«Οι σκληροί εχθροί της Ελλάδος είχαν ερηµώσει τους κάµπους της, τόσο γόνιµους άλλοτε. Όταν δεν εύρισκαν πια κεφάλια για να κόψουν, η λύσσα τους εστράφηκε εναντίον των πόλεων και των σπιτιών. […] Eπελέκησαν όλα τα δένδρα, αφήνοντας πίσω τους ερείπια και στάχτες, και σκόρπισαν παντού το θάνατο και την ερήµωση. Άπλωσαν πάνω στα παράλια σχεδόν όλου του Μοριά έναν πένθιµο πέπλο»1. Αυτή ήταν η εικόνα της Πελοποννήσου στις αρχές του 1829, ύστερα από την ολέθρια δράση του Ιµπραήµ, που από το 1825 είχε έλθει σε βοήθεια των Τούρκων. Ο αιγυπτιακός στρατός είχε προξενήσει τεράστιες καταστροφές στις καλλιέργειες, στις πόλεις και στα χωριά και είχε επιφέρει την ερήµωση σε περιοχές που άλλοτε έσφυζαν από ζωή. Η παραµονή του στην Πελοπόννησο και η τήρηση του ελέγχου των σηµαντικών φρουρίων της, παρά την ήττα του στη ναυµαχία του Ναβαρίνου, οδήγησε τις Μεγάλες ∆υνάµεις στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου (7/19 Ιουλίου 1828)2, µε το οποίο αποφασίσθηκε η αποστολή γαλλικών στρατευµάτων στην Πελοπόννησο για την αποµάκρυνση του Ιµπραήµ. Το εκστρατευτικό σώµα, που θα έστελνε η Γαλλία στο όνοµα και των τριών ∆υνάµεων, είχε ρητή υποχρέωση να περιορισθεί στην Πελοπόννησο, να δράσει µε τρόπο που δε θα έθετε σε κίνδυνο τις σχέσεις της Γαλλίας µε την Πύλη και τον πασά της Αιγύπτου και έπρεπε να ανακληθεί αµέσως µετά το τέλος της αποστολής του. Η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή υπό τον Στρατηγό Nicolas-Joseph Maison ξεκίνησε από την Τουλόν την 5/17 Αυγούστου 1828. Η δύναµή της έφθανε σε 14.000 άνδρες, που χωρίσθηκαν σε τρεις µοίρες, υπό τον Maison, τον Sebastiani και τον Schneider. Οι δύο πρώτες έφθασαν στην Πελοπόννησο στις 17/29 Αυγούστου. Ο Maison αποβιβάσθηκε στο Πεταλίδι, όπου έµεινε για λίγο προτού στρατοπεδεύσει στη Γιάλοβα, και ο Sebastiani κοντά στην Κορώνη. Η τρίτη µοίρα υπό τον Schneider αποβιβάσθηκε στο Ναβαρίνο τέσσερις ηµέρες αργότερα3.
Στο µεταξύ, πριν ακόµη φθάσει στην Πελοπόννησο ο γαλλικός στρατός, ο Μεχµέτ Αλής της Αιγύπτου, µε τη συνθήκη της Αλεξανδρείας της 28ης Ιουλίου/9ης Αυγούστου 1828, είχε ήδη συµφωνήσει για την εκκένωση της Πελοποννήσου και τη διατήρηση της τουρκικής κυριαρχίας µόνο σε πέντε φρούρια4.
Έτσι, ως τις αρχές Οκτωβρίου ο Ιµπραήµ και τα στρατεύµατά του είχαν αποχωρήσει από την Πελοπόννησο και ο γαλλικός στρατός είχε καταλάβει τα τρία µεσσηνιακά φρούρια χωρίς σοβαρή αντίσταση. Λίγο αργότερα παραδόθηκαν στους Γάλλους τα φρούρια της Πάτρας και του Ρίου, ύστερα από σύντοµη αντίσταση στο τελευταίο, και ως τα τέλη του Οκτωβρίου όλη η Πελοπόννησος ήταν ελεύθερη. Η καθαρά στρατιωτική αποστολή του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος ολοκληρώθηκε έτσι, πολύ σύντοµα, σχεδόν σε δύο µήνες, και χωρίς µακροχρόνιες επιχειρήσεις, παρά τις προσδοκίες τόσο του ίδιου του γαλλικού στρατού όσο και των Ελλήνων, που µε αγωνία περίµεναν την προώθησή του πέρα από τον Ισθµό5. Τα στρατεύµατα, σύµφωνα µε το πρωτόκολλο του Ιουλίου 1828, έπρεπε να αποχωρήσουν. Όµως την 4/16η Νοεµβρίου 1828 υπογράφηκε στο Λονδίνο νέο πρωτόκολλο, κυρίως ύστερα από τις πιέσεις της αγγλικής πολιτικής, µε το οποίο οι τρεις ∆υνάµεις (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία) έθεταν την Πελοπόννησο υπό την προστασία τους και έδιναν στη γαλλική κυβέρνηση τη δυνατότητα να αποφασίσει κατά πόσο θα άφηνε τµήµα του στρατού της στην Ελλάδα, µε τη δέσµευση ότι δε θα προχωρούσε πέρα από τον Ισθµό6. Αυτό ήταν αποτέλεσµα και των ενεργειών του Καποδίστρια, ο οποίος ήθελε την παραµονή του γαλλικού στρατού στην Πελοπόννησο µε το σκεπτικό ότι διαφορετικά η χώρα θα ήταν εκτεθειµένη σε κίνδυνο7. Συνεπώς, το µεγαλύτερο µέρος του στρατού αποχώρησε σταδιακά από τον Ιανουάριο ως το Μάιο του 1829, οπότε έφυγε και ο Maison8, ενώ ένα τµήµα του, η 3η Μεραρχία, παρέµεινε υπό τον Στρατηγό Schneider, µε τη σύµφωνη γνώµη των τριών ∆υνάµεων και κυρίως της Αγγλίας, που εξασφαλίσθηκε µε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Το σώµα αυτό, µάλιστα, που θα παρέµενε για ένα χρόνο, στο εξής χαρακτηριζόταν απροκάλυπτα ως “corps d’occupation”9.
Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider, οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές δραστηριότητές τους, υπό την καθοδήγηση του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση των πόλεων που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι Γάλλοι, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια και η όψη της φοβερή10. ∆εν υπήρχαν καν οικήµατα κατοικήσιµα ούτε άλλου είδους καταλύµατα για τους στρατιώτες ούτε η κατάλληλη υποδοµή στα φρούρια ώστε να εξασφαλίζεται η αµυντική τους πληρότητα. Στο στρατόπεδο, όπου διέµεναν αρχικά, στη Γιάλοβα, οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά αντίξοες, καθώς η περιοχή ήταν ελώδης και πολλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους από τις επιδηµίες11. Οι συνθήκες ήταν πιο ανεκτές στην Πάτρα και στην Κορώνη, ανάλογα προβλήµατα όµως υπήρχαν και εκεί12.
Το πρώτο φρούριο που παραδόθηκε στα γαλλικά στρατεύµατα, την 6η Οκτωβρίου 1828, ήταν αυτό του Ναβαρίνου (εικ.1). Κατασκευασµένο από τους Τούρκους το 1573, ήταν από τα πιο σηµαντικά φρούρια της Πελοποννήσου, καθώς είχε τον έλεγχο του µοναδικού σε όλη την ανατολική Μεσόγειο ασφαλούς λιµανιού, που θα µπορούσε να φιλοξενήσει έναν ολόκληρο στόλο13. Είχε την ονοµασία «Νιόκαστρο», για να διακρίνεται από το παλαιότερο φράγκικο φρούριο της περιοχής, το Παλαιόκαστρο, που ήταν κτισµένο στο βόρειο άκρο του όρµου του Ναβαρίνου. Στη διάρκεια των αιώνων είχε υποστεί σοβαρές ζηµιές από τις συνεχείς πολιορκίες, µε πιο πρόσφατη την καταστροφή του Έβδοµου, του ισχυρού δυτικού του προµαχώνα, που συνέβη το 1825 κατά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης14.
Όταν περιήλθε στην κατοχή του γαλλικού στρατού, το φρούριο ήταν σε κακή κατάσταση: «Αι οχυρώσεις του Ναβαρίνου είναι εις αθλίαν κατάστασιν, καθώς και το πυροβολικόν το οποίον εύροµεν· η πόλις δεν είναι παρά εις σωρός δυσωδών ερειπίων και δεν διαθέτει ουδέν οίκηµα εξ όσων µας είναι απαραίτητα· πρέπει να κατασκευάσωµεν τα πάντα»15. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας µέσα στο κάστρο, εκτός από τη φρουρά του, κατοικούσαν Τούρκοι. Ο ελληνικός πληθυσµός είχε συγκεντρωθεί έξω από το κάστρο, ανατολικά, στην περιοχή Βαρούσι (σηµερινά Καλύβια) και νοτιότερα, πιο κοντά στο τείχος, στις Καµάρες, κοντά στο ενετικό υδραγωγείο16. Η κατάσταση της πόλης ήταν το ίδιο κακή µε αυτή του φρουρίου: «ξύλινα παραπήγµατα, στηµένα στην ακτή, έξω από την ερειπωµένη πόλη, ανάµεσα στα οποία κυκλοφορούσαν κάτισχνοι και ρακένδυτοι άνδρες […]»17.
Αµέσως µετά την κατάληψη του φρουρίου από το γαλλικό στρατό, τοποθετήθηκε φρουρά από πενήντα άνδρες επάνω στην ακρόπολη και τα συνεργεία των στρατιωτών άρχισαν την επίπονη εργασία τους για να καθαρίσουν το χώρο από τα ερείπια και από τα εφόδια που είχε αφήσει πίσω του ο στρατός του Ιµπραήµ.
Μέσα στο κάστρο, στις παρυφές της ακρόπολης, στα παλαιά τούρκικα σπίτια που σώζονταν αριστερά της εισόδου της πόλης, εγκαταστάθηκαν ο φρούραρχος, ο γενικός επιµελητής και ο ταµίας του γαλλικού στρατεύµατος. Το τζαµί, που σήµερα έχει µετατραπεί σε ναό του Σωτήρα, χρησιµοποιήθηκε ως αποθήκη αλεύρων και σιτηρών18. Το πρώτο και κύριο µέληµα του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος ήταν η αναστήλωση του τείχους και των κατεστραµµένων προµαχώνων του φρουρίου.
Σύµφωνα µε υπολογισµούς, που περιλαµβάνονται στο υπόµνηµα του Audoy, διοικητή του Μηχανικού, προς τον Maison (µε ηµεροµηνία 11 ∆εκεµβρίου 1828), οι εργασίες οχύρωσης στο Ναβαρίνο θα διαρκούσαν 50 ηµέρες, το κόστος τους ανερχόταν σε 20.000 φράγκα και για την ολοκλήρωσή τους χρειάζονταν 38 κτίστες, 4 ξυλουργοί και 80 εργάτες19. Με την επίβλεψη των Γάλλων µηχανικών και µε τη συµβολή των στρατιωτών του Πυροβολικού και, κυρίως, του Μηχανικού αναστηλώθηκε ο Έβδοµος, κατασκευάσθηκε τάφρος και κρυφό µονοπάτι περιµετρικά στην ακρόπολη και επισκευάσθηκε ο εξαγωνικός περίβολος της ακρόπολης, η οποία, τιµής ένεκεν, ονοµάσθηκε «Πύργος του Μαιζώνα»20. Ακριβώς αριστερά της βόρειας εισόδου του κάστρου κατασκευάσθηκε το κτήριο του στρατώνα, ένα απλό, ορθογώνιο λίθινο οικοδόµηµα µε διαστάσεις 47x 16µ., που εξακολουθεί να χρησιµοποιείται µέχρι σήµερα (εικ.2- 4). Είναι διώροφο, στεγάζεται µε τετράρριχτη στέγη και η πρόσβαση στον όροφό του γίνεται από δύο εξωτερικές κλίµακες στα άκρα της ανατολικής µακράς πλευράς. Μετά την αποχώρηση των Γάλλων, εξακολούθησε να χρησιµοποιείται ως στρατώνας, ακόµα και όταν το φρούριο λειτουργούσε ως κέντρο εκπαίδευσης της χωροφυλακής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ενώ αργότερα στέγασε τη φρουρά των φυλακών βαρυποινιτών, που βρίσκονταν στην ακρόπολη. Από το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου ως το 1982 χρησιµοποιήθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία ως αποθήκη και εργαστήριο συντήρησης αρχαιοτήτων. Σήµερα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος της συλλογής René Puaux και ως ξενώνας της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων21.
Ενώ το έργο της αποκατάστασης του κάστρου είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και τα γαλλικά στρατεύµατα ετοιµάζονταν να αποχωρήσουν, µία νέα καταστροφή έπληξε το Ναβαρίνο τη νύκτα της 6ης προς 7ης Νοεµβρίου 1829. Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ένας κεραυνός κτύπησε το φρούριο, κατέστρεψε τις δύο πυριτιδαποθήκες του, το µετέτρεψε σε σωρό ερειπίων, η δε πόλη επίσης καταστράφηκε, αφού ούτε µία οικία της δεν ήταν πια κατοικήσιµη. Έχασαν τη ζωή τους είκοσι έξι στρατιώτες του Πυροβολικού και του Μηχανικού και τραυµατίσθηκαν είκοσι οκτώ22. Σε επιστολή του προς τον Eynard, ο Καποδίστριας περιγράφει το γεγονός µε απελπισία: «[...] Ο κεραυνός χτύπησε τις πυριτιδαποθήκες του Ναβαρίνου και µαζί µε αυτές το φρούριο που οι µηχανικοί της αποστολής είχαν κατορθώσει να φέρουν στην καλύτερη αµυντική κατάσταση. Αυτό το σηµείο είναι στο εξής ανοιχτό και είναι το κλειδί για την Πελοπόννησο»23. Ο Schneider, που στο µεταξύ είχε αντικαταστήσει τον Maison, κατόρθωσε να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του Υπουργού Στρατιωτικών της Γαλλίας για την παραµονή του γαλλικού στρατού, µε το επιχείρηµα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν µπορούσε µόνη της να αποκαταστήσει το φρούριο, ενώ είχε ήδη ολοκληρώσει τους υπολογισµούς του για τη δαπάνη και το σχέδιο των απαιτούµενων εργασιών. Έτσι, µαζί µε ένα ελληνικό τάγµα, οι Γάλλοι εργάσθηκαν για την αποκατάσταση του Ναβαρίνου µε έξοδα της Γαλλίας24. Οι πέτρες των κατεστραµµένων τουρκικών σπιτιών χρησίµευσαν στην αποκατάσταση της αποθήκης, ενώ οι πόρτες και τα παράθυρα µεταφέρθηκαν βαθµιαία στις νέες κατοικίες που κτίζονταν γύρω από το λιµάνι25. Οι Γάλλοι κράτησαν στην κατοχή τους το φρούριο για τα επόµενα χρόνια, επεµβαίνοντας όποτε χρειαζόταν για τη συντήρησή του ή τον καλλωπισµό του26.
Παράλληλα µε τις εργασίες αποκατάστασης του Νιόκαστρου, έγινε ο σχεδιασµός και η οικοδόµηση της σύγχρονης πόλης της Πύλου, έξω από τα τείχη του κάστρου, το οποίο εγκαταλείφθηκε πια ως τόπος κατοικίας. Το έργο, που ξεκίνησε ήδη από το Σεπτέµβριο του 1828, ανέλαβαν και πάλι οι µηχανικοί του εκστρατευτικού σώµατος και το σχέδιο της νέας πολιτείας χαρτογράφησε ο Audoy, µε εντολή του Maison. Ο οικισµός των Τούρκων που βρισκόταν µέσα στο κάστρο διαλύθηκε και το οικοδοµικό του υλικό χρησιµοποιήθηκε για τη νέα πόλη. Ο οικισµός τοποθετήθηκε βορειοανατολικά του φρουρίου και αναπτύχθηκε αµφιθεατρικά γύρω από την κεντρική δηµόσια πλατεία, που δηµιουργήθηκε στο σηµείο όπου παλαιότερα ήταν ρέµα. Η πλατεία είχε σχήµα τραπεζίου και καταλάµβανε έκταση περίπου 500 τ.µ. δίπλα στην ακτή, ενώ στις τρεις πλευρές της περικλειόταν από στοά µε κιονοστοιχίες, που εξυπηρετούσε την αγορά, ακολουθώντας το πρότυπο γαλλικής παράλιας µεσογειακής πόλης. Η µορφή και ο βασικός ιστός της πόλης, αυστηρός και λειτουργικός αλλά χαριτωµένος, παραµένουν στην ουσία αναλλοίωτα µέχρι σήµερα (εικ. 5-6). Ο οικισµός στα δυτικά έφθανε µέχρι και τη σηµερινή οδό Κωστή Τσικλητήρα και άφηνε ακάλυπτη, για καθαρά στρατιωτικούς λόγους, την υπόλοιπη περιοχή, που εξασφάλιζε ορατότητα και πεδίο δράσεως στους υπερασπιστές του φρουρίου. Η ολοκλήρωση του σχεδίου έγινε στις 26 ∆εκεµβρίου 1830 και φέρει έγκριση του Καποδίστρια µε ηµεροµηνία 15 Ιανουαρίου 183127.
Για τις πρώτες ανάγκες του εκστρατευτικού σώµατος αρχικά χρησιµοποιήθηκαν τα µισοκατεστραµµένα υπόστεγα κοντά στην αποβάθρα της πόλης, που οι τουρκικές αρχές χρησιµοποιούσαν ως αποθήκες. Το µεγαλύτερο, που διέθετε τρεις χώρους, στα τέλη Οκτωβρίου του 1828 µετατράπηκε σε νοσοκοµείο για να δεχθεί τους ασθενείς από το στρατόπεδο της Γιάλοβας. Σε ένα δεύτερο παράπηγµα, πιο δυτικά, υπήρχαν γραφεία Γάλλων αξιωµατικών, της υγειονοµικής υπηρεσίας και η αίθουσα των εγχειρήσεων. Κοντά στο µεγάλο υπόστεγο, σε ένα µικρό κατάστηµα, στεγάσθηκε το φαρµακείο. Όλα τα κτίσµατα ήταν πετρόκτιστα και διορθώθηκαν από τους µηχανικούς του στρατού. Το έδαφος ισοπεδώθηκε, στους τοίχους ανοίχθηκαν παράθυρα και οι επιφάνειες καλύφθηκαν µε ασβέστη. Το συγκρότηµα του νοσοκοµείου βρισκόταν ανάµεσα στα σύγχρονα ξενοδοχεία «Νέστωρ» και «Ναβαρίνο» και σήµερα έχει κατεδαφιστεί. Σε άλλα παρόµοια υπόστεγα στεγάσθηκαν τα πυροβόλα, το ελληνικό τελωνείο και ένα αστυνοµικό τµήµα, ενώ, κοντά στο σηµερινό µουσείο, ένα µεγάλο οικοδόµηµα µε «υαλοσκεπή» εξώστη χρησιµοποιήθηκε ως κοιτώνας των Γάλλων αξιωµατικών (πρόκειται για το γνωστό ως «Σκορδουλέικο» αρχοντικό, που επίσης έχει κατεδαφιστεί)28.
Από τα πρώτα δηµόσια οικοδοµήµατα της νέας πόλης και από τα πιο επιβλητικά ήταν το διοικητήριο, που ανεγέρθηκε το 1829 µε δαπάνες της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής (εικ. 7). Το κτήριο βρισκόταν σε κεντρικό σηµείο της Πύλου, στην πλαγιά ανατολικά της πλατείας, στη σύγχρονη οδό Επισκόπου Γρηγορίου Μεθώνης (αρ. 19). Ο δρόµος αυτός, µάλιστα, σχεδιάστηκε από τους Γάλλους µηχανικούς έτσι ώστε να οδηγεί από την πλατεία στο συγκεκριµένο οικοδόµηµα. Το διοικητήριο δέσποζε στη γύρω περιοχή και φιλοξενούσε δεξιώσεις, τελετές και επίσηµες εκδηλώσεις των Γάλλων. Μετά την αποχώρηση του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος, προσφέρθηκε στο ελληνικό κράτος και στέγασε διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες. Το 1930, όταν επισκέφθηκε την Πύλο ο René Puaux, το «ροζ κτήριο του ταχυδροµείου» ήταν το µόνο που είχε αποµείνει από εκείνη την εποχή. Αργότερα, παραχωρήθηκε στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισµών Πυλίας, που το κατεδάφισε το Νοέµβριο του 198629. Στο βόρειο µέρος της πόλης εγκαταστάθηκαν Γάλλοι έµποροι και µερικές οικογένειες Γάλλων αξιωµατικών, που έµειναν στην Πύλο µόνιµα, και έτσι σχηµατίσθηκε µία µικρή συνοικία, που ονοµάσθηκε «Φραγκοµαχαλάς». Μάλιστα, διέθετε και τη δική της καθολική εκκλησία, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας και δεν υπάρχει πια, αν και µνηµονεύεται στην τοπωνυµία «Φραγκοκλησά», που ακόµη χρησιµοποιείται για την περιοχή30. Έξω από την πόλη, στη θέση «Στρογγυλό», πάνω από τις σπηλιές, βρισκόταν το νεκροταφείο, όπου είχαν ταφεί οι 915 Γάλλοι στρατιώτες που πέθαναν λόγω των ανθυγιεινών συνθηκών στο στρατόπεδο της Γιάλοβας. Η περιοχή πήρε την ονοµασία της από τον κυκλικό µαντρότοιχο του νεκροταφείου31. Από τις επεµβάσεις που βελτίωσαν καθοριστικά τις συνθήκες ζωής στην Πύλο ήταν η επισκευή και συντήρηση που πραγµατοποιήθηκε το 1832 στο υδραγωγείο του Χανδρινού, το οποίο µέχρι και το 1827 ήταν ερειπωµένο. Μετά την επισκευή του, χρησιµοποιήθηκε για την ύδρευση της πόλης µέχρι το 1907 32.
Σταδιακά, ο ασήµαντος µικρός οικισµός του Ναβαρίνου εξελίχθηκε σε σηµαντική κωµόπολη, που το 1833 πήρε το όνοµα Πύλος για να θυµίζει την οµώνυµη οµηρική πολιτεία33. Στο διάστηµα από το 1828 έως το 1833 πολλές οικογένειες από την ορεινή Τριφυλία, τη Γορτυνία και τα Επτάνησα εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη. Ήδη από την άνοιξη του 1829, µόλις έξι µήνες µετά την αποχώρηση του Ιµπραήµ, το Ναβαρίνο είχε εντελώς µεταµορφωθεί σε «νέο κάστρο», µε τις οχυρώσεις που πρόσθεσαν οι Γάλλοι από την πλευρά της ξηράς, και σε «νέα πόλη», που στη θέση των αποθηκών και των δύο τριών εργαστηρίων που είχε αφήσει ο Ιµπραήµ τώρα βρίσκονταν «µία καλή πλατεία, καλοί δρόµοι, περισσότερα από 200 εργαστήρια, περισσότερα από 20 ξενοδοχεία και πολλά άλλα καλά οικήµατα»34.
Το δεύτερο φρούριο που κατέλαβαν τα γαλλικά στρατεύµατα ήταν αυτό της Μεθώνης, που παραδόθηκε ύστερα από διαπραγµατεύσεις την 7η Οκτωβρίου 1828 (εικ. 8). Ήταν το µεγαλύτερο κάστρο της Πελοποννήσου και ένα από τα σπουδαιότερα για την άµυνα όλου του Μοριά. Κτισµένο στα τέλη του 13ου αιώνα από τους Βενετούς, πέρασε στην κυριαρχία των Τούρκων και στη συνέχεια του Ιµπραήµ, το 182635. Σε αυτό βρισκόταν το αρχηγείο του Ιµπραήµ, ενώ στο εσωτερικό του, όπως και στο Ναβαρίνο, κατοικούσαν Τούρκοι και Άραβες. Η πρόσβαση στο φρούριο γινόταν από την ανατολική πλευρά, όπου υπήρχε ξύλινη γέφυρα µήκους 40 βηµάτων. Αµέσως µετά τις πύλες του πρώτου και του δεύτερου τείχους σχηµατιζόταν µια µεγάλη πλατεία στη δεξιά πλευρά της οποίας βρισκόταν το παλάτι του κυβερνήτη της Μεθώνης και µετέπειτα η κατοικία-διοικητήριο του Ιµπραήµ. Αριστερά υπήρχε η «οδός της αγοράς», ο πιο µακρύς και ο πιο φαρδύς δρόµος της πόλης, που κατέληγε στην πυριτιδαποθήκη. Από τις δύο πλευρές ξεκινούσαν άλλοι δρόµοι, «σκοτεινά σοκάκια ανάµεσα σε µισοερειπωµένες καλύβες κατάµεστες από Τούρκους και Άραβες, στοιβαγµένους κι ανακατωµένους»36. Η αµυντική κατάσταση της Μεθώνης, όταν την κατέλαβαν οι Γάλλοι, φαίνεται ότι ήταν κάπως καλύτερη από αυτή του Ναβαρίνου: «Η Μοθώνη είναι εν φρούριον ισχυρότατον το οποίον διαθέτει, πράγµα σπάνιον εις την Ανατολήν, ένα προφυλακτήριον δρόµον πασσαλωτόν, µίαν τεραστίαν τάφρον, διπλούν περίβολον και τείχη µε ισχυράς επάλξεις» 37. Η κατάσταση στην παλαιά πόλη των Τούρκων όµως δεν ήταν τόσο καλή. Ο Ιµπραήµ είχε προξενήσει πολλές καταστροφές στην άλλοτε «χαρωπή» Μεθώνη, τόσο στα οικήµατα όσο και στις καλλιέργειες. Τα κατοικήσιµα σπίτια ήταν µόλις γύρω στα εκατό και, µάλιστα, σηµειώθηκαν ατυχήµατα όταν στέγες και πατώµατα κατέρρευσαν επάνω σε Γάλλους στρατιώτες38.
Αµέσως και εδώ άρχισαν εργασίες αποκατάστασης του φρουρίου και της πόλης, µε πολύ εντατικούς ρυθµούς, καθώς µέσα στο κάστρο εγκαταστάθηκε και το αρχηγείο του γαλλικού σώµατος39. Σύµφωνα µε υπολογισµούς που περιλαµβάνονται στο υπόµνηµα του Audoy, διοικητή του Μηχανικού, προς τον Maison (11 ∆εκεµβρίου 1828), το κόστος για τις εργασίες οχύρωσης στη Μεθώνη ανερχόταν σε 5.370 φράγκα, ενώ χρειάζονταν 50 ηµέρες για την ολοκλήρωσή τους και έπρεπε να εργασθούν 18 κτίστες, 2 ξυλουργοί και 113 εργάτες40. Οι Γάλλοι στρατιώτες, εκτός από τις καθηµερινές τους ασκήσεις, ασχολούνταν µε την επιδιόρθωση των οχυρώσεων και µε τον καθαρισµό των ανθυγιεινών τµηµάτων της τουρκικής πόλης, η οποία σύντοµα έγινε, ιδίως προς την πλευρά της ξηράς, τόσο καθαρή όσο και τα καλύτερα φρούρια της Γαλλίας, όπως χαρακτηριστικά επισηµαίνει ο Mangeart. Οι άνδρες του Μηχανικού και εδώ κατεδάφισαν πολλά κτίσµατα, ωστόσο αρκετά ερείπια παρέµειναν. Στην κεντρική αρτηρία, που διέσχιζε όλη την πόλη, εγκαταστάθηκαν πρόχειρα καταστήµατα. Ο Maison εγκαταστάθηκε στο οίκηµα που χρησιµοποιούσε και ο Αιγύπτιος πασάς, στα αριστερά της εισόδου, δίπλα στον τοίχο του κάστρου (εικ. 9). Η µορφή του µάς παραδίδεται από την περιγραφή του Mangeart: ήταν ένα µεγάλο σπίτι από πέτρες και ξύλα, κτισµένο σε τετράγωνο οικόπεδο. Χωριζόταν σε δύο µέρη από µία πτέρυγα κτισµάτων και έτσι σχηµατίζονταν δύο αυλές. Στο υπόγειο ήταν οι στάβλοι και από πάνω βρίσκονταν τα διαµερίσµατα που κρατούσε ο Ιµπραήµ και οι άνθρωποι της ακολουθίας του.
Ένας πλατύς διάδροµος οδηγούσε σε όλα τα δωµάτια· το ανάκτορο έδινε την εντύπωση µικρού χωριού µέσα στην πόλη, µε τα τείχη του και τις πύλες του. Κοντά στο συγκρότηµα αυτό δέσποζε ο εντυπωσιακός κόκκινος κίονας από γρανίτη. Στην κεντρική µεγάλη πλατεία, κοντά στον κίονα, οι Γάλλοι είχαν στήσει µία ξύλινη εξέδρα, όπου φιλοξενούνταν ψυχαγωγικά θεάµατα αλλά και η κυριακάτικη λειτουργία (εικ. 10-11). Στη γωνία του εγκάρσιου δρόµου που κατεβαίνει ως την πύλη «του Μαντρακιού» ή «της ∆ογάνας» υπήρχε το τζαµί, στο χώρο του αρχαίου ναού της Αθηνάς. Το 1830 υπήρχαν ακόµη οι ιωνικοί κίονες και το κτίσµα είχε µετατραπεί σε αποθήκη της επιµελητείας του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος.
Κοντά βρισκόταν και το παλαιό σπίτι του Σουλεϊµάν Μπέη, Γάλλου στρατιωτικού στην υπηρεσία του Ιµπραήµ, στο οποίο εγκαταστάθηκε µετά την κατάληψη του φρουρίου ο ∆ιοικητής του 27ου Συντάγµατος Πεζικού. Σε ένα ετοιµόρροπο σπίτι, που επισκευάσθηκε πρόχειρα, στεγάσθηκε το νοσοκοµείο, που διέθετε τέσσερα δωµάτια, ενώ δύο ακόµη δωµάτια παραχωρήθηκαν από το Πυροβολικό στην περιοχή του ναυστάθµου, δίπλα στην αποθήκη του Πυροβολικού41. Μέσα στην πόλη υπήρχαν και πολλά καταστήµατα, καπηλειά, εστιατόρια και καφενεία, από τα οποία το ένα είχε και µπιλιάρδο. Σε κάποια απόσταση, προς τα βόρεια, είχαν εγκατασταθεί στις όχθες του ποταµού πολυάριθµες καλύβες, που το σύνολό τους έµοιαζε, σε µικρογραφία, σαν µία από τις ακρινές συνοικίες του Παρισιού. Εκεί συνήθως συγκεντρώνονταν οι στρατιώτες του πεζικού, µηχανικού και µεταγωγικού, που αποτελούσαν τη φρουρά της Μεθώνης42.
Σηµαντικό ήταν το έργο που επιτελέσθηκε από τους Γάλλους στη βόρεια είσοδο του κάστρου. Ανακαινίσθηκε η πύλη, που µε τη µνηµειακή µορφή της αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του κάστρου. Η ξύλινη γέφυρα στην είσοδο αντικαταστάθηκε µε τη λιθόκτιστη από δεκατέσσερα τόξα, που σχεδιάσθηκε και κατασκευάσθηκε από τους µηχανικούς του εκστρατευτικού σώµατος και σώζεται µέχρι σήµερα (εικ.12). Έχει ύψος 4 µ., µήκος 45 µ., πλάτος 3 µ. και αποτελείται από 14 καµάρες (τόξα). Το 1833, λίγο πριν από την αποχώρηση του στρατεύµατος, οικοδοµήθηκε και ο µικρός µονόχωρος ναός της Μεταµορφώσεως του Σωτήρα43. Οι Γάλλοι έµειναν στη Μεθώνη µέχρι την αποχώρησή τους από την Ελλάδα και ως το 1830-1832 πραγµατοποιούσαν εργασίες συντήρησης και εξωραϊσµού του φρουρίου. ∆ιαµόρφωσαν δύο ευρύχωρες πλατείες, λιθόστρωσαν τους δρόµους, φύτευσαν 300 δένδρα (πλατάνια, λεύκες και ελιές) στη µία πλατεία και στα προπύλαια, ενώ µελετούσαν και την ανέγερση στρατώνα44.
Παράλληλα, από τις πρώτες ασχολίες των κατοίκων ήταν η προσπάθεια για την ίδρυση σχολείου. Για το σκοπό αυτό αρχικά παραχωρήθηκε µία εκκλησία, που ως τότε χρησίµευε ως σιδηρουργείο του γαλλικού στρατού. Το ∆εκέµβριο του 1829 όµως άρχισε η οικοδόµηση του νέου σχολείου, σε θέση εγκεκριµένη από τονΚαποδίστρια και µε σχέδιο που εκπονήθηκε και πάλι από τον Audoy. Το κτήριο ολοκληρώθηκε στα µέσα Φεβρουαρίου 1830, µε εισφορές των κατοίκων (εικ.13)49.
Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η επικοινωνία των δύο φρουρίων που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει µόνο χαλάσµατα και τα ερείπια ενός αρχαίου παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και περίπου 10.000 ελιές50.
Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν στη χάραξη και κατασκευή του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. Όπως αναφέρει ο Puaux, περίπου στα µισά του δρόµου, στο ύψος του Καινούργιου Χωριού, κοντά σε µία πηγή και µία παµπάλαια συκιά, υπήρχε το καπηλειό του Πανάγου, ενός Έλληνα βετεράνου της ναπολεόντειας στρατιάς. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εργάζονταν για την κατασκευή του δρόµου πήγαιναν εκεί, έπιναν ρακί και αγόραζαν κυνήγι. Εκεί κοντά ο Schneider είχε κατασκευάσει και ένα σανατόριο για τους στρατιώτες, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε51.
Ο δρόµος αυτός, αν και µικρού µήκους (µόλις 12 χιλιοµέτρων), ήταν ο πρώτος αµαξιτός δρόµος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα (εικ. 14). Ο µόνος άλλος που άνοιξε το 1830 για τις φορτηγές άµαξες ήταν αυτός µεταξύ Άργους και Ναυπλίου52. ∆υστυχώς όµως αµέσως µετά την αποχώρηση των Γάλλων η οδός καταστράφηκε και οι άµαξες που τη διέσχιζαν παρέµειναν εγκαταλελειµµένες στο φρούριο της Μεθώνης53.
Το τρίτο µεσσηνιακό κάστρο που κατέλαβαν οι Γάλλοι στις 9 Οκτωβρίου 1828 ήταν αυτό της Κορώνης (εικ. 15). Από τα λαµπρότερα κάστρα της Πελοποννήσου, κατασκευάσθηκε στους βυζαντινούς χρόνους στην άκρη του λιµανιού της πόλης και στη συνέχεια πέρασε στα χέρια των Φράγκων, των Ενετών και, τελικά, των Τούρκων54. Η ελληνική πόλη, που άλλοτε εκτεινόταν στην παραλία, κάτω από το κανόνι του φρουρίου, είχε αφανιστεί από τους Αιγυπτίους και οι κάτοικοί της είχαν αποµακρυνθεί, ενώ µέσα στο κάστρο διέµεναν και εδώ µόνο Τούρκοι. Όταν έφθασε το γαλλικό εκστρατευτικό σώµα, η γενική εικόνα του φρουρίου ήταν µάλλον ικανοποιητική. Η οχύρωση είχε διατηρηθεί αρκετά καλά, αν και η κατάσταση του πυροβολικού αναφέρεται ως «αξιοθρήνητη». Στην πόλη βρίσκονταν µόνο δύο λόχοι κατοχής και οι κάτοικοί της δεν είχαν επιστρέψει ακόµη55. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Maison: «Το φρούριον αυτό είναι, από απόψεως οχυρώσεως, εις καλυτέραν κατάστασιν από την του Ναβαρίνου· αλλ’ όπως και τα δύο άλλα φρούρια, δεν παρέχει παρά σωρούς ερειπίων τους µεν επί των δε [...]»56.
Οι µηχανικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος κατασκεύασαν την πρόσβαση στην κεντρική είσοδο του κάστρου και αποκατέστησαν την εκκλησία, που είχε µετατραπεί από τους Τούρκους σε τζαµί57. Αν και η Κορώνη παραδόθηκε αµέσως στις ελληνικές αρχές58, οι Γάλλοι επανεγκατέστησαν εκεί φρουρά59, και µέχρι το 1830 µε δική τους µέριµνα έγιναν περιορισµένης έκτασης εργασίες στο φρούριο, καθώς και επισκευές στην οροφή των στρατώνων και στη σκοπιά που είχε παρασυρθεί από τον αέρα60. Παράλληλα, ο λοχαγός των Οχυρωµατοποιών ανέλαβε να προβεί στο σχεδιασµό του προαστίου του κάστρου, όπως είχε γίνει και στις άλλες πόλεις61. Παρά την περιορισµένη παρουσία των Γάλλων, πολύ γρήγορα, ήδη από την άνοιξη του 1829, η πόλη είχε αναβιώσει, οι κάτοικοί της είχαν επιστρέψει και τα σπίτια είχαν αρχίσει να ξανακτίζονται, ενώ αναπτύχθηκε και η οικονοµία της, που βασίσθηκε στην καλλιέργεια της σταφίδας και στην αγγειοπλαστική62.
Το αρχικό σχέδιο των Γάλλων, που δεν υλοποιήθηκε τελικά, προέβλεπε ότι θα οχυρώνονταν όλα τα φρούρια που κατέλαβαν τα στρατεύµατά τους, καθώς και ο Ισθµός της Κορίνθου, µε σκοπό την ανάσχεση πιθανής τουρκικής εισβολής63. Μάλιστα, την περίοδο από το ∆εκέµβριο 1828 έως τον Ιανουάριο 1829 οργανώθηκε ειδική αποστολή, που ασχολήθηκε µε τον υπολογισµό των εξόδων και των διαδικασιών που απαιτούνταν για να γίνουν οχυρωµατικά έργα στη Μεθώνη, στο Ναβαρίνο, στο Ρίο και στον Ισθµό. Υπεύθυνος για τις µελέτες αυτές ήταν ο αξιωµατικός του Μηχανικού Audoy, και σύµφωνα µε τους υπολογισµούς του η δαπάνη για την οχύρωση του Ισθµού θα έφθανε τα 565.000 φράγκα ενώ των τριών φρουρίων ήταν µόλις 52.670 φράγκα64.
Το ενδιαφέρον των Γάλλων επικεντρώθηκε στα µεσσηνιακά φρούρια και στην Πάτρα. Στη Μεθώνη βρισκόταν το αρχηγείο του Ιµπραήµ και εκεί υπήρχε η κατάλληλη υποδοµή προκειµένου να εγκατασταθεί και ο Maison. Το Ναβαρίνο ήταν το ασφαλέστερο λιµάνι όλης της Μεσογείου και το µόνο όπου θα µπορούσε να αποβιβασθεί στρατός σε περίπτωση ανάγκης, εποµένως η ετοιµότητά του ήταν καθοριστικής σηµασίας. Οι Γάλλοι κράτησαν υπό την εποπτεία τους και τα δύο αυτά φρούρια, στα οποία πάντα κυµάτιζαν οι σηµαίες των συµµάχων, και τα κατέστησαν ετοιµοπόλεµα65. Αντίθετα, η Κορώνη παραδόθηκε στο ελληνικό κράτος σχεδόν αµέσως και στο φρούριό της έγιναν πολύ λιγότερες εργασίες, κυρίως οι αναγκαίες επισκευές, αν και διέθετε την καλύτερη και πληρέστερη υποδοµή για τη στέγαση των στρατιωτών66. Φαίνεται ότι, πριν καν αποβιβασθεί στην Πελοπόννησο, ο Maison είχε αποφασίσει για τις επιλογές και τις κινήσεις του. Έγραφε στον Καποδίστρια στις 9 Οκτωβρίου 1828: «Θα διατηρήσω τις πόλεις της Μεθώνης και του Ναυαρίνου, που µου είναι αναγκαίες για τα καταστήµατα που σκέπτοµαι να ανοίξω προς χρήση των στρατευµάτων µου. Η Κορώνη δεν είναι ικανή ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτό το ρόλο· θα την παραδώσω λοιπόν στην ελληνική κυβέρνηση µόλις µου υποδείξετε το άτοµο και τη φρουρά στα οποία µπορούµε να εµπιστευθούµε αυτή τη θέση»67. Λίγο αργότερα, βέβαια, προσπάθησε να εγκαταστήσει φρουρά και στην Κορώνη και ζήτησε από τον Καποδίστρια σχετική άδεια, παρά το γεγονός ότι η αρχική συµφωνία προέβλεπε ότι όλα τα φρούρια θα παραδίδονταν στην ελληνική κυβέρνηση και θα κυµάτιζε σε αυτά η ελληνική σηµαία. Ο Καποδίστριας υποχρεώθηκε να το δεχθεί και, παρά την προσπάθειά του να καθυστερήσει τη διαδικασία, η ελληνική φρουρά παρέδωσε την Κορώνη στη γαλλική τον Ιούνιο του 182968.
Αντίστοιχο ενδιαφέρον επέδειξαν οι Γάλλοι και για το φρούριο της Πάτρας, όπου επίσης επιδόθηκαν σε εργασίες ανοικοδόµησης. ∆εν είναι τυχαίο ότι τα τρία αυτά φρούρια (Ναβαρίνο, Μεθώνη, Πάτρα) είχαν τον έλεγχο των πιο σηµαντικών λιµανιών της δυτικής Πελοποννήσου και η κατοχή τους σήµαινε έλεγχο της εµπορικής κίνησης, αλλά θα διευκόλυνε σηµαντικά και ενδεχόµενη στρατιωτική επέµβαση της Γαλλίας στο µέλλον στην περίπτωση κήρυξης πολέµου εναντίον της από την Τουρκία ή στην περίπτωση δικής της εκστρατείας για την κατάληψη της Πελοποννήσου69.
Είναι γεγονός ότι η γαλλική κυβέρνηση είχε ενδιαφερθεί σοβαρά για την Πελοπόννησο πριν καν ξεκινήσει η αποστολή του εκστρατευτικού σώµατος και είχε φροντίσει για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά µε το εµπόριο και την παραγωγή της περιοχής, καθώς και για την υπάρχουσα υποδοµή στέγασης και σίτισης του στρατού70. Επί πλέον, υπήρχε ήδη το ενδιαφέρον για την ίδρυση εκεί γαλλικής αποικίας, το οποίο εκφράσθηκε ως επίσηµη πρόταση του Στρατηγού Schneider στον Καποδίστρια το 183171. Είναι, επίσης, γεγονός ότι όλο το έργο ανοικοδόµησης ξεκίνησε αφού είχε εκπληρωθεί ο τυπικός σκοπός της εκστρατείας, δηλαδή η εκδίωξη του αιγυπτιακού στρατού, και αφού εξασφαλίσθηκε η παραµονή ενός µέρους του στρατεύµατος παρά την ασφυκτική πίεση της Αγγλίας για το αντίθετο. Πράγµατι, οι Γάλλοι προσπαθούσαν µε κάθε τρόπο να παρατείνουν την παραµονή τους στην Ελλάδα, γεγονός, βέβαια, που εξυπηρετούσε και τον Καποδίστρια, ο οποίος είχε υποβάλει σχετικό αίτηµα στον Υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας72.
Η παρουσία των Γάλλων στην Πελοπόννησο ωφέλησε µε πολλούς τρόπους το νεοσύστατο κράτος. Τα στρατιωτικά τµήµατα βοήθησαν στην οργάνωση τακτικού στρατού, στην καταπολέµηση της πανούκλας που έπληξε την περιοχή των Καλαβρύτων, στον εµβολιασµό των κατοίκων, στην οικονοµική ενίσχυση των φτωχών και στην ανάπτυξη της καλλιέργειας. Οι Γάλλοι επιχειρηµατίες συνέβαλαν στην οικονοµική και πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών όπου εγκαταστάθηκαν, εισάγοντας στην Ελλάδα δείγµατα του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, βγάζοντας τους κατοίκους από την αποµόνωση που για αιώνες είχαν υποστεί, ενώ η επιστηµονική αποστολή που ακολούθησε τη στρατιωτική ήταν η πρώτη οργανωµένη προσπάθεια µελέτης του φυσικού και αρχαιολογικού πλούτου της Πελοποννήσου73. Επί πλέον, η συνδροµή του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος ήταν καθοριστική στο γενικότερο έργο ανοικοδόµησης του Καποδίστρια. Μετά το σχεδιασµό των δύο πόλεων, που έγινε µε δική τους πρωτοβουλία, οι µηχανικοί του χρησιµοποιήθηκαν από τον Κυβερνήτη για το σχεδιασµό και την ανοικοδόµηση των πόλεων της Πελοποννήσου και αργότερα και της Στερεάς Ελλάδας74 . Όµως η οργάνωση του τακτικού στρατού σε συνδυασµό µε την αποστολή επιστηµονικής οµάδας ήταν πάγια τακτική της Γαλλίας για την ενίσχυση και εδραίωση της επιρροής της σε µία ξένη χώρα, γνωστή και από άλλες περιπτώσεις75 . Επί πλέον, αρκετά συχνά η συµπεριφορά και η δραστηριότητα των Γάλλων ήταν περισσότερο πιεστική απέναντι στην ελληνική πολιτεία απ’ ό,τι θα περίµενε κανείς, ενώ και ορισµένες πράξεις τους, όπως η εµπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, η αποστολή στη Γαλλία φυτωρίων, η αρπαγή αρχαιοτήτων και ο έµµεσος εκβιασµός στον Καποδίστρια για αλλαγή του συντάγµατος προκειµένου να µεταφερθούν στη Γαλλία αρχαιότητες που απέσπασε η επιστηµονική αποστολή, δείχνουν τις «αποικιακές και αρπακτικές προοπτικές της γαλλικής πολιτικής» 76 . Είναι γεγονός ότι και οι εργασίες που έκαναν οι Γάλλοι στα µεσσηνιακά φρούρια πολλές φορές δηµιούργησαν διενέξεις µε τους Έλληνες επιτρόπους, ακριβώς επειδή κινούνταν µάλλον πιεστικά και εκβιαστικά προς την ελληνική κυβέρνηση και µερικές φορές προέβαιναν σε ενέργειες χωρίς τη δική της έγκριση ή συγκατάθεση77 . Παρ’ όλα αυτά, το έργο ανοικοδόµησης των φρουρίων αντιµετωπίσθηκε µε ενθουσιασµό όπως προκύπτει από τα δηµοσιεύµατα της εποχής, τις µαρτυρίες των σύγχρονων Ελλήνων και Γάλλων, καθώς και από την επίσηµη αλληλογραφία της ελληνικής πολιτείας. Μάλιστα, ο ίδιος ο Καποδίστριας αναφερόταν δηµοσίως στους Γάλλους εκφράζοντας την ευγνωµοσύνη του στην προσφώνησή του κατά τη ∆΄ Εθνοσυνέλευση στο Άργος την 11η Ιουλίου 1829: «[...] Εκ των φρουρίων της Μεσσηνίας και της Αχαΐας ανεχώρησαν, τω όντι, οι µουσουλµάνοι, και οι κάτοικοι των µερών αυτών […] επανήλθον, τέλος πάντων, εις τα ερείπια και τας ερήµους της φίλης αυτών πατρίδος. […] Χάρις εις την παρουσίαν των γαλλικών στρατευµάτων, χάρις εις τους άθλους και τους αγώνας των, χάρις εις τας βοηθείας, όσας ο στρατός ούτος αφθόνως επέχυσε παντού, όπου εστρατοπέδευσεν, αι επαρχίαι αύται αρχινούν να επανορθώνονται. Τα φρούρια της Κορώνης, της Μοθώνης, του Νεοκάστρου και των Πατρών προκύπτουσιν εκ νέου, ως διά θάυµατος από τους σωρούς των ερειπίων των και είναι ήδη εις ασφαλή και αµυντικήν στάσιν»78. Το ίδιο επισηµαίνεται και από τον Α. Φραντζή: «[…] όλα δε ταύτα και πολλαί άλλαι λαµπραί οχυρώσεις και οικοδοµαί κατεσκευάσθησαν (ως φαίνονται σήµερον) µε αδράς δαπάνας χρηµάτων της φιλανθρώπου Γαλλίας, εις την οποίαν τόσον δι’ αυτά, καθώς και διά τον των οθωµανών διωγµόν, επίσης και διά τας οποίας έσχον ωφελείας οι περί τα φρούρια δυστυχείς Έλληνες απολαύσαντεςικανάς ποσότητας χρηµάτων, και εξοικονοµήσαντες τας δυστυχεστάτας περιστάσεις των, µεταξύ της εις τα φρούρια διαµονής των Γαλλικών στρατευµάτων, το Ελληνικόν έθνος οφείλει ιδιαιτέρως απείρους ευγνωµοσύνας εις γενεάς γενεών, κηρύττον διαπρυσίως εις αιώνα τον άπαντα τας ευεργεσίας αυτής και τας χάριτας»79.
Τα γαλλικά στρατεύµατα άρχισαν την εκκένωση της Πελοποννήσου µετά την άφιξη του Όθωνα, όπως προέβλεπε το Πρωτόκολλο της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832, και τελικά αποχώρησαν στις 7 Αυγούστου 183380. Η παρουσία τους στα µεσσηνιακά φρούρια ήταν καθοριστική για τη διαµόρφωση και την εξέλιξη των πόλεων που βλέπουµε σήµερα και τα µνηµεία που ακόµη διατηρούνται θα θυµίζουν το πέρασµά τους. «Ξοδεύτηκαν πολλά χρήµατα» έγραφε χαρακτηριστικά ο Buchon «αλλά ποτέ χρήµα δεν τοποθετήθηκε καλύτερα από κείνο που δαπανήσαµε για την Ελλάδα. Αφήσαµ’ εκεί ευγενικές αναµνήσεις»81. Ωστόσο, υπάρχουν πάντα εκείνοι που υιοθετούν την άποψη του Σπηλιάδη και κάποιου ανώνυµου Γάλλου, ότι «διά ν’ αφήσουν τα Γαλλικά στρατεύµατα αγαθάς αναµνήσεις εις τους Έλληνας, και ν’ αποφέρουν την αιωνίας ευγνωµοσύνην των, έπρεπε ν’ αναχωρήσουν αµέσως αφού υπεχρέωσαν τον Ιµπραίµην ν’ αφήση την Πελοπόννησον»82.
∆ρ Πηγή Π. Καλογεράκου Ιστορικός-Αρχαιολόγος
"Η συμβολή του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος στην αποκατάσταση των φρουρίων και των πόλεων της Μεσσηνίας"*
* Θερµές ευχαριστίες οφείλονται στον Αντισυνταγµατάρχη (ΤΘ) Βασίλειο Αναστασόπουλο και, όλως ιδιαιτέρως, στον Οµότιµο Καθηγητή του Πανεπιστηµίου Αθηνών Γεώργιο Στυλ. Κορρέ, άοκνο µελετητή της Μεσσηνίας, για τον εντοπισµό δυσεύρετου βιβλιογραφικού υλικού.
1 Η περιγραφή ανήκει στο Γάλλο J. Mangeart, που συνόδευε το γαλλικό εκστρατευτικό σώµα στο Μοριά, βλ. J. Mangeart, Αναµνήσεις από τον Μοριά, (ελλ. µετάφρ. Γ. Τσουκαλά), στο Ε.Γ. Πρωτοψάλτης (επιµ.), Αποµνηµονεύµατα αγωνιστών του ’21, Αθήνα 1957, 118, αρ. 20.
2 Α.Β. ∆ασκαλάκης, Κείµενα-πηγαί της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β΄, µέρος 2ον (1827-1832), Αθήναι 1967, 767-770, αρ. 6.
3 Γενικά, για την αποστολή του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος στην Πελοπόννησο και όλη τη διπλωµατική και στρατιωτική δραστηριότητα που ακολούθησε βλ. Π. Περρωτής, «Η εκστρατεία του Μαιζώνος εις Πελοπόννησον», Ελληνικά 9 (1936), 37-54. Β. Κρεµµυδάς, «Ο γαλλικός στρατός στην Πελοπόννησο. Συµβολή στην ιστορία της καποδιστριακής περιόδου», Πελοποννησιακά 12 (1976-77), 75-102. ∆έσποινα Θέµελη-Κατηφόρη, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια (1828-1831), Αθήνα 1985, 45 κ.εξ. Ξένη Μπαλωτή, Μαιζών, ένας µεγάλος φιλέλληνας. Η εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, Αθήνα 1993, 135-140. Σ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. ∆΄, Αθήναι 1968, 298-303. ∆. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τ. 12, Αθήναι 1960, 32-33. Του ιδίου, Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τ. 1ος, Αθήναι 1970, 279-288. Για τη σύνθεση του σώµατος βλ. Μπαλωτή, ό.π., 137-140. Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος (στο εξής ΓΕΕ), έτος Γ΄, αρ. 63 (29/8/1828), 262-263.
4 Στην Πάτρα, στο Χλεµούτσι, στη Μεθώνη, στην Κορώνη και στο Νεόκαστρο, βλ. ∆ασκαλάκης, ό.π., 771-773, αρ. 8. ΓΕΕ, έτος Γ΄, αρ. 77 (17/10/1828), 318-319.
5 Η Γαλλία είχε υποβάλει σχετικό υπόµνηµα στις συµµαχικές δυνάµεις, µε το οποίο ζητούσε την επέκταση των επιχειρήσεων του στρατού της και πέρα από την Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα, βλ. ∆ασκαλάκης, ό.π., 794-798, αρ. 15. Την ίδια διάθεση είχε και η ελληνική κυβέρνηση, όπως φαίνεται από τη σχετική αλληλογραφία µεταξύ Καποδίστρια και Maison, βλ. Περρωτής, ό.π., 39-40. Κρεµµυδάς, ό.π., 80. Μπαλωτή, ό.π., 62-63, 152-156. Χ. Λούκος, Η αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1828-1831, Αθήνα 1988, 83-85. Βλ. και την αναφορά του Λοχαγού De Ligniville, απεσταλµένου στην Πελοπόννησο, προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας σχετικά µε το γαλλικό εκστρατευτικό σώµα στο Μοριά. Αρχείο Γενικού Επιτελείου Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού (στο εξής Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ), Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΛ, Υποφ. 8, σ. 14 (αντίγραφο µε ελληνική µετάφραση· στο εξής: Αναφορά De Ligniville)
6 ∆ασκαλάκης, ό.π., 803-804, αρ. 18. ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 34 (4/5/1829), 132. Μπαλωτή, ό.π., 64.
7 Επιστολή του Κυβερνήτη προς τον Υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, την 3/15η ∆εκεµβρίου 1828 ή Ιανουαρίου 1829, βλ. Κρεµµυδάς, ό.π., 89-90.
8 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 38-39 (22/5/1829), 150. Τρικούπης, ό.π., 343. Μπαλωτή, ό.π., 67.
9 ∆ασκαλάκης, ό.π., 964-965, αρ. 12. Περρωτής, ό.π., 50-51. Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 86. Λούκος, ό.π., 90. Μπαλωτή, ό.π., 190. J.P. Pellion, La Grèce et les Capodistrias pendant l'occupation française de 1828 à 1834, Paris 1855, 126.
10 Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του ίδιου του Maison σε επιστολή προς τη σύζυγό του µέσα από το πλοίο, ανοιχτά της Κορώνης, βλ. Μπαλωτή, ό.π., 59, καθώς και του Υπολοχαγού Μηχανικού Cavaignac, σε επιστολή προς τη µητέρα του, επίσης από την Κορώνη, βλ. E. Cavaignac, “Expédition de Morée (1828-1829). Lettres d'Eugène Cavaignac”, Revue des Deux Mondes 141 (1897), 52.
11 Αναφορά De Ligniville, ό.π., 5-7. Mangeart, ό.π., 40-41. Pellion, ό.π., 89-90. Cavaignac, ό.π., 58. R. Puaux, Ελλάδα, γη αγαπηµένη των θεών (ελλ. µετάφρ. Γ. Σπανός, εισαγωγή-σηµειώσεις-σχόλια Χ
Μπάλτας), Αθήνα 1995, 167-170. Η. Μισιρλής, Η Πύλος στη διαδροµή των αιώνων. Ιστορική
ανασκόπηση και ενθυµήµατα, Αθήνα 2003, 134-135.
12 «Παρ’ όλες τις κοπιώδεις εργασίες οι συνθήκες στέγασης στη Μεθώνη, στο Ναβαρίνο, στην
Κορώνη, στην Πάτρα και στο Κάστρο του Μοριά απέχουν πολύ από το επιθυµητό (ερειπωµένα
χαµόσπιτα από πηλό ή καλάµια, και οι στρατιώτες κοιµούνται στριµωγµένοι στο πάτωµα)», βλ.
Αναφορά De Ligniville, ό.π., 15.
13 Mangeart, ό.π., 195.
14 Για την ιστορία του Νιόκαστρου βλ. Ι.Θ. Σφηκόπουλος, Τα µεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, έκδοσις δευτέρα, Αθήναι 1987, 361-366. Ε. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, Αθήνα 1990,
186-199. G. Papathanasopoulos - T. Papathanasopoulos, Pylos-Pylia. A journey through space and
time, Archaeological Receipts Fund, Athens 2000, 48-60. Γ. Μπίρης, Ένας δρόµος στο νότο: Χώρα,
Πύλος, Μεθώνη. Το βασίλειο του Νέστορα και ο Μόθων Λίθος, Αθήνα 2000, 79-81.
15 Αναφορά του Maison από το Ναβαρίνο προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, της 11ης
Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 213. Για την αµυντική κατάσταση του φρουρίου βλ. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 11.
16 Puaux, ό.π., 199. Β.∆. Καλδής, Ταξίδι στη νεώτερη Πύλο, Αθήνα 1978, 12. Χ. Μπάλτας, Πύλος.
Ναβαρίνο, Νιόκαστρο, Ανάκτορο Νέστορος, Αθήνα 1987, 18. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 91.
17 Σύµφωνα µε την περιγραφή του νεαρού καλλιτέχνη Amaury-Duval, που ήλθε στην Ελλάδα ως
σχεδιαστής του αρχαιολογικού τµήµατος της Γαλλικής Επιστηµονικής Αποστολής την 4η Φεβρουαρίου 1829, βλ. Κ. Σιµόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, πέµπτος τόµος, 1826- 1829, Αθήνα 1984, 548-549. Επίσης, R. Anderson, Observations upon the Peloponnesus and Greek Islands made in 1829, Boston 1830, 121, και E. Quinet, De la Grèce moderne et de ses rapports avec l'antiquité, Paris 1830, 9-11.
18 Puaux, ό.π., 181. Μπάλτας, ό.π., 62. Μισιρλής, ό.π., 132-134. Αθηνά Ταρσούλη, Κάστρα και
πολιτείες του Μοριά, Αθήνα χ.χ., 226.
19 Κρεµµυδάς, ό.π., 95, σηµ. 1.
20 “Extrait du journal du Capitaine Pelissier Aide de Camp du Général Baron Durrieu pendant la
campagne de Morée, 1828”, βλ. Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΛ, Υποφ. 13, σ. 7
(αντίγραφο µε ελληνική µετάφραση· στο εξής: Ηµερολόγιο Pelissier). Mangeart, ό.π., 194-195. Α.Π.
Μιχαήλ, Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980), 93. Μπαλωτή, ό.π., 65. Καλδής, ό.π., 63-64. Μπάλτας, ό.π., 53-55. Papathanasopoulos -
Papathanasopoulos, ό.π., 54. K. Andrews, Castles of the Morea, Amsterdam 1978, 57. Καρποδίνη-
∆ηµητριάδη, ό.π., 192.
21 Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 85. Μπίρης, ό.π., 80. Μπάλτας, ό.π., 60. Καλδής, ό.π., 68.
22 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 80-81 (30/11/1829), 323-324, αρ. 86 (18/12/1829), 342-343. M. Byrne, Memoires of Miles Byrne, Chef de Bataillon in the service of France, edited by his widow, vol. ΙΙΙ, Paris 1863, 330-331.
23 Επιστολή της 28ης Νοεµβρίου/10ης ∆εκεµβρίου 1829 από το Ναύπλιο, βλ. Κ. ∆αφνής (επιµ.), Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Ι΄, Κέρκυρα 1983, 3, αρ. 1.
24 Επιστολή του Καποδίστρια προς τον Eynard της 19/31ης ∆εκεµβρίου 1829 από την Αίγινα, βλ. στο ίδιο, 6, αρ. 2. Κ.Α. ∆ιαµάντης, Νικολάου Σπηλιάδου Αποµνηµονεύµατα, Τόµος τέταρτος, Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και τα µετ’ αυτόν (2 Απριλίου 1827-25 Ιανουαρίου 1833), Μέρος Πρώτον (1827- 1831), Βιβλιοθήκη Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αθήναι 1970, 164, αρ. 9. Περρωτής, ό.π., 48. Μπαλωτή, ό.π., 221.
25 Puaux, ό.π., 182.
26 Για παράδειγµα, το 1830 φύτευσαν κυπαρίσσια, όπως προκύπτει από τη σχετική αλληλογραφία µεταξύ των ελληνικών και γαλλικών αρχών στη Μεσσηνία, βλ. ΓΑΚ, ΓΓ Φ.234 (αντίγραφο στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. Γ).
27 Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισµού και Περιβάλλοντος, Έκθεση σχεδίων ελληνικών πόλεων 1828-1900, Αθήνα 1984, 14. Καλδής, ό.π., 18. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 91. Μπίρης, ό.π., 75.
28 Η επιλογή του Ναβαρίνου για την εγκατάσταση των νοσοκοµείων και των κάθε είδους αποθηκών ήταν προσωπική απόφαση του Maison, βλ. Μπαλωτή, ό.π., 61. Για τις πρώτες εγκαταστάσεις των Γάλλων βλ. Puaux, ό.π., 177. Επίσης, Αναφορά De Ligniville, ό.π., 19.
29 Puaux, ό.π.,176. Καλδής,ό.π.,31-32.Μπάλτας, ό.π.,16-18.Papathanasopoulos-Papathanasopoulos, ό.π., 85.
30 Καλδής, ό.π., 18. Μισιρλής, ό.π., 152.
31 Μισιρλής, ό.π., 135. Για τις συνθήκες στη Γιάλοβα βλ. και παραπάνω, σηµ. 11
32 ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 238Α (αντίγραφο στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. 7Α). Καλδής, ό.π., 47. Μπάλτας, ό.π., 66-67. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 85. Σ.∆. Λουκάτος, «Η ανοικοδόµηση των ερειπωµένων πόλεων στην ελεύθερη Ελλάδα επί Ιω. Καποδίστρια», Έτος Καποδίστρια. ∆ιακόσια χρόνια από τη γέννησή του (οι επίσηµες οµιλίες), Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, Αθήναι 1978, 84, 156, αρ. 49-50.
33 Μπάλτας, ό.π., 18-19.
34 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 36 (11/5/29), 142. Λουκάτος, ό.π., 156.
35 Για την ιστορία του κάστρου βλ. Σφηκόπουλος, ό.π., 367-370. Papathanasopoulos Papathanasopoulos, ό.π., 94-109. Μπίρης, ό.π., 125 κ.εξ. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, ό.π., 166-183.
36 Σύµφωνα µε την περιγραφή του µαθητευόµενου διερµηνέα Charles Deval, ο οποίος το φθινόπωρο του 1826, επιστρέφοντας στη Γαλλία από την Κωνσταντινούπολη, έφθασε στα µεσσηνιακά φρούρια και κατέγραψε τις εµπειρίες του από τη δίµηνη παραµονή του στην περιοχή της Μεθώνης. Το χρονικό του εκδόθηκε το 1828, βλ. Σιµόπουλος, ό.π., 100.
37 Αναφορά του Maison προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, από το Ναβαρίνο, της 11ης Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 214. Για την αµυντική κατάσταση του φρουρίου βλ. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 11-12.
38 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 36 (11/5/29), 141.
39 Κανονικά το αρχηγείο έπρεπε να εγκατασταθεί στο Ναβαρίνο, όπου βρίσκονταν και τα πλοία, αλλά εκεί δεν υπήρχε κατάλληλη κατοικία για τον στρατάρχη, βλ. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 14.
40 Κρεµµυδάς, ό.π., 95, σηµ. 1.
41 Mangeart, ό.π., 193-194, 197. Puaux, ό.π., 203-204. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, ό.π., 178, 180.
Ταρσούλη, ό.π., 220. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 17-18.
42 Mangeart, ό.π., 196-197.
43 Mangeart, ό.π., 197. Andrews, ό.π., 65. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, ό.π., 178, 180. Ν. Κωτσίρης,
Συµβολή στην ιστορία της Μεθώνης, Αθήνα 1983 (β΄ έκδοση), 168.
44 ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 233, 234, 236Α (αντίγραφα στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ,
Υποφ. Γ).
45 Andrews, ό.π., 61. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 107.
46 Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισµού και Περιβάλλοντος, ό.π., 13. Κωτσίρης, ό.π., 168. Μπίρης, ό.π., 128-129, 152. Λουκάτος, ό.π., 86, 134-135, αρ. 31-32.
47 Μπαλωτή, ό.π., 65.
48 Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 65. Ελένη Κούκκου, «Φύτευση γεωµήλων στη Μεθώνη από το γαλλικό στρατό», Flash Μεσσηνίας 189 (Μάιος 2005), 61-62.
49 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 12 (9/2/1829), 45. Κωτσίρης, ό.π., 168. Μπίρης, ό.π., 154-155. Λουκάτος, ό.π., 135, αρ. 32. Κ. ∆αφνής (επιµ.), Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Η΄, Κέρκυρα 1987, 48-50, αρ. 16. Α.Β. ∆ασκαλάκης, Κείµενα-πηγαί της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, Σειρά Τρίτη, Τα περί παιδείας, µέρος Β΄, Αθήναι 1968, αρ. 362, 178, 276, 281. Ελένη Καλαφάτη, Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης, 1821-1929. Από τις προδιαγραφές στον προγραµµατισµό, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα 1988, 80, σηµ. 1.
50 Σιµόπουλος, ό.π., 99. Ηµερολόγιο Pelissier, ό.π., 6. Mangeart, ό.π., 196. Anderson, ό.π. 121.
51 Puaux, ό.π., 200.
52 Μπάλτας, ό.π., 19. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 85. Anderson, ό.π. 121.
53 Σύµφωνα µε τη διήγηση του Αριστοµένους Μιχαήλ, ο οποίος, παιδί ακόµη, πρόλαβε να ανεβεί σε µία από αυτές τις άµαξες στη Μεθώνη, βλ. Μιχαήλ, ό.π., 93.
54 Για την ιστορία του κάστρου βλ. Σφηκόπουλος, ό.π., 370-372. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, ό.π., 150-163.
55 Ηµερολόγιο Pelissier, ό.π., 4-5. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 110-117.
56 Αναφορά του Maison από το Ναβαρίνο προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, της 11ης Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 215. Για την αµυντική κατάσταση του φρουρίου βλ. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 12.
57 Byrne, ό.π., 328. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 110-117.
58 Πρώτος φρούραρχος Κορώνης ορίσθηκε ο Νικήτας Σταµατελόπουλος στις 15 Οκτωβρίου 1828, βλ. Τ. Γριτσόπουλος - Κ. Κοτσώνης, «Αργολικόν Ιστορικόν Αρχείον 1791-1878», Πελοποννησιακά 20 (1993-94), Αθήνα 1994, έγγρ. 378, 313-314. Επίσης, ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 143 (αντίγραφο στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΛ, Υποφ. 7).
59 Φρούραρχος ορίσθηκε ο Tαγµατάρχης Villani στις 29 Οκτωβρίου 1829, βλ. ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 224 (αντίγραφο στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. 7Β).
60 Όπως αναφέρεται σε επιστολή του Gérard προς τον Καποδίστρια, της 13ης ∆εκεµβρίου 1830, βλ. Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. 7Β (αντίγραφο µε ελληνική µετάφραση).
61 Λουκάτος, ό.π., 86, 134-135, αρ. 31-32.
62 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 36 (11/5/29), 141.
63 Υπάρχει σχετική εντολή του Γάλλου Υπουργού Στρατιωτικών για οχύρωση του Ισθµού, βλ. Περρωτής, ό.π., 40.
64 Κρεµµυδάς, ό.π., 94-95.
65 Α. Φραντζής, Επιτοµή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόµος τρίτος, Εν Αθήναις 1841 (φωτοτυπική ανατύπωσις εκδ. Β.Ν. Γρηγοριάδης, Αθήναι 1975), 82-84. Αναφορά του Maison από το Ναβαρίνο προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, της 11ης Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 213.
66 Αναφορά De Ligniville, ό.π., 16.
67 Επιστολή Maison προς Καποδίστρια, της 9ης Οκτωβρίου 1829, βλ. Μπαλωτή, ό.π., 149-150. Το ίδιο έγραφε και στην αναφορά του από το Ναβαρίνο προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, την 11η Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 215.
68 Σχετική αλληλογραφία της περιόδου Ιανουαρίου-Μαρτίου 1829, βλ. Κρεµµυδάς, ό.π., 93 και σηµ.1. Μπαλωτή, ό.π., 174-181,193-194. Επίσης, ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 47 (3/7/1829), 185-186.
69 Κρεµµυδάς, ό.π., 93, 95, 98, σηµ. 3 και 4. Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 62.
70 Βασιλική Πλαγιανάκου-Μπεκιάρη, «Πληροφορίες για την Πελοπόννησο από δύο γαλλικά υποµνήµατα των ετών 1827 και 1828», Πρακτικά του Α΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Σπάρτη, 7-14 Σεπτεµβρίου 1975), Αθήναι 1976-1978, 391-398. Επίσης, βλ. Θέµελη- Κατηφόρη, ό.π., 50-51.
71 ∆αφνής, ό.π., 99-104, αρ. 38. Κρεµµυδάς, ό.π., 94-100. Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 63, 175.
72 Για τις διαπραγµατεύσεις για την παραµονή γαλλικών στρατευµάτων στην Πελοπόννησο βλ. παραπάνω, σηµ. 7. Επίσης, Περρωτής, ό.π., 43 κ.εξ, 51-54.
73 Για το έργο των Γάλλων στην Πελοπόννησο βλ. ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 49 (13/7/1829), 195. Mangeart, ό.π., 102-108. Μπαλωτή, ό.π., 165-167. Loukia Droulia, “Reflets et répercussions de l’expédition française en Grèce”, στο M.-N. Bourguet et al., Enquêtes en Méditerranée. Les expéditions françaises d’Égypte, de Morée et d’Algérie, Actes de Colloque (Athènes-Nauplie, 8-10 juin 1995), Athènes 1999, 49-54.
74 Λουκάτος, ό.π., 80 κ.εξ. Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισµού και Περιβάλλοντος, ό.π., 7-8.
75 Κρεµµυδάς, ό.π., 79, σηµ. 2, 99, 101. Βλ. και ΓΕΕ, έτος Γ΄, αρ. 61 (22/8/1828), 255. Θέµελη- Κατηφόρη, ό.π., 9, 67 κ.εξ. Σιµόπουλος, ό.π., 530-561.
76 Ηµερολόγιο Pelissier, ό.π., 25, 31. Σιµόπουλος, ό.π., 549-550. Κρεµµυδάς, ό.π., 94 κ.εξ., 100, σηµ. 1. Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 9, 86. Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Ιστορικά έγγραφα περί αρχαιοτήτων και λοιπών µνηµείων της ιστορίας κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και του Καποδίστρια, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθ. 59, Εν Αθήναις 1967, λα-λβ. Λούκος, ό.π., 67 κ. εξ., 91. ∆ιαµάντης, ό.π., 109-110, 164. Γ.Κ. Ασπρέας, Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος 1821-1828, β΄ έκδοση, Αθήναι, 79.
77 Για παράδειγµα, υποχρέωσαν τη ∆ιοίκηση των Μεσσηνιακών Φρουρίων να πληρώσει χρήµατα για τον καθαρισµό και την επισκευή δρόµου µέσα στο κάστρο της Μεθώνης και για τη µεταφορά των δένδρων πριν δοθεί σχετική έγκριση από τον Κυβερνήτη, βλ. ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 233 και 284 (αντίγραφα στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. 7).
78 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 49 (13/7/1829), 195.
79 Φραντζής, ό.π., 82-85.
80 ∆ασκαλάκης, Κείµενα-πηγαί, σηµ. 2, 1119-1124, αρ. 9, άρθρο 14. Περρωτής, ό.π., 43-44, 53-54. Κρεµµυδάς, ό.π., 90, σηµ. 2.
81 Ταρσούλη, ό.π., 225.
82 ∆ιαµάντης, ό.π., 164. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anderson, R., Observations upon the Peloponnesus and Greek Islands made in 1829, Boston 1830.
Andrews, K., Castles of the Morea, Amsterdam 1978.
Ασπρέας, Γ.Κ., Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος 1821-1828, β΄ έκδοση, Αθήναι.
Βιγγοπούλου, Ιόλη, Θ. Βασιλείου, Πύλος. Ταξίδι στο χρόνο, Αθήνα 2009.
Blouet, A., Expédition scientifique de Morée, ordonnée par le Gouvernement Français. Architecture, Sculptures,Inscriptions et Vues du Péloponèse,des Cyclades et de l'Attique,Premiervolume,Paris1831.
Byrne, M., Memoires of Miles Byrne, Chef de Bataillon in the service of France, edited by his widow, vol. ΙΙΙ, Paris 1863.
Γρηγοράκης, Π., Σοφία Μιγάδη, ∆έσποινα Χαραλάµπους, Μεθώνη-Κορώνη, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1984.
Cavaignac, E., “Expédition de Morée (1828-1829). Lettres d'Eugène Cavaignac”, Revue des Deux Mondes 141 (1897), 47-70.
∆ασκαλάκης, Α.Β., Κείµενα-πηγαί της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόµος Β΄, µέρος 2ον (1827-1832), Αθήναι 1967.
∆αφνής, Κ. (επιµ.), Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τόµος Η΄,Κέρκυρα1987, τόµοςΙ΄, Κέρκυρα 1983.
De Chateaubriand, F.A., Travels in Greece, Palestine, Egypt and Barbary, during the years 1806 and 1807, translated from the French by F. Shoberl, New York 1814.
∆ιαµάντης, Κ.Α., Νικολάου Σπηλιάδου Αποµνηµονεύµατα, Τόµος τέταρτος, Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και τα µετ’ αυτόν (2 Απριλίου 1827 – 25 Ιανουαρίου 1833), Μέρος Πρώτον (1827-1831), Βιβλιοθήκη Γενικών Αρχείων του Κράτους αριθ. 9, Αθήναι 1970.
Droulia, Loukia, “Reflets et répercussions de l’expédition française en Grèce”, στο M.-N. Bourguet et al., Enquêtes en Méditerranée. Les expéditions françaises d’Égypte, de Morée et d’Algérie, Actes de Colloque (Athènes-Nauplie, 8-10 juin 1995), Athènes 1999, 45-55.
Έκθεση σχεδίων ελληνικών πόλεων 1828-1900, Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισµού και Περιβάλλοντος, Αθήνα 1984.
Hugo, A., France militaire. Histoire des armées françaises de terre et de mer de 1792 à 1837, Paris 1838.
Θέµελη-Κατηφόρη, ∆έσποινα, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια (1828-1831), Αθήνα 1985.
Καλδής, Β.∆., Ταξίδι στη νεώτερη Πύλο, Αθήνα 1978.
Καλδής, Φ.Π., «Πώς εξαφανίζονται τα γαλλικά κτήρια-µνηµεία στην Πύλο», εφηµ. Ελευθερία, Πέµπτη, 3 Μαϊου 2001, 4.
Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, Ε., Κάστρα της Πελοποννήσου, Αθήνα 1990.
Κόκκινος, ∆., Η Ελληνική Επανάστασις, τόµος 12, Αθήναι 1960.
Κόκκινος, ∆.Α., Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τόµος 1ος, Αθήναι 1970.
Κοτσώνης, Κ.Λ., «Τρεις περιοδείες του πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος Ιωάννου Καποδίστρια στη Μεσσηνία (1828-1829)», Πρακτικά του Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Φιλιατρά- Γαργαλιάνοι, 24-26 Νοεµβρίου 1989), Αθήνα 1991, 113-209.
Κούκκου, Ελένη, «Φύτευση γεωµήλων στη Μεθώνη από το γαλλικό στρατό», Flash Μεσσηνίας 189 (Μάιος 2005), 61-63.
Κρεµµυδάς, Β., «Ο γαλλικός στρατός στην Πελοπόννησο. Συµβολή στην ιστορία της καποδιστριακής περιόδου», Πελοποννησιακά 12 (1976-77), 75-102.
Κτεναβέας, Σ., «Η Μεσσηνία προς τους ελευθερωτάς της», Μεσσηνιακόν Έτος 1 (1938), 17-21.
Κωτσίρης, Ν., Συµβολή στην ιστορία της Μεθώνης, Αθήνα 1983 (β΄ έκδοση).
Λουκάτος, Σ.∆., «Η ανοικοδόµηση των ερειπωµένων πόλεων στην ελεύθερη Ελλάδα επί Ιω. Καποδίστρια», Έτος Καποδίστρια. ∆ιακόσια χρόνια από τη γέννησή του (οι επίσηµες οµιλίες), Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, Αθήναι 1978, 79-207.
Λούκος, Χ., Η αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1828-1831, Αθήνα 1988.
Mangeart, J., Αναµνήσεις από τον Μοριά (ελλ. µετάφρ. Γ. Τσουκαλά), στο Ε.Γ.
Πρωτοψάλτης (επιµ.), Αποµνηµονεύµατα αγωνιστών του ’21, αρ. 20, Αθήνα 1957.
Μαρκεζίνης, Σ.Β., Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τόµος 1, Αθήναι 1966.
Μισιρλής, Η., Η Πύλος στη διαδροµή των αιώνων. Ιστορική ανασκόπηση και ενθυµήµατα, Αθήνα 2003.
Μιχαήλ, Α.Π., Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980).
Μπάλτας, Χ., Πύλος. Ναβαρίνο, Νιόκαστρο, Ανάκτορο Νέστορος, Αθήνα 1987.-- «Η νεώτερη Πύλος», Πύλος-Ναυαρίνο, Καθηµερινή-Επτά Ηµέρες, 2/10/1994, 12-14.
Μπαλωτή, Ξένη, Μαιζών, ένας µεγάλος φιλέλληνας. Η εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, Αθήνα 1993.
Μπίρης, Γ., Ένας δρόµος στο νότο: Χώρα, Πύλος, Μεθώνη. Το βασίλειο του Νέστορα και ο Μόθων Λίθος, Αθήνα 2000.
Papathanasopoulos, G., T. Papathanasopoulos, Pylos-Pylia. A journey through space and time, Archaeological Receipts Fund, Athens 2000. Pellion, J.P., La Grèce et les Capodistrias pendant l'occupation française de 1828 à 1834, Paris 1855.
Περρωτής, Π., «Η εκστρατεία του Μαιζώνος εις Πελοπόννησον», Ελληνικά 9 (1936), 37-54.
Πρωτοψάλτης, Ε.Γ., Ιστορικά έγγραφα περί αρχαιοτήτων και λοιπών µνηµείων της ιστορίας κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και του Καποδίστρια, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθ. 59, Εν Αθήναις 1967.
Puaux, R., Ελλάδα, γη αγαπηµένη των θεών (ελλ. µετάφρ. Γ. Σπανός, εισαγωγή- σηµειώσεις-σχόλια Χ. Μπάλτας), Αθήνα 1995.
Quinet, E., De la Grèce moderne et de ses rapports avec l'antiquité, Paris 1830.
Ράδος, Κ.Ν., «Οι Γάλλοι εν τω Μωρέα», Ηµερολόγιον Ανατολής 1896, 296-306.
Ρούσσος, Γ., Νεώτερη ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974, Τόµος πρώτος: Από τον ερχοµό µέχρι την δολοφονία του Καποδίστρια, Αθήναι 1975.
Σιµόπουλος, Κ., Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, πέµπτος τόµος, 1826-1829, Αθήνα 1984.
Σπονδύλης, Η., «Το Νιόκαστρο», Πύλος-Ναυαρίνο, Καθηµερινή-Επτά Ηµέρες,2/10/1994, 7-9.
Στυλιανόπουλος, Π.Ν., Ιστορία της Μεσσηνίας, Αθήναι 1954.
Σφηκόπουλος, Ι.Θ., Τα µεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, έκδοσις δευτέρα, Αθήναι1987.
Ταρσούλη, Αθηνά, Κάστρα και πολιτείες του Μοριά, Αθήνα, χ.χ.
Tarsouli, Georgia, Messenia (Pylos), Athens, χ.χ.
Τιρς, Φ., Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828- 1833) και τα µέσα για αν επιτευχθεί η ανοικοδόµησή της (ελλ. µετάφρ, Α. Σπήλιου, εισαγωγή–επιµέλεια–σχόλια Τ. Βουρνά), Αθήνα 1972.--Το Λεύκωµα Πεϋτιέ (της συλλογής Στεφάνου Βαλλιάνου), Έκδοση Εθνικής
Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήναι 1971.
Τρικούπης, Σ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόµος ∆΄, Αθήναι 1968.
Tsakopoulos, P., “Technique d'intervention et appropriation de l'espace traditionnel. L'urbanisme militaire des expéditions françaises en Méditerranée”, Revue des mondes musulmans et de la Méditerranée 73-74 (1994), 209-227.
Τσοπάνης, Κ., «Γαλλικά στρατεύµατα στην επαναστατηµένη Ελλάδα (1828). Η συµβολή του βασιλιά Καρόλου Ι΄ στην απελευθέρωση της Ελλάδας», Στρατιωτική Ιστορία 85 (2003), 44-53.
Φραντζής, Α., Επιτοµή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόµος τρίτος, Εν Αθήναις 1841 (φωτοτυπική ανατύπωσις εκδ. Β.Ν. Γρηγοριάδης, Αθήναι 1975).
Ψύλλας, Γ., Αποµνηµονεύµατα εκ του βίου µου, Μνηµεία της Ελληνικής Ιστορίας, τόµος 8, Αθήναι 1974.