.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Η Μεσσηνία του A. L. Castellan, Μέρος Β΄



Συνέχεια από "Η Μεσσηνία του A. L. Castellan Μέρος Α΄"

Η Διήγηση του Μοραίτη νομάδα
«Ζούσα σε μία κωμόπολη ανάμεσα Μεθώνη και Ναυαρίνο μέσα σε μία πλούσια πεδιάδα. Η διαδρομή σας περνάει ακόμη από την ίδια τοποθεσία∙ η κωμόπολη όμως είναι τελείως ερειπωμένη και δεν απομένει τίποτε που να δείχνη ότι αυτή η περιοχή ήταν κάποτε κατοικημένη.
 Λίγο πριν τον άτυχο πόλεμο που αφάνισε την πατρίδα μας, έζησε ανάμεσά μας ένας ξένος, ο οποίος μιλούσε την γλώσσα μας και το εκκλησιαστικό του σχήμα τον έκανε ευπρόσδεκτο7. Η αρχαιότητα και η ευμάρεια της οικογένειάς μου, μου έδιναν κάποια αξιοπιστία ανάμεσα στους συμπατριώτες μου. Ο ξένος ήλθε να με δη και αφού μίλησε με επιτηδειότητα, τονίζοντας το σεβασμό που οφείλαμε στους ιερείς της θρησκείας μας και στις συμβουλές τους, αναφέρθηκε με θέρμη στην δουλεία των Ελλήνων καθώς και στον τουρκικό δεσποτισμό∙ μου άφησε να καταλάβω ότι ένα δυνατό και φιλοπόλεμο έθνος, δηλωμένος εχθρός της Οθωμανικής Πύλης, επρόκειτο να εκστρατεύση εναντίον των μακρινών της κτήσεων, δίνοντάς μας έτσι την ευκαιρία να αποτινάξωμε τα δεσμά μας και να απελευθερωθούμε. Αυτά τα λόγια μου ενέπνευσαν ευγενή πόθο και την επιθυμία να συμβάλω σ' αυτόν τον επιτυχημένο ξεσηκωμό. Ο ξένος διέκρινε την συγκίνηση που προκάλεσαν οι υπαινιγμοί του στη ψυχή μου. Μίλησε τότε ελεύθερα, συμβουλεύοντάς με να μαζέμω όσους αποφασισμένους συμπατριώτες μου μπορούσα και δίνοντάς μου την υπόσχεση ότι θα μας προειδοποιούσαν, όταν θα έφθανε ο καιρός να δράσωμε. Είχα την απρονοησία να πιστέψω στις υποσχέσεις του∙ ανοίχθηκα σε πολλούς συμπατριώτες μου, οι οποίοι δέχθηκαν με ενθουσιασμό τις απόψεις μου.
 Ο ξένος συνάντησε επίσης και συνομίλησε με τους ιερείς μας, οι οποίοι συντηρούσαν την φωτιά του μίσους και της εκδικήσεως∙ πολύ γρήγορα ανακοίνωσαν δημόσια ότι η στιγμή της απελευθερώσεώς μας είχε φθάσει και μας έδεσαν με όρκους που ολόκληρος ο θρησκευτικός μηχανισμός μας υπεχρέωνε να θεωρούμε απαράβατους. 
 Τέλος φάνηκε ο ρωσικός στόλος8. Στο προσυμφωνημένο σύνθημα οι Έλληνες οπλίσθηκαν και συγκεντρώθηκαν από όλες τις περιοχές στο Ναυαρίνο, το οποίο είχαν ήδη καταλάβει οι Ρώσοι. Βαδίσαμε εναντίον της Κορώνης, σημαντικής πόλεως, επειδή εγειτόνευε με την Μάνη, της οποίας οι φιλοπόλεμοι κάτοικοι θα ενώνονταν μαζί μας. Η Κορώνη επρόβαλε αδύναμη αντίσταση και οι Τούρκοι αποτραβήχθηκαν μέσα στο κάστρο. Τους πολιορκήσαμε εκεί∙ δεν είχαμε όμως ρωσική υποστήριξη και έτσι δεν κατορθώσαμε να εμποδίσωμε την τουρκική φρουρά να εφοδιάση το φρούριο με διάφορα πολεμοφόδια που της έλειπαν, να επιδιορθώση τα κανόνια της και να προετοιμασθή για αντίσταση σε μία αργοπορημένη και αναποτελεσματική επίθεση. Παρ' όλα αυτά, αποτραβηχθήκαμε μόνο μετά από ένα μήνα πολιορκίας.  Βαδίσαμε προς το Νησί, που μας άνοιξε τις πύλες του, και από εκεί προς την Τριπολιτσά9.
 Ο μουτζελίμης είχε προλάβει να οχυρωθή, είχε συγκεντρώσει πολλά σώματα τουρκικού στρατού και είχε καλέσει ένα μεγάλο αριθμό Αλβανών. Ο στρατός μας ήταν ολιγάριθμος και η ρωσική βοήθεια ήταν μηδαμινή. Αποτολμήσαμε όμως να επιτεθούμε εναντίον αυτής της πόλεως, πρωτεύουσας του Μοριά, για να την αναγκάσωμε να παραδοθή∙ ο μουτζελίμης όμως έκανε ξαφνική έξοδο που εμείς, μέσα στην τυφλή μας αυτοπεποίθηση, δεν προβλέψαμε καθόλου και έσπειρε τον θάνατο στις γραμμές μας, που είχαν μόλις συγκροτηθή. Βλέποντας ότι οι δυνάμεις μας δεν επαρκούσαν για τακτική πολιορκία, αποφασίσαμε να μεταφέρωμε τις δυνάμεις μας στο Μυστρά10. Η πόλη αυτή δεν πρόβαλε καμμία αντίσταση∙ ολόκληρη η Αρκαδία, όπου εισχωρήσαμε από γνωστά μας περάσματα, υποτάχθηκε και ο αριθμός των οπαδών μας μεγάλωσε. Το Νησί και το Ναυαρίνο εξακολουθούσαν να βρίσκωνται υπό την κυριαρχία μας∙ η πολιορκημένη Μεθώνη δεν μπορούσε να αντέξη πολύ χρόνο.  Στο μεταξύ ένα σώμα πέντε χιλιάδων Τούρκων ή Αλβανών, με αρχηγό τον Αγή-Ισμάν μπέη (Agi-Isman-Bey), κατευθύνθηκε στο Νησί, κατέλαβε την πόλη αυτή που ήταν ανυπεράσπιστη εκείνο τον καιρό και την παρέδωσε στις φλόγες. Εκεί άρχισαν και οι καταστροφές μας∙ στο Νησί έπεσε ένας από τους ηρωϊκότερους αρχηγούς μας. Αιχμαλωτίσθηκε ο αδελφός κάποιου σπουδαίου Μανιάτη καπετάνιου, ο Μαυρομιχάλης (Marro mikeli)∙ τα βασανιστήρια και η προοπτική ενός φρικτού θανάτου, έκαμψε την δύναμη του χαρακτήρα του: διέφυγε τα βασανιστήριο του ανασκολωπισμού χάρη στην υπόσχεσή του στους Τούρκους να χρησιμοποιήση όλη του την επιβολή στους συμπατριώτες του, για να τους πείση να καταθέσουν τα όπλα και να αποσυρθούν στα βουνά τους. Οι Μανιάτες μας πρόδωσαν και έχοντας πάρει μέρος στην επανάσταση μόνο με την ελπίδα του πλιάτσικου, συμφώνησαν να εγκαταλείψουν την συμμαχία και πράγματι αποτραβήχθηκαν. Οι νικητές όμως Τούρκοι τους κυνήγησαν καθώς υποχωρούσαν και σώθηκαν μόνο αφού δέχθηκαν να καταβάλουν φόρο. Το στράτευμά μας, διωγμένο από τα πυρά της πόλεως αυτής και κάτω από την πίεση των επιθέσεων της παλυάριθμης στρατιωτικής βοήθειας, δεν μπόρεσε να συνεχίση την πολιορκία και εγκατέλειψε τα χαρακώματά του. Η κυριότερη αιτία αυτών των συμφορών ήταν η έλλειψη ομόνοιας ανάμεσα στους συμμάχους∙ κατά την διάρκεια της πολιορκίας αυτής της τελευταίας θέσεως η αμοιβαία δυσαρέσκεια ξέσπασε σφοδρή. Κατηγορούσαμε τους Ρώσους, ότι ήθελαν να μας θυσιάσουν για να καλυφθούν οι ίδιοι από τον κίνδυνο και ότι μας έμπλεξαν απερίσκεπτα σε μία υπόθεση για την επιτυχία της οποίας δεν μας είχαν προσφέρει τη συμφωνημένη βοήθεια. Από τις κατηγορίες φθάσαμε στην ανοιχτή ρήξη και χωρίσαμε. Οι Ρώσοι αποτραβήχθηκαν στο Ναυαρίνο και ο στρατός μας στο νησί της Σφακτηρίας11.

Μωραΐτης νομάς στον θερινό καταυλισμό του. 1808. CASTELLAN
 Στο μεταξύ μάθαμε ότι οι απάνθρωποι Αλβανοί, με την πρόφαση ότι ο πασάς δεν τους είχε καταβάλει τους μισθούς της εκστρατείας, απαιτούσαν την λεηλάτηση των νικημένων. Αυτή η φοβερή συναλλαγή έκλεισε και τους δόθηκε η άδεια του πλιάτσικου για τρεις ημέρες. Έσπευσα αμέσως, επικεφαλής μερικών πιστών συντρόφων που μου απέμειναν, στην υπεράσπιση των εστιών μας. Μας περίμενε ένα φοβερό θέαμα... Οι φλόγες στροβιλίζονταν γύρω από τα σπίτια μας∙ ακούγονταν διαπεραστικές κραυγές∙ έσφαζαν τις οικογένειές μας. Επιταχύναμε το βήμα μας∙ τρέχω στο σπίτι μου∙ είχε αποτεφρωθή. Αναζητώ την αγαπημένη μου κόρη ανάμεσα στους κατοίκους που έφευγαν τρομαγμένοι. Περιπλανιέμαι ανάμεσα στα ερείπια∙ φθάνω στον τόπο αναπαύσεως των προγόνων μας∙ το άσυλο αυτό είχε βεβηλωθή. Αντικρύζω την κόρη μου αγκιστρωμένη στον τάφο της μητέρας της∙ παλεύει με στρατιώτες που προσπαθούν να την αποσπάσουν. Απομακρύνω τους δολοφόνους∙ η κόρη μου με αναγνωρίζει. Οι εχθροί με τη σειρά τους μου επιτίθενται∙ δέχομαι πολλά τραύματα. Οι άρπαγες ορμούν επάνω στο θύμα τους∙ εκείνη μου απλώνει τα χέρια και σε λίγο εξαφανίζεται μαζί τους. Της στέλνω ένα τελευταίο χαιρετισμό και πέφτω αναίσθητος. Οι σύντροφοί μου, αν και αναγκασμένοι να τα βάλουν στα πόδια, δεν με εγκαταλείπουν∙ με αναζητούσαν∙ είδαν ότι ζούσα ακόμα και με πήραν στα βουνά μας. Με τις φροντίδες τους γιατρεύθηκα από τις πληγές μου.
 Ήμασταν προφυλαγμένοι από την μανία των Αλβανών που συνέχιζαν τις συνηθισμένες γι ' αυτούς θηριωδίες. Είχαν συγκεντρώσει από την αρχή του πολέμου αξιόλογη λεία. Την μετέφεραν στην πατρίδα τους. Στη θέα τόσων πλούσιων λαφύρων, οι συμπατριώτες τους θέλησαν να πάρουν μερίδιο. Μπήκαν στην χώρα σε μεγάλους αριθμούς και αφού αιχμαλώτισαν πολλούς νέους και ακρωτηρίασαν όλους όσους δεν είχαν κατορθώσει να δραπετεύσουν για να τους υποχρεώσουν να αποκαλύψουν νέους θησαυρούς, επιτέθηκαν στους ίδιους τους Τούρκους με την δικαιολογία, ότι κατακρατούσαν τις περιουσίες των Ελλήνων που τους ανήκαν σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου. Εισέβαλαν στα σπίτια τους και τα λεηλατούσαν ατιμώρητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε απηυδισμένοι από αυτές τις κακοποιήσεις οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να κλεισθούν μέσα στα οχυρά τους, ενώ οι ληστές έκαναν μπροστά στα μάτια τους κάθε είδους φρικαλεότητες.
 Στο μεταξύ, όταν η Οθωμανική Πύλη έμαθε αυτές τις αναταραχές, έστειλε διαδοχικά στο Μοριά διάφορους πασάδες, στους οποίους ανέθεσε να διώξουν από αυτόν τους Αλβανούς αλλά, είτε επειδή έλειπαν τα αναγκαία μέσα, είτε επειδή εξαγοράσθηκαν από τους αρχηγούς των Αλβανών, από τους οποίους εδέχοντο υπέρογκα ποσά, οι ληστές έμειναν εκεί μέχρι την άφιξη του Καπουδάν-πασά (Capitan-Pacha). Προηγήθηκε μία μοίρα, η οποία κατευθύνθηκε προς το Ναύπλιο και από την οποία απέσπασε μόνο μερικά πλοία για να πλεύσουν στον Κορινθιακό κόλπο. Ο ίδιος ακολουθούσε χερσαία διαδρομή, έκανε πολλές επιστρατεύσεις στη Ρούμελη και μόλις έφθασε στην Κόρινθο κοινοποίησε μία αμνηστεία για τους Έλληνες που τους επέτρεπε να οπλισθούν και να αμυνθούν εναντίον των βιαιοπραγιών των ληστών. Στρατοπέδευσε ύστερα στην πεδιάδα του Άργους, απ' όπου διέταξε τους Αλβανούς να αποσυρθούν στις περιοχές τους, εξασφαλίζοντας την ελεύθερη διέλευση τους και την απόσβεση των χρεών. Οι Αλβανοί αυτοί, χωρισμένοι σε δύο κόμματα ή λαούς, τους Τσεσμέδες (Tchesmes) και τους Μπεκιάρηδες (Bekiares) δεν συμφώνησαν μεταξύ τους γι ' αυτήν την πρόταση∙ οι πρώτοι αποσύρθηκαν ειρηνικά δείχνοντας εμπιστοσύνη στην καλή πίστη αυτής της συνθήκης, οι Μπεκιάρηδες όμως, σύνολα επτά χιλιάδες, εκτιμώντας ότι οι δυνάμεις του Καπουδάν-πασά δεν θα μπορούσαν ποτέ να τους διώξουν από το Μοριά αρνήθηκαν να υπακούσουν και οχυρώθηκαν στην Τριπολιτσά. Αλλά ο Καπουδάν-πασάς, εξαγριωμένος επειδή δεν είχαν αποδεχθή τόσο λογικές προτάσεις, έφυγε κρυφά από το Άργος επικεφαλής επίλεκτου σώματος, έφθασε χαράματα στην Τριπολιτσά και αιφνιδίασε τους στασιαστές, οι οποίοι επρόβαλαν μικρή μόνο αντίσταση. Τρείς χιλιάδες έπεσαν νεκροί στα πεδίο της μάχης∙ οι υπόλοιποι, στην προσπάθειά τους να φύγουν, έπεσαν πάνω σε τουρκικά σώματα τοποθετημένα σε ενέδρες από τον Καπουδάν-πασά. Οι περισσότεροι σφαγιάσθηκαν, οι υπόλοιποι αιχμαλωτίσθηκαν. Οι μισοί από αυτούς οδηγήθηκαν στις γαλέρες στην Κωνσταντινούπολη∙ οι υπόλοιποι εκτελέσθηκαν κατά τα στρατιωτικό νόμο, τα κεφάλια τους σχημάτισαν πυραμίδα και χτίσθηκαν το ένα πάνω στο άλλο με ασβέστη και άμμο, απέναντι από το σερά∙ το φρικτό οικοδόμημα έγινε για να χρησιμεύη ως παράδειγμα και να θυμίζη για πάντα την απομάκρυνση των Αλβανών12 από την άτυχη πατρίδα μας,
 Δεν είχα πάρει μέρος καθόλου σε όλα αυτά τα γεγονότα∙ μάταια προσπαθούσα να απαλύνω τον πόνο μου ταξιδεύοντας με Έλληνες εμπόρους σε πολλές χώρες της Ανατολής, ακόμη και της Ευρώπης. Τέλος επέστρεψα σ΄αυτά εδώ τα βουνά. Το σπίτι των προγόνων μου δεν υπήρχε πιά. Η κόρη μου είχε χαθή για πάντα, οι καλύτεροι φίλοι μου είχαν πεθάνει. Από τότε περιπλανήθηκα σ' αυτά τα μέρη χωρίς να εγκατασταθώ πουθενά∙ τέλος, αφιέρωσα τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μου στην φροντίδα των κοπαδιών που με τρέφουν∙ συνηθίζω τα παιδιά των συμπατριωτών μου σ' αυτήν την νομαδική ζωή. Δεν γνωρίζουν καλοπέραση, αλλά θεωρούν τον εαυτό τους τυχερό για την ολιγάρκεια και κυρίως για την ανεξαρτησία τους».
 Ευχαριστήσαμε τον Μαραΐτη για την καλωσύνη και την ευγένεια που μας έδειξε. Πριν τον αφήσωμε, θελήσαμε να του προσφέρωμε λίγα χρήματα: αρνήθηκε αυτή την προσφορά με κάποια υπεροψία τονίζοντας ότι είχε προσφέρει την φιλοξενία του και δεν μας την είχε καθόλου πουλήσει. Δεν επιμείναμε και τον παρακαλέσαμε να δεχθή τουλάχιστον13 ένα μαντήλι από ινδική μουσελίνα σε ανάμνηση της ευγνωμοσύνης μας. Το πήρε και το έστριψε αμέσως γύρω από το μικρό κόκκινο φεσάκι του, βεβαιώνοντάς μας ότι θα τα φορούσε μερικές φορές. Μας έδωσε έναν οδηγό για να μας συνοδεύση μέχρι το Ναυαρίνο. Επρόκειτο να ξεκουρασθούμε στη μέση της διαδρομής, μέσα στη σπηλιά που χρησιμεύει ως χειμερινό κατάλυμα γι αυτούς τους βοσκούς.

Έλληνας μουσικός διασκεδάζει βοσκούς και ιερέα στην Πελοπόννησο. 1808. CASTELLAN
1. Η πόλη των Πατρών, η βορειότερη του Μοριά, έχει θαυμάσια τοποθεσία στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, σε ίση απόσταση από τη Ρούμελη (Romelie), τα νησιά της Βενετίας και το Νότιο τμήμα του Μοριά∙ γι ' αυτό και το εμπόριό της είναι το πλέον εκτεταμένο της χερσονήσου. Έχει πληθυσμό τριάντα χιλιάδες ψυχές. Το έδαφός της παράγει κορινθιακή σταφίδα, τυριά, μαλλί, ελαιόλαδο, ρακί, σιτάρι, κριθάρι, χονδρό και λεπτό κεχρί, μίλτο, τραγακάνθινο κόμμι, μετάξι, βαμβάκι, τραγόδερμα (cordouan), κερί, κλπ. (Πληροφορία από τον κ. ντε Μπερμόν, γενικό πρόξενο του Μοριά).
2 Οι Έλληνες εξακολουθούν να κατασκευάζουν γλυπτά ξύλινα αγγεία και κύπελλα, μάλλον κακοδουλεμένα, με σχήματα και σχέδια που θυμίζουν τα αρχαία δοχεία συχνά μάλιστα τα βάφουν και βάζουν ένθετα κομμάτια ελεφαντόδοντο, σιντέφι ή ταρτατούγα.
3. Δεν γνωρίζω καθόλου το καλαμπόκι (calembrock) τουλάχιστον με την ονομασία που του δίνουν σ' αυτή τη χώρα. Είναι ένα δημητριακό με όψη που θυμίζει ορισμένα βούρλα. Τα φύλλα του, μακρόστενα και μυτερά, συνδέονται άμεσα και αλληλοδιαδοχικά κατά μήκος ενός ψηλού και χονδρού μίσχου. Ο στάχυς του σχηματίζει μία κεφαλή που μοιάζει με το κρεμμύδι, όταν ωριμάζη. Το ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού είναι εύγευστο, αλλά έχει χρώμα σταχτί και είναι δύσπεπτο∙ αυτό ίσως να οφείλεται στον τρόπο παρασκευής του.
 Ο Μπελόν (Belon), Βιβ.ΙΙ, σελ.156 περιγράφει ένα δημητριακό που μοιάζει με το «σόργο» (Sorgo) (λιανοκαλάμποκο) της Λομβαρδίας αλλά αυτό το τελευταία έχει χρώμα κοκκινωπό, ενώ το άλλο είναι άσπρο. Ονομάζεται στα αραβικά "καρεομάν" (Kereoman). Το άχυρό του έχει πάχος αντίχειρα∙ το χρησιμοποιούν για να ανάψουν φωτιά. Με το αλεύρι του πλάθουν γαλέτες (gellettes) εξαιρετικά λεπτές, τις οποίες ψήνουν στον ήλιο, ή με την μέθοδο των Ρωμαίων στρατιωτών, οι οποίοι ζέσταιναν μία πλίνθο στερεωμένη σε δύο πέτρες πάνω στη φωτιά όπου είχαν απλώσει τη ζύμη. Το ίδιο είδος σιταριού παράγεται στην Ήπειρο ή στην Αλβανία. Εισάγεται στην Κέρκυρα ως τροφή των περιστεριών.
Το καλαμπόκι μοιάζει κάπως με το κεχρί (=hougue), "holcus spicatus", σε καρποφιρία, γνωστό επίσης και με την ονομασία "κουσκού" (couscou) στην Αφρική και με την ονομασία «κεχρί-λαμπάδα» (mil a chandelle) επειδή ο στάχυς του είναι μακρόστενος. Αυτό το «κουσκού» είναι μία τροφή των Αφρικανών, που αργότερα μεταφέρθηκε στην Αμερική. Διαφέρει από το καλαμπόκι, γιατί τα στέλεχος του δεύτερου έχει σχήμα σφαιρικό ή ωοειδές (spherique ou ovale), ενώ το στέλεχος του κουσκού είναι μάλλον μακρόστενο. Το σχήμα του φαλαρέως (phalaris canariensis) είναι μάλλον ωοειδές∙ δεν θεωρείται όμως κατάλληλο για τροφή του ανθρώπου.
4. Η αρχαία Μεθώνη, η οποία ανήκε στην Μεσσηνία.
5. Πίνακας 9.
6. Στην διήγησή μου δεν επέμενα στις συνθήκες του πολέμου του 1770, που αναφέρονται σε πολλά έργα, μεταξύ άλλων και στό έργο του κ. ντε Σουαζέλ-Γκουφιέ (M. de Choiseul-Gouffier), και κράτησα μόνο εκείνες που ήταν απαραίτητες για να συνθέσω τα μέρη αυτής της διηγήσεως. Ανέφερα όμως λεπτομέρειες πολύ λίγο γνωστές, ώς προς τα αίτια αυτού του πολέμου και τα επακόλουθά του. Αυτά τα γεγονότα επιβεβαίωσε ο κ ντε Μπερμόν, γενικός πρόξενος του Μοριά, όπως θα δούμε στην επόμενη σημείωση.
7. Φάνηκε πράγματι στα 1667 ένας Ρώσος απεσταλμένος, ο οποίος με το όνομα Αγά-Μουράντ (Agi-Μurad) και τη στολή του Ιμάμη (Iman), διέτρεξε ολόκληρο το Μοριά, τον επιθεώρησε με μεγάλη προσοχή και όταν βεβαιώθηκε ότι οι Έλληνες είχαν κουρασθή από τον ζυγό και ότι επιθυμούσαν ολόψυχα να τον αποτινάξουν, επικοινώνησε, με την μεσολάβηση κάποιου Παναγιώτη Μπενάκη, κοτζάμπαση της Καλαμάτας (Panagoty Benaky, Cojabaky de Calamate) από τους αξιολογώτερους του Μοριά, με τους επισκόπους, αρχιεπισκόπους και τους κοτζαμπάσηδες με την μεγαλύτερη επιρροή. Τους υποσχέθηκε την βοήθεια και την προστασία της αυτοκράτειρας με την προϋπόθεση να τον διαβεβαιώσουν για την αφοσίωση και την πίστη τους. Σύμφωνα πάντα με την κοινή γνώμη, αυτός ο Μπενάκης, έχοντας βάσιμους φόβους ότι η Πύλη θα τον τιμωρούσε για την επιρροή που ασκούσε στην χώρα του, δεν βρήκε άλλο μέσο για να αποτρέψη το σπαθί που απειλούσε το κεφάλι του από την αφοσίωση του στα συμφέροντα της αυτοκράτειρας της Ρωσίας και με το στόχο αυτό παρουσίασε το σχέδιο της εισβολής στον Μοριά κατά τρόπον ώστε να δελεάση την φιλοδοξία της Αικατερίνης. Όπως και να έχη το πράγμα, οι σπουδαιότεροι Έλληνες κομπάζοντας για την πρόταση αυτή που κολάκευε τόσο την ματαιοδοξία τους και άνοιγε τόσο μεγάλες προοπτικές στην φιλοδοξία τους, ανταποκρίθηκαν με διαβεβαιώσεις αφοσιώσεως και ευγνωμοσύνης στην ευεργέτιδά τους και υποσχέθηκαν να χρησιμοποιήσουν όλη την επιρροή τους για να προετοιμάσουν τον λαό να υποδεχθή τους Ρώσους ως απελευθερωτές. Δεν εδίστασαν να διακηρύξουν ότι, εάν η αυτοκράτειρα έστελνε στον Μοριά ένα στόλο (escadre = ναυτική δύναμη δέκα μέχρι είκοσι έξι πλοίων με ναύαρχο) με τον οπλισμό που έλειπε από τους Έλληνες, θα συναντούσε πενήντα έως εξήντα χιλιάδες εθελοντές έτοιμους να πολεμήσουν υπό τις διαταγές των αξιωματικών τους, να νικήσουν χωρίς μεγάλες απώλειες τον μικρό αριθμό των Τούρκων δυναστών και να κυριεύσουν την χώρα τους και τα οχυρά τους. Μετά από αυτές τις τόσο θετικές διαβεβαιώσεις, ο Αγά-Μουράντ ετοιμάσθηκε να επιστρέψη στην Ρωσία∙ υποσχέθηκε στους συνωμότες να χρησιμοποιήση όλη την επιρροή του στην αυτοκράτειρα για να την πείση να υιοθετήση αυτό το σχέδιο εισβολής και δεν άργησε να τους πληροφορήση για την επιτυχία των διαβημάτων του. Οι επίσκοποι και οι κοτζαμπάσηδες (cojabakys) πιστοί στις υποσχέσεις τους, έκαναν τα πάντα για να προετοιμάσουν τα πνεύματα οξύνοντας τα εναντίον των Τούρκων και εκθειάζωντας την διοίκηση των πριγκίπων, οι οποίοι ανήκαν στο ίδιο δόγμα∙ όταν όμως επλησίασε η στιγμή της εκστρατείας δεν απέκρυψαν τίποτε στους ομοεθνείς τους. Οι παπάδες (Papas) έλαβαν την εντολή να αναγγείλουν το μεγάλο μυστικό, χρησιμοποιώντας την δεισιδαιμονία των Ελλήνων ως όπλο για να μην αποκαλυφθή στους Τούρκους.
 Το μυστικό όμως αυτό, γνωστό σε τόσο κόσμο, δεν κατόρθωσαν να τα κρατήσουν τόσο απαράβατα κρυφό, ώστε οι Τούρκοι να μην αντιληφθούν τίποτε∙ αντί όμως να φθάσουν στην πηγή αυτών των συγκεχυμένων φημών, με την τόσο μεγάλη σημασία, εφησύχασαν αμέριμνοι, πράγμα που τους εστοίχισε κατόπιν ακριβά.
 Ο κ. Λεμαίρ (M. Lemaire), ο τότε πρόξενος της Γαλλίας στην Κορώνη, αδιαφόρησε στην έκθεση που του δόθηκε σχετικά με την φυσική αλαζονεία των Ελλήνων και μόνον όταν αντελήφθη με το τηλεσκόπιό του πέντε ρωσικά πλοία να περιπλέουν τις ακτές της Μάνης, αναγνώρισε την ορθότητα της εκθέσεως. Έσπευσε να μεταδώση την είδηση στον μουτζελίμη (Mutzelim) του Μοριά, ο οποίος διέμενε στην Τριπολιτσά και ο ίδιος ετοιμάσθηκε να επιβιβασθή μαζί με όλους τους συμπατριώτες του σε γαλλικό πλοίο που ήταν στο λιμάνι, για να προφυλαχθή από τις βιαιότητες των απειθάρχητων Ελλήνων. Ο μουτζελίμης του Μοριά, κατόπιν συμβουλής του κ. Λεμαίρ, έσπευσε να καλέση τους προύχοντες των περιχώρων της Τριπολιτσάς, διεμήνυσε την είδηση αυτή στον πασά, ο οποίος έδρευε στο Ναύπλιο και αμέσως κλήθηκαν οι Αλβανοί για την υπεράσπιση του Μοριά. Εκείνοι έσπευσαν και αφού έσωσαν αυτή την χερσόνησο από την επικράτηση των Ελληνο-Ρώσων (Greco- Russes), ερήμωσαν αυτή την όμορφη επαρχία και την εκάλυψαν με πληγή, που δεν μπόρεσαν να επουλώσουν είκοσι χρόνια ησυχίας. (Σημείωση από τον κ. ντε Μπερμόν)
8. Στις 28 Φεβρουαρίου 1770 ο ρωσικός στόλος υπό τις διαταγές του κόμη Ορλώφ (Orlow), προσορμίσθηκε στο Οίτυλο (Vitolo), στην δυτική ακτή της Μάνης. Παρέμεινε εκεί μέχρι να ναυπηγηθούν δύο γαλιότες (galiotes), για τις οποίες είχαν ήδη προετοιμάσει την ξυλεία και την είχαν μεταφέρει μερικές μέρες νωρίτερα. Την καθυστέρηση αυτή εκμεταλλεύθηκαν οι Τούρκοι της Κορώνης και της Τριπολιτσάς για να αναδιοργανωθούν και να καταλάβουν αμυντικές θέσεις, (Η πληροφορία από τον Κ. ντε Μπερμόν).
9. Σύγχρονη πόλη, βρίσκεται στην περιοχή η οποία ήταν τμήμα της αρχαίας Αρκαδίας ανάμεσα στις σπουδαίες πόλεις της Τεγέας και της Μαντίνειας.
10. Σύγχρονη πόλη, βρίσκεται σε απόσταση τριών τετάρτων της λεύγας από την αρχαία Σπάρτη.
11. Την ίδια εποχή ο ναύαρχος Έλβινστον (Elvinston), ο οποίος έφθασε για να ενισχύση το στόλο του κόμη Ορλώφ (Orlow), δεν μπόρεσε να εντοπίση τα νησιά Σαπιέντσες (Sapiences) και έσπευσε στον κόλπο του Ναυπλίου, όπου έσπειρε τον τρόμο και την σύγχυση στις ακτές, και ενώθηκε με τον κόμητα Ορλώφ μόνο αφού χάθηκε κάθε ελπίδα για την επιτυχία της εκστρατείας στον Μοριά.
Λίγο αργότερα μαθεύθηκε ότι ο Καπουδάν-πασάς (Capitan-Pacha) είχε φθάσει στο Ναύπλιο. Ο ναύαρχος Έλβινστον κατευθύνθηκε εκεί με τέσσερα πολεμικά πλοία με τηλεβόλα για να επιθεωρήση την τουρκική μοίρα∙ αυτή απετελεί τα από δέκα καρέλλες (carelles) και μερικές γαλιότες (galiotes) και Kirlanguiths (ταχύπλοα πλοιάρια που ακολουθούν τη ναυαρχίδα). Ο Έλβινστον επεχείρησε να εμπλακή σε ναυμαχία, η οποία όμως υπήρξε άσημαντη∙ αφού ήλθε να δώση αναφορά γι ' αυτήν την ναυμαχία στον στρατηγό Ορλώφ στο Ναυαρίνα, η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε, αφού κατέστρεψαν πρώτα τις οχυρώσεις της. Ο Ορλώφ άρχισε την καταδίωξη του τουρκικού στόλου, τον οποίο συνάντησε στον Τσεσμέ (Tchesme), μπροστά στη Χίο (Scίο), όπου και τον επυρπόλησε. (Σημείωση από τον κ. ντε Μπερμόν.)
12. Η εκδίωξη των Αλβανών από τον Μοριά συνέβη στα 1779, εννέα χρόνια αφ ότου εκδιώχθηκαν οι Ρώσοι από την Πελοπόννησο.
13. Από την αρχαία εποχή ο οικοδεσπότης απέρριπτε κάθε χρηματική αμοιβή. Ζητούσε ή έπαιρνε ένα μικρό ενθύμια για την φιλοξενία του. Είναι τα «ξένιο» (Xenia) των αρχαίων Ελλήνων και το (tessera hospitalis) των Ρωμαίων.

Οθωμανικά μαυσωλεία και επιτύμβιες στήλες κάπου στην Πελοπόννησο. 1808. CASTELLA
EΠΙΣΤΟΛΗ XX
27 Ιουνίου
Αναχώρηση από τον καταυλισμό∙ φαντασμαγορική φωτεινή αντανάκλαση το ηλιοβασίλεμα∙ πυγολαμπίδες-έντομα (lucciole)∙ χειμερινή κατοικία βοσκών∙ ερείπια μικρού αρχαίου μνημείου∙ πηγή μεταλλικού νερού∙ αρχαίο χαράκωμα∙ θέα της πεδιάδας του Ναυαρίνου.

 Το δειλινό ανεβήκαμε πάλι στα άλογα. Ο οδηγός μας, ένα παιδί δέκα έως δώδεκα χρόνων, εξαιρετικά ζωηρό, έτρεχε μπροστά μας. Προχωρήσαμε λίγη ώρα ανάμεσα από λόφους καλυμμένους από ανθισμένα αρωματικά βότανα που ευωδίαζαν την ατμόσφαιρα. Πάνω από ένα ύψωμα αντικρύσαμε ξαφνικά την θάλασσα: ο ήλιος έδυε εκείνη τη στιγμή μέσα στα νερά της και απολαύσαμε ένα γνωστό μας φαινόμενο, που αυτή τη φορά όμως μας εντυπωσίασε περισσότερο. Καθώς ο φωτεινός δίσκος πλησίαζε τον ορίζοντα φαινόταν να επιταχύνη την τροχιά του και όταν εξαφανίσθηκε, η νύχτα φάνηκε να ξεδιπλώνη απότομα τα πέπλα της.
 Μπήκαμε ύστερα σε ένα δάσος από δάφνες. Ο δρόμος ήταν ομαλός∙ βαδίζαμε ήρεμα κάτω από τους θόλους που εσχημάτιζαν οι λεμονιές, οι δάφνες και τα γιασεμιά1.
 Τον δρόμο μας φώτιζε ένα πλήθος εντόμων, όμοια με τις δικές μας φωτεινές κάμπιες, που ονομάζονται στην Ιταλία "lucciole". Αυτά τα έντομα γέμιζαν την ατμόσφαιρα, διέγραφαν στον αέρα φωτεινές τροχιές που έσμιγαν από διάφορες κατευθύνσεις, ή κρέμονταν από τα κλωνάρια, όμοια με δέσμες από μπριλάντια. Μερικές φορές ο άνεμος τα έδιωχνε κατά μυριάδες σε πυκνές στήλες που έμοιαζαν να φλογίζουν την ατμόσφαιρα στο πέρασμά τους. Αυτό το θέαμα, συνδυασμένο με τη θέα του ουρανού που έλαμπε με μία λάμψη άγνωστη στα κλίματα μας, παρουσίαζε ένα εκπληκτικά πλούσιο θέαμα.
 Ταξιδεύαμε ήδη αρκετές ώρες, όταν ο νεαρός οδηγός μας, μας ανήγγειλε ότι πλησιάζαμε στη χειμερινή κατοικία του. Μας γύρισε προς την κατεύθυνση του βουνού περνώντας μέσα από μία θαμνώδη έκταση, μετακίνησε μερικά δεμάτια από βάτα και ανακαλύψαμε πίσω τους ένα μονοπάτι χαραγμένο μέσα στο βράχο, με μία ελαφρή κλίση, αρκετή για να επιτρέπη στα κοπάδια αλλά και στα άλογά μας να το ανηφορίσουν με ευκολία. Το πέρασμα αυτό μας έφερε στην είσοδο της σπηλιάς (Πίνακας 18) Με έκπληξη βρήκαμε εκεί πολλές όρθιες στήλες, λείψανα ενός μικρού αρχαίου μνημείου. Είχαν απλώσει από την μία στήλη στην άλλη κληματαριές σχηματίζοντας ένα θόλο και με τα φύλλα τους έκρυβαν ένα τμήμα από την είσοδο της σπηλιάς, Μπήκαμε μέσα∙ στο βάθος ανάβλυζε μία πηγή από μία σχισμή του βράχου και τα νερά της έπεφταν μέσα σε μία φυσική δεξαμενή, περνώντας απ' εκεί ορμητικά μέσα σε μία κοιλότητα, της οποίας το βάθος μάταια προσπαθήσαμε να μετρήσωμε.
 Ο νεαρός Μοραΐτης εζήτησε τη βοήθειά μας για να μετακινήση τμήμα του βράχου που έφραζε ένα είδος χαμηλής εισόδου, σε μία από τις εσωτερικές πλευρές της σπηλιάς. Κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια και επέστρεψε φέρνοντας ρητινούχα κλαδιά, αλειμμένα με λίπος, τα οποία άναψαν αμέσως∙ με τη βοήθεια αυτού του φωτισμού μπήκαμε και εμείς σε μία υπόγεια αίθουσα όπου οι Μοραΐτες είχαν αποθηκεύσει χειμερινές προμήθειες, καθώς επίσης και ψάθες, προβιές ζώων, διάφορα εργαλεία και σωρούς από ξύλα και άχυρο. Μεταφέραμε ό,τι μας ήταν απαραίτητο στην είσοδο, κάτω από τη δράνα, όπου άναψαν φωτιά.
 Υπήρχαν στην αρχαία Πελοπόννησο σπηλιές αφιερωμένες σε διάφορες θεότητες∙ αυτή εδώ η σπηλιά θα μπορούσε να ανήκη σε αυτό το είδος. Οι στήλες που βρίσκονται στην είσοδο υποβάσταζαν το πρόθυρο ή περιστύλιο αυτού του αρχαίου υπόγειου ναού. Η πηγή που αναβλύζει εκεί πρέπει να ήταν ιερή και θα πρέπει να είχε κάποια άγνωστη σε μας ιδιότητα, η οποία την είχε κάνει διάσημη.
Δοκιμάσαμε αυτό το νερό∙ είχε μία ελαφριά μεταλλική γεύση και ο βοσκός μας εβεβαίωσε πως μπορούσαμε να το πιούμε άφοβα.
 Αφού ξεκουρασθήκαμε, τοποθετήσαμε το κάθε πράγμα στη θέση του∙ και επειδή είχαμε μπροστά μας μία αρκετά μεγάλη διαδρομή για να φθάσωμε στο Ναυαρίνο, ξεκινήσαμε πριν το χάραμα. Οι Έλληνες οδηγοί μας πήγαιναν μπροστά κρατώντας αναμμένα δαδιά. Μετά από πολλές στροφές φθάσαμε σε ένα όρυγμα χαραγμένο στο βράχο με σμίλη και ανοιγμένο σε ίσια γραμμή. Η κλίση του ήταν σχεδόν ανεπαίσθητη∙ η σκληρή πέτρα του υπεδάφους σκάφθηκε από την τριβή των τροχών που άφησαν επάνω της βαθειά ίχνη. Ανάμεσα στα τοιχώματα του βράχου, υπήρχε μόνον ο απαραίτητος χώρος για ένα άρμα το οποίο, όταν έμπαινε στην τάφρο, δεν μπορούσε πλέον να στραφή πίσω. Αυτός ο δρόμος είναι οπωσδήποτε αρχαίος∙ οδηγούσε στη σπηλιά, όπου μπορούσε κανείς να φθάση μόνο από αυτόν, χωρίς να μπορή να ακολουθήση την ίδια διαδρομή στην επιστροφή. Αυτή η ιδιαιτερότητα θα μπορούσε να ρίξη φώς σε αυτό το περίεργο μνημείο.
 Όταν βγήκαμε από αυτό το πέρασμα διατρέξαμε μία ορεινή περιοχή και πολλή ώρα μετά την ανατολή του ήλιου, αφού περάσαμε την κορφή ενός γυμνού βουνού, διακρίναμε την πεδιάδα του Ναυαρίνου (Πιν. 19). Οι οδηγοί μας, στους οποίους είχαμε επανειλημμένα αναφέρει το όνομα αυτής της πόλεως, δεν εγνώριζαν αυτό το όνομα και μας οδηγούσαν, όπως έλεγαν, στο Νεόκαστρον (Neocastron), ή Αγνό-καστρον (Agno Castrum)∙ αλλά από τη θέα που ανοιγόταν μπροστά μας, αναγνωρίσαμε με ευκολία την τοποθεσία της αρχαίας Πύλου. Πέρα από τους θάμνους διακρίναμε ένα αρχαίο υδραγωγείο που χανόταν μακριά μέσα στις πλαγιές του βουνού για να φανή πάλι αργότερα μέσα στην πεδιάδα∙ εκεί, μετά από πολλούς ελιγμούς που έκανε ανυψωμένο επάνω σε αψίδες, έφθανε τέλος στα αρχαία τείχη του φρουρίου. Ο απόκρημνος βράχος, όπου είναι κτισμένο το φρούριο, μας επέτρεπε να διακρίνωμε ένα μόνο τμήμα της πόλεως η οποία είναι κτισμένη απέναντι από τη θάλασσα. Πέρα από το οχυρό και την πόλη, διακρίνεται το λιμάνι, αριστερά του λιμανιού υψώνεται το νησί της Σφακτηρίας (Sphacterie), τόπος ενταφιασμού μιάς αρχαίας λακεδαιμονικής κοόρτης (σπείρας)2. Κατόπιν πίσω από τα βουνά που κυκλώνουν το λιμάνι, διακρίνεται ο όρμος και η ανοιχτή θάλασσα που φθάνει μέχρι τον ορίζοντα. Αυτή η πανοραμική θέα, που δεν μπορεί να συλλάβη κανείς εάν δεν σταθή με την φαντασία του επάνω στο ύψωμα, όπου στεκόμασταν εμείς, ήταν επιβλητική τόσο για την απεραντοσύνη της, όσο και για τις ενδιαφέρουσες λεπτομέρειές της. Το σχέδιό μου θα σας δώση μία αμυδρή ιδέα γι' αυτό.

1. Στην Ανατολή το γιασεμί είναι ένα δενδρύλλιο αρκετά υψηλόκορμο∙ διαλέγουν τα καλύτερα κλαδιά για να κατασκευάσουν περιζήτητους σωλήνες για πίπες.
2. Θουκυδίδης, βιβ IV.

Πίν.18 : Ευρωπαίοι ταξιδιώτες ξαποσταίνουν στα ερείπια αρχαίου κτίσματος, κάπου στη Μεσσηνία. 1808. CASTELLAN.
EΠΙΣΤΟΛH XXI
Από το Ναυαρίνο, 28 Ιουνίου
Αφιλόξενη υποδοχή από Έλληνα πράκτορα της Γαλλίας∙ πόλη του Ναυαρίνου∙ αρχαίο υδραγωγείο∙ κρήνη σκαλισμένη μέσα στο βράχο∙ είσοδος του λιμανιού∙ εντυπωσιακός βράχος∙ νησί Σφακτηρία.

 Ο Ζακυνθινός μας άφησε στις πύλες της πόλεως για να επισκεφθή κάποιον συμπατριώτη του, αφού μας υποσχέθηκε να μας συναντήση το βράδυ και εμείς επήγαμε στο σπίτι κάποιου Έλληνα πράκτορα της Γαλλίας, για τον οποίον μας είχαν δώσει συστατικές επιστολές.
 Ο οδηγός μας ανέλαβε να καλύψη τα έξοδα του νεαρού συντρόφου του. Φεύγοντας κρεμάσαμε στο λαιμό του ένα βενετσιάνικο φλουρί∙ δεν θα μπορούσαμε να είχαμε προσφέρει σ' αυτό το παιδί ένα πιο ευπρόσδεκτο δώρο. Κυκλοφορούν πολλά τέτοια τρυπημένα φλουριά που οι Έλληνες χρησιμοποιούν ως κοσμήματα. Οι γυναίκες φτιάχνουν μ' αυτά περιλαίμια, τα δένουν στις άκρες κάθε μιάς από τις μακριές πλεξίδες τους, στολίζουν μ' αυτά το μάλλινο φεσάκι που φορούν στη κορυφή του κεφαλιού.
 Μπήκαμε σε μία εσωτερική αυλή, την οποία σκίαζαν ωραίες πορτοκαλιές, όπως στολίζουν και τις περισσότερες αυλές της πόλεως.
 Αφού μας άφησαν να περιμένωμε για αρκετή ώρα σε μία χαμηλοτάβανη αίθουσα, μας παρουσίασαν στο νοικοκύρη καθισμένο στο βάθος της αίθουσας, πάνω σε ντιβάνι, περιτριγυρισμένο από πολλά άλλα άτομα.
 Μας εχαιρέτησε με απροθυμία, πήρε τις συστατικές επιστολές μας και τις έβαλε κάτω από ένα μαξιλάρι χωρίς να τις διαβάση, συνεχίζοντας τη συζήτηση με τους διπλανούς του και καπνίζοντας κατά διαστήματα αδιάφορα την πίπα του. Είναι αλήθεια ότι η περιβολή μας προκαλούσε λιγότερο σεβασμό και περισσότερη συμπόνοια. Πρόχειρα ντυμένοι, με χοντροκομμένη ντόπια ενδυμασία, κακοποιημένη επί πλέον από αγκαθωτά βάτα και τις άλλες περιπέτειες του ταξιδιού μας, τα όπλα μας, η σκόνη που μας κάλυπτε, μας έδιναν μάλλον την όψη ληστών παρά Γάλλων αξιωματικών∙ η εμφάνισή μας αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τη βαρυφορτωμένη από κεντήματα ενδυμασία των πλούσιων Μοραϊτών. Στο μεταξύ, εκνευρισμένοι από αυτή την ανατολίτικη απάθεια, την οποία πολλοί Έλληνες προσπαθούν να αντιγράψουν από τους Τούρκους και μη βλέποντας να φθάνουν τα αναψυκτικά που είχαμε ανάγκη, σηκωθήκαμε με την ίδια αγένεια που μας είχαν δείξει και βγήκαμε αμέσως από αυτό το αφιλόξενο σπίτι. Μη γνωρίζοντας που να βρούμε το Ζακυνθινό, ο οποίος μας διευκόλυνε πολύ ως διερμηνέας, χρησιμοποιήσαμε τα εκφραστικά νεύματα των βασικών αναγκών που είναι ευκολονόητα. Έτσι, ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο απευθυνθήκαμε μας δέχθηκε στο σπίτι του. Την ώρα που αρχίζαμε ένα αρκετά φτωχικό δείπνο, ο γραμματικός του πρώτου νοικοκύρη κατέφθασε βιαστικά και μας ανήγγειλε σε γαλλική γλώσσα, ότι ο κύριός του θορυβημένος από την απότομη αναχώρησή μας, τον έστειλε να μας παρακαλέση να γυρίσωμε στο σπίτι του. Αρχίσαμε να συζητούμε μεταξύ μας για το τι έπρεπε να κάνωμε: μας πιέζει, μας ζητά συγγνώμη, μας διαβεβαιώνει ότι θα επανορθώσουν με τις πιό λεπτές περιποιήσεις μία ακούσια παρεξήγηση. Αποφασίσαμε ότι μπορούσαμε να υποχωρήσαμε μπροστά σε τόσο ευγενικές παρακλήσεις. Οι επιστολές του γενικού προξένου του Μοριά είχαν προκαλέσει αυτή τη ριζική μεταστροφή. Ο Έλληνας, εξευγενισμένος αυτή τη φορά, μας υποδέχεται με σεβασμό∙ μας καλεί στο ιδιαίτερο διαμέρισμά του και μας δίνει τιμητική θέση. Αμέσως μας φέρνουν νερό να νιφθούμε∙ μας ραντίζουν με ανθόνερο∙ μας προσφέρουν καφέ μόκα σε φλυντζάνια πορσελάνης, στηριγμένα σε ωραίες θήκες με ασημένια διακόσμηση (φιλιγκράν)∙ ένα επίχρυσο σκεύος γεμάτο ευωδιαστά ζαχαρωτά, σορβέτι με παγωτό, πίπες στολισμένες με κεχριμπάρι∙ μας προσφέρουν ό,τι πιό εκλεκτό μπορεί να δώση η ελληνική πολυτέλεια και μετά από λίγη ώρα μας παραθέτουν ένα εξαιρετικό γεύμα. Ο Έλληνας από ευγένεια ήταν παρών στο γεύμα, χωρίς όμως να συμμετέχη. Αποσύρθηκε έπειτα για να μας αφήση να αναπαυθούμε. Φαίνεται ότι αυτές οι περιποιήσεις ήσαν μάλλον αποτέλεσμα φόβου παρά εγκαρδιότητας και λυπηθήκαμε που συναντήσαμε ένα Μοραΐτη με τέτοιο χαρακτήρα. Με λύπη μου είμαι αναγκασμένος να ομολογήσω ότι οι ίδιοι αυτοί Έλληνες, όταν μείνουν ανεπηρέαστοι από εξωτερικούς παράγοντες, διατηρούν έμφυτες αρετές, σπάνιες σε λαούς περισσότερο πολιτισμένους. Διεφθάρησαν όμως από τη συναναστροφή τους με εκείνους που οναμάζουν Φράγκους και των οποίων τα ελαττώματα δανείσθηκαν. Στις παραθαλάσσιες κυρίως πόλεις, που είναι εμπορικά λιμάνια (σκάλες), παρατηρεί κανείς την μοιραία αυτή επίδραση. Η καπηλεία και η τοκογλυφία εταπείνωσαν εκεί τις ψυχές∙ η δίψα του κέρδους δημιούργησε την κακοπιστία∙ τα πλούτη γέννησαν την αλαζονεία∙ ο φόβος της λεηλασίας του πλούτου τους από τον τουρκικό δεσποτισμό έκανε τους κατόχους κρυψίβουλους και δουλοπρεπείς. Με λίγα λόγια, δεν πρέπει να αναζητήση κανείς τον ελληνικό χαρακτήρα στα παράλια∙ μόνο στους ορεινούς τόπους, μακριά από τους πολυσύχναστους δρόμους, βρίσκει κανείς την ειλικρίνεια, την καλωσύνη, τις αρετές της φιλοξενίας, τις οποίες περιγράψαμε με συγκίνηση σε προηγούμενη επιστολή. Ο γραμματικός του νοικοκύρη μας ήρθε να μας ρωτήση εάν είχαμε κάποιες παραγγελίες. Τον παρακαλέσαμε να μας δείξη την πόλη. Τα σπίτια, ιδιαίτερα εκείνα που βρίσκονται κατά μήκος της προκυμαίας, είναι καλοκτισμένα∙ οι πορτοκαλιές και οι φοίνικες, ανάμεσα στις οικοδομές, τους δίνουν μία όμορφη εμφάνιση. Η είσοδος του λιμανιού που βρίσκεται αριστερά, ανάμεσα στην άκρη του νησιού Σφακτηρία και της ακτής, είναι εντυπωσιακή. Υπάρχει εκεί ένας τεράστιος βράχος σχεδόν απομονωμένος και σκαμμένος σε όλο του το πάχος. Μέσα από αυτό το πολύ μεγάλο άνοιγμα, σε σχήμα θόλου, φαίνεται το πέλαγος.

Πίν. 19: Άποψη του φρουρίου της Πύλου (Νιόκαστρο) και του όρμου του Ναβαρίνου με τη νήσο Σφακτηρία. 1808. CASTELLAN.
 Έπρεπε να πάρωμε ειδική άδεια από τον διοικητή του φρουρίου για να το δούμε λεπτομερώς. Γνωρίζαμε τη βραδύτητα αυτού του είδους των διαπραγματεύσεων∙ γι αυτό προτιμήσαμε να επιστρέψαμε στα αρχαία κτίσματα που είχαμε παρατηρήσει φθάνοντας.
 Το υδραγωγείο, σε καλή κατάσταση, εξακολουθεί να φέρνη στην πόλη νερό μάλλον κακής ποιότητας. Η κατασκευή του είναι γερή και αν κρίνη κανείς από το πλάτος του και τα ερειπωμένα υπολείμματα που είδαμε σε απόσταση αρκετών μιλίων από εδώ, έπρεπε να μετέφερε άλλοτε έναν τεράστιο όγκο νερού. Σχηματίζει πολυάριθμες γωνίες μέσα στην πεδιάδα. Στηρίζεται πάνω σε αψίδες, από τις οποίες στέκονται ακόμη περίπου εκατό, αρκετά ψηλές και αραιές, και ακολουθούν την κλίση του εδάφους. Στα χαμηλότερα τμήματα υπάρχει διπλή σειρά αψίδων ή μικρότερα τόξα στα ενδιάμεσα κάθε μιας από αυτές, με σκοπό να ελαφρύνουν την οικοδομή.
 Σε μία από τις γωνίες που βρίσκονται κοντά στα τείχη του φρουρίου στέκεται επάνω στο υδραγωγείο μία απομονωμένη αψίδα κτισμένη στο πλάτος του∙ δεν γνωρίζω τα σκοπό αυτής της κατασκευής. Σε μικρή απόσταση υπάρχει ένα λατομείο με ωραία πετρώματα∙ υπάρχουν ακόμη εκεί ογκόλιθοι σχεδόν τελείως αποκομμένοι από τα συμπαγή βράχο και κολώνες σχεδόν λαξευμένες.
 Παρατηρήσαμε επίσης στην είσοδο της πόλεως μία βρύση σκαμμένη με επιμέλεια κάτω από βράχο, με τεχνητές όχθες και μεγάλη δεξαμενή∙ το νερό της, που έφθανε από το υδραγωγείο στην πόλη, έχει σχεδόν στερέψει. (Πίνακας 20).
 Το υδραγωγείο και οι υπόλοιπες αρχαίες οικοδομές του Ναυαρίνου, δίνουν την εντύπωση ότι υπήρχε άλλοτε σ' αυτή την τοποθεσία μία αρκετά σημαντική πόλη.
 Ηταν άραγε η πόλη της Πύλου; Πάντως, κατά γενική ομολογία, εντοπίζεται στην άλλη άκρη του λιμανιού, κι αυτή απέναντι στο νησί Σφακτηρία. Όπως και να έχη το ζήτημα, η θέα αυτών των ένδοξων τόπων, σε συνδυασμό με την περιγραφή τους από τον Θουκυδίδη, έναν από τους πιο ακριβολόγους συγγραφείς της αρχαιότητας, μου δημιούργησε αυτή την αμφιβολία σχετικά με την πραγματική τοποθεσία της αρχαίας Πύλου. Ας μου επιτραπή να κάνω επάνω σ' αυτό το θέμα ορισμένες παρατηρήσεις και να τις υποβάλλω επί πλέον στην φωτισμένη κρίση των αρχαιολόγων.
 Να λοιπόν η περιγραφή που δίνει ο Θουκυδίδης για την πόλη της Πύλου και των περιοχών της1.
 Αυτή η τοπογραφική περιγραφή συμπίπτει με την τοποθεσία του Ναυαρίνου, η οποία είναι ακριβώς η ίδια. Αυτό το οροπέδιο είναι απόκρημνο από όλες του τις πλευρές, εκτός από εκείνη του λιμανιού∙ εξακολουθεί να υπάρχη μία πηγή μέσα στα φρούριο και το νερό που διοχετεύεται στις υπόλοιπες βρύσες μεταφέρεται από μεγάλη απόσταση από ένα υδραγωγείο. Τα περίχωρα της πόλεως είναι άνυδρα, ενώ στην αντίθετη πλευρά και πέρα από το λιμάνι, στη τοποθεσία όπου υποθέτουν ότι ήταν η Πύλος, η ποσότητα του νερού είναι τόσο μεγάλη, ώστε οι ακτές είναι βαλτώδεις. Στο σημείο αυτό η ακτή και το νησί της Σφακτηρίας χαμηλώνουν και σχεδόν ενώνονται με αποτέλεσμα να γίνεται πιο ευπρόσιτη η ακτή. Αυτό δείχνει ότι μάλλον από αυτή την πλευρά οι Λακεδαιμόνιοι, αποκλεισμένοι στο νησί, έπαιρναν βοήθεια και ζωοτροφές. Πραγματικά, ένα ακρωτήρι προεξέχει αρκετά, ώστε να σχηματίζη μία κόγχη κατάλληλη για αγκυροβόλιο, που διευκολύνει την προσέγγιση πλοίων∙ αυτό θα ήταν αδύνατο από την πλευρά της Πύλου, όπου η ακτή ήταν απόκρημνη και δίχως όρμο. Τέλος, το υψωμένο οροπέδιο του Ναυαρίνου είχε, για την ίδρυση μιάς πόλεως, πλεονεκτήματα ασφάλειας, τα οποία οι αρχαίοι εκτιμούσαν περισσότερο από τους συγχρόνους και η οχυρή τοποθεσία της πόλεως αυτής, καθώς και τα πλεονεκτήματα του λιμανιού της, αναγνωρίζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσε να είναι η μοναδική εγγύηση της υπάρξεώς της τόσο στο παρελθόν, όσο και στο μέλλον.
 Η ίδια η ονομασία που οι σύγχρονοι Έλληνες δίνουν στην πόλη αυτή, υποδηλώνει ότι χτίσθηκε πάνω σε ερείπια μιάς αρχαίας πόλεως, αν και αρχικά το όνομα αυτό μοιάζει να υποδεικνύη το αντίθετο. Νέο Κάστρο, καινούργια πόλη, δηλώνει συνήθως στην Ελλάδα, όπως Νεάπολις, Ναπλούζ, μία πόλη ξανακτισμένη πάνω στο έδαφος μιάς αρχαίας πόλεως, και ονομάζουν τα ερείπια εκείνης που δεν κατοικείται πλέον, Παλαιό Κάστρο, Παλαιόπολα (Paleopola), Παλαιόπολις.
 Η ισχυρότερη αντίρρηση που θα μπορούσε να προβάλη κανείς σ' αυτή τη γνώμη είναι ότι, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, το πέρασμα ανάμεσα στο νησί Σφακτηρία και της Πύλου ήταν στενώτερο από εκείνο της αντίθετης πλευράς του λιμανιού. Σήμερα ισχύει το αντίθετο, το πέρασμα του Ναυαρίνου είναι αρκετά πλατύ, άν και επικίνδυνο για τις απόκρημνες ακτές του, ενώ το άλλο πέρασμα είναι πλωτό μόνο για μικρά σκάφη. Θα μπορούσε όμως να αποδώση κανείς την αιτία αυτής της αλλαγής στην εξωτερική διαμόρφωση του εδάφους. Το πέρασμα του Ναυαρίνου ανοίγεται ανάμεσα από βράχους με σχήμα πυραμίδας και το νερό στο σημείο αυτό είναι πολύ βαθύ. Με το πέρασμα του χρόνου αναμφίβολα επλάτυνε, αλλά ακόμη και σήμερα δεν έχει αρκετό πλάτος, ώστε να επιτρέπη την διέλευση οκτώ ή εννέα πλοίων, έστω και σαν εκείνα των αρχαίων. Αυτό το πέρασμα λοιπόν θα ήταν πολύ στενώτερο από το άλλο που βρίσκεται απέναντι με όχθες που έχουν ελαφρά κλίση∙ αυτό είναι σημάδι κάποιας κατολισθήσεως και οι γειτονικές βαλτώδεις περιοχές με τα πολλά ρυάκια και τους καταρράκτες, είναι πιθανό να συνέβαλαν στο κλείσιμο και στένεμά του στο σημείο που βρίσκεται σήμερα.
 Μόλις γυρίσαμε στη πόλη ζητήσαμε να μας ετοιμάσουν τα άλογα. Ο Ζακυνθνός μας επερίμενε ήδη∙ θα ήθελε να είχε μείνει περισσότερο στο Ναυαρίνο∙ είχε όμως μάθει ότι επρόκειτο να περάσαμε ένα επικίνδυνο φαράγγι, σε μικρή απόσταση από το νησί Πρώτη, καταφύγιο πειρατών, και από φόβο μήπως ταξιδεύση μόνος σ' αυτά τα μέρη αποφάσισε χωρίς δυσκολία να μας ακολουθήση.
 Ο Έλληνας πράκτορας, θορυβημένος από την ξαφνική αναχώρησή μας, την οποία απέδιδε στην κακή υποδοχή που μας είχε επιφυλάξει, θέλησε να μας κρατήση και μας ικέτευε να αφήσωμε γραπτή απόδειξη ότι μας είχε υποδεχθή με ευγένεια. Με την πρόθεση αυτή έφερε ένα κατάστιχο, όπου διαβάσαμε τα ονόματα πολλών Γάλλων, ανάμεσά τους και του κ. Λεσσέπς, ο οποίος στο ταξίδι του από την Κωνσταντινούπολη στη Γαλλία είχε σταματήσει στο Ναυαρίνο και είχε αφήσει στο νοικοκύρη μας ένα πιστοποιητικό σύμφωνα με τους τύπους. Είχαμε τη διάθεση να εκφράσωμε τα παράπονά μας σ' αυτό το μοιραίο κατάστιχο∙ λυπηθήκαμε όμως το φόβο και τις ικεσίες του Έλληνα και αρκεσθήκαμε να πιστοποιήσωμε γραπτώς το πέρασμά μας και τη σύντομη παραμονή μας στο σπίτι του. Μας ευχαρίστησε πολύ και φόρτωσε τα άλογα μας με κάθε είδους τροφές.

Πίν. 20: Κρήνη και ερείπια κτίσματος, πιθανότατα οθωμανικά, στην Πύλο. 1808. CASTELLAN.
1. Θουκυδίδης, βιβ, 4, παράγραφος 3 και επόμενες. Ζήτημα της Πύλου, [Ακολουθεί σε γαλλική μετάφραση το αρχαίο κείμενα. Σ.τ.Μ.].

EΠΙΣΤΟΛH XXII
Αναχώρηση από το Ναυαρίνο∙ αρχαίος δρόμος∙ πεδιάδα με βάλτους∙ ελαιώνας∙ δάσος κοντά στο νησί Πρώτη καταφύγιο πειρατών∙ νυχτερινή συνάντηση∙ Αλβανοί∙ ενδυμασία τους∙ γέφυρα∙ αρχαίος δρόμος∙ πόλη των Фιλιατρών.

 Απολαμβάνει κανείς, βγαίνοντας από το Ναυαρίνο, μία ευχάριστη θέα. Αφήσαμε πίσω μας την πόλη, το θαλάσσιο πέρασμα και τον βράχο με το άνοιγμα∙ αριστερά μας το νησί Σφακτηρία∙ το λιμάνι, ή μάλλον ο κόλπος με διάμετρο πολλών λευγών, ήταν από κάτω μας. Διανύσαμε με τα πόδια έναν αρχαίο δρόμο φτιαγμένο από φαρδειές πλάκες με ακανόνιστο σχήμα και καλοδιατηρημένες. Υπήρχαν κατά διαστήματα πηγές στις άκρες του δρόμου και απέναντί μας απλωνόταν μία τεράστια πεδιάδα με ωραία ελαιόδενδρα. Ο δρόμος που θα ακολουθούσαμε χανόταν έπειτα μακριά μετά από πολλές στροφές κάτω από αυτά τα δένδρα.
 Στους πρόποδες του βουνού η πεδιάδα είναι ελώδης∙ την διανύσαμε πάνω σε λιθόστρωτο δρόμο και γέφυρες μισογκρεμισμένες. Οι βάλτοι αυτοί σχηματίζονται από ρυάκια με γλυφό νερό. Σε ορισμένα σημεία τα άλογά μας βυθίζονταν στη λάσπη∙ στο μεταξύ φθάσαμε κάτω από τα ελαιόδενδρα, όπου το έδαφος είναι πιό στέρεο, αν και βρέχεται από πολλά ρυάκια τα οποία διασχίζαμε από ρηχά περάσματα. Ορισμένα από αυτά τα ρυάκια ήσαν πλατιά και ορμητικά. Βαδίσαμε αρκετή ώρα μέσα σ’ αυτό το δασύλλιο και όταν βγήκαμε από αυτό επλησίαζε η νύχτα.
 Αυτά τα ελαιόδενδρα, επειδή φαίνεται ότι κανείς δεν μαζεύει τον καρπό τους, έχουν επιστρέψει στη φυσική τους κατάσταση και έχουν γίνει τεράστια δένδρα. Αυτή η τοποθεσία ονομάζεται τα Εκατό-χωριά, αν και δεν υπάρχει τώρα εκεί ούτε μία καλύβα. Πέρα από το δάσος βρίσκεται μία πεδιάδα άγονη, καλυμμένη με θάμνους και ύστερα από λίγο ο δρόμος οδηγεί σ' ένα δάσος, που ο Ζακυνθινός μας παρουσίασε ως καταφύγιο των πειρατών του νησιού Πρώτη. Μας συμβούλευε να πάρωμε τις αναγκαίες προφυλάξεις για την υπεράσπισή μας, αλλά εμείς γελούσαμε με τους φόβους του, που όμως δεν ήσαν αβάσιμοι. Αναγκασθήκαμε να σταματήσωμε σ' αυτή την άγρια τοποθεσία, διαλέξαμε ένα κατάλληλο μέρος και στήσαμε τις σκηνές μας κάτω από ένα πυκνό σκιερό σύδενδρο. Γύρω μας υπήρχε μία μεγάλη γυμνή έκταση ανοιχτή στο βλέμμα μας. Αυτή η απομόνωση θα μας προστάτευε από εκπλήξεις∙ ετοιμαζόμασταν να πάρωμε μερικά αναψυκτικά όταν ακούσαμε έναν ήχο σφυρίχτρας από το εσωτερικό του δάσους∙ άλλες σφυρίχτρες απαντούσαν σ' αυτό το σινιάλο. Αρπάζομε αμέσως τα όπλα μας και περιμένομε σιωπηλά την έκβαση αυτού του περιστατικού. Τα σφυρίγματα συνεχίζονται, πλησιάζουν και στην άκρη του δάσους παρουσιάζονται μερικοί άνδρες. Μας φωνάζουν στα ελληνικά: «Ποιοί είσθε;». Ο οδηγός μας απαντά χωρίς φόβο: «Ταξιδιώτες», και τους κάνει την ίδια ερώτηση. Αυτοί απαντούν: «Φιλήσυχοι άνθρωποι, φροντίζαμε τη σοδειά όλη τη νύχτα» και μας προσκαλούν με επιμονή να ξεκουρασθούμε στον καταυλισμό τους. Δεν θελήσαμε να το διακινδυνεύσωμε και τους συστήσαμε να αποτραβηχθούν στα χωράφια τους, όπου και δεν θα πηγαίναμε να τους ενοχλήσαμε, προειδοποιώντας τους ότι, εάν έβγαιναν από τα όρια του δάσους, θα τους αντιμετωπίζαμε ως εχθρούς. Αποτραβήχθηκαν τότε πίσω από τα δένδρα και ύστερα ξαναφάνηκαν αποφασισμένοι να προχωρήσουν εναντίον μας∙ μία ντουφεκιά όμως που ρίξαμε με σκοπό να τους εκφοβίσωμε τους ανάγκασε να υποχωρήσουν. Στο μεταξύ κάναμε μεγάλο θόρυβο με τα όπλα μας και μιλούσαμε δυνατά σε διάφορους τόνους για να τους δώσουμε την εντύπωση ότι είχαμε αριθμητική υπεροχή. Το τέχνασμα αυτό πέτυχε και δεν ξαναφάνηκαν. Συνέχιζαν όμως να σφυρίζουν κατά διαστήματα∙ από φόβο μήπως μαζευθούν και μας επιτεθούν καθώς θα περνούσαμε από το δάσος, αποφασίσαμε να μείνωμε στη θέση μας μέχρι τα πρωί. Όλη την υπόλοιπη νύχτα κρατήσαμε διαδοχικά σκοπιά, αλλά δεν παρουσιάσθηκε κανείς.
 Μετά από τον τελευταίο πόλεμο, παρέμεινε στο Μοριά ένα πλήθος ανυπότακτοι, οι οποίοι ζούν μόνο από τις λεηλασίες∙ γι ' αυτό το λόγο, οι Τούρκοι, όπως ανέφερα προηγουμένως, οχυρώνουν τα εξοχικά τους και συνοδεύονται στα ταξίδια τους από οπλισμένους σκλάβους. Αυτή η μάστιγα αφαιρει πολλα εδάφη από την καλλιέργεια. Οι Μοραΐτες φοβούνται να κτίσουν τα χωριά τους πολύ μακριά από τις πόλεις και έτσι αφήνουν ακαλλιέργητο ένα μεγάλο τμήμα αυτής της ωραίας χώρας. Αυτές οι ακατοίκητες περιοχές και τα νησιά που βρίσκονται κοντά στις εκβολές των ποταμών, γίνονται έτσι καταφύγια ληστών, οι οποίοι κάνουν επιθέσεις στα μικρά πλεούμενα και μερικές φορές μάλιστα κατορθώνουν να καταλάβουν εμπορικά πλοία.

Πίν 21: Οικογένεια Αλβανών σε ταξίδι. 1808. CASTELLAN
 Οι Μανιάτες κουρσάροι συχνάζουν επίσης σ' αυτές τις ακτές∙ μαθαίνουν εάν βρίσκονται ταξιδιώτες στη χώρα∙ αποβιβάζονται τότε και περιμένουν μέσα στη νύχτα σε επικίνδυνα ορεινά περάσματα για να τους ληστεύσουν εάν αυτοί δεν πάρουν τα μέτρα τους.
 Στις 29, τα χαράματα, βγήκαμε βιαστικά από αυτό το απειλητικό δάσος∙ το κατορθώσαμε χωρίς εμπόδια. Ρίχνοντας μία ματιά πίσω μας, πιστοποιήσαμε πράγματι ότι ολόκληρη αυτή η ακτή βρισκόταν πολύ κοντά στα νησί των πειρατών και ήταν τελείως έρημη και ακαλλιέργητη.
 Μπροστά μας υπήρχε μία περιοχή πιο χαρούμενη και καθώς προχωρούσαμε βρήκαμε πάλι με ευχαρίστηση χωράφια οργωμένα και σπαρμένα για δεύτερη φορά. Οι λόφοι ήσαν καλυμμένοι από αμπέλια και ο καπνός που υψωνόταν κατά διαστήματα μέσα από τα σύδενδρα φανέρωνε ότι υπήρχαν οικισμοί. Αυτό το θέαμα μας ηρέμησε πάλι και αφήσαμε τους φόβους και τους κινδύνους πίσω μας μέσα στην ομίχλη που κάλυπτε το δάσος.
 Διαβήκαμε ύστερα μία πλαγιά στην κορυφή της οποίας υπήρχε μία αρχαία βρύση∙ ωραία πλατάνια στεφάνωναν την κορυφή με πρασινάδα∙ το νερό της πηγής ήταν κρυστάλλινο, το χορτάρι δροσερό. Σταματήσαμε σ' αυτό το σημείο. Μία οικογένεια Αλβανών πέρασε δίπλα μας∙ θέλησα να απεικονίσω (σκιτσάρω) την φορεσιά τους και τους καλέσαμε να μοιρασθούν το γεύμα μας παρά τα δυσαρεστημένα νοήματα του Ζακυνθινού, ο οποίος υποστήριζε ότι αυτοί οι Αλβανοί ήσαν οι νυχτερινοί μας κλέφτες και μας έκανε τις παρατηρήσεις στα Ιταλικά γιά να μην τον καταλάβουν.
 Ένας καλοφτιαγμένος και ρωμαλέος Αλβανός τον παρατηρούσε προσεκτικά από το κεφάλι έως τα πόδια και κάρφωνε ιδιαίτερα το βλέμμα του σε ένα υπερβολικά στενό δερμάτινο παντελόνι που φορούσε ο Ζακυνθινός. Τον άγγιζε με το χέρι και μάλιστα του έδινε ελαφρά χτυπήματα στους γλουτούς∙ ύστερα απομακρυνόταν και έπαιρνε στάση αθλητού, δείχνοντάς του με νεύματα ότι ήθελε να αναμετρηθή μαζί του. Βλέποντας ότι ο Ζακυνθινός δεν καταλάβαινε, τον έπιασε από τους ώμους και τον τράνταξε δυνατά. Ο δύστυχος σύντροφός μας, κατατρομαγμένος, μάταια προσπαθούσε να ξεφύγη από τα χέρια του. Καταλάβαμε ότι τον θεωρούσαν επαγγελματία πυγμάχο∙ με δυσκολία καταφέραμε να τον ελευθερώσωμε από τα χέρια του Αλβανού εξηγώντας του ότι ο Ζακυνθινός απείχε πολύ από τον αθλητισμό και ότι φορούσε αυτό το παντελόνι για να προφυλάγεται από τα τραντάγματα του ζώου του.
 Η πάλη εξακολουθεί να έχη πέραση στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ανατολή∙ εκεί υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι με μικρό αντίτιμο παρέχουν στο κοινό αυτό το θέαμα. Βγάζουν τα ρούχα τους μένοντας μόνο με ένα κοντό δερμάτινο παντελόνι, και αλείφουν τα σώμα τους με λάδι για να δυσκολεύουν τις λαβές του αντιπάλου τους. Αρχίζουν κάνοντας απειλητικές χειρονομίες∙ πιάνονται κατόπιν από τους βραχίονες∙ τέλος συμπλέκονται και χρησιμοποιούν όλη τη δύναμη τους και την πονηριά για να ρίξη ο ένας τον άλλο στο έδαφος. Αποφεύγουν τα κτυπήματα και σπάνια τραυματίζονται. Οι διάφορες στάσεις που παίρνουν, παρουσιάζουν ένα ενδιαφέρον θέαμα για τον καλλιτέχνη. Να λοιπόν ποια είναι η ενδυμασία αυτών των Αλβανών και γενικά ολόκληρου του έθνους τους (Πίνακας 21).
 Οι άνδρες φορούν ένα άσπρο βαμβακερό πουκάμισο που φθάνει έως τα γόνατα∙ είναι ανοικτό στο επάνω μέρος αφήνοντας ακάλυπτο το στήθος. Φορούν ένα γιλέκο χωρίς μανίκια, μία ζώνη με χάλκινες πόρπες και είναι στολισμένη με μικρές παλάσκες και διάφορα όπλα∙ άσπρες γκέτες με σειρήτια και κρόσια από κόκκινο μαλλί είναι δεμένα στο γόνατο και φθάνουν έως τον αστράγαλο. Μερικές φορές καλύπτουν τα πόδι τους με ένα κομμάτι υφαντό∙ η σόλα είναι δεμένη με κορδόνια όπως το αρχαίο πέδιλο. Καλύπτουν το κεφάλι τους με ένα μαύρο δερμάτινο σκούφο στολισμένο με κρόσια και σειρήτι: στους ώμους τους ρίχνουν ένα γκρίζο ή άσπρο πανωφόρι με πολύχρωμα κεντήματα και μεγάλο τετράγωνο άνοιγμα στο λαιμό. Με το πανωφόρι αυτό καλύπτουν το κεφάλι τους για να προφυλαχθούν από την κακοκαιρία.
 Οι γυναίκες φορούν τον ίδιο χιτώνα είτε ανοικτό είτε δεμένο χαλαρά με ένα κουμπί∙ τα μανίκια του είναι φαρδιά και καλύπτουν τα χέρια∙ οι ραφές του σχηματίζουν ένα χρωματιστό κέντημα∙ το γιλέκο τους, στολισμένο με χοντρά σφαιρικά κουμπιά και με ασημένιες αλυσίδες, σταυρώνει στο κάτω μέρος και στερεώνεται με τη ζώνη η οποία συγκρατεί μπροστά μία άσπρη ποδιά και πίσω ένα υφαντό σε σχήμα ρόμβου και με δύο ισομερή χρώματα στα δύο πλάγια φαίνεται ο χιτώνας. Δένουν τα μαλλιά τους σε μία μοναδική κοτσίδα τυλιγμένη πίσω από το κεφάλι και δεμένη μέσα σ' ένα μαντήλι. Αυτή είναι η συνηθισμένη ενδυμασία τους μέσα στο σπίτι∙ όταν ταξιδεύουν φορούν επί πλέον ένα μεσοφούστανο ανασηκωμένο μπροστά∙ φορούν επίσης μερικές φορές ένα πανωφόροι. Οι κοπέλλες χωρίζουν τα μαλλιά τους σε μικρές πλεξίδες που αφήνουν ελεύθερες στους ώμους τους∙ φορούν επίσης τον μαύρο σκούφο στολισμένο γύρω-γύρω με χρυσά κρόσια ή νομίσματα.
 Οι Αλβανές εκείνες σήκωναν όλες τις αποσκευές, δηλαδή ένα μικρά λεπτό κεντημένο στρώμα, όπου είχαν τυλίξει το ρουχισμό και τις τροφές τους. Οι γυναίκες αυτές, σκυμμένες κάτω από τα βαρύ φορτίο, έγνεθαν καθώς περπατούσαν και έδειχναν ευχαριστημένες από την μοίρα τους. Οι άνδρες τους σήκωναν μόνο τα όπλα τους και κρατούσαν στο χέρι τουφέκια στολισμένα με ένθετο επίχρυσο σύρμα και ελεφαντόδοντο. Η οικογένεια αυτή μας αποχαιρέτησε με εκδηλώσεις φιλίας και συνέχισε το δρόμο της προς τον Πύργο.
 Ακολουθήσαμε το ρυάκι που τροφοδοτούσαν τα νερά μιάς πηγής. Αυτά τα νερά πέφτουν κατόπιν σε ένα ποτάμι που θα μπορούσε να είναι ο Κυπαρισσήεις1. Διασχίσαμε αυτό το ποτάμι από μία γέφυρα που στηρίζεται στη μια της άκρη στο βουνό∙ ο δρόμος εκεί είναι κλιμακωτός για να διευκολύνη τα υποζύγια. Τα σκαλοπάτια έχουν ύψος τρία με τέσσερα δάκτυλα, βάθος πολλά πόδια και πλάτος περίπου μιάς οργυιάς. Αυτός ο δρόμος, όπως και η γέφυρα, φαίνεται ότι είναι έργο των αρχαίων.  Μπήκαμε ύστερα σε ένα δάσος από μικρές δάφνες, παραφυάδες κάποιου ιερού άλσους, όπου υπάρχει ένας ναΐσκος κτισμένος με τα λείψανα και ίσως επάνω στα θεμέλια αρχαίου ελληνικού ναού. Πέρα από αυτά το δάσος η χώρα είναι πλούσια σε παραγωγή κάθε είδους∙ η ύπαιθρος αντηχούσε από τις ομάδες των τρυγητών που μας θύμιζαν τα Βακχικά. Για πρώτη φορά είδαμε εδώ χωράφια με το φυτό που παράγει το βαμβάκι και ο δρόμος μας μέχρι τα Φιλιατρά περνούσε κάτω από ελαιόδενδρα πυκνόφυλλα που μας προστάτευαν από τις ακτίνες του καυτού ήλιου. Τα ελαιόδενδρα αυτά ήσαν γεμάτα από ένα πλήθος τζιτζίκια που μας ξεκούφαιναν με τον μονότο να βουητό τους. Κοντά στο δρόμο, ένα μίλι έξω από τα Φιλιατρά, είδαμε μία καλοκτισμένη στέρνα∙ το άνοιγμά της ήταν υπερυψωμένο κατά πολλά σκαλοπάτια∙ οι γυναίκες που τραβούσαν νερό έφυγαν βιαστικά καθώς πλησιάζαμε, εγκαταλείποντας τα χάλκινα και κοκκινωπά πήλινα δοχεία τους με τα ετρουσκικά σχέδια και το κομψό σχήμα.
 Η ενδυμασία των γυναικών αυτών μας φάνηκε περίεργη. Θα μας δοθή σίγουρα η ευκαιρία να την δούμε από πιό κοντά τότε θα σας την περιγράψω.
 Στην είσοδο της πόλης (Πίν. 22), υπάρχει μία εκκλησία ελληνική με απλή και γραφική αρχιτεκτονική. Η αυλή που υπάρχει μπροστά έχει μία πόρτα που δεν φαίνεται να ανήκη στις υπόλοιπες κατασκευές και μάλιστα ενώνεται με τμήματα ερειπωμένων τοίχων, που φαίνονται να ανήκουν σε πολύ πιό μεγάλο μνημείο. Αντιγράφοντας ίσως με περισσότερη ακρίβεια από ό,τι το κάναμε εμείς το γενικό σχέδιο του κτίσματος, θα ανακάλυπτε κανείς ότι η πόρτα αυτή, της οποίας ο τοίχος είναι παλιό χονδρός και πολύ ψηλός, ανήκει σε κάποιο αρχαίο κτίσμα. Δεν παρατηρήσαμε πάντως τίποτε μέσα στην πόλη που θα μας έκανε να υποθέσωμε ότι είναι αρχαία∙ τα σπίτια είναι σκόρπια, χωρίς τάξη, με κήπους στα ενδιάμεσα που κάνουν πιο ευχάριστη τη διαμονή. Τα περίχωρα της πόλεως, που χωρίζονται μεταξύ τους από δενδροστοιχίες καρποφόρων δέντρων, προσφέρουν ευχάριστους περιπάτους μέσα σε περιβόλια.

1. Ο Κυπαρισσήεις αναφέρεται σ' αυτή περίπου την τοποθεσία, στο ταξίδι του νέου Ανάχαρση γι' αυτό και ο αρχαίος δρόμος που βρίσκεται σ' αυτό το σημείο πιθανό να είναι εκείνος που οδηγούσε στη πόλη Κυπαρισσία και από εκεί στην Ολυμπία.

Πίν. 22: Άποψη των Φιλιατρών στη Μεσσηνία. 1808. CASTELLAN.
ΕΠΙΣΤΟΛH XXIII
Φιλιατρά1, 30 Ιουνίου
Κάτοικοι Φιλιατρών∙ μονή Καλογέρων∙ εκδρομή στην Αρκαδία∙ περιγραφή αυτής της περιοχής∙ αναχώρηση από Φιλιατρά.

 Από την υποδοχή που μας έκανε ο προεστός αυτής της πόλεως, κρίναμε ότι είχε ειδοποιηθή για την άφιξή μας. Ένας δούλος μας περίμενε στην είσοδο του σπιτιού. Ο κύριός του μας υποδέχθηκε σε ένα εξωτερικό διάδρομο και αμέσως μας παραχώρησε το προσωπικό του διαμέρισμα για όλο το διάστημα της παραμονής μας. Αφού ανταλλάξαμε τις εθιμοτυπικές ευγένειες, ο προεστός εξέτασε τις συστατικές μας επιστολές και αμέσως μετά μας άφησε να ξεκουρασθούμε.
Το δωμάτιό μας είναι ευάερο και δροσερό. Βλέπει σε σκεπαστό διάδρομο, ο οποίος περιβάλλει το σπίτι. Επάνω στη κουπαστή του μπαλκονιού έχουν τοποθετηθή στη σειρά γλάστρες με λουλούδια. Οι στύλοι που υποστηρίζουν την προεξοχή της σκεπής καλύπτονται από αγράμπελη και γιασεμιά μέχρι την σκεπή του σπιτιού και ανάμεσά τους φαίνεται ο κήπος.
 Μας ξύπνησαν τα χελιδόνια που φτερούγιζαν πάνω από τα κεφάλια μας και μας παρατηρούσαν με περιέργεια αλλά χωρίς φόβο. Έχτισαν τις φωλιές τους μέσα στο ίδιο το δωμάτιο. Πιστεύεται ότι φέρνουν γούρι και ότι προστατεύουν από κάθε κακό τα σπίτια όπου ζούν, γι' αυτό και δεν τα ενοχλούν. Μία από τις πρώτες αρχές που διδάσκουν οι μητέρες στα παιδιά τους είναι η φιλανθρωπία και η φιλοξενία, τόσο για τα ζώα, όσο και για τους ανθρώπους.
 Ο οικοδεσπότης μας κάλεσε να μοιρασθούμε μαζί του το γεύμα αφού μας προειδοποίησε ότι ήταν εξαιρετικά λιτό επειδή ενήστευε μία από τις τέσσερις νηστείες, τις οποίες οι Έλληνες τηρούν αυστηρά. Είπε ακόμη ότι ήταν υποχρεωμένος να πάη την επομένη στο αγρόκτημά του για το θερισμό∙ θα έδινε όμως οδηγίες να μας περιποιηθούν καλύτερα στο μέλλον.
 Ο σύντροφός μας ο Ζακυνθινός μας αποχαιρέτησε∙ φεύγει για την πόλη της Αρκαδιάς μαζί με τον προεστό, ο οποίος έχει τα κτήματά του σ' εκείνα τα μέρη.
 Φαίνεται ότι κερδίσαμε την εμπιστοσύνη του οικοδεσπότη μας, γιατί έφυγε παίρνοντας μαζί του όλους τους δούλους του, αφήνοντας πίσω μόνο τις γυναίκες∙ γι' αυτό και μας φέρνονται τώρα με μεγαλύτερη λεπτότητα και ευγένεια. Η οικοδέσποινα μας έστειλε τους χαιρετισμούς της με μία νεαρή υπηρέτρια, η οποία μας πρόσφερε ένα καλάθι φρούτα και ανθοδέσμες από μικρά, λευκά τριαντάφυλλα, τυλιγμένα και δεμένα με ματσάκια βασιλικό. Δεν γνωρίζαμε αρκετά τη γλώσσα των λουλουδιών, για να ανταποκριθούμε ανάλογα2 ζητήσαμε μόνο την άδεια να ευχαριστήσωμε οι ίδιοι την οικοδέσποινά μας και η εύνοια αυτή μας παραχωρήθηκε.
 Μας οδήγησαν σε μία μισοσκότεινη αίθουσα του γυναικωνίτη∙ οι παστίλιες του σεραγίου έκαιγαν μέσα στο μαγκάλι και αρωμάτιζαν την ατμόσφαιρα. Η σύζυγος του προεστού καθόταν στο ντιβάνι, στηριγμένη νωχελικά πάνω σε πλούσια μαξιλάρια∙ κεντούσε ένα μεταξωτό πουγγί που είχε χρυσά νήματα στην ύφανσή του και μασούσε χιώτικη μαστίχα. Με έκπληξή μας την βρήκαμε να συζητή ιδιαιτέρως με οικειότητα, με ένα νεαρό παπά. Προσπαθήσαμε να εκφράσωμε την ευγνωμοσύνη μας με χειρονομίες και με λίγες ελληνικές και ιταλικές λέξεις∙ φαίνεται όμως ότι, είτε από αδεξιότητα, είτε από άγνοια της συνηθισμένης κοινωνικής συμπεριφοράς του τόπου, δεν πετύχαμε το σκοπό μας∙ έτσι, όση ώρα κράτησε η επίσκεψή μας, ο νεαρός πνευματικός και η ωραία μετανοούσα συνέχισαν να εκφράζουν ελεύθερα την χαρούμενη διάθεσή τους. Συντομεύσαμε την επίσκεψη μας και προτιμήσαμε την συντροφιά της φύσεως, της οποίας την γλώσσα καταλαβαίναμε περισσότερο από εκείνη της ανθρώπινης κοινωνίας των Φιλιατρών και πήγαμε περίπατο στην εξοχή δημιουργώντας στην πόλη την εντύπωση ότι μας έλειπαν η ευαισθησία και η ευγένεια.
 Η ενδυμασία της γυναίκας του προεστού ήταν ίδια με εκείνη όλων των γυναικών της Ανατολής∙ αναδεικνύει τις φυσικές χάρες και τονίζει τις καμπύλες. Ένα απλό πουκάμισο από λεπτό διαφανές μεταξωτό ύφασμα καλύπτει το στήθος χωρίς να το κρύβει, τονίζοντας το περίγραμμά του. Αμέσως από κάτω ένας μπούστος ή μάλλον φαρδιά ζώνη σφίγγει τη μέση χωρίς να την πιέζει ή να την τονίζει∙ μία άλλη ζώνη που δένει με πλούσιες πόρπες, τονίζει την περιφέρεια των γοφών, αφήνοντας το φόρεμα ελεύθερο μπροστά. Αυτός όμως ο καλλωπισμός, τόσο κομψός όταν συμπληρώνεται από νειάτα και ομορφιά, γίνεται μειονεκτικός για τη μαραμένη εμφάνιση. Τα ατμόλουτρα, των οποίων κάνουν οι Ελληνίδες υπέρμετρη χρήση, αλλοιώνουν πολύ νωρίς το σώμα και χαλαρώνουν τις σάρκες∙ το γεγονός αυτό, καθώς και τα αποτελέσματα των λουτρών, συντείνουν ώστε οι ζώνες που σκοπό έχουν να στηρίζουν τα φορέματα να τονίζουν συγχρόνως και τις ατέλειες του καταβλημένου οργανισμού.
 Η συνηθισμένη ενδυμασία των γυναικών στα Φιλιατρά είναι αξιοσημείωτη κυρίως για τα χρώματά της, τα οποία θυμίζουν εκείνα του «φλάμεουμ» (flammeum), ένα είδος κίτρινου και κόκκινου πέπλου, με το οποίο εκάλυπταν τις νέες της αρχαίας Ελλάδας στην τελετή του γάμου. Όλες σχεδόν οι Ελληνίδες των Φιλιατρών φορούν πουκάμισα με φαρδιά μανίκια και με τα ίδια εκεί να χρώματα σε ίσες αναλογίες∙ φορούν επίσης ζώνες και μεγάλα πέπλα με κόκκινα ή κίτρινα κρόσσια στις άκρες. Σχετικά με το θέμα της ενδυμασίας πρέπει να παρατηρηθή ότι στην Ανατολή το κόψιμο και το χρώμα των ρούχων είναι συχνά ένδειξη της κοινωνικής θέσεως, του επαγγέλματος, ακόμη και της πατρίδας των ατόμων, επίσης ότι δεν αλλάζουν όπως γίνεται στη χώρα μας ανάλογα με τις ιδιοτροπίες της μόδας και ότι οι σημερινές ενδυμασίες μοιάζουν πολύ -με λίγες εξαιρέσεις- με εκείνες που περιγράφουν οι πρώτοι ταξιδιώτες. Είναι λοιπόν πιθανόν, ότι κάποιο ειδικό περιστατικό συνέβαλε στην υιοθέτηση του «φλάμεουμ» από τις γυναίκες της περιοχής και μεταδόθηκε στην εποχή μας μέσα από τους αιώνες.

Μουσουλμάνα ποτίζει τα άνθη στο μνήμα του άντρα της. 1808. CASTELLAN
4 Ιουλίου
 Ο καραβοκύρης μας έφθασε χωρίς αβαρίες στα λιμάνι με τις αποσκευές μας, ζήτησε όμως μία διορία για να πουλήση το φορτίο καλαμποκιού που μετέφερε. Του δώσαμε αρκετές μέρες, στη διάρκεια των οποίων θα περιοδεύαμε στην Αρκαδία, που δεν απέχει πολύ.
 Στους περιπάτους μας είχαμε ήδη επισκεφθή ένα μοναστήρι Καλογέρων, σε απόσταση μερικών μιλίων μέσα στα βουνά. Ένας από αυτούς τους μοναχούς πολύ πιο μορφωμένος από ό,τι είναι συνήθως αυτή η τάξη, προσφέρθηκε να μας χρησιμεύση ως οδηγός∙ τον συναντήσαμε λοιπόν στο ασκητήριό του, το οποίο βρίσκεται, όπως και τα περισσότερα μοναστήρια, σε ψηλό μέρος και διανυκτερεύσαμε εκεί. Οι πρώτοι αναχωρητές διάλεξαν την τοποθεσία αυτή σπρωγμένοι από την επιθυμία τους να απομονωθούν από τους υπόλοιπους θνητούς και να πλησιάσουν το Θείο.
 Ο καλόγερος μας ξύπνησε πολύ πριν το χάραμα και αρχίσαμε αμέσως την οδοιπορία μας. Μας οδήγησε από μονοπάτια χαραγμένα στην κορυφή των βουνών, που συντόμευαν τον δρόμο μας χωρίς να τον δυσκολεύουν και μας έφεραν στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της αλυσίδας που χωρίζει την αρχαία Μεσσηνία από την Αρκαδία. Από το κεντρικό αυτό σημείο θα βλέπαμε ολόκληρη τη χερσόνησο του Μοριά και περιμέναμε με ανυπομονησία το φως του ηλίου για να μας αποκαλύψη την περίφημη Αρκαδία. Αρκεί να αναφέρη κανείς ονομαστικά αυτές τις κοιλάδες, καθώς και εκείνες των Τεμπών, για να απολαύση με τη φαντασία του εικόνες ευφρόσυνες και τερπνές∙ κρίνετε την εντύπωση που μας δημιούργησε η πραγματικότητα.
 Οι αρχαίοι συσχέτιζαν τα Ηλύσια πεδία με αυτή τη θαυμάσια χώρα και οι περιγραφές τους ισχύουν ακόμη. Μόνο η φύση έχει την ικανότητα να μη γερνάη ποτέ. Η Αρκαδία φαίνεται ότι είναι το λίκνο της∙ η φύση εκεί είναι πάντα νέα και πάντα ανθηρή.
 Σκιαγράφησα ήδη μερικές ευχάριστες περιοχές του Μοριά∙ εδώ οι χρωστήρες μου θα ήσαν ανεπαρκείς. Ο πίνακας που αποκαλύφθηκε μπροστά στο βλέμμα μας, μας γέμισε έκπληξη και θαυμασμό για να τον αναπαραστήση κανείς, θα έπρεπε να συλλέξη όλα τα είδη της άγριας χλωρίδας, καθώς και της καλλιέργειας∙ να συλλέξη τα πιο ευωδιαστά αρώματα και τις πιο λεπτές αποχρώσεις.
 Απομονωμένοι στην κορυφή του βουνού, περιτριγυρισμένοι από ένα τόσο ανοικτό ορίζοντα, αναφέραμε στον οδηγό μας την μηδαμινότητα του ανθρώπου όταν παραβάλλεται με αυτή την απεραντοσύνη. "Ο άνθρωπος είναι πράγματι μικρός, αλλά πόσο είναι πλατύς ο οφθαλμός του!" μας απάντησε ο σοφός εκείνος Έλληνας και άρχισε με ψυχρή φωνή να μας περιγράφη την χώρα.
 Γύρω μας και σε μεγάλη απόσταση οι οροσειρές μας έκοβαν τη θέα∙ μόνο από την πλευρά των Φιλιατρών έμοιαζαν να σκύβουν για να μας επιτρέψουν να δούμε τη γραμμή της θάλασσας. Ανάμεσα στα ενδιάμεσα βουνά χαμηλότερα και καλυμμένα τα περισσότερα από δάση, διακρίναμε πεδιάδες που είναι πάντοτε πράσινες∙ ρυάκια έτρεχαν κάτω από τα δένδρα, ξαναφαίνονταν πιο πέρα μέσα σε λιβάδια, ή κυλούσαν μέσα στις όχθες τους ανάμεσα από δάφνες, κύτισους, μυρτιές και κλαίουσες ιτιές: πιό εκεί πολυάριθμες μικρές λίμνες αντανακλούσαν τα ζωηρό γαλάζιο του ουρανού∙ από μία άλλη πλευρά βλέπαμε άγονους βράχους με απότομες πλαγιές γεμάτες σπηλιές κατοικημένες ακόμα, όπως μας είπε ο οδηγός μας, από ερημίτες. Διακρίναμε επίσης μερικά ζευγολατιά στις καλύτερες τοποθεσίες, καθώς και ερείπια στην κορυφή των βουνών ή μέσα στα δάση, τα οποία μαρτυρούσαν την ύπαρξη κάποτε αρχαίου πληθυσμού σ' αυτή την χώρα, η οποία υπέφερε όσο και ο υπόλοιπος Μοριάς κατά τον τελευταίο πόλεμο.
 Οι Αλβανοί κατέστρεψαν αυτή τη χώρα∙ η φύση όμως εκάλυψε με πρασινάδα και άνθη τα ίχνη του αίματος με το οποίο είχε ποτισθή το έδαφος. Οι Αρκάδες κρύφθηκαν με τα κοπάδια τους σε απρόσιτα καταφύγια. Ένας μεγάλος αριθμός διώχθηκε και αναγκάσθηκε να φύγη. Επιβιβάστηκαν σε πλοία μαζί με τις οικογένειές τους, αποχαιρέτησαν για τελευταία φορά τους εφέστιους θεούς τους και κατέφυγαν σε ειρηνικές χώρες, αποκτώντας έτσι μία άλλη πατρίδα.
 Μέσα στις τόσες καταστροφές, πράξεις αφοσιώσεως και ηρωισμού εναλλάχθηκαν με σκηνές φρίκης. Μία νεαρή μητέρα στην Αρκαδία αιφνιδιάσθηκε στα χωράφια από μία ομάδα Αλβανών, οι οποίοι έκαιγαν την καλύβα της∙ έτρεξε να σωθή σκούζοντας∙ το παιδί της όμως στην κούνια είχε μείνει στο χωριό και θα καιγόταν από τις φλόγες. Σταματάει τότε, γυρίζει πίσω, φθάνει στα σπίτι της και ξαναβρίσκει εκεί το γιό της, τον οποίο παίρνει μαζί της ξεφεύγοντας από τα ματωμένα χέρια που θέλουν να την πιάσουν. Αλλόφρων, τρέχει προς το βουνό∙ την καταδιώκουν∙ διασχίζει όλα τα εμπόδια με το πολύτιμα φορτίο της∙ φθάνει τέλος σε ένα ίσωμα περιτριγυρισμένο από βράχους. Μία μόνο διέξοδος υπάρχει∙ είναι ένα βάραθρο. Η υποχώρηση είναι αδύνατη∙ οι άρπαγες την πλησιάζουν∙ υψώνει τότε τα χέρια της ικετευτικά προς τον ουρανό, κάνει μία σύντομη προσευχή και την στιγμή που είναι έτοιμοι να την πιάσουν, γκρεμίζεται μαζί με το παιδί της.
 Ένας σταυρός υψώνεται σ' αυτό το σημείο... Ποιά μητέρα θα τον κοιτάξη χωρίς να ανατριχιάση! και ποια ευαίσθητη ψυχή θα τον ατενίση χωρίς να δακρύση! Αυτό το απλό μνημείο, αυτός ο εύθραυστος σταυρός, ίσως καταστραφή∙ ο βράχος όμως και το βουνό υπάρχουν∙ θα είναι το άφθαρτο μνημείο της μητρικής αγάπης και του πάθους για την ελευθερία.
 Δεν θέλαμε να αποχωρισθούμε αυτό το πανόραμα. Πόσες μεγαλοπρεπείς μνήμες πολιορκούσαν την ψυχή μας! Πετούσαμε πάνω από την Ηλεία, την Αρκαδία και τη Μεσσηνία∙ η Ολυμπία έπρεπε να βρίσκεται κάτω από το βλέμμα μας, τα ίδιο και η Μεγαλόπολη και η Μεσσήνη, Πατούσαμε στις πηγές του Αλφειού και του Ευρώτα. Εκεί, επάνω στο ψηλό μέρος θα θέλαμε να συγκεντρώσωμε όλα όσα μας ήσαν πολύτιμα, να προσφέρωμε στη φιλία μας το ξεχείλισμα των συναισθημάτων και της αγαλλιάσεως που γέμιζε τις καρδιές μας.
 Σ' αυτό επίσης το αρχαίο πεδίο των τεχνών καλούσαμε τους καλλιτέχνες της πατρίδας μας. Ζωγράφοι, αγαλματοποιοί, στις πεδιάδες της Αρκαδίας, στις όχθες του Ευρώτα, στα παιχνίδια και τους χορούς μιάς όμορφης νεολαίας, θα δρέψετε μία πλούσια συγκομιδή καινούργιων και υπέροχων ιδεών∙ θα βρήτε εκεί σήμερα την ελληνική μορφή σε όλη την πρωτόγονη ομορφιά της. Είναι επίσης η πατρίδα της Αφροδίτης και του Άρη, όλων των θεών και των ηρώων της μυθολογίας, τους οποίους οι αρχαίοι καλλιτέχνες μας παρουσίασαν με τα αγάλματά τους σαν τον τύπο της αληθινής ομορφιάς. Θα ανακαλύψετε ότι αυτό το ωραίο ιδανικό υπάρχει μόνο στη φύση σε μορφή τελειότερη από όλα, όσα η φαντασία μπορεί να δημιουργήση ή και να επινοήση,
 Οι αρχαίοι αγαλματοποιοί είχαν σίγουρα περισσότερες ευκαιρίες από εμάς για να μελετήσουν το γυμνό. Το κλίμα τους ευνοούσε∙ τα ρούχα κάλυπταν το σώμα χωρίς να το κρύβουν∙ οι χοροί, οι γυμναστικοί αγώνες και ιδιαίτερα οι αθλητές, τους πρόσφεραν την θέα του σώματος σε όλη του την χάρη και δύναμη.
 Οι ίδιες ευκαιρίες προσφέρονται στη σύγχρονη Ελλάδα∙ τα ρούχα των Ελλήνων είναι ακόμη και σήμερα όμοια με εκείνα που ήσαν κάποτε∙ η γυμναστική τους είναι η ίδια∙ υπάρχουν ακόμη και οι αγώνες πάλης. Οι χοροί τους είναι ζωηροί, αισθησιακοί ή πολεμικοί. Είναι επιδέξιοι κολυμβητές, καλοί ιπποκόμοι. Με μία λέξη, αριστεύουν σε όλες τις ασκήσεις που απαιτούν επιδεξιότητα ή δύναμη. Οι γυναίκες κάθονται σπίτι λιγότερο από τις δικές μας και ασχολούνται επίσης με διάφορα παιχνίδια∙ επιδίδονται σε αισθησιακούς χορούς παντομίμας που δίνουν στο σώμα τους ευκαμψία και στις κινήσεις τους μία ακαταμάχητη χάρη.
 Η θερμοκρασία φαίνεται να είναι η ίδια με άλλοτε και επιτρέπει στους Μοραΐτες να ντύνωνται ελαφρά. Οι χωρικοί καλύπτουν το σώμα τους μόνο με ένα κοντό χιτώνα. Παρατηρεί κανείς σ' αυτούς τις έντονες αθλητικές γραμμές, τα πλατιά και λεία στέρνα, τους τορνευτούς και ψηλούς λαιμούς, οι οποίοι δεν συμπιέσθηκαν ποτέ από τα δεσμά που μας περιβάλλουν. Τα γυμνά τους μπράτσα που εργάζονται συνέχεια, απέκτησαν μεγάλη δύναμη. Βλέπει ακόμη κανείς τα νεανικά τους κεφάλια στολισμένα με ξανθά σγουρά μαλλιά που πλαισιώνουν το μέτωπο και πέφτουν στους ώμους. Στην ίδια αυτή χώρα βρίσκει κανείς τις ωραίες εκείνες γυναικείες κεφαλές με την τόσο καθαρή κατατομή, τα ένθετα καλοφτιαγμένα μάτια και το τόσο ελκυστικό χαμόγελο. Η κόμμωση των γυναικών αντιγράφει την κόμμωση των νεαρών κοριτσιών της Λακεδαίμονος ή των Αθηνών: τα μακριά μαλλιά τους είναι χωρισμένα σε πολυάριθμες πλεξίδες, που αφήνουν ελεύθερες ή τις δένουν με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, άλλοτε επάνω στο μέτωπο σαν διάδημα, άλλοτε μαζεμένες σε σπείρες πίσω στο κεφάλι, ή συγκρατημένες με μικρές κορδέλλες. Το στήθος τους μόλις καλύπτεται από μία ελαφρή μουσελίνα, μία ζώνη τυλίγει τη μέση τους και η υπόλοιπη φορεσιά τους κυματίζει σε φαρδειές πτυχές. Όταν βγαίνουν από το σπίτι τους, φορούν στο κεφάλι ένα πέπλο που τονίζει το περίγραμμα του προσώπου τους, πέφτει πίσω στους ώμους τους, ή δένεται πάνω τους σαν εσάρπα και οι άκρες του, στολισμένες με κρόσσια ή κεντίδια, κρέμονται πίσω τους. Μπορεί να συμπεράνη κανείς ότι αυτά τα ενδύματα δεν εμποδίζουν καθόλου την αύξηση του σώματος, αλλά αντιθέτως του χαρίζουν ευλυγισία και χάρη. Μία γυναίκα των γραμμάτων (Miladi Montagu) είπε πολύ σωστά, ότι στη θέα κάποιου γέρου πασά, που ζεσταινόταν στον ήλιο καθισμένος στην πόρτα του παλατιού του, τριγυρισμένος από άλλους γέροντες με μακριές άσπρες γενειάδες, νόμισε ότι αναγνώρισε τον βασιλιά Πρίαμο με τους υπουργούς του. Ένας καλλιτέχνης θα συναντήση επίσης στη χώρα αυτή σύγχρονους Ορφείς, λιγότερο επιδέξιους οπωσδήποτε από τον αρχαίο εκείνον, αλλά χρήστες της λύρας. Θα συναντήση ναυτικούς περισσότερο τολμηρούς από τους συντρόφους του Οδυσσέα∙ νέες κοπέλλες να πλέκουν στεφάνια από άνθη με την ίδια καλαισθησία της περίφημης ανθοπολίδας των Αθηνών. Τέλος θα ανακαλύψη πάλι την ενεργητικότητα, την υπερηφάνεια και τη δύναμη των Σπαρτιατών στρατιωτών, στους απογόνους τους, τους Μανιάτες.

Άποψη του ενετικού κάστρου της Κορώνης. 1808. CASTELLAN.

 Ζωγράφοι τοπίων τρέξτε κι εσείς σ' αυτή τη χώρα∙ ο ήλιος λάμπει εκεί με όλη του τη λαμπρότητα σ’ ένα γαλανό ουρανό, απογυμνωμένας από τους υπόφατους ατμούς που συχνά τον καλύπτουν στα δικά μας κλίματα, δίνοντας στα αντικείμενα ένα ομοιόμορφο χρώμα. Τι αναμνήσεις θα εισχωρήσουν σε μία μελέτη τοπίου. Εδώ μία κολώνα, όρθια μέσα στα ερείπια, θα θυμίση την ύπαρξη κάποιου ναού, όπου σύχναζε άλλοτε ένα ευσεβές πλήθος προσκυνητών. Εκεί μερικά απομεινάρια τειχών θα επισημαίνουν τον περίβολο μιάς αρχαίας πόλεως, η οποία έχει μεταβληθή σε σκόνη μαζί με όλους τους κατοίκους της. Πιό κεί, μία άγρια σπηλιά, καταφύγιο των βοσκών, θα θυμίζη απλά τα έθιμα της χρυσής εποχής. Ο ζωγράφος θα παρατηρήση επίσης την πλούσια πεδιάδα, τον γεωργό να διευθύνη το απλό ελληνικό άροτρο που σέρνουν δύο βόδια ή εάν τα βήματά του τον φέρνουν στα χωράφια του θανάτου, κάτω από την πυκνή και ψυχρή σκιά των κυπαρισσιών, θα αναστενάξη μπροστά σε κάποιο μνημείο καλυμμένο από άνθη, που μόλις έχει ποτίσει ένα χέρι με ευγνωμοσύνη, ενώ εκεί κοντά, κάτω από λουλουδιασμένα υπόστεγα, ζωηροί, αισθησιακοί χοροί θα τέρψουν τα βλέμμα του. Et in Arcadia ego, θα αναφωνήση με την σειρά του και θα συνθέση πίνακες αντάξιους ενός Πουσσέν.
 Ας μη νομίση κανείς ότι οι πίνακες που εφιλοτέχνησα πρόσφατα είναι αποκλειστικά καρπός ενθουσιασμού∙ η Ελλάδα περιέχει πράγματι τις απαρχές όλων των τεχνών. Είναι συρρικνωμένες, αλλά υπάρχουν. Οι σύγχρονοι Έλληνες ζωγραφίζουν στις μέρες μας πίνακες, μέτριους ώς προς την έμπνευση και την τεχνική, αλλά σ’ αυτούς παρατηρεί κανείς κάποια σχέση με το αρχαίο, στη στάση της κεφαλής, του σώματος και στη πτύχωση των ενδυμάτων. Αντιγράφουν, ατελώς είναι αλήθεια, ό,τι προσφέρεται καθημερινώς στα βλέμματά τους∙ τα πρότυπά τους όμως είναι τόσον ωραία, τόσο εντυπωσιακά, ώστε δεν μπορούν να τους αφαιρέσουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Ανακαλύπτομε σ' αυτούς τους πίνακες αυτό που ονομάζεται «στυλ» και που πολλοί καλλιτέχνες δεν μπόρεσαν να συλλάβουν επειδή είναι αναγκασμένοι να μάχωνται τις ατέλειες των προτύπων τους∙ έαν πάλι αναγκασθούν να ανατρέξουν σε αρχαία πρότυπα, επακολουθεί μία δυσφορία η οποία παράγει τις περισσότερες φορές έργα άχαρα, ψυχρά και ανέκφραστα. Οι Έλληνες μπορούν να διαλέξουν από ένα πλήθος καλλονών την τελειότητα. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέγαμε λεπτομέρειες ομορφιάς, διεσπαρμένες σε πλήθος ατόμων. Αυτή η λεπτολόγος έρευνα αδικεί την μεγαλοφυία. Έτσι λοιπόν, ένας μαθητευόμενος καλλιτέχνης δεν θα ανακαλύψη στους πίνακες και στα αγάλματα τα καλύτερα πρότυπά του. Ούτε με το συνδυασμό, αλλά ούτε με την εγκόλπωση των θεωριών των Ραφαήλ και Μιχαήλ- Αγγέλλων θα παράγωμε, όπως εκείνοι, αριστουργήματα∙ αυτό θα το πετύχωμε μόνο εάν ενστερνισθούμε, όπως εκείνοι, τις αρετές της φύσεως. Πράγματι, εάν ο Ραφαήλ είχε μπροστά του αρχαία πρότυπα, δεν το βλέπομε καθόλου στους πίνακές του∙ τα χρησιμοποίησε ίσως για τη σωστή διάταξη και αναλογία των μορφών του, αλλά δεν τα αντέγραψε. Άντλησε τις αθάνατες εμπνεύσεις του από τη ζωντανή φύση. Οι κεφαλές των παρθένων του δεν έχουν καμμία σχέση με το αρχαίο∙ η έκφραση της Αφροδίτης των Μεδίκων αυτή καθ' εαυτή, δε θα μπορούσε να αντιγράψη αρχαίο πρότυπο∙ μόνο στην πατρίδα του θα συνάντησε τα σεμνά και θεία θέλγητρα που ενέπνευσαν ανάλογα τον δημιουργό τους. Οι ενδυμασίες της εποχής του ήσαν επίσης γραφικότερες και αντιλαμβάνομαι ότι είναι δύσκολο να βρούμε πάλι, κάτω από τα μίζερα ρούχα μας που σφίγγουν όλες τις κλειδώσεις μας, την ομορφιά των αρχαίων γραμμών. Ένας πρόσθετος λόγος να ερευνήσουν οι καλλιτέχνες μας στην Ελλάδα τα πρότυπα που χρησίμευσαν στους Πραξιτέλες και στους Φειδίες. Οι νεαροί μαθητευόμενοί μας επιθυμούν να ταξιδεύσουν στην Ιταλία με τον ίδιο σκοπό, να εμπνευσθούν δηλαδή από τις μεγαλειώδεις αναμνήσεις και τα επιβλητικά κατάλοιπα της αρχαίας Ρώμης. Ρωτήστε τους όταν επιστρέφουν. Θα σας ομολογήσουν ότι εδιδάχθηκαν σωστότερα από την θέα των έργων των απογόνων των Ρωμαίων, παρά από τα έργα της Ρωμαϊκής Σχολής. Παρετήρησαν με ενδιαφέρον τις ομάδες των Τρανστεβερίνων (Transteverins), τυλιγμένους μέσα στους μανδύες τους, καθώς και τους μισόγυμνους ζητιάνους με απότομες κινήσεις ανθρώπων που επιδίδονται σε ασκήσεις βίαιες και εκφραστικές ή πού, στις ζωηρές και άγριες φιλονεικίες τους, συχνά επιτρέπουν στον εαυτό τους τη χειροδικία. Τέτοιες σκηνές εντυπωσιάζουν τους νεαρούς καλλιτέχνες, γιατί οι πρωταγωνιστές τους έχουν αρρενωπά και μερικές φορές άγρια χαρακτηριστικά, ενώ η ενδυμασία τους είναι απλή και γραφική και το σώμα τους καλοσχηματισμένο.
 Εξ άλλου, για να αντιληφθή κανείς τι αποκομίζει ένας καλλιτέχνης από ένα ταξίδι στην Ελλάδα, αρκεί να εξετάση τα ιχνογραφήματα, που αναπαριστούν τη φύση αυτής της χώρας, ενός σπουδαίου Γάλλου του κ. Καράφ (M. Caraffe). Αυτά τα σκίτσα, τα οποία εξετέθησαν στην καλλιτεχνική έκθεση (salon) ζωγραφικών έργων, χαρακτηρίζονται από μεγάλη εκφραστική δύναμη∙ παρατηρεί κανείς σ' αυτά μία φύση αρρενωπή, αγριότερη, και ας μου επιτραπή η έκφραση, κάπως ανατολίτικη, και δεν μοιάζει σε τίποτε με τις εκθηλυσμένες εκφράσεις ορισμένων συγχρόνων ζωγραφικών έργων. Δεν είναι παρά απλά ιχνογραφήματα∙ και όμως πόση διαφορά υπάρχει στους χαρακτήρες των κεφαλών και πόσο ενδιαφέρουσες θα ήσαν οι συνθέσεις αυτού του είδους εάν μετεφέροντο σε μεγαλύτερη κλίμακα. Ένας φωτισμένος άνθρωπος της τέχνης, καλλιτέχνης ο ίδιος, ο κ. Ντενόν (M. Denon), στο ταξίδι του στην Αίγυπτο, αντελήφθη πολύ καλά τη σημασία της τέχνης της ιχνογραφήσεως. Έδωσε μία σειρά από εκφραστικές κεφαλές, ιχνογραφημένες κι αυτές εκ τού φυσικού, στη χώρα αυτή. Και σ' αυτό το έργο ανακαλύπτομε την ίδια ανατολίτικη αίσθηση, πρωτότυπη, ποικίλη και συχνά υψηλή.
 Ας μου συγχωρηθή αυτή η παρέκβαση στην διήγησή μου για τους λόγους που την ενέπνευσαν. Θα είμαι ευτυχής εάν θα ξυπνήση την επιθυμία στον καλλιτέχνη εραστή της φύσεως να ταξιδεύση προσωπικά σ' αυτή την ένδοξη χώρα για να την μελετήση.
 Αφού δώσαμε ελεύθερο πεδίο στην φαντασία μας και περιφέραμε το βλέμμα μας για πολλή ώρα σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, ερευνώντας μάταια να ανακαλύψωμε τα όρια ενδόξων περιοχών και την τοποθεσία αρχαίων πόλεων που δεν άφησαν ίχνη, κατεβήκαμε στις γειτονικές πεδιάδες και τις διατρέξαμε με μία ευχαρίστηση που νοιώθει κανείς καλύτερα από όσο την εκφράζει.
 Ο καλός καλόγερος μας έφερε ξανά στο μοναστήρι του το βράδυ και την επομένη, όταν τον αφήσαμε, μας επίεσε να δεχθούμε μία προμήθεια από φρούτα της περιοχής και ανάμεσα σε άλλα και φρέσκους χουρμάδες, ευωδιαστά πορτοκάλια, και τσαμπιά από κορινθιακά σταφύλια ενωμένα ακόμα στα κλαδιά τους. Τα φόρτωσε σ' ένα σκλάβο ο οποίος θα μας συνόδευε έως την πόλη.
 Ο καραβοκύρης μας επερίμενε για να ανοίξη πανιά∙ ο άνεμος ήταν ευνοϊκός και είχαμε μπροστά μας να διανύσωμε πολλά μίλια για να φθάσωμε στο μικρό λιμάνι όπου ήταν αγκυροβολημένο το πλοίο μας∙ γι ' αυτό και μόλις μας δόθηκε ο χρόνος για να αποχαιρετήσωμε τον προεστό, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει και του προσφέραμε από τα δώρα του καλογέρου. Βρήκαμε τόση λεπτότητα στους υπηρέτες του οικοδεσπότη μας, όση και στους νομάδες βοσκούς και παρά τις προτροπές μας δεν θέλησαν να δεχθούν τίποτε.
Φύγαμε τέλος από τα Φιλιατρα παίρνοντας μαζί μας τις καλύτερες εντυπώσεις για τους κατοίκους της φιλόξενης αυτής χώρας.

1. Φιλιατρά. Η τοποθεσία με την σύγχρονη αυτή ονομασία φαίνεται να αντιστοιχή, κατά τον Κ. Μπαρμπιέ ντυ Μποκάζ (M. Barbie du Bocage), σε εκείνη της αρχαίας Εράνης (Erana).
 Στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του κ. Φουσερώ (Μ. Foucherot) στα 1780 διαβάζαμε την ακόλουθη λεπτομέρεια: 
«Στις 27 Οκτωβρίου βγήκαμε από το Ναυαρίνο (ο κ. Φωβέλ και εγώ) στις έξι τα πρωί∙ εξετάσαμε, περπατώντας επί τρεις ώρες, το λιμάνι περνώντας από κακοτράχαλους δρόμους και διασχίσαμε τέσσερις μικρούς ποταμούς. Τρία τέταρτα της ώρας αργότερα, βρεθήκαμε σε μία επίπεδη περιοχή, έχοντας δεξιά μας ένα μικρό χωριό επάνω σε βουνό και αριστερά μας το νησί Πρώτη. Συνεχίσαμε την οδοιπορία μας μέσα από μιά ακαλλιέργητη πεδιάδα και μετά από τρείς ώρες φθάσαμε στις όχθες κάποιου ποταμού, όπου ξεκουρασθήκαμε. Μία ώρα και ένα τέταρτο βορειότερα διασχίσαμε το χωριό των Φιλιατρών, το οποίο απέχει μισή λεύγα περίπου από τη θάλασσα. Τα περίχωρά του είναι φυτεμένα με ελαιόδενδρα, τα περισσώτερα ακαλλιέργητα. Μία ώρα μετά τα Φιλιατρά, περάσαμε κοντά από ένα μύλο και ένα μικρό ρηχό ποταμάκι∙ τρία τέταρτα αργότερα περάσαμε ένα άλλο ποταμάκι από δύο γέφυρες∙ τέλος, μετά από εννέα ώρες και τρία τέταρτα πορείας από το Ναυαρίνο, φθάσαμε στην Αρκαδιά».
Ο κύριος Πουκεβίλ (M. Pouqueville) την τοποθετεί δυτικότερα από το Ναυαρίνο, ακόμα και από την Αρκαδιά (Arcadia), η οποία, κατά τη γνώμη του, αντιστοιχεί προς την αρχαία Κυπαρισσία (Cyparisia) "Μία φρουρά, λέγει ο κ Πουκεβίλ, θα ζούσε άνετα στο Ναυαρίνο, επειδή βρίσκονται κοντά τα Φιλιατρά και η Αρκαδιά, πλούσιες περιοχές προς τα δυτικά". (Τομ. 1, κεφ. ΙΙ, σελ. 21)
2. Στην Ανατολή χρησιμοποιούν τα άνθη καθώς και άλλα αντικείμενα, τα οποία, από τη σύνθεσή τους και την παροιμιακή τους σημασία, που τους έχει δοθή μπορούν να εκφράσουν μία σειρά από φράσεις και μάλιστα να συνθέσουν ένα λογύδριο.

Άποψη της Κυπαρισσίας με το κάστρο. 1831. BLOUET.
EΠΙΣΤΟΛH XXIV
Από τις ακτές του Μοριά, 6 Ιουλίου
Περιγραφή της γειτονικής στα Φιλιατρά ακτής∙ αρχαία ερείπια∙ άποψη των ακτών του Μοριά μέχρι το ύψος του νησιού Ζάκυνθος.

 Φθάνοντας στον κολπίσκο, όπου ήταν αγκυροβολημένο το πλοίο μας, νοιώσαμε έκπληξη βλέποντας την θάλασσα να σπάη βίαια επάνω στους βράχους της ακτής, αν και ο καιρός ήταν αρκετά ήρεμος.
Ο καραβοκύρης όμως μας εβεβαίωσε ότι θα αναχωρούσαμε μέσα σε λίγες ώρες, παρ' όλη την αναταραχή των κυμάτων από το δυνατό ρεύμα που είναι εγκλωβισμένο ανάμεσα στην ακτή και σε βραχώδες ανάλημμα∙ πρόκειται μάλλον για τα κατάλοιπα μιας προκυμαίας, η οποία έκλεινε, όπως μας είπε, το μικρό αυτό λιμάνι. Αφού εξετάσαμε προσεκτικά εάν η κατασκευή αυτή συνδεόταν με άλλα ερείπια της ακτής, κρίναμε ότι οι διάσπαρτοι σωροί άμμου στην ακτή εκάλυπταν αρχαία θεμέλια.
 Η αμμουδιά, πολύ χαμηλή σ' αυτό το σημείο, περικλείεται από αυτά τα τεχνητά υψώματα, τα οποία θα μπορούσαν να περιβάλουν ένα λιμάνι μεγάλων διαστάσεων. Η νύχτα που έφθανε δεν μας επέτρεψε να ανακαλύψω με εάν υπήρχαν στα περίχωρα άλλα ερείπια, τα οποία θα επιβεβαίωναν την γνώμη μας για την ύπαρξη μιάς αρχαίας πόλεως∙ στην περίπτωση αυτή θα ήταν η πόλη Κυπαρισσία, η οποία αναφέρεται περίπου σ' αυτή την τοποθεσία.
 Έχοντας επισκεφθή το πλοίο, νοιώσαμε ανακούφιση που είχαμε φέρει τρόφιμα για τα ταξίδι∙ οι Έλληνες ναυτικοί είναι υπερβολικά εγκρατείς, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής∙ αρκούνται σε παξιμάδια από καλαμποκάλευρο, λίγες ελιές ή ψάρι παστό. Μερικοί άνθρωποι με πονηρή όψη ήσαν στην παραλία και κάθισαν με οικειότητα να δειπνήσουν μαζί μας. Η φιλοξενία, την οποία είχαμε και εμείς τόσες φορές εκμεταλλευθή, δεν μας επέτρεπε να κατακρίνωμε αυτή την πράξη∙ ρωτήσαμε όμως ιταλικά τον καπετάνιο μας, εάν σκόπευε να μας δώση τους ανθρώπους αυτούς συντρόφους στο ταξίδι μιας μας απάντησε θετικά. Του παρατηρήσαμε ότι αυτό δεν υπήρχε στη συμφωνία μας, ότι το πλοίο ήταν πολύ στενό και δεν μπορούσε να μας χωρέση όλους κατά τη διάρκεια της νύχτας χωρίς να παρεμποδισθή η διακυβέρνηση του. Εκείνος επέμενε. Τον απειλήσαμε ότι θα παίρναμε τις αποσκευές μας από το πλοίο του και θα πηγαίναμε σε κάποιο γειτονικό λιμάνι, όπου θα βρίσκαμε εύκολα την ευκαιρία να περάσαμε στη Ζάκυνθο. Τότε επήρε παράμερα εκείνους τους Έλληνες. Εάν δεν γνωρίζαμε ήδη τους κατοίκους αυτής της χώρας, θα πιστεύαμε ότι κινδυνεύομε, εάν κρίναμε από τη ζωηρή συζήτηση τους και τα απειλητικά βλέμματα που μας έρριχναν. Είμαστε βέβαιοι ότι η σταθερή και ήρεμη στάση μας ήταν αρκετή για να τους επιβληθούμε γι’ αυτό και δείξαμε ότι δεν ενδιαφερόμαστε για την συζήτηση και ξαπλώσαμε επάνω στην άμμο, τυλιγμένοι μέσα στα παλτά μας, σαν να επρόκειτα να κοιμηθούμε. Έτσι, λίγο αργότερα, ο καπετάνιος ήλθε να μας αναγγείλη ότι θα φεύγαμε μόνοι και αφού απομακρύνθηκαν εκείνοι οι Έλληνες, ξάπλωσε ο ίδιας δίπλα μας. Επιβιβασθήκαμε στο πλοίο με το χάραμα της ημέρας. Η θάλασσα
ήταν ακόμη ταραγμένη. Για να προφυλαχθούμε από τα ψηλά κύματα, είχαν αναρτήσει στις πλευρές του πλοίου σανιδώματα με ύψος ενάμισυ πόδι, κατασκευασμένα από καλάμια, πλεγμένα με θαλασσινά φύκια. Χωρίς αυτή την προφύλαξη δεν γνωρίζω εάν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε εγκαίρως από το νερό που εισχωρούσε στο πλοίο εξ αιτίας της κλίσεως, που ο άνεμος το ανάγκαζε να παίρνη και από το ύψος των κυμάτων τα οποία εκάλυπταν με τον αφρό τους την αρχαία προκυμαία. Με δυσκολία ξεπεράσαμε αυτό το εμπόδιο∙ πέρα από αυτό, η θάλασσα μας φάνηκε σχεδόν ήρεμη.  Αφήναμε με λύπη μας τα εδάφη της Πελοποννήσου. Ο χρόνος καταβάλλει και θάβει καθημερινά τα μνημεία της δόξας και της μεγαλοφυΐας των αρχαίων της κατοίκων∙ σέβεται όμως τα άνθη που καλύπτουν τον τάφο τους. Αυτές οι ακτές, καλυμμένες από μία αιωνόβια χλωρίδα, μας παρουσίαζαν μία σειρά από γοητευτικούς πίνακες. Το ελαφρό σκαρί μας απέφευγε τους κινδύνους της ανοιχτής θάλασσας και ταξίδευε ταπεινά κατά μήκος της ακτής, άλλοτε με τη βοήθεια των πανιών και άλλοτε με τα κουπιά∙ ριψοκινδυνεύαμε από το ένα ακρωτήρι στο άλλο, χωρίς όμως να χάνωμε ποτέ την ξηρά από το βλέμμα μας. Ταξιδέψαμε έτσι κοντά στις ακτές της Μεσσηνίας και της Ήλιδας μέχρι το ύψος της Ζακύνθου.
 Διακρίναμε πρώτα τους θαυμάσιους ελαιώνες που περιβάλλουν την μικρή πόλη της Αρκαδιάς και καλύπτουν όλη σχεδόν την ακτή της Μεσσηνίας. Το φύλλωμά τους, πυκνότερο και σκουρότερο σε χρώμα από τους δικούς μας ελαιώνες, ξεχωρίζει μέσα από τις βελανιδιές, τις πορτοκαλιές και τις δάφνες, τις οποίες συντροφεύουν και συναγωνίζονται σε ύψος. Στο εσωτερικό της χώρας διακρίνονται οι δασώδεις οροσειρές, οι όποιες προεκτείνονται προς όλες τις κατευθύνσεις και όπου, στην περιοχή αυτή, δεσπόζουν οι κορυφές της Φολόης (Pholoe). Υπερήφανη για την πλούσια χώρα που ανθίζει στους πρόποδές της, μπορεί να θεωρηθή η ευτυχής εντίπαλος του άγονου Ταϋγέτου.

Άποψη του κόλπου της Κυπαρισσίας, Μεσσηνία. 1834. STACKELBERG.
 Από την εκβολή του ποταμού Νέδα, ο οποίος ορίζει τα όρια της Μεσσηνίας και της Ήλιδας, μέχρι την εκβολή του Αλφειού, η χώρα καλύπτεται ομοίως από αιωνόβια δάση, όπου μπορεί κανείς να ανακαλύψη ωραίες ποιότητες οικοδομικού ξύλου, οι όποιες εγκαταλείπονται στην φθορά της πολυκαιρίας. Ο Αλφειός πηγάζει στα βουνά του Λεονταρίου, διανύει την εύφορη περιοχή της Καρύταινας1 και τα νερά του, αφού εμπλουτισθούν στην διαδρομή τους από ένα πλήθος ρυάκια, χάνονται τελικά μέσα στις αμμώδεις εκτάσεις στις εκβολές του, σε απόσταση δύο λευγών από τον Πύργο, δημιουργώντας χάσματα και βάλτους. Η ακτή είναι πλούσια σε ψάρια∙ έχουν δημιουργηθή εκεί ψαρότοποι και αλυκές∙ το κυνήγι των υδρόβιων πτηνών είναι επίσης άφθονο.
 Στις 7 του μηνός, ο βράδυ, μας έπιασε καλοκαιρία στο ύψος της ακτής που κρύβει τα ερείπια της Ολυμπίας. Ο ουρανός, στην ανατολική πλευρά του όρίζοντα, παρουσίασε ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο μία ζωηρή λάμψη έμοιαζε να εκτοξεύη μεμονωμένες ακτίνες, λιγότερα έντονες από άλλες που έστελνε την ίδια στιγμή στην αντίθετη πλευρά του ορίζοντα ο ήλιος. Η ατμόσφαιρα με την αραιή ομίχλη της, φλογιζόταν από τις δύο αυτές εφαπτόμενες και αντίστοιχες λάμψεις∙ η σκιά ήταν ανεπαίσθητη, αφού η ανταύγεια είχε σχεδόν την ίδια ένταση με το φώς.
 Αφού συνήλθαμε από την έκπληξη μας προσπαθήσαμε να ερμηνεύσαμε αυτό το φαινόμενο∙ υποθέσαμε ότι η ήρεμη και ακύμαντη εκείνη την στιγμή θάλασσα αντανακλούσε σαν καθρέφτης, σύμφωνα με τους κανόνες της οπτικής, την εικόνα του ηλίου και των ακτίνων του στην αντίθετη πλευρά από το σημείο όπου ήταν στην πραγματικότητα και ότι η εικόνα αυτή σχηματιζόταν επάνω στον ατμό, ο οποίος την έκανε ορατή. Αυτό το φαινόμενο μας εθύμισε τις οφθαλμαπάτες της Φάτα Μοργκάνα (Fata Morgana), τις οποίες ο κόσμος παρακολουθεί με δέος στη Νεάπολη και στη Σικελία. Οι αρχαίοι και οι σύγχρονοι συχνά παρετήρησαν ότι στη διάρκεια του καλοκαιρινού καύσωνα, όταν η θάλασσα και η ατμόσφαιρα έχουν διαταραχθή υπερβολικά από τους ανέμους και όταν ακολουθή μία απόλυτη νηνεμία, φαίνεται την αυγή, σ' εκείνη τη περιοχή του ουρανού που βρίσκεται πάνω από το στενό της Μεσσήνης, ένας μεγάλος αριθμός διαφορετικών περίεργων σχημάτων, μερικά από τα οποία είναι ακίνητα, ενώ άλλα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα∙ βλέπει κανείς τοπία, σπίτια, ακόμη και ανθρώπινες φιγούρες. Καθώς αυξάνει το φως, τα σχήματα αυτά μοιάζουν να γίνονται πιό αέρινα, ώσπου στο τέλος εξαφανίζονται εντελώς λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου. Αυτό το παράξενο φαινόμενο, το οποίο επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία ενός ολόκληρου λαού και μάλιστα από επιστήμονες2 οι οποίοι προσπάθησαν να τα ερμηνεύσουν, θα μπορούσε επίσης να δημιουργήται και από υπαρκτά αντικείμενα, τα όποια αντανακλώνται από τα νερά της θάλασσας και διαγράφονται πάνω στα σύννεφα.
 Στις 8 του μήνα μας έδειξαν τη Γαστούνη κάτω από τα τείχη της κυλάει ένα μικρό ποταμάκι που έχει το όνομα της πόλεως. Αυτό το ποτάμι θα μπορούσε να είναι ο αρχαίος Πηνειός και δεν είναι αξιόλογος. Το χειμώνα μόνο δέχεται στην εκβολή του καΐκια∙ η πηγή του βρίσκεται προς την πλευρά της Καρύταινας. Σε απόσταση δύο λευγών από τη Γαστούνη υπάρχουν ερείπια, τα οποία θεωρούνται ερείπια της Ήλιδας (Elide)∙ βρίσκονται κοντά σε κάποιο χωριό, το οποίο ονομάζεται Παλαιόπολη (Palaeopola). Αυτά τα υπολείμματα βρίσκονται διάσπαρτα στους πρόποδες λόφου, ο οποίος φαίνεται να έχη σχηματισθη ο ίδιος από ερείπια. Προτείνεται επίσης η άποψη, αν και με λιγότερα επιχειρήματα, ότι η τοποθεσία της αρχαίας Ήλιδας πρέπει να αναζητηθή στην περιοχή του Πύργου και της Ολυμπίας3, στο χωριό της Παλαιόπολης. Αξίζει επίσης να σημειωθή ότι υπήρχε μία μικρή περιοχή με το όνομα Πύργος, σημειωμένη στους χάρτες του Ταξιδιού του Ανάχαρση (Voyage d' Anacharsis), σε μικρή απόσταση από την Νέδα. Δεν θα ήταν φυσικότερο να υποθέσωμε ότι υπάρχει ακόμη στην τοποθεσία που εξακολουθεί να φέρη την ίδια ονομασία; Συχνά ο εντοπισμός τοποθεσιών μικρής σπουδαιότητας μας βοηθεί στην αναζήτηση ορισμένων ενδόξων πόλεων, για τις οποίες δεν υπάρχουν φανερά ίχνη. Προκαλεί έκπληξη και είναι μάλιστα απογοητευτικό το γεγονός, ότι η ύπαρξη (ή όχι) των ιδίων αυτών πόλεων αποτελεί ακόμη θέμα προβληματισμού. Χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς, και πολύ σωστά, οι πληροφορίες των αρχαίων Ελλήνων ιστορικών και γεωγράφων∙ επειδή όμως τα βιβλία δεν συμφωνούν πάντοτε, θα έπρεπε να συμβουλευόμαστε μερικές φορές τις παραδόσεις της χώρας, τις οποίες απορρίπτομε ίσως πάρα πολύ εύκολα.

1. Στα περίχωρα της Καρύταινας υπάρχουν εξαιρετικοί βοσκότοποι, οι οποίοι εκτρέφουν αναρίθμητα κοπάδια. Το βούτυρο και τα τυριά του καντονιού αυτού είναι περιζήτητα και αποτελούν ένα σπουδαίο εμπορικό κλάδο.
2. «Ταξίδι στη Σικελία και τη Μάλτα από τον Μπρυντόν (Brydone). Βλέπετε επίσης τους Λάντι, Τζιαρντίνα, Γκάλλο της Μεσσήνης (Lanti, Giardina, Gallo de Messine).
3. Ο Φωβέλ (Μ. Fauνel) επισκέφθηκε έκτοτε με προσοχή την τοποθεσία και αναγνώρισε με βεβαιότητα την θέση της Ολυμπίας μέσα στα ερείπια, τα οποία βρίσκονται σε απόσταση δύο λευγών από τον Πύργο. Πιστεύω ότι πρέπει να προσθέσω στις λεπτομέρειες αυτές κάποιες σύντομες πληροφορίες, τις όποιες οφείλω στον Κ. ντε Μπερμπόν (M. de Bermont) σχετικά με άλλες ένδοξες πόλεις της Πελοποννήσου, των οποίων η τοποθεσία δεν έχει ακόμη εντοπισθή.
"Οι ταξιδιώτες συμφωνούν γενικά στον εντοπισμό της Μεσσήνης (Messene) στην πλαγιά βουνού, τα οποίο σήμερα ονομάζεται Βουλκανέλλο [Βουλκάνου] (Vulcanello) παρατηρούμε πράγματι εκεί ερείπια τα οποία βρίσκονται στον μυχό του κόλπου της Κορώνης (Coron), στο δυτικό τμήμα. Ανάμεσα στα ερείπια αυτά έχει αναγνωρισθή η πιθανή θέση των πυλών.
 Υπάρχουν στην Άνω Μάνη, δύο χωριά με την ονομασία Απάνω-Μαντίνεια (Apano-Marategna) και Κάτω-Μαντίνεια (Kato-Mantegna), των οποίων οι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι προέρχονται από τους Μαντίνειους της Αρκαδίας, οι όποιοι κατείχαν ένα τμήμα της πεδιάδας της Τριπολιτσάς. Η λίμνη του Φενεού (Pheneos) είναι πιθανόν η λίμνη Φονιάς (Phonia) με έκταση περίπου δύο τετραγωνικών λευγών. Αυτή η πόλη απέχει έξι λεύγες από την Κόρινθο και το Άργος. Σε απόσταση τριών λευγών από το Ναυαρίνο υπάρχει ένα δάσος με την ονομασία Κόκλα (Cocla), το οποίο μερικοί εκλαμβάνουν λανθασμένα ως το δάσος της Νεμέας. Πιστεύεται ότι η Βοστίτσα (Vostiche) είναι κτισμένη πάνω στα ερείπια του Αιγίου (Aegium) και ότι η Συκιών (Sycione) βρισκόταν εκεί που σήμερα υπάρχει ο Άγιος Ηλίας (Agi-Alois), μεγάλο μοναστήρι, το οποίο χαίρει μεγάλου σεβασμού από τους Έλληνες, πάνω στην ακτή του κόλπου της Ναυπάκτου (Golfe de Lepante [Κορινθιακού]). Οι τοποθεσίες του Άργους και της Κορίνθου έχουν εντοπισθή με βεβαιότητα",

ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΥ
Φιλόλογος, M.A. (Calif. S.U.)
"Η Μεσσηνία στις "επιστολές" του Γάλλου Περιηγητού A. L. Castellan (1797)"
Πρακτικά Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 1989




Printfriendly