Ο όρος «εργαστήριο της Σαμαρίνας» ανήκει στη Λασκαρίνα Μπούρα, η οποία προσδιόρισε με αυτόν μια ομάδα αρχιτεκτονικών γλυπτών από το νοτιοελλαδικό χώρο, του τέλους του 12ου-αρχών του 13ου αιώνα. Στη συγκεκριμένη ομάδα κεντρική θέση κατέχουν τα γλυπτά του ναού της Ζωοδόχου Πηγής στο Σάμαρι της Μεσσηνίας, που είναι γνωστός ως Σαμαρίνα.
Η επισήμανση δύο ακόμα γλυπτών, που μπορούν με ασφάλεια να προσγραφούν στην ίδια ενότητα, επιτρέπει μια νέα προσέγγιση του εργαστηρίου της Σαμαρίνας. Το γεγονός ότι από την παραγωγή του είναι γνωστά μόνον επιστύλια τέμπλων και πλαίσια προσκυνηταρίων, περιορίζει ως ένα βαθμό τη δυνατότητα μιας πλήρους αποτίμησης της παρουσίας του. Εν τούτοις, η ειδολογική ομοιογένεια αυτού του υλικού επιτρέπει να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά στα θέματα που χρησιμοποιούνται και τον τρόπο σύνθεσης τους, στις τεχνικές επεξεργασίας που εφαρμόζονται,στο γεωγραφικό χώρο όπου εκτείνεται η δράση του εργαστηρίου, καθώς και στην πιθανή χρονολογική κατάταξη των σωζόμενων γλυπτών.
Τα έργα
Από την παραγωγή του εργαστηρίου έχουν μέχρι σήμερα επισημανθεί έργα σε τέσσερις θέσεις της νότιας Πελοποννήσου. Ατυχώς, μόνον τα γλυπτά στο ναό της Σαμαρίνας διατηρούνται στην αρχική θέση τους. Τα υπόλοιπα έχουν σωθεί σε δεύτερη χρήση και μόνον υποθέσεις μπορούν να γίνουν σχετικά με τα μνημεία τα οποία κοσμούσαν αρχικά.
Τα γλυπτά του ναού της Σαμαρίνας
Στο ναό της Σαμαρίνας, καθολικό άλλοτε μονής, έχει διασωθεί σημαντικό μέρος του μαρμάρινου τέμπλου που έφραζε το τριμερές ιερό. Το επιστύλιο του ιερού βήματος (Εικ.1-2), τα δύο προσκυνητάρια που καλύπτουν το μέτωπο των διαχωριστικών τοίχων (Εικ.3) και τα επιστύλια της πρόθεσης και του διακονικού διατηρούνται κατά χώραν με μικρές φθορές (ρηγματώσεις και αποκρούσεις στα έξεργα στοιχεία).
Η πλήρης μορφή του τέμπλου δεν είναι γνωστή, καθώς από τους κιονίσκους δεν έχει σωθεί τίποτε, ενώ τα θωράκια που υπάρχουν σήμερα σε δεύτερη χρήση μέσα στο ιερό διαφοροποιούνται τεχνοτροπικά από τα άλλα σωζόμενα τμήματα του. Στα γλυπτά που εκτέλεσε το συνεργείο το οποίο εργάστηκε στο τέμπλο, θα πρέπει να συμπεριληφθούν τα κιονόκρανα των κιονίσκων στα δίλοβα παράθυρα των κεραιών και του ιερού βήματος. Τα περισσότερα κοσμούνται με φυλλοφόρους σταυρούς, σε χαμηλό ανάγλυφο. Η απόδοση τους στο εργαστήριο βασίζεται σε στοιχεία τεχνοτροπικά και επιγραφικά.
Το επιστύλιο στο Καστανοχώρι Μεγαλοπόλεως
Ανάμεσα στα μεσοβυζαντινά γλυπτά που έχουν εντοιχιστεί στο νεότερο (1894) ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Καστανοχώρι Μεγαλοπόλεως συμπεριλαμβάνεται ένα επιστύλιο από λευκό μάρμαρο (Εικ.4-5) που εντάσσεται στην παραγωγή του εργαστηρίου τηςΣαμαρίνας.
Σώζεται ελλιπές κατά το αριστερό άκρο, σε σχεδόν άριστη κατά τα άλλα κατάσταση διατήρησης. Η αρχική θέση του δεν είναι γνωστή, αλλά θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα στα όρια της μικρής κοιλάδας του Μποβέρκου, που φαίνεται πως γνώρισε ανάπτυξη κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους.
Το επιστύλιο στη Νόμια της Μάνης
Βρίσκεται εντοιχισμένο, μαζί με άλλα γλυπτά, στο νεότερο, ημιτελή ναό της Παναγίας στη Νόμια της Μέσα Μάνης (Εικ.6) και δημοσιεύθηκε τελευταία από το μακαριστό καθηγητή Νικόλαο Δρανδάκη. Πρόκειται για επιστύλιο από λευκό μάρμαρο, που σώζεται ελλιπές κατά την αριστερή πλευρά. Και αυτού η αρχική θέση είναι άγνωστη.
Τα γλυπτά στην Αγία Σοφία και στον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά
Σε δύο ναούς της υστεροβυζαντινής πολιτείας του Μυστρά επαναχρησιμοποιήθηκαν γλυπτά που ανήκουν σε ένα σύνολο, το οποίο εκτέλεσε το εργαστήριο της Σαμαρίνας. Στην Αγία Σοφία ένα επιστύλιο τέμπλου τοποθετήθηκε σε αντίστοιχη θέση στο ιερό βήμα.
Το γλυπτό είναι σήμερα κατακερματισμένο: το αριστερό άκρο σώζεται ακόμη στην παλατινή εκκλησία, εντοιχισμένο στο νότιο διαχωριστικό τοίχο του ιερού (Εικ.7), ενώ τεμάχια του υπάρχουν στο Μουσείο του Μυστρά (Εικ.8).
Με το επιστύλιο αυτό συνδέονται τα δύο προσκυνητάρια που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί στα μέτωπα των διαχωριστικών τοίχων του ιερού στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου. Σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση και είναι σχεδόν πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα της Σαμαρίνας. Αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την προέλευση τους, πιστεύεται ότι τα παραπάνω έργα ανήκαν στο τέμπλο κάποιου άγνωστου και κατεστραμμένου πλέον ναού της βυζαντινής Λακεδαίμονος και ότι έφτασαν στον Μυστρά μετά την εγκατάλειψη της, όταν η πόλη είχε μεταβληθεί σε πηγή οικοδομικού υλικού χάριν του νέου, αναπτυσσόμενου οικιστικού κέντρου της περιοχής.
Τα διακοσμητικά θέματα και η σύνθεσή τους
Κεντρική θέση στο διάκοσμο των επιστυλίων ιερού βήματος κατέχει έξεργο κιβώριο, μέσα στο οποίο υπάρχει φυλλοφόρος πατριαρχικός σταυρός με κρυπτογράμματα. Σε τρία επιστύλια -Σαμαρίνας, Καστανοχωρίου και Νόμιας-, το κιβώριο πλαισιώνουν καταρχήν όμοια σύνθετα πλέγματα σε χαμηλό ανάγλυφο.
Στον Μυστρά, στη θέση των πλεγμάτων υπάρχει περιδινούμενη άκανθα. Ακολουθούν έξεργα ανακαμπτόμενα φύλλα στη Σαμαρίνα, έξεργα κομβία στο Καστανοχώρι και τον Μυστρά, ενώ στο μικρών διαστάσεων επιστύλιο της Μάνης ο διάκοσμος συνεχίζεται με ταινιωτό στέλεχος με βλαστούς σε χαμηλό ανάγλυφο. Έπεται θέμα σε χαμηλό ανάγλυφο, το οποίο στη Σαμαρίνα είναι σύνθετο καρδιόσχημο ανθέμιο ενώ στον Μυστρά και το Καστανοχώρι πλεχτός σταυρός. Στη Νόμια η σύνθεση κλείνει σε αυτό το σημείο με το έξεργο σύμπλεγμα των ζώων.
Στα άλλα επιστύλια ο διάκοσμος συνεχίζεται με έξεργα στοιχεία -διάτρητα κομβία στη Σαμαρίνα και τον Μυστρά, και το σύμπλεγμα των ζώων στο Καστανοχώρι.
Επόμενο θέμα στη Σαμαρίνα και στον Μυστρά είναι ισοσκελείς σταυροί, σε χαμηλό ανάγλυφο, τα άκρα των κεραιών των οποίων ανακάμπτονται και σχηματίζουν ανθέμια στα διάκενα, και ακολουθούν τα έξεργα συμπλέγματα των ζώων. Οι χώροι που υπολείπονται στα άκρα καλύπτονται με φυτικά κοσμήματα, συνήθως ταινιωτά στελέχη με ανακαμπτόμενους βλαστούς. Με πυκνά φυτικά κοσμήματα καλύπτονται επίσης όλοι οι χώροι που μεσολαβούν μεταξύ των θεμάτων.
Τα συμπλέγματα των ζώων απεικονίζουν άγρια θηρία που έχουν αιχμαλωτίσει ήμερα βοοειδή. Σε όλα τα σωζόμενα παραδείγματα τοποθετούνται στα αριστερά γρύπας και στα δεξιά λιοντάρι, σε στάσεις που επαναλαμβάνονται με ακρίβεια. Όσον αφορά στην απόδοση, η πιστή ομοιότητα μεταξύ τους εκτείνεται ακόμα και σε μικρές λεπτομέρειες, όπως το κλειδί του Σολομώντος στο μηρό των θηρίων και η στικτή δήλωση της δοράς.
Το διάκοσμο συμπληρώνει ανάγλυφος, έντονα έξεργος αστράγαλος στην κάτω ακμή των τριών επιστυλίων -απουσιάζει μόνο από το επιστύλιο της Νόμιας. Η ύπαρξη στη Σαμαρίνα μιας επιπλέον διακοσμητικής ζώνης στο επιστύλιο του ιερού βήματος, διακοσμημένης με την τεχνική της ενθετικής με κηρομαστίχη, σχετίζεται μάλλον με το μέγεθος του μνημείου.
Στα ανάγλυφα πλαίσια των προσκυνηταρίων, τη στεφάνη του τόξου κοσμεί έξεργη διάτρητη ταινία από πλοχμό ή ανθέμια. Στην άντυγα του τόξου υπάρχει ανάγλυφος αστράγαλος, όμοιος με αυτόν που απαντά στα επιστύλια. Μεγάλο έξεργο ανακαμπτόμενο φύλλο, όμοιο με εκείνα των επιστυλίων, είναι λαξευμένο επάνω από την κορυφή του τόξου. Το βάθος του υπολειπόμενου χώρου, μεταξύ του ημικυκλίου του τόξου και του απλού ορθογώνιου πλαισίου όπου αυτό εγγράφεται, καλύπτεται με γεωμετρικά σχέδια με κηρομαστίχη, ενώ δύο έξεργα διάτρητα κομβία κοσμούν τις γωνίες. Τα βασικά σχέδια του βάθους (αλληλοτεμνόμενοι κύκλοι με ρόμβους και ρόμβοι με τετράγωνα) βρίσκονται και στην επάνω ζώνη του επιστυλίου του βήματος στη Σαμαρίνα.
Τα περισσότερα από τα διακοσμητικά θέματα που χρησιμοποιεί το εργαστήριο επαναλαμβάνονται στις ίδιες θέσεις, με την ίδια συνήθως σειρά και με σχεδόν απόλυτη ομοιότητα στην απόδοση τους. Είναι σαφές ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο θεματικό λεξιλόγιο, το οποίο αξιοποιείται με σταθερές συνθετικές «αρχές», προσαρμοζόμενο ασφαλώς στις διαστάσεις του κάθε έργου.
Στα επιστύλια η σύνθεση του διακόσμου είναι αυστηρά συμμετρική, με άξονα το κεντρικό κιβώριο και με εναλλαγή των ίδιων στοιχείων, σε έξεργο και σε χαμηλό ανάγλυφο. Η ύπαρξη πάντοτε συγκεκριμένων συμπλεγμάτων ζώων στα άκρα καθίσταται χαρακτηριστικό γνώρισμα του εργαστηρίου. Σταθερές «αρχές» διέπουν και το διάκοσμο των προσκυνηταρίων, σε ό,τι αφορά στην επιλογή και την απόδοση των θεμάτων, τα οποία τοποθετούνται πάντοτε στις ίδιες θέσεις με επουσιώδεις παραλλαγές.
Η απόδοση των διακοσμητικών θεμάτων, και στα δύο είδη γλυπτών, χαρακτηρίζεται από τον εξεζητημένο και πολύπλοκο σχεδιασμό, την εξαντλητική εμμονή στις λεπτομέρειες και την ασφυκτική κάλυψη ακόμα και της μικρότερης διαθέσιμης επιφάνειας.
Η έντονη σχηματοποίηση αρκετών θεμάτων έρχεται σε αντίθεση με τη ζωηρότητα και την ένταση που αποπνέουν τα συμπλέγματα των ζώων. Το συνολικό αποτέλεσμα κατατείνει προς μία εντύπωση εξαΰλωσης του λίθου, κάτω από έναν πυκνό τάπητα ποικίλων διακοσμητικών στοιχείων.
Τεχνικές επεξεργασίας
Στα γλυπτά του εργαστηρίου της Σαμαρίνας απαντούν σχεδόν όλες οι γνωστές κατά το 12ο αιώνα τεχνικές επεξεργασίας του μαρμάρου. Κυρίαρχη είναι η λεγόμενη διπλεπίπεδη τεχνική, συνδυασμός χαμηλού και έξεργου ανάγλυφου. Το χαμηλό ανάγλυφο αποδίδεται εξαιρετικά πυκνό, με κρυσταλλική γλυφή και χρήση τρυπάνου για τον τονισμό λεπτομερειών. Το έξεργο ανάγλυφο εγγίζει σε αυτά τα γλυπτά το όριο της εξέλιξης του, αποτολμώντας λύσεις που πλησιάζουν προς το ολόγλυφο, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στις ουρές των θηρίων ή στους κιονίσκους των κιβωρίων. Το ίδιο εξελιγμένη παρουσιάζεται η χρήση του διάτρητου ανάγλυφου, και δεν είναι τυχαίο ότι δεν διασώθηκε κανένα από τα διάτρητα κομβία των γλυπτών. Το επιπεδόγλυφο έχει πιο περιορισμένη χρήση στους σταυρούς των κιβωρίων. Η τεχνική της ενθετικής με κηρομαστίχη αξιοποιείται κυρίως στα πλαίσια των προσκυνηταρίων, με πυκνά, μικρής κλίμακας σχέδια. Η συνδυασμένη χρήση όλων αυτών των τεχνικών έχει ιδιαίτερα διακοσμητικό αποτέλεσμα και δείχνει μια έντονη διάθεση για ποικιλία.
Οι τεχνίτες του εργαστηρίου χειρίζονταν με μεγάλη ευχέρεια τις παραπάνω τεχνικές και αυτό δεν μπορεί ασφαλώς να αποδοθεί σε απλή μαστορική επιδεξιότητα. Είναι προφανές ότι θα είχαν γνώσεις γεωμετρίας, τις οποίες εφάρμοζαν για να σχεδιάζουν και να υλοποιούν με ακρίβεια πολύπλοκες συνθέσεις, όπως τα σύνθετα πλέγματα που θυμίζουν αραβουργήματα.
Ενδείξεις εξέλιξης
Τα γλυπτά του ναού της Σαμαρίνας έχουν χρονολογηθεί γύρω στο 1200, με βάση κριτήρια τεχνοτροπικά και σε συμφωνία με τη χρονολόγηση της αρχιτεκτονικής και του ζωγραφικού διακόσμου του μνημείου. Με αυτό το δεδομένο και τα τεχνοτροπικά κριτήρια, εντάσσονται στην ίδια χρονική περίοδο τα υπόλοιπα γλυπτά του εργαστηρίου και, κατά συνέπεια, η όλη δράση του.
Για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της τέχνης του εργαστηρίου θα είχε ενδιαφέρον η ανίχνευση της χρονολογικής σειράς με την οποία εκτελέστηκαν τα σωζόμενα γλυπτά. Τα δύο ζεύγη των προσκυνηταρίων, που είναι σχεδόν πανομοιότυπα, δεν προσφέρονται για σχετικές παρατηρήσεις. Αντιθέτως, τα τέσσερα επιστύλια παρουσιάζουν κάποιες μικρές διαφορές, οι οποίες δεν μπορούν να ερμηνευθούν μόνον από την αναγκαία κατά περίπτωση προσαρμογή του διακόσμου στη διαθέσιμη επιφάνεια του λίθου. Αυτές οι διαφορές επιτρέπουν μια απόπειρα χρονολογικής κατάταξης των τεσσάρων επιστυλίων, μέσα από την οποία διαφαίνονται ίσως και πιθανά στάδια εξέλιξης.
Ως πρωιμότερο χρονολογικά μπορεί να θεωρηθεί το επιστύλιο του Καστανοχωρίου, λόγω της διαίρεσης της επιφάνειας με κάθετα σχοινία σε διάχωρα, η οποία μαρτυρεί κάποια προσκόλληση στον τρόπο οργάνωσης του διακόσμου στο επιστύλιο του τέμπλου στο ναό του Σωτήρα στη Χριστιανού της Μεσσηνίας. Επιπλέον, όπως επισήμανε ο καθηγητής Χαράλαμπος Μπούρας, το σύμπλεγμα των ζώων δεν είναι υπερβολικά έξεργο, όπως τα αντίστοιχα στα άλλα επιστύλια, γι' αυτό και διασώθηκε σχεδόν ακέραιο. Ενδεχομένως, αυτό το στοιχείο υποδηλώνει μια συγκρατημένη ακόμη στάση στην επεξεργασία του μαρμάρου, που εγκαταλείπεται στη συνέχεια, καθώς το εργαστήριο προχωρεί σε τολμηρότερες λύσεις. Με τα γλυπτά της Σαμαρίνας το εργαστήριο φαίνεται πως έχει κατακτήσει την τεχνική αρτιότητα και το καλλιτεχνικό ιδίωμα του, αναλαμβάνοντας το διάκοσμο ενός μνημείου υψηλών προθέσεων, όπως είναι το καθολικό του μεσσηνιακού μοναστηριού. Το ίδιο πιθανώς υποδεικνύει και το άγνωστης αρχικής προέλευσης σύνολο του Μυστρά. Η σύγκριση κυρίως ανάμεσα στα δύο ζεύγη των προσκυνηταρίων δείχνει πως το τέμπλο του Μυστρά χρονικά δεν πρέπει να απέχει πολύ από τη Σαμαρίνα.
Ως τελευταίο στη χρονολογική κατάταξη θα μπορούσε να θεωρηθεί το γλυπτό από τη Νόμια, όπου εγκαταλείπεται η εναλλαγή έξεργου και χαμηλού ανάγλυφου και τα παρατιθέμενα θέματα σχηματίζουν ένα συνεχή διακοσμητικό τάπητα. Αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει στο μικρό μέγεθος του επιστυλίου και σε μια προσπάθεια να προσαρμοστούν στην όψη του όσο το δυνατόν περισσότερα θέματα, αλλά δεν αποκλείεται να απηχεί μια βαθμίδα εξέλιξης στην τέχνη του εργαστηρίου. Ένα επιπλέον στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί επίσης το έντονα έξεργο ανάγλυφο στο σύμπλεγμα των ζώων που εδώ, περισσότερο ίσως από τα άλλα παραδείγματα, τείνει προς το ολόγλυφο.
Γεωγραφική διάδοση και συγγενή έργα
Σύμφωνα με τα γνωστά σήμερα έργα, η δράση του εργαστηρίου εκτείνεται στο χώρο της νότιας Πελοποννήσου. Την οριοθέτηση αυτή δείχνει να επιβεβαιώνει η διαφαινόμενη σχέση του με ορισμένα έργα γλυπτικής από την ίδια περιοχή.
Καταρχήν, η Λασκαρίνα Μπούρα είχε επισημάνει ότι η γενική διάταξη και τα περισσότερα θέματα του κεντρικού επιστυλίου της Σαμαρίνας βασίστηκαν στο αντίστοιχο επιστύλιο από τη Χριστιανού της Μεσσηνίας, ένα έργο υψηλής τέχνης, το οποίο φαίνεται πως άσκησε σημαντική επιρροή στη γλυπτική της ευρύτερης περιοχής. Η άποψη αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο με βάση το επιστύλιο του Καστανοχωρίου όπου, καθώς σημειώθηκε, η παράθεση των διακοσμητικών θεμάτων σε διάχωρα παραπέμπει σαφώς στο επιστύλιο της Χριστιανού (Ναός του Σωτήρος, Χριστιάνοι Τριφυλία).
Στενή σχέση παρουσιάζει το εργαστήριο με ορισμένα γλυπτά από το Ανδρομονάστηρο της Μεσσηνίας και τον Μυστρά. Στο Ανδρομονάστηρο, σε τμήματα επιστυλίων που έχουν εντοιχιστεί στα μεταγενέστερα κτιστά τέμπλα του καθολικού (Εικ.9) και του παρεκκλησίου της Αγίας Αικατερίνης χρησιμοποιούνται διακοσμητικά θέματα που απαντούν στην ομάδα της Σαμαρίνας και μάλιστα την πλησιάζουν αρκετά ως προς την απόδοση. Αναφέρονται ενδεικτικά τα ανακαμπτόμενα φύλλα, οι πλεκτοί σταυροί, τα φυλλοφόρα κάθετα στελέχη, καθώς και ο έξεργος αστράγαλος που περιθέει τις κάτω ακμές ορισμένων αποτμημάτων. Τα ίδια θέματα, με όμοια χαρακτηριστικά, βρίσκονται και σε τμήμα τα επιστυλίων που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί στο τέμπλο του Αγίου Δημητρίου στον Μυστρά. Είναι πολύ πιθανό τα τελευταία να είναι δημιουργίες του ίδιου συνεργείου που εργάστηκε για το Ανδρομονάστηρο, με τα γλυπτά του οποίου συναποτελούν μία ξεχωριστή, αναγνωρίσιμη ομάδα στη γλυπτική του 12ου αιώνα στην Πελοπόννησο.
Πολύ περισσότερα είναι τα κοινά στοιχεία που συνδέουν το εργαστήριο της Σαμαρίνας με μια ενότητα γλυπτών από την τρίτη φάση της βασιλικής στο Τηγάνι της Μάνης. Πρόκειται για μια σειρά από θραύσματα πλαισίων προσκυνηταρίων, στα οποία η θεματολογία, η διάταξη αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, και η απόδοση των θεμάτων είναι σχεδόν όμοιες με των προσκυνηταρίων της Σαμαρίνας και του Μυστρά. Πέρα από κάποιες παραλλαγές στη θέση ορισμένων θεμάτων, η βασική διαφορά έγκειται κυρίως στην επεξεργασία του ανάγλυφου, καθώς οι τεχνίτες που εργάστηκαν για το Τηγάνι δεν προχώρησαν στο έντονα έξεργο και στο διάτρητο ανάγλυφο. Τα κοινά στοιχεία επιτρέπουν πάντως να θεωρηθούν τα προσκυνητάρια από το Τηγάνι ως το αμέσως προηγούμενο στάδιο των αντίστοιχων γλυπτών της Σαμαρίνας.
Συμπεράσματα
Το εργαστήριο της Σαμαρίνας ανέπτυξε ένα ξεχωριστό, αναγνωρίσιμο καλλιτεχνικό ιδίωμα στα πλαίσια της ελλαδικής γλυπτικής του 12ου αιώνα. Το ιδίωμα αυτό βασίζεται στην υψηλή ποιότητα της γλυπτικής εργασίας, στην ομοιογένεια και τα επιμέρους κοινά χαρακτηριστικά του διακόσμου, καθώς και στη σταθερή εφαρμογή ορισμένων «αρχών» στη σύνθεση. Ως αδυναμίες του μπορούν να αναφερθούν η επανάληψη των ίδιων θεμάτων και συνθέσεων, που εγγίζει ίσως την τυποποίηση, και η ακραία διακοσμητικότητα που συχνά αποδυναμώνει την αυτόνομη παρουσία των θεμάτων.
Τα σωζόμενα σήμερα έργα δείχνουν πως το εργαστήριο υπήρξε ένα δημιούργημα τοπικό, της νότιας Πελοποννήσου. Τα διακοσμητικά θέματα που χρησιμοποιεί ήταν διαδεδομένα στην περιοχή πριν από τη δική του εμφάνιση. Το ίδιο δεν εισήγαγε νέα θέματα ή νέες τεχνικές στη γλυπτική της εποχής και της περιοχής του, αλλά αξιοποίησε στο έπακρο τα ήδη υπάρχοντα. Ορισμένα δε από αυτά τα οδήγησε στην πιο προχωρημένη βαθμίδα της εξέλιξης τους.
Το γεγονός ότι η τέχνη του κατέκτησε τόσο υψηλή ποιότητα, οφείλεται ασφαλώς, σε μεγάλο βαθμό, στους ταλαντούχους τεχνίτες του. Οπωσδήποτε οι γνώσεις για το ζήτημα θα εμπλουτιστούν όταν υπάρξουν συστηματικές δημοσιεύσεις για τα γλυπτά της Σαμαρίνας και του Μυστρά. Επίσης, η έρευνα ίσως αποκαλύψει και νέα, λανθάνοντα γλυπτά του εργαστηρίου. Μέχρι τότε, το παρόν κείμενο δεν μπορεί παρά να έχει το χαρακτήρα μιας εισαγωγής στην αποτίμηση της παρουσίας του στην ελλαδική γλυπτική του 12ου αιώνα.
Γιώργος ΠΑΛΛΗΣ: "Νεότερα για το εργαστήριο γλυπτικής της Σαμαρίνας (τέλη 12ου-αρχές 13ου αι.)"