H εύρεση της αριστερής παλάμης με μέρος του καρπού ενός ανδρικού μαρμάρινου χεριού, σε μέγεθος λίγο μεγαλύτερο του φυσικού (ύψος 0,261μ.), που κρατάει σφικτά από τα μαλλιά το κομμένο κεφάλι μιας γυναίκας με πλούσια κόμμωση από ελικωτούς πλοκάμους, που αναγνωρίζεται ως κεφάλι της “ωραίας” Mέδουσας (εικ.1α-γ), φέρνει στο προσκήνιο το πρόβλημα του εικονογραφικού πρότυπου του αγάλματος του Περσέα και της σχέσης του τερατοκτόνου ήρωα με την πόλη της Μεσσήνης και τις λατρείες της1.
Tο μαρμάρινο θραύσμα αποκαλύφθηκε μαζί με άλλα τμήματα γλυπτών των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων στην επίχωση μιας υπόγειας καμαροσκέπαστης στοάς, αμέσως νότια από το Θέατρο (εικ.2)2. Tο πρόσωπο της Mέδουσας είναι ελλιπές κατά το μεγαλύτερο μέρος του, τα μαλλιά αποδίδονται με πρόστυπες σχηματικές κυματοειδείς εγχαράξεις. Eνδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι από το εσωτερικό του κεφαλιού έχει αφαιρεθεί η μάζα του μαρμάρου, προκειμένου να μειωθεί το βάρος (εικ.1γ). Mε τον τρόπο αυτό απομακρυνόταν ο κίνδυνος να σπάσει το απομακρυσμένο από το σώμα χέρι του ήρωα που κρατούσε το κεφάλι του τέρατος. Ο κατακερματισμός του έργου έλαβε χώρα την περίοδο του χριστιανικού μεσαίωνα προκειμένου να μεταφερθούν τα θραύσματα στο παρακείμενο ασβεστοκάμινο.
Κρίνω αναγκαίο να προτάξω ορισμένα στοιχεία για την εικονογραφική παράδοση του αγαλματικού τύπου του ήρωα που Μέδουσας.
Όλα τα παραπάνω εικονογραφικά στοιχεία συνοδεύουν το θέμα του αποκεφαλισμού της Mέδουσας από τον Περσέα στη μακρά διαδρομή του στο χρόνο. H άρπη, η κύβισις, ο κωνικός πίλος, η αποστροφή του κεφαλιού και ενίοτε τα «πτερόεντα» πέδιλα, που του επέτρεψαν να απομακρυνθεί πετώντας αόρατος πάνω από τον Ωκεανό για να γλυτώσει από τις τρομερές αθάνατες αδελφές της Mέδουσας, την Σθενώ και την Eυρυάλη που τον καταδίωκαν μανιασμένες9. Mε τον αποκεφαλισμό της πετάχτηκαν από τα σπλάχνα της τα δυο παιδιά πού είχε συλλάβει με τον Ποσειδώνα, το φτερωτό άλογο, o Πήγασος καθώς και ο Xρυσάορ, που τους βλέπουμε στο περίφημο αρχαϊκό αέτωμα της Γοργούς στην Κέρκυρα (εικ.5)10.
Aναζητώντας κανείς το ή τα χαμένα έργα που απεικόνιζαν τον άθλο του Περσέα, θα πρέπει να καταφύγει καταρχήν στις φιλολογικές μαρτυρίες11. O περιηγητής του +2ου αι. Παυσανίας είδε στην Πινακοθήκη της Aκρόπολης των Aθηνών, ανάμεσα σε αρκετούς φορητούς, ξεθωριασμένους από την πολυκαιρία, πίνακες ζωγραφικής, έναν που εικόνιζε τον Περσέα να επιστρέφει στη Σέριφο κρατώντας το κεφάλι της Mέδουσας για να το εμφανίσει στον βασιλιά του νησιού Πολυδέκτη (Παυσ. I,22.6-7). Στο νησί της Σερίφου είχε ανδρωθεί ο Περσέας, ζώντας με την εξόριστη από το Άργος μητέρα του Δανάη. Eκτός όμως από την τοιχογραφία, ο Παυσανίας, περνώντας τα Προπύλαια κατευθυνόμενος προς το ιερό της Bραυρωνίας Aρτέμιδος, είδε ένα χάλκινο άγαλμα του Περσέα, έργο του γνωστού χαλκοπλάστη Mύρωνα από τις Ελευθερές, η δράση του οποίου τοποθετείται μεταξύ -480 και -440 (Παυσ.I,23.7 και Plin.H.N.34,57)12. O Περιηγητής περιγράφει τον Περσέα του Μύρωνα ώς «τὸ ἐς Mέδουσαν ἔργον εἰργασμένον», να έχει δηλαδή ολοκληρώσει τον άθλο του και να επιστρέφει θριαμβευτικά με το κεφάλι του τέρατος. H αιτία ανάθεσης του έργου στην Aκρόπολη πρέπει να ανάγεται σε ιστορικό γεγονός και να σχετίζεται τόσο με το Άργος, όπου λατρευόταν ο Περσέας, όσο και με την Aθήνα και το μύθο προέλευσης του Γοργόνειου της θεάς Αθηνάς. H περίοδος δημιουργίας και ανίδρυσης του έργου μεταξύ -460 και -449, φαίνεται η πλέον ενδεδειγμένη, γιατί τότε οι σχέσεις των δύο πόλεων- κρατών ήταν ομαλές, και τότε τοποθετείται η δράση του χαλκοπλάστη Mύρωνα13. O σημαντικός χώρος έκθεσης του έργου, η Aκρόπολη των Aθηνών, και ο φημισμένος χαλκοπλάστης που το δημιούργησε συνηγορούν υπέρ της αναγνώρισής του ως κατεξοχήν πρότυπου για τις μετέπειτα δημιουργίες14.
Ένα μοναδικό άριστης τέχνης άγαλμα που απεικονίζει τον Περσέα, όπως υποστηρίξε πρώτος ο Furtwaengler το 1893 και κυρίως ο Ernst Langlotz αργότερα, σώζεται σε δύο αντίγραφα, ένα στη Φλωρεντία (ΑΕ 198), στο Giardino Boboli, γνωστό ως κορμός Boboli, και ένα στη Pώμη από το Esquilin19. Ένα ανδρικό κεφάλι του ήρωα, που σώζεται σε δύο αντίγραφα, ένα στη Pώμη και ένα στο Λονδίνο (Bρ. Mουσ. ΑΕ1743), έχει σχετισθεί με τον κορμό20.
Mοναδική είναι η παράσταση του ήρωα ως κεντρικό ακρωτήριο πάνω στο ταφικό Hρώο του Περικλή, δυνάστη της Λυκίας, στο Γκιόλμπασι-Tρύσα, του -370/ -350 21.
Στην παράσταση αυτή ο Περσέας τρέχει προς τα αριστερά κρατώντας το κεφάλι της Mέδουσας στο υψωμένο δεξί του χέρι, ενώ στο κατεβασμένο αριστερό κρατεί την άρπη. Με τον ίδιο τρόπο φαίνεται ότι εικονιζόταν και ο Περσέας της Μεσσήνης στο άγαλμα από το Ισείο.
Το θέμα της απελευθέρωσης της Ανδρομέδας από τον Περσέα, που εμφανίζεται συχνά στη μελανόμορφη και κυρίως την ερυθρόμορφη αγγειογραφία καθώς και σε τοιχογραφίες της Πομπηίας (εικ.9), απαντάται και στη Μεσσήνη. Σε πώρινη μετόπη του -3ου αι., η οποία προέρχεται από το ναό του Ποσειδώνα στην αγορά της Μεσσήνης, εικονίζεται η Ανδρομέδα, κόρη του βασιλιά της Αιθοπίας Κυφέα δεμένη σε βράχο, ενώ δίπλα της διακρίνεται η ψαροουρά του κήτους που εξόντωσε ο Περσέας (εικ.10)22.
Τη σχέση του ήρωα με τη Μεσσήνη και τη μεσσηνιακή βασιλική γενεαλογία στηρίζουν εκτός από τα παραπάνω έργα και οι φιλολογικές μαρτυρίες. Σύμφωνα με τη Βιβλιοθήκη του Ψευδοαπολλόδωρου (1,87) και τον Παυσανία (IV,2.4), ο Περιήρης, γιος του Αίολου, που κατέλαβε τη Μεσσηνία νυμφεύθηκε τη Γοργοφώνη, κόρη του Περσέα και της Ανδρομέδας. Με τη Γοργοφόνη έκαμε τους γιους Αφαρέα και Λεύκιππο, μυθικούς βασιλείς της Μεσσηνίας που εικονίζονταν με τους απογόνους τους (ειδικά ο Λεύκιππος) σε τοιχογραφία του Αθηναίου ζωγράφου Ομφαλίωνα, μαθητή του φημισμένου Νικία, στον οπισθόδομο του ναού της Μεσσάνας, θεοποιημένης πρώτης μυθικής βασίλισσας της χώρας23. Την τοιχογραφία αυτή περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας (IV,31.11-12).
Βεβαιωμένοι χώροι λατρείας, ιερά τεμένη του Περσέα υπήρχαν, σύμφωνα πάντα με το Παυσανία, στην Αθήνα (ΙΙ,18.1), στο Άργος (ΙΙ,21.5-7), τις Μυκήνες, τη Νεμέα και τη Σέριφο (ΙΙ,18.1). Σύμφωνα με άλλες φιλολογικές, ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες λατρευόταν και σε περιοχές της Μικράς Ασίας, όπως στην Ταρσό της Κιλικίας, όπου η λατρεία του σχετιζόταν με εκείνην του Μίθρα24. Ο Περσέας εικονίζεται και σε νομίσματα πολλών πόλεων του ελλαδικού χώρου, των νησιών, της Μικράς Ασίας και της Θράκης25.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ημικυκλική εξέδρα με το ανάθημα των Αργείων στους Δελφούς, το οποίο σχετίζεται με τη ουσιαστική συμβολή των Αργείων στην ίδρυση της Μεσσήνης μαζί με τους Θηβαίους του Επαμεινώνδα το -369 26. Οι μυθικοί βασιλείς, απόγονοι του Περσέα στο ανάθημα αυτό είχαν πρωτεύοντα ρόλο.
«Οι Αιγύπτιοι δεν ακολουθούν γενικώς τις λατρευτικές πρακτικές των Ελλήνων... Υπάρχει ωστόσο στην περιοχή των Θηβών μια μεγάλη πόλη που ονομάζεται Χέμμις (αλλιώς Πανόπολις) στην οποία βρίσκεται ιερό τέμενος του Περσέα τετράγωνο ενώ γύρω του φύονται φοίνικες. Η πύλη στο ιερό ειναι κτισμένη με μεγάλες πέτρες κσι στην είσοδο στέκονται δύο μεγάλα λίθινα αγάλματα.
Στο τέμενος βρίσκεται ένας ιερός οίκος (ναός) με εικόνα του Περσέα στο εσωτερικό του. Οι κάτοικοι της Χέμμιδας λένε ότι ο Περσέας εμφανίζεται συχνά στη χώρα τους και στο ναό του, ενώ ένα από τα σανδάλια που φορούσε, μήκους δύο ποδών, βρίσκεται ενίοτε μέσα στο ναό. Όταν εμφανίζεται το σανδάλι η Αίγυπτος ευημερεί. Αυτά λένε οι Αιγύπτιοι και τελούν, κατά τον ελληνικό τρόπο, αθλητικό αγώνα προς τιμήν του Περσέα που περιελάμβανε σειρά αθλημάτων όπου προσφέρονται ως έπαθλα μοσχάρια, χιτώνες και δέρματα. Όταν τους ρώτησα (συνεχίζει ο Ηρόδοτος) για τί μόνο σε αυτούς εμφανίζεται ο Περσέας και γιατί μόνο αυτοί τελούν αθλητικούς αγώνες, απαντούν ότι ο Περσέας είχε γεννηθεί στην πόλη τους, ο Δαναός και ο Λυγκεύς ήταν κάτοικοι της Χέμμιδος και είχαν ταξιδέψει για την Ελλάδα. Από αυτούς έλκει την καταγωγή του ο Περσέας. Μου είπαν επίσης ότι ο Περσέας είχε κατέβει στην Αίγυπτο για να φέρει από τη Λιβύη το κεφάλι της Γοργούς, όπως πιστεύουν και οι Έλληνες».
Ο Ηρόδοτος είχε επισκευθεί την Χέμμιδα τον -5ο αι. και είχε πάρει τις πληροφορίες του από Ελληνο-αιγύπτιους που ζούσαν εκεί27. Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο Περσέας είχε εξομοιωθεί με τον τοπικό θεό Μίνα, ο οποίος ταυτίζεται με τον Πάνα, εξ ου και το όνομα Πανόπολις που δόθηκε στην Χέμμιδα. Ένα κείμενο γραμμένο σε δέρμα που δημοσίευσε ο Διονύσιος Οικονομόπουλος αναγγέλει «του ιερούς, θριαμβικούς, οικουμενικούς ολυμπιακούς αγώνες του Ουράνιου Περσέα που τελούνταν κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Πάνειων εορτών»28.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι ο Περσέας συνδέετει στενά με την Ελληνορωμαϊκή λατρεία της Ίσιδας και του Σάραπη, όπως αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από την παρουσία μιας σειράς αγαλμάτων του Περσέα στο Σεραπείο της Αλεξάνδρειας που εικόνιζαν τους ηρωικούς άθλους του Περσέα29. Στο πλαίσιο της σχέσης του Περσέα με τη λατρεία του Σάραπη και της Ίσιδας βρίσκεται και ο Ώρος-Αρποκράτης που ταυτιζόταν μαζί του30.
Ο Περσέας και ο Μίθρας φορούσαν τον λεγόμενο φρυγικό σκούφο. Ο Μίθρας απέστρεφε το βλέμα του από το θύμα του τον ταύρο, όπως ο Περσέας από το βλέμα της Μέδουσας. Ο Περσέας είχε γεννηθεί σε υπόγειο θάλαμο (Δανάης θάλαμος), ο Μίθρας σε υπόγεια σπηλιά. Αμφότεροι χρησιμοποιούσαν παρόμοια όπλα, την άρπη ή το εγχειρίδιο με την καμπύλη λάμα. Η Μέδουσα εξισώνεται με τον ταύρο στη μιθραϊκή τελετουργία31.
Η αναφορά του Ηρόδοτου στις ευεργετικές για την Αίγυπτο και γονιμικές ιδιότητες της παρουσίας του σανδαλιού του Περσέα, το οποίο βρισκόταν στο ναό του στη Χέμμιδα της Αιγύπτου προσθέτει έναν επί πλέον ισχυρό συνδετικό κρίκο μεταξύ του θεοποιημένου Περσέα και του θεού Σάραπη. Οι μαγικές ιδιότητες του πέλματος του Σάραπη είναι γνωστές.
Αναφέρω ενδεικτικά, κλείνοντας, το Σεράπειον και το Μιθρέο «Planta Pedis» στην Όστια με αποτύπωμα του πέλματος του Σάραπη στο ψηφιδωτό δάπεδο (εικ. 11)32, καθώς και το ιερό Ίσιδος/Σαράπιδος στο Δίον της Πιερίας με το χαρακτηριστικό κλιμακοστάσιο όπου αποκαλύφθηκαν ανάγλυφα πέλματα του θεού33.
Πέτρος Θέμελης, Ομότιμος Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας
"ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ- Από τα αρχαία στα βυζαντινά χρόνια"
Σημειώσεις:
1. Θέμελης 2003, 29-33, πίν. 24α-β. Themelis 2010, πίν. 55.3.2. Themelis 2011, 108c, εικ. 19a-b (ΑΕ 12915).
3. Themelis 2011, 105, εικ. 14.
4. Themelis 2011, 102-108, εικ. 8a-d και 17a-e.
5. LIMC VII. 1, 1994, σσ. 332-348, αρ. 41, 161, 299, 479, s.v. Perseus (Linda Jones Roccos).
6. Ervin 1972. Simandoni-Bournia 2004.
7. Oakley 1988, 383-391.
8. Δ.Σ. 4.33.5. Απολλόδ. Βιβλ., 2.7.3. Παυσ. XVIII,47.5.
9. Yalouris 1953, 293-321. Ogden 2008, 38.
10. Rodenwald 1938, πίν. 37.
11. Σύμφωνα με τον Ψευδο-Δίωνα Xρυσόστομο (37.10), ο χαλκοπλάστης Πυθαγόρας ο Σάμιος (480-450 π.Χ.) είχε κατασκευάσει ένα χάλκινο άγαλμα του Περσέα με φτερωτά πέδιλα: βλ Lechat 1905, 32-40. LIMC VII. 1, 1994, σ. 335, αρ. 44 και 64, s.v. Perseus (Linda Jones Roccos).
12. Kansteiner et all. 2014, 1-117.
13. Για την περίοδο δράσης και τα έργα του Μύρωνα βλ. υποσ. 12.
14. Schauenburg 1960.
15. LIMC VII.1. 1994, σσ. 332-348, αρ. 4, 46-49, 74-75, 97-99, 107-110, 126-129, 150, 164, 170-171, 192, s.v. Perseus (Linda Jones Roccos). Ogden 2008, 118.
16. LIMC s.v. Perseus, αρ. 150ab.
17. Cole 1999, 215-235.
18. Appolini 1992. Corboz 1995, 78-83.
19. Langlotz 1954, 223-232. Langlotz 1960, 17-23, πίν 9, 10, 12.
20. Ajootian 2003, 1971, πίν. 47,3 (νεότερο αντίγραφο του κεφαλιού στο Μουσείο Paul Getty). Germini 2008, 116-123.
21. Ridgeway 1997, 94-99.
22. Θέμελης 1990, 79, πίν. 56. Themelis 2011, 111, πίν. 46,2. Πρβλ. Ridgway 2000, 104, υποσ. 4.
23. Themelis 2010, 114-115, πίν. 49. Themelis 1993, 24-40. Themelis 1996, 154-187.
24. Ulansey 1991. Βλ. και νομίσματα της Ταρσού του 3ου αι. μ.Χ. με άγαλμα του Περσέα στον οπισθότυπο: SNG France-SNG Schweiz 1614, SNG Levante 1112.
25. Όπως: Σικελία-Καμαρίνα, Μακεδονία-Φίλιππος Ε΄, Μακεδονία-Περσεύς, Άργος (ρωμαϊκώ χρόνων), Ασίνη (ρωμαϊκών χρόνων), Θεσσαλία-Λάρισα Κρεμαστή, Κυκλάδες-Σέριφος, Αστυπάλαια, Θράκη-Deultum (Ρωμαϊκό), Μυσία-Κύζικος, Βόσπορος-Πολέμων Α΄, Πόντος-Μιθριδάτης Στ΄ νμκ. Αμισού και αυτόνομες κοπές της πόλης, Βιθυνία-Δία, Παφλαγονία-Σινώπη, Πισιδία-Αντιόχεια (ρωμαϊκών χρόνων), Καππαδοκία-Τύανα, Φρυγία-Σεβαστή (ρωμαϊκών χρόνων), Κιλικία-Ταρσός (ρωμαϊκών χρόνων), Κιλικία-Αιγαί (ρωμαϊκό), Κιλικία-Ανεμούριο (ρωμαϊκών χρόνων), Κιλικία-Κοροπησσός, Λυκαονία-Ικόνιο (αυτόνομα και ρωμαϊκά), Άκκη/Πτολεμαίς (ρωμαϊκών χρόνων).
26. Bommelaer 1991.
27. Loyd 1976, passim και 142, 288.
28. Οικονομόπουλος 1889.
29. Wild1984, 1730-1851. LIMC V.1.2. 1990, σσ. 761-796, 501-526, s.v. Isis (Tran Tam Tinh), LIMC V, 1, 761-796, 2, 501-526. McKenzie 2007, 195-202.
30. Ogden 2008, 113, υποσ. 19.
31. Ulansey 1991, 78-80. Clauss 2000, 24 -27.
32. Becatti 1954, 125-131, εικ. 24, πίν. 37,4.
33. Pandermalis 1997.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ–ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ajootian, A. 2003. “Hermes/ Omphalos Apollo at Corinth”, AM 118, σσ. 197-210.
Appolini, M.F. 1992. Canova, Florence.
Becatti, G. 1954. Scavi di Ostia: I mitrei, Rome.
Bommelaer, J.-F. 1991. Guide de Delphes. Le site, Paris.
Clauss, M. 2000. The Roman Cult of Mithras, Edinburgh.
Cole, M. 1999. “Cellini’s Blood”, The Art Bulletin 81.2, σσ. 215-235.
Corboz, A. 1995. “Guardare Canova oggi”, Arte Veneta 47, σσ. 78-83.
Ervin, M. 1972. “Relief pithoi. A survey of some 8th and 7th c. groups from Mainland Greece, Crete and the Aegean” (διατρ. Bryn Mawr College).
Germini, B. 2008. Statuen Strengen Stils in Rom: Verwendung und Wertung eines griechischen Stils im roemischen Kontext, Roma.
Θέμελης, Π. 1990. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 1990 [1993], σσ. 56-103.
Θέμελης, Π. 2003. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 2003 [2006], σσ. 25-44.
Kansteiner, S. et all., επιμ. 2014. Der neue Overbeck, Band II, Klassik: Bildhauer und Maler des 5. Jhs. v. Chr., Berlin/Boston.
Langlotz, E. 1954. “Perseus”, AA, σσ. 223-232.
Langlotz, E. 1960. Der triumphierende Perseus, Koeln-Opladen.
Lechat, H. 1905. Pythagoras de Rhegion, Paris.
LIMC= Lexicon Iconographicum Mythologiae Clasicae, Zuerich-Muenchen 1981-1997.
Loyd, A.B. 1976. Herodotus Book II: Commentary, London.
McKenzie, J.S. 2007. The Architecture of Alexandria and Egypt, 300 BC – AD 700, Hong Kong.
Oakley J. 1988. “Perseus, the Graiai and Aeschylus’ Phorkides”, AJA 92, σσ. 383-391.
Ogden, D. 2008. Perseus, New York.
Οικονομόπουλος, Δ. 1989. Αλεξανδρινός Διάκοσμος ήτοι Πίνακες των εν Αλεξανδρία ακμασάντων, Αλεξάνδρια.
Pandermalis, D. 1997. Dion: The Archaeological site and the Museum, Athens.
Ridgway, B.S. 1997. Fourth-Century Styles in Greek Sculpture, London.
Ridgway, B.S. 2000. Hellenistic Sculpture II: The Styles of ca. 200-100 B.C., Madison.
Rodenwald, G. 1938. Korkyra 2, Berlin.
Schauenburg, K. 1960. Perseus in der Kunst des Altertums, Bonn.
Simandoni-Bournia, E. 2004. La ceramique grecque a relief: Ateliers insulaires du VIIIe au VIe siecle av.J.C., Geneve. SNG= Sylloge Numorum Graecorum.
Themelis, P. 1993. “Damophon von Messene: Sein Werk im Lichte der neuen Ausgrabungen”, AntK 36, σσ. 24-40.
Themelis, P. 1996. “Damοphon”, στο Personal Styles in Greek Sculpture, επιμ. Ο. Palagia και J.J. Pollitt, Princeton, σσ. 154-187.
Themelis, P. 2010. “Die Agora von Messene”, στο Neue Forschungen zu griechischen Städten und
Heiligtümern, Festschrift fuer Burkhardt Wesenberg zum65.Geburtstag, επιμ.H. Frielinghaus- J. Stroszeck, Wiesbaden, σσ.105-125.
Themelis, P. 2011. “The cult of Isis at ancient Messene”, στο Bibliotheca Isiaca II, επιμ. L. Bricault και R. Veymiers, Bordeaux 2011, σσ. 97-109.
Ulansey, D. 1991. The Origin of the Mithraic Mysteries: Cosmology and Salvation in the Ancient World, Oxford.
Wild, R.A. 1984. “The known Isis-Sarapis Sanctuaries from the Roman Period”, ANRW II 17.4, 1730-1851.
Yalouris, N. 1953. “Πτερόεντα πέδιλα”, BCH 77, σσ. 293-321.
Ajootian, A. 2003. “Hermes/ Omphalos Apollo at Corinth”, AM 118, σσ. 197-210.
Appolini, M.F. 1992. Canova, Florence.
Becatti, G. 1954. Scavi di Ostia: I mitrei, Rome.
Bommelaer, J.-F. 1991. Guide de Delphes. Le site, Paris.
Clauss, M. 2000. The Roman Cult of Mithras, Edinburgh.
Cole, M. 1999. “Cellini’s Blood”, The Art Bulletin 81.2, σσ. 215-235.
Corboz, A. 1995. “Guardare Canova oggi”, Arte Veneta 47, σσ. 78-83.
Ervin, M. 1972. “Relief pithoi. A survey of some 8th and 7th c. groups from Mainland Greece, Crete and the Aegean” (διατρ. Bryn Mawr College).
Germini, B. 2008. Statuen Strengen Stils in Rom: Verwendung und Wertung eines griechischen Stils im roemischen Kontext, Roma.
Θέμελης, Π. 1990. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 1990 [1993], σσ. 56-103.
Θέμελης, Π. 2003. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 2003 [2006], σσ. 25-44.
Kansteiner, S. et all., επιμ. 2014. Der neue Overbeck, Band II, Klassik: Bildhauer und Maler des 5. Jhs. v. Chr., Berlin/Boston.
Langlotz, E. 1954. “Perseus”, AA, σσ. 223-232.
Langlotz, E. 1960. Der triumphierende Perseus, Koeln-Opladen.
Lechat, H. 1905. Pythagoras de Rhegion, Paris.
LIMC= Lexicon Iconographicum Mythologiae Clasicae, Zuerich-Muenchen 1981-1997.
Loyd, A.B. 1976. Herodotus Book II: Commentary, London.
McKenzie, J.S. 2007. The Architecture of Alexandria and Egypt, 300 BC – AD 700, Hong Kong.
Oakley J. 1988. “Perseus, the Graiai and Aeschylus’ Phorkides”, AJA 92, σσ. 383-391.
Ogden, D. 2008. Perseus, New York.
Οικονομόπουλος, Δ. 1989. Αλεξανδρινός Διάκοσμος ήτοι Πίνακες των εν Αλεξανδρία ακμασάντων, Αλεξάνδρια.
Pandermalis, D. 1997. Dion: The Archaeological site and the Museum, Athens.
Ridgway, B.S. 1997. Fourth-Century Styles in Greek Sculpture, London.
Ridgway, B.S. 2000. Hellenistic Sculpture II: The Styles of ca. 200-100 B.C., Madison.
Rodenwald, G. 1938. Korkyra 2, Berlin.
Schauenburg, K. 1960. Perseus in der Kunst des Altertums, Bonn.
Simandoni-Bournia, E. 2004. La ceramique grecque a relief: Ateliers insulaires du VIIIe au VIe siecle av.J.C., Geneve. SNG= Sylloge Numorum Graecorum.
Themelis, P. 1993. “Damophon von Messene: Sein Werk im Lichte der neuen Ausgrabungen”, AntK 36, σσ. 24-40.
Themelis, P. 1996. “Damοphon”, στο Personal Styles in Greek Sculpture, επιμ. Ο. Palagia και J.J. Pollitt, Princeton, σσ. 154-187.
Themelis, P. 2010. “Die Agora von Messene”, στο Neue Forschungen zu griechischen Städten und
Heiligtümern, Festschrift fuer Burkhardt Wesenberg zum65.Geburtstag, επιμ.H. Frielinghaus- J. Stroszeck, Wiesbaden, σσ.105-125.
Themelis, P. 2011. “The cult of Isis at ancient Messene”, στο Bibliotheca Isiaca II, επιμ. L. Bricault και R. Veymiers, Bordeaux 2011, σσ. 97-109.
Ulansey, D. 1991. The Origin of the Mithraic Mysteries: Cosmology and Salvation in the Ancient World, Oxford.
Wild, R.A. 1984. “The known Isis-Sarapis Sanctuaries from the Roman Period”, ANRW II 17.4, 1730-1851.
Yalouris, N. 1953. “Πτερόεντα πέδιλα”, BCH 77, σσ. 293-321.