloponnese), στο E. Adam et al. (επιμ.), The Palaeolithic of Greece and the Balkans, Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina, September 1994, BSA, Studies 3,1999, 293-302.
10. Ανάλογα εργαλεία είναι γνωστά από θέσεις της κεντρικής και της νότιας Ιταλίας, κυρίως αυτές που ανήκουν στην Ποντίνια πολιτισμική βαθμίδα.




Printfriendly