Η σφραγιδογλυφία είναι μία από τις καλύτερες και πληρέστερες αν όχι, η καλύτερη και η πληρέστερη πηγή γιά την γνώση της Κρητομυκηναϊκής κοινωνίας και θρησκείας. Αυτό συμβαίνει γιά το λόγο ότι το υλικό των σφραγιδόλιθων και των σφραγιστικών δαχτυλιδιών είναι αρκετά ανθεκτικό ώστε οι απώλειες αντικειμένων από την υγρασία, την ξηρασία κ.α. είναι πολύ μικρές. Μεγάλο όμως πρόβλημα που παρουσιάζεται στη μελέτη των σφραγίδων είναι η σαφής χρονολόγηση, επειδή αυτά τα αντικείμενα κληρονομούνται από γενιά σε γενιά. Πρόβλημα είναι η διαπίστωση της καταγωγής τους, επειδή πολλές απ’ αυτές βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Έτσι λοιπόν oποιαδήποτε μελέτη που θα είχε σαν βάση την προσπάθεια γιά χρονολόγηση ή την τοποθέτηση των σφραγίδων σύμφωνα με τους τόπους καταγωγής ή κατασκευής υποχρεωτικά θα παρουσίαζε ατέλειες και πιθανά σφάλματα. Το θέμα μου σ’ αυτήν την ανακοίνωση αφορά στην Μεσσηνιακή σφραγιδογλυφία και μάλιστα σε μερικές παρατηρήσεις, πού έκανα επάνω στη μελέτη αυτού του τόσο πλούσιου υλικού, αυτής της τόσο πλούσιας σε προϊστορικά ευρήματα περιοχής.
Σε μερικά τέτοια καινούργια δείγματα θα αναφερθούμε τώρα, από αυτό το νέο υλικό. Πρόκειται γιά έξι σφραγιδόλιθους, που προέρχονται από τις καινούργιες ανασκακρές ή από κοσκίνισμα χωμάτων παλαιών με συστηματικό τρόπο, και οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γεώργιον Στ. Κορρέ που έδωσε την άδεια να τους παρουσιάσω σ' αυτή την ανακοίνωση.
1)
Πρόκειται γιά ένα πολύ πρόσφατο εύρημα. Ανακαλύφθηκε το καλοκαίρι του 1980. Βρέθηκε στο κοσκίνισμα των χωμάτων που προέρχονταν από τους θολωτούς τάφους της Τραγάνας. Πολύ σημαντικό γιά την Μεσσηνιαική αρχαιολογία είναι ότι μέσα σ' αυτά τα χώματα βρέθηκαν κομμάτια, που συμπληρώνουν στο μεγαλύτερο μέρος της την πυζίδα με την παράσταση πλοίου που είχε βρεθή παλιά στον ίδιο τάφο.
Φαίνεται ότι το θέμα του γρύπα είναι ιδιαίτερα αγαπητό στην περιοχή της Μεσσηνίας- Λακωνίας. Από την Μεσσηνία μόνο, γιά να μην αναφέρουμε το Λακωνικό Βαφειό παρουσιάζονται δεικατρείς παραστάσεις γρυπών σε σφραγίδες, δαχτυλίδια και σφραγίσματα. Αυτά είναι:
α) CMS V NR 437. Φακοειδής σφραγιδόλιθος από αχάτη από τον θολωτό τάφο των Νιχωρίων.
Παριατάνεται γρύπας σχεδόν καθισμένος, προφίλ. Η σχηματοποίηση είναι αρκετά προχωρημένη, ώστε να μπορεί να μας δώσει χρονολόγηση YE IIΙΒ. Εμπρός από το ζώο υπάρχει πολύ σχηματοποιημένο δένδρο ή γενικότερα φυτό.
β) CMS V NR 438. Φακοειδής σφραγιδόλιθος από κορναλίνη. Από τον ίδιο τάφο. Επαναλαμβάνεται το ίδιο ακριβώς θέμα: με μεγαλύτερη σχηματοποίηση και γιά αυτό το λόγο είναι κάπως νεώτερο.
γ) CMS V NR 642. Πεπιεσμένος κύλινδρος από κόκκινο ιάσπη. Από τον θολωτό τάφο της Κουκουνάρας Γουβαλάρη 1. Έχει κι' αυτή η σφραγίδα το τυπικό σχήμα των πεπιεσμένων κυλίνδρων της YE IIΙΑ. Η παράσταση παρουσιάζει ένα γρύπα ορθό σε κίνηση να κρατά στο στόμα του (ράμφος) ή μάλλον να μεταφέρει υποστηρίζοντας ένα νεκρό αιγοειδές. Η εκτέλεση είναι πολύ καλή και αί μυς αποδίδονται αρκετά φυσιοκρατικά, ενώ οι διακοσμητικές σπείρες στο στήθος και τα φτερά του ζώου είναι αρκετά έντονοι και είναι φανερό, ότι λειτουργικά αποτελούσαν παράσταση του φτερώματος. Γι΄ αυτή τη σφραγίδα θα γίνει λόγος πιό αναλυτικά στην συνέχεια.
δ) CMS I NR 269. Παραλληλεπίπεδη σφραγίδα από πωρόλιθο, Από το ΘΤ2 Ρούτση. Παριστάνεται θηλυκός γρύπας ορθός με υπερτονισμένα στήθη. Η παράσταση είναι φυσιοκρατική αν και αρκετά κατεστραμμένη λόγω της ευπάθειας του υλικού.
ε) CMS I NR 271. Πεπιεσμένος κύλινδρος από σαρδόνυχα χρυσόδετος. Από το ΘΤ2 Ρούτση. Θηλυκός γρύπας με υπερβολικά τονισμένα στήθη. Η εκτέλεση είναι ρεαλιστική και αποδίδονται με σαφήνεια τα φτερά και αι μυς του σώματός του. Η εργασία είναι εξαιρετική και ιδιαίτερα πολυτελής. Την εντύπωση της πολυτέλειας επιτείνουν επίσης το πολύ όμορφο χρώμα του υλικού και το χρυσό δέσιμο. Πιθανώς χρονολογείται στην YE ΙΙΑ-Β.
στ) CMS I NR 282. Φακοειδής σφραγιδόλιθος από σάρδιο. Από το ΘΤ2 Ρούτση. Παριστάνεται ζεύγος γρυπών καθισμένων με ανοιχτά τα φτερά τους. Τα ζώα πατούν σε έδαφος με διακόσμηση. Αυτό το κόσμημα υπάρχει και στο δαχτυλίδι της Τίρυνθας και στον χρυσό πεπιεσμένο κύλινδρο από την Πύλο GMS I NR 293. Η απόδοση είναι γρήγορη αλλά και πολύ φυσιοκρατική.
ζ) CMS I NR 285. Κύλινδρος από σαρδόνυχα. Aπό τo ΘΤ2 Ρούτση. Παράσταση άνδρα με Μινωϊκό ζώμα. Το αριστερό του χέρι είναι προτεταμένο και το άλλο στηρίζεται στην μέση του. Το κεφάλι του αποδίδεται με τρεις παράλληλες γραμμές και μία κάθετη επάνω από αυτές που ίσως αποδίδει λοφίο. Πίσω του υπάρχει ένας μισοκαθισμένος γρύπας. Η παράσταση είναι εξαιρετικά σχηματοποιημένη και θυμίζει Ανατολικά και μάλιστα Συριακά πρότυπα, η μορφή όμως με το λοφίο(;) μας οδηγεί στο Μινωϊκό πρότυπο του Πρίγκηπα με τα κρίνα.
η) CMS I NR 293. Χρυσός πεπιεσμένος κύλινδρος από τον θολωτό τάφο Δ του Επάνω Εγκλιανού. Σε μια βάση από αμφιημιρόδακες κάθεται ο πιό μεγαλοπρεπής γρύπας της Μυκηναϊκής σφραγιδαγλυφίας.
Τα φτερά του είναι απλωμένα δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του, το εξαιρετικά πολύπλοκο λοφίο του και η υπέροχη απόδοση των λεπτομερειών του κεφαλιού, του ράμφους και των φτερών του στήθους μας δίνουν την εντύπωση της αποκρυσταλλωμένης Βασιλικής δύναμης και μεγαλοπρέπειας.
Η εκτέλεση είναι εξαιρετική. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά στην πιό υπέροχη στιγμή της Μυκηναϊκής παραγωγής σφραγίδων.
Η εξαιρετική πολυτέλεια της σφραγίδας φαίνεται από την πίσω πλευρά της που είναι διακοσμημένη με δικτυωτό που θυμίζει την περίκλειστη διακόσμηση της λαβής ορισμένων ξιφών από τον Ταφικό Περίβολο Α των Μυκηνών. Μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα στην YEI.
θ) CMS I NR 304. Σφράγισμα από δαχτυλίδι που προέρχεται από το ανάκτορο του Εγκλιανού. Δύο αντιμέτωποι γρύπες πιθανώς σε πτήση. Σώζεται μόνο το εμπρός μέρος των σωμάτων τους. Η εργασία είναι καλή και αρκετά φυσική. Διακρίνονται πολύ καλά λεπτομέρειες του φτερώματος, τα μάτια, το λοφίο παρ' όλο που σε όλα αυτά υπάρχει μιά διακοσμητική διάθεση σχηματοποίησης. Το σφράγισμα είναι σημαντικό γιατί στην παράστασή του παρουσιάζονται πίσω από το κεντρικό ζευγάρι των γρυπών ένα άλλο μικρότερο πού αποδίδεται προοπτικά. Στο άνω δεξιά μέρος του σφραγίσματος, που είναι κατεστραμμένο, αι απολήξεις από δύο ουρές γρυπών, όπως μας είναι γνωστές από όλες τις παραστάσεις αυτού του είδους. Επομένως έχουμε τον πολύ μεγάλο αριθμό των έξι γρυπών σε ένα μόνο δαχτυλίδι. Η χρονολόγησή του φθάνει την ΥΕI- ΙΙ.
ια) CMS I NR 316. Τμήμα πήλινου σφραγίσματος από τον Εγκλιανό. Προέρχεται μάλλον από φακοειδή σφραγιδόλιθο. Ένας γρύπας γονατισμένος στο δεξί εμπρός του πόδι. Το σφράγισμα είναι ελλιπές στην περιφέρεια του. Ίσως YE III Β.
ιβ) CMS I NR 324. Τμήμα πήλινου σφραγίσματος από τον Εγκλιανό. Προέρχεται μάλλον από σφραγιστικό δαχτυλίδι. Η παράσταση περιλαμβάνει δύο αντρικές μορφές που τρέχουν και δύο αντίνωτους γρύπες. Είναι ελλιπές από όλες τις πλευρές του.
ιγ) Πέντε σφραγίσματα από τον Εγκλιανό. Είναι φανερό, ότι ποέρχονται από το ίδιο δαχτυλίδι. Η παράσταση χωρίζεται κατά μήκος σε δύο ζώνες από μία ταινία που διακοσμείται με σχηματοποιημένη τρέχουσα σπείρα. Στην επάνω ζώνη παριστάνονται το ένα μετά από το άλλο ένας γρύπας, ένα λιοντάρι και πάλι ένας γρύπας. Στο κέντρο και πάνω από το κεφάλι του λιονταριού υπάρχει ο ηλιακός δίσκος. Στην κάτω ταινία σώζονται δύο σχηματοποιημένοι ναυτίλοι ή εν πάσει περιπτώσει μαλάκια.
Η εναλλάξ τοποθέτηση γρυπών και λιονταριών θυμίζει την διακόσμηση της αίθουσας του θρόνου του Εγκλιανού. Επίσης η ύπαρξη του ηλιακού δίσκου ανάμεσα στούς γρύπες μας κάνει να σκεφτούμε, ότι πιθανώς να έχουν κάποια σχέση μαζί του. Ενώ από τον Ελληνικό κόσμο δεν έχουμε καμμιά μαρτυρία, στα Βεδικά κείμενα αναφέρεται ότι υπάρχει σαφής σχέση ανάμεσα στον ήλιο και στον γρύπα.
ιδ) CMS I NR 341. Τμήμα πήλινου σφραγίσματος από τον Εγκλιανό. Η παράσταση είναι πολύ αποσπασματική και διακρίνονται μόνο το κεφάλι και τμήμα του φτερού ενός γρύπα. Εμπρός από το υψωμένο κεφάλι του υπάρχει το τμήμα της ουράς ενός άλλου ζώου, λιονταριού ίσως αλλά το πιθανότερο ενός άλλου γρύπα.
Από την παρουσίαση όλων αυτών των παραπάνω παραδειγμάτων είναι δυνατόν να βγουν ορισμένα συμπεράσματα:
1) Οι παραστάσεις των γρυπών παρουσιάζονται σχεδόν ομαδικά σε μικρά ή μεγαλύτερα σύνολα, όπως στον Εγκλιανό έξι παραστάσεις, τέσσερις από το Ρούτση, δύο από τα Nιχώρια και ένα από την Κουκουνάρα και την Τραγάνα αντίστοιχα.
2) Οι σφραγιδόλιθοι αυτοί προέρχονται από αρκετά πλούσιες ταφές ή από το ανόκτορο του Εγκλιανού.
3) Η παράσταση του γρύπα είναι σχεδόν άγνωστη στην Κρήτη εκτός από τα Νεο-ανακτορικά χρόνια, που όμως ξέρουμε ότι υπάρχει Αχαϊκή κατοχή στο νησί.
4) Ο γρύπας είναι το ζώο που χρησιμοποιείται γιά να πλαισιώσει τον θρόνο του βασιλιά ή άνακτα του Εγκλιανού και μάλιστα σε συνδυασμό με λιοντάρια στην τοιχογραφία της αντίστοιχης αίθουσας (IEE Α, σ. 303). Επίσης από την αίθουσα του θρόνου στο Ανάκτορο της Κνωσού κατά την περίοδο της Αχαϊκής κυριαρχίας έχουμε γρύπες καθισμένους σε περιβάλλον γεμάτο με κρίνα, να φρουρούν τον βασιλικό θρόνο. Τρίτο παράδειγμα στην Αχαϊκή Κρήτη είναι η μία μικρή πλευρά της Σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδος όπου γρύπες σέρνουν το άρμα των δύο γυναικείων μορφών.
Το πλήθος και η λαμπρότητα αυτών των παραστάσεων όπως και οι τόποι που βρέθηκαν μας οδηγούν να σκεφτούμε ότι πιθανώς ο γρύπας να ήταν το βασιλικό έμβλημα της Μεσσηνίας όπως ο λέοντας των Μυκηνών.
2)
Η δεύτερη νέα σφραγίδα από την Μεσσηνία είναι φακοειδής από μαύρο στεατίτη και προέρχεται από τα Παλαιοχώρια. Η παράσταση περιορίζεται σε δύο αντωπά βουκράνια πολύ σχηματοποιημένα πού αποδίδονται με πάρα πολύ βιαστικές γραμμές, που ταυτόχρονα είναι και αρκετά αδέξιες. Η πίσω πλευρά της σφραγίδας είναι κωνική. Χρονολογείται μεταξύ του τέλους της ΥΕ IIIΒ περιόδου έως την ΥΕ ΙΙΙΓ.
Το θέμα των ανεξαρτήτων κεφαλιών ζώων είναι αρκετά συνηθισμένο και μάλιστα κεφαλιών λεόντων ή ταύρων.
α) Στο δαχτυλίδι CMG I NR 17 από τις Μυκήνες πλάϊ στην ιερή σκηνή της «Θεϊκής Επιφάνειας» εμφανίζονται έξι λεοντοκεφαλές.
β) Στο χρυσό δαχτυλίδι CMS I NR 50 από τις Μυκήνες παριστάνονται δύο ταύροι και ένα βουκράνιο.
δ) Στη σφραγίδα CMS I NR 110 από τις Μυκήνες.
Τμήματα λεόντων (λεοντοκεφαλές) και αιγοειδών.
ε) Στη σφραγίδα CMS I NR 257 από το Βαφειό. Τέσσερα κεφάλια αιγοειδών.
στ) Στη σφραγίδα CMS I NR 607 από τα καμίνια της Νάξου.
Παριστάνονται δύο αντωποί ταύροι με ένα κοινό κεφάλι ανφάς ενώ ακριβώς επάνω από αυτά υπάρχει ένα άλλο βουκράνιο ανεστραιμένο, όπως ακριθώς στην σφραγίδα των Παλαιοχωρίων.
Έχει προταθεί η θεωρία ότι πρόκειται για κεφάλια θυσιασμένων ζώων. Αυτό γιά τους ταύρους, που έχουμε πολλά παραδείγματα θυσίας τους είναι αρκετό πειστικό, όμως όταν πρόκειται γιά λιοντάρι, η υπόθεση μάλλον φαίνεται αρκετά περίεργη. Ίσως με τα παραπάνω παραδείγματα θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι μάλλον πρόκειται γιά περιληπτική απόδοση, όταν υπάρχει έλλειψη χώρου για την παράσταση ολόκληρου του ζώου.
3)
Η τρίτη σφραγίδα από τις καινούργιες προέρχεται από την ανασκαφή του κ. Κορρέ το 1976 στην Περιστεριά. Στο ΝΑ τμήμα του περίβολου που περιλαμβάνει τον τάφο 2 της Περιστεριάς βρέθηκε μιά μικρή φακοειδής σφραγίδα, από μαύρο στεατίτη. Η πίσω πλευρό της είναι ελαφρά κωνική ενώ όλα της τα χαρακτηριστικά οδηγούν στην κοινή μορφή των σφραγίδων της YEΙΙΙ Β-Γ περιόδου. Η πολύ γρήγορη εργασία αποδίδει ένα αιγοειδές ή ελάφι που γονατισμένο στα εμπρός πόδια στρέφει το κεφάλι του προς τα πίσω. Είναι η χαρακτηριστική στάση των πληγωμένων ζώων που είναι πάρα πολύ γνωστή από δεκάδες σφραγίδες, Σ' αυτή τη στάση παρουσιάζονται λιοντάρια, ταύροι, ελάφια, αίγαγροι και στους κάπως πρώιμους χρόνους αποδίδονται και το βέλος ή το ακόντιο που έχει καρφωθεί στην πλάτη τους. Αυτή η συγκεκριμένη μορφή της σφραγίδας της Περιστεριάς παρουσιάζεται κατά κόρον σε όλες σχεδόν τις Μυκηναϊκές περιοχές της Ελλάδας στην τελευταία περίοδο.
Άλλοτε πιό φυσιοκρατική, άλλοτε πιό σχηματοποιημένη ή σε τέλεια διάλυση, η παράσταση είναι πάντα η ίδια, ένα ελάφι ή αιγοειδές πληγωμένο γονατίζει σε ένα περιβάλλον από δένδρα ή φυτά που σιγά- σιγά εξελίσσονται σ' αυτές τις ενάλληλες γωνίες των άκρων της σφραγίδας της Περιστεριάς.
4)
Η τελευταία σφραγίδα προέρχεται από τον τάφο 1 των Φυτιών. Στην ουσία πρόκειται γιά τμήμα μόνο αμυγδαλοειδούς σφραγιδόλιθου που κι αυτό σώζεται σε δύο κομμάτια. Το υλικό του είναι ορεία κρύσταλλος. Η παράσταση είναι μια τυπική εραλδική σύνθεση χαρακτηριστική γιά την ΙΙΙΑ περίοδο.
Στο κέντρο της σφραγιστικής επιφάνειας υπάρχει ένας κοίλος κύκλος πού απ' αυτόν αρχίζουν δύο αντικείμενα που μοιάζουν με φτερά. Αυτή η κεντρική παράσταση περιβάλλεται από δύο σιγμοειδείς γραμμές. Στο ένα σωζώμενο άκρο επαναλαμβάνεται ένα αντικείμενο όμοιο με φτερό, που κανονικά θα πρέπει να υπήρχε και στο άλλο άκρο που λείπει. Μετά από προσεκτική παρατήρηση της YΕΙΙΙΑ περιόδου στην παραγωγή σφραγιδόλιθων, είναι πολύ φανερή η μεγάλη συχνότητα όλων αυτών των περίεργων και τέλεια σχηματοποιημένων παραστάσεων που θυμίζουν μαλάκια ή ψάρια ενώ άλλες είναι εντελώς ακαθόριστες. Ο Κenna τις ονομάζει «Ταλισμανικές» και τους αποδίδει μαγικοθρησκευτική σημασία. Το σημαντικό είναι, ότι αυτές οι παραστάσεις εμφανίζονται κάπου στο τέλος της ΥΕ ΙIΙΑ-Β. Φαίνεται ότι το θέμα ήταν αυστηρά προκαθορισμένο και δεν επιτρεπόταν αλλαγή. Διαφορετικά θά είχαμε την φυσική «φθορά» που παρουσιάζεται σε ένα καλλιτεχνικό μοτίβο που χρησιμοποιείται τόσο πολύ συχνά. Φαίνεται ότι αυτά τα θέματα έχουν άμεση σχέση με την Κρήτη και μεταφυτεύονται στην ηπειρωτική Ελλάδα γύρω στην YE II. Μερικά παραδείγματα τέτοιων σφραγίδων είναι: CMS I NR 450, 451, 454, 466 και σ’ αυτές τις σφραγίδες φαίνεται ότι το αμφισβητούμενο κεντρικό τμήμα της παράστασης της σφραγίδας των Φυτιών παρουσιάζει κάποια σχηματοποιημένη συοπιά ή κάτι τέτοιο.
5)
Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει ο σφραγιδοκύλινδρος από σαρδόνυχα που προέρχεται από τον θολωτό τάφο 2 των Φυτιών της Κουκουνάρας (εικ. άνω). Τα δύο άκρα του έχουν επενδυθή με χρυσό φύλλο και διακοσμούνται με κοκκίδωση. Νομίζω ότι πρέπει νά τονισθεί ότι η κοικκιδωτή διακόσμηση είναι πολύ σπάνια, σχεδόν ανύπαρκτη στον Ελλαδικό Μυκηναϊκό χώρο εκτός από την περιοχή της Μεσσηνίας. Η περίφημη χρυσή ψήφος από την Περιστέρια είναι καταπληκτικό παράδειγμα κοκκιδωτής διακδόμησης, ενώ ένας πολύ μεγάλος αριθμός από τις χρυσόδετες σφραγίδες του Βαφειού, της Τραγάνας και του Ρούτση είναι διακοσμημένες με κοκκίδες στις άκρες των οπών εναρτήσεως π.χ. CMS I NR 229, 238, 243, 247, 249, 252, 259, 264, 274. Φυσικά είναι γενικά παραδεκτό ότι αυτού του είδους η διακόσμηση είναι πασίγνωστη στην ΜΜ Κρήτη, επομένως και σ' αυτό το σημείο είναι αρκετά έντονη η Μινωική παρουσία στην Πελοπόννησο.
Η παράσταση του κυλίνδρου περιλαμβάνει ένα αίγαγρο τοποθετημένο διαγώνια στην σφραγιστική επιφάνεια σε καλπασμό. Ακριβώς κάτω από τον αίγαγρο τρέχει ένας σκύλος σε παράλληλη κίνηση που δαγκώνει τον αίγαγρο στην κοιλιά. Το θέμα αυτό παρουσιάζει συγγένεια με παραστάσεις σε Μινωικούς πεπιεσμένους κυλίνδρους.
6)
Τμήμα σφραγιδόλιθου από κύανο με χρυσό σωληνίσκο. Βρίσκεται στο Μουσείο Χώρας Τριφυλίας με αριθμό 2726 και προέρχεται από τον Θολωτό τάφο 2 του Μυρσινοχωρίου (Ρούτση). Αναφέρεται από τον Γ. Στ. Κορρέ γιά πρώτη φορά στην ανακοίνωσή του «Σκέψεις περί τον θολωτόν τάφον του Βαφειού και τα εν αυτώ σημειωθέντα ευρήματα» στο Α' Λακωνικό συνέδριο του 1977. («Λακωνικοί Σπουδαί» Δ Πρακτικά Α, σελ.26 εικ.4, 5). Στη σφραγιστική του επιφάνεια σώζεται μιά μικρή κοίλανση, ενώ στην πίσω σώζεται το μέρος μιας μικρής νευροειδούς κοίλανσης που δείχνει ακριβώς ότι το σχήμα του σφραγιδόλιθου ήταν αμυγδαλοειδές.
7)
CMS II NR 642. Πεπιεσμένος κύλινδρος από κόκκινο ιάσπι. Από τον θολωτό τάφο 1 της Κουκουνάρας Γουβαλάρη. Το σχήμα της σφραγίδας είναι το χαρακτηριστικό σχήμα της καλής εποχής των πεπιεσμένων κυλίνδρων, δηλαδή το σχήμα που οι δύο επιφάνειες συναντώνται σε οξεία γωνία και τελειοποιείται ανάμεσα στην YEII και την YEΙΙ- ΙΑ. Η παράσταση είναι απόλυτα φυσιοκρατική και μάλιστα κατασκευασμένη από τεχνίτη που γνωρίζει ακριβώς τις δυνατότητες του υλικού που χρησιμοποιεί.
Παρουσιάζεται ένας ορθός γρύπας που κρατά στο ράμφος του ένα νεκρό αιγοειδές. Το ζώο φαίνεται ότι είναι νεκρό από τους χαλαρούς μυς του σώματός του και την πτώση προς τα πίσω του κεφαλιού του. Αποδίδονται πολύ σωστά οι διακοσμητικές λεπτομέρειες των φτερών του γρύπα στο στήθος καθώς και οι μυς του σώματος και των ποδιών του που σφίζουν από ζωή και δύναμη. Το σώμα του νεκρού ζώου αποδίδεται με μονακόματες γλυφές έτσι ώστε να παρουσιάζεται η χαλαρότητα της νεκρής σάρκας. Μέχρι τώρα έχουμε συνηθίσει τους γρύπες να κατασπαράζουν άλλα ζώα ή να συνοδεύουν ιερά πρόσωπα. Σ' αυτή την περίπτωση όμως τα ζώα βρίσκονται σ' ένα ορισμένο επίπεδο ενώ ο γρύπας ή οι γρύπες εφορμούν από ψηλό πετώντας. Η παράσταση γρύπα να κρατά στο ράμφος του με ευλάβειαι σχεδόν ένα νεκρό ζώο θυμίζει οτιδήποτε άλλο παρά σπάραγμά του. Είναι δυνατόν να συνδυαστεί αυτή η παράσταση με άλλες παραστάσεις γυναικών που μεταφέρουν κάποιο νεκρό στην ίδια ακριβώς στάση. Ο I. Σακελλαράκης υποστηρίζει ότι πρόκειται γιά ιέρειες που ετοιμάζονται να αποθέσουν το ήδη νεκρό ζώο πάνω στο βωμό που θα καεί γιά να τελειώσει σ’ αυτή την φάση μιά θρησκευτική τελετή που περιλαμβάνει και αιματηρή θυσία.
Αυτό νομίζω ότι αποδεικνύεται από το άρθρο του «Η μορφή της φερούσης ζώον γυναικός στην Κρητομυκηναϊκήν σφραγιδογλυφίαν» στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1972. Το πρόβλημά μας όμως εδώ είναι, το γιατί σ' αυτή την παράσταση η γυναίκα- ιέρεια έχει αντικατασταθεί από τον γρύπα.
Σ' αυτό βέβαια η απάντηση είναι ίσως αρκετά εύκολη, γιατί σε όλες τις γνωστές παραστάσεις ο γρύπας είναι συμπλήρωμα γυναικείων ή ανδρικών μορφών που τους έχει αποδοθεί η ιδιότητα του ιερέα. Βέβαια δεν είναι δυνατόν με αυτά τα λίγα ευρήματα και τις περιστασιακές πληροφορίες που έχουμε για την Μυκηναϊκή θρησκεία να μπορούμε με απόλυτη ακρίβεια να αποδώσουμε το θρησκευτικό της ρόλο σε κάθε μία μορφή που συναντάμε στην ιστορική τέχνη της Ελλάδας. Είναι λοιπόν σχεδόν βέβαιο ότι ο γρύπας αντικαθιστά τον ιερέα ή την ιέρεια εξ αίτιας του ιερατικού του χαρακτήρα. Άλλωστε αυτό δεν είναι κάτι άγνωστο στην Κρητομυκηναϊκή θρησκεία που μας έχει κληρονομήσει ένα πλήθος θρησκευτικών παραστάσεων με ζώα σε ιερατικές εργασίες.
Ενα από τα παραδείγματα αυτά είναι και ο Κρητομυκηναϊκός δαίμονας που παρουσιάζεται με σπονδικά αγγεία να φροντίζει νεαρά ιερά φυτά. Ίσως πρόκειται για κάποια υποχθόνια δευτερεύουσα θεότητα του νερού ή της ευφορίας της γης. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο Κρηταμυκηναϊκός δαίμονας προέρχεται από τόν εκμινωϊσμό της AWERET ή TAWRT των Αιγυπτίων που έχει σαν σύμβολά της το ιδεόγραμμα του νερού και τον σταυρό της αναγέννησης, το Άνκχ. Ίσως λοιπόν θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι έκτος από τις κύριες θεότητες που υπάρχουν στο Κρητομυκηναϊκό πάνθεο, υπάρχει και ένα σύνολο κατώτερων, συμπληρωματικών θεοτήτων με μορφή μυθικών ζώων ή τεράτων που συνεχίζει να υπάρχει και στην μεταγενέστερη Ελληνική Μυθολογία (Χίμαιρα, Γοργόνες, Πήγασος, Χρυσάωρ κλπ.).
Συμπεράσματα
Από την ανάλυση αυτών των λίγων παραδειγμάτων αλλά και από την γενική θεώρηση του σφραγιστικού υλικού της Μεσσηνίας είναι νομίζω δυνατόν να βγούν ορισμένα συμπεράσματα:
1) Η μεσσηνιακή σφραγιδογλυφία γενικά είναι απόλυτα ενταγμένη στο πλαίσιο της Ελλαδικής- Μυκηναϊκής παραγωγής. Υπάρχουν βέβαια οι Μινωικές επιδράσεις που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα, όπως και σφραγίδες εισηγμένες π.χ. ο σκαραβαίος της Κουκουνάρας αλλά είναι πολύ λίγες σχετικά.
2) Πολύ ισχυρή Μινωική επίδραση υπάρχει στην διακόσμηση των χρυσόδετων σφραγιδόλιθων και μάλιστα στις κοκκίδες που καλύπτουν τα άκρα των χρυσών ελασμάτων.
3) Το θέμα του γρύπα είναι πολύ γνωστό στα Μεσσηνιακά σφραγιστικά δαχτυλίδια και σφραγιδόλιθους, ενώ η ποσότητα και η πολύ καλή κατασκευή τους μας κάνει να υποπτευόμαστε ότι πρέπει να ήταν το βασιλικό σύμβολο των βασιλέων της Μεσσηνίας.
4) Ο γρύπας μαζί με άλλες μυστηριώδεις μορφές φαίνεται ότι ανήκουν σε κάποιο παραθρησκευτικό κύκλο λατρείας και μάλιστα μερικές φορές συμπληρώνουν ή αναπληρώνουν τους ιερείς ή ιέρειες.
5) Οι σφραγίδες με την παράσταση του γρύπα βρέθηκαν σχεδόν όλες σε μεγάλους θολωτούς βασιλικούς τάφους ή ενδεχομένως αρχόντων, ενώ τα σφραγίσματα με την ίδια παράσταση στο ανάκτορο του Εγκλιανού.
6) Ο γρύπας είναι καθαρά Αχαϊκή μορφή, γιατί ενώ η παρουσία του στην Ελλάδα είναι πολύ πυκνή, στην Κρήτη είναι ελάχιστη και αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό μετά την Αχαϊκή κατάκτηση του νησιού κατά τον -15ο αιώνα. Σχεδόν αποκλειστικά υπάρχουν παλαιότερες παραστάσεις γρυπών από τα σφραγίσματα της Ζάκρου αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο της Μινωικής καταγωγής του γρύπα γιατί τα σφραγίσματα αυτά μπορεί να έχουν μεταφερθεί από αλλού με εμπορεύματα.
7) Η αίθουσα του θρόνου στο ανάκτορο του Εγκλιανού διακοσμείται σχεδόν όμοια με την αίθουσα του θρόνου της Κνωσού στην περίοδο των Αχαιών βασιλέων και μαζί με όλες τις επιδράσεις που παρουσιάζονται στην Μεσσηνία και έχουν σαν κέντρο την Κρήτη ίσως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε γιά Μεσσηνιακή κατοχή της Κρήτης, αφού αυτό είναι ίσως περισσότερο εφικτό εξαιτίας του ότι οι δύο περιοχές βρίσκονται πάρα πολύ κοντά και υπάρχει μεγαλύτερη αμεσότητα επεμβάσεως από την μία περιοχή στην άλλη.
ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΛΙΚΙΣΙΑΝΟΥ Πτ. Αρχαιολογίας
"ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΣΗΝIΑΚΗ ΣΦΡΑΓIΔΟΓΛΥΦIA"
Τριφυλιακή Εστία Τόμος Ζ΄.