1. Τέλος Α΄ εμφυλίου πολέμου
Εις τας 12 Ιουνίου 1824 το Εκτελεστικόν εισήλθεν εις το παραδοθέν Ναύπλιον υπό πολύκροτον κανονιοβολισμόν. Εις τους αντάρτας εχορηγήθη την 2 Ιουλίου αμνηστεία. Η Κυβέρνησις Κουντουριώτη ημπορούσε να είναι ήσυχη, ότι απηλλάγη από τους ενοχλητικούς αντιπάλους της1.
Όλως φαινομενική όμως υπήρξεν η ησυχία. Και διετηρήθη μέχρι του Σεπτεμβρίου μόνον, οπότε συνήχθησαν οι βουλευται της γ΄ περιόδου εις Ναύπλιον. Υπό συγκρότησιν φατριαστικήν το Βουλευτικόν επεκύρωσεν εις τας 10 Οκτωβρίου την σύνθεσιν του Εκτελεστικού: Κουντουριώτης, Μπότασης, Σπηλιωτάκης, Κωλέτης. Αντί του Πανούτσου Νοταρά, ο Φωτήλας (ο Νοταράς είχεν αντικαταστήσει τον αποθανόντα Ν. Λόντον)2. Έξω του Εκτελεστικού έμεινεν η Αχαϊκή ξυνωρίς, οι δύο Ανδρέηδες, Ζαΐμης και Λόντος. Παραδίδων ο Κολοκοτρώνης διά του φρουράρχου υιού του Πάνου το Ναύπλιον έθεσεν ένα όρον: να παραμείνη είς χείρας πελοποννησιακάς3. Ο όρος δεν ετηρήθη. Φρούραρχος διωρίσθη ο Σουλιώτης Νάσος Φωτομάρας. Ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Γ. Κουντουριώτης είχε μεμφθή τους Ανδρέηδες, που επέτυχαν τον συμβιβασμόν με τον Κολοκοτρώνην και δεν εδείχθησαν έναντι αυτού αυστηροί όσον έπρεπεν4. Απεναντίας οι Ανδρέηδες ήσαν πολύ δυσαρεστημένοι. Η πολιτική κατάστασις υπό τον Κουντουριώτην κατηυθύνετο από τον Μαυροκορδάτον, δι’ ίδιον λογαριασμόν δε αλώνιζεν ο Κωλέτης5. Αποτελεί φαιδρότητα αυτό που ισχυρίζεται ο Μακρυγιάννης, ότι ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος προεκλήθη διότι δεν αντισηκώθη ο Κουντουριώτης εις τον Ζαΐμην6. Εις την συνείδησιν των Ανδρέηδων εκυριαρχούσεν η πεποίθησις, ότι με τας ιδικάς των ενεργείας επερατώθη ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος και εξεμηδενίσθησαν οι επικίνδυνοι εχθροί της Κυβερνήσεως. Εις αντάλλαγμα αμφότεροι έβλεπαν ότι παρεμερίσθησαν και περιεφρονήθησαν. Άλλως τε υπήρχαν και άλλοι λόγοι σοβαροί της αντιθέσεως των Αχαιών, όπως υπήρχαν και δευτερεύοντες. Σοβαροί λόγοι ήσαν: πρώτον, ότι η Κυβέρνησις με την πρόθεσιν ν’ απομονώση τον Πλαπούταν από τον Κολοκοτρώνην του ανέθεσε την πολιορκίαν των Πατρών από κοινού με τον Λόντον, ο οποίος όμως δεν είχεν ανάγκην συναρχηγού7. Δεύτερον, ότι εζήτησαν οι Αχαιοί ποσότητα χρημάτων από το δάνειον διά τας δαπάνας του στρατοπέδου των και δεν τους εδόθησαν8. Τρίτον, ότι η κυβερνητική εξουσία είχε περιέλθει εις χείρας των Νησιωτών και των συνεργατών των9, οι οποίοι έπρεπε να τιμωρηθούν με συνεργασίαν των Αχαιών ηγετών με τους περί τον Κολοκοτρώνην στρατιωτικούς. Ο Κουντουριώτης εχαρακτηρίζετο ως καταχραστής της εξουσίας και εζητείτο η σύγκλησις Εθνικής Συνελεύσεως προς τακτοποίησιν των πραγμάτων και ανανέωσιν της πολιτικής εξουσίας, επί τη βάσει των αποφασισθέντων εις το Άστρος10.
Έτσι είχαν τα πράγματα κατά το φθινόπωρον του 1824. Οι δυσηρεστημένοι από την Κυβέρνησιν Κουντουριώτη ητοιμάζοντο δι ένοπλον αναμέτρησιν. Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, λέγει ο Σπ. Τρικούπης, έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του δευτέρου. Οι Ανδρέαι και ο Κολοκοτρώνης, οι μαχόμενοι προς αλλήλους, εφιλιώθησαν καθ’ ήν ώραν ο πόλεμος ήτω εν τώ τελειούσθαι11. Αλλ' ενώ ητοιμάζετο η ένοπλος κατά της Κυβερνήσεως ενέργεια, και η Κυβέρνησις κακά κατά των αντιπάλων της εσχεδίαζεν ανεζητείτο μόνον αφορμή διά προαποφασισμένην κινητοποίησιν, κατά την γνώμην του ιδίου ιστορικού12. Και η αφορμή δεν εβράδυνεν, είτε από την Κυβέρνησιν κατεσκευάσθη είτε ήλθε μόνη από τα αντικυβερνητικά σπέρματα, που ερρίπτοντο εις τας επαρχίας από τους αντιπάλους της Κυβερνήσεως. Τόπος, όπου εξεδηλώθησαν αι αντιδράσεις, είναι τώρα η Αρκαδιά, ενώ τρία ήσαν τα κύρια κέντρα αντικυβερνητικών συνωμοσιών, ήτοι η επαρχία Καρυταίνης (Γορτυνία), αι Πάτραι και η Τριφυλία. Ως προς την τελευταίαν παράδοξον είναι, διότι από την Μεσσηνιακήν περιοχήν προήρχοντο ισχυροί κυβερνητικοί παράγοντες: ο υπουργός των Εσωτερικών Γρηγόριος Δικαίος, ο περιλάλητος Παπαφλέσας, ο υπουργός Πολέμου Αναγνώστης Παπαγεωργίου, ο κοινότερον γνωστός Αναγνωσταράς, ο υπουργός Οικονομίας Ν. Πονηρόπουλος, ο από τον Κολοκοτρώνην αποκαλούμενος Πονηρός, ο υπουργός Θρησκείας επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ.
Tων θλιβερών γεγονότων της περιόδου ταύτης εντός της Μεσσηνιακής περιοχής άριστοι πληροφορηταί θα ημπορούσαν να είναι δύο ενεργώς αναμειχθέντες και καταλεγόμενοι μεταξύ των ιστοριογράφων του Αγώνος: πρώτον Αμβρόσιος Φραντζής, ο πρωτοσύγκελλος της μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως, και δεύτερον Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο στρατιωτικός και πολιτικός της Τριφυλίας. Αλλ' εξ αυτών ο πρώτος είναι ηθελημένως συντομώτατος, ο δεύτερος είναι φλύαρος και υποκειμενικός, γεμάτος υπερβολάς και ανακριβείας. Κέντρον της αφηγήσεως του Γρηγοριάδου είναι κατά τρόπον εξοργιστικόν ο ίδιος. Αλλ' αντιστοίχως κέντρον της σχετικής εγωιστικής αφηγήσεώς του είναι πάλιν από άλλην εντελώς όψιν ο Μακρυγιάννης. Οι άλλοι απομνημονευταί και ιστοριογράφοι δεν είναι αποκλειστικοί, δεν είναι εξαντλητικοί, δεν είναι άριστα πληροφορημένοι ή δυστυχώς είναι θύματα του ιδίου εγωισμού. Αι εκδεδομέναι αύται πηγαί δεν είναι αρκεταί διά να μας βοηθήσουν ν' αναπαραστήσωμεν τα γενόμενα.
Είναι ασφαλώς οπωσδήποτε θλιβερόν να επιμείνη κανείς εις την έκθεσιν των εμφυλίων συγκρούσεων επί μεσσηνιακού εδάφους, αντί εκ της ιδίας επιστημονικής ερεύνης να προσκομίση στοιχεία πολιτιστικά της εξεταζομένης περιοχής, που να περιποιούν τιμήν εις αυτήν. Τούτο όμως εν μέρει είναι ορθόν. Διότι και αι μελαναί σελίδες της Ιστορίας πρέπει λεπτομερώς να εξετάζωνται, διότι αύται διδάσκουν με τας αρνητικάς των όψεις. Οφείλομεν λοιπόν να τας γνωρίζωμεν κατά μήκος και πλάτος και να λεπτολογούμεν επ' αυτών, διότι αύται δεν μας επαναπαύουν με την λαμπρότητά των, αλλά μας φρονηματίζουν με τα θλιβερά αποτελέσματά των. Επί του θέματος θα ομιλήσωμεν χρησιμοποιούντες και εκδεδομένα και ανέκδοτα έγγραφα, χάριν της διωκομένης αληθείας.
Αλ. Μαυροκορδάτος, Γ. Κουντουριώτης, Α. Ζαΐμης |
Το 1934 ο γερουσιαστής Μεσσηνίας Γεώργιος Όθωνος Γρηγοριάδης έφερεν εις την δημοσιότητα διά του τύπου το επ’ ονόματι του προεστού Τριφυλίας Αθανασίου Γρηγοριάδου φερόμενον έργον, με τον τίτλον: Ιστορικαί αλήθειαι, ήτοι ιστορικόν χειρόγραφου του αρχείου χειρογράφων αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης, περιέχον τους απελευθερωτικούς αγόνας από του έτους 1479-1834 του νομού Μεσσηνίας. Τι ζυγίζει εξ επόψεως ιστορικής το έργον δεν είναι της παρούσης στιγμής να είπωμεν13.
Διαθέτει αρκετάς σελίδας ο Αθαν. Γρηγοριάδης διά τα γεγονότα, που έλαβαν χώραν εις την ιδιαιτέραν του επαρχίαν. Θα μεταφέρωμεν εδώ συνοπτικώς το κείμενόν του. Κατά Σεπτέμβριον 1824, λέγει, απεφασίσθη από το Εκτελεστικόν να δοθή η πρώτη αφορμή του εμφυλίου πολέμου εις την Αρκαδίαν (Τριφυλίαν), εναντίον του Αθανασίου Γρηγοριάδου, φίλου στενού των Ζαϊμαίων, Λονταίων, Δεληγιανναίων, Νοταραίων, Σισινών και Κολοκοτρωναίων. Κατά την εποχήν εκείνην -συνεχίζει ο αφηγητής- ο Αθαν. Γρηγοριάδης εθεωρείτο ο μάλλον σημαντικώτερος των εν Μεσσηνία στρατιωτικών και προυχόντων, διότι τοιαύτη ήτο η τοπική αυτού επιρροή ουχί μόνον εν Τριφυλία αλλά και καθ’ όλον τον νομόν Μεσσηνίας, ώστε άνευ της γνώμης αυτού και της συγκαταθέσεως ουδέν εγένετο.
Η επαρχία Αρκαδίας ήτο διηρημένη εις δύο ισχυράς φατρίας ή κόμματα. Του Γρηγοριάδη και του Πονηροπούλου, υπουργού της Οικονομίας. Ο τελευταίος ήτο αφωσιωμένος εις τους κυβερνητικούς και κατώρθωσε να εκραγή εις Τριφυλίαν εμφύλιος πόλεμος, με την ελπίδα να επικρατήση των αντιπάλων του. Εις τας αρχάς Οκτωβρίου 1824 εκινήθη ο υπουργός Εσωτερικών με ισχυρόν στρατόν εναντίον του Γρηγοριάδου, ο οποίος έσπευσε να ζητήση οδηγίας από τον Αναγνώστην Δεληγιάννην και τον Θ. Κολοκοτρώνην, οι οποίοι του απήντησαν να μείνη ακλόνητος εις την θέσιν του και ν' αναμένη ισχυράν επικουρίαν. Και εκείνος, αναπετάσας την σημαίαν της ανταρσίας, έδιωξε τον Διοικητήν μαζί με την εις Κυπαρισσίαν σταθμεύουσαν κυβερνητικήν φρουράν εκ 300 μισθοφόρων, Ρουμελιωτών. Ακολούθως εκινήθη με ισχυρόν στρατόν εναντίον του Παπαφλέσα.
Συνεκροτήθησαν δύο μάχαι, 2- 3 Οκτωβρίου 1824. Ο Γρηγοριάδης ωδηγούσε 1.500 Αρκαδίους αντάρτας και κατείχε τους Κωνσταντίνους. Ο αδελφός του Γεώργιος είχε μαζί του άλλους μικροτέρους αρχηγούς, Διον. Παπαθεοδώρου, Μήτρον Αναστασόπουλον, Ιω., Γκρίτζαλην, Κ. Μέλιον, Αναγνώστην Σαμπρήν, Δημ. Μέλιον και Αντ. Συράκον, με σώμα 1.000 στρατιωτών και όλοι μαζί ωχυρούντο επί της γεφύρας του ποταμού Μπούγα, εις απόστασιν 5-10 λεπτών της ώρας από τους Κωνσταντίνους. Τα κυβερνητικά στρατεύματα ανήρχοντο εις 4.000 μισθοφόρους, επί κεφαλής των οποίων ήτο ο Παπαφλέσας. Πάντες ούτοι εστρατοπεδεύοντο επί τινος πεδιάδος προς το ΝΑ μέρος, εις απόστασιν ημισείας ώρας από τους Κωνσταντίνους. Με τον Παπαφλέσαν ηνώθη και ο Δημ. Παπατσώρης, φίλος και ομόφρων του Πονηροπούλου. Παπατσώρης και υιοί του Αδάμ και Αναγνώστης διοικούσαν σώμα 300 Σουλιμοχωριτών (Ντρέδων).
Ήτο ώρα 7 πρωινή της 2 Οκτωβρίου 1824. Ημέρα ωραία, φθινοπωρινή. Ο Παπαφλέσας συνεκάλεσε πολεμικόν συμβούλιον, μεθ' ο διέταξε τον αδελφόν του Νικήταν με τον Κεφάλαν, τον Βάσον, τον Σίρμπην, τον Μακρυγιάννην και 1.800 στρατιώτας και εκινήθησαν ευτόλμως εναντίον των ωχυρωμένων επί της γεφύρας του ποταμού Αρκαδίων. Διεξήχθη λυσσώδης εμφύλιος μάχη. Κατά την διάρκειαν αυτής προς βοήθειαν των Αρκαδίων πρώτος έδραμεν ο Αθαν. Γρηγοριάδης. Συγχρόνως Παπαφλέσας, Παπατσωραίοι, Δράκος, Σκίπης έσπευσαν προς ενίσχυσιν των κυβερνητικών. Η μάχη συνεχίζετο με την αυτήν έντασιν και ήτο αμφίρροπος. Κατά την δύσιν του ηλίου τα κυβερνητικά σώματα υπεχώρησαν εις τας θέσεις των και οι Αρκάδιοι έμειναν φυλάσσοντες την γέφυραν του ποταμού. Απολογισμός: Από το κυβερνητικόν στράτευμα εφονεύθησαν 36, ετραυματίσθησαν 18. Από τους αντάρτας εφονεύθησαν 22, επληγώθησαν 13.
Την επομένην από της ανατολής του ηλίου η μάχη επανελήφθη με την αυτήν σφοδρότητα και με το αυτό εκατέρωθεν πείσμα μέχρι της 2ας μεταμεσημβρινής ώρας. Ο Παπαφλέσας έκαμεν έξ εξορμήσεις κατά του Γρηγοριάδου, αλλά δεν ηδυνήθη να τον εκτοπίση από την γέφυραν, απώλεσεν όμως 80 στρατιώτας νεκρούς και είχεν 27 πληγωμένους. Έπεσαν 30 Αρκάδιοι και επληγώθησαν 16.
Περί ώραν 2 από αποστάσεως 3/4 της ώρας έφθασαν εις το πεδίον της μάχης κρότοι τουφεκίων από την κορυφήν υψηλού πετρώδους βουνού. Ερρίπτοντο βολαί ερχομένης προς τον Γρηγοριάδην επικουρίας 2.000 Καρυτηνών υπό τους Καν., Νικ. και Δημ. Δεληγιανναίους, Πάνον, Γενναίον, Αποστόλην και Αντώνιον Κολοκοτρωναίους. Η επικουρία όμως έφθανε πολύ αργά, διότι ο Παπαφλέσας είχε φύγει. Εξ άλλου προς βοήθειαν Γρηγοριάδου έφθασαν ειλικρινείς φίλοι του Ιμπλακιώται και Ανδρουσιάνοι υπό τους Δημ. Παπατσώνην, Γ. Δαριώτην και Μητροπέτροβαν, συνολικής δυνάμεως 1.300 ανδρών. Ο Παπαφλέσας αντιληφθείς τότε ταύτα υπεχώρησε, διά να μη αιχμαλωτισθή, με 700 μόνον εις το χωρίον Μήλα, απέχον των Κωνσταντίνων περίπου 1 30΄ ώρας. Απ’ εκεί κατηυθύνθη εις τα Σαμπάζικα και κατ' ευθείαν εις Τριπολιτσάν. Φρουράν 500 ανδρών αφήκεν εκεί υπό τους αδελφόν του Νικήταν, Κεφάλαν, Βάσον και Μακρυγιάννην. Εκείνος επροχώρησεν εις Άργος και κατέληξεν εις Ναύπλιον, όπου επληροφόρησε το Εκτελεστικόν διά τα συμβάντα. Οι λοιποί κυβερνητικοί στρατιώται πανικοβληθέντες ετράπησαν εις άτακτον φυγήν και διεσκορπίσθησαν, διά να σωθούν από την μανίαν των Αρκαδίων, τους οποίους ο γενικός αρχηγός των Γρηγοριάδης διέταξε και όλοι με τα ξίφη και τα γιαταγάνια κατεδίωξαν τους φεύγοντας, συνέλαβαν 600 άνευ αντιστάσεως και εκυρίευσαν τρείς σημαίας και πολλά όπλα. Παπατσωραίοι και σώμα Ντρέδων διεσώθησαν εις Σουλιμά. Ο Γρηγοριάδης με τους Αρκαδίους επανήλθαν εις Κωνσταντίνους. Ύστερα κατέλαβαν την Κυπαρισσίαν14.
Ν. Πονηρόπουλος, Αθ. Γρηγοριάδης, Αμ. Φραντζής |
Καθώς γράφει ο Μακρυγιάννης, όταν ήλθεν εις το Άργος, όταν δηλ. αρχομένου του Οκτωβρίου 1824 επέστρεψεν από την Ύδραν, όπου παρέμεινεν επί πεντάμηνον με ειδικήν αποστολήν, η Διοίκησις τον διέταξε να πάρη το σώμα του και το σώμα του Χατζη-Χρήστου και άλλων, συνολικώς μέχρι 1.200 ανδρών δύναμιν, οριζόμενος στρατιωτικός αρχηγός αυτός, ενώ ο Παπαφλέσας θ' ακολουθούσεν ως αρχηγός των πολιτικών, και να μεταβούν εις την Αρκαδιά, διότι ο Κολοκοτρώνης με τον συμβουλάτορά του Μεταξάν είχαν ερεθίσει τον λαόν, τον είχαν αναστατώσει όλοι οι κοτζαμπασήδες15. Εις τας 14 Οκτωβρίου 1824 ο Μακρυγιάννης έλαβε, λέγει, διαταγήν να μεταβή με τους υπό την οδηγίαν του ανθρώπους εις Αρκαδίαν (Κυπαρισσίαν). Παρακάτω λέγει ο αφηγητής ότι συνεκεντρώθησαν όλοι εις την Τριπολιτσάν16. Μαζί ήτο και ο Παπαφλέσας, του οποίου ο χαρακτήρ ήτο όπως και των ανταρτών. Δι αυτό συνεκρούσθησαν οι δύο ενώπιον της Κυβερνήσεως. Ήθελαν -λέγει- ν' αποστείλουν μόνον τον Μακρυγιάννην προς καταστολήν της ανταρσίας και εκείνος ηρνήθη, δια τούτο έστειλαν Χριστόδουλον τον Ποριώτην, τον, οποίον οι αντάρτες έπιασαν ζωντανόν με όλους τους ανθρώπους του εις Μεσσηνίαν17. Έτσι ο Μακρυγιάννης επροκάλεσε τον Παπαφλέσαν να μεταβούν μαζί, αφού εκείνος εγνώριζε τόπους, θέσεις, ανθρώπους κλπ., ενώ αυτόν θα συνελάμβαναν οι πατριώται του ζωντανόν.
Τον Χριστόδουλον οι Μεσσήνιοι τον εχάλασαν εις τους Λάκκους και εκ του επεισοδίου αυτού οι στρατιώται ήσαν απρόθυμοι να εκστρατεύσουν, έτσι από τους 1.200 που προωρίσθησαν μετεκινήθησαν μόνον 600. Έφθασαν εις Λεοντάρι, ο Παπαφλέσας εκράτησε σώμα πολυπληθέστερον (350 ανδρών), ενώ ο Μακρυγιάννης ωδηγούσε 250 ιδικούς του. Καθ’ υπόδειξιν Παπαφλέσα, ο Μακρυγιάννης κατηυθύνθη εις Λάκκους, έως ότου συγκεντρώση πατριώτας του ο Παπαφλέσας και την επομένην θα έφθανε και αυτός, Όντως έφθασεν εις Λάκκους με το σώμα του ο Μακρυγιάννης, αλλά το βράδυ επληροφορήθησαν τούτο οι Αρκαδηνοί, οι λεγόμενοι Ντρέδες, και διά νυκτός αυτοί με άλλους εντοπίους τον έφθασαν και τον έκλεισαν ολόγυρα, κατέχοντες τα τριγυρνά χωριά. Εκείνος ωχυρώθη εις Μελιγαλά: Πλάκωσαν, λέγει, πεζούρα και καβαλλαρία πλήθος∙ μου παράγγειλαν ν’ αδειάσω το χωριό. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, συνεχίζει ο Μακρυγιάννης, μπονώρα -ήταν καρσί το Μελιγαλά κ’ έχει καμπόσες κούλιες18, έστειλα και τήραξα, δεν τις είχαν πιασμένες ακόμα- σηκώθηκα και πήγα και τις έπιασα αυτές και το χωριόν και δυναμωθήκαμε από κάτου.
Εζύγισε καλά τας απειλάς ο Μακρυγιάννης και προ του κινδύνου να διακινδυνεύση η ολιγάριθμος δύναμίς του από την πολυανθρωποτέραν των αντιπάλων και δή προς αποφυγήν τυχόν εξευτελισμού, διότι επερίμενε τον υπουργόν των Εσωτερικών, τον γενναίον Παπαφλέσαν, όπου γλεντάει εις το Λιοντάρι με τις γυναίκες και τα λαλούμενα, του οποίου εν τούτοις καθυστερούσε το σώμα19. Απεφάσισε λοιπόν να συνομιλήση με τους αντιπάλους του, να ετοιμάση δε και του ιδίου του αρχιμανδρίτου συνομιλίαν με τους πατριώτας του. Ισχυρίζεται εις το σημείον τούτο ο Μακρυγιάννης ότι ήλθαν πλησίον του Αρκάδιοι, τους ηρώτησε διά τα ονόματα των αρχηγών των και τους εζήτησε να βγούνε αλάργα από τους ανθρώπους του αυτοίνοι όλοι οι αρχηγοί, ότι ήθελε να τους ομιλήση κατόπιν εντολής της Κυβερνήσεως. Υπήκουσαν αυτοί και εκείνος αφού έλαβε μέτρα ασφαλείας διά το σώμα του, επήρε μαζί του ανθρώπους του κ' επήγε. Μόλις όμως συνηντήθησαν, ο Μακρυγιάννης πληροφορηθείς διά τον αρχηγόν των αντιπάλων Μήτρον Αναστασόπουλον αρχηγόν των Ντρέδων - τον επήρεν ιδιαιτέρως, τον εφιλοτίμησε διά την ανδρείαν του και του άνοιξε την όρεξιν, ότι πτωχός αγωνιστής αυτός ημπορούσε να προσδοκά βαθμούς και χρήματα, που εκουβαλούσε μαζί του ο άγιος Παπαφλέσας ο πατριώτης του. Αλλά το ίδιο, λέγει, ίσχυε και διά τους συνεργάτας του, των οποίων επήρε τα ονόματα και ανέλαβε να μεσιτεύση εις τον Παπαφλέσαν.
Με παρενθέσεις της αφηγήσεως ο Μακρυγιάννης αποκαλύπτει ότι ηπάτησε τον αρχηγόν των Ντρέδων και την ακολουθίαν του, ότι τον ηύρε πολλά φτωχόν και τον πλούτηνε με χρήματα και βαθμούς, λόγια της όρεξής του, ενώ εις την πραγματικότητα ο Παπαφλέσας δεν είχεν άλλο τίποτα από τα παιγνίδια, όπου πήρε από την Τριπολιτζά και τα γλένταγε με τις συμπατριώτισσές του. Μέχρις ότου έλθη ο αναμενόμενος Παπαφλέσας, με το στρατήγημά του, λέγει ο Μακρυγιάννης, προσέφερεν εις τον κάθε συνεργάτην του Αναστασοπούλου απόνα ασκί αγέρα, τους ανάπαψε όλους. Εκείνοι ενθουσιασμένοι εζητούσαν να μείνη αυτός με το σώμα του εις το μισό χωριό, στο Μελιγαλά, και εις το άλλο μισό να μπούν εκείνοι, αυτός όμως τους έπεισε να παραμείνουν μέχρις αφίξεως του υπουργού, από τον οποίον θα εύρισκαν τα δίκαιά των, εις τα πέριξ χωρία Ριζού και Μπούγα (Καλλιρρόη) και μέρος από του Κάμπου και Κωνσταντίνους, δηλ. τα λεγόμενα Ριζοχώρια20.
Μετά το κατόρθωμα τούτο ο Μακρυγιάννης έγραψεν επιστολήν κατατοπιστικήν προς τον Παπαφλέσαν και του συνέστησε να φθάση το συντομώτερον, απέστειλε δε την επιστολήν με κατάλληλον ψεύτην, όπου ημπορούσε να ψυχώση τον Παπαφλέσαν νάρθη. Όντως τα εξημερώματα έφθασεν εις το χωρίον Σαντάνι (Άνδαινα). Έφθασε και ο αδελφός του με σώμα όχι 2.000 αλλά μόλις 8 ανδρών. Ο ίδιος ο υπουργός ωδηγούσε το σώμα των 350. Τον επλησίασαν οι Ντρέδες και εζητούσαν χρήματα και βαθμούς. Συνεννόησις δεν εγίνετο, εκλήθη ο Μακρυγιάννης να εξηγήση περί τίνος επρόκειτο. Αλλ' ηρνήθη, με την δικαιολογίαν ότι ξένος αυτός δεν εγνώριζεν απ' αυτά. Είπαν τότε οι Αρκάδιγοι του Παπαφλέσα, ντουφέκι. Και άρχισε το ντουφέκι. Εκινήθησαν και εναντίον του Μακρυγιάννη όσοι ευρίσκοντο εις του Μπούγα και εις τα Ριζοχώρια, διότι τους ηπάτησεν. Εκείνος επήρε, καθώς λέγει, διαλεγμένους 100 ανθρώπους του και έως 50 Μελιγαλιώτες, διά να τους τραβήξη από το χωριό και επήγε κι έπιασε το Aλειτούργι (Στενήκλαρος του τ. δήμου Οιχαλίας), που το είχαν κάψει οι Ντρέδες. Από του Ριζιού το μέρος ήτο ο Μητροπέτροβας, ο Γκρίτζαλης κι ο Καλαμπόκης από του Μπούγα έως 1.000 άνθρωποι και πολλές κεφαλές, όλοι ελεύθεροι εις τα ποδάρια21. Τα παρακάτω ας τα αφηγηθή επί λέξει ο ίδιος ο Μακρυγιάννης με την ιδιορρυθμίαν της εκφράσεώς του:
Μας ρίχτηκαν εκείνοι και τόσο μας πλάκωσαν -το μπαγιράκι το δικό μας κ' εκεινών πλησιάσαν∙ ήμαστε χαμένοι. Βγάλαμε τα μαχαίρια, σκοτώσαμε το μπαϊραχτάρη τους, πήραμε το μπαγιράκι τους, σκοτώσαμε και άλλους πεντέξι, πιάσαμε και καμπόσους ζωντανούς και τους κυνηγήσαμε πέρα από το Μπούγα. Μ' εκείνη την ορμή ριχτήκαμε και των αλλουνών και τους βγάλαμε καμπόσο απάνου. Τον Παπαφλέσα τον έμασαν πολλοί εις το γιοφύρι του Σαντανιού και τον πήγαν ως το Σαντάνι∙ και σκότωσαν δυό τρεις δικούς του και τον χατζή Ηλία, ένα παλληκάρι σπάνιον. Τότε διά να ξεθυμάνωμε τον πόλεμων του Φλέσια, πάμε εις το Μπούγα και τούς δίνομε ένα τζάκισμα και τους πήγαμε κυνηγώντα ως το Καλυβοχώρι, οπού΄ναι λωβιασμένοι, κ΄ εκεί τους αφήσαμε. Οι άνθρωποί μου πήραν λάφυρα πολλά, όταν τους χαλάσαμε κι από κείνους κι απ' όσους δεν φταίγαν∙ δεν μπορούσα να τους βαστήσω τους ανθρώπους εις την αγανάχτησιν οπούχαν αναντίον των Αρκάδιων, ότι μας φοβέριζαν να μας σκοτώσουνε, όπου τους πατήσαμε τα γερά τους χώματα. Μου λαβώθηκαν κι από τους δικούς μου καμπόσοι22.
Και η αφήγησις δίδει την συνέχειαν των κατορθωμάτων κατά την καταδίωξιν του άλλου ανταρτικού τμήματος, που είχεν επιτεθή εναντίον του Παπαφλέσα, ευθύς δε κατόπιν η περιγραφή προχωρεί εις την περαιτέρω δραστηριότητα του ήρωας αφηγητού διά των εξής:
Χαλάγοντας αυτούς ριχτήκαμε και εις εκείνους όπου ήταν εις τον Παπαφλέσια∙ τους πήραμε τις πλάτες και τζακίστηκαν. Και σουρούπωσε∙ κι επήρα τους πληγωμένους κ' επήγα εις το Μελιγαλά. Και διά νυχτός συνάχτηκαν οι Αρκάδιγοι πίσου εις το Μπουγά και Κωνσταντίνους. Και τ’ αριστερά χωριά έπιασαν και δυνάμωσαν κατά της Καρύταινας το μέρος, να χουν τον τόπον ανοιχτόν από κείνο το μέρος∙ ότι πρόσμεναν μιντάτι από κείθε την αυγή, τη δύναμί τους την πολλή∙ τους ήρθε κι άλλη δύναμι διά νυχτός κι επιάσαν από το Μπούγα και Κωνσταντίνους, κ' εκείνη τη ράχη ως τα πρόποδα του γεφυριού στο Σαντάτι. Τότ' επήγα κ' εγώ στο Σαντάτι κ' επήρα τους ανθρώπους κ’ έστειλα καμμιά εκατοστύ και τους πήραν τις πλάτες∙ και συγχρόνως τους χτύπησα κ' εγώ από μπρος κ' εκείνοι από τις πλάτες και τους χαλάσαμε απ’ ούλα εκείνα τα μέρη∙ και τους ριχτήκαμε μέσα εις τους Κωνσταντίνους. Τους χαλάσαμε κι εκεί κι επιάσαμε ζωντανούς, τους πήραμε τα πραχτικά τους κι όλα τους τ’ αναγκαία και τους πήγαμε κυνηγώντα ως την αλλού ψηλότερη ράχη, οπού 'ναι από πίσω τους Κωνσταντίνους. Όταν χαλάστηκαν αυτοίνοι εις τους Κωνσταντίνους, άφησαν και το Μπούγα κ' εκόλλησαν όλοι σ’ εκείνο το μέρος. Τότε τους μίλησα και τους έδωσα λόγον της τιμής και κατέβηκαν κι ανταμωθήκαμε οι αρχηγοί τους και πολλοί από αυτούς. Τούς είπα∙ - αυτό το έθνος σήκωσε ντουφέκι του σουλτάνου και δεν το υπόταξε. Εσείς θα το υποτάξετε και δεν θέλετε Διοίκησιν; Και ποιόν έθνος χωρίς διοίκησιν και νόμους ευδοκίμησε και δεν εχάθη; Κ΄ εμείς χωρίς νόμους δεν πάμε ομπρός...23.
Κεντρική ιδέα της δημηγορίας Μακρυγιάννη, κατά τα λεγόμενα αυτού, ήτο να τονίση εις τους αντιπάλους του ότι είχαν παρασυρθή να νομίζουν ότι ήτο δυνατόν να τα βάλουν με την ισχυράν Διοίκησιν, που διέθετε στρατεύματα δικά της και Στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών, οι οποίοι δεν ηνείχοντο εμφυλίους πολέμους και φατρίας και ήσαν αποφασισμένοι, αν δεν υποταχθούν οι αντάρται, να εισβάλουν εις τα σπίτια των και να τους βάλουν γνώσιν. Μετά τας εξηγήσεις ταύτας, έμειναν σύμφωνα τα δύο μέρη, ακούοντες και αγορητής, να μεταβή ο τελευταίος την επομένην εις το Λιάτανι, να τους εύρι συγκεντρωμένους και να ομιλήσουν. Και εκείνοι μεν ανεχώρησαν, ο δε Μακρυγιάννης μετέβη εις Κωνσταντίνους, συνωμίλησε δι’ όλα ταύτα με Παπαφλέσαν και απεφασίσθη με τους 300 που τους είχαν απομείνει του ντουφεκιού, διότι οι υπόλοιποι από τα διάφορα σώματα επήραν πλιάτζικα και ανεχώρησαν, να εισέλθουν εις Αρκαδίαν, εγγύς κειμένην. Ο Μακρυγιάννης την επομένην, καθ' ά διηγείται, με ένα ακόμη συνοδόν και μ' ένα οδηγόν μετέβη εις Λιάτανι, όπου εύρε συγκεντρωμένους από όλα τα μέρη τους περιοίκους. Τους τα μίλησα, λέγει, με λύπη της ψυχής μου κ' έκλαψα. Κι εκείνοι οι καλοί άνθρωποι τον ήκουσαν εις ό,τι τους είπε24. Και συνεχίζει διά τοιούτων χαρακτηριστικών:
Τους είχε σηκώσει το νου τους ένας κερατοκαλόγερος, τον λέγαν Πρωτοσύγκελλον, τζιράκι των Κολοκοτρωναίων, κι αυτός ο άτιμος τους ρέθισε, ότι ήταν εις το ποδάρι του δεσπότη και σηκώθηκαν κι ο Θανάσης Γρηγοριάδης, ένας συναδελφός του Πρωτοσύγκελλου και κλεφτοαλευράς. Είχαμε τ’ αλεύρια για τ' ασκέρι, διά τους Τούρκους να τους πολεμήσουμε, κι αυτός έκλεβε τ’ αλεύρια κι άφηνε το στρατόπεδο νηστικό. Αυτοί ρέθισαν τους ανθρώπους κι άλλοι όμοιοί τους. Μείναμε σύνφωνοι, να μπούμε εις την Αρκαδιά με τρακόσιους ανθρώπους∙ και γνωρίζουν την Κυβέρνησιν∙ και με περικάλεσαν να γράψω με τον Παπαφλέσιαν εις την Κυβέρνησιν να τους συχωρέση. Ευκαριστήθηκαν οι άνθρωποι όλοι από μένα κ' εγώ απ’ αυτούς. Πήρα τους αρχηγούς τους να μιλήσουμε και με τον Παπαφλέσια να μπούμε μέσα εις την χώρα, καθώς συμφωνήσαμε. Πήγαμε απ' όξω τους Κωνσταντίνους εις την ράχη, ήρθε κι ο Φλέσιας∙ μείναμε σύμφωνοι, ό,τι μίλησα με τους Αρκάδιους εγώ να γίνη.
Το πράγμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Κατά την αφήγησιν Μακρυγιάννη, η συνομιλία του ήτο δημοσία, παρεσύρθησαν από την πειστικότητά του όλοι οι συγκεντρωμένοι και διά να κλεισθή η συμφωνία παρέλαβε μαζί του τους αρχηγούς να επικυρωθούν τα διαμειφθέντα συμμετοχή και του Παπαφλέσα. Κατηυθύνθησαν λοιπόν εις την ράχιν έξω από τους Κωνσταντίνους. Ιδού η συγκεχυμένη συνέχεια: Πήρε να σουρουπώση∙ έρχονται εις τους Αρκάδιους, οπού 'ταν εκεί, οι αρχηγοί. Τους λένε ότι τους έγραψε ο Κολοκοτρώνης, ο Ζαΐμης, οι Ντεληγιανναίγοι κι άλλοι πολλοί ότι μία μεγάλη δύναμι απ' ούλους αυτούς τους συντρόφους έρχονται προς βοήθειάν τους και να μην τελειώσουνε τίποτας ομιλίες διά συμβιβασμόν. Είχε πάγει ο άγιος Πρωτοσύγκελλος και ο Γληγοριάδης σ’ αυτούς, όταν τους χαλάσαμε εις τ' Aλειτρούγι και είπαν αυτά του αρχηγού Κολοκοτρώνη και διώρισε τα φουσάτα του αναντίον μας∙ και τους είτε με θέλει ζωντανό να με γδάρη... Τότε αναχώρησαν οι Αρκάδιοι οι αρχηγοί από την ομιλίαν μας. Σε ολίγον σουρουπώνοντας ακούμε έναν μεγάλον ντουφεκισμόν, να ψυχώσουνε οι εδικοί τους, απάνου εις την ράχη το μέρος της Καρύταινας. Τότε εγυρέψαμε εμείς να κλειστούμε εις τους Κωνσταντίνους κ’ ετοίμαζα τα σπίτια∙ τηράγω διά φουσέκια, γυρεύω του άγιου Φλέσια, μου δίνει ως είκοσι τεστέδες25, ότι δεν έχει άλλα και προσμένει από την Καλαμάτα. Αφού μόδωσε αυτά τα φουσέκια, μου παίρνει κρυφίως τ' ασκέρι και φεύγει. Εγώ είχα πάρει καμμίαν σαρανταριά ανθρώπους και ντουφεκιόμουνε με κάτι αναντίους∙ γυρεύω φουσέκια, δεν βρίσκω μήτε κι ανθρώπους. Τότε με τρόπο βγήκα στη ράχη, είναι ένα παλιόκαστρον και δεν ξέραμε και τον τόπον πουθε να πάμε, ήμαστε όλοι ξένοι και νύχτα. Τότε ο αρχηγός Κολοκοτρώνης θά΄βαινε την θέλησίν του σ' ενέργειαν∙ θα μας πιάναν τους ολίγους να μας κάμουν ό,τι η συνείδησί τους τους υπαγόρευε. Μέσα εις το Σαντάνι ήταν την νύχτα κρυφίως μπασμένοι ο Πάνος Κολοκοτρώνης κι ο Κανέλος Ντεληγιάννης και όταν θα περάσουμε από το γιοφύρι, κι εκεί είναι το χωριόν, να μας χτυπήσουν. Αυτό έμαθε ο Παπαφλέσιας κ΄ επήρε τους συντρόφους κ έφυγε χωρίς να μου είπη τίποτας∙ ΄λικρινής σύντροφος... Εδώ που βήκαμε εις το παλιόκαστρο με τους ολίγους κι ως ξένοι δεν ξέραμε πούθε να κάμωμε και θα κατανταίναμε εις το Σαντάνι εις τα χέρια των αναντίων μας, τότε εκεί όπου συλλογιόμαστε να κινηθούμε, έρχεται ένας άνθρωπος με έναν τεσκερέ από τον Σταϊκάκη και μού΄ γραφε μυστικώς ότι ήρθαν διά νυχτός εκεί και οι φίλοι φοβερίζουν χωρίς άλλο εμένα και να πάρω μέτρα. Τότε παίρνω αυτόν τον άνθρωπον και εις τον δρόμον ηύρα κ’ έναν ντόπιον από το Σαντάνι, τον δένω καλά να μη μου φύγη κι όλο μέσα το ποτάμι, ότι τ’ άλλα τα μέρη τά΄ πιασαν οι αναντίοι, βήκαμε εις το Μελιγαλά, Εκεί μας πλάκωσε ο Μητροπέτροβας, μας ντουφέκισε τον πήραμε με τα μαχαίρια καμπόσο κυνηγώντας. Έπιασα με τρόπον τους σημαντικούς του χωριού και τους έδεσα κ’ εκείνους, πήρα τους λαβωμένους, όπου΄ χα εις τις κούλιες του Μελιγαλά, έστειλα έναν χωργιάτη και είπε του Μητροπέτροβα, αν έβγουν και μας ντουφεκίσουνε, θα τους κόψω όλους τους δεμένους. Τότε δεν μας πείραξαν∙ κι οληνύχτα πήγαμε εις την Σκάλα το χωριόν. Ήταν ο άγιος Φλέσιας εκεί και οι συντρόφοι∙ τους είπα όσα τους τύχαιναν και δια νυχτός αναχωρήσαμε από κεί, από τα Σαμπάσικα μέσα των βουνών τον δρόμον και πέσαμε εις τα Καλύβια της Τριπολιτζάς...26.
10. Καταισχύνη τών κυβερνητικών όπλων
Ότι χαλαρώς ασκείται η διοίκησις εις Ναύπλιον είναι εκτός πάσης αμφιβολίας. Τα μέλη του Εκτελεστικού και οι έμπιστοι του Προέδρου Γ. Κουντουριώτου αλληλογραφούν από κοινού ή χωριστά μαζί του, τον κατατοπίζουν επί διαφόρων υποθέσεων, τον παρακαλούν μονίμως να επιστρέψη εις την έδραν της Διοικήσεως και προσπαθούν να του αποσπάσουν ολίγα ή πολλά χρήματα διά να καλύψουν επειγούσας ανάγκας. Η νίκη του Δικαίου της 2 Νοεμβρίου φαίνεται ότι διεσαλπίσθη εδώ κ' εκεί, έφθασε και εις το στρατόπεδον της Τριπολιτσάς, από όπου ο πολιτάρχης Ξύδης μαζί με τους δημογέροντας την 6 Νοεμβρίου έγραφαν εις το Εκτελεστικόν, διά να του μεταφέρουν ειδήσεις τινάς, μεταξύ των οποίων μνημονεύεται και η νίκη την οποίαν έκαμαν τα διοικητικά στρατεύματα κατά των απειθών. Γίνεται επίσης λόγος εις το έγγραφον περί μεταβάσεως του Γενναίου εις Δημητσάναν, όπου άνοιξε ντουφέκι, περί κινητοποιήσεως του Πάνου Κολοκοτρώνη προς Λεοντάρι. Ακόμη αναφέρεται ότι πέντε φορτία πολεμοφόδια φυλασσόμενα κατ’ εντολήν του Γρηγορίου Δικαίου εις Τριπολιτσάν του εστάλησαν μέσω δικού του απεσταλμένου Σταϊκοπούλου. Τέλος ένας στρατιώτης ερχόμενος από το Μακρυπλάγι είπεν ότι Γενναίος και Πάνος Κολοκοτρωναίοι είχαν διεύθυνσιν προς τα εκεί98.
Ο υπουργός Εσωτερικών κατησχυμμένος πρέπει να έφθασε πρώτος εις Ναύπλιον, όπου εξέθηκε γραπτώς και προφορικώς τα διατρέξαντα. Την γραπτήν αναφοράν του απέστειλε το Εκτελεστικόν εις Ύδραν προς ενημέρωσιν του Προέδρου και δεν γνωρίζομεν το ακριβές περιεχόμενον αυτής. Τας κυρίας όμως γραμμάς της αναφοράς έχομεν από το συνοδευτικόν έγγραφον του Εκτελεστικού, που φέρει ημερομηνίαν 10 Νοεμβρίου 1824, ημέρα Δευτέρα, ώρα τρίτη. Διά τον Δικαίον αναφέρεται: ήλθε ταύτη τη ώρα ενταύθα, δηλ. εις τας 3 το μεσημέρι, διανύσας μέγα διάστημα διά πορείας δύο ημερών. Επομένως η παρ' ολίγον νέα μάχη που απέφυγε να δώση ο Γρηγόριος Δικαίως πρέπει να τοποθετηθή το Σάββατον 8 Νοεμβρίου 1824. Εις το συνοδευτικόν λοιπόν έγγραφον αναφέρεται ότι άλλο τι πέρα της οπισθοχωρήσεως, αν μη καταδιώξεως, του τμήματος Δικαίου μέχρι Σκάλας δεν έλαβε χώραν, εκτός του ότι ο Δικαίος βιασθείς από την έλλειψιν χρημάτων και λοιπών πολεμοφοδίων και από την λιποταξίαν των στρατιωτών, διότι δεν τον είχον προφθασθή όσα τω απεστάλησαν πολεμοφόδια, μήτε ο ακολούθως εκστρατεύσας στρατηγός Βάσος με τους υπ’ αυτόν, και διεσκορπίσθησαν ήδη όλα τα στρατιωτικά σώματα και σήμερον αύριον φθάνουν εις Άργος...101.
Εις το ίδιον έγγραφον περιέχεται κάτι ακόμη, που αποτελεί το εγκυρότερον συμπέρασμα διά την εναντίον της επαρχίας Αρκαδίας εκστρατείαν: οι εναντίοι δεν είχαν μεγάλας δυνάμεις, τώρα όμως όπου επροχώρησαν αυτοί και τα διοικητικά στρατεύματα επήραν τα οπίσω, είναι φανερόν πώς και τα σώματά των ενδυναμώνονται και το όνομα της Διοικήσεως λαμβάνει κακήν υπόληψιν. Διά να εξηγήση καλύτερα το θλιβερόν τούτο αποτέλεσμα εις τον Πρόεδρον μετέβαινεν εις Ύδραν ο επίτηδες αποστελλόμενος υπουργός της Οικονομίας Ν. Πονηνόπουλος, ως προστίθεται εις το σημείον τούτο του εγγράφου, ίνα ταύτα του παραστήση λεπτομερέστερον102.
Αν ηθέλαμεν και του Μακρυγιάννη την επικήν περιγραφήν των συμβάντων κατά τας ώρας αυτάς της επονειδίστου αποχωρήσεως και φυγής, χρήσιμον θα ήτο να διατρίψωμεν ολίγον και εις αυτήν. Μετέβησαν, λέγει, ο Πρωτοσύγκελλος και ο Γρηγοριάδης εις συνάντησιν του Κολοκοτρώνη, του μετέδωσαν την ήτταν εις Aλειτρούγι και εκείνος εξεκίνησε τα φουσάτα του εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων. Όταν κατά τας γενομένας συνεννοήσεις με Μακρυγιάννην και Αρκαδίους αρχηγούς οι τελευταίοι ανεχώρησαν, μόλις εσουρούπωσε -χρονολογίαι των συμβάντων, δεν δίδονται συνήθως-, ήκουσαν ένα μεγάλον τουφεκισμόν από το μέρος της Καρύταινας, προς εμψύχωσιν των ανταρτών. Προς στιγμήν οι κυβερνητικοί επεζήτησαν να χωθούν εις Κωνσταντίνους και ήρχισεν ο Μακρυγιάννης να ετοιμάζη τα σπίτια. Αλλά φυσίγγια δεν υπήρχαν, ο δε Φλέσιας έστειλε μόλις 20 δέσμας, εν αναμονή άλλων από Καλαμάταν. Τότε παίρνει κρυφίως το ασκέρι και φεύγει ο αρχιμανδρίτης, χωρίς να ειδοποιήση τον Μακρυγιάννην, ο οποίος είχε πάρει καμμιά σαρανταριά ανθρώπους και αντήλλασσε πυρά με κάτι εναντίους. Μόλις αντελήφθη την αναχώρησιν του Δικαίου, εβγήκε με τρόπον εις την ράχιν εις ένα παλιόκαστρο, ήτο νυξ και ξένοι αυτοί δεν ήξεραν τον τόπον από που να φύγουν. Εκινδύνευαν να συλληφθούν. Κρυφίως μπασμένοι ευρίσκοντο μέσα εις το Σαντάνι Πάνος Κολοκοτρώνης και Κανέλος Δεληγιάννης, οι οποίοι θα τους εκτυπούσαν μόλις περάσουν το γεφύρι. Ενώ λοιπόν ήσαν έτοιμοι να βαδίσουν προς το Σαντάνι, έρχεται εις το παλιόκαστρο ένας άνθρωπος μ' έναν τεσκερέ από τον Σταϊκάκη, που τον επληροφορούσεν ότι ήλθαν οι φίλοι διά νυκτός και εφοβέριζαν δι' αυτόν και να λάβη τα μέτρα του. Επήραν οδηγόν τον απεσταλμέναν μαζί έναν ακόμη και πεζοπορούντες μέσα από το ποτάμι έφθασαν εις Μελιγαλά όπου όμως τους επλάκωσεν ο Μητροπέτροβας και άρχισε το ντουφέκι, Αυτοί τον εκυνήγησαν καμπόσο με τα μαχαίρια και εν συνεχεία έδεσαν τους πλέον σημαντικούς του χωρίου, επήραν τους λαβωμένους των από τις κούλιες του Μελιγαλά και εις τον Μητροπέτροβαν παρήγγειλε να μη ντουφεκίσουν, άλλως θα έσφαζε τους δεμένους. Διά νυκτός έφθασαν εις την Σκάλαν, όπου ευρήκαν τον άγιο Φλέσια, του είπαν όσα του ανήκαν, έφυγαν διά νυκτός μέσα από τα Σαμπάζικα και έφθασαν μέσα εις τα Καλύβια της Τροπολιτσάς. Ήταν και ο Βάσιος εκεί103.
Αν αφαιρέση κανείς την συνήθη υπερβολήν του Μακρυγιάννη και την μόνιμον προβολήν της ιδικής του πρωτοβουλίας εις πάσαν κίνησιν, ως π.χ. εις τα τόσον διασκεδαστικά εκείναι δεσίματα των Μελιγαλιωτών, θα φθάση εις την οδύσσειαν της φυγής των λειψάνων του κυβερνητικού σώματος. Αλλ΄ υπάρχει και κάτι, που δεν είναι δυνατόν να εξηγήση ο νους του μελετητού. Ότι ο Στάικος Σταϊκόπουλος, ο ήρως του Παλαμηδίου, συνεννοούμενος κρυφά με τον Μακρυγιάννην, ως ούτος ισχυρίζεται, με την ελπίδα να γίνη γαμβρός του με μίαν ανεψιάν του, τον ειδοποίησεν από αποστάσεως μιάς ολοκλήρου ημέρας, περί του κινδύνου που διέτρεχεν από το ανταρτικόν σώμα, ως εάν ήτο δυνατόν να έχη ο Στάικος ενώπιόν του την εικόνα της διαμορφώσεως των πραγμάτων και την περιέγραψε γραπτώς προς τον Μακρυγιάννην, προδίδων το στρατόπεδον είς το οποίον ανήκε και από το οπoίoν ουδόλως απεμακρύνθη. Εδώ όμως δεν έχομεν καλπάζουσαν φαντασίαν του Μακρυγιάννη, δεν έχομεν φανατισμόν και πάθος εναντίον των στρατιωτικών, που ηγωνίζοντο κατά των φατριασμών της ομάδος Κουντουριώτη, έχομεν νοσούσαν ψυχικήν κατάστασιν του Μακρυγιάννη, η οποία εκδηλώνεται εις ολόκληρον το τμήμα της περιγραφής του κατά τον εμφύλιον πόλεμον.
11. Κρίσεις, απηχήσεις και αντιλογίαι
Από την εξέτασιν των διαδραματισθέντων εις την Μεσσηνίαν γενικώτερα και εις την επαρχίαν Αρκαδίας ειδικώτερα δεν διαπιστούται κατά τρόπον αναμφισβήτητον ο υποκινήσας την ανταρσίαν λόγος, είτε δηλ. υπήρξε προϊόν του αναβρασμού εναντίον της Κυβερνήσεως Κουντουριώτη είτε στελέχη αυτής υπεκίνησαν τα επεισόδια προς εκκαθάρισιν της καταστάσεως. Από τα μέχρι τούδε λεχθέντα δεν φαίνεται να δικαιώνεται μία τοιαύτη πρόθεσις κυβερνητική από την εξέλιξιν και το αποτέλεσμα της όλης αναταραχής. Βέβαιον είναι πάντως ότι τα γεγονότα της Αρκαδίας, κοντά εις τα οποία παρασύρεται η όλη κατάστασις της Μεσσηνίας, αποτελούν εν και μάλιστα το πρώτον επεισόδιον του δευτέρου εμφυλίου πολέμου κατά το 1824 μέχρι των αρχών του 1825. Αν απεμονώθη από τον κορμόν εις τον οπoίoν ανήκει το επεισόδιον, τούτο έγινεν εξ ανάγκης τοπικής, αλλά κατά την πορείαν της ερεύνης του επεισοδίου μονίμως έγινε συσχέτισις προς το όλον κλίμα της εποχής προς τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα, προς τα δρώντα πρόσωπα μετά της εξαρτήσεως εξ αυτών. Ότι το επεισόδιον υπήρξεν αιματηρόν, θλιβερόν εκ πάσης επόψεως και αποκαλυπτικόν της κρατούσης κατά την εποχήν που ανήκει ανωμαλίας και διαφθοράς, περιττεύει να λεχθή και να τεκμηριωθή. Είναι όμως ανάγκη να επεκταθή επ' ολίγον ο λόγος με την προσκόμισιν και άλλων στοιχείων πέρα της στρατιωτικής πλευράς του θέματος, από όπου αγόμεθα εις αξιοπρόσεκτα συμπεράσματα διά τους υποκινητάς και πρωτεργάτας αυτού, με τας υποχρεωτικάς προεκτάσεις του.
Τα επεισόδια της Αρκαδίας επηρέασαν και το υπόλοιπον τμήμα της Μεσσηνίας ηθικώς μάλιστα. Είναι διδακτικόν το περιεχόμενον του υπ’ αριθ. 638 εγγράφου του υπ. Πολέμου, με ημερομηνίαν 6 Νοεμβρίου 1824, απευθυνομένου προς τους αρχηγούς των αρμάτων κατά τον Μεσσηνιακόν κόλπον. Γίνονται, λέγει, πολλαί, συχναί και μεγάλαι καταχρήσεις από μερικούς στρατιώτας εις βάρος των κατοίκων ιδίως της επαρχίας Καλαμάτας και Κουτζούκ Mάνης. Οι στρατιώται ενεργούν ως ανεξάρτητοι και αυτεξούσιοι, φονεύουν, ατιμάζουν, γυμνώνουν, βιάζουν με απειλάς και λαμβάνουν ομολογίας νέας δια χρέη ψευδή ή πεπαλαιωμένα και αμφίβολα, αυτοί είναι στρατιωτικοί, πολιτικοί, εκκλησιαστικοί, αυτοί είναι κριταί, αυτοί είναι το πάν. Επί πλέον καταλαμβάνουν εθνικούς ή ιδιοκτήτους τόπους. Υπεύθυνοι καθίστανται οι αρχηγοί των αρμάτων, βαρυνόμενοι με τα εγκλήματα των στρατιωτών, αν τα αφήνουν ατιμώρητα. Το έγγραφον υπογράφει ο Δημ. Τομαρόπουλος104.
Σημειώσεις:Και η αφήγησις δίδει την συνέχειαν των κατορθωμάτων κατά την καταδίωξιν του άλλου ανταρτικού τμήματος, που είχεν επιτεθή εναντίον του Παπαφλέσα, ευθύς δε κατόπιν η περιγραφή προχωρεί εις την περαιτέρω δραστηριότητα του ήρωας αφηγητού διά των εξής:
Χαλάγοντας αυτούς ριχτήκαμε και εις εκείνους όπου ήταν εις τον Παπαφλέσια∙ τους πήραμε τις πλάτες και τζακίστηκαν. Και σουρούπωσε∙ κι επήρα τους πληγωμένους κ' επήγα εις το Μελιγαλά. Και διά νυχτός συνάχτηκαν οι Αρκάδιγοι πίσου εις το Μπουγά και Κωνσταντίνους. Και τ’ αριστερά χωριά έπιασαν και δυνάμωσαν κατά της Καρύταινας το μέρος, να χουν τον τόπον ανοιχτόν από κείνο το μέρος∙ ότι πρόσμεναν μιντάτι από κείθε την αυγή, τη δύναμί τους την πολλή∙ τους ήρθε κι άλλη δύναμι διά νυχτός κι επιάσαν από το Μπούγα και Κωνσταντίνους, κ' εκείνη τη ράχη ως τα πρόποδα του γεφυριού στο Σαντάτι. Τότ' επήγα κ' εγώ στο Σαντάτι κ' επήρα τους ανθρώπους κ’ έστειλα καμμιά εκατοστύ και τους πήραν τις πλάτες∙ και συγχρόνως τους χτύπησα κ' εγώ από μπρος κ' εκείνοι από τις πλάτες και τους χαλάσαμε απ’ ούλα εκείνα τα μέρη∙ και τους ριχτήκαμε μέσα εις τους Κωνσταντίνους. Τους χαλάσαμε κι εκεί κι επιάσαμε ζωντανούς, τους πήραμε τα πραχτικά τους κι όλα τους τ’ αναγκαία και τους πήγαμε κυνηγώντα ως την αλλού ψηλότερη ράχη, οπού 'ναι από πίσω τους Κωνσταντίνους. Όταν χαλάστηκαν αυτοίνοι εις τους Κωνσταντίνους, άφησαν και το Μπούγα κ' εκόλλησαν όλοι σ’ εκείνο το μέρος. Τότε τους μίλησα και τους έδωσα λόγον της τιμής και κατέβηκαν κι ανταμωθήκαμε οι αρχηγοί τους και πολλοί από αυτούς. Τούς είπα∙ - αυτό το έθνος σήκωσε ντουφέκι του σουλτάνου και δεν το υπόταξε. Εσείς θα το υποτάξετε και δεν θέλετε Διοίκησιν; Και ποιόν έθνος χωρίς διοίκησιν και νόμους ευδοκίμησε και δεν εχάθη; Κ΄ εμείς χωρίς νόμους δεν πάμε ομπρός...23.
Κεντρική ιδέα της δημηγορίας Μακρυγιάννη, κατά τα λεγόμενα αυτού, ήτο να τονίση εις τους αντιπάλους του ότι είχαν παρασυρθή να νομίζουν ότι ήτο δυνατόν να τα βάλουν με την ισχυράν Διοίκησιν, που διέθετε στρατεύματα δικά της και Στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών, οι οποίοι δεν ηνείχοντο εμφυλίους πολέμους και φατρίας και ήσαν αποφασισμένοι, αν δεν υποταχθούν οι αντάρται, να εισβάλουν εις τα σπίτια των και να τους βάλουν γνώσιν. Μετά τας εξηγήσεις ταύτας, έμειναν σύμφωνα τα δύο μέρη, ακούοντες και αγορητής, να μεταβή ο τελευταίος την επομένην εις το Λιάτανι, να τους εύρι συγκεντρωμένους και να ομιλήσουν. Και εκείνοι μεν ανεχώρησαν, ο δε Μακρυγιάννης μετέβη εις Κωνσταντίνους, συνωμίλησε δι’ όλα ταύτα με Παπαφλέσαν και απεφασίσθη με τους 300 που τους είχαν απομείνει του ντουφεκιού, διότι οι υπόλοιποι από τα διάφορα σώματα επήραν πλιάτζικα και ανεχώρησαν, να εισέλθουν εις Αρκαδίαν, εγγύς κειμένην. Ο Μακρυγιάννης την επομένην, καθ' ά διηγείται, με ένα ακόμη συνοδόν και μ' ένα οδηγόν μετέβη εις Λιάτανι, όπου εύρε συγκεντρωμένους από όλα τα μέρη τους περιοίκους. Τους τα μίλησα, λέγει, με λύπη της ψυχής μου κ' έκλαψα. Κι εκείνοι οι καλοί άνθρωποι τον ήκουσαν εις ό,τι τους είπε24. Και συνεχίζει διά τοιούτων χαρακτηριστικών:
Τους είχε σηκώσει το νου τους ένας κερατοκαλόγερος, τον λέγαν Πρωτοσύγκελλον, τζιράκι των Κολοκοτρωναίων, κι αυτός ο άτιμος τους ρέθισε, ότι ήταν εις το ποδάρι του δεσπότη και σηκώθηκαν κι ο Θανάσης Γρηγοριάδης, ένας συναδελφός του Πρωτοσύγκελλου και κλεφτοαλευράς. Είχαμε τ’ αλεύρια για τ' ασκέρι, διά τους Τούρκους να τους πολεμήσουμε, κι αυτός έκλεβε τ’ αλεύρια κι άφηνε το στρατόπεδο νηστικό. Αυτοί ρέθισαν τους ανθρώπους κι άλλοι όμοιοί τους. Μείναμε σύνφωνοι, να μπούμε εις την Αρκαδιά με τρακόσιους ανθρώπους∙ και γνωρίζουν την Κυβέρνησιν∙ και με περικάλεσαν να γράψω με τον Παπαφλέσιαν εις την Κυβέρνησιν να τους συχωρέση. Ευκαριστήθηκαν οι άνθρωποι όλοι από μένα κ' εγώ απ’ αυτούς. Πήρα τους αρχηγούς τους να μιλήσουμε και με τον Παπαφλέσια να μπούμε μέσα εις την χώρα, καθώς συμφωνήσαμε. Πήγαμε απ' όξω τους Κωνσταντίνους εις την ράχη, ήρθε κι ο Φλέσιας∙ μείναμε σύμφωνοι, ό,τι μίλησα με τους Αρκάδιους εγώ να γίνη.
Το πράγμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Κατά την αφήγησιν Μακρυγιάννη, η συνομιλία του ήτο δημοσία, παρεσύρθησαν από την πειστικότητά του όλοι οι συγκεντρωμένοι και διά να κλεισθή η συμφωνία παρέλαβε μαζί του τους αρχηγούς να επικυρωθούν τα διαμειφθέντα συμμετοχή και του Παπαφλέσα. Κατηυθύνθησαν λοιπόν εις την ράχιν έξω από τους Κωνσταντίνους. Ιδού η συγκεχυμένη συνέχεια: Πήρε να σουρουπώση∙ έρχονται εις τους Αρκάδιους, οπού 'ταν εκεί, οι αρχηγοί. Τους λένε ότι τους έγραψε ο Κολοκοτρώνης, ο Ζαΐμης, οι Ντεληγιανναίγοι κι άλλοι πολλοί ότι μία μεγάλη δύναμι απ' ούλους αυτούς τους συντρόφους έρχονται προς βοήθειάν τους και να μην τελειώσουνε τίποτας ομιλίες διά συμβιβασμόν. Είχε πάγει ο άγιος Πρωτοσύγκελλος και ο Γληγοριάδης σ’ αυτούς, όταν τους χαλάσαμε εις τ' Aλειτρούγι και είπαν αυτά του αρχηγού Κολοκοτρώνη και διώρισε τα φουσάτα του αναντίον μας∙ και τους είτε με θέλει ζωντανό να με γδάρη... Τότε αναχώρησαν οι Αρκάδιοι οι αρχηγοί από την ομιλίαν μας. Σε ολίγον σουρουπώνοντας ακούμε έναν μεγάλον ντουφεκισμόν, να ψυχώσουνε οι εδικοί τους, απάνου εις την ράχη το μέρος της Καρύταινας. Τότε εγυρέψαμε εμείς να κλειστούμε εις τους Κωνσταντίνους κ’ ετοίμαζα τα σπίτια∙ τηράγω διά φουσέκια, γυρεύω του άγιου Φλέσια, μου δίνει ως είκοσι τεστέδες25, ότι δεν έχει άλλα και προσμένει από την Καλαμάτα. Αφού μόδωσε αυτά τα φουσέκια, μου παίρνει κρυφίως τ' ασκέρι και φεύγει. Εγώ είχα πάρει καμμίαν σαρανταριά ανθρώπους και ντουφεκιόμουνε με κάτι αναντίους∙ γυρεύω φουσέκια, δεν βρίσκω μήτε κι ανθρώπους. Τότε με τρόπο βγήκα στη ράχη, είναι ένα παλιόκαστρον και δεν ξέραμε και τον τόπον πουθε να πάμε, ήμαστε όλοι ξένοι και νύχτα. Τότε ο αρχηγός Κολοκοτρώνης θά΄βαινε την θέλησίν του σ' ενέργειαν∙ θα μας πιάναν τους ολίγους να μας κάμουν ό,τι η συνείδησί τους τους υπαγόρευε. Μέσα εις το Σαντάνι ήταν την νύχτα κρυφίως μπασμένοι ο Πάνος Κολοκοτρώνης κι ο Κανέλος Ντεληγιάννης και όταν θα περάσουμε από το γιοφύρι, κι εκεί είναι το χωριόν, να μας χτυπήσουν. Αυτό έμαθε ο Παπαφλέσιας κ΄ επήρε τους συντρόφους κ έφυγε χωρίς να μου είπη τίποτας∙ ΄λικρινής σύντροφος... Εδώ που βήκαμε εις το παλιόκαστρο με τους ολίγους κι ως ξένοι δεν ξέραμε πούθε να κάμωμε και θα κατανταίναμε εις το Σαντάνι εις τα χέρια των αναντίων μας, τότε εκεί όπου συλλογιόμαστε να κινηθούμε, έρχεται ένας άνθρωπος με έναν τεσκερέ από τον Σταϊκάκη και μού΄ γραφε μυστικώς ότι ήρθαν διά νυχτός εκεί και οι φίλοι φοβερίζουν χωρίς άλλο εμένα και να πάρω μέτρα. Τότε παίρνω αυτόν τον άνθρωπον και εις τον δρόμον ηύρα κ’ έναν ντόπιον από το Σαντάνι, τον δένω καλά να μη μου φύγη κι όλο μέσα το ποτάμι, ότι τ’ άλλα τα μέρη τά΄ πιασαν οι αναντίοι, βήκαμε εις το Μελιγαλά, Εκεί μας πλάκωσε ο Μητροπέτροβας, μας ντουφέκισε τον πήραμε με τα μαχαίρια καμπόσο κυνηγώντας. Έπιασα με τρόπον τους σημαντικούς του χωριού και τους έδεσα κ’ εκείνους, πήρα τους λαβωμένους, όπου΄ χα εις τις κούλιες του Μελιγαλά, έστειλα έναν χωργιάτη και είπε του Μητροπέτροβα, αν έβγουν και μας ντουφεκίσουνε, θα τους κόψω όλους τους δεμένους. Τότε δεν μας πείραξαν∙ κι οληνύχτα πήγαμε εις την Σκάλα το χωριόν. Ήταν ο άγιος Φλέσιας εκεί και οι συντρόφοι∙ τους είπα όσα τους τύχαιναν και δια νυχτός αναχωρήσαμε από κεί, από τα Σαμπάσικα μέσα των βουνών τον δρόμον και πέσαμε εις τα Καλύβια της Τριπολιτζάς...26.
Ο άνθρωπος που επολεμούσε χάριν της πατρίδος και των νόμων προσθέτει εις το σημείον τούτο ότι φθάσας εις Τριπολιτσάν, αφήκεν εκεί, όπου ευρίσκετο και ο Βάσος, τους ανθρώπους του, τους οποίους ηθέλησε να πολεμήση ο Πάνος Κολοκοτρώνης, και τον εσκότωσαν. Εδώ ακριβώς παρατηρεί ο ήρως Μακρυγιάννης επί λέξει: Αυτό είναι το αίμα όπου χύθηκε Κολοκοτρωναίικον διά την λευτεριά της Ελλάδος27. Δεν είναι βέβαιον ότι είναι ιδικά του, του γενναίου πολεμιστού Μακρυγιάννη, τα λόγια αυτά, τόσον διότι δεν ήτο μέχρι του βαθμού αυτού απαίσιος και δεύτερον διότι παραπάνω απ' αυτόν μισούσε τους Κολοκοτρωναίους ο εκδότης, σχολιαστής και υπερυμνητής του έργου του. Όσον διά την γλωσσικήν κακομεταχείρισιν υπό του Μακρυγιάννη δύο κληρικών, του ενός υπουργού και συνεργάτου του, του άλλου αντιπάλου της Κυβερνήσεως αλλ' ευρισκομένου εις την περιοχήν όπου τα γεγονότα διεδραματίσθησαν, δεν είναι λόγος να μας εντυπωσιάσουν τα γραφόμενα του Μακρυγιάννη, διότι αν όντως της ιδικής του γραφίδος είναι όλα ή τα σχετικά προς τους δύο κληρικούς κείμενα, είναι σύμφωνα προς το σύνολον του απομνημονευτικού του έργου και της ψυχικής του διαθέσεως έναντι του μεγίστου μέρους των ανδρών του Αγώνος, προς τους οποίους και αθυρόστομος και αμετροεπής είναι, μη φειδόμενος κοσμητικών επιθέτων και υπερβολικών, αδίκων και συχνά ανοικείων χαρακτηρισμών. Αντιπαρερχόμενοι λοιπόν τας τοιαύτας μακρυγιαννικάς ιδιότητας και ενδιαφερόμενοι διά τα γεγονότα καθ’ εαυτά, οφείλομεν ν' αναζητήσωμεν την αλήθειαν μέσω των λοιπών πηγών, ώστε να καταστή χρήσιμος και αποκαλυπτικός ο διάλογος με τα δύο άκρα, Γρηγοριάδην, Μακρυγιάννην, η μεταξύ των οποίων απόστασις είναι τεραστία, ως προς την συμμετοχήν των ηγετών, ως προς τας ημερομηνίας, τας εκατέρωθεν δυνάμεις, την πορείαν και εξέλιξιν της επιχειρήσεως και το τελικόν αυτής αποτέλεσμα, το σπουδαιότερον δε ως προς την συμμετοχήν εκατέρου εις την εμφύλιον σύγκρουσιν και την συμβολήν διά το αποτέλεσμα εις την τοιαύτην ή τοιαύτην κατάληξιν.
Παπαφλέσσας, Μακρυγιάννης, Δ. Παπατσώρης |
4 . Τα κατά την Μεσσηνίαν μέχρις Αυγούστου 1824
Η επαρχία Αρκαδίας γεωγραφικώς ανήκεν εις το διοικητικόν τμήμα της Κάτω Μεσσηνίας, ομού μετά της επαρχίας Λεονταρίου της Μεγαλοπολίτιδος28. Πολιτικώς η Αρκαδία ήτο διηρημένη εις δύο φατρίας ή κόμματα. Το εν, εις το οποίον ανήκε και ο πρωτοσύγκελλος Φραντζής, ήτο του Μήτρου Αναστασοπούλου, το δε άλλο ήτο του υπουργού της Οικονομίας Ν. Πονηροπούλου, με στρατιωτικόν αυτού τον Δ. Παπατζώρην. Το πρώτον κόμμα, λέγει ο Φραντζής, εκπροσωπούσε τα 2/3 της επαρχίας, το δε άλλο το 1/3 αυτής, διέθετεν όμως χρήμα, διότι εισέπραξεν από το δάνειον ποσόν ανώτερον των 30 χιλ. λιρών διά δεδουλευμένους μισθούς του στρατιωτικού σώματος Παπατζώρη29.
Όταν έληξεν ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, έφθασεν η είδησις περί επικειμένης αποβάσεως των Αιγυπτιακών στρατευμάτων υπό τον Ιμβραήμ. Η Κυβέρνησις απεφάσισε τότε την ίδρυσιν τριών στρατοπέδων εις Μεσσηνίαν με δύναμιν 4.500 ανδρών, εις Ήλιδα με 3.500 και εις Αχαΐαν με 3.000, ώστε τυχόν εχθρική ενέργεια ν’ αντιμετωπισθή με συντονισμένας ενεργείας. Συγχρόνως ανελαμβάνετο πολιορκία των φρουρίων Μεσσηνίας και Αχαΐας, φρούραρχος Νεοκάστρου μάλιστα διωρίσθη ο Κεφαλήν Παναγής Ορφανός30.
Έχομεν σχετικάς ειδήσεις των κατά την Μεσσηνίαν πραγμάτων από εγγράφους πηγάς. Εν πρώτοις διά το φρούριον Νεοκάστρου ανέφερεν ο υπουργός Εσωτερικών την 5 Ιουλίου 1824 ότι ευρίσκετο εις κακήν κατάστασιν31. Δι αναφοράς του ο υπουργός Πολέμου Δ. Μούρτζινος από Ναυπλιον την 14 Ιουλίου 1824 συνιστούσε προς το Εκτελεστικόν να εφοδιάση το φρούριον με τροφάς και πολεμοφόδια, ίνα μη εύρη αυτό ο εχθρός εύκαιρον32, πας εχθρός, προφανώς, εσωτερικός ή εξωτερικός. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι εις Λακωνίαν και Μεσσηνίαν υπάρχουν αντικυβερνητικαί εστίαι. Από αναφοράς του Π. Κεφάλα εκ Πολιανής την 10 Ιουλίου προς το Εκτελεστικόν και το Βουλευτικόν πληροφορούμεθα ότι «αντιπατριώται» ανέπτυσσαν σχετικήν δράσιν εις την περιοχήν, διά τούτο ο στρατηγός εξεδήλωνε την χαράν του με την είδησιν που είχεν, ότι επρόκειτο η Διοίκησις να στείλη δύναμιν -εκείνος ηύχετο να την στείλη- προς ταπείνωσιν των αντιπατριωτών και διασφάλισιν των παραλίων33. Μία άλλη αναφορά του Π. Κεφάλα εκ Δυρραχίου την ιδίαν ημέραν ανέφερεν είς το Εκτελεστικόν περί κινήσεων και προθέσεων του Μανιάτμπεη, του Θ. Κολοκοτρώνη και του Αναγνώστη Δεληγιάννη, οι οποίοι συνεσκέπτοντο διά να κάμωσιν ίδιον σύστημα34. Φαίνεται ότι προς την είδησιν αυτήν πρέπει να συνδυασθή ομοία του υπουργού Πολέμου Αναγνώστη Παπαγεωργίου, του Αναγνωσταρά, απευθυνομένη την 13 Ιουλίου προς το Εκτελεστικόν, προς το οποίον κάμνει λόγον περί των ενεργειών αυτού προς ματαίωσιν των σχεδίων Θ. Κολοκοτρώνη και Κανέλου Δεληγιάννη, που εσκόπευαν να μεταβούν εις τον Μεσσηνιακόν κόλπον35. Έτσι μάλλον αι ειδήσεις αυταί πρέπει να συσχετισθούν προς όσα αναφέρει ο Φωτάκος, ότι δηλ. εις Κωνσταντίνους συνήλθαν όσοι ήσαν δυσηρεστημένοι εναντίον της Κυβερνήσεως και απεφάσισαν να ζητήσουν Εθνικήν Συνέλευσιν διά των όπλων διά τας γνωστάς αιτίας, αλλά Φλέσας και Αναγνωσταράς από κατασκόπους έμαθαν τας κινήσεις και αποφάσεις των και παρέστησαν γραπτώς εις το Εκτελεστικόν ως σοβαρά τα πράγματα36. Ο απομνημονευτής δεν δίδει χρονολογίας, αλλ' ίσως τούτο ηνάγκασε το Εκτελεστικόν αυτήν την εποχήν να διατάξη τον Φλέσαν να ετοιμασθή διά Μεσσηνίαν.
Υποθέτομεν ότι μέσα εις τας προκαταρκτικάς ενεργείας της Κυβερνήσεως, συνεπεία των συλλεγομένων πληροφοριών, ήτο και ότι διετάχθη στρατολογία. Συγκεκριμένως την 10 Ιουλίου διετάχθη ο στρατηγός Αθανασούλης Κουμουνδουράκης να στρατολογήση 400 στρατιώτας και εξ αυτών ν' αφήση 100 εις τον αντιστράτηγον Γαλάνην Κουμουνδουράκην προς διατήρησιν της τάξεως εις την επαρχίαν Σταυροπηγίου και με τους λοιπούς να εκστρατεύση εις Μεσσηνίαν37. Οτι υπήρχαν ταραχαί εις Μεσσηνιακήν Μάνην και Μεσσηνίαν υπάρχουν βεβαίως ειδήσεις και δή υπάρχει η υπό του Πετρόμπεη αναπτυσσομένη δραστηριότης, ένεκα της οποίας και προήλθεν η ενοχοποίησις αυτού ως κινουμένου προδοτικώς (δι ό και η περίφημος απολογία του), αλλά το πράγμα σαφές έτι μάλλον γίνεται απ' αυτάς τας κυβερνητικάς ενεργείας. Ούτω μνημονευτέα είναι η από 9 Ιουλίου διαταγή του Εκτελεστικού προς τους στρατηγούς Τζαννετάκην και Βοϊδήν, ίνα συνεννούμενοι με τον στρατηγόν Μούρτζινον συντελέσουν εις την πάταξιν της ανομίας εις Μεσσηνίαν38. Χάριν ειρηνεύσεως του τόπου φαίνεται πιθανόν ότι το Βουλευτικόν επρότεινε την 9 Ιουλίου τον διορισμόν εντοπίων επάρχων, του Πέτρου Σαλαμώνος Εμπλακίων και του Γ. Γιωτοπούλου Λεονταρίου39.
Αλλ΄ αν αι αντικυβερνητικαί εκδηλώσεις δεν είχαν λάβει ακόμη σαφή χαρακτήρα, ήδη αρχομένου του μηνός Αυγούστου εζητείτο από τον στρατηγόν Δημ. Παπατσώνην να στρατολογήση 100 στρατιώτας, από δε τον Μητροπέτροβαν και τον Γ. Δαριώτην να στρατολογήσουν από 50 και να μεταβούν εις το στρατόπεδον του Μεσσηνιακού κόλπου40. Μετ' ολίγας ημέρας, εις τας 18 Αυγούστου, το Εκτελεστικόν παρήγγειλεν εις το Yπουργείον Πολέμου να διατάξη τους αρχηγούς του Μεσσηνιακού κόλπου να δώσουν κάθε συνδρομήν εις τον στρατηγόν Παπατζώρην και τον καπετάν Κώσταν Χορμόβαν, όταν θα τους χρειασθούν, διότι οι δύο διωρίζοντο να φροντίσουν διά την ευταξίαν εις την επαρχίαν Αρκαδίας και να επαγρυπνούν εις τα χρέη των41. Ειδικώτερα ο φροντιστής πολεμοφοδίων Τριπολιτσάς διετάσσετο την 19 Αυγούστου να προμηθεύση προς τον κατευθυνόμενον εις Αρκαδίαν Κ. Χορμόβαν 300 δεκάρια φυσέκια42. Την επομένην 20 Αυγούστου το Εκτελεστικόν εγνωστοποιούσε προς τους προκρίτους και δημογέροντας της επαρχίας Αρκαδίας ότι Παπατζώρης και Χορμόβας μ' εκτελεστικήν δύναμιν μετέβαιναν να δώσουν τέλος εις τα δεινά της επαρχίας, δι’ ό ώφειλαν να συντρέξουν αυτούς διά να καθαρισθή η επαρχία αύτη και να εξαλειφθή το φατριαστικόν εκείνο πνεύμα της ανομίας και δυστυχίας των κατοίκων43.
Κατά ταύτα, ανήσυχα ήσαν τα πράγματα εις την Μεσσηνίαν ήδη από του Αυγούστου και εδημιουργούντο επεισόδια. Τούτο επιμαρτυρείται και από την αποστολήν Πάνου Νικολάου, ο οποίος διετάχθη να εκστρατεύση κατά των αντιδιοικητών, έφθασε μέχρι του Μεσσηνιακού κόλπου με 25 στρατιώτας, επληγώθη εις τον πόδα και εζητούσε τας δαπάνας της θεραπείας του44. Εξ άλλου, δια την ευταξίαν της Μεσσηνίας αναφέρει την 25 Αυγούστου και ο Π. Γιατράκος προς το Εκτελεστικόν ότι συνειργάσθη με τους λοιπούς στρατηγούς (διέθετεν η περιφέρεια πλήθος στρατηγών), που σημαίνει ότι εις αυτούς είχε δοθή τοιαύτη εντολή45. Εις την ανησυχίαν της εποχής ταύτης πρέπει ν' αποδώσωμεν κατά τινα τρόπον την αρχήν των δυστροπιών των Αρκαδίων, αι οποίαι χρονολογικώς τοποθετούνται αργότερα. Διότι υπό ημερομηνίαν 27 Αυγούστου υπάρχει διαταγή του Εκτελεστικού προς το υπουργείον Εσωτερικών, ίνα τούτο απευθύνη διαταγήν προς τους προκρίτους και δημογέροντας Αρκαδίας, να δεχθούν τον πολιτάρχην και να προμηθεύουν τα αναγκαία του επάρχου46. Έπαρχος Αρκαδίας ήτο αυτήν την εποχήν ο Ζακυνθινοπελοποννήσιος, όπως τον λέγει ο Φραντζής, Ιωάννης Δημητρόπουλος. Αναφέρεται ακόμη ότι ήδη από τούδε οι κάτοικοι των χωρίων Ψαρνά, Γλιάρα (= Ηλέκτρα) και Κλέσουρα επροξενούσαν ταραχάς, συνεργαζόμενοι με ανθρώπους ιδιοτελείς και στασιώδεις47.
Οφείλομεν να δεχθώμεν ότι μετέβη εις Αρκαδίαν η υπό τον καπετάν Χορμόβαν εκτελεστική δύναμις, πλην όμως κάθε άλλο παρά περί εξυπηρετήσεως της γαλήνης μετέβη και κάθε άλλο παρά εφρόντιζε χάριν των κατοίκων. Τούτο δεν είναι δύσκολον ν’ αντιληφθώμεν αλλά πιστούται και από αναφοράν που έστειλεν από το Νεόκαστρον την 28 Αυγούστου ο υπουργός Διον. Μούρτζινος, διά της οποίας διερμήνευεν αίτημα των κατοίκων, ν' αποχωρήση η δύναμις αυτή εκτός των ορίων της επαρχίας. Ως υπεύθυνον πρόσωπον ο Μούρτζινος εβεβαίωνε την Διοίκησιν, ότι οι κάτοικοι της επαρχίας αποκατεστάθησαν ήδη αγαθοί πατριώται και επιθυμούσαν ως γενναίοι μάχας εναντίον του εχθρού48. Συγχρόνως ο Παπατζώρης αναφέρει ότι διαταχθείς εξεστράτευσεν εις Νεόκαστρον, ότι εκεί συνηντήθη με Μούρτζινον και Μήτρον Αναστασόπουλον και από κοινού υποδεικνύουν την λήψιν μέτρων προς διευθέτησιν των πραγμάτων49.
Κατά τας τελευταίας ημέρας του Αυγούστου φαίνεται ως εάν πυκνώνωνται αι ειδήσεις περί της κυβερνητικής δραστηριότητος εις και περί την Αρκαδιάν. Αλλ' ενώ διά των ανωτέρω εγγράφων ο καπετάν Χορμόβας έχει σταλή δέκα ημέρας ενωρίτερα εις την επαρχίαν μαζί με τον Παπατζώρην διά να προστατεύσουν την τάξιν και ενώ από τους κατοίκους χαρακτηρίζονται ως ανεπιθύμητοι, ήδη την 29 Αυγούστου ελέγχονται ούτοι διά την χρονοτριβήν των και διατάσσονται Χορμόβας, Χατζηχρήστος, Γ. Φωτομάρας και Αντ. Σιράχος ν' αναχωρήσουν άνευ αναβολής δι’ Αρκαδίαν. Η εντολή του Εκτελεστικού ήτο: να επιβληθώσι διά των όπλων εις τα χωρία Κωνσταντίνους και Μπούζα, εάν οι κάτοικοί των επιχειρήσωσι να εμποδίσωσι την δι' αυτών διέλευσιν. Εις επικουρίαν των διετάχθησαν να σταλούν εκ του Μεσσηνιακού κόλπου ο στρατηγός Ν. Δικαίος και ο χιλίαρχος Λυκάκης50. Αλλά την ιδίαν ημέραν (29 Αυγούστου) το Εκτελεστικόν διεβεβαίωνε τους αρχηγούς του κατά την Μεσσηνίαν στρατοπέδου και τους λοιπούς καπετάνιους και αξιωματικούς επί σχετικής αναφοράς των, ότι από μέρους της Διοικήσεως δεν θέλει λείψει κάθε προμήθεια εις διατήρησιν του στρατοπέδου, παρήγγελλε δε ν’ αριθμηθούν αξιωματικοί και στρατιώται από τον φροντιστήν51, προφανώς διά σιτηρέσιον και μισθόν. Φροντιστής ήτο του Μεσσηνιακού στρατοπέδου ο Αθαν. Μπουλανόπουλος και ταυτοχρόνως ειδοποιείτο και αυτός διά την φροντίδα της Διοικήσεως προς εφοδιασμόν του στρατοπέδου με τα αναγκαία αυτού52. Πράγματι το υπουργείον Οικονομίας διετάσσετο την 29 Αυγούστου να μετρήση 30 χιλ. γρόσια εις το υπουργείον Πολέμου διά την μισθοδοσίαν του κατά τον Μεσσηνιακόν κόλπον στρατοπέδου53, αλλά και απεστέλλοντο εις τον γενικόν φροντιστήν του στρατοπέδου 2 χιλ. πέτρες τουφεκίων54.
5. Πρώται ταραχαί εις Αρκαδίαν
Δι’ εκείνον που μετακινείται από την επαρχίαν Λεονταρίου προς Άνω Μεσσηνίαν, με κατεύθυνσιν δηλ. εξ Α προς Δ προς Κυπαρισσίαν, η πορεία γίνεται διά του δήμου Ανδανίας και δη από Διαβολίτσι προς Κωνσταντίνους, Μπούγα και με γραμμήν ΝΝΔ διά του τ. δήμου Αετού. Εξεγερθέντες οι Αρκάδιοι κατέλαβαν τα χωρία της Ανδανίας και ημπόδιζαν την προς Κυπαρισσίαν πορείαν της εκτελεστικής δυνάμεως. Δι αυτό απευθυνόμενον την 29 Αυγούστου το Εκτελεστικόν προς τους κατοίκους Κωνσταντίνων και της Μπούγας, τους ειδοποιούσεν ότι, αν επιχειρήσουν να εμποδίσουν την διά των χωρίων των διέλευσιν των σωμάτων Χορμόβα- Χατζηχρήστου- Φωτομάρα- Σιράχου προς Αρκαδίαν, ούτοι έχουσι την άδειαν να τους κτυπήσωσι διά των όπλων55. Αλλά οι Αρκάδιοι, είτε ειλικρινώς είτε υποκρινόμενοι, εδήλωναν προς τους εκπροσώπους της Διοικήσεως ότι πειθαρχούν εις τας διαταγάς αυτής. Η Διοίκησις όμως αμφισβητούσε την αγαθήν προαίρεσιν των κατοίκων, διά τούτο τον μεν έπαρχον διέτασσε να μεταβή εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας του και ν’ αγρυπνή, προς δε τον Παπατζώρην έγραφεν ότι παρέχει την συγγνώμην της προς τους ταράξαντας την ησυχίαν της επαρχίας, αλλά συνιστούσε και προς αυτόν επαγρύπνησιν και είσπραξιν των εθνικών προσόδων, ως και εκποίησιν των εθνικών κτημάτων56. Αι τελευταίαι φράσεις αποκαλύπτουν και την πέτραν του σκανδάλου, την αιτίαν της δυστροπίας των κατοίκων και την εκστρατείαν.
Ο Παπατζώρης όμως δεν παρείχε την ιδικήν του συγγνώμην διαφωνών προς τον Μούρτζινον και επιμένων ότι οι κακοφρονούντες Αρκάδιοι προσποιούνται μεταστροφήν, ενώ ο έπαρχος εβεβαίωνεν ότι εδεικνύοντο ευπειθείς φοβηθέντες τα στρατεύματα της Διοικήσεως57. Από τα έγγραφα φαίνεται ότι και ο Μεθώνης Γρηγόριος είχε συντελέσει εις την ομόνοιαν και υποταγήν των Αρκαδίων εις τους νόμους, ως ανέφερεν ο Μούρτζινος επιμένων να απαλλάξη αυτούς των ευθυνών και προτείνων την δι' εγγράφου έκφρασιν ευαρεσκείας της Διοικήσεως προς τους κατοίκους, ίσως διά λόγους σκοπιμότητος (έγγραφον από 4 Σεπτ. 1824)58.
Είμεθα υποχρεωμένοι, παρακολουθούντες τα έγγραφα κατά τα ανωτέρω, να δεχθώμεν ότι εντός του Αυγούστου τοποθετείται η πρώτη των Αρκαδίων διάθεσις απειθαρχίας εις τας εντολάς της Διοικήσεως, η οποία δεν εξειλίχθη εις ένοπλον σύγκρουσιν, αλλά με την μεσολάβησιν των μετριoπαθεστέρων παραγόντων ετακτοποιήθη ευθύς ως ενεφανίσθησαν τα κυβερνητικά στρατεύματα. Εντός του Σεπτεμβρίου ύστερα δεν φαίνεται να δημιουργήται εις Μεσσηνίαν ανωμαλία. Αλλά και γενικώτερα ερευνώμενον το ανταρτικόν κίνημα Κολοκοτρώνη- Ζαΐμη- Λόντου-Δεληγιάννη κλπ. δεν εμφανίζει αυτήν την περίοδον εντόνους εκδηλώσεις, αφού μάλιστα οι Αχαιοί ηγέται ήσαν απησχολημένοι με την πολιορκίαν των Πατρών, οι δε άνθρωποι του Κολοκοτρωνικού περιβάλλοντος υπηρετούσαν ακόμη υπό τας διαταγάς της Κυβερνήσεως. Όλοι επεδίωκαν να κερδήσουν καιρόν και να τον εκμεταλλευθούν, είτε εισπράττοντες καθυστερημένους μισθούς των στρατιωτικών σωμάτων, αφού έδιδεν η Κυβέρνησις όπου ήθελε τα χρήματα του δανείου, είτε αποβλέποντες εις το να οργανωθούν εντός των κόλπων της Κυβερνήσεως και να εκδηλωθούν εις στιγμήν κατάλληλον, αφού χρήματα δεν διέθεταν άλλά και να συμβιβασθούν δεν υπήρχε πιθανότης.
Η Αρκαδιά (Κυπαρισσία) στις αρχές του 19ου αιώνα |
6. Αποστολή Γρηγορίου Δικαίου
Ο Αμβρόσιος Φραντζής αναφέρει -και η μαρτυρία αυτού δεν είναι δυνατόν να μη είναι αληθής- ότι ο υπουργός των Εσωτερικών και Αστυνομίας Γρηγόριος Δικαίος κατ’ εντολήν της Κυβερνήσεως απήλθεν εις την πατρίδα του το Λεοντάρι διά να παρατηρή τα διαβήματα πάσης ενδεχομένης ταραχής εναντίον της καθεστώσης Κυβερνήσεως, να ειδοποιή αυτήν και να λαμβάνη μέτρα καταδιακτικά59. Τούτο πρέπει να έγινε περί τα τέλη Σεπτεμβρίου και να υπολογισθή ότι διέρρευσαν δύο τουλάχιστον εβδομάδες διά την ανάπτυξιν σχετικής δραστηριότητος του Δικαίου ανά την επαρχίαν Λεονταρίου και διά στρατολογίαν. Δχόμεθα, κατά τα ευθύς ανωτέρω, ότι ο Σεπτέμβριος διήρχετο ομαλώς και ήδη οφείλομεν να πλησιάσωμεν εις τας υπό των Κολοκοτρωνικών πηγών αναφερομένας υποψίας, ότι την ανταρσίαν της Αρκαδιάς πιθανώτατα ωργάνωσαν επιμελώς στελέχη της Κυβερνήσεως, που είχαν συμφέρον να δημιουργήσουν αφορμήν στρατιωτικής κατά χώραν δράσεως, διά να εξοντώσουν τους αντιπάλους των, ενοχοποιουμένους εις συγκεκριμένην στιγμήν και εις τόπον όπου κατά πάσαν πιθανότητα θα είχαν αδυναμίας στρατιωτικάς, μέσα μάλιστα εις την Κολοκοτρωνικήν και Δεληγιαννικήν εστίαν, αυτήν την Καρύταιναν ή εγγύτατα αυτής. Τούτο δεν σημαίνει βεβαίως ότι οι Αρκάδιοι δεν ήσαν πρόθυμοι να εκδηλώσουν τας αντικυβερνητικάς διαθέσεις των.
Ο Δικαίος λοιπόν εστάθη το πρόθυμον όργανον των μυστικών σκοπών της πονηράς μερίδος της Διοικήσεως. Η περιοχή Λεονταρίου- Αρκαδίας του ήτο οικεία και είχεν αυτός την ικανότητα να υποδαυλίση την γνωστήν αντικυβερνητικήν διάθεσιν των κατοίκων των δύο επαρχιών, που καταλαμβάνουν το βορειότερον άκρον της Ανω Μεσσηνίας. Αλλά κατά την κινητοποίησίν του ο Γρηγόριος ήτο ανάγκη να έχη στρατόν και κοντά εις όσους εστρατολογούσεν ο ίδιος, από την Κυβέρνησιν εζήτησε, κατά τον Φραντζήν, και του εστάλη ικανός αριθμός λιρών στερλινών και εν μέρος Στερεοελλαδικών στρατευμάτων (μεθ’ ών ήτο και ο Μακρυγιάννης)60. Πνεύμα εύστροφον ο αρχιμανδρίτης Δικαίος μετεχειρίσθη παν μέσον, ειρηνικόν και απειλητικόν, προς προσέλκυσιν φίλων. Ο Φραντζής ημπορεί να είναι πικρός αλλ΄ είναι καλός πληροφορητής. Εγνώριζε -λέγει- ο Γρηγόριος τα πνεύματα των κατοίκων και την ισχύν αυτών κατά τόπους, ήτο δε άνθρωπος επιχειρηματίας, δηλ. εγνώριζε να χρησιμοποιή καταλλήλως εκάστοτε, αναλόγως των περιστάσεων, τα ενδεικνυόμενα επιχειρήματα, δι ο διέσπειρε γράμματα πανταχόσε εις όσους ενέκρινεν ότι δύνανται να φανούν ωφέλιμοι εις τας μελλούσας δοξασίας του και ούτω τους μεν εκολάκευσεν υπισχνούμενος μεγάλας από το δάνειον ωφελείας, τους δε και επαπείλει και εις τινάς άλλους διεύθυνε και χρήματα με επίτηδες ιδίους του ανθρώπους, διά να τους κερδήση πράττων και ενεργών καθ’ όλα όσα και από την Κυβέρνησιν οδηγείτο61.
Έτσι λοιπόν και εις τον πρωτοσύγκελλον Φραντζήν έγραψεν ο Δικαίος εις Κυπαρισσίαν. Του υπέσχετο, λέγει ο ίδιος, όσα έκαστος δύναται να φαντασθή. Εκείνος όμως είχεν αποσυρθή από τα πολιτικά και στρατιωτικά, ως λέγει, και ησχολείτο μόνον με τα εκκλησιαστικά του χρέη ως τοποτηρητής της μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως. Το γράμμα του Δικαίου ο Φραντζής έσπευσε να το δείξη εις τον Αναστ. Κατσαρόν, εις τον στρατηγόν Μήτρον Αναστασόπουλον, τον Αντώνιον Καραπατάν, τον Ιωάν. Δ. Κρίτσαλην κ.ά. Έδειξε το γράμμα αλλά και συνέστησεν εις αυτούς να δεχθούν εις Τριφυλίαν τον Δικαίον, παρατηρών ότι σύμφωνα προς τα γραφόμενά του ουδείς φόβος υπήρχεν. Εκείνοι όμως, σύμφωνα προς την ομολογίαν του Φραντζή, είχαν λάβει άλλοθεν γράμματα και του συνέστησαν να περιορισθή εις τα καθήκοντά του, να μη απαντήση εις την επιστολήν και να παραμείνη απλούς θεατής εις όσα έμελλαν να συμβούν. Ο Φρανζής διέκρινεν ότι κύριος σκοπός του Γρηγορίου ήτο να προσεταιρισθή τους Αρκαδίους μέσω αυτού και με την συνεργασίαν αυτών να κτυπήση την Καρύταιναν, εστίαν της αντικυβερνητικής Κολοκοτρωνικής δράσεως, έτσι δε να διαλύση τα σχέδια Δεληγιάννη- Κολοκοτρώνη. Αφού όμως ο Δικαίος απάντησιν του Φραντζή δεν έλαβεν, αντελήφθη τα γενόμενα και εξεστράτευσεν εναντίον των κατοίκων Τριφυλίας. Ούτοι, μόλις επληροφορήθησαν τας κινήσεις του, ητοιμάσθησαν και μάλιστα τον επερίμεναν εις τον Αετόν, όπου πράγματι λήγοντος του Σεπτεμβρίου -κατά τον Φραντζήν πάντοτε- ο Δικαίος ενεφανίσθη μ’ επιθετικάς κατά των Τριφυλίων προθέσεις62.
7 . Ειδήσεις εκ τών πηγών
Πιθανώς ο Φραντζής κάνει λάθος εις τας ημερομηνίας, ίσως μάλιστα μεταθέτει τα γεγονότα καθ' ολόκληρον μήνα. Έτσι περιληπτικά που περιγράφει δεν αφήνει περιθώρια χρονικά, εντός των οποίων να διεδραματίσθησαν τόσον σημαντικά γεγονότα, περί των οποίων δεν έχομεν απ’ αλλού ειδήσεις. Εννοούμεν τον ερεθισμόν των Τριφυλίων καθ' υποκίνησιν των αντιπάλων της Κυβερνήσεως ή και με δάκτυλον αυτού του Δικαίου και των φίλων του, ώστε να εκδηλωθούν εκείνοι με αντικυβερνητικάς ενεργείας, να εκτεθούν και να δικαιολογήσουν οι ίδιοι την στρατιωτικήν εναντίον των επέμβασιν. Αι εκδηλώσεις αυταί και αι συνεπεία αυτών αντιδράσεις εξελίσσονται εντός του μηνός Οκτωβρίου 1824. Και ενδημούν εξ ενός εις A επαρχίαν της Αρκαδιάς, αφ' ετέρου εις Κουτζούκ Mάνην. Διά την τελευταίαν αυτήν περιοχήν ησχολήθη το Βουλευτικόν κατά τας συνεδριάσεις της 18 και 21 Οκτωβρίου63.
Αποκαλυπτικωτέρα είναι η γενομένη εις τας συνεδριάσεις της 15, 17 και 23 Οκτωβρίου του Βουλευτικού σχετική συζήτησις επί των ταραχών εις την επαρχίαν Αρκαδίας. Υπήρχαν φίλοι των ενδιαφερομένων πολιτικών της επαρχίας εντός του Βουλευτικού και όταν συνεζητήθη το υπ’ αριθ. 96 προβούλευμα του Εκτελεστικού περί ταραχών, το σώμα εζήτησε να πληροφορηθή περί των επεισοδίων εγκύρως. Το Εκτελεστικόν απήντησεν ότι η επαρχία Αρκαδίας εναντιώνεται εις τας διαταγάς της Διοικήσεως και όχι μόνον δεν πληρώνει τα εθνικά δοσίματα αλλά και τον έπαρχον της Διοικήσεως ατιμάζει και ότι το Εκτελεστικόν διά να φέρη ταύτην την επαρχίαν εις υποταγήν διέταξε να σταλή εκτελεστική δύναμις υπό την οδηγίαν του υπουργού των Εσωτερικών, η αυτή εκτελεστική δύναμις διετάχθη να διέλθη και από την επαρχίαν Λεονταρίου, δια να την βιάση να στείλη τα δημόσια δοσίματα64.
Αλλά πλην της απαντήσεως του Εκτελεστικού κατά την συνεδρίασιν του Βουλευτικού της 17 Οκτωβρίου ανεγνώσθησαν προς κατατόπισιν του σώματος διάφοροι αναφοραί του επάρχου Αρκαδίας, των κατοίκων Σουλιμά και του Παπατζώρη επί της συζητουμένης υποθέσεως. Ηκολούθησαν φιλονεικίαι και τελικώς το Βουλευτικόν εγνωμοδότησε να σταλώσιν εις Αρκαδίαν υποκείμενα αδιάφορα και ως τοιαύτα ονομαστικώς επροτάθησαν ο Κων. Ράδος, ο Γουζέλης και ο Ν. Καλλέργης, συγχρόνως όμως να προχωρή και η εκτελεστική δύναμις65. Το προβούλευμα του Βουλευτικού (αριθ. 25) δεν έφερεν άμεσον αποτέλεσμα, ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού ασθενών είχεν αποσυρθή εις Ύδραν, ο Αντιπρόεδρος Μπότασης ασθενών επίσης δεν παρίστατο εις τας συνεδριάσεις και είχε τεθή επί κεφαλής του σώματος επιτροπικώς ο Φωτήλας. Κατά την συνεδρίασιν του Βουλευτικού της 23 Οκτωβρίου εφαίνετο λαμβανομένη απόφασις να σταλή νέον προβούλευμα εις το Εκτελεστικόν αφού το πρώτον έμενεν αναπάντητον ακόμη, και χαρακτηριστικώς αναφέρεται ότι ήθελαν οι βουλευταί το νέον προβούλευμα να δεικνύη εντόνως ότι η διόρθωσις της επαρχίας ταύτης είναι ανάγκη να γένη με ειρηνικόν τρόπον. Έτι μάλλον αντί των μη αποσταλέντων προσώπων επροτείνετο ήδη να σταλθώσιν οι σεβάσμιοι αρχιερείς ο υπουργός της Θρησκείας άγιος Ανδρούσης και ο άγιος Αδραμηρίων διά τον αυτόν σκοπόν66.
Αλλά πλην της απαντήσεως του Εκτελεστικού κατά την συνεδρίασιν του Βουλευτικού της 17 Οκτωβρίου ανεγνώσθησαν προς κατατόπισιν του σώματος διάφοροι αναφοραί του επάρχου Αρκαδίας, των κατοίκων Σουλιμά και του Παπατζώρη επί της συζητουμένης υποθέσεως. Ηκολούθησαν φιλονεικίαι και τελικώς το Βουλευτικόν εγνωμοδότησε να σταλώσιν εις Αρκαδίαν υποκείμενα αδιάφορα και ως τοιαύτα ονομαστικώς επροτάθησαν ο Κων. Ράδος, ο Γουζέλης και ο Ν. Καλλέργης, συγχρόνως όμως να προχωρή και η εκτελεστική δύναμις65. Το προβούλευμα του Βουλευτικού (αριθ. 25) δεν έφερεν άμεσον αποτέλεσμα, ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού ασθενών είχεν αποσυρθή εις Ύδραν, ο Αντιπρόεδρος Μπότασης ασθενών επίσης δεν παρίστατο εις τας συνεδριάσεις και είχε τεθή επί κεφαλής του σώματος επιτροπικώς ο Φωτήλας. Κατά την συνεδρίασιν του Βουλευτικού της 23 Οκτωβρίου εφαίνετο λαμβανομένη απόφασις να σταλή νέον προβούλευμα εις το Εκτελεστικόν αφού το πρώτον έμενεν αναπάντητον ακόμη, και χαρακτηριστικώς αναφέρεται ότι ήθελαν οι βουλευταί το νέον προβούλευμα να δεικνύη εντόνως ότι η διόρθωσις της επαρχίας ταύτης είναι ανάγκη να γένη με ειρηνικόν τρόπον. Έτι μάλλον αντί των μη αποσταλέντων προσώπων επροτείνετο ήδη να σταλθώσιν οι σεβάσμιοι αρχιερείς ο υπουργός της Θρησκείας άγιος Ανδρούσης και ο άγιος Αδραμηρίων διά τον αυτόν σκοπόν66.
Είναι φανερόν ότι η πρότασις του Βουλευτικού ήρχετο ως συγκεκαλυμμένη αντίδρασις κατά των ενεργειών του υπουργού των Εσωτερικών. Ο Ανδρούσης Ιωσήφ αντελαμβάνετο τί τον επερίμενεν, αν μετέβαινεν ως ειρηνοποιός εις την μεσσηνιακήν επαρχίαν Αρκαδίας και ενήργησε καταλλήλως να εξαιρεθή. Δι ο απήντησε το Εκτελεστικόν με προβούλευμά του υπ’ αριθ. 397, το οποίον ανεγνώσθη κατά την συνεδρίαν του Βουλευτικού της 24 Οκτωβρίου, αλλά δεν έγινε δεκτή η πρότασίς του ν' αντικατασταθή ο Ανδρούσης, με την δικαιολογίαν ότι ήτο χρήσιμος εις την έδραν της Διοικήσεως. Το Βουλευτικόν επέμεινε να μη εμποδισθή ο πηγαιμός του υπουργού της θρησκείας, ως αναγκαιότατος (προβούλευμα υπ' αριθμ. 59)67. Οι ειρηνοποιοί βεβαίως δεν φαίνεται πιθανόν ότι απεστάλησαν τελικώς, υπήρξαν όμως κάποιαι ακόμη αντιδράσεις. Πρώτον, ότι ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, υπουργός με ανάλογον δύναμιν εντός της Κυβερνήσεως, δεν ήτο δυνατόν ν' αφήση τον Αμβρόσιον Φραντζήν εις την θέσιν του τοποτηρή του Χριστιανουπόλεως, οσουσδήποτε υποστηρικτάς και αν είχε, δι ο εφρόντισε διά την αντικατάστασίν του με τον πρόσφυγα επίσκοπον Ελαίας με απόφασιν του Εκτελεστικού, εις την οποίαν το Βουλευτικόν δεν κατώρθωσε ν' αντιδράση σθεναρώς68. Δεύτερον, ότι οι Αρκάδιοι αντικυβερνητικοί κατώρθωσαν να εκλεγή παραστάτης της επαρχίας των ο Αντωνάκης Καραπατάς. Το αντίπαλον κόμμα αντέδρασε βεβαίως. Συνετάχθησαν αναφοραί διαμαρτυρίας α) με υπογραφάς των κατοίκων και β) του στρατηγού Α. Παπατζώρη∙ δι' αυτών ισχυρίζονται ότι ο Καραπατάς δυναστικώς και παρά νόμον εψηφίσθη και κατέστη πρωταίτιος των κακών της επαρχίας Αρκαδίας. Το σχετικόν προβούλευμα του Εκτελεστικού (υπ’ αριθ. 468) έμεινε χωρίς συνέχειαν εις το Βουλευτικόν, προφανώς διότι εις την συνεδρίαν της 28 Οκτωβρίου επροκάλεσεν αντιδράσεις και τελικά έμεινε να επανεξετασθή, αφού φερθή εις το Βουλευτικόν ο γραμματοκομιστής, όστις προλαβόντως έφερεν άλλα γράμματα των επαρχιωτών της Αρκαδίας, απευθυνόμενα προς τους παραστάτας της Καρυταίνης69. Τρίτον, ότι οι αντιφρονούντες κάτοικοι της Αρκαδίας συγκεκαλυμμένοι απέστειλαν άλλην αναφοράν εις την Διοίκησιν, με την παράκλησιν να εμποδισθή η αποστολή εκτελεστικής δυνάμεως εις τον τόπον των, καθ' ά επληροφορούντο, ώστε να γλυτώσουν από τας ενδεχομένας, αν μή ασφαλείς, ζημίας, την στιγμήν που αυτοί απέστελλαν τους παραστάτας των και εκηρύσσοντο ως ευπειθείς της Διοικήσεως. Την αναφοράν το Βουλευτικόν κατηύθυνε προς το Εκτελεστικόν70.
Μητροπέτροβας, Γ. Γκρίτζαλης, Κ. Πλαπούτας |
8. «Το τουφέκι άνοιξε εις την Αρκαδίαν»
Έληγεν ο Οκτώβριος του 1824 και εις οξύ σημείον ευρίσκοντο τα πράγματα είς την επαρχίαν Αρκαδίας. Αι ημέραι ακριβώς εκείναι εσήμαιναν την επιδείνωσιν της καταστάσεως, διότι εσκλήρυνεν η θέσις των Αχαιών ηγετών, ενώ αντιθέτως η κυβερνητική πλευρά είχε προσελκύσει προς το μέρος της τον Πετρόμπεην Μαυρομιχάλην διά της εκλογής του αδελφού του Κωνσταντίνου ως μέλους του Εκτελεστικού71. Άκρως αποκαλυπτικαί είναι αι ειδήσεις μέσα εις τα επίσημα κυβερνητικά έγγραφα. Γράφων ο Γεν. Γραμματεύς του Εκτελεστικού Παν. Γ. Ρόδιος προς τον εις Ύδραν διαμένοντα ασθενή Πρόεδρον του σώματος την 29 Οκτωβρίου 1824, του ζητεί να επιταχύνη την επιστροφήν του εις Ναύπλιον, διότι ήτο τεταραγμένον το εσωτερικόν της Πελοποννήσου72. Ο δε εκπρόσωπος των Σπετσών Γκίκας Καρακατζάνης, την ιδίαν ημέραν προς τον αυτόν, τονίζων τα αυτά έγραφεν απεριφράστως: δεν υπάρχουν καλά τα εσωτερικά της Πελοποννήσου∙ η πολιορκία της Πάτρας διελύθη∙ ο Λόντος ετραβήχθη εις Βοστίτζαν∙ ο Νοταράς εις την επαρχίαν του∙ οι σκοποί των σχεδόν εφανερώθησαν έχουν σχέδιον να πιάσουν την Τριπολιτζά και την Κόρινθον...73. Ο δε στενός και ολέθριος συνεργάτης του Προέδρου Ι. Κωλέτης του έγραφε την αυτήν ημέραν διά τον θάνατον του Αντιπροέδρου του Εκτελεστικού Π. Μπόταση και προέβαινεν εις χαρακτηρισμούς φίλων και αντιπάλων τοιούτους: Σπηλιωτάκης άρρωστος, Φωτήλας ζαϊμοφρονει∙ Νοταράς εις Κόρινθον, Λόντος εις Βοστίτζαν, οι νέοι αντιπατριώται ετοιμάζονται διά να κινηθώσιν εναντίον της Διοικήσεως..., χρειάζονται να παρθούν μέτρα δυνατά...74. Ο κινών της Αρκαδιάς τα νήματα υπουργός Οικονομίας Ν. Πονηρόπουλος την 30 Οκτωβρίου έγραφε προς τον Πρόεδρον: Οι γνωστοί ελύσσαξαν∙ αναφανδόν κινούν αναφοράς, πράγματα εις τας επαρχίας, ταραχάς και άλλα∙ εκ τούτων στοχασθήτε πόσην ανάγκην είναι της παρρησίας σας... Τα της Αρκαδίας ελπίζω καλά, διότι οι παραστάται όπου ήλθαν ο ένας είναι ιδικός μου, όστις μου εξηγήθη το πνεύμα όλων των πατριωτών και μάλιστα των προκρίτων75.
Εις τας 29 Οκτωβρίου έγραφεν ο Γρηγόριος Δικαίος προς τον Γκίκαν Καρακατζάνην από Σαντάνι (πλησίον Διαβολιτσίου του τ. δήμου Ανδανίας) πολύ ενδιαφέροντα πράγματα εξ επόψεως πολιτικής και στρατιωτικής επί του εν πορεία θέματος της ανταρσίας της Αρκαδίας. Πρώτον, ότι πολλοί πασχίζουν παντοιοτρόπως να εμποδίσουν την είσοδον των στρατευμάτων της Διοικήσεως εις Αρκαδίαν. Δεύτερον, ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης κ.ά. εις επαρχίας Λεονταρίου και Αρκαδίας ερέθιζαν τον λαόν ν' αντισταθή εις τα στρατεύματα της Διοικήσεως, ως πιστούται και από επιστολήν Δεληγιανναίων, Π. Κολοκοτρώνη, Ζαΐμη, Λόντου, Νοταρά, την οποίαν είδαν οι αρχηγοί του Μεσσηνιακού κόλπου και οι Ντρέδες. Τρίτον, ότι υπάρχει σχέδιον εξυπηρετικόν των σκοπών της Διοικήσεως, το οποίον στοματικώς ο στρατηγός Γαλάνης Κουμουντουράκης εις Ναύπλιον θα εξέθετε76. Συμπληρωματικώς επί του περιεχομένου της επιστολής ταύτης ο Γκίκας Καρακατζάνης έγραφε την 2 Νοεμβρίου προς τον Γ. Κουντουριώτην διαφωτιστικώς ή παραπλανητικώς. Επί του πρώτου ότι ο μετριοπαθής υπουργός Πολέμου Μούρτζινος και οι λοιποί αρχηγοί του Μεσσηνιακού κόλπου είχαν αναθέσει εις τον Γαλάνην Κουμουντουράκην να εμποδίση εις Λεοντάρι το κίνημα του αρχιμανδρίτου, τώρα όμως και αυτοί συνιστούν ταχύτητα, ώστε η Διοίκησις να καταδαμάση την Αρκαδίαν. Ως προς το σχέδιον, που ο Κουμουντουράκης ανέλαβε ν’ αναπτύξη προφορικώς, φαίνεται ότι τούτο έγκειται εις την υπό του Δικαίου ζητουμένην νέαν εκτελεστικήν δύναμιν, η οποία συγκεκριμένως ανήρχετο εις 1.000 μεν στρατιώτας υπό την οδηγίαν του στρατηγού Βάσου και εις άλλους 1.000 που διετάσσοντο να συγκεντρώσουν Μούρτζινος και Βοΐδης, και να κινήσουν από τα όπισθεν77. Υπάρχει και τρίτη προς τον Κουντουριώτην επιστολή εκ Ναυπλίου (εξ Άργους μάλιστα) του υπουργού Πολέμου Α. Παπαγεωργίου υπό ημερομηνίαν 31 Οκτωβρίου. Ο υπουργός αναφέρεται εις τας αταξίας των εις Άργος στρατιωτών και εκ δευτέρου εις τας πληροφορίας του εκ Πελοποννήσου, όπου μερικοί κακότροποι πατριώται δεν παύουν εις το να σπείρουν ζιζάνια και ακολουθεί ένας βρασμός εις τα πράγματα78.
Ο Αναγνωσταράς ως υπουργός των Πολεμικών έχει πλήρη γνώσιν της κρατούσης εις Άργος καταστάσεως εξ αιτίας της δημιουργουμένης καθημερινώς ανωμαλίας υπό των στρατιωτών, που λαμβάνουν τρεις περίπου χιλιάδας ταΐνια και απαιτήσεις ακόμη έχουν. Ως φαίνεται, ο διαταχθείς ν’ αναχωρήση δι’ Αρκαδίαν Βάσος Μαυροβουνιώτης με 1.000 στρατιώτας δεν το κατώρθωνεν, ανεξαρτήτως των ιδικών του διαθέσεων, ιδίως ένεκα της απροθυμίας των στρατιωτών. Δι' αυτό το Εκτελεστικόν την 2 Νοεμβρίου απηύθυνεν επείγουσαν αλλά λεπτομερή διαταγήν προς το υπουργείον Πολέμου (αριθ. 686), περί συγκεντρώσεως στρατιωτικής δυνάμεως διά νέας στρατολογίας και μετακινήσεως μικρών ιδία σωμάτων διαφόρων αξιωματικών. Πρώτος ο στρατηγός Αθανασούλης Κουμουνδουράκης εκαλείτο να στρατολογήση 100 άνδρας, άλλους 100 ο χιλίαρχος Ν. Γεωργακόπουλος από την Μεθώνην, 50 ο χιλίαρχος Ν. Οικονομίδης από Νεόκαστρον και 50 να προσφέρη ο στρατηγός Π. Γιατράκος από το σώμα του. Το νέον σώμα τούτο των 300 ανδρών έμελλε να τεθή υπό τας διαταγάς του Πιερ Βοϊδή μαζί με άλλους 100 που είχεν ο ίδιος και να ξεκινήση αμέσως δι’ Αρκαδίαν, εις επικουρίαν και εις τας αμέσους διαταγάς του Γρηγορίου Δικαίου. Παρομοία δύναμις τιθεμένη υπό τας διαταγάς του Μουρτζίνου διετάσσετο να κινηθή από το μέρος της Ανδρούσας και να φθάση και διατεθή ως η προηγουμένη. Τρίτον σώμα ώφειλε να συγκροτηθή διά πρωτοβουλίας των Π. Κεφάλα (100), Νικήτα Δικαίου (100), Π. Μπούρα (50) και Χ. Τζίβα (50). Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης έχων τους 171 στρατιώτας του και άλλους 764 διαφόρων άλλων 12 αρχηγών ομάδων ώφειλε να κατευθυνθή προς τον Μεσσηνιακόν κόλπον, όπου θα ελάμβανεν οδηγίας του Γρ. Δικαίου πέρα των όσων οδηγιών θα ελάμβανε προφορικώς ερχόμενος εις Ναύπλιον με τρείς μόνον στρατιώτας. Εξ άλλου ο χιλίαρχος Σταύρος Γρίβας θα παρέμενεν εις Ναύπλιον, ενώ ο Θ. Γρίβας με 100 ακόμη στρατιώτας εις το σώμα του εξ 100 ανδρών εκ Τριπολιτζάς ώφειλε ν' αναχωρήση ανυπερθέτως διά Μεσσηνιακόν κόλπον με την αυτήν αποστολήν, να τεθεί δηλ. εις τας διαταγάς του Δικαίου79. Ως προς την χρησιμοποίησιν του πιθανώς αμφιρρέποντος Θ. Γρίβα υπάρχει άλλη διαταγή από το Εκτελεστικόν της αυτής ημερομηνίας, καταναλισκομένη κατά το μέγιστον μέρος αυτής να τον φιλοτιμήση να διεκδικήση την δόξαν της προστασίας των προσβαλλομένων νόμων διά της εκστρατείας εις Μεσσηνιακόν κόλπον το ογληγορώτερον, ενώ παραλλήλως ο αδελφός του Σταύρος εκαλείτο να στρατολογήση 100 άνδρας80.
Τα πράγματα μαρτυρούν ότι ο υπουργός των Εσωτερικών έχει πλήρη την συμπαράστασιν της Διοικήσεως, μετά της οποίας ευρίσκεται εις καθημερινήν επαφήν, αξιοσημείωτον μάλιστα είναι ότι τα εις Ναύπλιον μέλη του Εκτελεστικού φροντίζουν αμέσως να ενημερώνουν τον Πρόεδρον του σώματος Γ. Κουντουριώτην εις Ύδραν με αντίγραφα ή αυτούσια τα γράμματα Δικαίου και συνοδευτικά επεξηγηματικά δικά των. Ούτω λοιπόν αναφορά από 1 Νοεμβρίου 1824 του υπουργού Δικαίου από την Σαντάνην προς το Εκτελεστικόν μας πληροφορεί με πολλάς λεπτομερείας διά τας κινήσεις του σώματος Δικαίου, τας αντιδράσεις των αντιπάλων, την δοθείσαν μάχην και λοιπά συναφή, που πρέπει να συνοψισθούν ενταύθα ή και ν' αναπτυχθούν διά της συνοδευτικής επιστολής του Καρακατσάνη, μετά του απαραιτήτου σχολιασμού.
Αποκαλυπτικά και σχεδόν εκπληκτικά είναι όσα ο Δικαίος αναφέρει διά τους Ντρέδες από του Σουλιμά, τα εξής: Οι απέναντί μου Ντρέδες, αφού εμεταχειρίσθην, όλους τους τρόπους, όσοι ήσαν ικανοί να τους φέρωσιν εις αίσθησιν και δεν εισήκουσαν, και αφού πολλάκις παρηνώχλησαν τους στρατιώτας της Διοικήσεως ερεθίζοντές τους και παρενοχλούντες τους και πολλά πράγματα, τέλος η αχρειότης και κακοήθειά των δεν υπεφέρετο. Όθεν σήμερον περί τας έξ ώρας εκινήθην εναντίον των μεθ' όλων των στρατιωτών...81 Ο ισχυριζόμενος ότι πρωταγωνιστεί εις τας κατά την Αρκαδίαν συγκρούσεις Αθ. Γρηγοριάδης γράφει ότι ο στρατιωτικός αντίπαλός του και αφωσιωμένος του Πονηροπούλου Δημ. Παπατζώρης με τους δύο υιούς του Αδάμ και Αναγνώστην είχαν τεθή επί κεφαλής 300 Σουλιμοχωριτών (Ντρέδων) και συμπολεμούσαν με τον Παπαφλέσαν82. Αλλά και η αφήγησις Μακρυγιάννη περιέχει παράδοξα πράγματα ως προς τους Ντρέδες, όπως είδαμεν. Πλην των όσων αναφέρει ο ίδιος όμως εις την αφήγησίν του, έχει και ο λόρδος Γόρδων μίαν ανεκδοτολογικού χαρακτήρος περικοπήν από το στόμα του Μακρυγιάννη. Ότι ανετέθη εις αυτόν να τους υποτάξη και το εκ 300 ανδρών σώμα του κατένει μεν ως προς τα δύο τρίτα εις τα εγγύς χωρία, ενώ ο ίδιος με 100 κατέλαβε το Μελιγαλά. Μετά δύο ημέρας έφθασαν οι Ντρέδες περίπου δύο χιλιάδες, με εφίππους καλοντυμένους αρχηγούς. Ήνοιξαν διάλογαν με τον Μακρυγιάννην, από τον όποιον εζήτησαν να φύγη από τον τόπον τους. Εκείνος τους ανέπτυξε το τροπάριον περί νομίμου Κυβερνήσεως και προστασίας των νόμων και προσεφέρθη να ομιλήση του Παπαφλέσα περί των υπηρεσιών των Ντρέδων. Και το εδέχθησαν. Όταν όμως την επομένην αντελήφθησαν ότι στρατήγημα ήτο τούτο, προσέβαλαν τον Παπαφλέσαν και περιεκύκλωσαν τον Μακρυγιάννην, αλλ' εκείνος απήντησε με ορμητικότητα και έτρεψεν εις φυγήν τους δισχιλίους και καλούς πολεμιστάς Ντρέδες με το σώμα των 100, εκυρίευσε μάλιστα μίαν σημαίαν μετά του σημαιοφόρου. Εν συνεχεία ακροβολίσθησαν και επί μερικάς ημέρας διεπραγματεύθησαν από φόβον μήπως εμπρησθούν αι οικίαι των και τελικώς υπετάχθησαν.
Ο Γόρδων χαρακτηρίζει την σκηνήν που αφηγείται περίεργον και σημειώνει ότι παρέλαβεν αυτήν αυτολεξεί από το χειρόγραφον ημερολόγιον του Μακρυγιάννη, γραμμένον με απλότητα και ειλικρίνειαν Ρουμελιώτου παλληκαριού83. Εις τα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι οι Ντρέδες διά νυκτός μαζί με άλλους ήλθαν και κατέλαβαν τα κοντινά χωριά απειλητικοί, τον έκλεισαν ολόγυρα, λέγει μάλιστα, καθ' όν χρόνον αυτός κατέβηκε στους Λάκκους, εμπιστευθείς εις τας διαβεβαιώσεις του Γρηγορίου Δικαίου, ο οποίος πήρε μίαν γυναίκα μ' ένα ντέφι κ’ έναν με βιολί κ' επήγαν εις Λιοντάρι, όπου εκράτησε το μεγαλύτερον σώμα του στρατεύματος που διέθετεν, ενώ τον Μακρυγιάννην με τους 250 ιδικούς του στρατιώτας τον έστειλεν εις Λάκκους μέχρι που να συνάξη πατριώτες του και την αυγή έρχονται. Κατόπιν αυτών λέγει ο Μακρυγιάννης ότι κατέλαβε το Μελιγαλά με το σώμα των 250, ήλθαν πεζούρα και καβαλλαρία πλήθος οι αντίπαλοι, έγινε παρηλλαγμένος διάλογος μεταξύ των, απειλητικός, κολακευτικός διά τον επικρεμάμενον κίνδυνον, αυτός πονηρά έβγαλε παράμερα τους αφελείς αρχηγούς των Ντρέδων, τους ωμίλησεν, ενώ δυνάμωσε το χωριό καλά και έδωκε συνθηματικάς οδηγίας εις τους στρατιώτας του, έως ότου κατώρθωσε ν' απατήση τους αντιπάλους, τους ανάπαψε όλους, εν αναμονή του Παπαφλέσα, προς τον οποίον έστειλε διπλωματικήν επιστολήν. Και εκείνος κατόπιν αυτής έσπευσεν επί τόπου, αφού ο διπλωμάτης είχε κλείσει εις την φάκαν τον εχθρόν, ξημέρωσε εις το χωρίον Σαντάνι84. Η φλύαρος αφήγησις μεταξύ κακολογίας Παπαφλέσα και υπερεξογκώσεως των κατορθωμάτων του αφηγητού κινουμένη καταλήγει με αφάνταστον κομπασμόν εις την διαβεβαίωσιν του αναγνώστου, ότι οι 100 διαλεγμένοι του Μακρυγιάννη και άλλοι 50 Μελιγαλιώτες έβγαλαν τα μαχαίρια, εσκότωσαν τον μπαϊραχτάρη και άλλους πέντ΄-έξι, έπιασαν καμπόσους ζωντανούς και το μέγα πλήθος πεζών και καβαλλαραίων, Ντρέδων αρίστων πολεμιστών μάλιστα, το κατεδίωξαν πέρα από το Μπούγα, εν συνεχεία έσπευσαν εις βοήθειαν του αρχιμανδρίτου εις το γεφύρι του Σαντανιού, φθάνουν εις του Μπούγα εναντίον του φεύγοντος εχθρού, του δίνουν ένα τζάκισμα και τους πήγαν κυνηγώντα ως το Κεφαλοχώρι κ’ εκεί τους άφησαν85.
Η αφήγησις της όλης επιχειρήσεως δεν σταματά εδώ. Αλλ΄ η έκθεσις διαφέρει από την περικοπήν του Γόρδωνος. Τούτο αντιληφθείς ο εκδότης και σχολιαστής του μακρυγιαννικού άθλου Ι. Βλαχογιάννης υποσημειώνει ότι, αν και ο Γόρδων λέγει ότι το μέγα κατόρθωμα εδιάβασεν εις το χειρόγραφον ημερολόγιον Μακρυγιάννη, αφού εις το απομνημόνευμα εκτίθεται εν περιλήψει ο μεταξύ Μακρυγιάννη και Ντρέδων διάλογος, φαίνεται ότι «διά ζώσης αυτός ο Μακρυγιάννης ανέπτυξε προς τον Γόρδωνα το πράγμα όπως εγένετο»86. Ο Βλαχογιάννης είχεν υπ' όψιν του και τα κείμενα των άλλων απομνημονευτών και τα σχετικά έγγραφα, προ πάντων δε είχεν ανάλογον ευφυΐαν και τας υπερβολάς του Μακρυγιάννη διέκρινεν αμέσως, αλλά δεν είχε την γενναιότητα να ομολογήση τι βάρος είχαν τα γραφόμενα του αφηγητού, διότι θα κατέρρεεν ολόκληρον το οικοδόμημα, που αυτός εξέδωκε και ύψωσε μέχρι τρίτου ουρανού. Το πάθος παρασύρει τον άνθρωπον, αλλά συγκρατεί εις επίπεδον αυτοκυριαρχίας τον ιστορικόν∙ αλλ΄ ο Βλαχογιάννης δεν υπήρξεν ιστορικός δια να ζητήση την αλήθειαν και ν' απονείμη δικαιοσύνην. Η αναφορά του υπουργού Εσωτερικών Γρηγορίου Δικαίου, του περιλαλήτου Παπαφλέσα, είναι γραμμένη την ιδίαν ημέραν της μάχης, την 1 Νοεμβρίου, και αποτελεί την πλέον αυθεντικήν έκθεσιν περί αυτής, έχει τα χαρακτηριστικά της συντομίας, της ακριβείας και το σπουδαιότερον της ειλικρινείας, διότι ο αρχηγός του στρατιωτικού σώματος ομολογεί ότι έχασε την μάχην και δικαιολογεί τούτο κατά τα ακόλουθα: Σήμερον περί τας έξ ώρας εκινήθην εναντίον των (=των Ντρέδων) μεθ' όλων των στρατιωτών∙ εδιαίρεσα τους στρατιώτας εις τρείς στήλας∙ εις την δεξιάν μοίραν εδιώρισα τον Χ" Ηλίαν Βούλγαρην, εις την αριστεράν τον Μακρυγιάννην και εις την μέσην εγώ∙ η μάχη έγινε πολλά πεισματώδης∙ εδυνήθημεν να τους βιάσωμεν να αφήσωσιν όλα τα χωρία του Λάκκου και να τους περιορίσωμεν εις μόνον το χωρίον Κωνσταντίνους∙ αι θέσεις, ο ήλιος και ο αέρας εβοήθουν τους εναντίους και εξ εναντίας εις ημάς ήσαν όλα εναντία∙ ευρισκόμεθα εις πεδινήν θέσιν, ο ήλιος και ο άνεμος ήσαν καταντικρύ μας, ώστε όλα ταύτα μας εμπόδιζαν από το να κάμωμεν καθώς έπρεπε το χρέος μας, μ' όλον τούτο εκάμαμεν αρκετά και τούς κατετρoμάσαμεν∙ η μάχη εστάθη από τας έξι ώρας έως εις τας δώδεκα∙ εις ταύτην ελαβώθησαν δύο εκ των εδικών μας, εσκοτώθη ηρωϊκώς και ο καπ. Χ" Ηλίας Βούλγαρης∙ εκ των εναντίων δε έπεσον περισσότεροι και σχεδόν απελπίσθησαν πανταχόθεν. Είμαι εύελπις, ότι εάν επιτύχη το σχέδιόν μου, το οποίον είναι τούτο∙ έστειλον και έπιασα από ψές το βράδυ τα οπίσθιά των, το μέρος της Τζούρτζας λεγόμενον∙ όθεν, εάν τους επιπέσουν εκείνοι από τα οπίσθια και εγώ από τα έμπροσθεν, θέλομεν τους υποχρεώσει να αναχωρήσουν κατησχυμμένοι εις Αρκαδίαν...87.
Επεξηγών ο Π. Γ. Ρόδιος το περιεχόμενον της αναφοράς του Δικαίου συν τη αποστολή αυτής προς τον Πρόεδρον εις Ύδραν, πρώτον συνάγει ορθώς με τα γενόμενα ότι το τουφέκι άνοιξε εις την Αρκαδίαν, προσθέτει μάλιστα ότι οι κάτοικοι ήσαν έτοιμοι να δεχθούν την εκτελεστικήν δύναμιν, αλλ' έλαβαν μήνυμα Λόντου και Νοταρά να κρατήσουν. Ακόμη λέγει ο Ρόδιος ότι η κυβερνητική δύναμις ανέτρεψε τους Αρκαδίους από τας θέσεις των, αυτοί όμως ετραβήχθησαν εις Κωνσταντίνους χωρίον, δυνατήν θέσιν. Τέλος σημειώνει ότι ο Δικαίος ζητεί βοήθειαν και ότι διετάχθησαν να ξεκινήσουν ο καπετάν Βάσος με τους άλλους εξ Άργους κατετάνους, καθώς και από Νεόκαστρον διετάχθησαν να εισβάλουν 500 88. Πράγματι ο Δικαίος έδιδεν υπερβολικήν αξίαν σκοπίμως εις την επιχείρησιν της Αρκαδίας και εζητούσε πολεμοφόδια, πέτρας και στρατιωτικήν δύναμιν, την οποίαν έγραφεν ότι επερίμενεν ανυπομόνως. Επί τη ευκαιρία δεν παρέλιπε να σημειώση ότι το κίνημα δεν ήτο αυτοκίνητον, αλλ' ότι οι Αρκάδιοι εκινούντο ερεθιζόμενοι από άλλους. Εν τοσούτω ο ηρωικός αρχιμανδρίτης, αφού μνημονεύση τα ονόματα των συνεργατών και συναγωνιστών του εις την παρούσαν μάχην, αναφέρων τον Παν. Κεφάλαν, Νικήταν Δικαίον, τον αδελφόν του, τον Κώσταν Μπούραν, τον Δήμο Τζίβαν και άλλους μη μνημονευομένους ονομαστικώς υπό την οδηγίαν του, όχι βέβαια ιδιαιτέρως τον Μακρυγιάννην, ομολογεί ότι από το στράτευμα που του εδόθη μόνον το ήμισυ έμενε κοντά του, διότι οι άλλοι στρατιώται ελιποτάκτησαν. Τούτο αναγράφει και ο Μακρυγιάννης ως βελτιωμένην μάλιστα έκδoσιν. Επίσης ο Δικαίος ανομολογεί ότι οι ξεσηκωμένοι εναντίον της Κυβερνήσεως ένοπλοι Αρκάδιοι επέφεραν πολλάς ζημίας εις την Μεσσηνίαν, εις τας πεδιάδας της χώρας, με άλλα λόγια εις τον τόπον που νοείται με το γεωγραφικόν όνομα Λάκκοι. Δι αυτό έχει αγανακτήσει ο κόσμος εναντίον των ανταρτών, λέγει ο Δικαίος, εκινήθη μάλιστα εναντίον των διά να τους εκδικηθή δι’ όσα εις βάρος του αμάχου πληθυσμού διαπράττουν. Μέχρι ποίου βαθμού τούτο αληθεύει δεν είναι δυνατόν να ελέγξωμεν, πάντως χρησιμοποιούμενον από τον Γρηγόριον αποτελεί εύρημα επίκαιρον, διά να καταλήξη εις την αναφοράν του, ότι και αυτός εκεί που επήγε προσπαθεί διά ων όπλων να εμπεδώση τους νόμους89.
Αξίζει να σημειωθή ότι ο Μακρυγιάννης έφερε τον Δικαίον την ημέραν του επεισοδίου εις το Σαντάνι, όπου όμως ο Δικαίος ευρισκόμενος από της 29 Οκτωβρίου επέστελλε προς την Κυβέρνησιν.
9. Τελευταία φάσις της συγκρούσεως
Εξημέρωσεν η 2α Νοεμβρίου 1824 και ευρήκε τους αντιπάλους με τας θέσεις κατειλημμένας και ωργανωμένους εις αυτάς. Ο Μακρυγιάννης λέγει ότι με τους 100 εκλεκτούς του και τους 50 Μελιγαλιώτες κατηυθύνθη εις το καημένον από τους Ντρέδες Αλειτρούγι (=Στενήκλαρον), ενώ από του Ριζιού και εις Μπούγα το μέρος ήσαν Μητροπέτροβας, Γκρίτζαλης και Καλαμπόκης, και δή εις του Μπούγα (σημερινήν Καλλιρρόην) υπελόγισε χιλίους με διαφόρους αρχηγούς (πολλές κεφαλές) των αντιπάλων. Τον Δικαίον τοποθετεί ο Μακρυγιάννης εις το Σαντάνι90. Η έκθεσις Δικαίου ομιλεί σαφώς περί περιορισμού των Αρκαδίων εις χωρίον Κωνσταντίνους, πράγμα που επαναλαμβάνει και ο Ρόδιος προς τον Κουντουριώτην. Ο Μακρυγιάννης αρχικώς αναφέρει ότι η πρώτη φάσις ετελείωσε με κυνηγητόν των εχθρών μέχρι το Καλυβοχώρι, που όμως είναι χωρίον της Οιχαλίας, απέχει δε περίπου 1 30΄ ώρας από Μελιγαλά όσον και από Κωνσταντίνους, κείμενον ΒΑ του πρώτου, ΝΑ. του δευτέρου, κατά την οροθετικήν γραμμήν Οιχαλίας- Φαλαισίας. Διά τούτο είναι και γεγονός μάλλον απίθανον. Εν τούτοις ο ίδιος Μακρυγιάννης λέγει ότι διά νυκτός οι Αρκάδιοι την ιδίαν πρώτην ημέραν της μάχης επανήλθαν εις Κωνσταντίνους και Μπούγα και εν συνεχεία ωργάνωσαν προς ασφάλειάν των τα αριστερά κείμενα χωρία προς της Καρύταινας το μέρος, δηλ. τα βορείως των Κωνσταντίνων χωρία και τούτο είναι αληθές διά τον λόγον που ο συγγραφεύς αναφέρει, νάχουν τον τόπον ανοιχτόν από κείνο το μέρος, ότι πρόσμεναν μιντάτι από κείθε την αυγή, τη δύναμί τους την πολλή∙ τους ήρθε κι άλλη δύναμι διά νυχτός κ έπιασαν από το Μπούγα και Κωνσταντίνους κ’ εκείνη τη ράχη ως τα πρόποδα του γεφυριού στο Σαντάνι. Όλως παραδόξως, εναντίον των ανασυγκροτηθέντων αυτών Αρκαδίων κατά την διάρκειαν της νυκτός της πρώτης προς την δευτέραν ημέραν της μάχης (1-2 Νοεμβρίου) ο Μακρυγιάννης με τους ολίγους εκλεκτούς του επιτίθεται απ' εμπρός και από τις πλάτες, τους χαλάει, συλλαμβάνει αιχμαλώτους μέσα εις τους Κωνσταντίνους και τους καταδιώκει ως την άλλου ψηλότερη ράχη, όπου ναι από πίσου τους Κωνσταντίνους91 κλπ. Έχουν κολλήσει οι εχθροί όλοι εις την ράχιν εκείνην, από όπου ο Μακρυγιάννης τους κατεβάζει, διά να δημηγορήση ενώπιόν των διά το έθνος, διά τον αγώνα του, διά τους νόμους του, διά την αποστολήν αυτού εκ μέρους της Κυβερνήσεως και διά την συμφοράν που περιμένει τους κατοίκους αν δεν πειθαρχήσουν.
Κ. Δεληγιάννης, Πάνος και Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης |
Εξημέρωσεν η 2α Νοεμβρίου 1824 και ευρήκε τους αντιπάλους με τας θέσεις κατειλημμένας και ωργανωμένους εις αυτάς. Ο Μακρυγιάννης λέγει ότι με τους 100 εκλεκτούς του και τους 50 Μελιγαλιώτες κατηυθύνθη εις το καημένον από τους Ντρέδες Αλειτρούγι (=Στενήκλαρον), ενώ από του Ριζιού και εις Μπούγα το μέρος ήσαν Μητροπέτροβας, Γκρίτζαλης και Καλαμπόκης, και δή εις του Μπούγα (σημερινήν Καλλιρρόην) υπελόγισε χιλίους με διαφόρους αρχηγούς (πολλές κεφαλές) των αντιπάλων. Τον Δικαίον τοποθετεί ο Μακρυγιάννης εις το Σαντάνι90. Η έκθεσις Δικαίου ομιλεί σαφώς περί περιορισμού των Αρκαδίων εις χωρίον Κωνσταντίνους, πράγμα που επαναλαμβάνει και ο Ρόδιος προς τον Κουντουριώτην. Ο Μακρυγιάννης αρχικώς αναφέρει ότι η πρώτη φάσις ετελείωσε με κυνηγητόν των εχθρών μέχρι το Καλυβοχώρι, που όμως είναι χωρίον της Οιχαλίας, απέχει δε περίπου 1 30΄ ώρας από Μελιγαλά όσον και από Κωνσταντίνους, κείμενον ΒΑ του πρώτου, ΝΑ. του δευτέρου, κατά την οροθετικήν γραμμήν Οιχαλίας- Φαλαισίας. Διά τούτο είναι και γεγονός μάλλον απίθανον. Εν τούτοις ο ίδιος Μακρυγιάννης λέγει ότι διά νυκτός οι Αρκάδιοι την ιδίαν πρώτην ημέραν της μάχης επανήλθαν εις Κωνσταντίνους και Μπούγα και εν συνεχεία ωργάνωσαν προς ασφάλειάν των τα αριστερά κείμενα χωρία προς της Καρύταινας το μέρος, δηλ. τα βορείως των Κωνσταντίνων χωρία και τούτο είναι αληθές διά τον λόγον που ο συγγραφεύς αναφέρει, νάχουν τον τόπον ανοιχτόν από κείνο το μέρος, ότι πρόσμεναν μιντάτι από κείθε την αυγή, τη δύναμί τους την πολλή∙ τους ήρθε κι άλλη δύναμι διά νυχτός κ έπιασαν από το Μπούγα και Κωνσταντίνους κ’ εκείνη τη ράχη ως τα πρόποδα του γεφυριού στο Σαντάνι. Όλως παραδόξως, εναντίον των ανασυγκροτηθέντων αυτών Αρκαδίων κατά την διάρκειαν της νυκτός της πρώτης προς την δευτέραν ημέραν της μάχης (1-2 Νοεμβρίου) ο Μακρυγιάννης με τους ολίγους εκλεκτούς του επιτίθεται απ' εμπρός και από τις πλάτες, τους χαλάει, συλλαμβάνει αιχμαλώτους μέσα εις τους Κωνσταντίνους και τους καταδιώκει ως την άλλου ψηλότερη ράχη, όπου ναι από πίσου τους Κωνσταντίνους91 κλπ. Έχουν κολλήσει οι εχθροί όλοι εις την ράχιν εκείνην, από όπου ο Μακρυγιάννης τους κατεβάζει, διά να δημηγορήση ενώπιόν των διά το έθνος, διά τον αγώνα του, διά τους νόμους του, διά την αποστολήν αυτού εκ μέρους της Κυβερνήσεως και διά την συμφοράν που περιμένει τους κατοίκους αν δεν πειθαρχήσουν.
Έτσι ανακαλύπτεται η πλήρης σύγχυσις εις την αφήγησιν Μακρυγιάννη, όχι μόνον εις τας φλυαρίας της δήθεν δημηγορίας, που θα ήτο αδύνατον να ευρεθούν ακροαταί να παρακολουθήσουν, αλλά και εις τας ημερομηνίας, διότι άλλα λέγει ο αφηγητής και άλλα εννοεί, λέγει διά γενόμενα που δεν έγιναν την δευτέραν ημέραν της μάχης και εννοεί την πρώτην, χωρίς και ν' αποκλείεται να ηναλώθη μία ημέρα, η 2α Νοεμβρίου, εις μετακινήσεις, προετοιμασίαν και εκατέρωθεν ανησυχίαν λόγω αδυναμίας αμφοτέρων των πλευρών, μη γνωστής όμως, διότι και τα δύο μέρη ανέμεναν την άφιξιν ενισχύσεων. Οπωσδήποτε ομιλών διά λογαριασμόν της Διοικήσεώς τάχα ο Μακρυγιάννης και εκμηδενίζων τον υπουργόν των Εσωτερικών, που δεν ήτο χάρτινος αλλά δυναμικός και πληθωρικός εις πολιτικότητα και εις τον πόλεμον, έστω και εις ενεργείας αλογίστους, ισχυρίζεται ότι με τας αγορεύσεις του ετελείωσεν η ημέρα, είχε πείσει αυτούς να γίνουν νομοταγείς, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται ότι ίσως υπεκρίθησαν άν όντως τον ήκουσαν, αναμένοντες τας ενισχύσεις Κολοκοτρώνη- Δεληγιάννη, και επρόκειτο την επομένην την αυγήν να μεταβή αυτός εις Λάτανι, όπου με συγκατάθεσιν και του Δικαίου θα εύρισκε συγκεντρωμένους τους αντιπάλους διά νέας ομιλίας. Μη γνωρίζων τα μέρη ο Μακρυγιάννης ισχυρίζεται ότι εκεί πλησίον (εις το Λιάτανι) είναι και η Αρκαδιά και τα χωριά της και ότι όντως εξεκίνησε με 300 ανθρώπους, όσους και μόνον τους είχαν μείνει του ντουφεκιού, αφού οι άλλοι είχαν λιποτακτήσει. Και έχει την αξίωσιν ο Μακρυγιάννης με την χονδροειδή αυτήν αφήγησιν να γίνη πιστευτός, ότι θα τον άφηναν οι γενναίοι Ντρέδες με τους αποφασισμένους να πολεμήσουν εναντίον της Διοικήσεως αρχηγούς των να κινηθή ανενόχλητος να μεταβή εις Αρκαδιάν, χωρίς μάλιστα τον Δικαίον, του οποίου αντικειμενικός σκοπός ήτο να φθάση εις την Κυπαρισσίαν. Αφού τα συνεφώνησεν αυτά εις Λιάτανι, λέγει, επέστρεψεν εις Κωνσταντίνους, εις την ράχιν, ωμίλησε με τον Φλέσαν μαζί με τους αρχηγούς των Αρκαδίων και κατέληξαν εις συμφωνίαν, να μπουν εις Αρκαδιάν με 300.
Αλλά νέα σύγχυσις ανακύπτει. Αφού έφθασεν ενώπιον του Φλέσα με τους αρχηγούς των Αρκαδίων και τα συνεφώνησαν, πήρε να σουρουπώση∙ έρχονται εις τους Αρκάδιους, οπού 'ταν εκεί, οι αρχηγοί, τους λένε ότι τους έγραψε ο Κολοκοτρώνης... να μην τελειώσουνε τίποτας ομιλίες διά συβιβασμόν92. Δεν είναι ανάγκη ν' αναζητήσωμεν την ατελείωτον συνέχειαν εις τον Μακρυγιάννην. Συντομώτατα μας την δίδει ο δυνάμενος καλύτερον παντός άλλου να γνωρίζη Φραντζής. Ιδού ότι συνοψίζει αμφοτέρων των ημερών την μάχην δια τοιούτων: Άμα δε ότε είχεν εκστρατεύσει ο Γρηγόριος Δικαίος, ο Πάνος Θ. Κολοκοτρώνης και ο Κανέλος Δεληγιάννης έγραψαν εις τον M. Αναστασόπουλον και λοιπούς Τριφυλίους να σταθώσιν ακλόνητοι και ότι αυτοί θέλουν φθάσει προς βοήθειάν των διά ν’ αντικρούσουν τον Γρηγόριον Δικαίον εκ τών όπισθεν, όστις με την συνήθη ευτολμίαν και την γενναιότητά του κατέβη εις την πεδιάδα του Μεσσηνιακού κόλπου, την καλουμένην Λάκκους, οι δε Αρκάδιοι κατέλαβον την κώμην Κωνσταντίνους καλουμένην, ώστε ο μεν Γρηγόριος Δικαίος ήρχετο κατά μέτωπον των Αρκαδίων, ο δε Παπατζώρης οδηγούμενος παρ’ αυτού κατέλαβε μετά των από το μέρος των Αρκαδίων τα όπισθεν των εν τοις Κωνσταντίνοις συνεπαρχιωτών του και τοιουτοτρόπως διατεθειμένοι αντεμάχοντο δύο ολοκλήρους ημέρας∙ ευθύς δε ότε ανεφάνησαν ο Π. Θ. Κολοκοτρώνης και ο Κανέλος Δεληγιάννης μετά των υπό την οδηγίαν των ικανών στρατευμάτων, ιδών ο Γρηγόριος Δικαίος και οι μετ' αυτού ότι ήθελον συλληφθή υποχείριοι εις τάς χείρας των Καρυτηνών και των υπεναντίων των Αρκαδίων, αυτός μεν ωπισθοδρόμησε διασωθείς εις τα Σαμπάζικα, κακείθεν δε μεταβάς εις το Ναύπλιον∙ οι δε μετ' αυτού στρατιώται και οι λοιποί οπλαρχηγοί εις τας διαφόρους κώμας και εις τα κατά την πεδιάδα των Λάκκων κείμενα όρη, διασωθέντες όπου έκαστος εδυνήθη, εκινδύνευσε δε και κατά την μάχην εκείνην και ο Δ. Παπατζώρης, όστις καταδιωχθείς εδραπέτευσεν εγκαταλιπών τους μετ' αυτού διασκορπισθέντας93.
Ο Φραντζής διά της συντόμου εκθέσεως των γεγονότων (της μάχης) σαφώς εντοπίζει την εξέλιξίν των μέσα εις δύο ημέρας και αι ημέραι αυται είναι 1 και 2 Νοεμβρίου. Καθώς είδαμεν, το αποτέλεσμα της πρώτης φάσεως της μάχης, κατά την πρώτην δηλ. ημέραν, δεν ήτο ικανοποιητικόν διά τα κυβερνητικά στρατεύματα, ως άλλως τε ομολογεί και δικαιολογεί το πράγμα ο ίδιος ο Γρηγόριος Δικαίος. Ο ίδιος αρχιμανδρίτης με αναφοράν του προς το Εκτελεστικόν κατά την επομένην ημέραν, ήτοι την Κυριακήν 2 Νοεμβρίου 1824, γνωστοποιεί επιτυχίας από την συνέχισιν της ιδίας μάχης. Εκρότησα και δευτέραν μάχην, γράφει, με τους αντάρτας της Διοικήσεως Αρκαδίους, τους εβγάλαμεν από όλα τα ταμπούρια, τους επήραμεν το δυνατώτερον χωρίον, τους Κωνσταντίνους, συνεργία του Κώστα Μπούρα επήραμεν τας σημαίας τους, τα άλογά τους, άρματα, του Κατζαρού την γούναν, εθανατώθη και αυτός ο ίδιος, επληγώθη ο αρχηγός του, επιάσαμεν πολλούς... Εγώ αύριον συν θεώ προχωρώ εις τα χωρία της Αρκαδίας... Προσμένω ανυπομόνως πολεμοφόδια και βοήθειαν στρατιωτικήν, επειδή ο Κολοκοτρώνης τους γράφει καθημερινώς να αντισταθούν και τους έρχεται μιντάτι...94.
Βεβαίως η αναφορά της 2 Νοεμβρίου του Γρηγορίου Δικαίου, εις την οποίαν ονομαστικώς αναφέρεται συνεργός μόνον ο Κ. Μπούρας, δεν έχει καμμίαν ομοιότητα με την θριαμβολογίαν Μακρυγιάννη. Ξηρώς μνημονεύονται επιτυχία σοβαραί, ήτοι ανατροπή των αντιπάλων από τας κατεχομένας θέσεις, κυρίευσις σημαιών, ίππων, αρμάτων, σύλληψις πολλών αιχμαλώτων, εξ ών δείγματος χάριν αποστέλλονται δύο εις την Διοίκησιν προς πίστωσιν. Εις την απαρίθμησιν των επακολούθων τούτων της νίκης πρέπει να διακρίνωμεν την χρήσιν του πληθυντικού (σημαίας, άλογα, άρματα, αιχμαλώτους) διά λόγους σκοπιμότητος. Τούτο επιβάλλει αυτή η συνέχεια της αναφοράς, όπου ο Δικαίος τονίζει ότι προσμένει ανυπομόνως πολεμοφόδια και στρατιωτικήν βοήθειαν. Και έχει απόλυτον δίκαιον να προσμένη ανυπομόνως, διότι του είχαν απομείνει ελάχιστοι στρατιώται, ανίκανοι να νικήσουν και εξοντώσουν τους στασιαστάς Αρκαδίους. Η διαφημιζομένη νίκη των Κυβερνητικών με τα επακόλουθά της δυνατόν να ήτο υποχώρησις των αντιπάλων ηθελημένη ή εξ αδυναμίας, εν αναμονή των ενισχύσεων και δεν εξελήφθη ως σπουδαία νίκη αλλά παρίσταται ήρεμα ως ανατροπή από ισχυράς θέσεις με σπουδαίας απωλείας, των οποίων και αυτή η έκφρασις μαρτυρεί ότι δεν θα ήσαν τόσον σπουδαίαι, δεν ήτο εύκολον άλλως τε να συλλάβουν άλογα ιππέων πολεμιστών, οίοι ήσαν οι Ντρέδες, όπως και άρματα των ιδίων. Δεν αναγράφεται αριθμός νεκρών ή τραυματιών, απλώς σημειώνεται ο θάνατος του Κατζαρού και ένας τραυματισμός, καθώς και αορίστως επιάσαμεν πολλούς95. Ο Δικαίος ευρίσκετο εις πραγματικήν αδυναμίαν να κερδήση μίαν σπουδαίαν μάχην και διαρκώς προσμένει ανυπομόνως βοηθείας και πολεμοφόδια. Διότι διαρκώς εκδίδονται διαταγαί αποστολής βοηθείας και η βοήθεια δεν ήρχετο.
Εις το Ναύπλιον ερέθιζε τον κόσμον η μεταδοτική νόσος, που έθεσεν επί της κλίνης και όλα τα μέλη του Εκτελεστικού. Πυρέσσων ο Κωλέτης την 4 Νοεμβρίου, χωρίς να μνημονεύη την λήψιν της αναφοράς Δικαίου της 2 ιδίου μηνός, έγραφε προς τον Κουντοριώιην: διά να καταδαμασθώσιν οι Αρκάδιοι ενεκρίθη να σταλώσι άλλοι χίλιοι στρατιώται από το Άργος υπό την οδηγίαν του καλού στρατηγού Βάσου∙ διετάχθησαν και ο Μούρτζινος με τον Βοϊδήν λαμβάνοντες υπό την οδηγίαν των επτακοσίους στρατιώτας να εισβάλουν εις την Αρκαδίαν από τρία διάφορα μέρη...96. Πρόκειται διά διαταγάς επειγούσας, που διά διαφόρους λόγους δεν εξετελούντο. Ο Γκίκας Καρακατζάνης και ο Ν. Πονηρόπουλος γράφουν εις τας 5 Νοεμβρίου προς τον Πρόεδρον του Εκτελεστικού, τον πληροφορούν ότι ώραν 1 της νυκτός έφθασε πεζός από Αρκαδίαν και έφερε την εν αντιγράφω αποστελλομένην αναφοράν, προφανώς του Δικαίου της 2 Νοεμβρίου, διά να πληροφορηθή τα καθέκαστα, των οποίων η σημασία ακριβώς εκπίπτει αφού μετά τρεις ημέρας ήρχοντο εις γνώσιν της Διοικήσεως καθυστερημέναι αι σοβαραί στρατιωτικαι επιτυχίαι εις την αναστατωμένην επαρχίαν. Συγχρόνως βεβαιώνουν τον Κουντουριώτην οι γράφοντες ότι επί τέλους εξεκίνησαν την 5 Νοεμβρίου οι 1000 στρατιώται υπό τον Βάσον προς βοήθειαν του αρχιμανδρίτου97. Ως προς τον Μούρτζινον- Βοϊδήν θα ίδωμεν εν συνεχεία.10. Καταισχύνη τών κυβερνητικών όπλων
Ότι χαλαρώς ασκείται η διοίκησις εις Ναύπλιον είναι εκτός πάσης αμφιβολίας. Τα μέλη του Εκτελεστικού και οι έμπιστοι του Προέδρου Γ. Κουντουριώτου αλληλογραφούν από κοινού ή χωριστά μαζί του, τον κατατοπίζουν επί διαφόρων υποθέσεων, τον παρακαλούν μονίμως να επιστρέψη εις την έδραν της Διοικήσεως και προσπαθούν να του αποσπάσουν ολίγα ή πολλά χρήματα διά να καλύψουν επειγούσας ανάγκας. Η νίκη του Δικαίου της 2 Νοεμβρίου φαίνεται ότι διεσαλπίσθη εδώ κ' εκεί, έφθασε και εις το στρατόπεδον της Τριπολιτσάς, από όπου ο πολιτάρχης Ξύδης μαζί με τους δημογέροντας την 6 Νοεμβρίου έγραφαν εις το Εκτελεστικόν, διά να του μεταφέρουν ειδήσεις τινάς, μεταξύ των οποίων μνημονεύεται και η νίκη την οποίαν έκαμαν τα διοικητικά στρατεύματα κατά των απειθών. Γίνεται επίσης λόγος εις το έγγραφον περί μεταβάσεως του Γενναίου εις Δημητσάναν, όπου άνοιξε ντουφέκι, περί κινητοποιήσεως του Πάνου Κολοκοτρώνη προς Λεοντάρι. Ακόμη αναφέρεται ότι πέντε φορτία πολεμοφόδια φυλασσόμενα κατ’ εντολήν του Γρηγορίου Δικαίου εις Τριπολιτσάν του εστάλησαν μέσω δικού του απεσταλμένου Σταϊκοπούλου. Τέλος ένας στρατιώτης ερχόμενος από το Μακρυπλάγι είπεν ότι Γενναίος και Πάνος Κολοκοτρωναίοι είχαν διεύθυνσιν προς τα εκεί98.
Ενδιαφέρει να συνδεθώμεν με τα γεγονότα που ηκολούθησαν την ατυχή σύγκρουσιν της 2 Νοεμβρίου. Αί πηγαί δεν είναι διεξοδικαί, αλλά τα γενόμενα εξιχνιάζονται. Ούτω με ολίγας λέξεις ομιλεί ο Σπηλιάδης: Εκινήθησαν εναντίον του Δικαίου ως χίλιοι Αρκάδιοι έχοντες επί κεφαλής τους Μήτρον Αναστασόπουλον, Ιω. Γκρίντσιαλην, Αθ. Γρηγοριάδην και άλλους και κατεσκηνώθησαν εις τους Κωνσταντίνους, μίαν ώραν μακράν των υπεναντίων, και ήρχισαν να μάχωνται. Μετά δύο ημέρας έφθασαν εις Δεδέμπεη, τέσσαρας ώρας μακράν των Λάκκων, ο Δημήτριος και Νικόλαος Δεληγιάννης, ο τε Πάνος και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, όπου εύρον τον γέρον Κολοκοτρώνην και διαταχθέντες απήρχοντο εις Λάκκους εναντίον του αρχιμανδρίτου. Τούτο πληροφορηθείς ούτος έφυγε δρομαίως διά του Μυστρά εις το Ναύπλιον...99. Εις τας ολίγας αυτάς γραμμάς υπάρχει συμπίλημα ειδήσεων επί των γενομένων εις την πρώτην φάσιν της μάχης από 1-2 Νοεμβρίου και την δευτέραν. Τα κύρια στοιχεία της πληροφορήσεως υπάρχουν λίαν συνεπτυγμένα, ότι δύο ημέρας μετά την δοθείσαν μάχην, δηλ. εις τας 4 Νοεμβρίου, εις το χωρίον Δεδέμπεη της επαρχίας Καρυταίνης, όπου διέμεναν Θ. Κολοκοτρώνης και Αναγν. Δεληγιάννης, έφθασαν οι δύο υιοί του πρώτου και οι δύο αδελφοί του δευτέρου, έλαβαν την διαταγήν να προχωρήσουν εις Λάκκους και ο Δικαίος πληροφορηθείς τούτο εσπευσμένως έφυγε διά Μυστρά εις Ναύπλιον. Τα πράγματα λεπτομερέστερα αναφέρει ο Κανέλος Δεληγιάννης, προσφέρων και ουσιώδεις συναφείς ειδήσεις μετά προβολής της προσωπικής του παρουσίας. Ότι δηλ. ειδοποιήθησαν όλοι οι αντιπολιτευόμενοι την Κυβέρνησιν και απεφάσισαν την ανάπτυξιν δραστηριότητος εις Αρκαδίαν, ότι έγινε στρατολογία εις την επαρχίαν Καρύταινας, ότι με σοβαράν δύναμιν αυτός με τον Πάνον Κολοκοτρώνην έφθασαν εις τον τόπον των συγκρούσεων και ηνώθησαν με τους Αρκαδίους, τελούντας υπό τους Γρηγοριάδην, Κατσαρόν, Αναστασόπουλον, Πέτροβαν κ.ά., ωχυρωμένους δε εις Κωνσταντίνους. Προς στιγμήν οι Αρκάδιοι αποδειλιούσαν και εσκόπευαν κατά την ερχομένην νύκτα ν’ αναχωρήσουν δι' άλλα χωρία δυνατώτερα. Όταν ο Κανέλος με τον Π. Κολοκοτρώνην ανεχώρησαν από Δεδέμπεη ήτο, κατά τον Κανέλον πληροφορητήν, 8 Νοεμβρίου. Την ημέραν αυτήν κατά γενομένην συμπλοκήν υπέστησαν μίαν ήτταν οι Αρκαδηνοί από τους του Παπαφλέσα, οι οποίοι τους κατεδίωξαν και εκείνοι εμικροψύχησαν και απεφάσισαν την υποχώρησίν των.
Θέλει ο Κανέλος να περιγράψη τα της πρώτης φάσεως της μάχης κατά το διήμερον 1-2 Νοεμβρίου, αλλά δεν τα έμαθεν εντελώς καλά, δεν τα ενθυμείται εις τας λεπτομερείας και τα ανακατεύει. Ύστερα έρχεται εις όσα γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως και περιγράφει διά των εξής: Φθάσαντες λοιπόν ημείς την αυτήν ημέραν εις τα Δερβένια του Λεονταρίου, εις το Μακρυπλάγι, την 3 μ.μ. και βεβαιωθέντες ότι απεδειλίασαν... διέταξα τους στρατιώτας μου και επυροβόλησαν δις άνωθεν της Τσακώνας, εις τον Κόκκινον Βράχαν, αλλ' ιδών και ακούσας και ο Παπαφλέσιας τον κρότον αυτόν του πυροβολισμού, εννόησεν ότι πηγαίνομεν ημείς και άνευ ουδέ στιγμής αναβολήν και χωρίς να ειδοποιήση τον Βάσιον, τον αδελφόν του τον Νικήταν, τον Κεφάλαν και τους άλλους καπεταναίους του στρατού, ανεχώρησεν εκ της φρίκης μετά δέκα καλών στρατιωτών διά την Σκάλαν, φοβούμενος μήπως καταλάβωμεν ημείς πρότερον το στενόν του Αγίου Φλώρου και απέρασε διά νυκτός εις τα Πισινά χωρία και εκείθεν εις του Μυσθρά, χωρίς να σταματήση εις κανέν μέρος. Οι οπλαρχηγοί του αυτοί μαθόντες την αναχώρησίν του μετά δύο περίπου ώρας απεσύρθησαν και αυτοί αμέσως προς το μέρος του Ίσαρη και Λυκούρεση εις το σκότος της νυκτός...100.
Κατά τα λεγόμενα του Κ. Δεληγιάννη, ουσιαστικώς μάχη δεν έγινεν αλλά καταπτοημένος ο Δικαίος έφυγεν εσπευσμένως. Ο Δεληγιάννης θεωρεί τον Βάσον Μαυροβουνιώτην παρόντα, μη μετασχόντα εις την επιχείρησιν και αναγκασθέντα ν’ αποσυρθή μάλλον προς του Ίσαρη. Οι περί τον Δικαίον απωθήθησαν νοτίως προς του Μελιγαλά, εβάδισαν NA προς την Σκάλαν ασφαλέστεροι και επροχώρησαν ακόμη χαμηλότερα εις το στενόν του Αγίου Φλώρου, διά του οποίου επέρασαν πλέον εις τα λεγόμενα Πισινά χωριά και απ’ εκεί διά της Αλαγονίας και της Τρύπης κατέληξαν εις Μυστράν ανενόχλητοι μέσω της σημερινής διαδρομής της Λαγκάδας. Οι άλλοι και κυρίως ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, αν ήσαν εκεί, ασφαλώς θα επροτίμησαν να φύγουν χωρίς να έλθουν εις επαφήν με τους πολυπληθεστέρους και αποφασιστικούς Καρυτηνούς του Δεληγιάννη και Π. Κολοκοτρώνη. Ορθώς λοιπόν λέγει ο Κανέλος ότι θα επωφελήθησαν της νυκτός και μέσα εις το σκοτάδι οδηγούμενοι ίσως από εντοπίους γνώστας των στενών και ορεινών διαβάσεων, από όπου άλλως τε και θα είχαν έλθει, με προσανατολισμόν προς Β πορευόμενοι προς Διαβολίτσι- Λυκούρεση, θα κατηυθύνοντο προς το Ίσαρη και εκείθεν δια την Τριπολιτσάν. Αλλά ο Μαυροβουνιώτης μέχρι της στιγμής αυτής δεν είχεν έλθει.
Εις το ίδιον έγγραφον περιέχεται κάτι ακόμη, που αποτελεί το εγκυρότερον συμπέρασμα διά την εναντίον της επαρχίας Αρκαδίας εκστρατείαν: οι εναντίοι δεν είχαν μεγάλας δυνάμεις, τώρα όμως όπου επροχώρησαν αυτοί και τα διοικητικά στρατεύματα επήραν τα οπίσω, είναι φανερόν πώς και τα σώματά των ενδυναμώνονται και το όνομα της Διοικήσεως λαμβάνει κακήν υπόληψιν. Διά να εξηγήση καλύτερα το θλιβερόν τούτο αποτέλεσμα εις τον Πρόεδρον μετέβαινεν εις Ύδραν ο επίτηδες αποστελλόμενος υπουργός της Οικονομίας Ν. Πονηνόπουλος, ως προστίθεται εις το σημείον τούτο του εγγράφου, ίνα ταύτα του παραστήση λεπτομερέστερον102.
Αν ηθέλαμεν και του Μακρυγιάννη την επικήν περιγραφήν των συμβάντων κατά τας ώρας αυτάς της επονειδίστου αποχωρήσεως και φυγής, χρήσιμον θα ήτο να διατρίψωμεν ολίγον και εις αυτήν. Μετέβησαν, λέγει, ο Πρωτοσύγκελλος και ο Γρηγοριάδης εις συνάντησιν του Κολοκοτρώνη, του μετέδωσαν την ήτταν εις Aλειτρούγι και εκείνος εξεκίνησε τα φουσάτα του εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων. Όταν κατά τας γενομένας συνεννοήσεις με Μακρυγιάννην και Αρκαδίους αρχηγούς οι τελευταίοι ανεχώρησαν, μόλις εσουρούπωσε -χρονολογίαι των συμβάντων, δεν δίδονται συνήθως-, ήκουσαν ένα μεγάλον τουφεκισμόν από το μέρος της Καρύταινας, προς εμψύχωσιν των ανταρτών. Προς στιγμήν οι κυβερνητικοί επεζήτησαν να χωθούν εις Κωνσταντίνους και ήρχισεν ο Μακρυγιάννης να ετοιμάζη τα σπίτια. Αλλά φυσίγγια δεν υπήρχαν, ο δε Φλέσιας έστειλε μόλις 20 δέσμας, εν αναμονή άλλων από Καλαμάταν. Τότε παίρνει κρυφίως το ασκέρι και φεύγει ο αρχιμανδρίτης, χωρίς να ειδοποιήση τον Μακρυγιάννην, ο οποίος είχε πάρει καμμιά σαρανταριά ανθρώπους και αντήλλασσε πυρά με κάτι εναντίους. Μόλις αντελήφθη την αναχώρησιν του Δικαίου, εβγήκε με τρόπον εις την ράχιν εις ένα παλιόκαστρο, ήτο νυξ και ξένοι αυτοί δεν ήξεραν τον τόπον από που να φύγουν. Εκινδύνευαν να συλληφθούν. Κρυφίως μπασμένοι ευρίσκοντο μέσα εις το Σαντάνι Πάνος Κολοκοτρώνης και Κανέλος Δεληγιάννης, οι οποίοι θα τους εκτυπούσαν μόλις περάσουν το γεφύρι. Ενώ λοιπόν ήσαν έτοιμοι να βαδίσουν προς το Σαντάνι, έρχεται εις το παλιόκαστρο ένας άνθρωπος μ' έναν τεσκερέ από τον Σταϊκάκη, που τον επληροφορούσεν ότι ήλθαν οι φίλοι διά νυκτός και εφοβέριζαν δι' αυτόν και να λάβη τα μέτρα του. Επήραν οδηγόν τον απεσταλμέναν μαζί έναν ακόμη και πεζοπορούντες μέσα από το ποτάμι έφθασαν εις Μελιγαλά όπου όμως τους επλάκωσεν ο Μητροπέτροβας και άρχισε το ντουφέκι, Αυτοί τον εκυνήγησαν καμπόσο με τα μαχαίρια και εν συνεχεία έδεσαν τους πλέον σημαντικούς του χωρίου, επήραν τους λαβωμένους των από τις κούλιες του Μελιγαλά και εις τον Μητροπέτροβαν παρήγγειλε να μη ντουφεκίσουν, άλλως θα έσφαζε τους δεμένους. Διά νυκτός έφθασαν εις την Σκάλαν, όπου ευρήκαν τον άγιο Φλέσια, του είπαν όσα του ανήκαν, έφυγαν διά νυκτός μέσα από τα Σαμπάζικα και έφθασαν μέσα εις τα Καλύβια της Τροπολιτσάς. Ήταν και ο Βάσιος εκεί103.
Αν αφαιρέση κανείς την συνήθη υπερβολήν του Μακρυγιάννη και την μόνιμον προβολήν της ιδικής του πρωτοβουλίας εις πάσαν κίνησιν, ως π.χ. εις τα τόσον διασκεδαστικά εκείναι δεσίματα των Μελιγαλιωτών, θα φθάση εις την οδύσσειαν της φυγής των λειψάνων του κυβερνητικού σώματος. Αλλ΄ υπάρχει και κάτι, που δεν είναι δυνατόν να εξηγήση ο νους του μελετητού. Ότι ο Στάικος Σταϊκόπουλος, ο ήρως του Παλαμηδίου, συνεννοούμενος κρυφά με τον Μακρυγιάννην, ως ούτος ισχυρίζεται, με την ελπίδα να γίνη γαμβρός του με μίαν ανεψιάν του, τον ειδοποίησεν από αποστάσεως μιάς ολοκλήρου ημέρας, περί του κινδύνου που διέτρεχεν από το ανταρτικόν σώμα, ως εάν ήτο δυνατόν να έχη ο Στάικος ενώπιόν του την εικόνα της διαμορφώσεως των πραγμάτων και την περιέγραψε γραπτώς προς τον Μακρυγιάννην, προδίδων το στρατόπεδον είς το οποίον ανήκε και από το οπoίoν ουδόλως απεμακρύνθη. Εδώ όμως δεν έχομεν καλπάζουσαν φαντασίαν του Μακρυγιάννη, δεν έχομεν φανατισμόν και πάθος εναντίον των στρατιωτικών, που ηγωνίζοντο κατά των φατριασμών της ομάδος Κουντουριώτη, έχομεν νοσούσαν ψυχικήν κατάστασιν του Μακρυγιάννη, η οποία εκδηλώνεται εις ολόκληρον το τμήμα της περιγραφής του κατά τον εμφύλιον πόλεμον.
Η Αρκαδιά (Κυπαρισσία) στις αρχές του 19ου αιώνα |
Από την εξέτασιν των διαδραματισθέντων εις την Μεσσηνίαν γενικώτερα και εις την επαρχίαν Αρκαδίας ειδικώτερα δεν διαπιστούται κατά τρόπον αναμφισβήτητον ο υποκινήσας την ανταρσίαν λόγος, είτε δηλ. υπήρξε προϊόν του αναβρασμού εναντίον της Κυβερνήσεως Κουντουριώτη είτε στελέχη αυτής υπεκίνησαν τα επεισόδια προς εκκαθάρισιν της καταστάσεως. Από τα μέχρι τούδε λεχθέντα δεν φαίνεται να δικαιώνεται μία τοιαύτη πρόθεσις κυβερνητική από την εξέλιξιν και το αποτέλεσμα της όλης αναταραχής. Βέβαιον είναι πάντως ότι τα γεγονότα της Αρκαδίας, κοντά εις τα οποία παρασύρεται η όλη κατάστασις της Μεσσηνίας, αποτελούν εν και μάλιστα το πρώτον επεισόδιον του δευτέρου εμφυλίου πολέμου κατά το 1824 μέχρι των αρχών του 1825. Αν απεμονώθη από τον κορμόν εις τον οπoίoν ανήκει το επεισόδιον, τούτο έγινεν εξ ανάγκης τοπικής, αλλά κατά την πορείαν της ερεύνης του επεισοδίου μονίμως έγινε συσχέτισις προς το όλον κλίμα της εποχής προς τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα, προς τα δρώντα πρόσωπα μετά της εξαρτήσεως εξ αυτών. Ότι το επεισόδιον υπήρξεν αιματηρόν, θλιβερόν εκ πάσης επόψεως και αποκαλυπτικόν της κρατούσης κατά την εποχήν που ανήκει ανωμαλίας και διαφθοράς, περιττεύει να λεχθή και να τεκμηριωθή. Είναι όμως ανάγκη να επεκταθή επ' ολίγον ο λόγος με την προσκόμισιν και άλλων στοιχείων πέρα της στρατιωτικής πλευράς του θέματος, από όπου αγόμεθα εις αξιοπρόσεκτα συμπεράσματα διά τους υποκινητάς και πρωτεργάτας αυτού, με τας υποχρεωτικάς προεκτάσεις του.
Τα επεισόδια της Αρκαδίας επηρέασαν και το υπόλοιπον τμήμα της Μεσσηνίας ηθικώς μάλιστα. Είναι διδακτικόν το περιεχόμενον του υπ’ αριθ. 638 εγγράφου του υπ. Πολέμου, με ημερομηνίαν 6 Νοεμβρίου 1824, απευθυνομένου προς τους αρχηγούς των αρμάτων κατά τον Μεσσηνιακόν κόλπον. Γίνονται, λέγει, πολλαί, συχναί και μεγάλαι καταχρήσεις από μερικούς στρατιώτας εις βάρος των κατοίκων ιδίως της επαρχίας Καλαμάτας και Κουτζούκ Mάνης. Οι στρατιώται ενεργούν ως ανεξάρτητοι και αυτεξούσιοι, φονεύουν, ατιμάζουν, γυμνώνουν, βιάζουν με απειλάς και λαμβάνουν ομολογίας νέας δια χρέη ψευδή ή πεπαλαιωμένα και αμφίβολα, αυτοί είναι στρατιωτικοί, πολιτικοί, εκκλησιαστικοί, αυτοί είναι κριταί, αυτοί είναι το πάν. Επί πλέον καταλαμβάνουν εθνικούς ή ιδιοκτήτους τόπους. Υπεύθυνοι καθίστανται οι αρχηγοί των αρμάτων, βαρυνόμενοι με τα εγκλήματα των στρατιωτών, αν τα αφήνουν ατιμώρητα. Το έγγραφον υπογράφει ο Δημ. Τομαρόπουλος104.
Την 8 Νοεμβρίου 1824 το Εκτελεστικόν απηύθυνε προς τον στρατηγόν Π. Γιατράκον το υπ' αριθ. 836 έγγραφον εις απάντησιν δικού του. Κατ’ αρχήν εκφράζεται η υπόληψις της Διοικήσεως προς τον στρατηγόν διά τας φρονίμους πράξεις και τας αρετάς του. Ύστερα γίνεται λόγος περί των κινηθέντων εχθρών των νόμων και της πατρίδος εις την Αρκαδίαν με τα άρματα εις τας χείρας, εις την Καρύταιναν, Καλάβρυτα, Βοστίτζαν κλπ. (μνημονευόμενοι οι εχθροί χαρακτηρίζονται αναλόγως εκ των σκοπών των ν' ανατρέψουν την Διοίκησιν). Ακολούθως μνημονεύονται τα ληφθέντα μέτρα και δή πειθώ αρχικώς προς σωφρονισμόν των Αρκάδων, εκτελεστική δύναμις ύστερα. Τέλος καλείται ο Γιατράκος να επαγρυπνή, να συλλαμβάνη πάντα απόστολον της ανομίας. Λαμβάνει και διαταγήν να εισπράξη μισθούς και σιτηρέσια από τας εθνικάς προσόδους των ελαιώνων Κορώνης. Υπογραφή Αναγνώστης Σπηλιωτάκης, Ι. Κωλέτης, Π. Ρόδιος105.
Ο φροντιστής του στρατοπέδου Π. Μοναστηριώτης από Τριπολιτσάν την 8 Νοεμβρίου 1824 απευθυνόμενος προς το Εκτελεστικόν γράφει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, που αναφέρονται εις τα πολεμικά της περιόδου. Συνώδευε πολεμοφόδια διά τον Μεσσηνιακόν κόλπον, προς χρήσιν των στρατευμάτων που έστειλεν η Διοίκησις αλλά δεν προφθάνει. Ο πολιτάρχης (Ξύδης) επροθυμοποιήθη να εξεύρη ζώα προς μεταφοράν αλλ΄ είπεν ότι ο δρόμος ήτο πιασμένος από τους Κολοκοτρωναίους και τα πολεμοφόδια έπρεπε να συνοδεύωνται με σώμα 200 ανδρών και τοιαύτη δύναμις δεν υπήρχεν, ο δε εκεί διατριβών Θ. Γρίβας ήτο πρόθυμος ν' αναχωρήση αν ελάμβανε τους μισθούς του. Ο Ξύδης ήτο βέβαιος διά τον δρόμον, δεν ανελάμβανε την ευθύνην και προσέθετεν ότι του έπιασαν ένα πεζοδρόμον, του επήραν τα γράμματα και εξαρμάτωσαν δύο παλληκάρια του106.
Εκτάκτως διαφωτιστικά επί του εξεταζομένου θέματος είναι δύο έγγραφα από 5 και 9 Νοεμβρίου 1824 του Διον. Μουρτζίνου (το βον ανέκδοτον, συνυπογεγραμμένον και από τους Αθανασούλην Κουμουνδουράκην και Π. Βοϊδήν) απευθυνόμενα προς το Εκτελεστικόν. Εις το πρώτον έγγραφον ο υπουργός του Πολέμου από το Νεόκαστρον πληροφορεί ότι με 700 Μανιάτας υπό την οδηγίαν του εξωμάλισε τας εσωτερικας ανωμαλίας, ενίσχυσε την πολιορκίαν της Κορώνης, σκοπεύει την πολιορκίαν της Μεθώνης, συγκεκριμένως μάλιστα την 30 λήξαντος μηνός ωργάνωσε χωσίαν εναντίον των Moθωναίων Τούρκων με λαμπρόν αποτέλεσμα. Η διεξαχθείσα μάχη διήρκεσεν επί δύο ημέρας και κατ' αυτήν συνεργάτας είχε τον Μήτρον Αναστασόπουλον με σώμα 856 ανδρών και τον Παπατζώρην με 180, αλλά και άλλους αξιωματικούς εξ Αρκαδίας. Με την ευκαιρίαν πλέκεται εδώ το εγκώμιον των Αρκάδων, πολεμιστών γενναίων, προθύμων, πειθαρχικών, ανιδιοτελών, αφωσιωμένων εις την Διοίκησιν. Όσοι τους διαβάλλουν ψεύδονται, λέγει ευθέως ο Μούρτζινος και συνιστά να τους χρησιμοποιή η Διοίκησις ανεπιφυλάκτως, Προς άρσιν πάσης αμφιβολίας επί των όσων υποστηρίζει ο υπουργός γνωστοποιεί ότι εντός των ημερών θέλει επιβεβαιώσει τα γραφόμενά του προσωπικώς, συνοδεύων τον στρατηγόν Μήτρον Αναστασόπουλον και τους γενναίους χιλιάρχους και υποχιλιάρχους107.
Αν το πρώτον έγγραφον χαρακτηρίσωμεν ως προκαταρκτικόν διά την αποκατάστασιν των Αρκαδίων, το δεύτερον κοινόν έγγραφον των τριών στρατιωτικών από Καλαμάταν 9 Νοεμβρίου, δηλ. την επομένην του αδόξου τέλους της υπουργικής επιχειρήσεως εναντίον της Αρκαδιάς, είναι εξόχως αποκαλυπτικόν. Οι αναφερόμενοι γράφουν τα ακόλουθα. Διετάχθησαν την 19 Οκτωβρίου από τον υπουργόν των Πολεμικών και το Εκτελεστικόν να λύσουν την πολιορκίαν της Κορώνης. Την 22 λήξαντος μηνός διέλυσαν το στρατόπεδον. Αίφνης επληροφορήθησαν την κατά των Αρκαδίων εκστρατείαν του υπουργού των Εσωτερικών, χωρίς να γνωρίζουν την αιτίαν. Απεναντίας γνωρίζουν ότι οι Αρκάδιοι μέσω του Μουρτζίνου και άλλων πατριωτών δι' αναφοράς των προς την υπερτάτην Διοίκησιν υπέκλιναν τον αυχένα, εδέχθησαν τον έπαρχόν των, έπεμψαν τους παραστάτας των, τα εθνικά εισοδήματα έμελλε να τα πληρώσουν και εν ενί λόγω το εσωτερικόν αυτής (της επαρχίας) εχαίρετο μίαν άκραν ησυχίαν108. Είχε τεθή τότε ο όρος να αναχωρήση από τα όρια της επαρχίας η εκτελεστική δύναμις. Από την παρούσαν αναφοράν πληροφορούμεθα ότι ο Μούρτζινος κατέβαλε πολλάς προσπαθείας προς συνεννόησιν και διάλυσιν των υποψιών και δή ότι εχρησιμοποίησε τας καλάς υπηρεσίας των Γαλάνη Κουμουνδουράκη και Π. Βοϊδή, διότι μήτε οι Αρκάδιοι έδιδαν πίστιν μήτε ο αρχιμανδρίτης επέστρεφε, χωρίς να πατήση τα χώματα της Αρκαδίας και να εισέλθη εις την πρωτεύουσαν και τέλος τούτων ούτως εχόντων ήρχισεν η μάχη, της οποίας τα κακά αποτελέσματα έκαστος συνετός προέβλεπεν.
Αι σκέψεις του στρατηγού Μουρτζίνου εδράζονται επί ασφαλούς λογικής και με ήρεμον ύφος διατυπωμέναι αποτελούν την πλέον αμείλικτον κριτικήν δι’ όσα συνέβησαν. Ιδού η συνέχεια: Αν η υπερτάτη Διοίκησις εσκόπευε να κάμη τούτο το κίνημα, μοί φαίνεται ότι ήτον συμφερώτερον, πρώτον να μη διαλύση το κατά την πολιορκίαν Κορώνης στρατόπεδον και δεύτερον να προϊδεάση και εμέ, ίνα αν οι Αρκάδιοι δεν υπέκλιναν τον αυχένα των εις τας Σ. διαταγάς της Διοικήσεως, ώς και πρότερον, κατά τας αναφοράς των υπεχρεώναμεν αυτούς διά των όπλων∙ εί δε πάλιν και έκλιναν, ήτο πάντη άχρηστος η στρατολογία.
Παρά τα βασικά σφάλματα χειρισμού του ζητήματος, ο Μούρτζινος ανέπτυξε σχετικήν πρωτοβουλίαν και επεζήτησε να προλάβη τα χειρότερα. Η συνέχεια του εγγράφου δεν αποτελεί απολογίαν αλλά κριτικήν των γενομένων και έχει διά τούτο ιστορικήν αξίαν, δι ο παρατίθεται επί λέξει ως έχει:
Μ΄ όλα ταύτα, δεν έλειψα πάλιν του να αναφερθώ προς την Σ. Διοίκησιν, τα μέλη αυτής, εν ταυτώ και προς τον αρχιμανδρίτην, διά να λάβω τας αναγκαίας οδηγίας και να κινηθώ όπου διαταχθώ και με όσους θέλουσιν, ουδεμιάς δ' αποκρίσεως τούτων εν καιρό έτυχον, ει μή μόνον παρά του αρχιμανδρίτου, όστις με διέταττεν ίνα εις μεν το Νησί πέμψω πεντήκοντα στρατιώτας, ενταύθα δε εις Καλαμάταν εκατόν διά κάθε ατευκταίον.
Ταύτα πάντα αμέσως εβάλθησαν εις πράξιν, διότι ούτως το εκάλει η χρεία και αμέσως εστρατολόγησα διακοσίους ογδοήκοντα, εκτός των εξήκοντα της πολιταρχίας Καλαμάτας, διότι έβλεπα την περίστασιν και τον αριθμόν ανίκανον εις το να απαντήση, άν τι απευκταίον συμβή.
Κατά την 8 του τρέχοντος ου μικράν ημπορέσαμεν δεχθέντες νέας ξηράς διαταγάς παρά του εξ. υπουρ. των Πολεμικών, διά να εκστρατεύσωμεν κατά των Αρκαδίων, όχι τόσον διά το παρά καιρόν της εκστρατείας, όσον διότι δεν ανέφερε παντάπασι πόθεν να εξοικονομηθώσιν αι ζωοτροφία των, μισθοί των και λοιπά παρεπόμενα τω πολέμω. Μ’ όλον τούτο, και η ωφέλεια, όπου τα στρατεύματα μετά του αρχηγού των διεσκορπίσθησαν εδώ και εκεί από τους γνωστούς σας υπεναντίοις και πλέον εις μάτην∙ οποίον κίνημα και αν ηδυνάμεθα νά κάμωμεν εκ μέρους μας109.
Οτι η κυβερνητική εκστρατεία εναντίον της Αρκαδιάς είχεν άδοξον τέλος διεδόθη εις ολόκληρον την Μεσσηνίαν, προς την σπαρτιατικήν και την αρκαδικήν περιοχήν. Πιθανώτατα διεδόθη η άφιξις της στρατιωτικής ενισχύσεως υπό τον Π. Κολοκοτρώνην και Κ. Δεληγιάννην και συνανεμείχθη η φήμη με την αλήθειαν, η πραγματικότης με τον θρύλον. Χαρακτηριστικόν είναι, ότι γράφων ο Γ. Μαυρομιχάλης από το Λιμένι την 5 Νοεμβρίου προς φιλικόν πρόσωπον ανεφέρετο εις την διήμερον μάχην ολίγον προ του τέλους (1-2 Νοεμ.), περί της οποίας ειδήσεις μετέφεραν εις το Λιμένι καΐκια από Καλαμάταν, συμφώνως προς τας οποίας έγινε πόλεμος εις Μελιγαλά και Κωνσταντίνους, με εκατέρωθεν δυνάμεις 2.000 Φλέσας, 2.500 Ντρέδες, ο πόλεμος εκράτησεν ώρας τρεις και αποτέλεσμα είχε να νικήσουν οι Ντρέδες με απωλείας τινάς (10 σκοτωμένοι και πληγωμένοι), αλλά πολλάς απωλείας του Φλέσα110. Ταύτα σημαίνουν ότι γενικώς διεδόθη ότι κατετροπώθησαν τα κυβερνητικά στρατεύματα.
Μετά τα τελευταία γεγονότα, που επισφραγίζει η φυγή του Γρηγορίου Δικαίου- Παπαφλέσα, το θέατρον του εμφυλίου πολέμου μεταφέρεται πέριξ της Τριπολιτσάς.
ΤΑΣΟΣ ΑΘ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
"Η Μεσσηνία κατά τον Β΄ Εμφύλιον Πόλεμον (1824)- Θέατρον Πολεμικόν Συγκρούσεων"
Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 1977
1. Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ.Β, εν Αθήναις 1862 (επανέκδ., υπό της Βολής των Ελλήνων, Αθήνα 1971) σ.335. Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελλην. Παλιγγενεσίας ή ό ιερός τών Ελλήνων Αγών, φωτομηχανική επανέκδοσις της α' έκδόσεως, επιμέλεια-είσαγωγή-ευρετήριον, Ιωάννας Γιανναροπούλου-Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Αθήναι 1976, σ.451. Σπ. Τρικού πη, Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, τ, Γ., Αθήναι 1926, σ.87. Ν. Σπηλιάδα υ, Απομνημονεύματα, τ. Β’, Αθήνησιν 1851, σσ.75 κεξ., 135 κεξ. Καν. Δεληγιαννη Απομνημονεύματα, τ.Β, Αθήναι 1936, σ.86.
2. Γ.Δ. Δημακοπούλου, Η διοικητική όργάνωσις κατά την Ελλην. Επανάστασιν, εν Αθήναις 1966, σσ. 225.
3. M. Oικονόμου, Ιστορικά, σσ.447-448. Αμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Β’, (εν Αθήναις 1839), επανέκδοσις υπό της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, εισαγωγή Γ. Π. Κουρνούτου, Αθήναι 1976, σ.283. Θ. Κολοκοτρώνη: Διήγησις συμβάντων της ελλην. φυλής, εκδ. "Εστίας", τ.Α, εν Αθήναις 1889, σ.139.
4. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία, Γ΄182. M. Oικονόμου, Ιστορικά σ..450.
5. Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ. Β’, Αθήνησιν 1851, σσ. 135 κέξ. όπου ανάλυσις τών συνθηκών υπό τας όποίας θα ήτο δυνατόν να έδραιωθή εις την κοινήν συνείδησιν ό Κουντουριώτης άφ ής δικαιολογημένα του άνετέθη ή Διοίκησις, έτι δε αναζήτησις τών αιτίων του δευτέρου εμφυλίου πολέμου εις τάς φατριαστικάς ενεργείας τών συνεργατών του Κουντουριώτου. M. Οικονόμου, Ιστορικά, σ.453.
6. Ι. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Αρχεία της Νεωτέρας Ελλην. Ιστορίας επιμελεία, Βλαχογιάννη, τ.Β, εν Αθήναις 1907, σσ.123-124, ότι δεν προσηκώθη ο Κουντουργιώτης εις τον Ζαΐμη. ότι είχε άλλη δουλειά και δεν προσηκώθη εις το καράβι, αντάρτης ο Ζαΐμης.
7. Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, Β 141-142,
8. Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, Β 142.
9. Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, B 143.
10. Φ. Χρυσανθοπούλου- Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί τής Ελλην. Επαναστάσεως, τ.Α, εν Αθήναις 1899, φωτοτυπική επανέκδοσις, Εισαγωγή-Ευρετήριον Τ. Αθ. Γριτσοπούλου, τ.Α, Αθήναι 1974, σ.538, όπου τονίζεται ότι οι Ανδρέαι επεθύμησαν την σύμπραξιν του Θ. Κολοκοτρώνη, δια να εκδικηθούν την περιφρόνησιν και την ύβριν, που τους έκαμεν ή τέως συντροφία των και έτσι άρχισε να εξαπλούται η νέα πρός αντεκδίκησιν συνωμοσία. Πρβλ. Α. Φραντ ζή, Επιτομή, Β 287.
12. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία, Γ 87. Πρβλ. Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, B 144. M. Oικονόμου, Ιστορικά, σ.455.
13. Διά το μικράς αξίας απομνημονευτικόν έργον τούτο βλ. σύντομον βιβλιογραφικόν σημείωμα Σ. Β. Κουγέα, εις τα «Ελληνικά», τ.Η' (1935), σ.166 και δή T. Αθ. Γριτσοπούλου, Ιστοριογραφία του Αγώνας, «Μνημοσύνη», τ.Γ (1970-71), σσ.174-75.
14. Αθ. Γρηγοριάδου, Ιστορικαι αλήθειαι, σσ.152-156.
15. Ι. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.122.
16. Ι. Μακρυγιάννης, τ.Γ, σσ.9-10 τό σχετικόν έγγραφον του Υπ. Πολέμιου, διά του όποίου ό Μακρυγιάννης διατάσσεται να στρατολογήση 200 στρατιώτας και να τους συμπαραλάβη μαζί με τους σημειωμένους εις τον κατάλογον στρατιώτας, συμποσουμένους μέχρι 1.000, τιθέμενος επί κεφαλής αυτών ώς αρχηγός, και να μεταβή τό συντομώτερον εις Αρκαδίαν, όπου μαζί με τόν στρατηγόν Παπατζιώρην θέλουν φροντίσει κιόλαις δυνάμεσι» διά την εσωτερικήν ευταξίαν τής επαρχίας, πάντοτε όμως εκτελούντες τας διαταγάς του υπουργού Εσωτερικών Γρηγορίου Δικαίου. Εκφράζεται ή πεποίθησις του υπουργείου, ότι όλοι οι μνημονευόμενοι θα φέρουν άμεσον αποτέλεσμα, ιδιαιτέρως δε ό Μακρυγιάννης καλείται να επιδείξη προθυμίαν, ν' αναπτύξη δραστηριότητα, φρόνησιν και πάσαν άλλην αρετήν, ώστε να ευαρεστήση εις την Διοίκησιν και ν’ αναδειχθή άξιος της αποστολής του.
17. Ο Χριστόδουλος Ποριώτης είναι γνωστός αγωνιστής, Ποριώτης τήν καταγωγήν (ό Φραντζής δεν τον αναφέρει εις την προκειμένην περίπτωσιν, τόν αναφέρει όμως άλλού, τ.Β σσ.79, 316, τ.Γ σ.236), ώς φαίνεται δ' εστάλη πρώτος αυτός εις Αρκαδίαν και απέτυχε, κατά τα λεγόμενα του Μακρυγιάννη, πράγμα που και τού εδημιουργούσε κακόν προηγούμενον. Δι' αυτό και διεπληκτίσθη, λέγει, με τον Αικαίον και τόν ήνάγκασε ν' ακολουθήση.
18. Κούλιες όνομάζονται μέχρι σήμερα οι ηρειπωμένοι πύργοι ή αι πυργοειδείς οικοδομαι, όπου ήμπορεί να ταμπουρωθή εν στρατιωτικόν τμήμα και να βάλλη εναν τίον εχθρού επερχομένου ή εφορμώντος.
19. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σσ.124-125. Κατά τα λεγόμενα του Μακρυγιάννη, εξεκίνησαν μαζί με τον υπουργόν Γρ. Δικαίον, τεθέντες επί κεφαλής ουχί 1.200 άνδρών, ώς ήτα ή διαταγή, αλλά μόνον 600 και μάλλον ολιγωτέρων. Ο απομνημονευτής λέγει ότι ο Παπαφλέσας πήρε μίαν γυναίκα μ' ένα ντέφι κι έναν με βιολί κ. επήγαν εις Λιοντάρι, ώς εάν τους ανέμενε γλέντι και ξεφάντωμα και ώς εάν ό άρχιμανδρίτης δεν ήτο κληρικός με ευθύνας υπουργου και δεν επρόκειτο να προκαλέση και σκανδαλίση τους επαρχιώτας του συντηρητικούς ανθρώπους. Ο εκδότης του Μακρυγιάννη Ι. Βλαχογιάννης υποσημειώνει ότι ο Δικαίος άνεχώρησεν εκ Ναυπλίου τήν 22 Οκτωβρίου διά Τρίπολιν, ήτοι προηγήθη ό Μακρυγιάννης και άσφαλώς τόν ανέμενεν εις Τριπολιτσάν, Εις Αεοντάρι έχωρίσθησαν και ό μεν υπουργός Αικαίος έκράτησε το μεγαλύτερον μέρος του σώματος, δηλ. τους 350 περίπου, ό δε Μακρυγιάννης με τους 250 εδικούς του διετάχθη να προχωρήση εις τους Μεσσηνιακούς Aάκκους, δηλ. τα επί του κάμπου χωρία τών τ, δήμων Οιχαλίας και Ανδανίας. Καθ' όμολογίαν του Μακρυγιάννη, ό Δικαίος έμελλε να συνάξη πατριώτες του και την αυγή έρχονται κι αυτοίνοι. Αλλ' ό Μακρυγιάννης μή ενδιαφερόμενος να δώση ήμερομηνίας, άφήνει άκάλυπτον εν δεκαπενθήμερον τουλάχιστον, όπως θά ίδωμεν. Ίσως δεν ενθυμείται και ακριβείς χρονολογίας. Επίσης δεν αναφέρει ποίαν όδόν ήκολούθησεν έως ότου από Λεοντάρι φθάση εις τους Λάκκους. Αέχεται όμως ότι ευρήκε πλήθος αντιπάλων της Κυβερνήσεως, οι οποίοι εγκατεστημένοι εις τα πέριξ χωρία τόν είχαν κυκλώσει. Ησαν Ντρέδες από το χωρίον Σουλιμά και τα λοιπα ορεινά χωρία του τ, δήμου Δωρίου, ισχυροί πολεμισταί, άλβανόφωνοι, άρχηγόν έχονιες τον Μήτρον Αναστασόπουλον.
20. Με άλλας λέξεις, ό Μακρυγιάννης αντιληφθείς την μειονεκτικήν του θέσιν έναντι πολυαριθμοτέρων και σκληρών πολεμιστών μετεχειρίσθη δόλον. Αλλ' ώς περιγράφει τα πράγματα ό ήρως Μακρυγιάννης, δεν πρόκειται περι πολέμου με πολεμικά φονικά όπλα, αλλά περί λαϊκού γάμου, όπου μεταξύ των οι συμπέθεροι εύρίσκουν την ευκαιρίαν να ανταλλάξουν σκέψεις διά ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, οία εν προκειμένω οι λίρες του δανείου, τα αξιώματα, τό θήραμα ανά την γραφικήν περιοχήν, τα παράπανα εναντίον τής Κυβερνήσεως και τών αρχηγών αυτής, μόνον που έλειπαν τα κουφέτα του γάμου διά ν’ αντικαταστήσουν τα βόλια. Έτσι ό άφηγητής του περιστατικού με όσα λέγει ότι έκαμε διά να ξεγελάση τους αγρίους Ντρέδες, ώστε να τόν λατρεύσουν και να ζητήσουν να παραμείνει πλησίον των να τόν ακούουν να δημηγορή, τους προσέφερεν από να ασκι με αγέρα και εκείνοι μεν τα κατέπιαν, ήμείς δε καλούμεθα να πιστεύσωμεν αυτού του είδους τας μυθώδεις διηγήσεις.
21. Mακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.B, σσ.127-128.
22. Αυτόθι, τ.Β, σσ.128-129. Εκ τής αφηγήσεως συνάγονται τα εξής. Μετά την γραπτήν πρόσκλησιν του Μακρυγιάννη έφθασε το ξημέρωμα άδήλου ήμέρας ό Δικαίος είς τό χωρίον Σαντάνι. Ο αφηγητής ευρίσκετο εις Μελιγαλά. Οι εχθροί εις τα χωρία του Ριζού και Μπούγα και μέρος από του Κάμπου και τους Κωνσταντίνους. Αφού ή συνεννόησις απέτυχεν, εκινήθησαν οι Ντρέδες και λοιποι Αρκάδιοι εναντίον του Μακρυγιάννη από τα χωρία πέριξ του Μπούγα (Ριζοχώρια και πέριξ). Αριθμητικώς περισσότερη κι άντρειότερη δύναμι. Υπολογίζεται ή δύναμις αύτη από τον ίδιον τον αφηγητην μεταξύ Μπούγα και Ριζού εις 1.000 άνδρας. Ο Μακρυγιάννης με 100 ιδικούς του και 50 Μελιγαλιώτες έπιασε τό Αλειτούργι, όσα χαλάσματα είχαν απομείνει μετά την πυρ» πόλησιν από τους Ντρέδες. Η μάχη ήτο όρμητική. Επλησίασαν τα μπαϊράκια τών αντιπάλων. Ομολογία συγκινητική του Μακρυγιάννη, ήμαστε χαμένοι. Τότε, εις την κρισιμωτάτην φάσιν τής συμπλοκής, έβγαλαν τα μαχαίρια οι κυβερνητικοί. Η Περιγραφή τώρα δεν χρειάζεται και δεν γίνεται, φθάνει ή αφήγησις εις τό συμπέρασμα. Εις την θέαν τών μαχαιριών, φαίνεται, οι απόλεμοι Ντρέδες έφυγαν κυνηγημένοι ητέρα από του Μπούγα και οι άλλοι (ποίοι άλλοι δεν λέγει) κατεδιώχθησαν κάμποσο απάνω (άορίστως). Εφονεύθη ό μπαϊρακτάρης τών εχθρών, έκυριεύθη τό μπαίράκι των, εφονεύθησαν πεντέξι, συνελήφθησαν καμπόσοι ζωντανοί. Ο Δικαίος υπεχώρησεν από τό γεφύρι του Σαντανού εις το χωρίον, έχασε 2-3 και τό παληκάρι Χατζη-Ηλίαν. Οι άνδρες του Μακρυγιάννη εις αντιπερισπασμιόν επετέθησαν εναντίον τών εις Μπούγα και τους κατεδίωξαν μέχρι Καλυβοχώρι.
23. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σσ.128-129. Είναι προφανές ότι ή διδομένη συνέχεια αναφέρεται εις την συνέχισιν του πολέμου κατά την δευτέραν ήμέραν, ή όποία είναι ή 2 Νοεμβρίου, όπως θα ιδωμεν. Παρά την κρατούσαν σύγχυσιν, νοείται μετακίνησις του σώματος Μακρυγιάννη πρός ενίσχυσιν του υποχωρήσαντος Αικαίου εις Σαντάνι κατά το βράδυ τής πρώτης ήμέρας τής μάχης, όπότε ο Μακρυγιάννης μετεκινήθη εις Μελιγαλά μαζί με τους τραυματίας του. Την επομένην εύρε πάλιν συγκεντρωμένοι}ς τους αντιπάλους εις Κώνσταντίνους και Μπούγα και ενισχυμένους τόσον πρός Β, δηλ. την άσφαλή ράχιν, όσον και πρός τά γύρω χωρία και αυτό τό Σαντάνι, όπου κατηυθύνθη και ό Μακρυγιάννης πλησίον του Δικαίου. Εκεί ή στρατιωτική πείρα του άφηγητού έδίχασε τό σώμα του, έστειλε περί τους 100 στρατιώτας εις τα όπισθεν τών αντιπάλων, πρός ποίαν κατεύθυνσιν δεν λέγει ούτε εις ποίαν απόστασιν από την γέφυραν Σαντανίας), ενώ ό ίδιος Μακρυγιάννης επετέθη από τό μέτωπον. Αποτέλεσμα τους χαλάσαμε απ' ούλα εκείνα τα μέρη και τούς ριχθήκαμε μέσα εις τους Κωνσταντίνους, τους χαλάσαμε κι εκεί. Συνελήφθησαν ζωντανoι κλπ. Πολύ άπλή υπόθεσις, όλα έγιναν ώς διά μαγείας. Με 100 ανθρώπους έγινεν ή επιχείρησις εναντίον υπερχιλίων καλών πολεμιστών. Παρακάτω ό Μακρυγιάννης όμολογεί ότι τό σώμα των εμετρούσε μόλις 300 του ντουφεκιού, διότι οι άλλοι μετά τό πλιάτσικο είχαν λιποτακτήσει.
24. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σσ.129-130, πρώτη δημηγορία τής τρίτης ημέρας πρός τους Αρκαδίους εις Κωνσταντίνους, αφού ή δεξιότης του νικητου τους κατέβασεν από την υψηλήν ράχιν, όπου τους ηνάγκασε ν' αναβούν. Τα επιχειρήματα πειστικά και απειλητικά. Συνέχεια της δημηγορίας την επομένην εις Λιάτανι (σσ.130-131). Ο τόνος μελοδραματικός, με κλάματα, κριτικήν, υποσχέσεις, συμφωνίαν του Δικαίου και λήξιν τής τρίτης ήμέρας τών πολεμικών και φιλικών επαφών, ώς μαρτυρούν τα διδόμενα εδώ εν συνεχεία αποσπάσματα τών Απομνημονευμάτων.
26. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, τ.Β, σσ.131-132. Με την μακρόσυρτον αφήγησιν προσετέθη μία ακόμη ημέρα εις τα γενόμενα. Τόν τυφεκισμόν επί τη άφίξει τής ερχομένης ενισχύσεως τών Αρκαδίων ό αφηγητής τοποθετεί τό βράδυ τής τρίτης ήμέρας τών αιματηρών επεισοδίων. Απεμακρύνετο, λέγει, το σώμα του έντρομόν εν τώ μέσω της νυκτός και τότε ήλθε μέσα είς την νύκτα ά άπεσταλμένος τού Στάικου ΣταίΚαπούλου με τόν περίφημον τεσκερέ, φυσικά από Τριπολιτσάν.
27. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.32. Είς σχετικήν αυτόθι υποσημείωσιν ό εκδότης αντί να σχολιάση το μακρυγιαννικόν επιμύθιον, φέρει μαρτυρίαν του Φραντζή είς επίρρωσιν τής αξιοπιστίας του Μακρυγιάννη επί τη λήξει τών εμφυλίων συγκρούσεων. Τα λεγόμενα όμως του Φραντζή δεν έχουν σοβαράν αξίαν, όπως θά ίδωμεν παρακάτω.
28. Η διοικητική διαίρεσις τής Πελοποννήσου κατά την περίοδον τής τουρκικής κατακτήσεως και της παρεμβαλλομένης Ενετοκρατίας παρουσιάζει ώρισμένας μεταβολάς. Τό πέριξ του Β Ταϋγέτου γεωγραφικόν τμήμα, όπου συναντώνται χώροι τών σημερινών νομών Μεσσηνίας, Λακωνίας και Αρκαδίας, αντίστοιχοι προς τα βιλαέτια Μυστρά. Καλαμάτας και Αεονταρίου, είναι τμήμα γεωγραφικώς λίαν ενδιαφέρον μέσα εις νευραλγικήν περιοχήν. Διά διαφόρους λόγους εδόθη και έκτασις και ποικιλία άνομοιόμορφος εις το βιλαέτιον Λεονταρίου εντός τής κοιλάδος του Ανω Αλφειού μέχρι τόν ΝΔ προπόδων της Ιθώμης, ώστε τούτο να περιλαμβάνη χωρία του βιλαετίου Ιμλακίων πρός Α και της Καλαμάτας από Ν, να έρχεται δε ώς συνέχεια του βιλαετίου Καρύταινας από τα πρός Β όριά του και του βιλαετίου της Αρκαδιάς από τα ΝΑ όριά του. Από την περιοχήν Αεονταρίου πρός την τής Μεσσηνίας ολίγαι υπήρχαν στεναι διαβάσεις και δή τα περίφημα Μεσσηνιακά Δερβένια, που συνδέουν την Μεσσηνιακή ν πεδιάδα με το υψίπεδον του Λεονταρίου, τό πασίγνωστον Μακρυπλάγι, επίσης τό στενόν του Αγίου Φλώρου και δίοδοι κατά τα Βρωμοβρυσαίικα βουνά και τον όγκον του Λυκαίου. Από τα επισημαινόμενα αυτά σημεία διήλθαν κατά καιρούς στρατιωτι και δυνάμεις μετακινούμεναι από την μίαν περιοχήν προς την άλλην από την αρχαιότητα και εφεξής έκτοτε. Αιαγραφήν τών όρίων τών βιλαετίων κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν βλ. υπό M. B. Σακελλαρίου. Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν, Αθήναι 1939, σσ.106 κεξ. Πρβλ. χρησίμους ειδήσεις υπό Ιω. Εμ. Νουχάκη Ελληνική χωρογραφία, έκδ.γ. εν Αθήναις 1901, τ.Α, σσ.690 κεξ., 648 κεξ.
29. Α. Φραντζή, Επιτομή, τ.Β, σ.290.30. Ν. Σπηλιάδου. Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.107. Κ. Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.187. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.1 (Bl Balobilkn TAK No (3), A9ival 1821 o. 934, dipu8. 3686, 3687, 3690.
31. Τα ιστορικά έγγραφα του Αγώνος του 182ί τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Γ,(Βιβλιοθήκη ΓAK, No 10), Αθήνα 1821, σ.934, αριθ. 3686, 3687, 3690.
32. Τα ιστορικά έγγραφα του Αγώνος του 1821, σ.440, αριθ. 2530.
33. Τα ιστορικά έγγραφα του Αγώνος του 1821, σ.366 αριθ. 2064 και σ.437 αριθ. 2510.
34. Τα ιστορικά έγγραφα του Αγώνος του 1821, σ.439 αριθ. 2527.
35. Τα ιστορικά έγγραφα του Αγώνας του 1821, σ.439 άριθ. 2522.
36. Φ. Χρυσανθοπούλου- Φωτακου, Απομνημονεύματα, τ.Α σσ.539-540.
37. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Δ, τμ.β (Βιβλιοθήκη ΓAK, No 14β), Αθήνα 1975, σ.1311 αριθ. 4322.
38. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Δ, τμ.β , σσ.1306-1307, αριθ.4284- 4286, 4287-4288 .
39. Τα περιεχόμενα τών ΓΑΚ Α', β, αριθ. 4281. Αλλ΄ ό Σαλαμώνας δεν ακολουθούσε την κυβερνητικήν πολιτικήν και μετ' ου πολύ δια διαταγής του Εκτελεστικού τό υπ. Οικονομίας εκαλείτο να μετακαλέση αυτόν, κατηγορούμενον από την δημοπρατικήν Επιτροπήν τών εθνικών προσόδων τής επαρχίας Λεονταρίου και δή διότι παρενέβαλλεν εμπόδια εις την συλλογήν τών εθνικών εισοδημάτων, μάλιστα δε ότι είχε συνάξει χωρίς άδειαν τής Επιτροπής 10 χιλ. γρόσια. ΓΑΚ No 15 β., σσ. 1287 κέξ, αριθ. 5061, 5074.
40. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ.β, (Βιβλιοθήκη ΓAK, No 15β), Αθήναι 1976, σ.1250 αριθ. 4845.Εκτελεστικόν προς υπ. Πολέμου: Oτι αι αντιθέσεις και τα συγκρουόμενα συμφέροντα υφίσταντο, όπως και αι βιαιοπραγία τών στρατιωτών, μαρτυρούν αι αναφοραί του στρατηγού Κεφάλα και ή απάντησις τής Διοικήσεως. Αυτόθι, άριθ.4846.
41. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ.β, σ.1282 αριθ.5025. Διά την τακτοποίησιν του στρατοπέδου του Μεσσηνιακού κόλπου την ιδίαν ήμερομηνίαν διέτασσε το Εκτελεστικόν και τόν στρατηγόν Γιατράκον. Αυτόθι, αριθ.5030.
42. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ.β, σ.1287 άριθ.5057.
43. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ.β, σ.1291 άριθ.5086 και 5087 διαταγή πρός τον έπαρχον Αρκαδίας, να συντρέξη τους δύο στρατιωτικούς, που έλαβαν την εντολήν να εξαλείψουν τό άνταρτικόν πνεύμα, τό αίτιον της άθλιότητος τής επαρχίας.
44. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ.β, σσ.1303, 1331, αριθ.5194 και 5345. Δεν ενεκρίθη ή αποζημίωσις του Π. Νικολάου, διότι ούτος είχε διαταχθή από τό υπ., Εσωτερικών και όχι Πολέμου,
45. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε., τμ.β.α.31 αριθ.5209.
46. Βασική αντικυβερνητική εκδήλωσις εις Αρκαδίαν ήτο, ότι οι κάτοικοι ήρνούντο ν' αναγνωρίζουν την Κυβέρνησιν, δεν απέδιδαν τα εθνικά δικαιώματα, είχαν καταλύσει τάς άρχάς, Ν. Σπηλίάδου, Απομνημονεύματα, τ.Β, σσ.45-146.
47. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ.β, σ.1329 άριθ.5332.
48. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ.β, σ.1334 αριθ.5.366. Εκ Νεοκάστρου 2 Σεπτ. ο Α. Μούρτζινος ανέφερε πάλιν πρός την Διοίκησιν ότι οι Αρκάδες ήσαν πειθαρχικοί και προθυμότατοι εις εκτέλεσιν τών διαταγών τής Διοικήσεώς,
όσοι δε τους κατηγορούσαν «προφανώς εψεύδοντο». Αυτόθι, σ. 1358 αριθ. 5534 και 5535, Υπό του Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.146, πληροφορούμεθα, ότι ή εκτελεστική δύναμις κατέθλιβε τους κατοίκους και διά τούτο εκείνοι απηύθυναν πρός την Κυβέρνησιν (Εκτελεστικόν και Βουλήν) αναφοράν, ότι έδέχοντο τόν έπαρχον και άτεδιδαν τα εθνικά δικαιώματα, έστελλαν δε εις Ναύπλιον τους αντιπροσώπους των βουλευτάς, άλλ' εφ’ όσον ήθελε διαταχθή ή μετακίνησις τής εκτελεστικής δυνάμεώς. Ταύτα όμως διά ν’ αποκοιμίσουν την Κυβέρνησιν.
49. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ.β, σ.1334 αριθ.5369.
50. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ,β, σσ.1341-1342, αριθ.5414 και 5419.
51. Αυτόθι, σ.1341 αριθ.3415.
52. Αυτόθι, αριθ.5416,
53. Αυτόθι, σ.1343 αρθ.. 5430 και 5431.
55. Αυτόθι, σ.1341, αριθ. 5418 και 5419.
56. Αυτόθι, σ.1361. αριθ. 5550 και 5551. Πρβλ. και Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.146, όπου ο γνωρίζων τα σχετικά έγγραφα σ, προσθέτει και την ιδίαν αυτού γνώμην, ότι ή υποβολή τής αναφοράς τών κατοίκων με την διαβεβαίωσιν, ότι πειθαρχούν εις τας κυβερνητικάς εντολάς, δεν ήτο ειλικρινής, αλλ' απέβλεπεν εις τό ν' αποκοιμίση την Κυβέρνησιν,
57. Τα περιεχόμενα τών Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ.Ε, τμ.β, σσ.1363, αριθ.5567 και 5568. Πρβλ. και σ.1415 αριθ.5849 έγγραφον 11 Σεπτ. του Δ. Παπατζώρη πρός το Εκτελεστικόν, περί ανειλικρινείας των Αρκαδίων κλπ,
58. Τα περιεχόμενα των ΓΑΚ, E, B, σ.1366 αριθ.5586.
59. Αμβροσίου Φραντζή, Επιτομή, τ.. B, σ.288.
60. Α. Φραντζή, Επιτομή, τ.Β, σσ.288-289. Φωτάκου, Απομνημονεύματα, τ.Α , σ.541. Γενναίου Θ. Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εις την σειράν Γ. Τσουκαλά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του 2» (τ.10), Αθήναι 1956, σ.107. M. Οίκονόμου, Ιστορικά, σ.454. Ν. Σπηλιάδου. Απομνημονεύματα, τ. Β, σ.146. Οι δύο τελευταίοι όμιλούν απεριφράστως περί προπαρασκευασμένης εξεγέρσεως εις Τριφυλίαν.
61. Α. Φραντζή, Επιτομή, τ.Β, σ.289.
63. Κατά την πρώτην συνεδρίασιν άνεγνώσθη αναφορά τών κατοίκων, παραπονουμένων δι’ όσας αυθαιρεσίας και άρπαγάς έκαμναν οι εκείθεν συχνά διερχόμενοι στρατιώται. Κατά την επομένην ανεγνώσθη εκ δευτέρου ή αναφορά και απεφασίσθη να σταλή προβούλευμα εις το Εκτελεστικό, ίνα τούτο διατάξει το υπ. πολέμου να διακυρήξη εις όλας τάς επαρχίας να μή άρπάζουν δυναστικώς οι στρατιώται πράγματα τών κατοίκων, ν' αποζημιωθούν δε όσοι υπέστησαν ζημίας. Αρχεία τής Ελλην. Παλιγγενεσίας, τ. Z, Βιβλιοθήκη της Βουλής τών Ελλήνων, Αθήναι 1973, σ. 17.
64. Αρχεία Ελλην. Παλιγγενεσίας, τ.Ζ, σσ.12, 13, 14.
65. Αρχεία Ελλην. Παλιγγενεσίας, τ.Ζ 14,
66. Αρχεία Ελλην. Παλιγγενεσίας, τ.Ζ 21, Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.146,
67. Αρχεία Ελλην. Παλιγγενεσίας, τ.Ζ 23.
68. Αρχεία Ελλην. Παλιγγενεσίας, τ.Ζ 12 (συνεδρία 15 Οκτωβρίου). Ο Ελαίας Παΐσιος τοποτηρητής της μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως διωρίσθη την 14 Οκτωβρίου 1824. Τ. Αθ. Γριτσοπούλου. Περί όρκου, θέσις του ζητήματος κατά την εποχήν του Καποδίστρια, εν Αθήναις 1952, σ.7 («Αρχείον Εκκλ. Κανον. Δικαίου», τ.Ζ-1952). Από του 1833 ό Παίσιος κατέλαβεν όριστικώς την επισκοπήν Τριφυλίας και Ολυμπίας, κατά την νέαν διάρθρωσιν της εκκλησιαστικής τάξεως και διετήρησε τον θρόνον μέχρι του 1849. Βασιλείου Ατέση, Επίτομος επισκοπική ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τ.Α, εν Αθήναις 1948, σσ.268-269,
69. Αρχεία Ελλην. Παλιγγενεσίας, τ.Ζ, 26.
71. Κυρίως βλ. Αρχεία Ελλην. Παλιγγενεσίας, τ. Ζ 39.
72. Αντ. Λιγνού. Αρχεία Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου 1821-1832, τ.Γ, εν Αθήναις 1922, σ. 329.
73. Αυτόθι, τ.Γ, 330.
74. Αυτόθι, τ.Γ, 331.
75. Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ 332.
76. Αρχεία Κουντουριώτου, τ. Γ 338. Η επιστολή πλην τών άλλων σημασίαν έχει και διότι αποδεικνύει ότι την 29 Οκτωβρίου ο Δικαίος ευρίσκετα εις Σαντάνι, πράγμα που διαψεύδει τον Μακρυγιάννην, που τον άφήνει εις επαρχίαν Αεονταρίου μακράν τών υπ’ αυτού διευθυνομένων επιχειρήσεων, καθώς θα ιδωμεν παρακάτω. Οτι οι αρχηγοί του Μεσσηνιακού κόλπου είχαν πιάσει επιστολήν τών εχθρών τής Κυβερνήσεως δεν έχει ιδιάζουσαν σημασίαν.
77. Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ 337.
78. Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ 334.
79. ΓΑΚ, υπ. Πολέμου, φ.37, 2 Νοεμ. 1824. Επισυνημμένον αναλυτικόν σημείωμα εις το έγγραφον άναβιβάζει την δημιουργουμένην δύναμιν εις 1.535 στρατιώτας, με τάς ακολούθους όμάδας συνοπτικώς: Α ́ Εκ τών υπό την όδηγίαν, Π. Βοϊδή του εσωτερικού Σπάρτης (α= Μάνης) 100, διά στρατολογίας Αθ. Κουμουντουράκη 100, όμοίως χιλιάρχου Ν. Γεωργακοπούλου 100, όμοίως από χιλίαρχον Ν. Οικονομίδην 50 και εκ τών του στρατηγού Γιατράκου 50. Σύνολον 400. Β. Από το μέρος Νεοκάστρου ό Βοιδής διά στρατολογίας Π. Κεφάλα 100, Νικήτα Δικαίου 100, Π. Μπούρα 50 και Χ. Τζίβα 50. Σύνολον 300. Γ ́ Ο Βάσιος Μαυροβουνιώτης θά όδηγήση ίδικούς του 71 , Σίμωνος Κόρτζαλη 67, Γ. Φράγκου 70 και Ν. Σάββα Πατρατζικιώτου 31. Σύνολαν 239. Α. Πέντε ομάδες Α. Καλλέργη, Χατζη-μπαίραχτάρη, Γ. Ναυλώνα, Δημ. Ι. Κριεζή και Δ. Δράμαλη, ήτοι 66, 98, 40, 131 και 35, σύνολον 370. E. Τέσσαρες ακόμη όμάδες. Γιαννικώστα 45, Ν. Βιτζώρη 40, Νάνοι) Εμμανoυήλ Ολυμπίου 64 και Σάββα Υδραίου 77, σύνολον 226. Γενικόν σύνολον (Α' 400 - Β' 300 - Γ' 239 -Δ ́370- E226) 1.535. Ως πρός την δύναμιν του Μαυροβουνιώτου υπάρχει αναλυτικόν σημείωμα του υπ. Πολέμου (ΓΑΚ, φ.37, 3 Νοεμ. 1824). Πρβλ. και έγγραφον εις ΓΑ Γ, Εκτελεστικόν, φ.34, 4 Νοεμ. 1824, αριθ.755, δια του όποίου πληροφορείται ό Γρ. Δικαίος περί της αποστελλομένης νέας εκτελεστικής δυνάμεως, Συναφες είναι και τό γράμμα του Πονηραπούλου πρός Γ. Κουντουριώτην από 2 Νοεμ. 1824 εις τα Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ' 339-340.
80. ΓΑΚ. Εκτελεστικόν, φ.34, 2 Νοεμ. 1824. Καλείται ό στρατηγός να μιμηθή τους Υδραίους και Σπετσιώτας, που κυνηγούν τα συμφέροντα του έθνους ώς εδικήν των υπόθεσιν και μέσα εις την ευτυχίαν όλου τού έθνους τοποθετούν την ευτυχίαν του καθενός.
81. Αρχεία Κουντουριώτου, τ. Γ' 340-34l.
82. Aθ. Γρηγοριάδου, Ιστορικαι αλήθειαι, σ.154.
83. Gordon, History of the Greck revolution, τ.ΙΙ, Λονδίνον 1832, σ.179.
85. Bλ. ανωτέρω, σσ.. 87 κέ. Mακρυγιάννης, Β΄ 124 κέ.
86. Μακρυγιαννης Β 126, υποσ.
87. Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ 341.
88. Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ 338-339,
89. Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ 341-342. Αν ήθέλαμεν την περιγραφήν της μάχης από τον Γρηγοριάδην, σσ.154-155, ή μπορούμεν να συλλέξωμεν τα ακόλουθα. Εδόθη τήν 2 Οκτωβρίου από ώρας 7 πρωινής, μετά προηγηθέν πολεμικόν συμβούλιον τών κυβερνητικών, καθ’ ό κατά διαταγή ν Γρ. Αικαίου ό αδελφός του Νικήτας, ό Κεφάλας, ο Βάσος, ό. Σίρμπης, ο Μακρυγιάννης και Ε.800 στρατιώται εκινήθησαν έναντίον τών επί τής γεφύρας τού ποταμού ώχυρωμένων άνταρτών, ήτοι του Γρηγοριάδου και λοιπών Αρκαδίων. Συγχρόνως εκινήθησαν Παπαφλέσας-Παπατζωραίοι, Δράκος και Σκίπης εις ενίσχυσιν τών προηγουμένων. Διεξήγετο άμφίρροπος ή μάχη, αλλά κατά την δύσιν του ήλίου τα κυβερνητικά στρατεύματα υπεχώρησαν, ενώ οι Αρκάδιοι εξακολουθούσαν να φυλάσσουν την γέφυραν του ποταμού. Με αυτά που γράφει ό Γρηγοριάδης αποδεικνύει ή ότι δεν ήτο παρών εις την μάχην, ή ουδεν εξ αυτής συνεκράτησε.88. Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ 338-339,
90 1. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.128 , ο άγιος Παπαφλέσας ξημέρωσε εις το Σαντάνι (την 1 Νοεμβρίου, πρώτην ήμέραν της μάχης, επομένως μετέσχεν αυτής φθάσας το πρωί της πρώτης ήμέρας, κατά τον Μακρυγιάννην). Παρακάτω λέγει ότι τον Δικαίον ή νάγκασαν οι εχθροί να συμπτυχθή από τό γεφύρι του Σαντανιού μέσα εις το χωρίον και τότε οι περί τον Μακρυγιάννην, διά να ξεθυμάνουν τον πόλεμον του Φλέσια, δηλ. χάριν αντιπερισπασμού, ώστε να δοθή διέξοδος εις άλλο σημείαν πρός ανακούφισιν αυτού, επετέθησαν έναντίον τών εις Μπούγα ώχυρωμένων ανταρτών, τους οποίους κατεδίωξαν μέχρι Καλυβοχωρίου. Ύστερα επανήλθαν οι Μακρυγιαννικοί και κατά τών του Σαντανίου, που επίεζαν τον Δικαίον,
91. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.129. Και λοιπόν, ό Δικαίας υποχωρεί εις Σαντάνι (χωρίον), ό Μακρυγιάννης κτυπά τους εις Μπούγα και επέρχεται εναντίον εκείνων που πιέζουν τον Δικαίον, τους διαλύει και ενώ πλέον σουρουπώνει παίρνει τους πληγωμένους του και πηγαίνει εις Μελιγαλά. Την νύκτα οι Αρκάδιοι ανακαταλαμβάνουν ενισχυμένοι Κωνσταντίνους και Μπούγα και προωθούνται εις την ράχινώς τα πρόποδα του γεφυριού στό Σαντάνι. Και ή συνέχεια : Τότε έπήγα κ' εγώ εις το Σαντάνι... Πότε. Την νύκτα, ενώ εύρίσκετο εις Μελιγαλά. Φοβερός ό στρατηγός, με καμμιαν εκατοστύ, καθώς λέγει, έχάλασε τους αντιπάλους άπούλα εκείνα τα μέρη, συνέλαβε ζωντανούς, πήραν τα πρακτικά τους, έφθασαν έως την υψηλοτέραν ράχιν, αφήνοντες και το Μπούγα. Και εν συνεχεία, άρρητα ρήματα : Τότε τους μίλησα και τους έδωσα λόγου τής τιμής και κατέβηκαν.
92. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.131,
93. Α. Φραντζή, Επιτομή, τ.Β, σσ.29-292.
94. Αρχεία Κουντουριώτου, τ. Γ 352. Οι Κωνσταντίνοι εγράφησαν εδώ ή ανεγνώσθησαν εις τό έγγραφον Κωνσταντινέοι. Εις την αναφοράν Αικαίου αναφέρεται γράμμα Αναγνώστη Σπηλιωτάκη πρός Γ. Κουντουριώτην τής 9 Νοεμβρίου (αυτόθι, σ.357).
95. Ενώ ο Φραντζής, Β 292, δεν δίδει λεπτομερείας τής διημέρου σκληράς μάχης ούτε τά αποτελέσματα αυτής σαφή και τάς εκατέρωθεν απωλείας, υποσημειώνει εν τούτοις ότι ήρίστευσαν κατά την διήμερον εμφύλιον μάχην οι αδελφοί Αθανάσιος και Γεώργιος Γρηγοριάδαι καίτοι συνετάσσοντο κατά τας περιστάσεις, έχοντες τόν ένα πόδα με τον Μήτρον Αναστασόπουλον, τον άλλον με τον Παπατζώρην και με τον Πονηρόπουλον. Ο ίδιος Φραντζής (σ.291-292, υποσ. 1), δια να εξάρη την σημασίαν τής μάχης και τό ενδιαφέρον τών συνησπισμένων αντικυβερνητικών δι' αυτήν, αναφέρει ότι ό Γρ. Δικαίος θα έκέρδιζε την μάχην, άν δεν έφθαναν αι ενισχύσεις, διότι οι Αρκάδιοι είχαν περιέλθει εις λίαν δυσχερή θέσιν, Τούτο βεβαίως δεν πιστούται από την έκθεσεν τών πραγμάτων.
96. Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ 347.
97. Αρχεία Κουντουριώτου, τ.Γ 351.
99. Ν. Σπηλιάδου. Απομνημονεύματα, τ.Β, σ.151. Πρβλ. και την συντομωτάτην άφήγησιν Φωτάκου, Απομνημονεύματα, τ.Α σ.541.
100. Κ. Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σσ. 194-195. Παρακάτω ο αφηγητής λέγει ότι έστειλεν ευθύς 30 ιππείς με 100 ταχύποδας στρατιώτας να καταλάβουν τό στενόν του Αγίου Φλώρου, διά νά συλλάβουν τόν Παπαφλέσαν, άλλ' έκείνος είχε περάσει πρό ήμισείας ώρας. Οι στρατιώται του, λέγει, συνέλαβαν υπέρ τους 200 από τό κυβερνητικόν σώμα, τους άφώπλισαν και τους άφήκαν. Αι ειδήσεις Αεληγιάννη έχουν ώρισμένα σημεία προσοχής άξια, ότι ή αναχώρησις του Αικαίου έγινεν από τα στενά του Αγίου Φλώρου, ότι ή κάθοδος από τόν τόπον τών συγκρούσεων έγινε με NNA πορείαν πρός την Σκάλαν και ότι ή κολουθήθη ή ασφαλής πρός Πισινά χωρία όδός, δηλ. τα χωρία τής Αλαγονίας (Σίτσοβα, Λαδάς, Καρβέλι, Τσερνίτσα, Πηγαί-Μικρά Αναστάσοβα, Μέδουσα-Μεγ. Αναστάσοβα, Μαρδάκι, Μελέ),
101. Αρχεία Κουντουριώτου, τ. Γ 369.
102. Aρχείο Κουντουριώτου, τ. Γ 369. Και ο Μακρυγιάννης B 132, λέγει ότι φθάσας κυνηγημένος εις Ναύπλιον μετέδωσε τα τρέχοννα κι ότι το μέρος της Κυβέρνησης αδυνάτισε και τ' αναντίον άξάνει.
103. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, τ.Β, σσ.131-132. Η διδομένη σύνοψις τής περιγραφής ενταύθα παρακολουθεί το κείμενον με αυτήν την χαρακτηριστικήν φρασεολογίαν. Βλ. και ανωτέρω σσ.93-94.
104. ΓΑΚ, υπ. Πολέμου, φ.38, 6 Νοεμ. 1824 (σχέδιον).
105. ΓAK, Εκτελεστικόν, φ.35, 8 Noεμ. 1824.
106. ΓΑΚ, Εκτελεστικόν, φ.35, 8 Noɛμ. 1824.
107. Αρχείον Κουντουριώτου, τ.Γ 353-354,
108. Νοείται ή αναφορά τών κατοίκων περί υποταγής των εις τάς διαταγάς τής Διοικήσεως (βλ. άνωτ., σ.99).
109. ΓΑΚ, Εκτελεστικόν, φ.36, 9 Νοεμ, 1824. Εις την συνέχειαν του εγγράφου μνεία γίνεται τών ήμερομηνιών τής στρατολογίας, υπολογισμός τής δαπάνης σιτηρεσίου και μισθοδοσίας και τέλος παράκλησις εξοφλήσεως τών όφειλoμένων πρός τα σώματα τών υπογραφομένων στρατιωτικών.
110. Aπ. B Δασκαλάκη, Αρχείον Τζωρτζάκη- Γρηγοράκη, ανέκδοτα ιατομικά έγγραφα Μάνης (1810-1835), Αθήναι 1976, σσ.218-219. Του εγγράφου λείπει ή αρχή και δεν δίδεται ή χρονολογία. Ενεκα τούτου ό εκδότης παρεσύρθη εις συμπλήρωσιν, ότι πρόκειται περι έτους 1825 και ότι τα γραφόμενα τοποθετούνται εις την περίοδον του Ιμβραήμ. Αλλά τον Νοέμβριον του 1825 ο ήρως Παπαφλέσας δεν έζη πλέον, οι δε Ντρέδες του Σουλιμά δεν πρέπει να συγχέωνται πρός τους Αιγυπτίους του Ιμβραήμ.