.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Αγγείο φτερωτής Θεάς απ΄τον Αλφειό


 Tο μικρό αγγείο (Εικ. 1α-γ, Πίν. 10) από λεπτό χάλκινο έλασμα με ανάγλυφη σφυρήλατη παράσταση που φυλάσσεται στην Antikensammlung του Μονάχου1, το οποίο έδωσε το έναυσμα για τις σκέψεις που διατυπώνονται στη συνέχεια, δεν είναι άγνωστο στην έρευνα. Ως έργο της Συλλογής Loeb δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον J. Sieveking το 1926 2 και περιλήφθηκε από τον ίδιο στον κατάλογο της Συλλογής το 1930 3. Πρόσφατα αναφέρθηκε και σε δύο νεότερες δημοσιεύσεις4, όπου τέθηκε εκ νέου το ζήτημα της ερμηνείας του, το οποίο κατά τη γνώμη μου δεν έχει απαντηθεί ικανοποιητικά. Η ερμηνεία του έργου πρόκειται, επομένως, να μάς απασχολήσει στη συνέχεια στο πλαίσιο αυτής της μικρής παρουσίασης5 αφιερωμένης στον αγαπητό συνάδελφο Μιχάλη Τιβέριο, που τόσο πολύ έχει συμβάλει στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας σχετικά με θέματα εικονογραφίας6.


 Το κυπελλόσχημο σκεύος, ένα αγγείο πόσεως, ύψους 6,7 εκ. περίπου μέχρι το λαιμό, έχει σφαιρικό σώμα και εντελώς επίπεδη, πλατειά βάση. Tο σχήμα του παραπέμπει σε παρόμοιας μορφής πήλινα αγγεία, τους επονομαζόμενους κώθωνες7, που χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 5ου ή στις αρχές του -4ου αι. Ανάμεσα σε αυτά περιφημότερο χωρίς αμφιβολία είναι το γνωστό κύπελλο που προέρχεται από τα απορρίμματα του εργαστηρίου του Φειδία στο ιερό της Ολυμπίας8, όπως άλλωστε έχει ήδη επισημανθεί9. Στην επιφάνεια του αγγείου εκτυλίσσεται σε συμμετρική, ισορροπημένα αντιθετική σύνθεση δύο φορές η ίδια σκηνή10, η οποία ξεκινά από το σημείο όπου βρισκόταν αρχικά η λαβή του: πρόκειται για παράσταση φτερωτής γυναικείας μορφής που οδηγεί άρμα, το οποίο σέρνουν και προς τις δύο κατευθύνσεις ανά τέσσερα ελάφια. Τον χώρο ανάμεσα στα δύο άρματα καταλαμβάνει ένα εντυπωσιακό φυτικό μοτίβο αποτελούμενο από άνθος λωτού με φύλλα ακάνθου, το οποίο χρησιμεύει ως διαχωριστικό διακοσμητικό στοιχείο ανάμεσα στις δύο πάρισες παραστάσεις. Μικρές μόνο διαφορές, για παράδειγμα στην κόμμωση των δύο μορφών, παρεκκλίνουν ελάχιστα από τη συμμετρία. Στην πίσω όψη τα φτερά των γυναικείων μορφών διασταυρώνονται ελαφρά στην άκρη.
 Το μικρό αυτό έργο με την ποιότητα της επεξεργασίας του εντάσσεται, παρά τις κάποιες φθορές που παρουσιάζει, στην εποχή του πλούσιου ρυθμού, όπως άλλωστε έχει ήδη ορθά επισημανθεί στις ως τώρα δημοσιεύσεις. Εκτός από το σχήμα του, τόσο το πλάσιμο των μορφών όσο και η πτυχολογία των ενδυμάτων στηρίζουν χωρίς αμφιβολία αυτή τη χρονολόγηση. Όσον αφορά την τεχνική της κατασκευής και το ζήτημα του εργαστηρίου στο οποίο κατασκευάσθηκε το χάλκινο αγγείο, πρόκειται για θέματα στα οποία δεν θα σταθούμε εφόσον η πραγμάτευσή τους θα ξεπερνούσε τα όρια αυτής της μικρής μελέτης11, η οποία έχει ως κύριο στόχο την ερμηνεία της παράστασης.
 Στις ως τώρα βιβλιογραφικές αναφορές, κοινώς αποδεκτή είναι η άποψη, πως η φτερωτή γυναικεία μορφή εικονίζει Νίκη. Και αυτό παρά το γεγονός, ότι παραστάσεις Νίκης με άρμα το οποίο σέρνουν ελάφια και όχι άλογα, δεν είναι γνωστές12. Παρόλον ότι στις αρχικές δημοσιεύσεις τέθηκε παράλληλα το ερώτημα, μήπως πρόκειται για την Άρτεμη και όχι τη Νίκη, η πρόταση αυτή απορρίφθηκε παρά το γεγονός ότι το ελάφι συγκαταλέγεται στα κυριότερα ζώα που σχετίζονται στενά με τη θεά13. Aυτό οφείλεται κατ’ αρχάς στο ότι η μορφή είναι φτερωτή. Στην αποδοχή της ερμηνείας πως πρόκειται πράγματι για Νίκη συνέβαλε τέλος καθοριστικά, αν και έμμεσα, ο τόπος εύρεσης του έργου, η κοιλάδα του Αλφειού, λόγω του ότι παραπέμπει στο ιερό της Ολυμπίας, όπου η παρουσία της μορφή της Νίκης ως προσωποποίησης της νικητήριας έκβασης τόσο σε αθλητικούς όσο και πολεμικούς αγώνες14 είναι πανταχού παρούσα και αναμενόμενη.

 Σε αντίθεση, όμως, με τις ως τώρα επισημάνσεις, σημαντικό εμπόδιο στην ταύτιση της μορφής ως Νίκης παραμένει κατά τη γνώμη μου το γεγονός ότι στις βέβαιες παραστάσεις το άρμα της σέρνουν συνήθως τέθριππα ή συνωρίδες με άλογα15, ενώ άρματα που σέρνουν άλλα ζώα σπάνια συναντώνται. Εξαίρεση αποτελούν ίσως κάποιες απεικονίσεις φτερωτών μορφών με άρμα που σέρνουν πάνθηρες, αν και γι’ αυτές τις περιπτώσεις διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις16. Αντίθετα με την ισχύουσα άποψη θα προσπαθήσω, λοιπόν, να προβάλω εκείνα τα επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τη γνώμη μου, την ερμηνεία της μορφής ως Άρτεμης.
 H Άρτεμη εικονίζεται ως γνωστό φτερωτή στον τύπο της Πότνιας Θηρών17 ήδη από τον -7ο αι. Μία από τις γνωστότερες παραστάσεις της συναντάται στις λαβές του κρατήρα των Κλιτία και Εργότιμου στη Φλωρεντία18, όπου συνοδεύεται από τα προσφιλή ζώα της, το ελάφι και τον πάνθηρα στη μια λαβή και δυο μικρά λιοντάρια στην άλλη.
 Αλλά και σε κάποια μεταγενέστερα παραδείγματα, κυρίως από την αγγειογραφία19, η θεά εμφανίζεται ενίοτε φτερωτή με το τόξο της και με τη συνοδεία ελαφιού ή ζαρκαδιού. Η παράσταση της φτερωτής Άρτεμης στη μελανόμορφη και ερυθρόμορφη αγγειογραφία ίσως θα πρέπει να εκληφθεί ως ανάμνηση στο μυθολογικό υπόστρωμα της εικονογραφίας της Πότνιας Θηρών. Συγχρόνως, όμως, παραπέμπει πιθανότατα και στην «επιφάνεια» της θεότητας. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί και το γεγονός ότι ανάμεσα στα, μάλλον ολιγάριθμα, παραδείγματα της αγγειογραφίας που παρουσιάζουν την Άρτεμη με φτερά, τουλάχιστον δύο προέρχονται από το ιερό της Αρτέμιδας στη Βραυρώνα20, ένα από τα σημαντικότερα ιερά της θεάς, στο οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω.
 Από την άλλη πλευρά, οι παραστάσεις στις οποίες έχουμε άρμα ελαφιών που συνδέεται με την Άρτεμη, έστω και χωρίς φτερά, δεν είναι πολλές, είναι όμως σημαντικές. Εκτός από κάποια πήλινα ειδώλια, ανάμεσα στα οποία ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα με προέλευση από την Κέρκυρα και εικονίζει τη θεά με το άρμα της σε συντετμημένη μορφή21, θα σταθούμε κυρίως σε δύο μαρμάρινα ανάγλυφα που προέρχονται από δύο σπουδαία ιερά. Πρόκειται κατ’ αρχάς για την πλάκα της ζωφόρου του ναού του Επικουρίου Απόλλωνα στις Βάσσες Φιγαλείας22 από την τελευταία δεκαετία του -5ου αι. Σ’ αυτήν η Άρτεμη οδηγεί μαζί με τον αδελφό της τον Απόλλωνα άρμα με ελάφια. Αλλά και στο πιο συζητημένο από τα πολυ άριθμα ανάγλυφα που βρέθηκαν στο ιερό της Αρτέμιδας στη Βραυρώνα, το λεγόμενο ανάγλυφο των θεών, εικονίζονται τα δύο πρόσθια λυγισμένα σκέλη ενός ζώου, το οποίο έχει χηλές με δύο νύχια και δεν μπορεί παρά να προέρχεται από ελάφι.
 Σύμφωνα με τη L. Kahil23 το άρμα, μια συνωρίδα, οδηγούσε η ίδια η Άρτεμη24 ενώ κατά την πρόσφα τη ερμηνεία του Γ. Δεσπίνη25 πιθανότατα εικονιζόταν η Ιφιγένεια, κρατώντας το ξόανο της Άρτεμης, κατά την άφιξή της στο ιερό. O Δεσπίνης, μάλιστα, δεν αποκλείει τα ελάφια να ήταν τέσσερα, παρόλον που θεωρεί ότι η περίπτωση αυτή συγκεντρώνει λιγότερες πιθανότητες. Με βάση το ανέβασμα στη σκηνή του έργου του Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Ταύροις» το -414 ή -413 ο ίδιος προτείνει τη χρονολόγηση του αναγλύφου αμέσως μετά, δηλαδή επίσης την τελευταία δεκαετία του -5ου αι.


Τέλος, για τη σύνδεση της λατρείας της θεάς με άρμα ελαφιών συνηγορεί και η πληροφορία
 του Παυσανία26 που αφορά την πομπή η οποία λάβαινε χώρα κατά τις τελετές προς τιμήν της Αρτέμιδας Λαφρίας στην Πάτρα27 και στην οποία η ιέρεια της θεάς συμμετείχε οδηγώντας συνωρίδα ελαφιών. Άλλωστε, και από τους αρχαίους συγγραφείς έχουμε μια σειρά αναφορών28 στην παρουσία της σε άρμα που έσερναν ελάφια.
 Έχοντας εστιάσει επιγραμματικά τόσο στην υπόσταση της φτερωτής Άρτεμης αφ’ ενός όσο και στη σχέση της με το άρμα δύο θηλυκών ελαφιών αφ’ ετέρου, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η φτερωτή θεά που οδηγεί άρμα ελαφιών συναντάται πράγματι στην εικονογραφία.
 Ίσως το πρωιμότερο παράδειγμα φτερωτής γυναικείας μορφής με άρμα δύο θηλυκών ελαφιών που γνωρίζουμε από τη μελανόμορφη αγγειογραφία να είναι μια λήκυθος με λευκό φόντο του Ζωγράφου της Μέγαιρας που φυλάσσεται στο Λούβρο29 (Εικ.2α-β). Το αγγείο προέρχεται από τον Ακράγαντα, απ’ όπου αγοράσθηκε το 1925. Παρά το γεγονός ότι η ηνίοχος ερμηνεύθηκε ως Νίκη30, η άποψη πως εικονίζει την Άρτεμη έχει επίσης υποστηριχθεί31.
 Πριν από λίγα χρόνια εμφανίσθηκε, όμως, στο εμπόριο των αρχαιοτήτων32 ένας ερυθρόμορφος στάμνος που αποδίδεται στον Ζωγράφο της Volterra33 (Εικ. 3α-β), ο οποίος μάς επιτρέπει, κατά τη γνώμη μου, να εξετάσουμε το ζήτημα ακόμη μια φορά, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έργο ετρουσκικό. Στην κύρια πλευρά εικονίζεται φτερωτή γυναικεία μορφή που οδηγεί συνωρίδα με δύο εντυπωσιακά αρσενικά ελάφια με μεγάλα κέρατα σε γρήγορο καλπασμό, τα οποία ορθώνουν ψηλά τα μπροστινά τους πόδια και κατευθύνονται προς τα αριστερά. 



 Τα γυμνά τμήματα της μορφής, δηλαδή το πρόσωπο και τα χέρια, αλλά και τα φτερά όπως και τα ελάφια με τα θεόρατα κέρατά τους καλύπτονται από άσπρο αλείφωμα. Το ίδιο συμβαίνει και με το μικρό λαγό που τρέχει προς την ίδια κατεύθυνση και εικονίζεται κάτω από τα ελάφια.


 Στην πίσω όψη βλέπουμε μια γυναικεία μορφή με ίδια χαρακτηριστικά στην απόδοση, όπως στην κύρια σκηνή. Η μορφή εμφανίζεται καθισμένη σε άσπρο βράχο, στον οποίο στηρίζεται με το αριστερό της χέρι. Με το δεξί κρατά ένα μεγάλο κάνιστρο (κανούν)34, που περιέχει, απ’ ό,τι φαίνεται, δύο αυγά. Στην επιφάνεια μπροστά από τα πόδια της μορφής εικονίζεται μεσόμφαλος φιάλη, ενώ από το περίγραμμα κρέμονται στιγμωτές ταινίες. Η όλη σκηνή έχει, επομένως, έντονα λατρευτικό χαρακτήρα. Οι λευκές ταινίες που κρέμονται και σε αυτή την πλευρά, αν και με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην πίσω, δημιουργούν μια συνειρμική σχέση των δύο πλευρών. Το ερώτημα, αν οι γυναικείες μορφές των δύο όψεων ταυτίζονται, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί με βεβαιότητα. Το γεγονός ότι η ηνίοχος με τα θεόρατα ελάφια αναγνωρίζεται ως μορφή της κύριας παράστασης ενώ η άλλη σκηνή μοιάζει να είναι δευτερεύουσα, μάς επιτρέπει νομίζω να τις διαχωρίσουμε ερμηνευτικά, ή έστω να θεωρήσουμε ότι παραπέμπουν, ίσως, στον ίδιο θεματικό κύκλο, όπου η μία είναι συμπληρωματική της άλλης.
 Από εικονογραφική άποψη δεν υπάρχει αμφιβολία πως η παράσταση της κύριας όψης μπορεί να συγκριθεί με την παράσταση του χάλκινου αγγείου που μας απασχολεί. Η παρουσία του μικρού ζώου που τρέχει κάτω από άρμα τονίζει το φυσικό περιβάλλον, κάτι που θα μπορούσε να εννοηθεί ως ένδειξη για την ερμηνεία της μορφής ως θεότητας της φύσης και του κυνηγιού και κατ’ επέκταση της Άρτεμης. Το έργο θα πρέπει να χρονολογηθεί περί το -350/ -325.
 Η λατρεία της Άρτεμης ήταν μαζί με εκείνη του Απόλλωνα ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ετρουρία, όπως συμπεραίνεται κυρίως από το γεγονός ότι οι Ετρούσκοι χρησιμοποίησαν και στις δύο περιπτώσεις με μικρή απόκλιση, τα ελληνικά ονόματα των θεών. Έτσι, ο Aπόλλων ονομάζεται συνήθως Aplu35 και η Άρτεμη Artumes36. Ενώ παλαιότερα θεωρείτο ότι η ετρουσκική Άρτεμη δεν έχει ρίζες σε εικονογραφικό τύπο αντίστοιχο με την Πότνια Θηρών, τα τελευταία χρόνια υποστηρίχθηκε το αντίθετο37. Η λατρεία της τεκμηριώνεται επιγραφικά στους Βηίους (Veji) ήδη τον -7ο αι.38, όπου η θεά ίσως αναγνωρίζεται ανάμεσα στα πήλινα μεγάλα ακρωτήρια τα οποία ανήκουν στον θεματικό κύκλο τουΑπόλλωνα και αποτελούσαν την επίστεψη της στέγης39. Ενδείξεις για την απεικόνισή της οδηγώντας μάλλον άρμα με ελάφια έχουμε, επίσης, πιθανότατα από την Aradella Regina στην Ταρκυνία (Τarquinia)40.


Αδιάσειστο τεκμήριο για την ύπαρξη της Άρτεμης έφιππης πάνω σε ζεύγος ελαφιών στην Ετρουρία έχουμε από την εγχάρακτη παράσταση σε χάλκινο κάτοπτρο από το Οrvietο41 (Εικ. 4) που χρονολογείται στον προχωρημένο -4ο αι. Στην επιφάνειά του το κάτοπτρο φέρει επιπλέον την επιγραφή ARTUMES, γλωσσικό τύπο που θεωρείται δωρικής προέλευσης σε αντιδιαστολή με το ARITIMI που θεωρείται ιωνικός42. 
Η Άρτεμη κρατά με το αριστερό της χέρι άνθος, ενώ κάτω από το άρμα διακρίνονται επίσης δύο μικρά ζώα, μάλλον μικρά ελάφια μέσα σε ένα ειδυλλιακό φυσικό τοπίο που απαρτίζεται από δενδρύλλια. 
Η όλη παράσταση περιβάλλεται από κισσό, ενώ στο σημείο που οδηγεί στη λαβή εικονίζεται ένα μεγάλο ανθέμιο. Ησύνθεση φαίνεται πως αντανακλά αντίστοιχες συνθέσεις από αττικές κύλικες43, όπου η θεά αποδίδεται επίσης ιππαστί. 
Η εικονογραφική συγγένεια με την παράσταση του ερυθρόμορφου στάμνου είναι στενή, παρόλον ότι στην εγχάρακτη εικόνα του κατόπτρου η Άρτεμη δεν έχει φτερά.
 Τα δύο ετρουσκικά παραδείγματα αποδεικνύ ουν ότι η απόδοση της Άρτεμης με ή χωρίς φτερά και έφιππη ή ως ηνίοχος με συνωρίδα ελαφιών, είχε τουλάχιστον τον -4ο αι. και πιθανότατα ήδη πολύ νωρίτερα διεισδύσει στο ετρουσκικό θεματολόγιο από τη μητροπολιτική Ελλάδα. 



 Η επίδραση της ελληνικής τέχνης και εικονογραφίας στο χώρο της Δύσης και ιδιαίτερα της Ετρουρίας ήδη από την αρχαϊκή περίοδο είναι ένα θέμα που έχει από παλαιότερα απασχολήσει την έρευνα44.
 Στην προκειμένη περίπτωση ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα μαρμάρινα έργα με προέλευση από τα δύο σημαντικά ιερά, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, χρονολογούνται στην εποχή του πλούσιου ρυθμού, ενώ τα ετρουσκικά παραδείγματα ακολουθούν χρονικά. Θα μπορούσε στο πλαίσιο αυτό να εικάσει κανείς ότι με την ακμή που γνώριζε το ιερό της Άρτεμης στη Βραυρώνα ήδη από τα αρχαϊκά αλλά και στα κλασικά χρόνια, είχε δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη συγκεκριμένη εικονογραφία της θεάς στο πλαίσιο της αττικής τέχνης. Για τη σημασία της λατρείας της Άρτεμης Βραυρωνίας στην Αττική κατά τα κλασικά χρόνια τεκμήριο αποτελεί, άλλωστε, και η ύπαρξη του ιερού της στην αθηναϊκή Ακρόπολη, το λατρευτικό άγαλμα της οποίας ταύτισε πριν λίγα χρόνια ο Γ. Δεσπίνης45.
 Όσον αφορά τη γνώση μας σχετικά με τις ιδιότητες της θεάςΆρτεμης στην Ηλεία46 και τους στενούς δεσμούς της κυρίως με τη φύση είτε ως Πότνια Θηρών είτε ως Κουροτρόφο, αυτές τονίζονται κυρίως μέσω των προσωνυμίων Αγροτέρα και Λιμναία ή Λιμνάτις. Το πρώτο παραδίδεται σε βωμό που βρισκόταν μπροστά στο Πρυτανείο47 της Ολυμπίας, της προσδίδει όμως και διάσταση πολιτική. Άλλωστε, αυτή η λιγότερο γνωστή διάσταση της θεάς γίνεται προφανής και από το επίθετο Αγοραία, το οποίο αναφέρει επίσης ο Παυσανίας48 σε σχέση με ένα βωμό της θεάς στα δεξιά του Λεωνιδαίου. Τη σχέση της με τη γονιμότητα συνέδεσε ήδη ο Παυσανίας, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την επίκληση Κοκκώκα49 που αναφέρει σε σχέση με ένα ακόμη βωμό της θεάς στο ιερό τηςΟλυμπίας.
 Το δεύτερο προσωνύμιο, Λιμναία ή Λιμνάτις συνδέεται με το ομώνυμο ιερό που βρισκόταν στο όρος Λάπιθος, στην Κομποθέκρα50. Όσον αφορά την υπόστασή της ως Κουροτρόφου, ενδεικτικό είναι ότι στην πόλη τηςΉλιδας υπήρχε, σύμφωνα με τον Παυσανία51, το ιερό της Αρτέμιδας Φιλομείρακος, που βρισκόταν απ’ ό,τι φαίνεται σε άμεση γειτνίαση με το Γυμνάσιο της πόλης. Το στοιχείο αυτό τη συνδέει με τον Αλφειό, ως προστάτη των νέων στην ηλικία της μετάβασης52.
 Ιδιαίτερα στενή, πάντως, μοιάζει να είναι η σχέση της με το υδάτινο στοιχείο. Στο ιερό της Ολυμπίας υπήρχαν, όπως γνωρίζουμε από τον Παυσανία, δύο βωμοί αφιερωμένοι στον Αλφειό, ο ένας εκ των οποίων ανήκε αποκλειστικά στον ποτάμιο θεό ενώ ο άλλος ήταν κοινός βωμός του Αλφειού μαζί με την Άρτεμη Αλφειονία53. Σε άλλο σημείο ο περιηγητής μάς πληροφορεί πως η Άρτεμη είχε επίσης ένα κοινό βωμό με τον παραπόταμο του Αλφειού, τον Κλαδέο54.
 Το προσωνύμιο Αλφειονία- Αλφειούσα έφερε η Άρτεμη και στο ιερό της που βρισκόταν στις εκβολές του ποταμού55 κοντά στη σημερινή Βολάντζα56 ή κατ’ άλλους κοντά στους Λετρίνους. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι σαφές αν πρόκειται για δύο διαφορετικά ιερά ή για ένα και το αυτό. Για τους Λετρίνους ο Παυσανίας57, πάντως, αναφέρει επίσης ένα ιερό της Άρτεμης Αλφειονίας, δίνοντάς μας την πληροφορία ότι οι Ηλείοι την ονόμαζαν Ελαφιαία. Είναι προφανές ότι το προσωνύμιο αυτό παραπέμπει άμεσα στη σχέση της με το ελάφι, αν και ο περιηγητής το αποδίδει σε μια παράδοση σύμφωνα με την οποία μια γυναίκα από την περιοχή, ονόματι Ελάφιον, είχε αναθρέψει την Άρτεμη. Με την παράδοση αυτή τονίζεται η ιδιαίτερη σχέση που είχε η θεά με την Ηλεία, σχέση που μεταλαμπαδεύτηκε πιθανότατα στις αποικίες της Δύσης58 μέσω της υπόστασής της ως Άρτεμης- Αρεθούσας.
 Συνοψίζοντας τα ως τώρα δεδομένα, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στα εξής: η παράσταση της θεάς που οδηγεί άρμα ελαφιών φαίνεται να καθιερώνεται κυρίως από τα τέλη του -5ου αι. και ύστερα παρά το γεγονός ότι υπήρχαν και παλαιότερα παραδείγματα, όπως μας δείχνει η λήκυθος του Λούβρου, όπου ο αρχαϊκός τύπος της Πότνιας Θηρών μοιάζει να μεταλλάσσεται σε ένα νέο εικονογραφικό τύπο. Πλησιέστερο εικονογραφικό παράλληλο για το χάλκινο αγγείο του Μονάχου είναι, χωρίς άλλο, ο ετρουσκικός στάμνος του Ζωγράφου της Volterra. Η ποιότητα της παράστασής του μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως δεν ήταν μεμονωμένο έργο και πως ενδεχομένως ακολουθεί μια γνωστή εικονογραφική παράδοση. Στη φάση αυτή δεν είμαστε, όμως, σε θέση να κατανοήσουμε, αν ο εικονογραφικός αυτός τύπος οφείλεται σε παράδοση που σχετίζεται με την παρουσία της Άρτεμης στην Αττική, εφόσον από τη Βραυρώνα αλλά και από αλλού έχουμε ορισμένα παραδείγματα της θεάς με φτερά. Με τα σημερινά δεδομένα, πάντως, ίσως να μην είναι παρακινδυνευμένο να υποστηρίξουμε πως η εικόνα της Άρτεμης σε άρμα με ελάφια ίσως ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Δύση. Άλλωστε το παλαιότερο διαπιστωμένο παράδειγμα, η λήκυθος του Λούβρου, βρέθηκε στον Ακράγαντα.
 Πέραν αυτού ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση μεταξύ πήλινων και μετάλλινων αγγείων αυτή την περίοδο. Σύμφωνα με την αναλυτική προσέγγιση της Ν. Zimmermann, η κατωιταλιωτική και ετρουσκική κεραμική δέχονται πολύ μεγαλύτερη επίδραση από τη μεταλλοτεχνία της περιόδου κατά τα υστεροκλασικά χρόνια σε σύγκριση με την κεραμική της μητροπολιτικής Ελλάδας. Κατά πόσον οι ενδείξεις αυτές αποδεικνύουν ότι η παράσταση στον ετρουσκικό στάμνο οφείλεται σε πρότυπο από τη μητροπολιτική Ελλάδα, ίσως μάλιστα την Αττική, με ένα θέμα που θα ήταν συμβατό με τη λατρευτική παράδοση της περιοχής του ιερού της Ολυμπίας, τόπου εύρεσης του χάλκινου αγγείου που μάς έδωσε το έναυσμα για τις παραπάνω σκέψεις, θα παραμείνει τουλάχιστον προς το παρόν, ελλείψει επιπλέον τεκμηρίων, ως μια υπόθεση εργασίας. Ίσως, όμως, το σχήμα του αγγείου, ο κώθων, που μάς είναι ιδιαίτερα γνωστό από την Ολυμπία από το περίφημο κύπελλο του Φειδία, να αποτελεί μια περαιτέρω ένδειξη για την ενδεχόμενη αττική του προέλευση.


Αλίκη Μουστάκα
Νίκη ή Άρτεμη φτερωτή; Εικονογραφικές παρατηρήσεις σε ένα χάλκινο αγγείο από την κοιλάδα του Αλφειού

Σημειώσεις:
1. München, Antikensammlung, αρ. ευρ. Slg. Loeb 41. Για την άμεση αποστολή φωτογραφίας ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Διευθυντή της Γλυπτοθήκης του Μονάχου Fl. Knauss καθώς και την επιμελήτρια A. Fendt.
2. Sieveking 1926.
3. Sieveking 1930, 1 πίν. 1, 2.
4. Πρβλ. τις αναφορές σε Wünsche– Knauss 2004, 362 και Wünsche – Steinhart 2009, 50 αρ. 32.
5. Η εργασία αυτή οφείλει πολλά στη διδάκτορα του Τμήματός μαςΑ. Τουλουμτζίδου, την οποία ευχαριστώ θερμά για τη βοήθειά της, τις υποδείξεις και τις γόνιμες συζητήσεις που είχα μαζί της. Ας σημειωθεί ότι η ίδια προτίθεται να ασχοληθεί σε ειδική μελέτη με τη σημασία του αγγείου αυτού στο πλαίσιο της τορευτικής του -5ου αι.
6. Ενδεικτικά αναφέρω ανάμεσα στις πολυάριθμες άλλες μελέτες του ένα παλαιότερο άρθρο με εικονογραφικό περιεχόμενο, επειδή συμπτωματικά φέρει παρεμφερή τίτλο, βλ. Τιβέριος 1987.
7. Για την ονομασία κώθων, βλ. Broneer 1959, 335 αρ. 9 πίν. 70i και επ’ αυτού Lazzarini 1973-1974, 365-369 πίν. 76. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα κύπελλα με ραβδώσεις, τα λεγόμενα «Riefelkännchen», βλ. Zimmermann 1998, 1-14.
8. Για τον λόγο αυτόν η Zimmermann 1998 ονομάζει τον τύπο αυτό «φειδιακό».
9. Schiering 1964, 176 σημ. 26.
10. Σχετικά με τη σημασία της διπλής ή πολλαπλής απεικόνισης στην αρχαία ελληνική τέχνη, βλ. Hadjisteliou Price1971, 48-69.
11. Για την τεχνική των αγγείων του τύπου αυτού, χωρίς όμως ανάγλυφες παραστάσεις πρβλ. Zimmermann 1998, 12.
12. Πρβλ. το λήμμα Nike (klassische Zeit) στο LIMC VI, 1-2 (1992) 173-181 (A. Goulaki-Voutira).
13. Για τη σχέση της Άρτεμης με το ελάφι, βλ. Simon 1968, 168-169.
14. Την επιχειρηματολογία υπέρ της ερμηνείας της μορφής ως Νίκης και με βάση τον τόπο εύρεσης ανέπτυξε πρώτος ο Sieveking 1926, 5. Για την παρουσία της Νίκης στην Ολυμπία, βλ. Μουστάκα 1992.
15. Για το θέμα, βλ. Μανακίδου 1994, 294-295.
16. Αυτό προτάθηκε για την περίπτωση του ερυθρόμορφου κωδωνόσχημου κρατήρα Ferrara Μuseo Nazionale Τ 481 και περιλαμβάνεται στο: Μανακίδου 1994, 295 αρ. 34 καθώς και της απουλικής, μάλλον, πελίκης στοΑρχαιολογικόΜουσείο του Δυρραχίου 1539 που δημοσιεύθηκε στον Κατάλογο της Έκθεσης Eggebrecht 1988, 393 αρ. 311 (Neritan Ceka), διότι στην πίσω όψη της εικονίζονται έφηβοι. Δεν αποκλείεται, πάντως, κατά τη γνώμη μου και η ερμηνεία της μορφής ως Άρτεμης, εφόσον ήταν θεά κουροτρόφος. Σε μια άλλη περίπτωση, την ανάγλυφη παράσταση σε κάδο του Μουσείου του Βερολίνου, βλ. Sieveking 1926, 6 εικ. 1, δεν υφίσταται καν αυτή η πιθανή εικονογραφική στήριξη.
17. Christou 1968.
18. Φλωρεντία, ΑρχαιολογικόΜουσείο 4209. Πρβλ. το λήμμα Αrtemis στο LIMC ΙΙ, 1-2 (1984) 618-753 (L. Kahil) 626 αρ. 33.
19. LIMC ΙΙ, 1-2, 667 κ.ε. αρ. κατ. 617-638 και. 675 αρ. κατ. 706-719.
20. Βλ. για παράδειγμα τη λήκυθο με λευκό βάθος LIMC II 1-2, 675 αρ. κατ. 707. Ορισμένα ακόμη όστρακα με παράσταση της φτερωτής Άρτεμης εκτίθενται στο Μουσείο της Βραυρώνας.
21. Morizot 2000, 387-388.
22. Πρβλ. Hofkes-Brukker 1975, 61.
23. Kahil 1990, 113 κ.ε.
24. Την ίδια άποψη εκφράζει και η Venit 2003.
25. Δεσπίνης 2010, 70-71. To άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά στο Despinis 2005.
26. Παυσ. VII 18, 11.
27. Για τη λατρεία της Άρτεμης στην Αχαΐα, βλ. Lafond 1991.
28. Πρβλ. Καλλίμαχος, Ύμνος 3, 98. Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά 3, 879 κ.ε. Νόννος, Διονυσιακά 20, 35 κ.ε. και 48, 449 κ.ε.
29. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου αρ. ευρ. L 38 (ED 15): ΑBV 587 αρ. 6. Για διάφορες πληροφορίες και την αποστολή φωτογραφιών ευχαριστώ θερμά τις κ. κ. S. Descamps, V. Jeammet, S. Saint-Amans και Ε. Μανακίδου.
30. Hatzivassiliou 2010, 83, 118 αρ. 140.
31. Ήδη η Hofkes-Brukker 1959, 11 εικ. 9 και 13 την ερμήνευσε ως Άρτεμη ορμώμενη για τη σύγκριση από την πλάκα της ζωφόρου του ναού του Επικουρίου Απόλλωνα. Το ίδιο υποστήριξε, όμως, και η Morizot 2000, 386 σημ.12.
32. Πρώην Patricia Kluge Collection, Virginia. Αγοράσθηκε από τη Royal Athena το 1991. Δημοσιεύθηκε από τον Eisen berg 1991, αρ. 78. Απεικόνιση στο: Royal Athena Galleries, London – New York 2010, 85, αρ. 159.
33. Για τον Ζωγράφο της Volterra, βλ. Del Chiaro 1974, 29-33.
34. Για το κανούν, βλ. Schelp 1975.
35. Για τον Aplu, βλ. LIMC II (1984) 335-363 (I. Krauskopf).
36. Για την Artumes, βλ. LIMC II, 1-2 (I. Krauskopf) 774-792.
37. Nielsen – Rathje 2009, 267-268.
38. Βuonamici 1942, 280-281 εικ. 8.
39. Ρώμη, Museo Nazionale Etrusco di Villa Giulia. Σύμφωνα με τις Νielsen – Rathje 2009, 271 εικ. 10 η μορφή που κρατά βρέφος εικονίζει την Άρτεμη με τη μορφή της Κουροτρόφου. Σύμφωνα, πάντως, με την επικρατέστερη άποψη η μορφή ερμηνεύεται ως Λητώ που κρατά τον μικρό Απόλλωνα, πρβλ. Sprenger – Bartoloni 1977, εικ. 122 και Torelli – Moretti 2008, 61.
40. Νielsen– Rathje 2009, 270-275 και εικ. 13-14.
41. Providence, Rhode Island School of Design, inv. 25071. Βλ. Mitten 1975, 128-131 αρ. 36.
42. Βλ. ό.π. (σημ.27). LIMC (I. Krauskopf) 774.
43. Πρβλ. Eichler 1951, 27 πίν. 30, 4.
44. Πρβλ. Hampe– Simon 1964, 1 κ.ε. Krauskopf 1974.
45. Despinis 1997, 209-217. Δεσπίνης 2010, 151-156.
46. Για τα ιερά της Άρτεμης στην περιοχή της Ηλείας αλλά και γενικότερα στην Πελοπόννησο καθώς και τα αφιερώματα σε αυτά, βλ. Brulotte 1994, 147-163. Solima 2011, ιδίως 122-139.
47. Παυσ. V 15, 9.
48. Παυσ. V 15, 4.
49. Παυσ. V 15, 7.
50. Müller 1908. Sinn 1978. Sinn 1981. Solima 2011, 123-125.
51. Παυσ. VI 23, 8.
52. Πρβλ. Bremmer 1996, 21-22.
53. Για τους βωμούς της Άρτεμης στην Ολυμπία, βλ. πρόσφατα Solima 2011, 128-134. Heiden 2012. Για τη θέση των βωμών στο πλαίσιο της οργάνωσης του ιερού, βλ. Hölscher 2002, 335.
54. Παυσ. V 15, 7.
55. Σύμφωνα με τον Στράβωνα VIII 3, 12 στο ιερό αυτό υπήρχαν πίνακες των Κορινθίων Κλεάνθη και Αρήγoνος, ο οποίος μάλιστα είχε ζωγραφίσει την Άρτεμη πάνω σε ένα γρύπα. Ορισμένοι έχουν διατυπώσει την εικασία πως η Άρτεμη εικονιζόταν ίσως ως Πότνια Θηρών, όπως άλλωστε παραδίδεται και για τη λάρνακα του Κυψέλου.
56. Για τη θέση του ιερού: Baladié 1978, 79, 225. Maddoli – Nafissi – Saladino 1999, 374 και Solima 2011, 122 κ.ε.
57. Παυσανίας VI 22, 8. Solima 2011, 125.
58. Η Άρτεμη Αλφειαία παραδίδεται για τις Συρακούσες, βλ. Schol. Pind. P 2.12. Reichert-Südbeck 2000, 61-80.

Βιβλιογραφία:
Bremmer 1996: J. N. Bremmer, Götter, Mythen und Hei ligtü mer im antiken Griechenland, Darmstadt.
Broneer 1959: O. Broneer, Excavations at Isthmia, Hes peria 28, 298-343.
Brulotte 1994: E. L. Brulotte, The Placement of Votive Offerings and Dedications in the Peloponnesian Sanctuaries of Artemis, Ann Arbor MI.
Buonamici 1942: G. Buonamici, L’ interpunzione sillabica e di altre forme nell’ Etrusco, Studi Etruschi 16, 263-344.
Christou 1968: Chr. Christou, Potnia theron. Eine Untersuchung über Ursprung, Erscheinungsformen und Wandlungen der Gestalt einer Gottheit, Thessaloniki.
Del Chiaro 1974: M. Del Chiaro, Etruscan Red-Figured Vase Painting at Caere, Berkeley.
Despinis 1997: G. Despinis, Zum Athener Brauronion, στοW. Hoepfner (επιμ.), Kulte und Kultbauten auf der Akropolis. Internationales Symposion in Berlin, Berlin, 209-217.
Despinis 2005: G. I. Despinis, Vorschläge zur Interpretation zweier Skulpturenfunde aus Brauron, AM 120, 241-267, πίν. 44-47.
Δεσπίνης 2010: Γ. Ι. Δεσπίνης, Ιφιγένεια και Ορέστης. Προτάσεις ερμηνείας δύο γλυπτών ευρημάτων από τη Βραυρώνα, στο Άρτεμις Βραυρωνία. Λατρευτικά αγάλματα και αναθήματα από τα ιερά της θεάς στη Βραυρώνα και την Ακρόπολη της Αθήνας, Αθήνα, 65-83.
Eggebrecht 1988: A. Eggebrecht (επιμ.), Schätze aus dem Land der Skipetaren, Mainz.
Eichler 1951: F. Eichler, Corpus Vasorum Antiquorum, Österreich. Wien - Kunsthistorisches Museum, Βd. 1.
Eisenberg 1991: J. Eisenberg (επιμ.), Royal Athena Galleries N.Y. Sales Cat. no. 67. Art of the Ancient World VI, part II, New York.
Hadjisteliou Price 1971: Th. Hadjisteliou Price, Double and Multiple Representations in Greek Art and Religious Thought, JHS 91, 48-69.
Hampe– Simon 1964: R.Hampe– E.Simon, Griechische Sagen in der frühen etruskischen Kunst, Mainz.
Hatzivassiliou 2010: El. Hatzivassiliou, Athenian black figure Iconography between 510-475 B.C., Rahden Westf.
Ηeiden 2012: J. Heiden, Artemis Altäre, στο W.-D. Heilmeyer – N. Kaltsas – H.-J. Gehrke – G. E. HatziS. Bocher (επιμ.), Mythos Olympia: Kult und Spiele, Κατάλογος της Έκθεσης στο Βερολίνο,
Martin-Gropius-Bau, 31.12.2012 – 7.1.2013, München, 145-146.
Hölscher 2002: T. Hölscher, Rituelle Räume und politische Denkmäler im Heiligtum von Olympia, στο H. Kyrieleis (επιμ.), Olympia 1875-2000. 125 Jahre Ausgrabungen, Internationales Symposium Berlin, 9-11. November 2000, Berlin, 331-345.
Hofkes-Brukker 1959: Ch. Hofkes-Brukker, Untersuchungen zur Deutung und Motivgeschichte des
Bassaefrieses, BABesch 34, 1-39.
Hofkes-Brukker 1975: Ch. Hofkes-Brukker, Der Bassai Fries, München.
Jeffery 1990: L. H. Jeffery, The Local Scripts of Archaic Greece, Oxford.
Kahil 1990: L. Kahil, Le relief des dieux du sanctuaire d’Artémis à Brauron. Essai d’interprétation, στο J.-P. Descoeudres (επιμ.), Εumousia. Ceramic and Iconographic Studies in Honor of A. Cambitoglou, Sydney, 113-117.
Krauskopf 1974: I. Krauskopf, Der Thebanische Sagen kreis und andere griechische Sagen in der etruskischen Kunst, Mainz.
Lafond 1991: Y. Lafond, Artémis en Achaïe, REG 104, 410-433.
Lazzarini 1973-1974:M. L. Lazzarini, I nomi dei vasi greci nelle iscrizioni dei vasi stessi, ArchCl 25-26, 341-375.
Maddoli– Nafissi– Saladino 1999: G. Maddoli–M. Nafissi– V. Saladino (επιμ.), Pausania. Guida della Grecia VI. L’E lide e Olimpia, Roma.
Μανακίδου 1994: Ε. Π. Μανακίδου, Παραστάσεις με άρματα (-8ος/ -5ος αι.). Παρατηρήσεις στην εικονογραφία τους, Θεσσαλονίκη.
Mitten 1975: D. G. Mitten, Classical Bronzes, Museum of Art, Rhode Island School of Design, Rhode Island Providence.
Morizot 2000: Y. Morizot, Autour d’un char d’Artémis, στο P. Linant de Bellefonds (επιμ.), Aγαθός Δαίμων. Mythes et cultes. Études d’iconographie en l’honneur de Lilly Kahil, BCH Suppl. 38, 383-391.
Μουστάκα 1992: Α. Μουστάκα, Μορφή και συμβολισμός της Νίκης στην Αρχαία Ολυμπία, στο W. Coulson – H. Kyrieleis (επιμ.), Πρακτικά Συμποσίου Ολυμπιακών αγώνων, Αθήνα, 39-43.
Müller 1908: K. Müller, Artemistempel bei Kombothekra, AM 33, 323-326.
Nielsen – Rathje 2009: Μ. Nielsen – A. Rathje, Artumes in Etruria - The borrowed Goddess, στο T. Fischer-Hansen – B. Poulsen (επιμ.), From Artemis to Diana. The Goddess of Man and Beast, Copenhagen, 261-301.
Reichert – Südbeck 2000: P. Reichert-Südbeck, Kulte von Korinth und Syrakus, Dettelbach.
Schelp 1975: J. Schelp, Das Kanoun. Der griechische Opferkorb, Würzburg.
Schiering 1964: W. Schiering, Die Werkstatt des Phidias in Olympia, OlForsch V, Βerlin – New York.
Sieveking 1926: J. Sieveking, Bronzegefäss der Sammlung Loeb, ΜüJb N.F. 3, 1-8.
Sieveking 1930: J. Sieveking (επιμ.), Bronzen, Terrakotten, Vasen der Sammlung Loeb, München.
Simon 1968: E. Simon, Die Götter der Griechen,München.
Sinn 1978: U. Sinn, Das Heiligtum der Artemis bei Kombothekra. Elische Lekythen, AM 93, 45-82.
Sinn 1981: U. Sinn, Das Heiligtum der Artemis bei Kombothekra, AM 96, 25-71.
Solima 2011: I. Solima, Heiligtümer der Artemis auf der Peloponnes, Heidelberg.
Sprenger– Bartoloni 1977: M. Sprenger – G. Bartoloni – M. Hirmer, Die Etrusker, München.
Τιβέριος 1987:Μ. Τιβέριος, Oμφάλη ή Άρτεμη; Παρατηρήσεις στην εικoνoγραφία της επoχής των Πεισιστρατιδών στο Σ. Δρούγου – Χ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη –Μ. Τιβέριος (επιμ.), Αμη τός. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο, Θεσσαλονίκη, 873-880.
Torelli – Moretti 2008: Μ. Torelli – A. M. Moretti Sgubini (επιμ.), Etruschi. Le antiche metropoli del Lazio, Roma.
Venit 2003:M. S. Venit, A reconsideration of the Relief of the Gods from Brauron, AntK 46, 44-54.
Wünsche – Knauss 2004: R. Wünsche – Fl. Knauss (επιμ.) Lockender Lorber: Sport und Spiel in der Antike, München.
Wünsche – Steinhart 2009: R. Wünsche – M. Steinhart, Sammlung James Loeb, Lindenberg im Allgäu.
Zimmermann 1998: N. Zimmermann, Beziehungen zwischen Ton- und Metallgefässen spätklassischer und frühhellenistischer Zeit, Rahden Westf.




Printfriendly