Η αρχαία Κυπαρισσία1 αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα οικιστικά κέντρα σε όλο το εύρος της μεσσηνιακής ιστορίας. Η θέση της είναι στρατηγική καθώς δεσπόζει σε μια εύφορη πεδιάδα, στο πέρασμα από την Ηλεία προς τις ακτές της δυτικής και νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, διαθέτει λιμάνι προς το Ιόνιο πέλαγος και προστατεύεται με φυσικό τρόπο από το όρος «Αιγάλεω» στα νοτιοανατολικά (εικ.1).
Η πρώτη μαρτυρία του τοπωνυμίου απαντά στις μυκηναϊκές πινακίδες γραμμικής γραφής Β, που βρέθηκαν στο ανάκτορο του Νέστορος2, ενώ ο Όμηρος στον κατάλογο των νεών, στη Β ραψωδία της Ιλιάδας αναφέρεται στην πόλη «Κυπαρισσήεντα»3. Ο Στράβωνας σχολιάζοντας το ομηρικό τοπωνύμιο σημειώνει ότι υπάρχει άλλη πόλη στη Μεσσηνία με το όνομα Κυπαρισσία και ότι μόνο ένας ποταμός στην περιοχή της σημερινής Κυπαρισσίας ονομάζεται «Κυπαρισσήεις»4. Ο Παυσανίας κατά την περιήγησή του στη Μεσσηνία τον +2ο αι. επισκέφθηκε τις Κυπαρισσίες, όπως χαρακτηριστικά ονομάζει την περιοχή και αναφέρεται σε μία πηγή κοντά στην θάλασσα γνωστή τότε ως Διονυσιάδα καθώς και στα ιερά του Απόλλωνα και της Αθηνάς Κυπαρισσίας5. Στις φιλολογικές πηγές απαντούν τοπωνύμια όπως «Κυπαρισσία», «Κυπάρισσος», «Κυπαρισσιαί», «Κυπάρισσα», «Κυπαρισσαία» και άλλα χωρίς όμως να είναι πάντα ασφαλής η ταύτισή τους με την θέση της σύγχρονης πόλης6.
Τον 19ο αιώνα ξένοι περιηγητές επισκέπτονται τη Μεσσηνία και περιγράφουν τις ορατές αρχαιότητες της Κυπαρισσίας7. Στις αρχές του 20ου αιώνα διενεργούνται οι πρώτες επιφανειακές έρευνες και σωστικές ανασκαφές από την Αρχαιολογική Εταιρεία και συγκεκριμένα το 1911 από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Ν. Κυπαρίσση8. Νέες επιφανειακές έρευνες πραγματοποιούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1920 από τον σουηδό άρχαιολόγο Mattias Natan Valmin9 και την δεκαετία του 1960 από επιστημονικές αποστολές του Πανεπιστημίου της Minnesota10. Από το 1962 και μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί σωστικές ανασκαφικές έρευνες από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο πλαίσιο εκτέλεσης δημόσιων έργων ή ιδιωτικών οικοδομικών εργασιών11.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα από τους προϊστορικούς χρόνους περιορίζονται σε όστρακα της μεσοελλαδικής και υστεροελλαδικής περιόδου και προέρχονται από την περιοχή του λόφου με το μεσαιωνικό κάστρο της Κυπαρισσίας12, όπου πιθανότατα εκτεινόταν κάποια προϊστορική εγκατάσταση ταυτιζόμενη με το τοπωνύμιο, που αναφέρεται στον Όμηρο (εικ.2, σημείο 1).
Σε τμήματα του κάστρου της Κυπαρισσίας είναι ακόμα και σήμερα ορατοί δόμοι από ορθογώνιους, ευμεγέθεις πωρόλιθους, που προέρχονται από την αρχαία οχύρωση πιθανότατα των κλασικών ή υστεροκλασικών χρόνων (εικ.3). Εντοπίζονται ενσωματωμένοι στο βόρειο και νότιο-νοτιοδυτικό τμήμα του τείχους καθώς και σε πύργο στην κορυφή του κάστρου13.
Στην πλειονότητά τους όμως, τα αρχαιολογικά δεδομένα από τις σωστικές ανασκαφές παρέχουν σαφέστερη εικόνα για την ελληνιστική και ρωμαϊκή Κυπαρισσία. Οι σωστικές ανασκαφές σε οικόπεδα και δρόμους της Κυπαρισσίας από τις αρχές του 20ο αιώνα μέχρι και σήμερα έφεραν στο φώς οικοδομικά κατάλοιπα ιδιωτικών και δημόσιων κτιρίων, τμήματα του ελληνιστικού και ρωμαϊκού νεκροταφείου της πόλης, καθώς και πολλά κινητά ευρήματα, όπως αρχιτεκτονικά μέλη, γλυπτά, αγγεία, εργαλεία, νομίσματα και άφθονα αποτμήματα πήλινων και υάλινων αγγείων14.
Αρχαίο οικοδομικό υλικό εντοιχισμένο σε β΄ χρήση, στο κάστρο της Κυπαρισσίας |
Στην περιοχή που εκτείνεται νότια του σιδηροδρομικού σταθμού και περί τα 700 μέτρα δυτικά του Κάστρου και της Άνω Πόλης, έχουν ερευνηθεί τάφοι του ελληνιστικού νεκροταφείου. Συγκεκριμένα στις εργασίες για την αποχέτευση του Δήμου Κυπαρισσίας κατά μήκος της οδού Χριστιανουπόλεως και μπροστά από το οικόπεδο του Εργατικού Κέντρου αποκαλύφθηκαν το 1971 τρείς κιβωτιόσχημοι τάφοι και τέσσερις εγχυτρισμοί κτερισμένοι με αγγεία καθώς και με μολύβδινα και χάλκινα αντικείμενα (εικ.2, σημείο 2)15. Οι ταφές ανάγονται στον -2ο και -1ο αιώνα εκτός από μια προγενέστερη του -370/ -250. Κιόωτιόσχημοι τάφοι ελληνιστικών χρόνων αποκαλύφθηκαν και το 1973 κατά την διάρκεια χωματουργικών εργασιών στό Γυμνάσιο Κυπαρισσίας (εικ.2, σημείο 3) και κατά την διαμόρφωση του προαυλίου του 2ου Δημοτικού σχολείου της Πάνω Πόλης (εικ.2, σημείο 4)16.
Σύγχρονα με τα κατάλοιπα του ελληνιστικού νεκροταφείου είναι τα τμήματα δύο δημοσίων κτιρίων, που αποκαλύφθηκαν το 1967 κατά την διάνοιξη θεμελίων για την ανοικοδόμηση κατοικίας στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Παν. Γιαννόπουλου και σε απόσταση περίπου 350 μέτρα νοτιοανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού (εικ.2, σημείο 5, εικ. 4 και 5)17. Τα κτίρια δομούνται από ευμεγέθεις πωρόλιθους σε έναν έως τρείς δόμους και δίπλα τους αποκαλύφθηκε ακόμα ένα της ρωμαϊκής περιόδου με τοίχους από αργολιθοδομή. Στα ευρήματα περιλαμβάνονται όστρακα και νομίσματα των ελληνιστικών έως και ύστερων ρωμαϊκών χρόνων ενώ η μνημειακή κατασκευή των κτιρίων ενισχύει τον χαρακτηρισμό τους ως δημοσίων, γεγονός που συνέβαλε στην απαλλοτρίωση του οικοπέδου από το Υπουργείο Πολιτισμού υπέρ του ελληνικού δημοσίου,
Σε απόσταση περίπου 130μ. ανατολικά του οικοπέδου Παν. Γιαννόπουλου και κατά την διάρκεια των εκσκαφών για την ανέγερση οικοδομής στην ιδιοκτησία Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου αποκαλύφθηκαν νέα οικοδομικά λείψανα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων (εικ.2. σημείο 6)18. Ερευνήθηκαν τμήματα τριών λιθόχτιστων κτιρίων του -2ου/ -1ου αιώνα, που φαίνεται ότι καταστράφηκαν από πυρκαϊά στα τέλη του +1ο αιώνα. Σε καλύτερη κατάσταση σωζόταν ένα σχεδόν τετράγωνο κτίσμα διαστάσεων 3X 3μ. περίπου, εντός του οποίου βρέθηκαν μεγάλος αριθμός υφαντικών βαρών, θραύσματα υάλινων αγγείων και οστά ζώων, που καταδεικνύουν την οικιακή βιοτεχνική χρήση του κτιρίου. Τον +2ο αιώνα ο χώρος επαναχρησιμοποιείται και επιβλητική θέση κατέχει ένας τοίχος μήκους 7 μέτρων από μεγάλες πωρολιθικές λιθοπλίνθους σε ύψος ενός δόμου, που φαίνεται να ορίζει προς τα ανατολικά έναν εκτεταμένο, υπαίθριο ίσως χώρο.
Τα περισσότερα όμως ανασκαφικά δεδομένα που πιστοποιούν την έκταση της πόλης και των νεκροταφείων της Κυπαρισσίας από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι και τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και κυρίως κατά την ρωμαϊκή περίοδο, προέρχονται από την εύφορη περιοχή της Μούσγας, που εκτείνεται στα βορειοανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού (εικ.2 σημείο 7) και ανάμεσα στο κάστρο και την παραλία της Κυπαρισσίας. Από την περιοχή αυτή διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή και η εθνική οδός Κυπαρισσίας- Πύργου, ενώ το 1994 κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Ηδη από το 1911 ο έφορος Αρχαιοτήτων Ν. Κυπαρίσσης πραγματοποίησε επιφανειακή έρευνα και περιορισμένης έκτασης ανασκαφικές εργασίες. Διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη ήταν ορατά και αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο οικοδόμημα μήκους περίπου 40 μέτρων με πώρινους δόμους, με επιμέρους εσωτερικά διαμερίσματα και με 9 κεραμοσκεπείς τάφους στην εξωτερική πλευρά. Πιθανότατα ταυτίζεται με κάποιο στωϊκό οικοδόμημα της ρωμαϊκής αγοράς της Κυπαρισσίας.
Στην ίδια περιοχή εντοπίσθηκαν ισοδομικά τείχη από πωρόλιθο, πάχους περίπου μισού μέτρου, που κατά την κρίση του Κυπαρίσση θα περιέκλειαν ολόκληρη την έκταση της Μούσγας και πιθανότατα να έφθαναν μέχρι τον λόφο με την αρχαία ακρόπολη ή θα διαμόρφωναν έναν εκτεταμένο περίβολο τεμένους, εντός του οποίου θα υπήρχαν ιερά και άλλα δημόσια οικοδομήματα19. Αρχιτεκτονικά μέλη και πωρόπλινθοι από την Μούσγα έχουν περισυλλεγεί κατά καιρούς από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και έχουν εναποτεθεί στον αύλειο χώρο του εκκλησιδίου του Αγίου Γεωργίου στην ίδια περιοχή (εικ.2, σημείο 8, εικ.6).
Η έρευνα στη «Μούσγα» συνεχίστηκε το 1962 από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Γεώργιο Παπαθανασόπουλο, που προχώρησε στην διάνοιξη 25 δοκιμαστικών τομών σε τμήμα μήκους 500μ. της υπό κατασκευής εθνικής οδού Κυπαρισσίας- Πύργου (εικ.2, σημείο 9, εικ. 7)20. Στις τομές αποκαλύφθηκαν οι θεμελιώσεις δημοσίων κτιρίων, ένα μεγάλο τμήμα υδαταγωγού κατασκευασμένου από επιμελώς λαξευμένους πωρόλιθους, λείψανα δεξαμενής καθώς και τμήμα του ρωμαϊκού νεκροταφείου με τάφους εντός μακρόστενου, κτιστού ταφικού περιβόλου. Δίπλα στον ταφικό περίβολο σε ειδικά διαμορφωμένη κόγχη βρέθηκαν επιμελώς τοποθετημένα τα μέλη δύο χάλκινων, υστερορρωμαϊκών ανδρικών αγαλματίων, που πιθανότατα αναπαριστούν τους Διόσκουρους και εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου. Άφθονα όστρακα αγγείων, κατάλοιπα ψηφιδωτών, νομίσματα και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη πιστοποιούν την συνεχή και ακμάζουσα πορεία της Κυπαρισσίας στη θέση αυτή από την ελληνιστική μέχρι και την βυζαντινή περίοδο.
Στο χρονικό διάστημα από το 1999 μέχρι και το 2008 πραγματοποιήθηκαν σύντομες, σωστικές ανασκαφές στη Μούσγα εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής, που κάλυπταν μεταξύ τους απόσταση περίπου 360 μέτρων. Αποκαλύφθηκαν οικοδομικά κατάλοιπα, λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη, ένας κιβωτιόσχημος τάφος υστερορρωμαϊκών χρόνων και άφθονες ποσότητες κεραμικής ρωμαϊκών και υστερορωμαϊκών κυρίως χρόνων (εικ.2, σημεία 11, 12, 13, εικ.9)22.
Οι σωστικές ανασκαφές στη Μούσγα συνεχίστηκαν το 2006 από την ΛΗ ́ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων όταν κατά την διάρκεια εκσκαφών για την ανέγερση οικοδομής στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Αθανάσιου Κωνσταντόπουλου αποκαλύφθηκε εκτεταμένο οικιστικό συγκρότημα της υστεροελληνιστικής έως υστερορρωμαϊκής περιόδου παρόμοιο με αυτό στο οικόπεδο Αλεξ. Χρονόπουλου (εικ.2, σημείο 14, εικ.8)23. Τα οικοδομικά κατάλοιπα, που εντάσσονται σε τρεις τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις περιλαμβάνουν τοίχους κτισμένους με αργούς και ημίαργους λίθους, συχνά ενισχυμένους με αμμοκονίαμα ή ασβεστοκονίαμα και αποτμήματα κεραμίδων. Κάποιοι διασώζουν στις όψεις τους ασβεστοκονίαμα ενίοτε με ίχνη χρώματος. Επίσης αποκαλύφθηκαν αποσπασματικά δάπεδα από ασβεστοκονίαμα και πήλινος αποχετευτικός αγωγός, που διέτρεχε το οικοδομικό συγκρότημα. Στον +3/ +4ο αι. πάνω στα παλαιότερα οικοδομικά κατάλοιπα προσαρμόστηκαν λουτρικές κατασκευές. Από την ανασκαφή προήλθε άφθονη ποσότητα κεραμικής, αποτμήματα υάλινων αγγείων, νομίσματα κυρίως της εποχής των Σεβήρων, αγκίστρια, λίθινα και οστέινα εργαλεία, που πιστοποιούν την διαρκή χρήση του χώρου από τα τέλη της ελληνιστικής περιόδου μέχρι και τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Το 2010 στο οικόπεδο ιδιοκτησίας αδελφών Τσολαρίδη, στην παραλία της Μούσγας κατά την διάρκεια εκσκαφών για την ανέγερση οικοδομής αποκαλύφθηκε ακόμα ένα εκτεταμένο οικιστικό συγκρότημα (εικ.2., σημείο 15)24. Και σε αυτή την περίπτωση τα οικοδομικά κατάλοιπα μπορούν να ενταχθούν σε δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις από τα υστεροελληνιστικά έως και τα υστερορρωμαϊκά χρόνια. Εντυπωσιακή είναι η αποκάλυψη κεραμοσκεπών τάφων και κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων με μικρούς λίθους, αποτμήματα κεραμίδων και ασβεστοκονίαμα εντός των δωματίων του οικοδομικού συγκροτήματος. Επιπλέον σε μικρή απόσταση από αυτό έχει αποκαλυφθεί τμήμα μεγάλου κτιρίου με πώρινες, ευμεγέθεις, λιθόπλινθους και με προσθήκες τοίχων από αργολιθοδομή. Πιθανότατα η εγκατάσταση στη θέση αυτή θα εξυπηρετούσε δραστηριότητες σχετιζόμενες με το εμπόριο και την αλιεία.
Καθώς τα ιστορικά, φιλολογικά και αρχαιολογικά δεδομένα πριν από την ελληνιστική περίοδο είναι σε μεγάλο βαθμό αποσπασματικά ή και ανύπαρκτα, οι γνώσεις μας επικεντρώνονται στην έντονη οικιστική δραστηριότητα της Κυπαρισσίας από τα ελληνιστικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Η πόλη φαίνεται ότι επεκτείνεται συνεχώς από την περιοχή του κάστρου πρός την θάλασσα, προτίμηση που παρατηρείται και σε άλλες θέσεις της ρωμαιοκρατούμενης Μεσσηνίας, όπως στο Διαλισκάρι της Μαραθούπολης και το Πεταλίδι (Αρχαία Κορώνη). Τα οικοδομικά λείψανα που έχουν ανασκαφεί στη Μούσγα, μαρτυρούν τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες, για την δημιουργία μεγαλύτερων κτιρίων με ευρύτερους εσωτερικούς χώρους, που προορίζονται για τις καθημερινές ασχολίες των ενοίκων, την αποθήκευση προϊόντων και τον βιοπορισμό αλλά και γιά τις δημόσιες λειτουργίες. Μετά την πάροδο μικρών χρονικών διαστημάτων γίνονται επεκτάσεις, επισκευές ή ακόμα και αντικατάσταση των παλαιότερων κτιρίων και δημιουργούνται πολλαπλοί χώροι για την εξυπηρέτηση των παραπάνω αναγκών. Εξάλλου μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τον Επαμεινώνδα το -369 η Κυπαρισσία λόγω της θέσης της στις ακτές του Ιονίου είχε όλες τις προύποθέσεις να γίνει το επίνειο της πρωτεύουσας Αρχαίας Μεσσήνης και δίαυλος εμπορικών συναλλαγών με πόλεις και νησιά της δυτικής Ελλάδας και της Ιταλίας, γεγονός που δικαιολογεί την έντονη οικιστική ανάπτυξη της πόλης στους μετέπειτα αιώνες.
Η ακμή της Κυπαρισσίας συνεχίστηκε αδιάλειπτα και στους βυζαντινούς χρόνους όταν στην θέση της αρχαίας οχύρωσης χτίστηκε τον 13ο αιώνα το ισχυρό κάστρο.
Η σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα και ανάπτυξη έγινε η αφορμή γιά την διενέργεια σωστικών ανασκαφών και την αποκάλυψη μικρών και αποσπασματικών μόνο τμημάτων της αρχαίας πόλης και των νεκροταφείων της. Ωστόσο, η συνέχεια της αρχαιολογικής έρευνας αναμένεται να αποδώσει πληθώρα δεδομένων για το ιστορικό παρελθόν της πόλης και να αποσαφηνίσει εκτενέστερα το οικιστικό, πολιτικό και θρησκευτικό υπόβαθρό της.
Δημοσθένης Κοσμόπουλος, Αρχχαιολόγος ΛΗ΄ ΕΠΚΑ Μεσσηνίας
Αρχαία Κυπαρισσία: Παλαιά και νέα Αρχαιολογικά δεδομένα
Πρακτικά Δ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 2010.
1. Ευχαριστίες οφείλονται στους αρχαιολόγους Σωκράτη Κουρσούμη, Σταυριανόπουλο Φώτη και Φράγκου Ευαγγελία για την συνεργασία τους και την παροχή αρχαιολογικών δεδομένουν από ανασκαφές στην Κυπαρισσία, του διεξήγαγε υπό την εποπτεία τους η ΛH Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, καθώς και στην προϊσταμένη της ΛH Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ξένη Αραπογιάννη για την συμβολή της στην αρχαιολογική έρευνα και προστασία του αρχαιολογικού χώρου της Κυπαρισσίας.
2. Δ. Β. Βαγιακάκου «Κυπαρισσίας Ονοματολογικά», Πελοποννησιακά ΙΕ ́, 1982-1984. Αθήνα 1984, 269-289. ιδίως 269-270, (στο εξής Βαγιακάκος 1984).
3. Όμηρος, Ιλ. Β 593.
4. Στράδων, 8,349.
5. Παυσανίας, IV,36.7. Παπαχατζή Ν. Δ., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, διόλια 4, 5 και 6, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, Αθήνα 1979, 186-190 (στο εξής Παπαχατζής 1979).
6. Βαγιακάκος 1984, 270 και M. N. Valmin, Etudes Topographiques sur la Messémie Ancienne, Lund 1930, 127-129, (στο εξής Valmin 1930).
7. A. Blouet, Expédition scientifique de Morée, premier volume, Paris 1831, 4849. E. Curtius, Peloponnesos, Zweiter band, Gotha 1852, 184-185. E. Dodwell. A classical and topographical four through Greece, vol. II, London 1819, 349-351. W. M. Leak c, Travels in the Morea, vol. I, London 1830, 68 .8. A. Philipp son, Die Griechischen Landschaften, Baud III. Der Peloponnes, Teil 2. Der Westen und Süden Der Halbinsel. Frankfurt am Main, 1959, 377-378.
8. Ν. Κυπαρίσση. «Περί τών εν Κυπαρισσία Δοκιμαστικών Ανασκαφών», ΠAE 1911 247–252.
9. Valmin 1930, 126-136.
10. W. A. McDonald., R. H. Simpson, «Prehistoric Habitation in Southwesteun Peloponnese». AJA 65 (1961), 221-260, ιδίως 232. W. A. McDonald, R. H. Simpson, & Further explorations in Southwestern Peloponnese: 1964-1968. AJA 73 (1969), 123-177, ιδίως 133. W. A. McDonald. G. R. Rapp (eds), The Minnesota Messenia Expedition, Minneapolis 1972, 276-277, no.70.
11. AΔ7 (1961/62), B1-Xρονικά. 96-98. AΔ21 (1966), Β1-Χρονικά. 163. AΔ22 (1967), Β1-Χρονικά, 206. AΔ23 (1968), B1-Xρονικά, 157-158. AΔ26 (1971), Χρονικά 124-125. AΔ28 (1973), B1 Χρονικά, 181. AΔ29 (1973-1974) Β2-Χρονικά, 316. AΔ 42(1987). B1-Χρονικά. 135. AΔ54 (1999). B1-Χρονικά. 240-241, R. H. Simpson, Mycenean Greece. New Jersey 1981. 134. G. Sachs. Die Siedlungsgeschichte der Messenier, Vom Beginn der geometrischen bis zum Ende der hellenistichen Epoche, Hamburg 2006, 169-173. B. Aθανασοπούλου- Πέννα, «H νομισματοκοπεία της Κυπαρισσίας κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους», Μεσσηνιακά Χρονικά, τ.A , Αθήνα, 1999, 185-204.
12. Valmin 1930, 131. AJA65 (1961), 232. AJA73 (1969), 133.
13. AJA65 (1961), σ.232. Valmin 1930.126. K. Andrews, Castles of the Morea, Princeton 1953, revised edition Princeton 2006, 84-89,
14. Αντικείμενα από ανασκαφές, επιφανειακές περισυλλογές και παραδόσεις εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πλου.
15. AΔ26 1971, Χρονικά, 124.
16. AΔ29 (1973-74). Χρονικά, 316. AΔ28 (1973). Χρονικά 181,
17. AΔ22 (1967). Χρονικά, 206. AΔ23 (1968), Xρονικά 156-158.
18. Την σωστική ανασκαφή διενήργησε ή AΗ ́ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κατά τα έτη 2006 και 2007 υπό την εποπτεία του άρχαιολόγου Σωκράτη Κουρσούμη και με την συμμετοχή του αρχαιολόγοι Φώτη Σταυριανόπουλου. Υπό δημοσίευση στα Χρονικά του ΑΔ για το έτος 2007.
19. ΠAE 1911, 247-252. Valmin 1930. 13.
20. ΑΔ17 (1961/2). Χρονικά 96-98.
21. AΔ26 (1971), Xρονικά, 124-125.
22. Πρόκειται για σωστικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στα οικόπεδα E. Ιωαννίδη (σημείο11) και Π. Σαρτζή (σημείο12), [AΔ 54 (1999), Β1, Χρονικά, 240-241] και Κ. Λαμπρόπουλου (σημείο 13, υπό δημοσίευση στα Χρονικά του ΑΔ γιά το έτος 2008).
23. Την σωστική ανασκαφή διενήργησε η ΛΗ ΕΠΚΑ υπό την εποπτεία του αρχαιολόγου Δημοσθένη Κοσμόπουλου και με την συμμετοχή του αρχαιολόγου Φώτη Σταυριανόπουλου. Υπό δημοσίευση στα Χρονικά του ΑΔ των ετών 2006 και 2007.