Ο ιστοριοδίφης Νικόλαος Πασαγιώτης, ο οποίος καταγόταν από τον οικισμό Χαρακοπιό Μεσσηνίας και είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής του σε σχέση με την έρευνα και μελέτη της τοπικής ιστορίας της Νότιας Μεσσηνίας, γράφει στο βιβλίο του «Ανεβοκατεβάτες, έκδοση 1987» σχετικά με την «μάχη των Κουντούρων»:
«Ένα από τα ίχνη της περιοχής αυτής (εννοεί των Κάτω Αμπελοκήπων Μεσσηνίας) είναι ένας πύργος- κάστρο που βρίσκεται πάνω σε οχυρό λόφο, που φαντάζει σαν Μυκηναική Ακρόπολη. Είναι ανεξερεύνητος και δεν αναφέρεται σε καμία ιστορική διατριβή. Μόνον από παράδοση διαπιστώνεται πως θα' ταν κάποια φραγκοβυζαντινά πυργώματα που εξουσίαζαν τη γύρω περιφέρεια. Μιά θρυλοπαράδοση, λέει, πως τον πύργο τον κρατούσαν τρείς βυζαντινές πριγκιποπούλες, η Βασιλίτσα, η Μηλίτσα και η Βγένα (Ευγενία). Ήταν πανώριες κόρες που κάλπαζαν πάνω στα γρήγορα άτια τους και σαν άλλες αμαζόνες υπεράσπιζαν το πριγκιπάτο τους. Και πως μακρινοί πλούσιοι μνηστήρες από τις γύρω βαρονίες έφταναν στον πύργο να κλέψουν τη καρδιά τους, όπως ο αξιωματούχος Μηνάς Ιωάννης από τη διπλανή στρατούπολη τη βρυσομάνα Μηνάγια (σήμερα Κάτω Αμπελόκηποι). Η παράδοση λέει πως τη Βασιλίτσα την παντρεύτηκε ο βυζαντινός τοπάρχης που δέσποζε τον Ακρίτα, πέρα από το σημερινό Βασιλίτσι -που πήρε και τ΄ όνομά της. Τη δεύτερη την πήρε κάποιο αρχοντόπουλο, έτσι τ' όνομα του διπλανού χωριού είναι άρρηκτα δεμένο με την χαριτωμένη πριγκιποπούλα Μηλίτσα. Και η τρίτη, η Βγένα και δεσποσύνη στον πύργο "Μπούρτζι" ή και "Βγενόβραχος" έγινε γυναίκα του Μηνά Ιωάννη, που διοικούσε ένα στρατοτόπι που πρέπει να βρισκότανε στο σημερινό χωριό Μηνάγια με τα πολλά νερά και τις πλατανοίσκιωτες πηγές. Ο Μηνάς πήρε μέρος στη πολύνεκρη μάχη κατά των Φράγκων, στου «Κούντουρου τον Ελαιώνα», πιθανόν στην περιοχή του σημερινού χωριού Νέα Κορώνη (Καντιάνικα), στα υψώματα προς το Μπογάζι, θέλοντας έτσι να επιβραδύνει την είσοδο στους Φράγκους στην κυκλώπεια ποργιά στο Μπογάζι όπου ο στενωπός προς τον Μηλιτσόκαμπο και γενικά στα χωριά της ορεινής Πυλίας. Ο Μηνάς έπεσε νεκρός στη μάχη αυτή. Οι Φράγκοι πολιόρκησαν τον πύργο της Βγένας. Η Βγένα δεν μπόρεσε να κρατήσει, ούτε και ζωντανή θέλησε να πέσει στα χέρια του εχθρού. Έτσι, έπεσε καβάλα με τ' άλογό της από το ύψωμα του πύργου στο παρακείμενο βαθύ ρέμα, σήμερα "Βγενόρεμα" και αυτοκτόνησε. Οι Φράγκοι, τέλος, πάτησαν τον Πύργο της Βγένας, λεηλάτησαν τον τόπο με τρόπο που μέχρι σήμερα οι χωρικοί μιλούνε με δέος για τα φρικιαστικά βασανιστήρια. Ένα απ' αυτά είναι το αλώνισμα. Έδεναν, λέει, τους κατοίκους σαν άλογα στ' αλώνια και ολημερίς τους βίτσιζαν και τους χτυπούσαν με τα δικριάνια μέχρι να ξεψυχίσουν. Τ' αλώνια αυτά τα λένε σήμερα "Φραγκάλωνα". Και κάποια πηγή μέσα στο Βγενόρεμα την ονομάζουν "Φραγκόβρυση"»
Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε, ότι, το Καλοκαίρι του 2003, η τότε 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, διενήργησε αυτοψία στον «Λοφίσκο Μπούρτζι» (Πύργος της Βγένας) στην περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων και κατέληξε στην εξής έκθεση:
«Η συγκεκριμένη περιοχή είναι φύσει οχυρή, αφού έχει μόνο πρόσβαση από την ανατολική πλευρά, ενώ οι άλλες πλευρές είναι κρημνώδεις. Ο λόφος προσφέρει δυνατότητα παρατήρησης μιας μεγάλης έκτασης περιμετρικά αυτού. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει άμεση οπτική επαφή με τον λόφο του Αγ. Νικολάου, μεταξύ Πύλου- Μεθώνης, την οροσειρά του Λυκόδημου, καθώς και μεγάλο τμήμα της περιοχής της Κορώνης. Βρίσκεται επομένως σε μια θέση πρόσφορη για την ανάπτυξη οχυρωματικών εγκαταστάσεων.
Στην κορυφή του λόφου, ανάμεσα σε έντονη βλάστηση, διακρίνονται τα κατάλοιπα μιας τετράγωνης κατασκευής, κτισμένης με ιδιαίτερα ισχυρή τοιχοποιία από αργολιθοδομή. Το κτήριο σώζεται σε επίπεδο θεμελίων και σε μέγιστο ύψος 0,50μ., πάχος δε 0,60μ. Δεν διακρίνονται ίχνη από θύρες, δάπεδο ή άλλες διαμορφώσεις. Περιμετρικά του λόφου διατηρούνται επίσης τμήματα τοιχοποιίας τα οποία ακολουθούν στην πορεία τους την οφρύ του βράχου. Το καλύτερα σωζόμενο τμήμα βρίσκεται στην δυτική πλευρά: φθάνει σε μήκος 10μ., έχει ύψος εξωτερικά 2μ., πάχος 0,60μ. και τοιχοποιία από αργολιθοδομή.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, είναι πολύ πιθανόν στον συγκεκριμένο λόφο να υπήρχε ένα μικρό οχυρό συγκρότημα. Την κορυφή του λόφου κατείχε ένα ορθογώνιο κτήριο (πύργος;), ενώ η περιοχή περικλειόταν από τείχος. Η δόμηση των τειχών, καθώς και τα λιγοστά κεραμικά ευρήματα ανάγουν την κατοίκηση του λόφου στους μεσαιωνικούς χρόνους. Η πιθανότερη περίοδος για την κατοίκηση του λόφου είναι ο 14ος- 15ος αι. όταν η γενικότερη ανασφάλεια και οι έριδες μεταξύ των φεουδαρχών του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Ενετικής Διοίκησης στην Μεθώνη- Κορώνη, οδήγησαν στην οικοδόμηση μιας σειράς μικρών οχυρών κατά μήκος των παραλίων, αλλά και στην ενδοχώρα της περιοχής Πυλίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά ονόματα οικισμών, αλλά και φρουριακών εγκαταστάσεων αυτής της περιόδου καταγράφονται σε έγγραφα, διαθήκες, αλλά και χρονικά. Εντούτοις δεν κατέστη δυνατόν να ταυτιστεί κανένα όνομα των πηγών αυτών με την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Κάτω Αμπελόκηποι.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, είναι πολύ πιθανόν στον συγκεκριμένο λόφο να υπήρχε ένα μικρό οχυρό συγκρότημα. Την κορυφή του λόφου κατείχε ένα ορθογώνιο κτήριο (πύργος;), ενώ η περιοχή περικλειόταν από τείχος. Η δόμηση των τειχών, καθώς και τα λιγοστά κεραμικά ευρήματα ανάγουν την κατοίκηση του λόφου στους μεσαιωνικούς χρόνους. Η πιθανότερη περίοδος για την κατοίκηση του λόφου είναι ο 14ος- 15ος αι. όταν η γενικότερη ανασφάλεια και οι έριδες μεταξύ των φεουδαρχών του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Ενετικής Διοίκησης στην Μεθώνη- Κορώνη, οδήγησαν στην οικοδόμηση μιας σειράς μικρών οχυρών κατά μήκος των παραλίων, αλλά και στην ενδοχώρα της περιοχής Πυλίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά ονόματα οικισμών, αλλά και φρουριακών εγκαταστάσεων αυτής της περιόδου καταγράφονται σε έγγραφα, διαθήκες, αλλά και χρονικά. Εντούτοις δεν κατέστη δυνατόν να ταυτιστεί κανένα όνομα των πηγών αυτών με την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Κάτω Αμπελόκηποι.
Σε κάθε περίπτωση, το μικρό συγκρότημα στον λόφο "Μπούρτζι" με βάση την έκταση του δεν πρέπει να αποτελούσε έναν οχυρωμένο οικισμό. Πιθανόν εξυπηρετούσε ολιγάριθμη φρουρά ή χρησίμευε ως τόπος καταφυγίου των κατοίκων της περιοχής σε περιόδους ανασφάλειας. Ο χώρος προστατεύεται από τις διατάξεις του νόμου 3028/2002 ως κτίσμα προγενέστερο του 1830 και οποιαδήποτε ενέργεια στο μνημείο ή στον περιβάλλοντα χώρο του, πρέπει να έχει την έγκριση της Υπηρεσίας μας».
Βενετικό Mεσαιωνικό οχυρό «Molendini» (Μύλοι);
Μετά την αυτοψία από την Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (τότε 5η ΕΒΑ) το Καλοκαίρι 2002 στο Μεσαιωνικό οχυρό που βρίσκεται στην περιοχή της «Βγένας», υπήρξαν σημαντικά στοιχεία για την φύση του οχυρού. Έτσι σύμφωνα με τους αρχαιολόγους η πιθανότερη περίοδος για την κατοίκηση του λόφου είναι ο 14ος - 15ος αι., όταν η γενικότερη ανασφάλεια και οι έριδες μεταξύ των φεουδαρχών του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Ενετικής Διοίκησης στην Μεθώνη- Κορώνη, οδήγησαν στην οικοδόμηση μιας σειράς μικρών οχυρών κατά μήκος των παραλίων, αλλά και στην ενδοχώρα της περιοχής Πυλίας. Τέλος σύμφωνα με την ίδια αναφορά των αρχαιολόγων το οχυρό πιθανόν εξυπηρετούσε ολιγάριθμη φρουρά ή χρησίμευε ως τόπος καταφυγίου των κατοίκων της περιοχής σε περιόδους ανασφάλειας. Όμως δεν κατέστη δυνατό, από την αρχαιολογική ομάδα, να ταυτιστεί κανένα όνομα αρχειακών πηγών με την συγκεκριμένη περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ο οικισμός Κάτω Αμπελόκηποι.
Μια σειρά ερευνών, τόσο στα Βενετικά Αρχεία όσο και σε άλλες πηγές, φέρνει σήμερα στο φως σημαντικά στοιχεία για το συγκεκριμένο οχυρό, καθώς μια σειρά τεκμηρίων ίσως ταυτίζουν το συγκεκριμένο οχυρό με αρχειακές πηγές. Ειδικότερα η ύπαρξη ενός σπάνιου χάρτη του 16ου αιώνα (1554) του Battista Agnese, (Πρόκειται για την carta corograico-nautica della Morea που περιλαμβάνεται στον Atlante di 33 carte [βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη Βενετίας, It. IV, 62 (=5067), αρ. 17], τον οποίο αναδημοσιεύει ο Bon, La Morée franque, χάρτης αριθ. 9. ) στον οποίο σημειώνονται τα τοπωνύμια των Μύλων σε περιοχή με ποτάμι και του Αγίου Νικολάου, κοντά στο λιμάνι του Ναβαρίνου. Μελετώντας τον χάρτη αυτό βλέπουμε ότι το ποτάμι δεν είναι άλλο από το Μηναγιώτικο και το οχυρό στις πηγές του ονομάζεται moline. Ακόμη γνωρίζουμε ότι στην περιοχή υπήρχαν νερόμυλοι κατά την πρώτη Ενετοκρατία.
Παράλληλα μνημονεύονται από τον ιστορικό Bon (La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe, Antoine Bon, paris 1969) τέσσερα κάστρα το 1425, τα οποία ήλεγχαν την περιοχή ανάμεσα σε Μεθώνη και Ναβαρίνο, για μερικά από τα οποία αντιμετωπίζουμε προβλήματα ταύτισης: Zonchlum (Ναβαρίνο), Sancta Elia, Molendini (Μύλοι). Το τελευταίο στοιχείο που διαθέτουμε προέρχεται από μια απόφαση για τις φρουρές της Μεθώνης του 1453, στην οποία προβλέπεται και η ενίσχυση της φρουράς των Μύλων (Moline) με ομάδες Μοθωναίων (compagnie modoniese). {(Πρόκειται για ένα από τα τρία κάστρα της περιοχής (τα άλλα σημειώνονται ως Sancti Elie και Zonelli): tenentur irmi in castellis Mothoni, videlicet Zonelli, le Moline et Sancti Elie, cassentur et loco ipsorum singulis duobus mensis mitti debeant alij de banderie Mothoni∙ βλ. Α.S.V., Senato, Mar, reg. 4, φ. 182v (απόφαση της 22ας Μαρτίου 1453). Πρβλ. και Thiriet, Régestes, τ. 3 (1431-1463), σ. 183, αρ. 2916. και Nichlina (Ίκλαινα).}
Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι στη δικαιοδοσία της Μεθώνης ανήκαν το Ναβαρίνο (Zonchio) από το 1420 και τα κάστρα Μύλοι (Molines) και Άγιος Ηλίας από το 1423. Την ίδια περίπου περίοδο, η Βενετία οχύρωσε σταδιακά εδάφη της μεσσηνιακής ενδοχώρας, με στόχο την αποτελεσματικότερη περιφρούρηση της υπαίθρου και την προστασία των κατοίκων από τις χερσαίες επιδρομές των Τούρκων και των υπηκόων του δεσποτάτου του Μυστρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο καπιτάνος της Μεθώνης όφειλε να περιοδεύει έφιππος την ύπαιθρο της Μεθώνης (agri Mothoni) και να επιθεωρεί τα κάστρα και τις οχυρώσεις (D. Jacoby, La Féodalité en Grèce médiévale: les «Assises de Romanie»: sources, application et difusion, Παρίσι– Χάγη 1971, σ.231. Για την οχύρωση της υπαίθρου από τα τέλη του 14ου αι. και εξής, βλ. Hodgetts, Τhe Colonies of Coron and Modon).
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Βενετικό Mεσαιωνικό οχυρό «Molendini» (Μύλοι);
Μετά την αυτοψία από την Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (τότε 5η ΕΒΑ) το Καλοκαίρι 2002 στο Μεσαιωνικό οχυρό που βρίσκεται στην περιοχή της «Βγένας», υπήρξαν σημαντικά στοιχεία για την φύση του οχυρού. Έτσι σύμφωνα με τους αρχαιολόγους η πιθανότερη περίοδος για την κατοίκηση του λόφου είναι ο 14ος - 15ος αι., όταν η γενικότερη ανασφάλεια και οι έριδες μεταξύ των φεουδαρχών του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Ενετικής Διοίκησης στην Μεθώνη- Κορώνη, οδήγησαν στην οικοδόμηση μιας σειράς μικρών οχυρών κατά μήκος των παραλίων, αλλά και στην ενδοχώρα της περιοχής Πυλίας. Τέλος σύμφωνα με την ίδια αναφορά των αρχαιολόγων το οχυρό πιθανόν εξυπηρετούσε ολιγάριθμη φρουρά ή χρησίμευε ως τόπος καταφυγίου των κατοίκων της περιοχής σε περιόδους ανασφάλειας. Όμως δεν κατέστη δυνατό, από την αρχαιολογική ομάδα, να ταυτιστεί κανένα όνομα αρχειακών πηγών με την συγκεκριμένη περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ο οικισμός Κάτω Αμπελόκηποι.
1554, Battista Agnese, carta corograico-nautica della Morea
Μεγέθυνση του χάρτη
Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι στη δικαιοδοσία της Μεθώνης ανήκαν το Ναβαρίνο (Zonchio) από το 1420 και τα κάστρα Μύλοι (Molines) και Άγιος Ηλίας από το 1423. Την ίδια περίπου περίοδο, η Βενετία οχύρωσε σταδιακά εδάφη της μεσσηνιακής ενδοχώρας, με στόχο την αποτελεσματικότερη περιφρούρηση της υπαίθρου και την προστασία των κατοίκων από τις χερσαίες επιδρομές των Τούρκων και των υπηκόων του δεσποτάτου του Μυστρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο καπιτάνος της Μεθώνης όφειλε να περιοδεύει έφιππος την ύπαιθρο της Μεθώνης (agri Mothoni) και να επιθεωρεί τα κάστρα και τις οχυρώσεις (D. Jacoby, La Féodalité en Grèce médiévale: les «Assises de Romanie»: sources, application et difusion, Παρίσι– Χάγη 1971, σ.231. Για την οχύρωση της υπαίθρου από τα τέλη του 14ου αι. και εξής, βλ. Hodgetts, Τhe Colonies of Coron and Modon).
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Πηγή: Ιστότοπος kato-minagia.blogspot.gr