Ι. Εισαγωγή
Κάθε ιστορική έρευνα1 αποσυνθέτει το παρελθόν και επιλέγει ανάμεσα στους χρονολογικούς διαχωρισμούς του με βάση προσωπικές επιλογές και αποκλεισμούς λιγότερο ή περισσότερο συνειδητούς2. Η παράλληλη ανάγνωση των ιστορικών κειμένων εμφανίζει τις μετατοπίσεις της νοητικής αυτής κατασκευής σε σχέση με το σχετικά αμετακίνητο αντικείμενό της3 που είναι τα μνημεία της ιστορίας των πολιτισμών.
"Για χιλιάδες χρόνια μέχρι και χθες ακόμη, χάρη σε αυτήν την σιωπηλή και συνεχή κυκλοφορία ανθρώπων και πραγμάτων η Μεσόγειος αποτέλεσε τον χώρο επεξεργασίας πολιτισμών. Η Μεσόγειος, όπως οι πεδιάδες και τα βουνά, οι πόλεις και οι έρημοι που την περιβάλλουν, ήταν κατοικημένη από θεότητες. Πάνω στα κύματά της, από την μία ακτή της μέχρι την άλλη, τολμηροί θαλασσοπόροι, μεταφέροντας τους θεούς από την πολιτεία τους ξεκινούσαν για να αναζητήσουν νέες χώρες και να ιδρύσουν εκεί αποικίες όπου ύψωναν ναούς. Τα ερείπια τους, που τα περισσότερα βρίσκονται κοντά στις ακτές, θυμίζουν ακόμα και στις μέρες μας τις εποποιίες των αρχαίων καιρών, όπου οι άνθρωποι και οι θεοί τους δημιουργούσαν μαζί στην περίμετρο αυτής της προνομιούχου θάλασσας μία από τις βάσεις του δυτικού πολιτισμού"4.
Η πόλη της Κυπαρισσίας5, η πόλη του Ομήρου που κατά τους ιστορικούς χρόνους, ήταν αφιερωμένη στην θεά Αθηνά6, βρίσκεται στον νότιο μυχό του ομώνυμου κόλπου στην δυτική ακτή της Πελοποννήσου και είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στις ΒΔ πλαγιές του όρους Ψυχρό. Η αρχαία πόλη ήκμασε μέχρι τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια ενώ κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια7 περιλαμβάνεται στον κατάλογο των 26 συνολικά πόλεων της Πελοποννήσου (1ο μισό του 5ου αιώνα)8. Τα μνημειακά ευρήματα στην θέση "Μούσγα" κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης συνηγορούν στην άποψη ότι αυτό πρέπει να ήταν το κέντρο της αρχαίας Κυπαρισσίας, ενώ οι αρχαιολογικές έρευνες συνηγορούν στην ύπαρξη τεχνητού λιμανιού κατά τον -4ο αιώνα. Ο ναός που ήταν αφιερωμένος στην θεά Αθηνά πρέπει να βρισκόταν στην θέση του σημερινού ναού της Αγίας Τριάδας στην Άνω πόλη9.
Το κάστρο της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς) (Εικ.1) είναι κτισμένο σε βραχώδη λόφο ύψους 150μ., περίπου στις υπώρειες του όρους Ψυχρό, σε θέση τέτοια ώστε να κυριαρχεί στην εύφορη πεδιάδα της Ηλείας και της Μεσσηνίας.
Βρίσκεται στο σταυροδρόμι του παραθαλάσσιου δρόμου που ένωνε τους νομούς Μεσσηνίας-Ηλείας (Εικ.2) με τον δρόμο που οδηγούσε στην ενδοχώρα της Μεσσηνίας και στην Αρκαδία. Στα δυτικά του, σε απόσταση 2χλμ. περίπου, ανοίγεται ο κόλπος της Κυπαρισσίας που είναι ευάλωτος σε δυτικούς και βορειο- δυτικούς ανέμους.
Η διατηρούμενη οχύρωση10 έχει σε κάτοψη ακανόνιστο τραπεζοειδές σχήμα (Εικ.3) με κάλυψη περίπου 7.000τ.μ. Ο εξωτερικός περίβολος διατηρεί την ακανόνιστη χάραξη των μεσαιωνικών κάστρων με τα κατακόρυφα τείχη (με τις επάλξεις και τον περίδρομο που σήμερα δεν διασώζονται) τους τετράπλευρους κύρια πύργους και τα άνισα μεσοπύργια διαστήματα. Εσωτερικά χωρίζεται με το διάμεσο τείχος σε δύο τμήματα, το νότιο και το βόρειο α' και β' γραμμή άμυνας αντίστοιχα. Το βόρειο τμήμα, αποτελεί την β' γραμμή άμυνας και είναι αυτό που έχει και τα περισσότερα αμυντικά χαρακτηριστικά. Το νότιο τμήμα του περιβόλου έχει σε διάφορες θέσεις πλατιές χαμηλές αντηρίδες με μορφή “σκάρπας" (Εικ.4).
Από τους πύργους διατηρούνται σε ύψος: α) ο ορθογώνιος πύργος λεγόμενος "κεντρική ντάπια" (Εικ.5) που βρίσκεται στην μέση περίπου του διάμεσου τείχους και είναι κτισμένος με μεγάλους ακανόνιστους πωρόλιθους και λεπτά τούβλα στους αρμούς. Στην βορινή πλευρά του έχει στενόμακρη πολεμίστρα τοξοβολής, β) ο λεγόμενος "μικρή ντάπια" στην ΒΑ γωνία του (Εικ.6), πεταλόσχημος κατά την εξωτερική του πλευρά.11
Ο ίδιος ο όρος πόλη (urbs- civitas) με το διττό του νόημα προϋποθέτει τόσο την παρουσία των τειχών που περιβάλλουν έναν χώρο και τον διαχωρίζουν από το περιβάλλον του όσο και ένα σύνολο ανθρώπων που αντιλαμβάνονται τα κοινά τους στοιχεία και την διαφοροποίησή τους από όσους κατοικούν έξω από την περίμετρο των τειχών. Ο άμεσος συσχετισμός πόλης- κάστρου είναι φανερός στα σχετικά κείμενα, όπου ο όρος κάστρο με τον όρο πόλη θεωρούνται πολλές φορές ως συνώνυμοι.
Η πόλη από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια κατά τον απώτερο μεσαίωνα οχυρώθηκε γύρω από το κάστρο της και αποτέλεσε μία πόλη- κάστρο συγκεντρώνοντας την στρατιωτική, διοικητική και θρησκευτική εξουσία μέσα στο κάστρο ή σε άμεσο συσχετισμό με αυτό15 στις εξωτερικές συνοικίες. Η τοπική εξουσία των βυζαντινών εκφράσθηκε με αυτόν τον τρόπο στην αρχιτεκτονική της πόλης και μαζί με την μητρόπολη που βρισκόταν στην θέση του σημερινού ναού της Αγίας Τριάδας αποτέλεσαν σημεία αναφοράς οργάνωσης του χώρου.
Η αλλαγή των συνθηκών κατά τον απώτερο μεσαίωνα έτεινε πολλές φορές στην εξάλειψη των ιχνών των αρχαίων πόλεων. Ο μετασχηματισμός των αρχαίων πόλεων σε μεσαιωνικές ήταν όμως αρκετά αργός. Πολλές φορές, όπως στην περίπτωση της Κυπαρισσίας, η συγκέντρωση των λειτουργιών της νέας πόλης- κάστρου ταυτιζόταν με τον χώρο της αρχαίας πόλης και οι κατασκευές της επικάθονταν στις κατασκευές της αρχαίας πόλης. Οσα κατάλοιπα βρίσκονταν έξω από την περίμετρό της συνέχιζαν να διατηρούνται.
Οι μεσαιωνικές πόλεις της Πελοποννήσου ήταν πόλεις- κάστρα και χωροθετήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε εξασφάλιζαν και την άμυνα στον ευρύτερο χώρο: Ακροκόρινθος, Άργος, Ναύπλιο, Πάτρα, Ποντικόκαστρο, Αρκαδιά, Κορώνη, Καλαμάτα, Μονεμβασιά16.
Οι περιγραφές των ιστορικών και χρονογράφων για την πολιορκία του κάστρου της Κυπαρισσίας από τους σταυροφόρους της Δύσης (1205-1206) λειτουργούν ως “terminus ante quem”. Με βάση αυτές τις αναφορές το κάστρο αρχικά χρονολογείται στην πριν από το 1205 εποχή17, ενώ ευρήματα στην περιοχή χρονολογούνται και σε πολύ προγενέστερες εποχές.
Πιθανόν στην ίδια θέση βρισκόταν και η ακρόπολη των κλασσικών χρόνων ή κάποιο άλλο προγενέστερο κτίσμα. Στοιχεία αποτελούν οι πώρινοι δόμοι κτισμένοι κατά το ισόδομο σύστημα με εγχάρακτα ελληνικά γράμματα που παρατηρούνται ειδικά στον πύργο που προστάτευε το κάστρο από τα νοτιοανατολικά18 (Εικ.9).
Η παρούσα έρευνα δεν επιβεβαίωσε την πληροφορία των Χρονικών του Μωρηά19: i) ότι ο ορθογώνιος πύργος “κεντρική ντάπια” είναι ο “πύργος του Ιουστινιανού” (ότι δηλαδή κτίσθηκε την εποχή του Ιουστινιανού) ούτε ii) την αναφορά ότι ένας πύργος του κάστρου ήταν “πύργος κατασκευασμένος υπό των γιγάντων” (estoit assis sur une pierre bise et avoit une bonne tour dessus, de l'ovre des jaians) ή πύργος της εποχής των αρχαίων ελλήνων (είχαν και πύργον δυνατόν από γάρ των ελλήνων).
Η Κυπαρισσία μετονομάσθηκε σε Αρκαδιά, κατά την μέση βυζαντινή εποχή, όταν αποικίσθηκε από φυγάδες από την ορεινή Αρκαδία. Όπως ορισμένοι κάτοικοι της Αρκαδίας τον καιρό της καθόδου των Σλάβων20, στην ορεινή Πελοπόννησο κατά τον 7ο- 8ο αιώνα κατέφυγαν στην οχυρωμένη ακρόπολη της Κυπαρισσίας, σε άλλες περιπτώσεις βρήκαν καταφύγιο σε φυσικά οχυρούς λόφους ή ίδρυσαν παραθαλάσσιες πόλεις ανάλογα με την τοπογραφία της κάθε περιοχής.
Η βυζαντινή εποχή στην Πελοπόννησο έως τις αρχές του 9ου αιώνα, είναι μία από τις λιγότερο μελετημένες εποχές στην ιστορία της περιοχής. Μία αναφορά στο “Χρονικό της Μονεμβασιάς” μαρτυρεί ένα πρόγραμμα αναδιοργάνωσης και νέες τάσεις στην χωροθέτηση και οχύρωση των αστικών κέντρων της Πελοποννήσου που είχε επανέλθει κάτω από την δικαιοδοσία του βυζαντινού στρατηγού Σκληρού (+805).21 Η πρώτη μνεία ως “Αρκαδιά” έγινε το έτος 1097, στον κώδικα Vaticanus Graecus 32.22
Ο Άραβας γεωγράφος Αl-Idrisi, την αναφέρει κατά τον 12ο αιώνα ως μία “πόλη μεγάλη και πυκνοκατοικημένη, στην οποία πήγαιναν και έρχονταν μεγάλα πλοία”23. Σύμφωνα με τις αναφορές24 το κάστρο-πόλη τον 12ο αιώνα ήταν απόρθητο. Η ατείχιστη πόλη εκτεινόταν στο εξωτερικό του (κατά την ανατολική, νότια και νοτιοδυτική πλευρά του). Στα βυζαντινά χρόνια, δεν υπήρχε λιμάνι για τον ελλιμενισμό των πλοίων, τα οποία πιθανόν να μην αγκυροβολούσαν στα ρηχά αν αληθεύει η μαρτυρία του AI-Idrisi "ότι πήγαιναν και έρχονταν μεγάλα πλοία".
2. Τα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1205-1430)
Την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μετά το τέλος της Δ Σταυροφομίας ακολούθησε την 18 Οκτωβρίου του 1204, η συνθήκη κατανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Partitio terrarium imperi Romania) μεταξύ των σταυροφόρων και της Βενετίας25.
Ως αίτιοι της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους σταυροφόρους φέρονταν οι Ενετοί, αφού έστρεψαν εναντίον της πλούσιας πρωτεύουσας του Βυζαντίου τις δυνάμεις της Δ Σταυροφορίας που προορίζονταν για τους Αγίους Τόπους.
Σύμφωνα με την παραπάνω Συνθήκη μεταξύ των Λατίνων σταυροφόρων, η Βενετία διατήρησε τον ηγεμονικό της ρόλο και οι Λατίνοι ηγεμόνες ήταν υποτελείς της. Η έως τότε βυζαντική επικράτεια χωρίσθηκε σε λατινικά κρατίδια (πριγκιπάτα) που αποτέλεσαν φέουδα της Ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, κύρια Γάλλων και Ιταλών. Η Πελοπόννησος αποτέλεσε το πριγκιπάτο του Μωριά ή της Αχαΐας. Η κυριαρχία της Βενετίας εξαπλώθηκε πάνω στα αποδεκατισμένα Βυζαντινά εδάφη και περιέλαβε εκτός των άλλων και όλη την Κρήτη.
Η φεουδαρχική αριστοκρατία διασφάλισε την ηγεμονία με οχυρώσεις26, οι οποίες αποτέλεσαν την κατοικία Λατίνων ηγεμόνων με κληρονομικό δικαίωμα στους απογόνους τους. Τα κάστρα λειτουργούσαν και ως οι οχυρωμένες κατοικίες των Λατίνων ηγεμόνων, και αποτελούσαν ιδιοκτησίες τους στις οποίες είχαν κληρονομικό δικαίωμα οι απόγονοί τους.
Οι Λατίνοι φεουδάρχες εξασφάλισαν τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο (1205- 1490) με την κατάληψη και επισκευή κάστρων που προϋπήρχαν και με την ανέγερση ex neuovo και επιβλητικών οχυρώσεων (π.χ. τα Castel Torneze στην Ηλεία)27. Οι νέες οχυρώσεις πολλές φορές κτίσθηκαν στην θέση αρχαίων ελληνικών ακροπόλεων είτε παλιότερων Βυζαντινών κάστρων. Στην κατασκευή τους εργάσθηκαν και Έλληνες και χρησιμοποιήθηκαν υλικά που υπήρχαν στην κάθε περιοχή ενώ άλλα αποσπάσθηκαν από αρχαία ή βυζαντινά κτήρια που υπήρχαν σε γειτονικές θέσεις. Η γεωγραφική τους θέση ήταν ένας από τους παράγοντες που προσδιόρισαν και τους σκοπούς, που επρόκειτο να εξυπηρετήσουν.
Η Αρκαδιά κατελήφθη από τους Λατίνους στα τέλη του 1205 αρχές του 1206.29 "Η συνθήκη της Σαπιένστα" που υπογράφτηκε στο γειτονικό στην Μεθώνη νησί της Σαπιέντσα τον Ιούνιο του 1209, ρύθμισε τις σχέσεις της Βενετίας (υπό τον δόγη της Petrus Ziani) με τους λατίνους ηγεμόνες.
Μετά την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Αχαΐας (ή του Μωριά), η Αρκαδιά αποτέλεσε μαζί με την Καλαμάτα μία από τις 12 βαρονίες που διαιρέθηκε ο Μοριάς και δόθηκε αρχικά ως τιμάριο στον Guillaume de Champ- Litte και μετά το 1208 στον Geoffrey de Vilalhardouin.30.
Ο Πέτρος Καλονάρος στην δική του ερμηνεία της γαλλικής διασκευής των "Χρονικών του Μωριά"31, όπως επικράτησε να ονομάζονται σειρά κειμένων του 14ου αιώνα, κάνει αρκετές αναφοράς στο κάστρο της Αρκαδιάς.
"Οι Λατίνοι στην προσπάθειά τους να γίνουν κύριοι των παραθαλάσσιων πόλεων της δυτικής Πελοποννήσου κατέλαβαν πρώτα το κάστρο του Πονδικού στο Κατάκολο, το κάστρο της Κορώνης, το κάστρο της Καλαμάτας και το κάστρο της Αρκαδιάς αφού τα πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα."32
"Οι Φράγκοι είχαν στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα και επιτέθηκαν με επιμονή στο κάστρο χρησιμοποιώντας πετροβόλες μηχανές (τριμπουτσέτα, trebucher engin) εγκατεστημένες σε ύψωμα από την μία πλευρά του κάστρου και ιππικό με τα μηχανικά τόξα (artilot) που εφαρμούσε από την άλλη πλευρά του κάστρου"33.
Εικ. 9. Εξωτερικός περίβολος, ορθογώνιος πύργος στην νοτιοανατολική γωνία, πώρινοι δόμοι κτισμένοι κατά το ισόδομο σύστημα με εγχάρακτα ελληνικά γράμματα (φωτογραφία Ν. Ιωαννίδου).
Η Αρκαδιά ήταν η μόνη πόλη, από τις παραθαλάσσιος πόλεις της δυτικής Πελοποννήσου, της οποίας οι κάτοικοι προέβαλαν μεγάλη αντίσταση και συμβιβάσθηκαν τελευταίοι αφού είχε κατακτηθεί η εκτός των τειχών πόλη. Πρέπει να υποθέσουμε ότι προκλήθηκαν μεγάλες ζημιές, οι οποίες μετά αποκαταστάθηκαν (1206-1430) χωρίς να αλλοιωθεί η γενική χάραξη και τα χαρακτηριστικά του βυζαντινού κάστρου που προϋπήρχε.
Ο Jean-Alexandre Buchon ανέφερε, το 1843 34 ότι, κατά την πολιορκία των Φράγκων “Οι Έλληνες είχαν καταφύγει στο κάστρο της Αρκαδιάς που είναι κτισμένο σε βραχώδες δυσπρόσιτο μέρος και προστατευόταν από έναν πολύ ισχυρό πύργο που είχε κτισθεί στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων»35.
Με την παλινόρθωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1261 (όπου βασικό ρόλο για τον ελλαδικό χώρο, είχε το δεσποτάτο του Μοριά, ηγεμονία του αυτοκρατορικού οίκου των Παλαιολόγων) δημιουργήθηκε στην Πελοπόννησο τελικά μία πολιτική κατάσταση πιο περίπλοκη από αυτήν της προηγούμενης περιόδου. Η Βενετία εξάλλου αυτήν την εποχή σταθεροποίησε και οχύρωσε παραπέρα τις ναυτικές της βάσεις προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο τους εμπορικούς της δρόμους.
Από το 1261, η Αρκαδιά αποτέλεσε ανεξάρτητη βαρονία και πέρασε στην κυριαρχία του επίσης Γάλλου Vilain d' Aunoy. Στα 1391 κυρίαρχος της Αρκαδιάς έγινε η οικογένεια του Zaccaria από την Genova, που ήταν οι πιο ισχυροί βαρόνοι στον Μωρηά κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Ο Centurione Zaccaria, λόρδος της Αρκαδιάς, υπήρξε (1404-1430) ο τελευταίος των αξιωματούχων Φράγκων σταυροφόρων στον Μοριά. Το 1429, o Centurione Zaccaria36 έδωσε προίκα τα υπολείμματα της φραγκικής ηγεμονίας στον Μωριά37 στην κόρη του Αικατερίνη που παντρεύτηκε τον Δεσπότη του Μυστρά Θωμά Παλαιολόγο. Με αυτόν τον τρόπο η Αρκαδιά περιήλθε στο Δεσποτάτο του Μοριά (1429-1460). Ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, μετά την ατυχή ύστατη προσπάθειά του να εκδιώξει τους Τούρκους από την Πελοπόννησο, κατείχε την Αρκαδιά έως το 1460 που κατέφυγε στην Βενετία, στην οποία είχαν καταφύγει άλλωστε και πολλά άλλα μέλη του οίκου των Παλαιολόγων38.
Προσθήκη της Φραγκοκρατίας39 θεωρείται ο πύργος “μικρή ντάπια”, δηλαδή ο πεταλόσχημος πύργος που βρίσκεται στην ΒΑ γωνία της οχύρωσης λόγω της μορφής και του τρόπου δόμησης, οι οποίοι δεν συναντώνται στην Ελλάδα πριν από την κατάκτησή της από τους Λατίνους το 1204 40. Ο πύργος έχει στρατηγική σημασία γιατί βρισκόταν αφ' ενός στην θέση όπου ο βραχώδης λόφος του κάστρου συναντούσε τις υπώρειες του όρους Ψυχρό και αφ' ετέρου φρουρούσε την Strada di Vissy41 (Εικ.10), της οποίας το βορεινό σκέλος οδηγούσε στην ορεινή Μεσσηνία και στην Αρκαδία, ενώ το νότιο σκέλος στο Ναβαρίνο και την Μεθώνη.
Από την επί τόπου παρατήρηση προκύπτει ότι υπάρχει κατασκευαστικός αρμός ανάμεσα στο εσωτερικό ορθογώνιο και το εξωτερικά καμπύλο τμήμα του πύργου. Η παρατήρηση αυτή και η φυσικά οχυρή του θέση μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προϋπήρχε τετράπλευρος βυζαντινός πύργος πριν από την μετατροπή του σε πεταλόσχημο.
Κάθε ιστορική έρευνα1 αποσυνθέτει το παρελθόν και επιλέγει ανάμεσα στους χρονολογικούς διαχωρισμούς του με βάση προσωπικές επιλογές και αποκλεισμούς λιγότερο ή περισσότερο συνειδητούς2. Η παράλληλη ανάγνωση των ιστορικών κειμένων εμφανίζει τις μετατοπίσεις της νοητικής αυτής κατασκευής σε σχέση με το σχετικά αμετακίνητο αντικείμενό της3 που είναι τα μνημεία της ιστορίας των πολιτισμών.
"Για χιλιάδες χρόνια μέχρι και χθες ακόμη, χάρη σε αυτήν την σιωπηλή και συνεχή κυκλοφορία ανθρώπων και πραγμάτων η Μεσόγειος αποτέλεσε τον χώρο επεξεργασίας πολιτισμών. Η Μεσόγειος, όπως οι πεδιάδες και τα βουνά, οι πόλεις και οι έρημοι που την περιβάλλουν, ήταν κατοικημένη από θεότητες. Πάνω στα κύματά της, από την μία ακτή της μέχρι την άλλη, τολμηροί θαλασσοπόροι, μεταφέροντας τους θεούς από την πολιτεία τους ξεκινούσαν για να αναζητήσουν νέες χώρες και να ιδρύσουν εκεί αποικίες όπου ύψωναν ναούς. Τα ερείπια τους, που τα περισσότερα βρίσκονται κοντά στις ακτές, θυμίζουν ακόμα και στις μέρες μας τις εποποιίες των αρχαίων καιρών, όπου οι άνθρωποι και οι θεοί τους δημιουργούσαν μαζί στην περίμετρο αυτής της προνομιούχου θάλασσας μία από τις βάσεις του δυτικού πολιτισμού"4.
Η πόλη της Κυπαρισσίας5, η πόλη του Ομήρου που κατά τους ιστορικούς χρόνους, ήταν αφιερωμένη στην θεά Αθηνά6, βρίσκεται στον νότιο μυχό του ομώνυμου κόλπου στην δυτική ακτή της Πελοποννήσου και είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στις ΒΔ πλαγιές του όρους Ψυχρό. Η αρχαία πόλη ήκμασε μέχρι τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια ενώ κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια7 περιλαμβάνεται στον κατάλογο των 26 συνολικά πόλεων της Πελοποννήσου (1ο μισό του 5ου αιώνα)8. Τα μνημειακά ευρήματα στην θέση "Μούσγα" κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης συνηγορούν στην άποψη ότι αυτό πρέπει να ήταν το κέντρο της αρχαίας Κυπαρισσίας, ενώ οι αρχαιολογικές έρευνες συνηγορούν στην ύπαρξη τεχνητού λιμανιού κατά τον -4ο αιώνα. Ο ναός που ήταν αφιερωμένος στην θεά Αθηνά πρέπει να βρισκόταν στην θέση του σημερινού ναού της Αγίας Τριάδας στην Άνω πόλη9.
Εικ. 1. Άποψη της πόλης της Κυπαρισσίας (William Linton, 1840, Πίνακας ΧΧΙΙΙ) (William Linton, Το τοπίο της Ελλάδας και των νησιών της, 1856.) |
ΙΙ. Περιγραφή του Κάστρου
Το κάστρο της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς) (Εικ.1) είναι κτισμένο σε βραχώδη λόφο ύψους 150μ., περίπου στις υπώρειες του όρους Ψυχρό, σε θέση τέτοια ώστε να κυριαρχεί στην εύφορη πεδιάδα της Ηλείας και της Μεσσηνίας.
Βρίσκεται στο σταυροδρόμι του παραθαλάσσιου δρόμου που ένωνε τους νομούς Μεσσηνίας-Ηλείας (Εικ.2) με τον δρόμο που οδηγούσε στην ενδοχώρα της Μεσσηνίας και στην Αρκαδία. Στα δυτικά του, σε απόσταση 2χλμ. περίπου, ανοίγεται ο κόλπος της Κυπαρισσίας που είναι ευάλωτος σε δυτικούς και βορειο- δυτικούς ανέμους.
Η διατηρούμενη οχύρωση10 έχει σε κάτοψη ακανόνιστο τραπεζοειδές σχήμα (Εικ.3) με κάλυψη περίπου 7.000τ.μ. Ο εξωτερικός περίβολος διατηρεί την ακανόνιστη χάραξη των μεσαιωνικών κάστρων με τα κατακόρυφα τείχη (με τις επάλξεις και τον περίδρομο που σήμερα δεν διασώζονται) τους τετράπλευρους κύρια πύργους και τα άνισα μεσοπύργια διαστήματα. Εσωτερικά χωρίζεται με το διάμεσο τείχος σε δύο τμήματα, το νότιο και το βόρειο α' και β' γραμμή άμυνας αντίστοιχα. Το βόρειο τμήμα, αποτελεί την β' γραμμή άμυνας και είναι αυτό που έχει και τα περισσότερα αμυντικά χαρακτηριστικά. Το νότιο τμήμα του περιβόλου έχει σε διάφορες θέσεις πλατιές χαμηλές αντηρίδες με μορφή “σκάρπας" (Εικ.4).
Από τους πύργους διατηρούνται σε ύψος: α) ο ορθογώνιος πύργος λεγόμενος "κεντρική ντάπια" (Εικ.5) που βρίσκεται στην μέση περίπου του διάμεσου τείχους και είναι κτισμένος με μεγάλους ακανόνιστους πωρόλιθους και λεπτά τούβλα στους αρμούς. Στην βορινή πλευρά του έχει στενόμακρη πολεμίστρα τοξοβολής, β) ο λεγόμενος "μικρή ντάπια" στην ΒΑ γωνία του (Εικ.6), πεταλόσχημος κατά την εξωτερική του πλευρά.11
γ) Η δυτική πλευρά του πύργου στην δυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου με άνοιγμα με τοξωτό υπέρθυρο (διασώζεται η νότια παραστάδα και η νότια γένεση του τοξωτού υπέρθυρου) που γίνεται αντιληπτό ως μεγάλη οπή στην θέση αυτή, που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται από τους ντόπιους "μάτι του κάστρου" (Εικ.7).
δ) Τμήμα ορθογώνιου πύργου, που έχει στην βάση του εντοιχισμένους ομοιόμορφους πώρινους δόμους στην NA γωνία του κάστρου με χαράγματα μεμονωμένα ελληνικά γράμματα, ενδεικτικά των τεχνιτών και της εποχής κλασσικών χρόνων που κατασκευάσθηκαν12.
Σε χαμηλότερο ύψος, ώστε να μην προεξέχουν από την εσωτερική στάθμη του εδάφους, διατηρούνται και άλλοι πύργοι του εξωτερικού και του εσωτερικού περιβόλου13. Αξίζει να σημειώσουμε i) ότι σε ύψος 1,50μ. περίπου υπέρ το έδαφος διατηρούνται τμήματα του ορθογώνιου πύργου δυτικά της κεντρικής ντάπιας, όπως απεικονίζεται άλλωστε σε χαρακτικά του 19ου αιώνα και ii) στην δυτική πλευρά του κάστρου διατηρούνται υπολείμματα πύργου με υπόγειους θολοσκεπείς χώρους και δεξαμενή. Οι χώροι αυτοί είναι προσπελάσιμοι από μικρή πυλίδα από τα δυτικά και το φυσικό φως εισέρχεται φωτιστική θυρίδα στην μία καμάρα της ανωδομής.
Από την οχύρωση της αρχικής εισόδου που ήταν στο μέσον περίπου της ανατολικής πλευράς (Εικ.8) του περιβόλου διασώζεται τμήμα του πύργου που την προστάτευε από βορρά ο οποίος μετά την τουρκική κατάκτηση είχε μετατραπεί στο λεγόμενο Σουλειμάν τζαμί14.
Eıκ. 2. Xάρτης της Μεσσηνίας του Natal Valmin (1930). (M.N. Valmin, Etudes topographiques sur la Messénie ancienne, Lund, 1930. |
1. Βυζαντινά χρόνια
Ο ίδιος ο όρος πόλη (urbs- civitas) με το διττό του νόημα προϋποθέτει τόσο την παρουσία των τειχών που περιβάλλουν έναν χώρο και τον διαχωρίζουν από το περιβάλλον του όσο και ένα σύνολο ανθρώπων που αντιλαμβάνονται τα κοινά τους στοιχεία και την διαφοροποίησή τους από όσους κατοικούν έξω από την περίμετρο των τειχών. Ο άμεσος συσχετισμός πόλης- κάστρου είναι φανερός στα σχετικά κείμενα, όπου ο όρος κάστρο με τον όρο πόλη θεωρούνται πολλές φορές ως συνώνυμοι.
Η πόλη από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια κατά τον απώτερο μεσαίωνα οχυρώθηκε γύρω από το κάστρο της και αποτέλεσε μία πόλη- κάστρο συγκεντρώνοντας την στρατιωτική, διοικητική και θρησκευτική εξουσία μέσα στο κάστρο ή σε άμεσο συσχετισμό με αυτό15 στις εξωτερικές συνοικίες. Η τοπική εξουσία των βυζαντινών εκφράσθηκε με αυτόν τον τρόπο στην αρχιτεκτονική της πόλης και μαζί με την μητρόπολη που βρισκόταν στην θέση του σημερινού ναού της Αγίας Τριάδας αποτέλεσαν σημεία αναφοράς οργάνωσης του χώρου.
Η αλλαγή των συνθηκών κατά τον απώτερο μεσαίωνα έτεινε πολλές φορές στην εξάλειψη των ιχνών των αρχαίων πόλεων. Ο μετασχηματισμός των αρχαίων πόλεων σε μεσαιωνικές ήταν όμως αρκετά αργός. Πολλές φορές, όπως στην περίπτωση της Κυπαρισσίας, η συγκέντρωση των λειτουργιών της νέας πόλης- κάστρου ταυτιζόταν με τον χώρο της αρχαίας πόλης και οι κατασκευές της επικάθονταν στις κατασκευές της αρχαίας πόλης. Οσα κατάλοιπα βρίσκονταν έξω από την περίμετρό της συνέχιζαν να διατηρούνται.
Οι μεσαιωνικές πόλεις της Πελοποννήσου ήταν πόλεις- κάστρα και χωροθετήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε εξασφάλιζαν και την άμυνα στον ευρύτερο χώρο: Ακροκόρινθος, Άργος, Ναύπλιο, Πάτρα, Ποντικόκαστρο, Αρκαδιά, Κορώνη, Καλαμάτα, Μονεμβασιά16.
Οι περιγραφές των ιστορικών και χρονογράφων για την πολιορκία του κάστρου της Κυπαρισσίας από τους σταυροφόρους της Δύσης (1205-1206) λειτουργούν ως “terminus ante quem”. Με βάση αυτές τις αναφορές το κάστρο αρχικά χρονολογείται στην πριν από το 1205 εποχή17, ενώ ευρήματα στην περιοχή χρονολογούνται και σε πολύ προγενέστερες εποχές.
Εικ. 3. Κάτοψη του Κάστρου της Αρκαδιάς [Antoine Bon, La Moree Franque, Recherches historiques, topographiques et archeologiques sur la principauté d'Achaie (1205-1430), Paris 1969]. |
Εικ. 4. Νότια πλευρά εξωτερικού περιβόλου με τις πλατειές αντηρίδες |
Πιθανόν στην ίδια θέση βρισκόταν και η ακρόπολη των κλασσικών χρόνων ή κάποιο άλλο προγενέστερο κτίσμα. Στοιχεία αποτελούν οι πώρινοι δόμοι κτισμένοι κατά το ισόδομο σύστημα με εγχάρακτα ελληνικά γράμματα που παρατηρούνται ειδικά στον πύργο που προστάτευε το κάστρο από τα νοτιοανατολικά18 (Εικ.9).
Η παρούσα έρευνα δεν επιβεβαίωσε την πληροφορία των Χρονικών του Μωρηά19: i) ότι ο ορθογώνιος πύργος “κεντρική ντάπια” είναι ο “πύργος του Ιουστινιανού” (ότι δηλαδή κτίσθηκε την εποχή του Ιουστινιανού) ούτε ii) την αναφορά ότι ένας πύργος του κάστρου ήταν “πύργος κατασκευασμένος υπό των γιγάντων” (estoit assis sur une pierre bise et avoit une bonne tour dessus, de l'ovre des jaians) ή πύργος της εποχής των αρχαίων ελλήνων (είχαν και πύργον δυνατόν από γάρ των ελλήνων).
Η Κυπαρισσία μετονομάσθηκε σε Αρκαδιά, κατά την μέση βυζαντινή εποχή, όταν αποικίσθηκε από φυγάδες από την ορεινή Αρκαδία. Όπως ορισμένοι κάτοικοι της Αρκαδίας τον καιρό της καθόδου των Σλάβων20, στην ορεινή Πελοπόννησο κατά τον 7ο- 8ο αιώνα κατέφυγαν στην οχυρωμένη ακρόπολη της Κυπαρισσίας, σε άλλες περιπτώσεις βρήκαν καταφύγιο σε φυσικά οχυρούς λόφους ή ίδρυσαν παραθαλάσσιες πόλεις ανάλογα με την τοπογραφία της κάθε περιοχής.
Η βυζαντινή εποχή στην Πελοπόννησο έως τις αρχές του 9ου αιώνα, είναι μία από τις λιγότερο μελετημένες εποχές στην ιστορία της περιοχής. Μία αναφορά στο “Χρονικό της Μονεμβασιάς” μαρτυρεί ένα πρόγραμμα αναδιοργάνωσης και νέες τάσεις στην χωροθέτηση και οχύρωση των αστικών κέντρων της Πελοποννήσου που είχε επανέλθει κάτω από την δικαιοδοσία του βυζαντινού στρατηγού Σκληρού (+805).21 Η πρώτη μνεία ως “Αρκαδιά” έγινε το έτος 1097, στον κώδικα Vaticanus Graecus 32.22
Ο Άραβας γεωγράφος Αl-Idrisi, την αναφέρει κατά τον 12ο αιώνα ως μία “πόλη μεγάλη και πυκνοκατοικημένη, στην οποία πήγαιναν και έρχονταν μεγάλα πλοία”23. Σύμφωνα με τις αναφορές24 το κάστρο-πόλη τον 12ο αιώνα ήταν απόρθητο. Η ατείχιστη πόλη εκτεινόταν στο εξωτερικό του (κατά την ανατολική, νότια και νοτιοδυτική πλευρά του). Στα βυζαντινά χρόνια, δεν υπήρχε λιμάνι για τον ελλιμενισμό των πλοίων, τα οποία πιθανόν να μην αγκυροβολούσαν στα ρηχά αν αληθεύει η μαρτυρία του AI-Idrisi "ότι πήγαιναν και έρχονταν μεγάλα πλοία".
Εικ. 5. Ορθογώνιος πύργος “κεντρική ντάπια” βορεινή πλευρά με την θυρίδα τοξοβολής, στην μέση περίπου του διάμεσου τείχους. |
Εικ. 6. Εξωτερικός περίβολος, κυκλικός πύργος “μικρή ντάπια” στην βορειοανατολική γωνία. |
Εικ. 7. Εξωτερικός περίβολος, δυτικός πύργος, διατηρούμενη δυτική παρειά με ένα τμήμα τοξωτού υπέρθυρου ανοίγματος, αποκαλούμενο από τους ντόπιους “μάτι του κάστρου”. |
2. Τα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1205-1430)
Την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μετά το τέλος της Δ Σταυροφομίας ακολούθησε την 18 Οκτωβρίου του 1204, η συνθήκη κατανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Partitio terrarium imperi Romania) μεταξύ των σταυροφόρων και της Βενετίας25.
Ως αίτιοι της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους σταυροφόρους φέρονταν οι Ενετοί, αφού έστρεψαν εναντίον της πλούσιας πρωτεύουσας του Βυζαντίου τις δυνάμεις της Δ Σταυροφορίας που προορίζονταν για τους Αγίους Τόπους.
Σύμφωνα με την παραπάνω Συνθήκη μεταξύ των Λατίνων σταυροφόρων, η Βενετία διατήρησε τον ηγεμονικό της ρόλο και οι Λατίνοι ηγεμόνες ήταν υποτελείς της. Η έως τότε βυζαντική επικράτεια χωρίσθηκε σε λατινικά κρατίδια (πριγκιπάτα) που αποτέλεσαν φέουδα της Ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, κύρια Γάλλων και Ιταλών. Η Πελοπόννησος αποτέλεσε το πριγκιπάτο του Μωριά ή της Αχαΐας. Η κυριαρχία της Βενετίας εξαπλώθηκε πάνω στα αποδεκατισμένα Βυζαντινά εδάφη και περιέλαβε εκτός των άλλων και όλη την Κρήτη.
Η φεουδαρχική αριστοκρατία διασφάλισε την ηγεμονία με οχυρώσεις26, οι οποίες αποτέλεσαν την κατοικία Λατίνων ηγεμόνων με κληρονομικό δικαίωμα στους απογόνους τους. Τα κάστρα λειτουργούσαν και ως οι οχυρωμένες κατοικίες των Λατίνων ηγεμόνων, και αποτελούσαν ιδιοκτησίες τους στις οποίες είχαν κληρονομικό δικαίωμα οι απόγονοί τους.
Οι Λατίνοι φεουδάρχες εξασφάλισαν τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο (1205- 1490) με την κατάληψη και επισκευή κάστρων που προϋπήρχαν και με την ανέγερση ex neuovo και επιβλητικών οχυρώσεων (π.χ. τα Castel Torneze στην Ηλεία)27. Οι νέες οχυρώσεις πολλές φορές κτίσθηκαν στην θέση αρχαίων ελληνικών ακροπόλεων είτε παλιότερων Βυζαντινών κάστρων. Στην κατασκευή τους εργάσθηκαν και Έλληνες και χρησιμοποιήθηκαν υλικά που υπήρχαν στην κάθε περιοχή ενώ άλλα αποσπάσθηκαν από αρχαία ή βυζαντινά κτήρια που υπήρχαν σε γειτονικές θέσεις. Η γεωγραφική τους θέση ήταν ένας από τους παράγοντες που προσδιόρισαν και τους σκοπούς, που επρόκειτο να εξυπηρετήσουν.
Η Αρκαδιά κατελήφθη από τους Λατίνους στα τέλη του 1205 αρχές του 1206.29 "Η συνθήκη της Σαπιένστα" που υπογράφτηκε στο γειτονικό στην Μεθώνη νησί της Σαπιέντσα τον Ιούνιο του 1209, ρύθμισε τις σχέσεις της Βενετίας (υπό τον δόγη της Petrus Ziani) με τους λατίνους ηγεμόνες.
Μετά την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Αχαΐας (ή του Μωριά), η Αρκαδιά αποτέλεσε μαζί με την Καλαμάτα μία από τις 12 βαρονίες που διαιρέθηκε ο Μοριάς και δόθηκε αρχικά ως τιμάριο στον Guillaume de Champ- Litte και μετά το 1208 στον Geoffrey de Vilalhardouin.30.
Ο Πέτρος Καλονάρος στην δική του ερμηνεία της γαλλικής διασκευής των "Χρονικών του Μωριά"31, όπως επικράτησε να ονομάζονται σειρά κειμένων του 14ου αιώνα, κάνει αρκετές αναφοράς στο κάστρο της Αρκαδιάς.
"Οι Λατίνοι στην προσπάθειά τους να γίνουν κύριοι των παραθαλάσσιων πόλεων της δυτικής Πελοποννήσου κατέλαβαν πρώτα το κάστρο του Πονδικού στο Κατάκολο, το κάστρο της Κορώνης, το κάστρο της Καλαμάτας και το κάστρο της Αρκαδιάς αφού τα πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα."32
"Οι Φράγκοι είχαν στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα και επιτέθηκαν με επιμονή στο κάστρο χρησιμοποιώντας πετροβόλες μηχανές (τριμπουτσέτα, trebucher engin) εγκατεστημένες σε ύψωμα από την μία πλευρά του κάστρου και ιππικό με τα μηχανικά τόξα (artilot) που εφαρμούσε από την άλλη πλευρά του κάστρου"33.
Εικ. 9. Εξωτερικός περίβολος, ορθογώνιος πύργος στην νοτιοανατολική γωνία, πώρινοι δόμοι κτισμένοι κατά το ισόδομο σύστημα με εγχάρακτα ελληνικά γράμματα (φωτογραφία Ν. Ιωαννίδου).
Η Αρκαδιά ήταν η μόνη πόλη, από τις παραθαλάσσιος πόλεις της δυτικής Πελοποννήσου, της οποίας οι κάτοικοι προέβαλαν μεγάλη αντίσταση και συμβιβάσθηκαν τελευταίοι αφού είχε κατακτηθεί η εκτός των τειχών πόλη. Πρέπει να υποθέσουμε ότι προκλήθηκαν μεγάλες ζημιές, οι οποίες μετά αποκαταστάθηκαν (1206-1430) χωρίς να αλλοιωθεί η γενική χάραξη και τα χαρακτηριστικά του βυζαντινού κάστρου που προϋπήρχε.
Ο Jean-Alexandre Buchon ανέφερε, το 1843 34 ότι, κατά την πολιορκία των Φράγκων “Οι Έλληνες είχαν καταφύγει στο κάστρο της Αρκαδιάς που είναι κτισμένο σε βραχώδες δυσπρόσιτο μέρος και προστατευόταν από έναν πολύ ισχυρό πύργο που είχε κτισθεί στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων»35.
Με την παλινόρθωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1261 (όπου βασικό ρόλο για τον ελλαδικό χώρο, είχε το δεσποτάτο του Μοριά, ηγεμονία του αυτοκρατορικού οίκου των Παλαιολόγων) δημιουργήθηκε στην Πελοπόννησο τελικά μία πολιτική κατάσταση πιο περίπλοκη από αυτήν της προηγούμενης περιόδου. Η Βενετία εξάλλου αυτήν την εποχή σταθεροποίησε και οχύρωσε παραπέρα τις ναυτικές της βάσεις προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο τους εμπορικούς της δρόμους.
Από το 1261, η Αρκαδιά αποτέλεσε ανεξάρτητη βαρονία και πέρασε στην κυριαρχία του επίσης Γάλλου Vilain d' Aunoy. Στα 1391 κυρίαρχος της Αρκαδιάς έγινε η οικογένεια του Zaccaria από την Genova, που ήταν οι πιο ισχυροί βαρόνοι στον Μωρηά κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Ο Centurione Zaccaria, λόρδος της Αρκαδιάς, υπήρξε (1404-1430) ο τελευταίος των αξιωματούχων Φράγκων σταυροφόρων στον Μοριά. Το 1429, o Centurione Zaccaria36 έδωσε προίκα τα υπολείμματα της φραγκικής ηγεμονίας στον Μωριά37 στην κόρη του Αικατερίνη που παντρεύτηκε τον Δεσπότη του Μυστρά Θωμά Παλαιολόγο. Με αυτόν τον τρόπο η Αρκαδιά περιήλθε στο Δεσποτάτο του Μοριά (1429-1460). Ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, μετά την ατυχή ύστατη προσπάθειά του να εκδιώξει τους Τούρκους από την Πελοπόννησο, κατείχε την Αρκαδιά έως το 1460 που κατέφυγε στην Βενετία, στην οποία είχαν καταφύγει άλλωστε και πολλά άλλα μέλη του οίκου των Παλαιολόγων38.
Προσθήκη της Φραγκοκρατίας39 θεωρείται ο πύργος “μικρή ντάπια”, δηλαδή ο πεταλόσχημος πύργος που βρίσκεται στην ΒΑ γωνία της οχύρωσης λόγω της μορφής και του τρόπου δόμησης, οι οποίοι δεν συναντώνται στην Ελλάδα πριν από την κατάκτησή της από τους Λατίνους το 1204 40. Ο πύργος έχει στρατηγική σημασία γιατί βρισκόταν αφ' ενός στην θέση όπου ο βραχώδης λόφος του κάστρου συναντούσε τις υπώρειες του όρους Ψυχρό και αφ' ετέρου φρουρούσε την Strada di Vissy41 (Εικ.10), της οποίας το βορεινό σκέλος οδηγούσε στην ορεινή Μεσσηνία και στην Αρκαδία, ενώ το νότιο σκέλος στο Ναβαρίνο και την Μεθώνη.
Από την επί τόπου παρατήρηση προκύπτει ότι υπάρχει κατασκευαστικός αρμός ανάμεσα στο εσωτερικό ορθογώνιο και το εξωτερικά καμπύλο τμήμα του πύργου. Η παρατήρηση αυτή και η φυσικά οχυρή του θέση μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προϋπήρχε τετράπλευρος βυζαντινός πύργος πριν από την μετατροπή του σε πεταλόσχημο.
Εικ. 8. Σημερινή είσοδος στο κάστρο στην ανατολική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου. |
3. Τα χρόνια της Α Τουρκοκρατίας 1430- 1687
Στα 1460, επτά χρόνια μετά την πτώση του Βυζαντίου, την Κυπαρισσία κατέλαβε ο Μωάμεθ Β ο Πορθητής και ο Θωμάς Παλαιολόγος κατέφυγε στην Βενετία. Τον ίδιο χρόνο κυριεύθηκε από τους Τούρκους και ο Μυστράς, προπύργιο των Παλαιολόγων στην Πελοπόννησο, ενώ σταδιακά μέχρι το 1540, οι Ενετοί έχασαν και άλλες κτήσεις τους στην Ελλάδα. Η τουρκοκρατία διήρκεσε έως το 1687, έως ότου την περιοχή κατέλαβαν οι Ενετοί με Αρχιστράτηγο τον μετέπειτα Δόγη Francesco Morosini42.
Ο Evlya Celebi, Τούρκος περιηγητής στο “βιλαέτι του Μωριά” το 1668, ανέφερε ότι η Αρκαδιά ήταν το κέντρο μίας διοικητικής διαίρεσης “καζά” και έδρα μητροπολίτη. Στην πόλη κατοικούσαν οι Τούρκοι διοικητές της, οι Έλληνες “πρωτοπόροι”, φρούραρχος, πενήντα φρουροί του κάστρου (που έμοιαζαν με τους λεβέντες της Αλγερίας) και ένας αρχιτέκτων43.
Κατά τον Evlya Celebi44, στους "οκτώ προμαχώνες του κάστρου της Κυπαρισσίας ήταν στημένα τρομερά κανόνια και στο εσωτερικό του έβρισκε κανείς ογδόντα σπίτια κεραμοσκεπή σε κατάσταση ερειπίων". "Έξω από το κάστρο, στο “βαρόσι”, τα σπίτια φθάνουν τα 300, έχουν σκεπές από κεραμίδια και γερούς πέτρινους τοίχους σαν αυτούς του κάστρου και μικρά παράθυρα σαν πολεμίστρες. Οι κάτοικοι φοβούνται τους Ευρωπαίους και δεν κυκλοφορούν στους δρόμους. Μέσα στην πόλη υπάρχει αγορά με 50 καταστήματα, άγρια πλατάνια και κληματαριές". "Τα σπίτια είχαν όλα όψη στο κάστρο, ήταν λιθόκτιστα, περιβάλλονταν από ψηλούς πέτρινους τοίχους και ποσοστό 31% είχε μία ή περισσότερες εσωτερικές ή εξωτερικές αυλές"45.
Αυτή η περιγραφή, αποτελεί μαρτυρία για την κατάσταση του κάστρου και για την συνέχεια ύπαρξης οικισμού τόσο στο εσωτερικό του κάστρου όσο και εξωτερικά του.
Στις επισκευές κατά την πρώτη τουρκοκρατία πρέπει να συμπεριλάβουμε τις μετατροπές σε τμήματα του κάστρου, μετά την εισαγωγή της χρήσης της πυρίτιδας στην τέχνη του πολέμου: α) το ανώτερο τμήμα του νότιου περιτειχίσματος, που φέρει δύο σειρές πολεμίστρες καθ' ύψος, β) τις πολεμίστρες από λαξευμένους πωρόλιθους (στραμμένες προς την strada da Vissy) στην επίστεψη του πεταλόσχημου πύργου στην ΒΑ γωνία του κάστρου (Εικ.11) γ) τις κεκλιμένες κατά 120° πολεμίστρες στην προέκταση προς τα δυτικά της νότιας πλευράς του κεντρικού ορθογωνίου πύργου (κεντρική ντάπια) δ) την μετατροπή του ορθογώνιου πύργου που προστάτευε στην είσοδο στα ανατολικά στο τζαμί του σουλτάνου Σουλεϊμάν και ε) τους οκτώ προμαχώνες που αναφέρει ο Εvlya Celebi46.
4. Το κάστρο κατά την Β Ενετοκρατία (1685-1715)- Η οχυρωματική τακτική των Ενετών
Αμέσως μετά την ιστορική προώθηση των Τούρκων μέχρι τις πύλες της Βιέννης στις 12 Σεπτέμβρη 1683 και την αποφασιστική αντεπίθεση των Χριστιανών, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία αποφάσισε να ξαναπάρει τα όπλα ενάντια στους Τούρκους για τελευταία φορά. Η απόφαση της Γερουσίας για την συμμετοχή της Βενετίας στην Ιερά Συμμαχία ουσιαστικά απέβλεπε στην πιθανή ήττα των Τούρκων και στην συμμετοχή της "τόσο στις τιμές όσο και στα οφέλη" που προφανώς θα απέρρεαν από αυτήν ήττα47.
Η αναχώρηση το 1685 από την Βενετία του γηραιού Γενικού Ναυάρχου, Francesco Marosini, με στρατεύματα που είχαν έλθει από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, σήμανε για την Βενετία την αρχή της τελευταίας ιμπεριαλιστικής της περιπέτειας.48
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν αρχίσει στα 1684 υπό την αρχιστρατηγία του Francesco Morosini, στέφτηκαν με επιτυχία και το καλοκαίρι του 1687, ο ενετικός στρατός και οι μισθοφόροι τους είχαν κατακτήσει περιοχές της Δαλματίας, ορισμένες περιοχές στα νότια της Στερεάς Ελλάδας, την Λευκάδα και την Πελοπόννησο, εκτός από την Μονεμβασιά, την οποία κατέκτησαν μόλις το 1690.49
Από τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στην Συνθήκη του Carlowitz (1698-1699), επιδικάσθηκε στους Ενετούς, η κατοχή της Πελοποννήσου και διατηρήθηκε για τριάντα χρόνια (1687-1715)50 δηλαδή για το διάστημα που είναι γνωστό ως περίοδος της Β' Ενετοκρατίας στην Πελοπόννησο.
Η ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Ενετούς, έδωσε αφορμή σε μεγάλες μεταναστεύσεις προς όλες τις κατευθύνσεις και κατά κάποιο τρόπο ευνοήθηκε από τους Ενετούς. Οι μωαμεθανοί εγκατέλειπαν την περιοχή και, σύμφωνα με το σχέδιο επανεποικισμού που εφάρμοσαν οι Ενετοί (τουλάχιστον μέχρι την Συνθήκη του Carlowitz), Έλληνες και Βούλγαροι από διάφορες τουρκοκρατούμενες περιοχές ακόμα και από την Ρούμελη επρόκειτο να κατοικήσουν. Οι νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στα εγκαταλελειμένα σπίτια, τους δόθηκαν γή, μύλοι και άλλα περιουσιακά στοιχεία.51
Ο Alessandro Lokatelli52 εξιστόρησε τις προσπάθειες των Ενετών από τον Francesco Morosini, τον Ιούλιο του 1685 να καταλάβουν το κάστρο της Αρκαδιάς (1684-168). Από την περιγραφή του αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Ενετοί είχαν ως κέντρο επιχειρήσεων το κάστρο του Ναβαρίνου από όπου έστειλαν τρεις γαλέρες. Ανέφερε επίσης ότι οι Τούρκοι υπό τον Σιλιστάρ Πασά πού υπερασπίζονταν το κάστρο και την πόλη με χίλια άλογα και πεζικό και, αφού πυρπόλησαν όλα τα σπίτια, εγκατέλειψαν την πόλη ερειπωμένη και το κάστρο με δεκατέσσερα κανόνια. Την ίδια εικόνα εγκατάλειψης της πόλης απέδωσε ο Francesco Scalletari (1686-1868)53 και ανέφερε ότι η Κυπαρισσία (Αρκαδιά) ήταν "πόλη πολύ σημαντική από τους αρχαίους χρόνους με κακή όμως άμυνα. Σημείωνε επίσης ότι "οι κάτοικοι την είχαν εγκαταλείψει παίρνοντας μαζί τους οπλισμό και ότι πολυτιμότερο είχαν."54
Τον ίδιο χρόνο (1686) και μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Ενετούς, ο Άγγλος γεωγράφος Bernard Randolgh, σημείωνε ότι η Κυπαρισσία δεν είχε λιμάνι και ότι το κάστρο της χρειαζόταν πολλές επισκευές. Οι λίγοι κάτοικοι που είχαν απομείνει χρησιμοποιούσαν σε καιρό ειρήνης για τα εμπορεύματά τους το λιμάνι του Ναβαρίνου ή της Ζακύνθου.55
Το πρόβλημα των εξόδων συντήρησης των κάστρων της Πελοποννήσου τέθηκε αμέσως μετά το τέλος της κατάκτησης της Πελοποννήσου από τον Francoo Morosini. Η στρατιωτική μηχανή άμυνας που σχεδιάσθηκε αφορούσε σχεδόν όλες τις υπάρχουσες οχυρώσεις του Bασιλείου -που είχαν κατασκευασθεί είτε από τους Λατίνους φεουδάρχες είτε από τους ίδιους τους Ενετούς. Οι νέοι σχεδιασμοί βασίζονταν στις πιο ανεπτυγμένες από θεωρητική και πρακτική άποψη εξελίξεις της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής και προέβλεπαν αρχιτεκτονικές επεμβάσεις διεύρυνσης, ριζικού ανασχεδιασμού ανάλογα με την σπουδαιότητα κάθε οχύρωσης ή ακόμα και την εγκατάλειψή της.
Ο Νίκος Λιανός στο βιβλίο του Le Fortez della Serenissima nel Peloponneso (1687-1715), αναλύει διεξοδικά την πολιτική των Ενετών στην Πελοπόννησο μετά την συνθήκη του Carlowitz (1698/99) και τις σπουδαιότερες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια των τριάντα χρόνων στις σημαντικότερες οχυρώσεις. Η όλο και μεγαλύτερη ενασχόληση με τις στρατιωτικός επιχειρήσεις, δημιούργησε στις αρχές του 16ου αιώνα την ανάγκη σχηματισμού ενός νέου σώματος αξιωματούχων, τον "προβλεπτών" για τις οχυρώσεις.56
Η ενετική γερουσία κατανόησε αμέσως το μέγεθος του προβλήματος και χαρακτηριστικά ανέφερε στην έκθεσή της στις 6 Νοεμβρίου 1687: "Η θεία χάρη μάς έδωσε την δυνατότητα τόσων πολλών κατακτήσεων, υπάρχει ο κίνδυνος όμως να εξελιχθούν σε οικονομική καταστροφή. Επί πλέον, η φρουρά του κάθε κάστρου δεν θα μπορούσε να συμμετέχει σε καμία άλλη εκστρατεία."57 Ήταν σαφές ότι θα έπρεπε να επιλέξουν ποια κάστρα ήταν πραγματικά χρήσιμα και ποια θα έπρεπε να καθαιρεθούν προκειμένου να ανακουφισθεί οικονομικά η Δημοκρατία της Βενετίας.58
"Ηδη στα τέλη του 17ου αιώνα οι εξελίξεις στην οχυρωματική τέχνη επέβαλαν στους Ενετούς την κατασκευή συμπληρωματικών εξωτερικών οχυρώσεων στα κάστρα που επανακατέλαβαν."59 Την περίοδο του ανταγωνισμού μεταξύ Βενετίας και Τούρκων σχεδόν όλα τα κάστρα βρέθηκαν στο επίκεντρο των συγκρούσεων.60 Στα τέλη όμως του 17ου υπήρχε μία μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τα ψηλά μεσαιωνικά κάστρα στην οχύρωση των παραλιακών πόλεων.61 Όσα κάστρα ήταν απομακρυσμένα από την θάλασσα οι Ενετοί τα άφησαν στην τύχη τους.
Ο Giacomo Corner που διοίκησε την Πελοπόννησο ως Γενικός Προβλεπτής Πελοποννήσου (1688-1690)62, στην έκθεσή του προς την ενετική γερουσία (27 Ιανουαρίου 1690)63 ανέφερε ότι: "Μετά τα 2 στρατόπεδα (το παλαιό και το νέο Ναβαρίνο), ακολουθώντας την γραμμή της ακτής συναντούμε το κάστρο της Αρκαδιάς. Αν και είναι καλά κτισμένο πάνω στην κορυφή ενός βραχώδους λόφου, το επισκιάζουν από τα ανατολικά και τα νοτιοδυτικά ψηλότερα βουνά. Χωρίζεται επίσης από δύο εσωτερικά τείχη που σχηματίζουν και αυτά δύο αμυντικές γραμμές. Οι Τούρκοι για να αντισταθούν στην δύναμη των όπλων της Βενετίας, ανατίναξαν μερικούς πύργους. Μέσα από τα χαλάσματα φαίνεται πεντακάθαρα η απόγνωση τους. Με φροντίδα όμως δική μας ξαναφτιάχθηκε ότι βρίσκεται πάνω από την μοναδική πύλη του Κάστρου. Φρουρείται από μία ομάδα στρατιωτών υπό την διοίκηση ενός φρουράρχου. Αυτοί αποτελούν επαρκή φρουρά και βρίσκονται μακριά από κάθε φόβο."64
Μεγάλο τμήμα της έκθεσης του65 Giacomo Corner που διοίκησε την Πελοπόννησο66 και με τρεις αξιωματούχους (συνδίκους- καταστιχωτές) καταλαμβάνει η αφήγηση των ελλείψεων που διαπαστώθηκαν στα οχυρωματικά έργα, μεταξύ των οποίων και στο κάστρο της Αρκαδιάς67.
"Αξίζει να σημειωθεί ότι 13 έγγραφα για την ανέγερση του κάστρου της Μονεμβασιάς και για τις οχυρώσεις της Μάνης, Ναυπάκτου, Ρίου, Αντιρρίου, Πατρών, Άργους, Χλεμουτσίου, Αρκαδιάς, Βαρδούνιας, Μυστρά, Καλαβρύτων, οι επιστολές 17α, 19α και 17α και τα σχέδια του μηχανικού Λεονάρδου Μαύρου (leonardo Moro), λείπουν δυστυχώς."68
Στις αναφορές του Γενικού Προβλεπτή στον Μωριά Antonio Ζero (1690-1692) προς την γερουσία69 έχει επισημανθεί πολλές φορές η καθυστέρηση αποστολής από την Βενετία ικανών μηχανικών για να αναλάβουν τον εκσυγχρονισμό των οχυρώσεων στην Πελοπόννησο.
Προκύπτει ότι, πριν αναλάβει ο Francescο Grimani70 και αρχίσει νέα εποχή στην δημόσια διοίκηση στην Πελοπόννησο, με εντολή του γενικού προνοητή Marino Michiel είχε συνταχθεί και είχε σταλεί στην κεντρική διοίκηση στην Βενετία, μεταξύ άλλων, το κτηματολόγιο της Αρκαδιάς71. Ο Έκτακτος Προνοητής Πελοποννήσου Antonio Molin, στην έκθεση72 που υπέβαλε μετά το τέλος των καθηκόντων του στις 30 Μαΐου 1693, επεσήμανε ότι:
"... Περνώντας από το κάστρο της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), παρατήρησα την θέση του πάνω στον λόφο, θέση κατάλληλη για την άμυνα με λίγο οπλισμό σε οποιαδήποτε επίθεση από την γειτονική παραλία, άνετη για τις αποβάσεις. Επίσης στην άμυνα του κάστρου συνεισέφεραν και οι τρεις εξωτερικές συνοικίες (borghi esteriori) που το περιβάλλουν, στα σπίτια των οποίων κατοικεί και κάποιος αριθμός ντόπιων."
Ο Francesco Grimani υπήρξε Γενικός Προβλεπτής Πελοποννήσου (Φεβρουάριος 1618 -αρχές του 1701) και αργότερα Γενικές Προβλεπτής Θάλασσας (1705). Σε κάθε έκθεσή του προς την ενετική γερουσία δεν παρέλειπε να ενημερώνει στην κατάσταση των κάστρων του Μοριά.
Η "Συλλογή Χαρτών Grimani"75 φυλάσσεται στην Γεννάδειο βιβλιοθήκη της Αθήνας και χρονολογείται περίπου το 1700. Ο Kevin Andrews έκανε την υπόθεση ότι η πλειονότητα των χαρτών πρέπει να σχεδιάστηκαν όταν ο Francesco Grimani ήταν Γενικός Προνοητής Πελοποννήσου (1690- 1701). Επίσης σύμφωνα με τον Kevin Andrews μεγάλος αριθμός αναγκαίων εργασιών επισκευής των κάστρων που σημειώνονται στους χάρτες αυτούς δεν πρέπει να πραγματοποιήθηκε ποτέ.76 Στην Συλλογή περιλαμβάνεται και χάρτης της Κυπαρισσίας (Εικ.10). Είναι έγχρωμη υδατογραφία χρονολογημένη κατ΄ εκτίμηση το 1700 και έχει διαστάστις 40Χ 61 εκ. Δεν φέρει υπογραφή του καλλιτέχνη αλλά στην κάτω αριστερή γωνία είναι σχεδιασμένο το έμβλημα των Grimani.
Ο χάρτης της πόλης της Αρκαδιάς είναι προσεκτικά σχεδιασμένος και περιλαμβάνει και την γραμμή του γιαλού. Ο εξωτερικός περίβολος έχει σχεδιασθεί σχεδόν ως τετράγωνος, χωρίς η χάραξή του να ανταποκρίνεται στην σημερινή κατάσταση. Από τους πύργους στην β' γραμμή οχύρωσης στο διάμεσο τείχος, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, διατηρούνται έως κάποιο ύψος τέσσερις συνολικά πύργοι. Ο κυκλικός πύργος που απεικονίζεται δυτικά του πύργου της ΒΑ γωνίας "μικρή νιάπια" δεν ανταποκρίνεται στα διατηρούμενα σήμερα στοιχεία και δεν επιβεβαιώνεται χωρίς την διενέργεια ανασκαφική έρευνας. Στον χάρτη γίνεται ο διαχωρισμός σε φρούριο (fortezza) και κάστρο (castello) ενώ τα γράμματα F και G που, σύμφωνα με το υπόμνημα, θα αντιστοιχούσαν στις εισόδους του φρουρίου (forteza) και του κάστρου (castello) αντίστοιχα δυστυχώς δεν είναι σημειωμένα στον χάρτη. Ατείχιστες συνοικίες (borghi) βρίσκονται εκτός του κάστρου: C: Borgo, δυτικά του κάστρου, E: Pissoruga στα ανατολικά του κάστρου, D: Pigadi, στα νοτιοανατολικά του κάστρου. Οι συνοικίες D και Ε βρίσκονται κατά μήκος του άξονα της strada da Vissy, δηλαδή της οδού που ενώνει την ορεινή Μεσσηνία- Αρκαδία με την νότια Μεσσηνία, το Ναβαρίνο και την Μεθώνη.
Σημειώνονται τρεις ελληνικές εκκλησίες (L), από τις οποίες οι δύο είναι στην συνοικία Pissoruga στα ανατολικά του κάστρου και η τρίτη εκτός οικισμού κοντά στην θάλασσα. Στην συνοικία D: Pigadi, σε άμεση επαφή με την αγορά της πόλης και κατά μήκος του άξονα που οδηγεί στο Ναβαρίνο και στην Μεθώνη βρισκόταν η λατινική εκκλησία (M) όπως και το διοικητήριο (I) των Ενετών (Generalato).
Στο πάνω μέρος του χάρτη είναι σχεδιασμένη η άποψη της πόλης, του κάστρου και του γιαλού και γράφει: Prospettivi d' Arcadia (άποψη της Αρκαδιάς)77. Η άποψη έχει σχεδιασθεί με αρκετή λεπτομέρεια (Εικ.13). Η δεύτερη γραμμή άμυνας του κάστρου διακρίνεται με τέσσερις πύργους, και έναν μιναρέ ανάμεσα στους δύο πύργους στα δυτικά, ενώ ο μικρός πύργος σε επαφή με την ανατολική πλευρά του περιβόλου είναι πιθανόν ο πύργος της εισόδου.
Ακόμα και εάν δεν επρόκειτο για την αποτύπωση της τότε (1700) υπάρχουσας κατάστασης αλλά για κάποια διεύρυνση ή ανασχεδιασμό του κάστρο, στην οποία ο Grimani είχε την πρόθεση να προβεί αυτή δεν πρέπει να πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ως το τέλος της θητείας του Grimani, η κεντρική κυβέρνηση δεν είχε κατορθώσει να του αποστείλει από την Βενετία ούτε τους τοπογράφους ούτε τα αντίγραφα κτηματολογίων που τους είχε ζητήσει ο προνοητής. Παρά την αρκετή επανάληψη του αιτήματός του.78
Προοπτική απεικόνιση της Αρκαδιάς από την εποχή της Ενετοκρατίας αποδίδεται το έτος 1697 και στον Vincenzo Coronelli (Εικ.14).79 Δεν έγινε δυνατόν να εξακριβώσουμε προέλευση αλλά πρέπει να είναι μεταγενέστερη της υδατογραφίας Grimani και να έχει χρησιμοιπήσει ορισμένα στοιχεία από αυτήν.
Ο Antonio Nani80 Προβλεπτής του Μοριά (1703 -16 Μαΐου 1705) πρότεινε "την αναθεώρηση της χρησιμότητας των κυβερνητικών θέσεων στα επιθαλάσσια κάστρα του Ναυπλίου και της Αρκαδίας, όπου οι αξιωματούχοι θα μπορούσαν να έχουν τα ίδια καθήκοντα με έναν χαμηλότερο μισθό". Στα 1704, o Alessandro Morin, ως Γενικός Προβλεπτής Πελοποννήσου, επεσήμανε ότι το κάστρο της Κυπαρισσίας (Αρκαδία) ήταν παλιό και επειδή βρισκόταν μακριά από την θάλασσα δεν μπορούσε να καλύψει την άμυνα σε περίπτωση επίθεσης από πειρατές.81
Ο Francesco Grimani ως Γενικός Προβλεπτής Θάλασσας πλέον (από τις 22 Ιανουαρίου 1705)82, στην σύντομη αναφορά του (22 Αυγούστου 1700) χρησιμοποίησε και τις απόψεις των ενετικών μηχανικών: "Επέλεξε και πρότεινε την καταστροφή οκτώ οχυρών. Τα τέσσερα ήταν κοντά στην θάλλασσα (Άργος και Θερμησία στην περιοχή του Ναυπλίου, Αρκαδιά και και Καλαμάτα στην επαρχία της Μεσσηνίας) και τα άλλα τέσσερα πιο απομακρυσμένα (Μυστράς, Πασσάβας, Καρύταινα και Καλάβρυτα)".
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα του Ε. Pinzelli, ο Γενικός Προβλεπτής Πελοποννήσου, Angelo Emo και ο Γενικός Προβλεπτής Ξηράς κόμης Adam Heinrich de Stenau83 επεσήμαναν ότι: "Δεν άξιζε ο κόπος να αναφερθεί κανείς σε όλα τα κάστρα στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Αυτά που είχαν κάποια παλαιότερα είχαν ήδη εγκαταλειφθεί και ήταν σε κατάσταση ερειπίων. Μόνον το βυζαντινό κάστρο της Αρκαδιάς διατηρούσε ένα υπόλειμμα της εικόνας ενός κάστρου. Σε αυτήν την μικρή περιοχή που είναι διοικητικό κέντρο μίας ευρύτερης περιοχής μπορούσε να βρει ακόμα κανείς λίγα υπολείμματα οπλισμού." Δεν ήταν αντίθετοι όμως στην επισκευή και την σωστή συντήρηση όλων των οχυρών θέσεων του Μοριά γιατί κάθε μία είχε κατά την άποψή τους και ένα ειδικό ρόλο να διαδραματίσει. "Κάθε οχυρό έχει οργανωθεί σε μία σημαντική θέση και και το να εξασφαλίσει κάποιος τις οχυρώσεις που διατηρούνται ακόμα είναι σαν να δίνει χέρι βοηθείας σε αυτούς τους ανθρώπους".
O Δόγης δεδομένου ότι υπήρχε διάσταση απόψεων ανέθεσε στον Fransesco Gritti "σοφό επί των γραφών" (savio alla scriturra), στις 3 Δεκεμβρίου 1707, να συγκεντρώσει όλες τις απόψεις των ειδικών για θέματα της Ανατολής. Ο Gritti, κατέταξε τα κάστρα της Πελοποννήσου σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με την σπουδαιότητά τους: "le piazze di molta, di mediocre e di nessuna impotanza" (τα κάστρα της μεγάλης, μεσαίας και μηδαμινής σπουδαιότητας). Στην τρίτη κατηγορία των αναχρονιστικών ή άχρηστων κάστρων, κατέταξε και το κάστρο της Κυπαρισσίας84 και πρότεινε η τελική απόφαση να ληφθεί από τους τοπικούς αξιωματούχους που πιθανόν να είχαν καλύτερη γνώση μου θέματος.
Η ενετική γερουσία με το διάταγμα της 7 Δεκεμβρίου 1707 συμπεριέλαβε το κάστρο της Αρκαδιάς στην τρίτη ομάδα των 10 κάστρων (Patras, Kalavryta, Clermont, Clarence, Arcadia, Kalamata, Mistra, Passaνa, Thermis et Αrgos)85 τα οποία άφησε στην τύχη τους, δεν πρότεινε την κατεδάφιση τους και υπέδειξε την μεταφορά του τυχόν εναπομείναντος οπλισμού σε άλλα μέρη. Πράγματι, όπως ανέφερε ο Angelo Emo στις 19 Ιανουαρίου 1709, όταν επισκέφτηκε από την θέση του γενικού προβλεπτή Πελοποννήσου, το κάστρο της Κυπαρισσίας είχε αφεθεί στην τύχη του και: "το εσωτερικό του ήταν σε κατάσταση ερειπίων και δεν είχε καμία φρουρά..."86
Με το διάταγμα της 7ης Δεκεμβρίου 1707, η Ενετική γερουσία καθόρισε την πολιτική της για την διευθέτηση των θεμάτων της άμυνας της Ανατολής για τα επόμενα χρόνια. Δεν γνωρίζουμε τους λόγους για τους οποίους οι Ενετοί είχαν την πρόθεση να καταστρέψουν ορισμένα κάστρα της Πελοποννήσου και τα αφήσουν στην τύχη τους άλλα. Με την εκστρατεία των Τούρκων στην Πελοπόννησο, στα 1715, η Βενετία νικήθηκε κατά κράτος.87 Στις 25 Ιουνίου του 1715 ο Μεγάλος Βεζύρης πέρασε τον Ισθμό με στρατό 110.000 ατόμων, και κατέλαβε το ένα μετά το άλλο τα κάστρα της Πελοποννήσου.
Κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφερθήκαμε, προκύπτει ότι το κάστρο της Κυπαρισαίας δεν είχε εκσυγχρονισθεί όσο θα έπρεπε για να αμυνθεί σε επίθεση του πυροβολικού. Άλλωστε οι ψηλότερες πλαγιές από τα ανατολικά του ο καθιστούσαν εύκολη λεία σε όποιον ήθελε να του επιτεθεί. Η προμαχώνες που είχαν κατασκευασθεί προκειμένου να τοποθετηθούν τα κανόνια, σύμφωνα με τις παραπομπές των ιστορικών, θα πρέπει να ήταν πρόχειρες κατασκευές είτε από αργολιθοδομή, είτε από χώμα. Βρισκόμαστε ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα και η εμπειρία από τις ατέλειωτες διενέξεις είχε δείξει την αξία των παραδοσιακών έργων αρχιτεκτονικής με τις θολωτές κατασκευές από τοιχοποιία σε σύγκριση με τα έργα από χώμα "solo zolle e terra", που είχαν κατασκευασθεί κατά τον 17ο αιώνα.88
5. Το κάστρο κατά την β τουρκοκρατία (1715-1821)
Οι περιγραφές όμως των περιηγητών και των ξένων αξιωματούχων του 18ου-19ου αιώνα αποδίδουν γενικά την εικόνα εγκατάλειψης του κάστρου. Η απογραφή που έκαναν οι Τούρκοι στις 7 Ιανουαρίου- 26 Δεκεμβρίου 1715 και φυλάσσεται στην συλλογή Τapu Defters των oθωμανικών αρχείων της Κωνσταντινούπολης του καζά της Αρκαδιάς και του Ναβαρίνου (παλιού και νέου)89 αποδίδει την εικόνα ερήμωσης των περισσότερων σπιτιών μέσα στο φρούριο και του Σουλειμάν τζαμιού που ήταν εκεί. Η οθωμανική απογραφή δίνει έμφαση στην αγορά (bazar) με τα σαρανταένα καταστήματα που ήταν πολύ κοντά στο κάστρο. Στην αγορά κατέληγαν οι κεντρικοί δημόσιοι δρόμοι που οδηγούσαν από τις τρεις βασικές συνοικίες, Παλαιό Πηγάδι, Βorgo και Piroga (Πίσω- Ρούγα) που συνόρευαν τόσο με την αγορά, όσο και με το κάστρο. Σύμφωνα με το Defter90 oι τρεις συνοικίες είχαν 217 σπίτια συνολικά και διακρίνονται τα σπίτια των χριστιανών, από τα σπίτια των μουσουλμάνων, όπως και τα ακατοίκητα σπίτια.
Ίσως οι Τούρκοι προέβησαν σε ορισμένες επισκευές στο κάστρο στην αρχή της β τουρκοκρατίας (1715- 1821) προκειμένου να διαφυλάξουν τις θέσεις τους, πιθανόν αυτές που είδαν οι Γάλλοι Foucherot και Fauvel το 1780. Τη χρονιά αυτή, οι Foucherot και Fauvel 91, στον χειρόγραφο απολογισμό του ταξιδιού τους στην Ελλάδα, που έκαναν με εντολή του κόμη de Choiseul, ανέφεραν ότι ξεκίνησαν "από το Nαβαρίνο και μετά από πορεία εννέα ωρών (απέχει 21 χλμ από την Κυπαρισσία) έφθασαν στην Αρκαδιά" και περιέγραψαν "την πόλη της Αρκαδιάς ως μεγάλη και κτισμένη σε μία γοητευτική τοποθεσία στις πλαγιές ενός ψηλού βουνού με την θάλασσα στα πόδια της. Σε ένα σημεία του βουνού υπάρχει ένα αρχαίο κάστρο πολύ καλά διατηρημένο".
Είκοσι περίπου χρόνια μετά ο Άγγλος Edward Dodwell κατά την περιήγησή του στην Ελλάδα92 (1801, 1805, 1806), διέμενε στην Κυπαρισσία στο σπίτι του Άγγλου υποπρόξενου Doctor Anastasio Pasqualigo. Ο γιατρός Anastasio Pasqualigo "ήταν στον κατάλογο των συνδρομητών της Αθηναϊκής εταιρείας των Φιλόμουσων στις 30 Ιουνίου 1814, όταν δηλαδή ιδρυόταν η Φιλική Εταιρεία στην Οδησσό και είχε ορισθεί υποκόνσολος εις τα κάστρα του Μωρέα, Βρετανός κατά την αυτού αίτησιν"93.
Ο Edward Dodwell ανέφερε επίσης ότι: "κάποια υπολείμματα της αρχαίας ακρόπολης περιέκλειαν το σύγχρονο κάστρο που ήταν σε ερειπιώδη κατάσταση και περιείχε ένα τζαμί και μερικά σπίτια για την φρουρά, ενώ στο ίσιωμα κοντά στην πόλη υπήρχαν υπολείμματα ενός δωρικού ναού."94
Ο William Gell, Άγγλος επίσης, στα 1817, στο βιβλίο του όπου περιγράφει το ταξίδι του στον Μοριά και τις διαδρομής του ανέφερε "ότι το κάστρο ήταν σε εγκατάλειψη και η πόλη είχε αρχίσει να ερειπώνεται. Η πόλη δεν είχε λιμάνι, χαμηλά προς την θάλασσα ήταν μερικά κομμάτια από ναό δωρικού ρυθμού και στην πόλη υπήρχαν μερικά τουρκικά λουτρά."95
6. Νεώτερα χρόνια- Συμπεράσματα από τις απεικονίσεις του κάστρου
Η Αρκαδιά απελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1821, αφού συμμετείχε ενεργά στον απελευθερωτικό Αγώνα, και το 1836 για πρώτη φορά αποτέλεσε ανεξάρτητο Δήμο Κυπαρισσίας του νεότερου ελληνικού κράτους. Ο William Gell, στα 1823 96, περιέγραψε την διαδρομή από τα Φιλιατρά στην Κυπαρισσία, όπου διανυκτέρευσαν στο σπίτι του Αναστάσιου97 που πρέπει να ήταν η θερινή διαμονή του Anastasio Pasqualigo και συγχρόνως ένα από τα πιο ωραία ελληνικά σπίτια του χωριού. Το σπίτι είχε θέα τόσο προς το κάστρο όσο και προς την πεδιάδα. Η απεικόνιση του κάστρου από το σπίτι προκύπτει ότι έχει πολλά αυθαίρετα στοιχεία ως προς το σχήμα του οχυρωματικού περιβόλου, τον αριθμό και την μορφή των πύργων. (Εικ.15)
Οι Γάλλοι Bory de Saint Vincent και J.B. Georges Marie στον απολογισμό της επιστημονικής τους αποστολής στον Μοριά τα χρόνια 1836-1838, έδωσαν ακριβή περιγραφή τόσο της πόλης όσο και του κάστρου.98 Δημοσίευσαν επίσης δύο απόψεις της πόλης και του κάστρου Κυπαρισσίας σε λιθογραφίες του Prosper Baccuet του 1829. Η πρώτη (Εικ.16) απεικονίζει το κάστρο από τα νοτιοδυτικά, προς τον λόφο του Σιδερόκαστρου99, η άλλη είναι από την βορινή πλευρά του κάστρου προς τα νότια.Το χαρακτικό σε ξύλο (Εικ.17) που έχει δημοσιευθεί από Christopher Wordsworth100 το 1840, όπου απεικονίζεται από τα νότια ο κωνικός λόφος του κάστρου και στα αριστερά η μεγάλη παραλία δεν μας παρέχει επί πλέον στοιχεία για την μορφή του κάστρου και της εισόδου του και ούτε έχει πρόθεση να αναπαραστήσει πιστά την πραγματικότητα.
Στην απεικόνιση του Prosper Baccuet του 1829 (Εικ.16), που είναι αρκετά λεπτομερής το κάστρο αποδίδεται με τους δύο οχυρωματικούς του περιβόλους, έναν χαμηλότερο ελλειπτικό που εκτείνεται κάτω από το επίπεδο του θεατή και είναι η α' γραμμή άμυνας και έναν ψηλότερο που αποτελεί την β' γραμμή άμυνας σε ευθεία προβολή ως προς το επίπεδο της εικόνας.
Ο χαμηλότερος περίβολος, έχει σε μερικές θέσεις αντηρίδες και στην επίστεψή του όχι καλά διατηρημένες επάλξεις. Προς τα ανατολικά καταλήγει σε ορθογώνιο, ογκώδη αλλά χαμηλό σε ύψος πύργο με κεκλιμένες αντηρίδες, ο οποίος προφανώς ταυτίζεται με τον πύργο με τους μεγάλους πώρινους δόμους στα νοτιοανατολικά της σημερινής εισόδου στο κάστρο. Το επίπεδο λήψης των στοιχείων για τη σχεδίαση επιτρέπει την απεικόνιση αρκετών οικημάτων που βρίσκονται σε αυτόν τον περίβολο.
Η στάθμη της σχεδίασης, για τον ψηλότερο περίβολο επιτρέπει μόνον την σε ευθεία προβολή αναπαράσταση της νότιας πλευράς του, δηλαδή του διάμεσου τείχους και δεν έτσι αποκρύπτονται τυχόν χαμηλές κατασκευές που βρίσκονται στο εσωτερικό του. Ο ψηλότερος περίβολος απεικονίζεται με τέσσερις ορθογώνιους οχυρωματικούς πύργους, από τους οποίους: α) ο δυτικότερος είναι ο πύργος με την μεγάλη οπή στα δυτικά (λεγόμενο μάτι του κάστρου) από τον οποίο διατηρείται σήμερα η δυτική του πλευρά με την ΝΔ του γωνία, β) ο αμέσως επόμενος προς τα ανατολικά διακρίνεται σήμερα σε ύψος περίπου 1,50μ., γ) ο επόμενος με την προέκταση της οχύρωσης στα δυτικά του ταυτίζεται με την λεγόμενη "μεγάλη ντάπια" και δ) ο ανατολικότερος ταυτίζεται με την λεγόμενη "μικρή ντάπια". Επάλξεις φέρεται να έχουν μόνον οι δύο κεντρικοί πύργοι. Ο μιναρές που απεικονίζεται στην άποψη της Αρκαδιάς (Prospettivi d'Arcadia) (Εικ.13) του χάρτη Grimani (1700 περίπου) της συλλογής χαρτών Grimani της Γενναδείου Βιβλιοθήκης δεν υπάρχει, φαίνεται ότι είχε ήδη κατεδαφισθεί.
Όπως ήδη αναφέρθηκε στην δυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου του κάστρου διατηρούνται υπόγειοι θολοσκεπείς χώροι προσπελάσιμοι από το εξωτερικό του κάστρου από μικρή πυλίδα. Σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, από αυτούς τους χώρους υπήρχε υπόγεια σήραγγα, η οποία οδηγούσε στην ανατολική πλευρά του ναού της Αγίας Τριάδας (η εκκλησία που διακρίνεται στην συνοικία μπροστά στο κάστρο) στην Άνω Πόλη103.
Είναι γεγονός ότι σε μία κοινωνία οι μύθοι λειτουργούν ως κινητήριες δυνάμεις ερμηνείας ορισμένων δύσκολα να αποδειχθούν από την ιστορία γεγονότων. Η γενεαλογία του κάστρου στην κορυφή του κωνικού λόφου μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί από τα ίδια τα μορφολογικά και γεωγραφικά δεδομένα της περιοχής. Από τους τοπικούς μύθους και απο τα χρονογραφήματα, αποδίδεται όμως σε έργο γιγάντων “estoit assis sur une pierre bise et avoit une bonne tour dessus, de l'ovre des jaians” είτε σε "έργο της εποχής των αρχαίων Ελλήνων".
Όπως έγραφε ο έλληνας ποιητής Αλκαίος, "δεν είναι τα σπίτια με τις ωραίες στέγες, ούτε τα καλά κατασκευασμένα τείχη, ούτε τα κανάλια, ούτε οι ωραίοι πάγκοι που φτιάχνουν μία πόλη, είναι οι άνθρωποι που είναι ικανοί να αδράξουν την ευκαιρία"105, και να επαληθεύσουν με αυτόν τον τρόπο τους τοπικούς τους μύθους.
Η νοσταλγική γοητεία των ερειπίων του κάστρου και του τόπου ενισχύεται ακόμα περισσότερο όσο, οι τόποι μέσα στους οποίους τώρα υπάρχουν, είτε δεν χρησιμοποιούνται καθημερινα είτε είναι σχετικά δυσπρόσιτοι. Δεν αρκεί η απαρίθμηση των πεδίων της ιστοριογραφίας που παραθέσαμε ή η μερικές φορές χρονογραφική καταγραφή των γεγονότων.
Πολλά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του κάστρου απομένει να διερευνηθούν.
Μία συνολική πρόταση διατήρησης του κάστρου θα πρέπει να περιέχει την πρόταση αποκατάστασης του και συνολική πρόταση ανάδειξης και προστασίας του λόφου και του οικισμού. Πιστεύουμε ότι η ιστορική τεκμηρίωση που παραθέτουμε θα χρησιμεύσει για την διερεύνηση της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής του.
Πιστεύουμε επίσης ότι η οποιαδήποτε πρόταση αποκατάστασης του Κάστρου πρέπει να συνδέεται με μία συνολική πρόταση αξιοποίησης της Άνω και Κάτω Πόλης της Κυπαρισσίας με σημεία αναφοράς τα διατηρούμενα σήμερα αρχιτεκτονικά έργα του παρελθόντος και την επαναχρησιμοποίησή τους. Για την Κάτω Πόλη ενδεικτικά αναφέρουμε τα σπίτια με τα στοιχεία του τοπικού νεοκλασσικισμού, τον σιδηροδρομικό σταθμό ως έργο βιομηχανικής αρχαιολογίας της εποχής του, τις παλιές μηχανές των τρένων που διατηρεί και την επανέκθεσή τους, το κτήριο της πρώην Αγροτικής Τράπεζας, έργο του Ernst Ziller, που ερειπώνεται καθημερινά και πολλά άλλα. Υπάρχουν ίσως ακόμα μικρές βιοτεχνίες, υπολείμματα της αστικοποίησης της πόλης κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Δεν πιστεύουμε όμως ότι οι πολιτισμοί είναι θνητοί. Επιζούν παρ΄όλες τις μεταμορφώσεις και τις καταστροφές. Στην κατάλληλη στιγμή ξαναγεννιούνται από τις στάχτες τους. Με το πέρασμα των αιώνων μπορούμε να δούμε τόσα μνημεία που βεβηλώθηκαν, τόσους οικισμούς που εγκαταλείφθηκαν, ορόσημα που δείχνουν τις προόδους και τις παλινδρομήσεις του παρελθόντος.
Τέλος, αξίζει να παρατεθεί ένα απόσπασμα του Massimo Cacciari, καθηγητή, νεοπλατωνικού φιλόσοφου Δήμαρχου Βενετίας, από το βιβλίο του ο Θεός που χορεύει (Πώς φτιάχνεται το άσμα, Αθήνα 2004). “Κάθε τέχνη πράγματι βλέπει να της προσδίδεται η δική της σαφώς προσδιορισμένη θέση στην οργάνωση της πόλης.
Νικολία Μ. Ιωαννίδου
"Κάστρο Κυπαρισσίας ή Αρκαδιάς: Μιά κατασκευή Μεσογειακής νοσταλγίας".
Στην Ελένη Ιωαννίδου-Μοσχονά, τη Βασιλική και το Μενέλαο Ιωαννίδη.
Σημειώσεις:
1. Ευχαριστίες οφείλω στον πολιτικό μηχανικό Ιωάννη Χανδρινό, University of Leuven-Raymond Lemaire Center for Conservation, MSc program “Conservation of Historic Towns and Buildings", που μου συμπαραστάθηκε σε όλη την διάρκεια αυτής της έρευνας. Επίσης ευχαριστώ τον κ. Η. Τσίγκανο, Δήμαρχο Κυπαρισσίας, τον κ. Γ. Σαμπαζιώτη, φαρμακοποιό και δημοτικό σύμβουλο του Δήμου Κυπαρισσίας για την βοήθεια του και την υπόδειξή του για την κρυμμένη πυλίδα στην δυτική πλευρά του Κάστρου. Επίσης ευχαριστώ τη Βασιλική Ιωαννίδου, χήρα Κωνσταντίνου Ιωαννίδη, δικηγόρου (παληά δημοτική σύμβουλο του Δήμου Κυπαρισσίας), τον Παύλο Ιωαννίδη, δικηγόρο, Πέτρο Ιωαννίδη ηλεκτρολόγο-μηχανολόγο, Μιράντα Ιωαννίδη, νομικό, Καλλιόπη Ιωαννίδου, νομικό και Ελένη Ιωαννίδη νηπιαγωγό, για την φιλοξενία τους και τις παρατηρήσεις τους. Ευχαριστώ ακόμη τον Γιάννη Μ. Ιωαννίδη, οικονομολόγο, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Tufts της Βοστώνης, την Anna Hardman, πολεοδόμο, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου MIT, της Βοστώνης για τις υποδείξεις τους στην αγγλική περίληψη. Το δεύτερο σκέλος του τίτλου του άρθρου μου έχω δανεισθεί από τον τίτλο του συμποσίου “Constructions of Mediterranean Nostalgia”, που οργανώθηκε στην Αθήνα, από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Καναδικό Ινστιτούτο στην Ελλάδα και από το Second York University, από τις 3 έως τις 5 Μαρτίου του 2005.
2. F. Braudel, Scritti sulla storia, Milano 2001, 43.
3. Π. Τουρνικιώτης, Ιστοριογραφία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, Αθήνα 2002, 19.
4. F. Braudel- G. Duby, Η Μεσόγειος, άνθρωποι και πολιτιστική κληρονομιά, Αθήνα 1990, 11.
5. F. Pouqueville, Voyage dans la Grece 1770-1838, Paris 1820-1826, τ. 19ς, 86-87; Μ. Ν. Valmin, Études topographiques sur la Messénie ancienne, par Mattias Natan Valmin, Lund, 1930, (στο εξής: Etudes topographiques), 131.
6. Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, Αθήνα, 1984, τ. 35ος, 212.
7. A. Avramea, Le Peloponnese du IV au VIII siècle, changements et persistences, Paris 1997, (στο εξής: Le Peloponnese), 192: Βελισσαρίου, “Παλαιοχριστιανική επιγραφή Κυπαρισσίας”, Actes du III Congrès des Etudes Messèniennes, Athènes, 1991, 407-416.
8. ό.π. Avramea, Le Peloponnese, 107.
9. ό.π. Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, 1984, τ.35, 212213.
10. A. Bon, Le Peloponnese Byzantine jusqueen 1204, Paris 1951, Πίνακας 99.
11. Ν. Μπούζα, “Κάστρο Κυπαρισσίας”, Ενετοί και Ιωαννίτες Ιππότες, Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα 2001, 84.
12. A. Kevin, Castles of the Morea, The American School of Classical Studies of Athens, Princeton, New Jersey, 1953 85-86: Μ.Ν. Valmin, Etude topographiques, 1930, 129.
13. A. Kevin, Castles of the Morea, ό.π., 85-86.
14. Evlya Celebi, Οδοιπορικό στην Ελλάδα (1668-1671), Αθήνα 1994, 55.
15. E. Concina, La citta bizantina, RomaBari 2003, 64-65; R. Ousterhut, “Secular architecture”, The Glory of Byzantium, Ν.Υ. 1997, 193.
16. J. Longnon -A. Bon, Le Peloponnese byzantin jusquen 1204, Παρίσι, 1952, 79-83.
17. J. Α. Buchon, Recherches et materiaux pour servir a une Histoire de la domination francaise, au XIII, XIV et XV siècles, ler partie, Paris 1843, 78; Α. Αδαμαντίου, «Τα Χρονικά του Μωρέως, Συμβολή εις την Φραγκοβυζαντινής 1στορίαν και φιλολογίαν”, Δέλτιο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ.69, 1906, 453- 675: Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως. Το ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού, Αθήνα 1940, “Το Χρονικόν του Μωρέος είναι σειρά κειμένων του 14ου αιώνος, που αναφέρονται στο φραγκικό πριγκιπάτο της Πελοποννήσου, που ιδρύθηκε μετά την Δ Σταυροφορία, και αφηγούνται την 1στορία χρονογραφικώς κατά το μεσαιωνικό σύστημα. Στις βιβλιοθήκες της Ευρώπης περισώθηκαν και από τις αρχές του 19ου αιώνος παληές χρονογραφίες του Μωρηά σε 4 διαφορετικές γλώσσες, στην δημώδη ελληνική, γαλλική, ιταλική και αραγωνική γλώσσα που προκύπτει ότι έχουν κοινή προέλευση”, “Το πώς οι Φράγκοι εκέρδισαν τον τόπον του Μωρέως”, 70-76.
18. ό.π. Μ.Ν. Val min, Etudes topographiques, 129.
19. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως, Το ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού, Αθήνα 1940, 76; Ο. Μίλλερ, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204-1566), Μετάφρασις Σπ. Λάμπρου, τ. Α, Αθήνα 1909-1910, 61.
20. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1979, τόμος Η, 332: A. Avramea, Le Peloponnese, 1997, 102: Α. Μπακούρου, Μονεμβασιά, Ιστορική αναδρομή, Αθήνα 2001, 72.
21. E. Concina, Le arti di Bisanzio, Milano 2002, 109.
22. Σ. Παρασκευόπουλος, Το Κάστρο της Αρκαδιάς, Κυπαρισσία 1992, (στο εξής: Το Κάστρο) 30.
23. Al-Idrisi, La premiere géographie de ΓOccident, επιμέλεια H. Bresc-A. Nef, Paris 1999.
24. Bon, Le Peloponnese, ό.π., 413.
25. Χ. Γάσπαρης, “Βενετία και Βυζάντιο: η βενετική κυριαρχία στα ελληνικά εδάφη”, βρίσκεται (επιμέλεια Χ. Μαλτέζου) Venetiae quasi un alterum Byzantium, Όψεις της Ιστορίας του Βενετοκρατούμενου Ελληνισμού, Αθήνα 1993, 141: Α. Carile, “Partitio Terrarum Imperii Romaniae”, Studi Veneziani 7 (1965), 217-222; W. Miller, Essays on the Latin Orient, Cambridge 1921, 70.
26. Ε. Καρποδίνη- Δημητριάδη, σχεδ. Ν. Λιανού, Κάστρα της Πελοποννήσου, Αθήνα 1993 (στο εξής: Κάστρα), 6-7.
27. E. Concina, La citta bizantina, ό.π., 77.
28. Traquair Ramsay, “Frankish atrchitecture in Greece", Journal of the Royal Institute of British architects, τ. XXXI, 3η σειρά, 1923, 1-2.
29. Α. Bon, La Morée Franque Recherches historiques, topographiques et archeologiques sur la principauté d'Achaie (1205-1430), Paris 1969, 60
30. A. Bon, ό.π., 60-63: W. Miller, Essays ό.π., 72, A. Kevin, Castles of the Morea, ό.π., 8485: Χ. Γάσπαρης, “Βενετία και Βυζάντιο”, ό.π., 127.
31. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως, ό.π., η'-1γ ́.
32. Το Κάστρο του Πονδικού ή Ποντικόκαστρο βρίσκεται στην βόρεια πλευρά του ακρωτηρίου στο λιμάνι Κατάκωλο, ονομάζεται επίσης Belvedere ή Beauvoir; ό.π. Α. Bon, La Morée Franque, ..., 1969, 104, “Belvedere-Kaloskopion a Elis-Pontikon. Les textes francais se servent du nom Beauvoir. E situé tout au nord du promontoire de Katakolon”, Ε. Καρποδίνη- Δημητριάδη σχεδ. Λιανού, Κάστρα της Πελοποννήσου, ό.π., 248.
33. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως, ό.π., 394, N. Cheetman, Mediaeval Greece, London 1981, 61, ό.π., A. Bon, La Moree Franque..., 1969, 413.
34. J.Α. Buchon, Recherches et materiaux pour servir a une Histoire de la domination francaise, au XIII, XIV et XV siècles, ler partie, Paris 1843,78: Α. Αδαμαντίου, Τα Χρονικά του Μωρέως, Συμβολή εις την Φραγκοβυζαντινήν ιστορίαν και φιλολογίας, Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ. 6ος, 1906, 453-675· Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως, Το ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού, Αθήνα 1940, 70-76.
35. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Morea, κάστρο της Μεθώνης, Κορώνης, ΜονεμβαΜωρέως, ό.π., 76; “estoit assis sur une pierre bise et vert une bonne tour dessus de l'ouvre des ans" Μίλλερ, ιστορία της Φραγκοκρατίας, 1909- 1910,61.
36. Μίλλερ, Ιστορία της Φραγκοκρατίας, 370, 391; A. Μομφεράτου, Oι Παλαιολόγοι εν Πελεποννήσω, ΕΠΕΠΚ, Αθήνα 1913, 64-65: "O Κεντηρών διατήρησε μόνο τον ψιλόν τίτλο του πρίγκιπος της Αχαΐας μετά μικρών εισοδημάτων της παλιάς βαρωνίας της Αρκαδίας"
37. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.Θ, 288, 44-46, 69-70, 72, 96, 100, 198, 210.
38. N, Ioanidou. La comunita greca di VeneziaLe origini di un identita urbana ed architectonio, Δ.Δ., Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (IUAV) 1998.
39. Kevin, Castle of the Morea. 87-88.
40 Traquar Ramsay, βλ. υποσ. 28.
41. H ονομασία Strada di Visey οφείλετε στο σχεδιάγραμμα της Αρκαδιάς, του Grimal Prancesco, σε κάτοψη (Pianta d' Arcadia, 1700 περίπου). Συλλογή χαρτών Grimani Γενναδείου βιβλιοθήκης (Raccolta degli disegni della pianta di tutte le piazza del regno di More, e parte del porti delle stesso 1700, Disegno No XVID)
42 Σ. Λάμπρος, "Τα Αρχεία της Βενετίας και περί Πελοποννήσου έκθεσις του Μαρίνου Μικέλ", Ιστορικά Μελετήματα, Αθήνα 1984, (στο εξής "Τα αρχεία της Βενετίας", 180-181
43. S. Parneva, Agrarian and Land harvest in south-west Peloponnese in the early 18th century. Etudes Ballkaniques, Sofia 20, (Στο εξής: Aerarian and land havest) 83, η έρευνα της S Parneva έχει βασισθεί σε οθωμανικά στοιχεία αρχείου και συγκεκριμένα στην συλλογή Tapu Defter των οθωμανικών αρχείων της Κωνσταντινούπολης. Αυτά περιέχουν μία ασυνήθιστη απογραφή του 1127 (7 Ιανουαρίου/26 Δεκεμβρίου 1715) του Καζά της Αρκαδιάς και Ναυαρίνου (παλιού και νέου) με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1716 σελ. 86-88 "ως πρωτοπόροι ονομάζονται οι παλαιότεροι Έλληνες που ασχολούνταν με τα κοινά, με την είσπραξη των φόρων από τους κατοίκους και άλλες υποθέσεις ανάλογα με τις ικανότητές τους."
44. Evlya Celebi, Οδοιπορικό στη Ελλάδα,1994. 56
45 Parneva, Agrarian and Land harvest, 91.
46. Evlya Celebi, Οδοιπορικό στη Ελλάδα,1994, 54-55.
47. N. Lιanοs, Le Porte della Serenissima nel Peloponnese (1687-1715, Rοma 2004) αναλύθηκαν οι σπουδαιότερες αρχιτεκτονικές, στις σημαντικότερες οχυρώσεις: κάστρο Ακροκορίνθου, Ισθμός της Κορίνθου, φρούριο Ναυπλίου, φρούριο Παλαμήδι, Μεθώνη, Ρίο, κάστρο της Μεθώνης, Κορώνης, Μονεμβασιάς, Παλιού Ναβαρίνου, Νέου Ναβαρίνου και κάστρο Ζαρνάτας.
48 Liannos, Le Fortezze, op 5.
49 Α. Τσελίκας, "Μεταφράσεις Βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου" Πελοποννησιακά 15 (1882-84) (στο εξής "μεταφράσεις") 127, K. Nτόκος- Г. Пαναγόπουλος, Το Βενετικό κτηματολόγιο μας Βοστίτσας, Αθήνα 1913 (στο εξής To Το Βενετικό κτηματολόγιο), LXXXVIII.
50. K. Nτόκος- Г. Пαναγόπουλος, Το Βενετικό κτηματολόγιο μας Βοστίτσας, ΧΙ
51. Parneva, Agrarian and Land harvest,87-88. "Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμό που έκανα οι Βενετοί το 1700 στην Πελοπόννησο μόνο 15 πόλεις είχαν πληθυσμό πάνω από 1000 κατοίκους. Σύμφωνα με την απογραφή αυτή η Αρκαδιά ήταν στην 11η θέση, είχε 238 οικογένειες ή 1062 συνολικά κατοίκος". Σ. Αντωνιάδη, "Συμβολή στην Ιστορία της Πελοποννήσου και τον 17ο αιώνα, Χαριστήριον εις Α. Ορλάνδο, τ.Γ., Αθήνα 1966, 155, "αναφέρετε στον γερμανό μελετητή Leopold Vοn Ranke, ο οποίος αφού μελέτησε στα Αρχεία της Βενετίας τις εκθέσεις των προνοητών έγραψε την ιστορία της Β Ενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. O Ranke περιγράφει την αθλιότητα στην οποία είχε περιπέσει ο πληθυσμός και την τακτική εποικισμού που την οποία εφάρμοσαν οι Ενετοί ελκύοντας Έλληνες από τρομοκρατημένες περιοχές με το δόλωμα των ελάχιστων φόρων και της καλής διοίκησης. Έτσι τον τρόπο κατόρθωσαν από 86.000 που είχε πέσει ο πληθυσμός το 1687 να το ανεβάσουν στις 200.000 το 1701".
52. A. Locatelli, Racconto historico della Vaata Guerra in Levante Diretta dal valore del Serenissimo Principe Francesco Marcini). Cologna 1691, τ.1, 228. Οι Ενετοί έχοντας ως κέντρο επιχειρήσεων το κάστρο του Ναβαρίνου απέστειλαν: "τον ναύαρχο Carponese με τρείς γαλέρες για να διώξει τους Τούρκους από το κάστρο της Αρκαδιάς. Ο ναύαρχος επέστρεψε μεταφέροντας Τούρκους αιχμαλώτους και μερικές βάρκες με οικογένειες Ελλήνων οι οποίες για μεγαλύτερη σιγουριά ήθελαν να καταφύγουν στο κάστρο του Ναβαρίνου. Ανέφερε επίσης ότι οι τούρκοι πριν εγκαταλείψουν το κάστρο στο 1685 το είχαν ανατινάξει αφήνοντας μέσα και 14 κανόνια. Ένας Έλληνας ανέφερε ότι βρισκόταν στην πόλη ο Σαλιστάρ Πασάς με χίλια άλογα και πεζικό και αφού πυρπόλησε όλα τα σπίτια η πόλη ερειπωμένη και βρισκόταν σε εγκατάλειψη."
53. F. Sealletari, Condotin navale e vera relatione del viaggio de Carlistot Malte delli Yllustrissimo ed ellentissima di Giovanni Giuseppe d'Herlierstein conte del SRILIA Hardi Napere seguito il primo dell'anno 1686 Graz 1688 (στο εξής Contatta navale)78
54. Sealletari, Condotte navalean, 117-118
55. B. Randolph [1643-1690). The present State of the afores called anciently Peloponness, Oxford 1686, 5.
56. Lianos, Le Fortezze, ό.π., 4. Οι προβλεπτές για τις οχυρώσεις ήταν κατ' αρχήν υπεύθυνοι για την διοικητική και οικονομική διαχείριση των εξοπλισμών αλλά κύρια ήταν επιφορτισμένοι με τον εκσυγχρονισμό όλων των αμυντικών συστημάτων.
57. Ε. Pinzelli, “Les forteresses de Morée: projets de restaurations et de démantelèments durant la seconde periode venitienne (1687-1715)”, “Θησαυρίσματα” No 30, Βενετία 2000 (στο εξής: “Les fortesses de Moree”), 386.
58. Pinzelli, “Les forteresses de Moree”, ό.π., 386.
59. Ι. Στεριώτου, “Υλικό περιβάλλον: Βενετοί και δημόσια έργα στον ελληνικό χώρο”, από τον τόμο Χ. Μαλτέζου (επιστημονική διεύθυνση), Venetiae quasi un alterum Byzantium, Όψεις της Ιστορίας του Βενετοκρατούμενου Ελληνισμού, Εκδ. Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1993, 496.
60. Καρποδίνη- Δημητριάδη, σχεδ. Λιανού, Κάστρα, ό.π., 7.
61. Χ. Μπούρας, Η Μεθώνη κατά την δεύτερη ενετοκρατία (1685-1715), Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea”, Πρακτικά Γ' Συμποσίου Ιστορίας και τέχνης 20-22 Ιουλίου 1990, Μονεμβασιώτικος Όμιλος, 155.
62. Τσέλικας, Μεταφράσεις, ό.π., 130.
63. ό.π. Σ. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του βενετού προνοητού Κορνέρ”, Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, 1885-86 (στο εξής: “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”), 305-308.
64. Τσέλικας, “Μεταφράσεις”, ό.π., 145
65. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”, 305-308.
66. Λάμπρος, “Τα αρχεία της Βενετίας”, ό.π. 182.
67. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”, ό.π., 287.
68. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”, ό.π., 282-317.
69. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”, ό.π., 282-317.
70. Lianos, Le fortezze, ό.π., 31.
71. Ντόκος- Παναγόπουλος, Το Bενετικό Κτηματολόγιο, ό.π., LIΙΙ, “Ο Grimani εγκαινίασε μία νέα μέθοδο κτηματογράφισης, σύμφωνα με αυτήν είχε καταμετρηθεί μόνον το 1/3 από το territorio της Αρκαδίας και δεν γνωρίζουμε εάν ολοκληρώθηκε”, XXXIII.
72. Σ. Λάμπρος, Εκθέσεις των Βενετών γενικών προνοητών της Πελοποννήσου, νύν το πρώτον εκ των αρχείων της Βενετίας εκδιδόμεναι, υπό Σπ. Λάμπρου, τεύχη Β' και Γ', Αθήνα 1900, 110-111, “Relazione del Nobil Homo ser Antonio Molin ritornato di Provveditor Estraordinario di Morea, 1693, 30 maggio”.
73. Τσέλικας, Μεταφράσεις, ό.π., 130.
74. Συλλογή Γενναδείου Βιβλιοθήκης του Grimani Francesco, Raccolta degli disegni della pianta di tutte le piazze del regno di Morea, e parte delli porti dello stess0. (Pianta d' Arcadia, 1700 περίπου, πίν. XVIII) (στο εξής: Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Grimani, Raccola) Η έγχρωμη υδατογραφία της Κυπαρισσίας της Συλλογής χαρτών Francesco Grimani.
75. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Grimani Raccolta, ό.π., πίν. XVIII, Γριτσοπούλου, “Το εν Βενετία Αρχείον Grimani, καθ' όσον αφορά εις την Πελοπόννησον”, Πελοποννησιακά 7 (1969-1970), 396-399.
76. Kevin, Castles of the Morea, ό.π., βλ. υποσ. 39.
77. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη Grimani, Raccolta, ό.π., XVIII (περίπου 1700).
78. Ντόκος- Παναγόπουλος, Το Bενετικό Κτηματολόγιο, ό.π., XLVIII και XLIX, “Ο Γκριμάνι βρίσκει την ευκαιρία να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την σύνταξη του πελοποννησιακού κτηματολογίου σύμφωνα με τα τις επιθυμίες του για την λεπτομερή κτηματογράφιση, με την διαφορά ότι επρόκειτο για την σύνταξη τελείως νέων κτηματολογίου”.
79. Παρασκευόπουλος, Κάστρο, ό.π., Γ. Γκίκας, Κάστρα του θρύλου και της πραγματικότητας, τ. 3ος, Αθήνα 1979-1990, 48, από τον συγγραφέα η απεικόνιση αποδίδεται στο βιβλίο του V. Coronelli, Theatro delle principali citta e porti dell'Europa, Βενετία 1697.
80. Pinzelli, “Les forteresses de Morée”, ό.π., 401-403, “Από τον Απρίλη του 1703 έως τα τέλη του 1705, που παρέμεινε ως προβλεπτής του Μωρηά, οι αναφορές που έστειλε στην Ενετική Γερουσία αποτελούν πηγή πληροφοριών για την κατάσταση της άμυνας του Βασιλείου του Μωρηά.
81. Pinzelli, “Les forteresses de Morée”, ό.π., 399, υποσ. 56.
82. Pinzelli, “Les forteresses de Morée”, ό.π., 404, 408.
83. Pinzelli, “Les forteresses de Moree”, ό.π., 415, Ο κόμης Adam Heinrich de Stenau, που ήταν ειδικευμένος σε χερσαίες επιχειρήσεις, στο τελικό κείμενό του, στις 1 Δεκεμβρίου 1707, επεσήμανε ότι η τυχόν κατεδάφιση κάποιων κάστρων θα μαρτυρούσε την αδυναμία της Βενετίας και πρότεινε επίσης την ενίσχυση της δύναμης στην θάλασσα.
84. Pinzelli, “Les forteresses de Moree”, ό.π.,
85. Pinzelli, “Les forteresses de Moree”, ό.π., 417-422.
86. Σ. Λάμπρος, Εκθέσεις των Βενετών γενικών προνοητών της Πελοποννήσου..., Αθήνα 1900, 282, όπου: «...il castello d'Arcadia, Oltre alcun altro nell'interno rovinos0, e non custodito...”, 332, “nel Peloponneso si contano 6 chiese metropoli, cioé Romania, Cortino, Patrass 0, Arcadia detta Cristianopoli, Malvasia, Lacedemonia tutte con episcopali suffraganee...”.
87. Γάσπαρης, “Βενετία και Βυζάντιο”, ό.π., 119-172, όπου: “Από την Συνθήκη του Passarowitz της 21 Ιουλίου 1718, προκύπτει ότι η Βενετία αισθάνθηκε προδομένη από τον Κάρολο τον VI και μειωμένη όσο αφορά το κύρος της”.
88. Lianos, Le Fortezze, ό.π., 158.
89. Parneva, Agrarian and Land harvest, ό.π., 83-123.
90. Parneva, Agrarian and Land harvest, ό.π., 90-91.
91. Foucherot, Journal du voyage fait en Grece (en 1780) per les ordres de Monsieur Le Conte de Choiseul par les sieurs Foucherot et Fauvel, manuscript, 1780, 33.
92. Ε. Dodwell, A classical and topographical tour through Greece during the years 1801, 1805 and 1806, London1819, Edit. Rodwell and Martin (στο εξής:A classical and topographical tour), τ.2,350.
93. Παρασκευόπουλος, Το Κάστρο, ό.π., 60.
94. Ε. Dodwell, A classical and topographical tour, ό.π., τ.2, 350.
95. W. Gell, Itinerary of the Morea being a description of the routes of that peninsula, London 1817,
96. W. Gell, Narrative of a journey in the Morea, London 1823, 79, W-M. Leake (1777-1860), Travels in the Morea, London 1830, τ. 19ς, 28.
97. Παρασκευόπουλος, Το Κάστρο, ό.π., 60.
98. Bory de Saint-Vincent -J.B. Georges Marie (1780-1846), Expedition scientifique de Morée... Botanique..., Relation du voyage de la commission scientifique de Morée dans le Peloponnese, les Cyclades e l'Attique, Paris & Strasbourg, 1836-1838, τ. 1ος, 367-370.
99. ό.π., Bory de Saint- Vincent, Vue d’Arcadia, prise par le coté qui regarde le nord, ATLAS, 1836-1838, (στο εξής: Vue d'Arcadia) πίν. XIV.
100. C. Wordsworth, Greece: pictorial, descriptive and historical, a New edition, carefully revised. With numerous engravings on wood and steele, illustrated of the scenery, architecture, Costume and five arts of that country, London 1840, 317.
101. Bory de Saint-Vincent, Vue d'Arcadia, πίν. XIV.
102. F. Pouqueville, Voyage dans la Greece 1770-1838, Paris 1820-1826, ό.π., τ. 5ος, 87, “M'astenir di visiter la citadelle, à laquelle on arrive par une longhe gallerie tracée aux flancs des rochers. J'apercus seulement de loin que ses murs, qui sont de construction vénitienne, reposent sur une maconnerie que je crois hellenique”.
103. Ευχαριστώ τον κ. Σαμπαζιώτη, φαρμακοποιό και δημοτικό σύμβουλο της Κυπαρισσίας για αυτήν την υπόδειξή του. Η υψομετρική διαφορά όμως των 120μ που προκύπτει ανάμεσα στις δύο θέσεις που πρέπει να ένωνε η σήραγγα (όπως προκύπτει από τοπογραφικό της περιοχής) δεν ενισχύουν άμεσα αυτήν την υπόθεση.
104. Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, ό.π., τ.35, 212-213.
105. F. Braudel, Il Mediterraneο, Bergamo 1987.
Στα 1460, επτά χρόνια μετά την πτώση του Βυζαντίου, την Κυπαρισσία κατέλαβε ο Μωάμεθ Β ο Πορθητής και ο Θωμάς Παλαιολόγος κατέφυγε στην Βενετία. Τον ίδιο χρόνο κυριεύθηκε από τους Τούρκους και ο Μυστράς, προπύργιο των Παλαιολόγων στην Πελοπόννησο, ενώ σταδιακά μέχρι το 1540, οι Ενετοί έχασαν και άλλες κτήσεις τους στην Ελλάδα. Η τουρκοκρατία διήρκεσε έως το 1687, έως ότου την περιοχή κατέλαβαν οι Ενετοί με Αρχιστράτηγο τον μετέπειτα Δόγη Francesco Morosini42.
Ο Evlya Celebi, Τούρκος περιηγητής στο “βιλαέτι του Μωριά” το 1668, ανέφερε ότι η Αρκαδιά ήταν το κέντρο μίας διοικητικής διαίρεσης “καζά” και έδρα μητροπολίτη. Στην πόλη κατοικούσαν οι Τούρκοι διοικητές της, οι Έλληνες “πρωτοπόροι”, φρούραρχος, πενήντα φρουροί του κάστρου (που έμοιαζαν με τους λεβέντες της Αλγερίας) και ένας αρχιτέκτων43.
Κατά τον Evlya Celebi44, στους "οκτώ προμαχώνες του κάστρου της Κυπαρισσίας ήταν στημένα τρομερά κανόνια και στο εσωτερικό του έβρισκε κανείς ογδόντα σπίτια κεραμοσκεπή σε κατάσταση ερειπίων". "Έξω από το κάστρο, στο “βαρόσι”, τα σπίτια φθάνουν τα 300, έχουν σκεπές από κεραμίδια και γερούς πέτρινους τοίχους σαν αυτούς του κάστρου και μικρά παράθυρα σαν πολεμίστρες. Οι κάτοικοι φοβούνται τους Ευρωπαίους και δεν κυκλοφορούν στους δρόμους. Μέσα στην πόλη υπάρχει αγορά με 50 καταστήματα, άγρια πλατάνια και κληματαριές". "Τα σπίτια είχαν όλα όψη στο κάστρο, ήταν λιθόκτιστα, περιβάλλονταν από ψηλούς πέτρινους τοίχους και ποσοστό 31% είχε μία ή περισσότερες εσωτερικές ή εξωτερικές αυλές"45.
Αυτή η περιγραφή, αποτελεί μαρτυρία για την κατάσταση του κάστρου και για την συνέχεια ύπαρξης οικισμού τόσο στο εσωτερικό του κάστρου όσο και εξωτερικά του.
Στις επισκευές κατά την πρώτη τουρκοκρατία πρέπει να συμπεριλάβουμε τις μετατροπές σε τμήματα του κάστρου, μετά την εισαγωγή της χρήσης της πυρίτιδας στην τέχνη του πολέμου: α) το ανώτερο τμήμα του νότιου περιτειχίσματος, που φέρει δύο σειρές πολεμίστρες καθ' ύψος, β) τις πολεμίστρες από λαξευμένους πωρόλιθους (στραμμένες προς την strada da Vissy) στην επίστεψη του πεταλόσχημου πύργου στην ΒΑ γωνία του κάστρου (Εικ.11) γ) τις κεκλιμένες κατά 120° πολεμίστρες στην προέκταση προς τα δυτικά της νότιας πλευράς του κεντρικού ορθογωνίου πύργου (κεντρική ντάπια) δ) την μετατροπή του ορθογώνιου πύργου που προστάτευε στην είσοδο στα ανατολικά στο τζαμί του σουλτάνου Σουλεϊμάν και ε) τους οκτώ προμαχώνες που αναφέρει ο Εvlya Celebi46.
Εικ. 11. Εξωτερικός περίβολος, κυκλικός πύργος “μικρή ντάπια” στην βορειοανατολική γωνία, προσθήκη της τουρκοκρατίας με πολεμίστρες. |
4. Το κάστρο κατά την Β Ενετοκρατία (1685-1715)- Η οχυρωματική τακτική των Ενετών
Αμέσως μετά την ιστορική προώθηση των Τούρκων μέχρι τις πύλες της Βιέννης στις 12 Σεπτέμβρη 1683 και την αποφασιστική αντεπίθεση των Χριστιανών, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία αποφάσισε να ξαναπάρει τα όπλα ενάντια στους Τούρκους για τελευταία φορά. Η απόφαση της Γερουσίας για την συμμετοχή της Βενετίας στην Ιερά Συμμαχία ουσιαστικά απέβλεπε στην πιθανή ήττα των Τούρκων και στην συμμετοχή της "τόσο στις τιμές όσο και στα οφέλη" που προφανώς θα απέρρεαν από αυτήν ήττα47.
Η αναχώρηση το 1685 από την Βενετία του γηραιού Γενικού Ναυάρχου, Francesco Marosini, με στρατεύματα που είχαν έλθει από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, σήμανε για την Βενετία την αρχή της τελευταίας ιμπεριαλιστικής της περιπέτειας.48
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν αρχίσει στα 1684 υπό την αρχιστρατηγία του Francesco Morosini, στέφτηκαν με επιτυχία και το καλοκαίρι του 1687, ο ενετικός στρατός και οι μισθοφόροι τους είχαν κατακτήσει περιοχές της Δαλματίας, ορισμένες περιοχές στα νότια της Στερεάς Ελλάδας, την Λευκάδα και την Πελοπόννησο, εκτός από την Μονεμβασιά, την οποία κατέκτησαν μόλις το 1690.49
Από τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στην Συνθήκη του Carlowitz (1698-1699), επιδικάσθηκε στους Ενετούς, η κατοχή της Πελοποννήσου και διατηρήθηκε για τριάντα χρόνια (1687-1715)50 δηλαδή για το διάστημα που είναι γνωστό ως περίοδος της Β' Ενετοκρατίας στην Πελοπόννησο.
Η ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Ενετούς, έδωσε αφορμή σε μεγάλες μεταναστεύσεις προς όλες τις κατευθύνσεις και κατά κάποιο τρόπο ευνοήθηκε από τους Ενετούς. Οι μωαμεθανοί εγκατέλειπαν την περιοχή και, σύμφωνα με το σχέδιο επανεποικισμού που εφάρμοσαν οι Ενετοί (τουλάχιστον μέχρι την Συνθήκη του Carlowitz), Έλληνες και Βούλγαροι από διάφορες τουρκοκρατούμενες περιοχές ακόμα και από την Ρούμελη επρόκειτο να κατοικήσουν. Οι νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στα εγκαταλελειμένα σπίτια, τους δόθηκαν γή, μύλοι και άλλα περιουσιακά στοιχεία.51
Ο Alessandro Lokatelli52 εξιστόρησε τις προσπάθειες των Ενετών από τον Francesco Morosini, τον Ιούλιο του 1685 να καταλάβουν το κάστρο της Αρκαδιάς (1684-168). Από την περιγραφή του αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Ενετοί είχαν ως κέντρο επιχειρήσεων το κάστρο του Ναβαρίνου από όπου έστειλαν τρεις γαλέρες. Ανέφερε επίσης ότι οι Τούρκοι υπό τον Σιλιστάρ Πασά πού υπερασπίζονταν το κάστρο και την πόλη με χίλια άλογα και πεζικό και, αφού πυρπόλησαν όλα τα σπίτια, εγκατέλειψαν την πόλη ερειπωμένη και το κάστρο με δεκατέσσερα κανόνια. Την ίδια εικόνα εγκατάλειψης της πόλης απέδωσε ο Francesco Scalletari (1686-1868)53 και ανέφερε ότι η Κυπαρισσία (Αρκαδιά) ήταν "πόλη πολύ σημαντική από τους αρχαίους χρόνους με κακή όμως άμυνα. Σημείωνε επίσης ότι "οι κάτοικοι την είχαν εγκαταλείψει παίρνοντας μαζί τους οπλισμό και ότι πολυτιμότερο είχαν."54
Τον ίδιο χρόνο (1686) και μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Ενετούς, ο Άγγλος γεωγράφος Bernard Randolgh, σημείωνε ότι η Κυπαρισσία δεν είχε λιμάνι και ότι το κάστρο της χρειαζόταν πολλές επισκευές. Οι λίγοι κάτοικοι που είχαν απομείνει χρησιμοποιούσαν σε καιρό ειρήνης για τα εμπορεύματά τους το λιμάνι του Ναβαρίνου ή της Ζακύνθου.55
Το πρόβλημα των εξόδων συντήρησης των κάστρων της Πελοποννήσου τέθηκε αμέσως μετά το τέλος της κατάκτησης της Πελοποννήσου από τον Francoo Morosini. Η στρατιωτική μηχανή άμυνας που σχεδιάσθηκε αφορούσε σχεδόν όλες τις υπάρχουσες οχυρώσεις του Bασιλείου -που είχαν κατασκευασθεί είτε από τους Λατίνους φεουδάρχες είτε από τους ίδιους τους Ενετούς. Οι νέοι σχεδιασμοί βασίζονταν στις πιο ανεπτυγμένες από θεωρητική και πρακτική άποψη εξελίξεις της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής και προέβλεπαν αρχιτεκτονικές επεμβάσεις διεύρυνσης, ριζικού ανασχεδιασμού ανάλογα με την σπουδαιότητα κάθε οχύρωσης ή ακόμα και την εγκατάλειψή της.
Ο Νίκος Λιανός στο βιβλίο του Le Fortez della Serenissima nel Peloponneso (1687-1715), αναλύει διεξοδικά την πολιτική των Ενετών στην Πελοπόννησο μετά την συνθήκη του Carlowitz (1698/99) και τις σπουδαιότερες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια των τριάντα χρόνων στις σημαντικότερες οχυρώσεις. Η όλο και μεγαλύτερη ενασχόληση με τις στρατιωτικός επιχειρήσεις, δημιούργησε στις αρχές του 16ου αιώνα την ανάγκη σχηματισμού ενός νέου σώματος αξιωματούχων, τον "προβλεπτών" για τις οχυρώσεις.56
Η ενετική γερουσία κατανόησε αμέσως το μέγεθος του προβλήματος και χαρακτηριστικά ανέφερε στην έκθεσή της στις 6 Νοεμβρίου 1687: "Η θεία χάρη μάς έδωσε την δυνατότητα τόσων πολλών κατακτήσεων, υπάρχει ο κίνδυνος όμως να εξελιχθούν σε οικονομική καταστροφή. Επί πλέον, η φρουρά του κάθε κάστρου δεν θα μπορούσε να συμμετέχει σε καμία άλλη εκστρατεία."57 Ήταν σαφές ότι θα έπρεπε να επιλέξουν ποια κάστρα ήταν πραγματικά χρήσιμα και ποια θα έπρεπε να καθαιρεθούν προκειμένου να ανακουφισθεί οικονομικά η Δημοκρατία της Βενετίας.58
"Ηδη στα τέλη του 17ου αιώνα οι εξελίξεις στην οχυρωματική τέχνη επέβαλαν στους Ενετούς την κατασκευή συμπληρωματικών εξωτερικών οχυρώσεων στα κάστρα που επανακατέλαβαν."59 Την περίοδο του ανταγωνισμού μεταξύ Βενετίας και Τούρκων σχεδόν όλα τα κάστρα βρέθηκαν στο επίκεντρο των συγκρούσεων.60 Στα τέλη όμως του 17ου υπήρχε μία μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τα ψηλά μεσαιωνικά κάστρα στην οχύρωση των παραλιακών πόλεων.61 Όσα κάστρα ήταν απομακρυσμένα από την θάλασσα οι Ενετοί τα άφησαν στην τύχη τους.
Ο Giacomo Corner που διοίκησε την Πελοπόννησο ως Γενικός Προβλεπτής Πελοποννήσου (1688-1690)62, στην έκθεσή του προς την ενετική γερουσία (27 Ιανουαρίου 1690)63 ανέφερε ότι: "Μετά τα 2 στρατόπεδα (το παλαιό και το νέο Ναβαρίνο), ακολουθώντας την γραμμή της ακτής συναντούμε το κάστρο της Αρκαδιάς. Αν και είναι καλά κτισμένο πάνω στην κορυφή ενός βραχώδους λόφου, το επισκιάζουν από τα ανατολικά και τα νοτιοδυτικά ψηλότερα βουνά. Χωρίζεται επίσης από δύο εσωτερικά τείχη που σχηματίζουν και αυτά δύο αμυντικές γραμμές. Οι Τούρκοι για να αντισταθούν στην δύναμη των όπλων της Βενετίας, ανατίναξαν μερικούς πύργους. Μέσα από τα χαλάσματα φαίνεται πεντακάθαρα η απόγνωση τους. Με φροντίδα όμως δική μας ξαναφτιάχθηκε ότι βρίσκεται πάνω από την μοναδική πύλη του Κάστρου. Φρουρείται από μία ομάδα στρατιωτών υπό την διοίκηση ενός φρουράρχου. Αυτοί αποτελούν επαρκή φρουρά και βρίσκονται μακριά από κάθε φόβο."64
Μεγάλο τμήμα της έκθεσης του65 Giacomo Corner που διοίκησε την Πελοπόννησο66 και με τρεις αξιωματούχους (συνδίκους- καταστιχωτές) καταλαμβάνει η αφήγηση των ελλείψεων που διαπαστώθηκαν στα οχυρωματικά έργα, μεταξύ των οποίων και στο κάστρο της Αρκαδιάς67.
"Αξίζει να σημειωθεί ότι 13 έγγραφα για την ανέγερση του κάστρου της Μονεμβασιάς και για τις οχυρώσεις της Μάνης, Ναυπάκτου, Ρίου, Αντιρρίου, Πατρών, Άργους, Χλεμουτσίου, Αρκαδιάς, Βαρδούνιας, Μυστρά, Καλαβρύτων, οι επιστολές 17α, 19α και 17α και τα σχέδια του μηχανικού Λεονάρδου Μαύρου (leonardo Moro), λείπουν δυστυχώς."68
Στις αναφορές του Γενικού Προβλεπτή στον Μωριά Antonio Ζero (1690-1692) προς την γερουσία69 έχει επισημανθεί πολλές φορές η καθυστέρηση αποστολής από την Βενετία ικανών μηχανικών για να αναλάβουν τον εκσυγχρονισμό των οχυρώσεων στην Πελοπόννησο.
Προκύπτει ότι, πριν αναλάβει ο Francescο Grimani70 και αρχίσει νέα εποχή στην δημόσια διοίκηση στην Πελοπόννησο, με εντολή του γενικού προνοητή Marino Michiel είχε συνταχθεί και είχε σταλεί στην κεντρική διοίκηση στην Βενετία, μεταξύ άλλων, το κτηματολόγιο της Αρκαδιάς71. Ο Έκτακτος Προνοητής Πελοποννήσου Antonio Molin, στην έκθεση72 που υπέβαλε μετά το τέλος των καθηκόντων του στις 30 Μαΐου 1693, επεσήμανε ότι:
"... Περνώντας από το κάστρο της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), παρατήρησα την θέση του πάνω στον λόφο, θέση κατάλληλη για την άμυνα με λίγο οπλισμό σε οποιαδήποτε επίθεση από την γειτονική παραλία, άνετη για τις αποβάσεις. Επίσης στην άμυνα του κάστρου συνεισέφεραν και οι τρεις εξωτερικές συνοικίες (borghi esteriori) που το περιβάλλουν, στα σπίτια των οποίων κατοικεί και κάποιος αριθμός ντόπιων."
Σε ότι αφορά την παρατήρηση στην έκθεση του Γενικού Προβλεπτή Giacomo Corner του 1690 73 προς την ενετική γερουσία ότι "Με φροντίδα όμως δική μας ξαναφτιάχθηκε ότι βρίσκεται πάνω από την μοναδική πύλη του Κάστρου", δεν μπορεί να ταυτισθεί, γιατί η πύλη δεν διατηρείται σήμερα.
4.1 Η Εποχή του Francesco Grimani74Ο Francesco Grimani υπήρξε Γενικός Προβλεπτής Πελοποννήσου (Φεβρουάριος 1618 -αρχές του 1701) και αργότερα Γενικές Προβλεπτής Θάλασσας (1705). Σε κάθε έκθεσή του προς την ενετική γερουσία δεν παρέλειπε να ενημερώνει στην κατάσταση των κάστρων του Μοριά.
Η "Συλλογή Χαρτών Grimani"75 φυλάσσεται στην Γεννάδειο βιβλιοθήκη της Αθήνας και χρονολογείται περίπου το 1700. Ο Kevin Andrews έκανε την υπόθεση ότι η πλειονότητα των χαρτών πρέπει να σχεδιάστηκαν όταν ο Francesco Grimani ήταν Γενικός Προνοητής Πελοποννήσου (1690- 1701). Επίσης σύμφωνα με τον Kevin Andrews μεγάλος αριθμός αναγκαίων εργασιών επισκευής των κάστρων που σημειώνονται στους χάρτες αυτούς δεν πρέπει να πραγματοποιήθηκε ποτέ.76 Στην Συλλογή περιλαμβάνεται και χάρτης της Κυπαρισσίας (Εικ.10). Είναι έγχρωμη υδατογραφία χρονολογημένη κατ΄ εκτίμηση το 1700 και έχει διαστάστις 40Χ 61 εκ. Δεν φέρει υπογραφή του καλλιτέχνη αλλά στην κάτω αριστερή γωνία είναι σχεδιασμένο το έμβλημα των Grimani.
Ο χάρτης της πόλης της Αρκαδιάς είναι προσεκτικά σχεδιασμένος και περιλαμβάνει και την γραμμή του γιαλού. Ο εξωτερικός περίβολος έχει σχεδιασθεί σχεδόν ως τετράγωνος, χωρίς η χάραξή του να ανταποκρίνεται στην σημερινή κατάσταση. Από τους πύργους στην β' γραμμή οχύρωσης στο διάμεσο τείχος, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, διατηρούνται έως κάποιο ύψος τέσσερις συνολικά πύργοι. Ο κυκλικός πύργος που απεικονίζεται δυτικά του πύργου της ΒΑ γωνίας "μικρή νιάπια" δεν ανταποκρίνεται στα διατηρούμενα σήμερα στοιχεία και δεν επιβεβαιώνεται χωρίς την διενέργεια ανασκαφική έρευνας. Στον χάρτη γίνεται ο διαχωρισμός σε φρούριο (fortezza) και κάστρο (castello) ενώ τα γράμματα F και G που, σύμφωνα με το υπόμνημα, θα αντιστοιχούσαν στις εισόδους του φρουρίου (forteza) και του κάστρου (castello) αντίστοιχα δυστυχώς δεν είναι σημειωμένα στον χάρτη. Ατείχιστες συνοικίες (borghi) βρίσκονται εκτός του κάστρου: C: Borgo, δυτικά του κάστρου, E: Pissoruga στα ανατολικά του κάστρου, D: Pigadi, στα νοτιοανατολικά του κάστρου. Οι συνοικίες D και Ε βρίσκονται κατά μήκος του άξονα της strada da Vissy, δηλαδή της οδού που ενώνει την ορεινή Μεσσηνία- Αρκαδία με την νότια Μεσσηνία, το Ναβαρίνο και την Μεθώνη.
Σημειώνονται τρεις ελληνικές εκκλησίες (L), από τις οποίες οι δύο είναι στην συνοικία Pissoruga στα ανατολικά του κάστρου και η τρίτη εκτός οικισμού κοντά στην θάλασσα. Στην συνοικία D: Pigadi, σε άμεση επαφή με την αγορά της πόλης και κατά μήκος του άξονα που οδηγεί στο Ναβαρίνο και στην Μεθώνη βρισκόταν η λατινική εκκλησία (M) όπως και το διοικητήριο (I) των Ενετών (Generalato).
Στο πάνω μέρος του χάρτη είναι σχεδιασμένη η άποψη της πόλης, του κάστρου και του γιαλού και γράφει: Prospettivi d' Arcadia (άποψη της Αρκαδιάς)77. Η άποψη έχει σχεδιασθεί με αρκετή λεπτομέρεια (Εικ.13). Η δεύτερη γραμμή άμυνας του κάστρου διακρίνεται με τέσσερις πύργους, και έναν μιναρέ ανάμεσα στους δύο πύργους στα δυτικά, ενώ ο μικρός πύργος σε επαφή με την ανατολική πλευρά του περιβόλου είναι πιθανόν ο πύργος της εισόδου.
Ακόμα και εάν δεν επρόκειτο για την αποτύπωση της τότε (1700) υπάρχουσας κατάστασης αλλά για κάποια διεύρυνση ή ανασχεδιασμό του κάστρο, στην οποία ο Grimani είχε την πρόθεση να προβεί αυτή δεν πρέπει να πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ως το τέλος της θητείας του Grimani, η κεντρική κυβέρνηση δεν είχε κατορθώσει να του αποστείλει από την Βενετία ούτε τους τοπογράφους ούτε τα αντίγραφα κτηματολογίων που τους είχε ζητήσει ο προνοητής. Παρά την αρκετή επανάληψη του αιτήματός του.78
Προοπτική απεικόνιση της Αρκαδιάς από την εποχή της Ενετοκρατίας αποδίδεται το έτος 1697 και στον Vincenzo Coronelli (Εικ.14).79 Δεν έγινε δυνατόν να εξακριβώσουμε προέλευση αλλά πρέπει να είναι μεταγενέστερη της υδατογραφίας Grimani και να έχει χρησιμοιπήσει ορισμένα στοιχεία από αυτήν.
Ο Antonio Nani80 Προβλεπτής του Μοριά (1703 -16 Μαΐου 1705) πρότεινε "την αναθεώρηση της χρησιμότητας των κυβερνητικών θέσεων στα επιθαλάσσια κάστρα του Ναυπλίου και της Αρκαδίας, όπου οι αξιωματούχοι θα μπορούσαν να έχουν τα ίδια καθήκοντα με έναν χαμηλότερο μισθό". Στα 1704, o Alessandro Morin, ως Γενικός Προβλεπτής Πελοποννήσου, επεσήμανε ότι το κάστρο της Κυπαρισσίας (Αρκαδία) ήταν παλιό και επειδή βρισκόταν μακριά από την θάλασσα δεν μπορούσε να καλύψει την άμυνα σε περίπτωση επίθεσης από πειρατές.81
Ο Francesco Grimani ως Γενικός Προβλεπτής Θάλασσας πλέον (από τις 22 Ιανουαρίου 1705)82, στην σύντομη αναφορά του (22 Αυγούστου 1700) χρησιμοποίησε και τις απόψεις των ενετικών μηχανικών: "Επέλεξε και πρότεινε την καταστροφή οκτώ οχυρών. Τα τέσσερα ήταν κοντά στην θάλλασσα (Άργος και Θερμησία στην περιοχή του Ναυπλίου, Αρκαδιά και και Καλαμάτα στην επαρχία της Μεσσηνίας) και τα άλλα τέσσερα πιο απομακρυσμένα (Μυστράς, Πασσάβας, Καρύταινα και Καλάβρυτα)".
Εικ. 14. Άποψη του κάστρου της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς) σε χαλκογραφία 12,5x17 εκ. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα). |
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα του Ε. Pinzelli, ο Γενικός Προβλεπτής Πελοποννήσου, Angelo Emo και ο Γενικός Προβλεπτής Ξηράς κόμης Adam Heinrich de Stenau83 επεσήμαναν ότι: "Δεν άξιζε ο κόπος να αναφερθεί κανείς σε όλα τα κάστρα στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Αυτά που είχαν κάποια παλαιότερα είχαν ήδη εγκαταλειφθεί και ήταν σε κατάσταση ερειπίων. Μόνον το βυζαντινό κάστρο της Αρκαδιάς διατηρούσε ένα υπόλειμμα της εικόνας ενός κάστρου. Σε αυτήν την μικρή περιοχή που είναι διοικητικό κέντρο μίας ευρύτερης περιοχής μπορούσε να βρει ακόμα κανείς λίγα υπολείμματα οπλισμού." Δεν ήταν αντίθετοι όμως στην επισκευή και την σωστή συντήρηση όλων των οχυρών θέσεων του Μοριά γιατί κάθε μία είχε κατά την άποψή τους και ένα ειδικό ρόλο να διαδραματίσει. "Κάθε οχυρό έχει οργανωθεί σε μία σημαντική θέση και και το να εξασφαλίσει κάποιος τις οχυρώσεις που διατηρούνται ακόμα είναι σαν να δίνει χέρι βοηθείας σε αυτούς τους ανθρώπους".
O Δόγης δεδομένου ότι υπήρχε διάσταση απόψεων ανέθεσε στον Fransesco Gritti "σοφό επί των γραφών" (savio alla scriturra), στις 3 Δεκεμβρίου 1707, να συγκεντρώσει όλες τις απόψεις των ειδικών για θέματα της Ανατολής. Ο Gritti, κατέταξε τα κάστρα της Πελοποννήσου σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με την σπουδαιότητά τους: "le piazze di molta, di mediocre e di nessuna impotanza" (τα κάστρα της μεγάλης, μεσαίας και μηδαμινής σπουδαιότητας). Στην τρίτη κατηγορία των αναχρονιστικών ή άχρηστων κάστρων, κατέταξε και το κάστρο της Κυπαρισσίας84 και πρότεινε η τελική απόφαση να ληφθεί από τους τοπικούς αξιωματούχους που πιθανόν να είχαν καλύτερη γνώση μου θέματος.
Η ενετική γερουσία με το διάταγμα της 7 Δεκεμβρίου 1707 συμπεριέλαβε το κάστρο της Αρκαδιάς στην τρίτη ομάδα των 10 κάστρων (Patras, Kalavryta, Clermont, Clarence, Arcadia, Kalamata, Mistra, Passaνa, Thermis et Αrgos)85 τα οποία άφησε στην τύχη τους, δεν πρότεινε την κατεδάφιση τους και υπέδειξε την μεταφορά του τυχόν εναπομείναντος οπλισμού σε άλλα μέρη. Πράγματι, όπως ανέφερε ο Angelo Emo στις 19 Ιανουαρίου 1709, όταν επισκέφτηκε από την θέση του γενικού προβλεπτή Πελοποννήσου, το κάστρο της Κυπαρισσίας είχε αφεθεί στην τύχη του και: "το εσωτερικό του ήταν σε κατάσταση ερειπίων και δεν είχε καμία φρουρά..."86
Με το διάταγμα της 7ης Δεκεμβρίου 1707, η Ενετική γερουσία καθόρισε την πολιτική της για την διευθέτηση των θεμάτων της άμυνας της Ανατολής για τα επόμενα χρόνια. Δεν γνωρίζουμε τους λόγους για τους οποίους οι Ενετοί είχαν την πρόθεση να καταστρέψουν ορισμένα κάστρα της Πελοποννήσου και τα αφήσουν στην τύχη τους άλλα. Με την εκστρατεία των Τούρκων στην Πελοπόννησο, στα 1715, η Βενετία νικήθηκε κατά κράτος.87 Στις 25 Ιουνίου του 1715 ο Μεγάλος Βεζύρης πέρασε τον Ισθμό με στρατό 110.000 ατόμων, και κατέλαβε το ένα μετά το άλλο τα κάστρα της Πελοποννήσου.
Κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφερθήκαμε, προκύπτει ότι το κάστρο της Κυπαρισαίας δεν είχε εκσυγχρονισθεί όσο θα έπρεπε για να αμυνθεί σε επίθεση του πυροβολικού. Άλλωστε οι ψηλότερες πλαγιές από τα ανατολικά του ο καθιστούσαν εύκολη λεία σε όποιον ήθελε να του επιτεθεί. Η προμαχώνες που είχαν κατασκευασθεί προκειμένου να τοποθετηθούν τα κανόνια, σύμφωνα με τις παραπομπές των ιστορικών, θα πρέπει να ήταν πρόχειρες κατασκευές είτε από αργολιθοδομή, είτε από χώμα. Βρισκόμαστε ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα και η εμπειρία από τις ατέλειωτες διενέξεις είχε δείξει την αξία των παραδοσιακών έργων αρχιτεκτονικής με τις θολωτές κατασκευές από τοιχοποιία σε σύγκριση με τα έργα από χώμα "solo zolle e terra", που είχαν κατασκευασθεί κατά τον 17ο αιώνα.88
Εικ. 15. Άποψη του κάστρου της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς) σε λιθογραφία, (Τ.Μ. Βaynes Lithogr: Gell William, Narrative of a journey in the Morea, London 1823). |
5. Το κάστρο κατά την β τουρκοκρατία (1715-1821)
Οι περιγραφές όμως των περιηγητών και των ξένων αξιωματούχων του 18ου-19ου αιώνα αποδίδουν γενικά την εικόνα εγκατάλειψης του κάστρου. Η απογραφή που έκαναν οι Τούρκοι στις 7 Ιανουαρίου- 26 Δεκεμβρίου 1715 και φυλάσσεται στην συλλογή Τapu Defters των oθωμανικών αρχείων της Κωνσταντινούπολης του καζά της Αρκαδιάς και του Ναβαρίνου (παλιού και νέου)89 αποδίδει την εικόνα ερήμωσης των περισσότερων σπιτιών μέσα στο φρούριο και του Σουλειμάν τζαμιού που ήταν εκεί. Η οθωμανική απογραφή δίνει έμφαση στην αγορά (bazar) με τα σαρανταένα καταστήματα που ήταν πολύ κοντά στο κάστρο. Στην αγορά κατέληγαν οι κεντρικοί δημόσιοι δρόμοι που οδηγούσαν από τις τρεις βασικές συνοικίες, Παλαιό Πηγάδι, Βorgo και Piroga (Πίσω- Ρούγα) που συνόρευαν τόσο με την αγορά, όσο και με το κάστρο. Σύμφωνα με το Defter90 oι τρεις συνοικίες είχαν 217 σπίτια συνολικά και διακρίνονται τα σπίτια των χριστιανών, από τα σπίτια των μουσουλμάνων, όπως και τα ακατοίκητα σπίτια.
Ίσως οι Τούρκοι προέβησαν σε ορισμένες επισκευές στο κάστρο στην αρχή της β τουρκοκρατίας (1715- 1821) προκειμένου να διαφυλάξουν τις θέσεις τους, πιθανόν αυτές που είδαν οι Γάλλοι Foucherot και Fauvel το 1780. Τη χρονιά αυτή, οι Foucherot και Fauvel 91, στον χειρόγραφο απολογισμό του ταξιδιού τους στην Ελλάδα, που έκαναν με εντολή του κόμη de Choiseul, ανέφεραν ότι ξεκίνησαν "από το Nαβαρίνο και μετά από πορεία εννέα ωρών (απέχει 21 χλμ από την Κυπαρισσία) έφθασαν στην Αρκαδιά" και περιέγραψαν "την πόλη της Αρκαδιάς ως μεγάλη και κτισμένη σε μία γοητευτική τοποθεσία στις πλαγιές ενός ψηλού βουνού με την θάλασσα στα πόδια της. Σε ένα σημεία του βουνού υπάρχει ένα αρχαίο κάστρο πολύ καλά διατηρημένο".
Είκοσι περίπου χρόνια μετά ο Άγγλος Edward Dodwell κατά την περιήγησή του στην Ελλάδα92 (1801, 1805, 1806), διέμενε στην Κυπαρισσία στο σπίτι του Άγγλου υποπρόξενου Doctor Anastasio Pasqualigo. Ο γιατρός Anastasio Pasqualigo "ήταν στον κατάλογο των συνδρομητών της Αθηναϊκής εταιρείας των Φιλόμουσων στις 30 Ιουνίου 1814, όταν δηλαδή ιδρυόταν η Φιλική Εταιρεία στην Οδησσό και είχε ορισθεί υποκόνσολος εις τα κάστρα του Μωρέα, Βρετανός κατά την αυτού αίτησιν"93.
Ο Edward Dodwell ανέφερε επίσης ότι: "κάποια υπολείμματα της αρχαίας ακρόπολης περιέκλειαν το σύγχρονο κάστρο που ήταν σε ερειπιώδη κατάσταση και περιείχε ένα τζαμί και μερικά σπίτια για την φρουρά, ενώ στο ίσιωμα κοντά στην πόλη υπήρχαν υπολείμματα ενός δωρικού ναού."94
Ο William Gell, Άγγλος επίσης, στα 1817, στο βιβλίο του όπου περιγράφει το ταξίδι του στον Μοριά και τις διαδρομής του ανέφερε "ότι το κάστρο ήταν σε εγκατάλειψη και η πόλη είχε αρχίσει να ερειπώνεται. Η πόλη δεν είχε λιμάνι, χαμηλά προς την θάλασσα ήταν μερικά κομμάτια από ναό δωρικού ρυθμού και στην πόλη υπήρχαν μερικά τουρκικά λουτρά."95
6. Νεώτερα χρόνια- Συμπεράσματα από τις απεικονίσεις του κάστρου
Η Αρκαδιά απελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1821, αφού συμμετείχε ενεργά στον απελευθερωτικό Αγώνα, και το 1836 για πρώτη φορά αποτέλεσε ανεξάρτητο Δήμο Κυπαρισσίας του νεότερου ελληνικού κράτους. Ο William Gell, στα 1823 96, περιέγραψε την διαδρομή από τα Φιλιατρά στην Κυπαρισσία, όπου διανυκτέρευσαν στο σπίτι του Αναστάσιου97 που πρέπει να ήταν η θερινή διαμονή του Anastasio Pasqualigo και συγχρόνως ένα από τα πιο ωραία ελληνικά σπίτια του χωριού. Το σπίτι είχε θέα τόσο προς το κάστρο όσο και προς την πεδιάδα. Η απεικόνιση του κάστρου από το σπίτι προκύπτει ότι έχει πολλά αυθαίρετα στοιχεία ως προς το σχήμα του οχυρωματικού περιβόλου, τον αριθμό και την μορφή των πύργων. (Εικ.15)
Οι Γάλλοι Bory de Saint Vincent και J.B. Georges Marie στον απολογισμό της επιστημονικής τους αποστολής στον Μοριά τα χρόνια 1836-1838, έδωσαν ακριβή περιγραφή τόσο της πόλης όσο και του κάστρου.98 Δημοσίευσαν επίσης δύο απόψεις της πόλης και του κάστρου Κυπαρισσίας σε λιθογραφίες του Prosper Baccuet του 1829. Η πρώτη (Εικ.16) απεικονίζει το κάστρο από τα νοτιοδυτικά, προς τον λόφο του Σιδερόκαστρου99, η άλλη είναι από την βορινή πλευρά του κάστρου προς τα νότια.Το χαρακτικό σε ξύλο (Εικ.17) που έχει δημοσιευθεί από Christopher Wordsworth100 το 1840, όπου απεικονίζεται από τα νότια ο κωνικός λόφος του κάστρου και στα αριστερά η μεγάλη παραλία δεν μας παρέχει επί πλέον στοιχεία για την μορφή του κάστρου και της εισόδου του και ούτε έχει πρόθεση να αναπαραστήσει πιστά την πραγματικότητα.
Στην απεικόνιση του Prosper Baccuet του 1829 (Εικ.16), που είναι αρκετά λεπτομερής το κάστρο αποδίδεται με τους δύο οχυρωματικούς του περιβόλους, έναν χαμηλότερο ελλειπτικό που εκτείνεται κάτω από το επίπεδο του θεατή και είναι η α' γραμμή άμυνας και έναν ψηλότερο που αποτελεί την β' γραμμή άμυνας σε ευθεία προβολή ως προς το επίπεδο της εικόνας.
Ο χαμηλότερος περίβολος, έχει σε μερικές θέσεις αντηρίδες και στην επίστεψή του όχι καλά διατηρημένες επάλξεις. Προς τα ανατολικά καταλήγει σε ορθογώνιο, ογκώδη αλλά χαμηλό σε ύψος πύργο με κεκλιμένες αντηρίδες, ο οποίος προφανώς ταυτίζεται με τον πύργο με τους μεγάλους πώρινους δόμους στα νοτιοανατολικά της σημερινής εισόδου στο κάστρο. Το επίπεδο λήψης των στοιχείων για τη σχεδίαση επιτρέπει την απεικόνιση αρκετών οικημάτων που βρίσκονται σε αυτόν τον περίβολο.
Η στάθμη της σχεδίασης, για τον ψηλότερο περίβολο επιτρέπει μόνον την σε ευθεία προβολή αναπαράσταση της νότιας πλευράς του, δηλαδή του διάμεσου τείχους και δεν έτσι αποκρύπτονται τυχόν χαμηλές κατασκευές που βρίσκονται στο εσωτερικό του. Ο ψηλότερος περίβολος απεικονίζεται με τέσσερις ορθογώνιους οχυρωματικούς πύργους, από τους οποίους: α) ο δυτικότερος είναι ο πύργος με την μεγάλη οπή στα δυτικά (λεγόμενο μάτι του κάστρου) από τον οποίο διατηρείται σήμερα η δυτική του πλευρά με την ΝΔ του γωνία, β) ο αμέσως επόμενος προς τα ανατολικά διακρίνεται σήμερα σε ύψος περίπου 1,50μ., γ) ο επόμενος με την προέκταση της οχύρωσης στα δυτικά του ταυτίζεται με την λεγόμενη "μεγάλη ντάπια" και δ) ο ανατολικότερος ταυτίζεται με την λεγόμενη "μικρή ντάπια". Επάλξεις φέρεται να έχουν μόνον οι δύο κεντρικοί πύργοι. Ο μιναρές που απεικονίζεται στην άποψη της Αρκαδιάς (Prospettivi d'Arcadia) (Εικ.13) του χάρτη Grimani (1700 περίπου) της συλλογής χαρτών Grimani της Γενναδείου Βιβλιοθήκης δεν υπάρχει, φαίνεται ότι είχε ήδη κατεδαφισθεί.
Όπως μόλις αναφέρθηκε, στην απεικόνιση του κάστρου το 1829, από τον Prosper Baccuet 101 (Εικ.16), σε επαφή με την ανατολική πλευρά του κάστρου απεικονίζεται ορθογώνιος, ογκώδης πύργος. Ο πύργος έχει ισχυρές κεκλιμένες αντηρίδες σε πολύ χαμηλότερη στάθμη από αυτήν του περιβόλου και πίσω του προβάλλονται και άλλες κατασκευές.
Στον πύργο αυτό πιθανόν βρισκόταν η μοναδική είσοδος του κάστρου στα ανατολικά, η οποία σήμερα δεν διατηρείται και ένα τμήμα της είχε μετατραπεί σε τζαμί του σουλτάνου Σουλειμάν. Εάν πράγματι η είσοδος στο κάστρο ήταν σε αυτήν την στάθμη, θα χρειαζόταν "ένα διαβατικό" με στεγασμένη στοά, η οποία θα οδηγούσε στο εσωτερικό του κάστρου. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται η υπόθεση, που έχει αναφερθεί από τον Francois Pouqheville102 και έχει επαναληφθεί κατ' επανάληψη από την νεώτερη ιστοριογραφία (συνδέεται με διάφορους τοπικούς μύθους για το κάστρο), για επιμήκη στοά που κατέληγε στο κάστρο υπόσκαφη στο πλαϊνό μέρος των βράχων.Όπως ήδη αναφέρθηκε στην δυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου του κάστρου διατηρούνται υπόγειοι θολοσκεπείς χώροι προσπελάσιμοι από το εξωτερικό του κάστρου από μικρή πυλίδα. Σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, από αυτούς τους χώρους υπήρχε υπόγεια σήραγγα, η οποία οδηγούσε στην ανατολική πλευρά του ναού της Αγίας Τριάδας (η εκκλησία που διακρίνεται στην συνοικία μπροστά στο κάστρο) στην Άνω Πόλη103.
Είναι γεγονός ότι σε μία κοινωνία οι μύθοι λειτουργούν ως κινητήριες δυνάμεις ερμηνείας ορισμένων δύσκολα να αποδειχθούν από την ιστορία γεγονότων. Η γενεαλογία του κάστρου στην κορυφή του κωνικού λόφου μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί από τα ίδια τα μορφολογικά και γεωγραφικά δεδομένα της περιοχής. Από τους τοπικούς μύθους και απο τα χρονογραφήματα, αποδίδεται όμως σε έργο γιγάντων “estoit assis sur une pierre bise et avoit une bonne tour dessus, de l'ovre des jaians” είτε σε "έργο της εποχής των αρχαίων Ελλήνων".
Οι τοπικοί μύθοι εξ άλλου που μπορεί να αποτελούν όχι μία όχι πάντα αποδεκτή εκδοχή της ιστορίας, θέλουν τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Τριάδας στην Άνω Πόλη στην θέση του ναού της θεάς Αθηνάς των κλασσικών χρόνων.104
Με αυτόν τον τρόπο, οι τοπικοί μύθοι περιέχουν αφ' ενός τα αίτια δημιουργίας και αφ'ετέρου τους μοχλούς διατήρησης του κάστρου- πόλης (στρατιωτική και διοικητική εξουσία) και του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Τριάδας (θρησκευτική εξουσία) στην ίδια θέση από τον απώτερο μεσαίωνα μέχρι τα νεώτερα χρόνια. Παρά τις πολεμικές αναταραχές, τα μεταναστευτικά κινήματα, τις πολλαπλές εκκενώσεις του οικισμού και τους επανεποικισμούς, παρέμειναν τα σημεία αναφοράς οργάνωσης της πόλης και της αρχιτεκτονικής της.Όπως έγραφε ο έλληνας ποιητής Αλκαίος, "δεν είναι τα σπίτια με τις ωραίες στέγες, ούτε τα καλά κατασκευασμένα τείχη, ούτε τα κανάλια, ούτε οι ωραίοι πάγκοι που φτιάχνουν μία πόλη, είναι οι άνθρωποι που είναι ικανοί να αδράξουν την ευκαιρία"105, και να επαληθεύσουν με αυτόν τον τρόπο τους τοπικούς τους μύθους.
Η νοσταλγική γοητεία των ερειπίων του κάστρου και του τόπου ενισχύεται ακόμα περισσότερο όσο, οι τόποι μέσα στους οποίους τώρα υπάρχουν, είτε δεν χρησιμοποιούνται καθημερινα είτε είναι σχετικά δυσπρόσιτοι. Δεν αρκεί η απαρίθμηση των πεδίων της ιστοριογραφίας που παραθέσαμε ή η μερικές φορές χρονογραφική καταγραφή των γεγονότων.
Πολλά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του κάστρου απομένει να διερευνηθούν.
Μία συνολική πρόταση διατήρησης του κάστρου θα πρέπει να περιέχει την πρόταση αποκατάστασης του και συνολική πρόταση ανάδειξης και προστασίας του λόφου και του οικισμού. Πιστεύουμε ότι η ιστορική τεκμηρίωση που παραθέτουμε θα χρησιμεύσει για την διερεύνηση της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής του.
Πιστεύουμε επίσης ότι η οποιαδήποτε πρόταση αποκατάστασης του Κάστρου πρέπει να συνδέεται με μία συνολική πρόταση αξιοποίησης της Άνω και Κάτω Πόλης της Κυπαρισσίας με σημεία αναφοράς τα διατηρούμενα σήμερα αρχιτεκτονικά έργα του παρελθόντος και την επαναχρησιμοποίησή τους. Για την Κάτω Πόλη ενδεικτικά αναφέρουμε τα σπίτια με τα στοιχεία του τοπικού νεοκλασσικισμού, τον σιδηροδρομικό σταθμό ως έργο βιομηχανικής αρχαιολογίας της εποχής του, τις παλιές μηχανές των τρένων που διατηρεί και την επανέκθεσή τους, το κτήριο της πρώην Αγροτικής Τράπεζας, έργο του Ernst Ziller, που ερειπώνεται καθημερινά και πολλά άλλα. Υπάρχουν ίσως ακόμα μικρές βιοτεχνίες, υπολείμματα της αστικοποίησης της πόλης κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Δεν πιστεύουμε όμως ότι οι πολιτισμοί είναι θνητοί. Επιζούν παρ΄όλες τις μεταμορφώσεις και τις καταστροφές. Στην κατάλληλη στιγμή ξαναγεννιούνται από τις στάχτες τους. Με το πέρασμα των αιώνων μπορούμε να δούμε τόσα μνημεία που βεβηλώθηκαν, τόσους οικισμούς που εγκαταλείφθηκαν, ορόσημα που δείχνουν τις προόδους και τις παλινδρομήσεις του παρελθόντος.
Τέλος, αξίζει να παρατεθεί ένα απόσπασμα του Massimo Cacciari, καθηγητή, νεοπλατωνικού φιλόσοφου Δήμαρχου Βενετίας, από το βιβλίο του ο Θεός που χορεύει (Πώς φτιάχνεται το άσμα, Αθήνα 2004). “Κάθε τέχνη πράγματι βλέπει να της προσδίδεται η δική της σαφώς προσδιορισμένη θέση στην οργάνωση της πόλης.
Αφού θεσπισθεί η ιεραρχική τάξη, αφού καθορισθεί ο χρόνος που περιβάλλει όλα τα ειδικά κινήματα, αφού αποδεχθούμε την ανωτερότητα του όλου επί των μερών, τα οποία δεν απαρτίζουν απλώς την ολότητα, εφ όσον το άθροισμά τους συνιστά κάτι περισσότερο, από ό,τι το σύνολο των μεμονωμένων μερών και κατά συνέπεια της πολιτικής επιστήμης επί του συνόλου των ικανοτήτων και των λειτουργιών, οι διάφοροι δημιουργοί θα συμμετέχουν με το απαραίτητο έργο τους στην ζωή της πόλης, το οποίο οι φύλακες θα έχουν ως καθήκον τους να διαφυλάξουν από κάθε είδους διάβρωση."
"Κάστρο Κυπαρισσίας ή Αρκαδιάς: Μιά κατασκευή Μεσογειακής νοσταλγίας".
Στην Ελένη Ιωαννίδου-Μοσχονά, τη Βασιλική και το Μενέλαο Ιωαννίδη.
Σημειώσεις:
1. Ευχαριστίες οφείλω στον πολιτικό μηχανικό Ιωάννη Χανδρινό, University of Leuven-Raymond Lemaire Center for Conservation, MSc program “Conservation of Historic Towns and Buildings", που μου συμπαραστάθηκε σε όλη την διάρκεια αυτής της έρευνας. Επίσης ευχαριστώ τον κ. Η. Τσίγκανο, Δήμαρχο Κυπαρισσίας, τον κ. Γ. Σαμπαζιώτη, φαρμακοποιό και δημοτικό σύμβουλο του Δήμου Κυπαρισσίας για την βοήθεια του και την υπόδειξή του για την κρυμμένη πυλίδα στην δυτική πλευρά του Κάστρου. Επίσης ευχαριστώ τη Βασιλική Ιωαννίδου, χήρα Κωνσταντίνου Ιωαννίδη, δικηγόρου (παληά δημοτική σύμβουλο του Δήμου Κυπαρισσίας), τον Παύλο Ιωαννίδη, δικηγόρο, Πέτρο Ιωαννίδη ηλεκτρολόγο-μηχανολόγο, Μιράντα Ιωαννίδη, νομικό, Καλλιόπη Ιωαννίδου, νομικό και Ελένη Ιωαννίδη νηπιαγωγό, για την φιλοξενία τους και τις παρατηρήσεις τους. Ευχαριστώ ακόμη τον Γιάννη Μ. Ιωαννίδη, οικονομολόγο, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Tufts της Βοστώνης, την Anna Hardman, πολεοδόμο, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου MIT, της Βοστώνης για τις υποδείξεις τους στην αγγλική περίληψη. Το δεύτερο σκέλος του τίτλου του άρθρου μου έχω δανεισθεί από τον τίτλο του συμποσίου “Constructions of Mediterranean Nostalgia”, που οργανώθηκε στην Αθήνα, από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Καναδικό Ινστιτούτο στην Ελλάδα και από το Second York University, από τις 3 έως τις 5 Μαρτίου του 2005.
2. F. Braudel, Scritti sulla storia, Milano 2001, 43.
3. Π. Τουρνικιώτης, Ιστοριογραφία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, Αθήνα 2002, 19.
4. F. Braudel- G. Duby, Η Μεσόγειος, άνθρωποι και πολιτιστική κληρονομιά, Αθήνα 1990, 11.
5. F. Pouqueville, Voyage dans la Grece 1770-1838, Paris 1820-1826, τ. 19ς, 86-87; Μ. Ν. Valmin, Études topographiques sur la Messénie ancienne, par Mattias Natan Valmin, Lund, 1930, (στο εξής: Etudes topographiques), 131.
6. Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, Αθήνα, 1984, τ. 35ος, 212.
7. A. Avramea, Le Peloponnese du IV au VIII siècle, changements et persistences, Paris 1997, (στο εξής: Le Peloponnese), 192: Βελισσαρίου, “Παλαιοχριστιανική επιγραφή Κυπαρισσίας”, Actes du III Congrès des Etudes Messèniennes, Athènes, 1991, 407-416.
8. ό.π. Avramea, Le Peloponnese, 107.
9. ό.π. Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, 1984, τ.35, 212213.
10. A. Bon, Le Peloponnese Byzantine jusqueen 1204, Paris 1951, Πίνακας 99.
11. Ν. Μπούζα, “Κάστρο Κυπαρισσίας”, Ενετοί και Ιωαννίτες Ιππότες, Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα 2001, 84.
12. A. Kevin, Castles of the Morea, The American School of Classical Studies of Athens, Princeton, New Jersey, 1953 85-86: Μ.Ν. Valmin, Etude topographiques, 1930, 129.
13. A. Kevin, Castles of the Morea, ό.π., 85-86.
14. Evlya Celebi, Οδοιπορικό στην Ελλάδα (1668-1671), Αθήνα 1994, 55.
15. E. Concina, La citta bizantina, RomaBari 2003, 64-65; R. Ousterhut, “Secular architecture”, The Glory of Byzantium, Ν.Υ. 1997, 193.
16. J. Longnon -A. Bon, Le Peloponnese byzantin jusquen 1204, Παρίσι, 1952, 79-83.
17. J. Α. Buchon, Recherches et materiaux pour servir a une Histoire de la domination francaise, au XIII, XIV et XV siècles, ler partie, Paris 1843, 78; Α. Αδαμαντίου, «Τα Χρονικά του Μωρέως, Συμβολή εις την Φραγκοβυζαντινής 1στορίαν και φιλολογίαν”, Δέλτιο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ.69, 1906, 453- 675: Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως. Το ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού, Αθήνα 1940, “Το Χρονικόν του Μωρέος είναι σειρά κειμένων του 14ου αιώνος, που αναφέρονται στο φραγκικό πριγκιπάτο της Πελοποννήσου, που ιδρύθηκε μετά την Δ Σταυροφορία, και αφηγούνται την 1στορία χρονογραφικώς κατά το μεσαιωνικό σύστημα. Στις βιβλιοθήκες της Ευρώπης περισώθηκαν και από τις αρχές του 19ου αιώνος παληές χρονογραφίες του Μωρηά σε 4 διαφορετικές γλώσσες, στην δημώδη ελληνική, γαλλική, ιταλική και αραγωνική γλώσσα που προκύπτει ότι έχουν κοινή προέλευση”, “Το πώς οι Φράγκοι εκέρδισαν τον τόπον του Μωρέως”, 70-76.
18. ό.π. Μ.Ν. Val min, Etudes topographiques, 129.
19. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως, Το ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού, Αθήνα 1940, 76; Ο. Μίλλερ, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204-1566), Μετάφρασις Σπ. Λάμπρου, τ. Α, Αθήνα 1909-1910, 61.
20. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1979, τόμος Η, 332: A. Avramea, Le Peloponnese, 1997, 102: Α. Μπακούρου, Μονεμβασιά, Ιστορική αναδρομή, Αθήνα 2001, 72.
21. E. Concina, Le arti di Bisanzio, Milano 2002, 109.
22. Σ. Παρασκευόπουλος, Το Κάστρο της Αρκαδιάς, Κυπαρισσία 1992, (στο εξής: Το Κάστρο) 30.
23. Al-Idrisi, La premiere géographie de ΓOccident, επιμέλεια H. Bresc-A. Nef, Paris 1999.
24. Bon, Le Peloponnese, ό.π., 413.
25. Χ. Γάσπαρης, “Βενετία και Βυζάντιο: η βενετική κυριαρχία στα ελληνικά εδάφη”, βρίσκεται (επιμέλεια Χ. Μαλτέζου) Venetiae quasi un alterum Byzantium, Όψεις της Ιστορίας του Βενετοκρατούμενου Ελληνισμού, Αθήνα 1993, 141: Α. Carile, “Partitio Terrarum Imperii Romaniae”, Studi Veneziani 7 (1965), 217-222; W. Miller, Essays on the Latin Orient, Cambridge 1921, 70.
26. Ε. Καρποδίνη- Δημητριάδη, σχεδ. Ν. Λιανού, Κάστρα της Πελοποννήσου, Αθήνα 1993 (στο εξής: Κάστρα), 6-7.
27. E. Concina, La citta bizantina, ό.π., 77.
28. Traquair Ramsay, “Frankish atrchitecture in Greece", Journal of the Royal Institute of British architects, τ. XXXI, 3η σειρά, 1923, 1-2.
29. Α. Bon, La Morée Franque Recherches historiques, topographiques et archeologiques sur la principauté d'Achaie (1205-1430), Paris 1969, 60
30. A. Bon, ό.π., 60-63: W. Miller, Essays ό.π., 72, A. Kevin, Castles of the Morea, ό.π., 8485: Χ. Γάσπαρης, “Βενετία και Βυζάντιο”, ό.π., 127.
31. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως, ό.π., η'-1γ ́.
32. Το Κάστρο του Πονδικού ή Ποντικόκαστρο βρίσκεται στην βόρεια πλευρά του ακρωτηρίου στο λιμάνι Κατάκωλο, ονομάζεται επίσης Belvedere ή Beauvoir; ό.π. Α. Bon, La Morée Franque, ..., 1969, 104, “Belvedere-Kaloskopion a Elis-Pontikon. Les textes francais se servent du nom Beauvoir. E situé tout au nord du promontoire de Katakolon”, Ε. Καρποδίνη- Δημητριάδη σχεδ. Λιανού, Κάστρα της Πελοποννήσου, ό.π., 248.
33. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως, ό.π., 394, N. Cheetman, Mediaeval Greece, London 1981, 61, ό.π., A. Bon, La Moree Franque..., 1969, 413.
34. J.Α. Buchon, Recherches et materiaux pour servir a une Histoire de la domination francaise, au XIII, XIV et XV siècles, ler partie, Paris 1843,78: Α. Αδαμαντίου, Τα Χρονικά του Μωρέως, Συμβολή εις την Φραγκοβυζαντινήν ιστορίαν και φιλολογίας, Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ. 6ος, 1906, 453-675· Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως, Το ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού, Αθήνα 1940, 70-76.
35. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Morea, κάστρο της Μεθώνης, Κορώνης, ΜονεμβαΜωρέως, ό.π., 76; “estoit assis sur une pierre bise et vert une bonne tour dessus de l'ouvre des ans" Μίλλερ, ιστορία της Φραγκοκρατίας, 1909- 1910,61.
36. Μίλλερ, Ιστορία της Φραγκοκρατίας, 370, 391; A. Μομφεράτου, Oι Παλαιολόγοι εν Πελεποννήσω, ΕΠΕΠΚ, Αθήνα 1913, 64-65: "O Κεντηρών διατήρησε μόνο τον ψιλόν τίτλο του πρίγκιπος της Αχαΐας μετά μικρών εισοδημάτων της παλιάς βαρωνίας της Αρκαδίας"
37. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.Θ, 288, 44-46, 69-70, 72, 96, 100, 198, 210.
38. N, Ioanidou. La comunita greca di VeneziaLe origini di un identita urbana ed architectonio, Δ.Δ., Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (IUAV) 1998.
39. Kevin, Castle of the Morea. 87-88.
40 Traquar Ramsay, βλ. υποσ. 28.
41. H ονομασία Strada di Visey οφείλετε στο σχεδιάγραμμα της Αρκαδιάς, του Grimal Prancesco, σε κάτοψη (Pianta d' Arcadia, 1700 περίπου). Συλλογή χαρτών Grimani Γενναδείου βιβλιοθήκης (Raccolta degli disegni della pianta di tutte le piazza del regno di More, e parte del porti delle stesso 1700, Disegno No XVID)
42 Σ. Λάμπρος, "Τα Αρχεία της Βενετίας και περί Πελοποννήσου έκθεσις του Μαρίνου Μικέλ", Ιστορικά Μελετήματα, Αθήνα 1984, (στο εξής "Τα αρχεία της Βενετίας", 180-181
43. S. Parneva, Agrarian and Land harvest in south-west Peloponnese in the early 18th century. Etudes Ballkaniques, Sofia 20, (Στο εξής: Aerarian and land havest) 83, η έρευνα της S Parneva έχει βασισθεί σε οθωμανικά στοιχεία αρχείου και συγκεκριμένα στην συλλογή Tapu Defter των οθωμανικών αρχείων της Κωνσταντινούπολης. Αυτά περιέχουν μία ασυνήθιστη απογραφή του 1127 (7 Ιανουαρίου/26 Δεκεμβρίου 1715) του Καζά της Αρκαδιάς και Ναυαρίνου (παλιού και νέου) με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1716 σελ. 86-88 "ως πρωτοπόροι ονομάζονται οι παλαιότεροι Έλληνες που ασχολούνταν με τα κοινά, με την είσπραξη των φόρων από τους κατοίκους και άλλες υποθέσεις ανάλογα με τις ικανότητές τους."
44. Evlya Celebi, Οδοιπορικό στη Ελλάδα,1994. 56
45 Parneva, Agrarian and Land harvest, 91.
46. Evlya Celebi, Οδοιπορικό στη Ελλάδα,1994, 54-55.
47. N. Lιanοs, Le Porte della Serenissima nel Peloponnese (1687-1715, Rοma 2004) αναλύθηκαν οι σπουδαιότερες αρχιτεκτονικές, στις σημαντικότερες οχυρώσεις: κάστρο Ακροκορίνθου, Ισθμός της Κορίνθου, φρούριο Ναυπλίου, φρούριο Παλαμήδι, Μεθώνη, Ρίο, κάστρο της Μεθώνης, Κορώνης, Μονεμβασιάς, Παλιού Ναβαρίνου, Νέου Ναβαρίνου και κάστρο Ζαρνάτας.
48 Liannos, Le Fortezze, op 5.
49 Α. Τσελίκας, "Μεταφράσεις Βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου" Πελοποννησιακά 15 (1882-84) (στο εξής "μεταφράσεις") 127, K. Nτόκος- Г. Пαναγόπουλος, Το Βενετικό κτηματολόγιο μας Βοστίτσας, Αθήνα 1913 (στο εξής To Το Βενετικό κτηματολόγιο), LXXXVIII.
50. K. Nτόκος- Г. Пαναγόπουλος, Το Βενετικό κτηματολόγιο μας Βοστίτσας, ΧΙ
51. Parneva, Agrarian and Land harvest,87-88. "Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμό που έκανα οι Βενετοί το 1700 στην Πελοπόννησο μόνο 15 πόλεις είχαν πληθυσμό πάνω από 1000 κατοίκους. Σύμφωνα με την απογραφή αυτή η Αρκαδιά ήταν στην 11η θέση, είχε 238 οικογένειες ή 1062 συνολικά κατοίκος". Σ. Αντωνιάδη, "Συμβολή στην Ιστορία της Πελοποννήσου και τον 17ο αιώνα, Χαριστήριον εις Α. Ορλάνδο, τ.Γ., Αθήνα 1966, 155, "αναφέρετε στον γερμανό μελετητή Leopold Vοn Ranke, ο οποίος αφού μελέτησε στα Αρχεία της Βενετίας τις εκθέσεις των προνοητών έγραψε την ιστορία της Β Ενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. O Ranke περιγράφει την αθλιότητα στην οποία είχε περιπέσει ο πληθυσμός και την τακτική εποικισμού που την οποία εφάρμοσαν οι Ενετοί ελκύοντας Έλληνες από τρομοκρατημένες περιοχές με το δόλωμα των ελάχιστων φόρων και της καλής διοίκησης. Έτσι τον τρόπο κατόρθωσαν από 86.000 που είχε πέσει ο πληθυσμός το 1687 να το ανεβάσουν στις 200.000 το 1701".
52. A. Locatelli, Racconto historico della Vaata Guerra in Levante Diretta dal valore del Serenissimo Principe Francesco Marcini). Cologna 1691, τ.1, 228. Οι Ενετοί έχοντας ως κέντρο επιχειρήσεων το κάστρο του Ναβαρίνου απέστειλαν: "τον ναύαρχο Carponese με τρείς γαλέρες για να διώξει τους Τούρκους από το κάστρο της Αρκαδιάς. Ο ναύαρχος επέστρεψε μεταφέροντας Τούρκους αιχμαλώτους και μερικές βάρκες με οικογένειες Ελλήνων οι οποίες για μεγαλύτερη σιγουριά ήθελαν να καταφύγουν στο κάστρο του Ναβαρίνου. Ανέφερε επίσης ότι οι τούρκοι πριν εγκαταλείψουν το κάστρο στο 1685 το είχαν ανατινάξει αφήνοντας μέσα και 14 κανόνια. Ένας Έλληνας ανέφερε ότι βρισκόταν στην πόλη ο Σαλιστάρ Πασάς με χίλια άλογα και πεζικό και αφού πυρπόλησε όλα τα σπίτια η πόλη ερειπωμένη και βρισκόταν σε εγκατάλειψη."
53. F. Sealletari, Condotin navale e vera relatione del viaggio de Carlistot Malte delli Yllustrissimo ed ellentissima di Giovanni Giuseppe d'Herlierstein conte del SRILIA Hardi Napere seguito il primo dell'anno 1686 Graz 1688 (στο εξής Contatta navale)78
54. Sealletari, Condotte navalean, 117-118
55. B. Randolph [1643-1690). The present State of the afores called anciently Peloponness, Oxford 1686, 5.
56. Lianos, Le Fortezze, ό.π., 4. Οι προβλεπτές για τις οχυρώσεις ήταν κατ' αρχήν υπεύθυνοι για την διοικητική και οικονομική διαχείριση των εξοπλισμών αλλά κύρια ήταν επιφορτισμένοι με τον εκσυγχρονισμό όλων των αμυντικών συστημάτων.
57. Ε. Pinzelli, “Les forteresses de Morée: projets de restaurations et de démantelèments durant la seconde periode venitienne (1687-1715)”, “Θησαυρίσματα” No 30, Βενετία 2000 (στο εξής: “Les fortesses de Moree”), 386.
58. Pinzelli, “Les forteresses de Moree”, ό.π., 386.
59. Ι. Στεριώτου, “Υλικό περιβάλλον: Βενετοί και δημόσια έργα στον ελληνικό χώρο”, από τον τόμο Χ. Μαλτέζου (επιστημονική διεύθυνση), Venetiae quasi un alterum Byzantium, Όψεις της Ιστορίας του Βενετοκρατούμενου Ελληνισμού, Εκδ. Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1993, 496.
60. Καρποδίνη- Δημητριάδη, σχεδ. Λιανού, Κάστρα, ό.π., 7.
61. Χ. Μπούρας, Η Μεθώνη κατά την δεύτερη ενετοκρατία (1685-1715), Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea”, Πρακτικά Γ' Συμποσίου Ιστορίας και τέχνης 20-22 Ιουλίου 1990, Μονεμβασιώτικος Όμιλος, 155.
62. Τσέλικας, Μεταφράσεις, ό.π., 130.
63. ό.π. Σ. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του βενετού προνοητού Κορνέρ”, Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, 1885-86 (στο εξής: “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”), 305-308.
64. Τσέλικας, “Μεταφράσεις”, ό.π., 145
65. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”, 305-308.
66. Λάμπρος, “Τα αρχεία της Βενετίας”, ό.π. 182.
67. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”, ό.π., 287.
68. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”, ό.π., 282-317.
69. Λάμπρος, “Η περί Πελοποννήσου έκθεσις”, ό.π., 282-317.
70. Lianos, Le fortezze, ό.π., 31.
71. Ντόκος- Παναγόπουλος, Το Bενετικό Κτηματολόγιο, ό.π., LIΙΙ, “Ο Grimani εγκαινίασε μία νέα μέθοδο κτηματογράφισης, σύμφωνα με αυτήν είχε καταμετρηθεί μόνον το 1/3 από το territorio της Αρκαδίας και δεν γνωρίζουμε εάν ολοκληρώθηκε”, XXXIII.
72. Σ. Λάμπρος, Εκθέσεις των Βενετών γενικών προνοητών της Πελοποννήσου, νύν το πρώτον εκ των αρχείων της Βενετίας εκδιδόμεναι, υπό Σπ. Λάμπρου, τεύχη Β' και Γ', Αθήνα 1900, 110-111, “Relazione del Nobil Homo ser Antonio Molin ritornato di Provveditor Estraordinario di Morea, 1693, 30 maggio”.
73. Τσέλικας, Μεταφράσεις, ό.π., 130.
74. Συλλογή Γενναδείου Βιβλιοθήκης του Grimani Francesco, Raccolta degli disegni della pianta di tutte le piazze del regno di Morea, e parte delli porti dello stess0. (Pianta d' Arcadia, 1700 περίπου, πίν. XVIII) (στο εξής: Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Grimani, Raccola) Η έγχρωμη υδατογραφία της Κυπαρισσίας της Συλλογής χαρτών Francesco Grimani.
75. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Grimani Raccolta, ό.π., πίν. XVIII, Γριτσοπούλου, “Το εν Βενετία Αρχείον Grimani, καθ' όσον αφορά εις την Πελοπόννησον”, Πελοποννησιακά 7 (1969-1970), 396-399.
76. Kevin, Castles of the Morea, ό.π., βλ. υποσ. 39.
77. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη Grimani, Raccolta, ό.π., XVIII (περίπου 1700).
78. Ντόκος- Παναγόπουλος, Το Bενετικό Κτηματολόγιο, ό.π., XLVIII και XLIX, “Ο Γκριμάνι βρίσκει την ευκαιρία να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την σύνταξη του πελοποννησιακού κτηματολογίου σύμφωνα με τα τις επιθυμίες του για την λεπτομερή κτηματογράφιση, με την διαφορά ότι επρόκειτο για την σύνταξη τελείως νέων κτηματολογίου”.
79. Παρασκευόπουλος, Κάστρο, ό.π., Γ. Γκίκας, Κάστρα του θρύλου και της πραγματικότητας, τ. 3ος, Αθήνα 1979-1990, 48, από τον συγγραφέα η απεικόνιση αποδίδεται στο βιβλίο του V. Coronelli, Theatro delle principali citta e porti dell'Europa, Βενετία 1697.
80. Pinzelli, “Les forteresses de Morée”, ό.π., 401-403, “Από τον Απρίλη του 1703 έως τα τέλη του 1705, που παρέμεινε ως προβλεπτής του Μωρηά, οι αναφορές που έστειλε στην Ενετική Γερουσία αποτελούν πηγή πληροφοριών για την κατάσταση της άμυνας του Βασιλείου του Μωρηά.
81. Pinzelli, “Les forteresses de Morée”, ό.π., 399, υποσ. 56.
82. Pinzelli, “Les forteresses de Morée”, ό.π., 404, 408.
83. Pinzelli, “Les forteresses de Moree”, ό.π., 415, Ο κόμης Adam Heinrich de Stenau, που ήταν ειδικευμένος σε χερσαίες επιχειρήσεις, στο τελικό κείμενό του, στις 1 Δεκεμβρίου 1707, επεσήμανε ότι η τυχόν κατεδάφιση κάποιων κάστρων θα μαρτυρούσε την αδυναμία της Βενετίας και πρότεινε επίσης την ενίσχυση της δύναμης στην θάλασσα.
84. Pinzelli, “Les forteresses de Moree”, ό.π.,
85. Pinzelli, “Les forteresses de Moree”, ό.π., 417-422.
86. Σ. Λάμπρος, Εκθέσεις των Βενετών γενικών προνοητών της Πελοποννήσου..., Αθήνα 1900, 282, όπου: «...il castello d'Arcadia, Oltre alcun altro nell'interno rovinos0, e non custodito...”, 332, “nel Peloponneso si contano 6 chiese metropoli, cioé Romania, Cortino, Patrass 0, Arcadia detta Cristianopoli, Malvasia, Lacedemonia tutte con episcopali suffraganee...”.
87. Γάσπαρης, “Βενετία και Βυζάντιο”, ό.π., 119-172, όπου: “Από την Συνθήκη του Passarowitz της 21 Ιουλίου 1718, προκύπτει ότι η Βενετία αισθάνθηκε προδομένη από τον Κάρολο τον VI και μειωμένη όσο αφορά το κύρος της”.
88. Lianos, Le Fortezze, ό.π., 158.
89. Parneva, Agrarian and Land harvest, ό.π., 83-123.
90. Parneva, Agrarian and Land harvest, ό.π., 90-91.
91. Foucherot, Journal du voyage fait en Grece (en 1780) per les ordres de Monsieur Le Conte de Choiseul par les sieurs Foucherot et Fauvel, manuscript, 1780, 33.
92. Ε. Dodwell, A classical and topographical tour through Greece during the years 1801, 1805 and 1806, London1819, Edit. Rodwell and Martin (στο εξής:A classical and topographical tour), τ.2,350.
93. Παρασκευόπουλος, Το Κάστρο, ό.π., 60.
94. Ε. Dodwell, A classical and topographical tour, ό.π., τ.2, 350.
95. W. Gell, Itinerary of the Morea being a description of the routes of that peninsula, London 1817,
96. W. Gell, Narrative of a journey in the Morea, London 1823, 79, W-M. Leake (1777-1860), Travels in the Morea, London 1830, τ. 19ς, 28.
97. Παρασκευόπουλος, Το Κάστρο, ό.π., 60.
98. Bory de Saint-Vincent -J.B. Georges Marie (1780-1846), Expedition scientifique de Morée... Botanique..., Relation du voyage de la commission scientifique de Morée dans le Peloponnese, les Cyclades e l'Attique, Paris & Strasbourg, 1836-1838, τ. 1ος, 367-370.
99. ό.π., Bory de Saint- Vincent, Vue d’Arcadia, prise par le coté qui regarde le nord, ATLAS, 1836-1838, (στο εξής: Vue d'Arcadia) πίν. XIV.
100. C. Wordsworth, Greece: pictorial, descriptive and historical, a New edition, carefully revised. With numerous engravings on wood and steele, illustrated of the scenery, architecture, Costume and five arts of that country, London 1840, 317.
101. Bory de Saint-Vincent, Vue d'Arcadia, πίν. XIV.
102. F. Pouqueville, Voyage dans la Greece 1770-1838, Paris 1820-1826, ό.π., τ. 5ος, 87, “M'astenir di visiter la citadelle, à laquelle on arrive par une longhe gallerie tracée aux flancs des rochers. J'apercus seulement de loin que ses murs, qui sont de construction vénitienne, reposent sur une maconnerie que je crois hellenique”.
103. Ευχαριστώ τον κ. Σαμπαζιώτη, φαρμακοποιό και δημοτικό σύμβουλο της Κυπαρισσίας για αυτήν την υπόδειξή του. Η υψομετρική διαφορά όμως των 120μ που προκύπτει ανάμεσα στις δύο θέσεις που πρέπει να ένωνε η σήραγγα (όπως προκύπτει από τοπογραφικό της περιοχής) δεν ενισχύουν άμεσα αυτήν την υπόθεση.
104. Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, ό.π., τ.35, 212-213.
105. F. Braudel, Il Mediterraneο, Bergamo 1987.