.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

Η εκκλησιαστική ζωγραφική στην Μεσσηνία- Τριφυλία κατά τον 19 αιώνα


Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η Μεσσηνία και η Καλαμάτα καθυστέρησαν, σε σχέση με τη βορειοδυτική Πελοπόννησο και κυρίως την Πάτρα και τον Πύργο, στην υιοθέτηση ευρωπαϊκών πολιτισμικών συνηθειών, εξαιτίας της μεγαλύτερης απόστασης από τα Επτάνησα. Για παράδειγμα η πρώτη απόπειρα εισαγωγής της πολυφωνικής ευρωπαϊκής μουσικής σε ναούς της Καλαμάτας έγινε το 1895, ενώ ο πρώτος μελοδραματικός σύλλογος θα φτάσει στην πόλη το 1899 987.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του 20ου αι. κάποιοι λόγιοι της Καλαμάτας αισιοδοξούσαν ότι «[…] ὁ εἰσρέων πολιτισμὸς, τὸ νεώτερον πνεῦμα θὰ ἐξολοθρεύσωσι τὰ προϊόντα πάντα τῶν παλαιοτέρων χρόνων, τὰ ὁποῖα εἶνε ἀληθὲς ὅτι ἐν πολλοῖς εἶνε σύμφωνα μὲ τὰς συνηθείας μας καὶ τ’ ἀμιγῆ ἑλληνικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα»988.
Ο «εισρέων» και σωτήριος όμως «πολιτισμός» δεν ήταν άλλος από τον «ευρωπαϊκό», ο οποίος «ἐπικουρίαν σοβαρὰν λαμβάνει ἐκ τῆς ἐπιστήμης»989. Γι΄ άλλη μια φορά το πρόβλημα της «προόδου» δε συσχετίζεται με την πρακτική αποτελεσματικότητα, τις υποδομές, και τις τοπικές κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, αλλά με την ιδεολογία και την πίστη στον επιστημονικό θετικισμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο επίπεδο αυτό των υποδομών η Μεσσηνία θ΄ αργήσει ν΄ αναπτυχθεί. Για παράδειγμα στο γνωστό οδικό αναπτυξιακό σχεδιασμό του 1833, για τη χάραξη των κύριων οδικών αξόνων του βασιλείου, η Καλαμάτα δεν συμπεριλαμβάνεται στον κύριο πελοποννησιακό άξονα Πάτρας- Τρίπολης- Γυθείου990. Μόλις, με το νόμο της 10ης Ιουνίου 1857, προβλέπονται για τη Μεσσηνία οι οδοί: Τρίπολης- Μεγαλόπολης- Καλαμάτας και Καλαμάτας- Νησίου- Νεόκαστρου- Μεθώνης. Όμως μέχρι το 1870 θα κατασκευαστούν μόνο τα τμήματα: Πύλος- Μεθώνη και Καλαμάτα- Μεσσήνη991.
Το 1899 ουσιαστικά ολοκληρώνεται η σιδηροδρομική γραμμή Μύλων- Καλαμάτας και λίγο αργότερα το 1902 ολοκληρώνεται η γραμμή Πύργου- Κυπαρισσίας- Μελιγαλά992.
Η σημαντικότερη πάντως οικονομική εξέλιξη στην περιοχή, μετά την ανεξαρτησία, συνδέεται με την καλλιέργεια της σταφίδας. Η περιοχή γίνεται ένα από τα κύρια εξαγωγικά κέντρα της Πελοποννήσου είτε αυτόνομα είτε μέσω της Πάτρας. Το λιμάνι της Καλαμάτας αναβαθμίζεται και το 1879 εξάγει 30 εκατομμύρια περίπου ενετικές λίτρες, κατά τα 2/3 απευθείας στο εξωτερικό.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το λιμάνι της Κυπαρισσίας, αφού εξάγονται, με ενδιάμεσο σταθμό την Πάτρα, 20 εκατομμύρια περίπου ενετικές λίτρες σταφίδας.
Η Κυπαρισσία (ή Αρκαδιά σύμφωνα με την παλιά ονομασία993), ως πρωτεύουσα της Τριφυλίας εξελίσσεται σε τυπική πόλη, που γνωρίζει ανάπτυξη από την καλλιέργεια της σταφίδας, παράγοντας όμως και μεγάλες ποσότητες λαδιού και καλής ποιότητας κρασί. Εξίσου σημαντικό όφελος για την περιοχή αποφέρει και το ανταλλακτικό εμπόριο. Τα ξένα πλοία φορτώνουν σταφίδα και ξεφορτώνουν εμπορεύματα, που προέρχονται από την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία (ζάχαρη, καφέ, μπακαλιάρο, παστά ψάρια, δέρματα κ.λπ.)994.
Η οικονομική ανάπτυξη αγγίζει και άλλους τομείς. «Ἅπαντες δ΄ οἱ κλάδοι τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς βιομηχανίας κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη καταπληκτικὰς προόδους ἐπετέλεσαν. Ἡ σταφὶς κατὰ πρῶτον λόγον καὶ κατόπιν τἆλλα προϊόντα […] Καταπλήσσουσα πρόοδος ἐπετελέσθη ἐν τῇ ἐν γένει βιομηχανίᾳ τῆς μετάξης, τῶν οἰνοπνευματωδῶν ποτῶν κ.λπ. Πολλὰ παντὸς λόγου ἄξια ἐργοστάσια συνετέλεσαν καὶ συντελοῦν εἰς τοῦτο»995. Σημαντικό ρόλο στην εν γένει ανάπτυξη παίζει η ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία εκθειάζεται ιδιαίτερα σε αντιδιαστολή με την αδράνεια των τοπικών και κεντρικών αρχών996. Βέβαια το γεγονός αυτό δημιουργεί και έντονα προβλήματα ανταγωνισμού:
«Ἐν γένει διέπει δυστυχῶς πνεῦμα ἀκαλαισθησίας, ἐλλείψεως εὐγενοῦς ἁμίλλης περὶ τὴν βελτίωσιν τῶν προϊόντων μας καὶ τάσις πρὸς ἐξαπάτησιν τοῦ ὄντος ἐκείνου τὸ ὁποῖον χρησιμεύει πρὸς μεταβίβασιν τῶν προϊόντων μας εἰς τὰς ξένας ἀγορᾶς (δηλαδὴ τοῦ ἐμπόρου)»997. Παρόλα αυτά η πόλη της Καλαμάτας στις αρχές του 20ου αι. καθίσταται «ἐμπορικὸν κέντρον τῶν Νομῶν Μεσσηνίας, Λακωνίας καὶ Ἀρκαδίας»998.
Η πολεοδομική και οικιστική εξέλιξη της Καλαμάτας, μετά την ερήμωση των χρόνων της επανάστασης, ακολουθεί την ανοδική πορεία και των άλλων παράλιων πόλεων της εποχής999. Οργανώνεται μέσα από τη δυναμική αλληλεπίδραση των επίσημων σχεδίων του 1867 και του 1905 και του πραγματικού χώρου, όπως διαμορφώθηκε από τις παλιές ιδιοκτησίες και τον παλαιότερο πολεοδομικό ιστό1000.
Σ΄ αυτό το κλίμα ο νεοκλασικισμός εισβάλλει δυναμικά1001. «Ἡ νέα αὕτη πόλις κοσμεῖται ὑπὸ ὡραίων καὶ μεγαλοπρεπῶν οἰκοδομῶν καὶ ὁδῶν εὐθυγράμμων καὶ εὐρυτάτων», σημειώνει ο Μ. Γρηγορόπουλος στις αρχές της δεκ. του 18801002. Μία δεκαετία αργότερα θα γραφεί κάτι ανάλογο: «Σήμερα ἡ πόλις εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη. ἤρχισεν δὲ τώρα νὰ κτίζωνται καὶ οἰκοδομαὶ ὡραῖαι καὶ ἔχει ἐμπόριον ὄχι εὐκαταφρόνητον· θὰ γείνῃ μία ἀπὸ τὰς κυρίας πόλεις τοῦ κράτους, ὅταν ἐνωθοῦν οἱ σιδηρόδρομοι»1003. Χαρακτηριστικό για την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική και για την εσωτερική του διακόσμηση ήταν η οικία της ονομαστής και πλούσιας οικογένειας των Εφεσίων, τ μέλη της οποίας ήταν και χορηγοί σε κοινωφελή έργα και αφιερώματα σε ναούς της πόλης1004.
Μάλιστα η οικογένεια συντηρούσε και τον ιδιωτικό ναό του Αγίου Νικολάου Εφεσίων1005. Στο τέλος του 19ου αι. η επέκταση της πόλης προς τη θάλασσα, ως αποτέλεσμα της ευημερούσας οικονομίας, οδήγησε στην ανέγερση μονοκατοικιών της εύπορης τάξης των εμπόρων, σε εκλεκτικιστικό ύφος, που εμπλούτισε τον νεοκλασικισμό με νέες εκδοχές1006.
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και η Κυπαρισσία1007. «Ἡ πόλις τῆς Κυπαρισσίας διατέμνεται ὑπὸ ὁδῶν τῶν ὁπωσοῦν εὐθυγράμμων καὶ κανονικῶν, εἰσαχθέντος καὶ ἐν αὐτῇ τοῦ γενικοῦ μέτρου τῆς ῥυμοτομίας. κοσμεῖται δὲ καὶ ὑπὸ εὐρυχώρου καὶ ὡραίας πλατείας, κειμένης παρὰ τοὺς πρόποδας τοῦ φρουρίου, ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὁποίας ὑψοῦται παλαιὰ δασύσκιος δρὺς, καὶ ἐκεῖ που κρήνη, ἧς τὸ ὕδωρ φημίζεται διὰ τὸ ἡδὺ καὶ τὴν διαύγειαν αὐτοῦ»1008. Η Μεσσηνία συγκροτήθηκε ως νομός με το Β.Δ. 3ης (15ης) Απριλίου 1833 (ΦΕΚ 12) αποτελώντας έναν από του δέκα νομούς του βασιλείου. Στη διάρκεια του 19ου αι. το διοικητικό καθεστώς άλλαξε αρκετές φορές. Αρχικά πρωτεύουσα (μητρόπολις) ορίστηκε η Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Λίγο αργότερα με το διάταγμα του 1835 πρωτεύουσα ορίστηκε η Καλαμάτα. Αρχικά περιλάμβανε τις επαρχίες Ολυμπίας με πρωτεύουσα το Φανάρι (με το νόμο του 1845 την Ανδρίτσαινα), Τριφυλίας με πρωτεύουσα την Αρκαδιά (Κυπαρισσία), Μεθώνης με πρωτεύουσα της Μεθώνη (ή Πυλίας αργότερα), Μεσσήνης με πρωτεύουσα την Ανδρούσα και Καλαμών με πρωτεύουσα την Καλαμάτα (Καλάμαι)1009.
Το 1899 με το νόμο ΒΧΔ΄ της 6ης Ιουλίου (ΦΕΚ136) ο νομός Μεσσηνίας διαιρέθηκε στο νομό Μεσσηνίας με τις επαρχίες Καλαμών, Μεσσήνης και Πυλίας και έδρα την Καλαμάτα και το νομό Τριφυλίας με τις επαρχίες Τριφυλίας και Ολυμπίας και έδρα την Κυπαρισσία. Το 1909 όμως με το νόμο ΓΥΛΔ της 16ης Νοεμβρίου (ΦΕΚ282/Α) καταργήθηκε ο νομός Τριφυλίας και η περιφέρειά του με τις δύο επαρχίες του (Τριφυλίας και Ολυμπίας) προσαρτήθηκαν και πάλι στο νομό Μεσσηνίας1010. Κατά τον 20ο αι. η επαρχία Ολυμπίας και η Ανδρίτσαινα υπήχθησαν στο νομό Ηλείας.
Πληθυσμιακά οι οικισμοί της Καλαμάτας, της Κυπαρισσίας και της Ανδρίτσαινας1011 ακολουθούν ενδιαφέρουσα ανοδική πορεία κατά τον 19ο αι. και μία ελαφρά πτώση στις αρχές του 20ου.
Η Καλαμάτα το 1856 με 4.526 κατοίκους ήταν η πέμπτη πόλη, πρωτεύουσα νομού, μετά την Αθήνα (30.969), την Ερμούπολη (16.830), την Πάτρα (15.131) και την Τρίπολη (7,271) ξεπερνώντας πόλεις, όπως το Μεσολόγγι (4.890) και το Ναύπλιο (4.260)1012. Το 1861 απογράφονται 6.292 κάτ., το 1870: 6.327, το 1889: 10.696, το 1896: 14.298 και το 1907: 13.1231013.
Στην Κυπαρισσία το 1861 απογράφονται 3.212 κάτ., το 1870: 2.959, το 1889: 4.707, το 1896: 6.529 και το 1907: 5.7921014.
Στην Ανδρίτσαινα το 1861 απογράφονται 2.003 κάτ., το 1870: 1.896, το 1889: 2.089, το 1896: 2.138 και το 1907: 1.8401015.
Από εκκλησιαστικής απόψεως η Μεσσηνία διαιρείται σήμερα σε δύο Μητροπόλεις. Τη Μητρόπολη Μεσσηνίας που αποτελείται από τις παλαιότερες επισκοπές Μεσσήνης, Μεθώνης, Κορώνης και Ανδρούσσης και τη Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας, η οποία αποτελείται από τις παλαιότερες επισκοπές Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς) και την ακόμα αρχαιότερη επισκοπή Χριστιανουπόλεως1016.
Κατά το 19ο αι. με τα γνωστά Β.Δ. του 18331017 η Μεσσηνία διαιρέθηκε στις επισκοπές (α) Μεσσήνης, (β) Μεθώνης (η οποία το 1841 ενσωματώθηκε στη Μεσσήνης) και (γ) Τριφυλίας και Ολυμπίας. Με το νόμο Σ΄ του 18521018 ιδρύθηκε η επισκοπή Μεσσηνίας. Στην επισκοπή Μεσσήνης ποίμαναν ο Ιωσήφ (1833- 1844), ο Προκόπιος Γεωργιάδης (1852- 1874), ο οποίος αναγορεύθηκε σε αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ο Στέφανος Αργυριάδης (1874- 1878), ο Πανάρετος Κωνσταντινίδης (1882- 1897) και ο Μελέτιος Σακελλαρόπουλος (1904- 1917, 1920- 1933). Στην επισκοπή Τριφυλίας, η οποία το 1852 προσέλαβε και τον τίτλο Ολυμπίας, ποίμαναν ο Παΐσιος Βυζάντιος (183-1849), ο Γρηγόριος Ρώτας (1852- 1865), ο Βαρθολομαίος Σωτηριάδης (1866- 1871), ο Ιγνάτιος Ζερβόπουλος (1871- 1878) και ο Νεόφυτος Παναγιωτόπουλος (1882- 1903).
Το όλο θρησκευτικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό κλίμα στη Μεσσηνία κατά το 19ο αι. πολωνόταν ανάμεσα στους «ευρωπαϊστές» και στους «παραδοσιακούς»1019. Η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζεται στις έντονες διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς της τετράφωνης εκκλησιαστικής μουσικής και στους οπαδούς της βυζαντινής. Από την Καλαμάτα θα περάσουν ως πρωτοψάλτες του μητροπολιτικού ναούς της Υπαπαντής, μουσικοί πολύ γνωστοί πανελληνίως για τους νεωτερισμούς τους στην εκκλησιαστική μουσική. Ο Ιωάννης Κατσαΐτης, ο οποίος για πρώτη φορά εισάγει την τετραφωνία στο ναό της Υπαπαντής το 1895 μέχρι το 1897, οπότε αναγκάζεται να επανέλθει στο «βυζαντινό» τρόπο. Βάση της δυτικότροπης μουσικής διδασκαλίας του Κατσαΐτη ήταν η ψυχολογική έννοια του «αἰσθάνεσθαι»1020. Ωστόσο οι αντιδράσεις κατά των καινοτομιών οδηγούν τον Κατσαΐτη σε παραίτηση από το μητροπολιτικό ναό και μετάθεσή του στο ναό του Αγίου Ιωάννη.
Στη θέση του προσλαμβάνεται ο Γεώργιος Σακελλαρίδης (αδελφός του Ιωάννη) με το γνωστό τρίφωνο, μεικτό (βυζαντινό και ευρωπαϊκό) μουσικό σύστημα, ο οποίος θα διατελέσει πρωτοψάλτης το διάστημα 1900- 1901, για να μετατεθεί κι αυτός στο ναό του Αγίου Νικολάου. Στη συνέχεια πρωτοψάλτης ανέλαβε Χρ. Βριζώλος, μέλος της τετράφωνης χορωδίας της Αγίας Ειρήνης Αιόλου, ο οποίος επίμονα επιδίωκε να εγκαθιδρύσει το τετράφωνο σύστημα προκαλώντας όμως την έντονη αντίδραση μεγάλου μέρους του εκκλησιάσματος. Το 1903 αναγκάζεται να παραιτηθεί κι αυτός. Το 1904 η έλευση του νέου επισκόπου Μελετίου γέρνει την πλάστιγγα υπέρ των «βυζαντινιστών».
Ωστόσο οι ερμηνείες της βυζαντινής μουσικής, που ακούγονταν στους ναούς την εποχή εκείνη, σε πολλές περιπτώσεις απείχαν πολύ από την έννοια του «βυζαντινού τρόπου», όπως τον ερμηνεύουμε σήμερα.
Παράλληλα προσπάθειες καταβάλλονται και για τη «βελτίωση» του κλήρου με την ίδρυση Ιερατικού Συνδέσμου, ο οποίος «[…] εἰς ἐποχὴν μάλιστα εἰς ἣν ἡ κατάπτωσις τοῦ κλήρου σπουδαίως ἀνησυχεῖ, τὸ σωματεῖον τοῦτο, τὸ προστατευτικὸν καὶ εὐεργετικὸν καὶ καινοτόμον, διανοίγει νέον δρόμον τῷ ἱερεῖ καὶ δείκνυσι πανελληνίως τὶ δέον γενέσθαι διὰ νὰ ἀποκτήσωμεν ὅ,τι θεωρεῖται ἀκατόρθωτον καὶ μέγαν»1021.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. η Καλαμάτα παλεύει να οριοθετήσει τους δρόμους οικονομικής και πολιτισμικής ανάπτυξής της. Ιδρύονται διάφοροι σύλλογοι μεταξύ των οποίων ο Εμπορικός Σύλλογος1022, κυκλοφορούν εφημερίδες διαφόρων τάσεων1023 και νέα ήθη αναμειγνύονται με τα παλιά1024. Ο απλός λαός όμως διατηρεί τις παραδοσιακές αξίες και τιμά την Εκκλησία. Είναι η εποχή που εξωραΐζονται οι μεγαλύτεροι ναοί της πόλης και κυρίως ο νεόδμητος μητροπολιτικός ναός της Υπαπαντής1025.



α. Ιερός ναός Υπαπαντής Καλαμάτας (Μητροπολιτικός) [πιν. Γ.4.α.]

Ο ναός της Υπαπαντής Καλαμάτας θεμελιώθηκε το 1860 και εγκαινιάστηκε το 1873 από τον αρχιεπίσκοπο Μεσσηνίας Προκόπιο1026. Κτίστηκε, όπως και ο κοντινός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου ναού με τρούλο και ανοικτή στοά στο δυτικό μέρος, όπως συνηθίζεται στην οθωνική εποχή1027. Το κεντρικό κλίτος απολήγει δυτικά σε τρίλοβο άνοιγμα, που περιβάλλεται από ζεύγος καμπαναριών, με μορφή απλούστερη από την αντίστοιχη στη Μητρόπολη των Αθηνών, αλλά εξίσου μεγάλου ύψους. Ο ναός ταλαιπωρήθηκε κατά καιρούς από φυσικές καταστροφές με κυριότερη το σεισμό του 1986, ο οποίος κατάστρεψε τον τρούλο και μέρος των πλάγιων τοίχων.
Σήμερα ο ναός είναι ανακαινισμένος σχεδόν ριζικά. Από το αρχικό εικονογραφικό πρόγραμμα σώζεται μόνο του τέμπλου. Στις αρχές του 20ου αι. ο Ε. Θωμόπουλος αγιογράφησε τον τρούλο (Παντοκράτορα, ευαγγελιστές, προφήτες)1028. Οι τοιχογραφίες αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις και αργότερα στις αρχές της δεκ. του 1960 επιζωγραφήθηκαν από τον δυτικότροπο αγιογράφο Ε. Δράκο. Καταστράφηκαν ολοσχερώς κατά το σεισμό του 1986.
Το τέμπλο είναι κτιστό, λευκού χρώματος με χρυσές αυλακώσεις. Το εικονογραφικό πρόγραμμα είναι πολύ απλό. Αποτελείται από τη ζώνη των δεσποτικών εικόνων και την κεντρική απόληξη με την παράσταση της Αγίας Τριάδας. Οι δεσποτικές εικόνες είναι του προφήτη Ηλία, του αρχαγγέλου Μιχαήλ (βημόθυρο Πρόθεσης), του αγίου Αντωνίου, της Υπαπαντής, της Μητέρας του Θεού, Ίδε ο Άνθρωπος (πέτασμα Ωραίας Πύλης), του Ιησού Χριστού, του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του αγίου Γεωργίου, του αρχαγγέλου Γαβριήλ (βημόθυρο Διακονικού) και της Μεταμόρφωσης. Στην κεντρική απόληξη είναι τοποθετημένη η παράσταση της Αγίας Τριάδας. Από τις εικόνες αυτές οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ και η Αγία Τριάδα, ιστορήθηκαν από ανώνυμο νεοβυζαντινό αγιογράφο με δυτικότροπα στοιχεία, μετά τα μέσα του 20ου αι. Η παράσταση Ίδε ο άνθρωπος ιστορήθηκε από τον Α. Φερεντίνο το 1881. Οι υπόλοιπες εικόνες, οι οποίες φέρουν ασημένια επένδυση, ιστορήθηκαν από ανώνυμο δυτικότροπο αγιογράφο στις αρχές του 20ου αι.1029 Παλλάδιο του ναού είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, η οποία μετά από πολλές δοκιμασίες ανευρέθηκε θαυματουργικά στις αρχές του 19ου αι. Σήμερα είναι τοποθετημένη σε ξύλινο εικονοστάσιο στο κέντρο του ναού. Μετά την ανεξαρτησία η εικόνα παρουσίαζε πολλές φθορές. Ήταν καλυμμένη με ασημένια επένδυση, όμως τα πρόσωπα είχαν αλλοιωθεί από την πολυκαιρία. Το 1839 κλήθηκε ο Δημ. Βυζάντιος να επιζωγραφίσει την εικόνα, όμως αυτός από σεβασμό αντέγραψε τα πρόσωπα στην ίδια κλίμακα πάνω σε χάλκινη πλάκα, την οποία κατόπιν προσάρμοσε μπροστά από τα παλιά πρόσωπα στην αργυρή επένδυση1030. Αργότερα το 1914 το ομοίωμα του Βυζάντιου καταστράφηκε από πυρκαγιά και νέο αντίγραφο φιλοτέχνησε ο Γεώργιος Ιακωβίδης1031. Αντίγραφο της θαυματουργικής αυτής εικόνας αποτελεί και η νεότερη δεσποτική εικόνα της Μητέρας του Θεού στο τέμπλο του ίδιου ναού, όπου όμως η Παναγία εικονίζεται ολόσωμη και όρθια. Έργο μάλλον του Δ. Βυζάντιου από την ίδια περίοδο είναι και η εικόνα της Υπαπαντής η οποία βρίσκεται σήμερα στο δεύτερο προσκυνητάριο στο κέντρο του ναού.



β. Ιερός ναός Αγίου Ιωάννη Προδρόμου Καλαμάτας [πιν. Γ.4.β.]

Κοντά στο ναό της Υπαπαντής βρίσκεται ο ναός του Αγίου Ιωάννη, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1848 στον ίδιο τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου ναού με τρούλο και ανοικτή στοά στο δυτικό τμήμα1032. Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο ναών είναι στα γωνιακά διαμερίσματα, τα οποία στο μεν ναό του Αγίου Ιωάννη είναι τετράγωνα στο δε ναό της Υπαπαντής είναι ορθογώνια με τη μακριά πλευρά κατά τον διαμήκη άξονα προσδίδοντας κάποια αίσθηση δρομικότητας στο κτίριο1033.
Η σημερινή εσωτερική εικόνα του ναού δεν παραπέμπει στον 19ο αι. Οι τοιχογραφίες είναι νεότερες και το κτιστό τέμπλο σε ύφος εκλεκτικιστικό με πολλά νεοκλασικά στοιχεία είναι ανακαινισμένο και βαμμένο με σκούρα χρώματα.
Τη σκοτεινή εντύπωση επιτείνουν και οι παρακάτω ελαιογραφημένες σε μουσαμά εικόνες του τέμπλου: Γέννηση του Χριστού (στο νότιο τοίχο), άγιος Σπυρίδων, αρχάγγελος Μιχαήλ (βημόθυρο Πρόθεσης), άγιος Δημήτριος και άγιος Νέστωρ φονεύουν τον Λυαίο, Βάπτιση, Μήτηρ Θεού, Ευαγγελισμός (πέτασμα Ωραίας Πύλης), Ιησούς Χριστός, άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Τρεις Ιεράρχες, αρχάγγελος Γαβριήλ (βημόθυρο Διακονικού), άγιος Βασίλειος, Εισόδια της Θεοτόκου (στο βόρειο τοίχο). Οι περισσότερες από τις δεσποτικές αυτές εικόνες είναι έργα του Α. Φερεντίνου του τέλους της δεκ. του 1860. Οι υπόλοιπες είναι έργα άλλων ανώνυμων δυτικότροπων καλλιτεχνών.
Στο επιστύλιο είναι τοποθετημένες σε μία σειρά, δώδεκα, δυτικότροπες με πολλά λαϊκά στοιχεία εικόνες, οι περισσότερες των οποίων είναι επιζωγραφισμένες από κάποιο νεοβυζαντινό ζωγράφο. Στο υπερώο του ναού υπάρχουν πολλές εικόνες κυρίως δυτικότροπες, έργα διαφόρων ζωγράφων, όπως του Α. Φερεντίνου [εικ. Δ.71, 72], του Ν. Αργυρόπουλου, του μοναχού Ιερεμία, του Π. Λαζαρή κ.ά.
Παλλάδιο του ναού είναι η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας μάλλον του 18ου αι., η οποία είναι τοποθετημένη σε προσκυνητάριο της εισόδου.



γ. Ιερός ναός Αγίου Νικολάου Φλαρίου Καλαμάτας [πιν. Γ.4.γ.]


Ο ναός του Αγίου Νικολάου Καλαμάτας θεμελιώθηκε το 1854 και εγκαινιάσθηκε το 1865 στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου ναού με τρούλο και ανοικτή τρίβηλη στοά στο δυτικό τμήμα1034. Ένα μόνο καμπανοστάσιο υπάρχει σήμερα στην νότια πλευρά. Ο ναός υπέστη καταστροφές από τους σεισμούς του 1986 και ανακαινίστηκε σε μεγάλη έκταση, ιδίως στην εσωτερική του διακόσμηση.
Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα εσωτερικά είναι εντυπωσιακή με τις ανακαινίσεις των παλαιότερων δυτικότροπων τοιχογραφιών της δεκ. του 1950, αλλά και την αναζωγράφιση νέων στο ίδιο δυτικότροπο ύφος αν και χαμηλότερης καλλιτεχνικής στάθμης.
Οι παλαιότερες δυτικότροπες τοιχογραφίες ιστορήθηκαν τη δεκ. του 1950 από τον τοπικό καλλιτέχνη Ε. Δράκο και οι νεότερες, όπως και οι ανακαινίσεις από τον Π. Λαζαρή.
Στην κορυφή του τρούλου εικονίζεται ο Παντοκράτορας και αμέσως μετά ζώνη με αγγέλους και πλήθος putti, ενώ ανάμεσα στα παράθυρα εικονίζονται ολόσωμοι προφήτες. Στα λοφία ως συνήθως είναι τοποθετημένοι οι τέσσερεις ευαγγελιστές. Στην κόγχη εικονίζεται η Θεοτόκος ανάμεσα σε νέφη και putti και περιφερειακά αναπτύσσεται ζώνη με στηθάρια προφητών και η παράσταση του Ευαγγελισμού σε δύο τμήματα.
Στον κυρίως ναό στις δύο καμάρες που σχηματίζονται δίπλα στο Ιερό και στις απολήξεις του εγκάρσιου κλίτους εικονίζονται πολλές δυτικότροπες παραστάσεις αγίων και σκηνών από τη ζωή του Χριστού, αντίγραφα γνωστών δυτικών προτύπων του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αι., οι περισσότερες έργα του Ε. Δράκου. Συγκεκριμένα στο νότιο τοίχο είναι τοποθετημένες οι παραστάσεις της αγίας Αικατερίνης, του αγίου Σάββα, του αγίου Νικήτα, του προφήτη Ηλία, του αγίου Σπυρίδωνα, της Βαϊοφόρου, του κηρύγματος του αποστόλου Παύλου στην Πνύκα, της Σταύρωσης, της Εμφάνισης του Χριστού στη Μαγδαληνή μετά την Ανάσταση, της Προσευχής στη Γεθσημανή, της Πορείας προς το Γολγοθά, της αγίας Κυριακής, της Φυγής στην Αίγυπτο και της Θεραπείας παιδιού. Στο βόρειο τοίχο οι παραστάσεις του αγίου Στυλιανού, της οσίας Ξένης, του αγίου Αντωνίου, της αγίας Παρασκευής, του αγίου Δημητρίου και του αγίου Νέστωρα, του αγίου Γεωργίου, του Χριστού και της Σαμαρείτιδας, της Ανάστασης του Λαζάρου, της Διάσωσης του Πέτρου, της Αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου. Στο δυτικό τοίχο οι παραστάσεις της Φυγής στην Αίγυπτο και της Θεραπείας παιδιού (νότια της θύρας) και του Ιησού δωδεκαετή και της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (βόρεια της θύρας).
Ανάμεσα στις τοιχογραφίες και πάνω από τις πλάγιες θύρες είναι τοποθετημένες δύο υπερμεγέθεις ελαιογραφίες σε κορνίζα του Ηλία Ατζητήρη του 1909. Η νότια έχει θέμα τον Ενταφιασμό [εικ. Δ. 76] και είναι αντίγραφο γνωστού έργου του Γερμανού Friedrich August von Kaulbach (1850- 1920) και η βόρεια την Ανάσταση της κόρης του Ιαείρου [εικ. Δ.77] αντίγραφο επίσης γνωστού έργου του Albert von Keller (1844- 1920).
Το κτιστό και πλήρως ανακαινισμένο τέμπλο1035 έχει δύο μόνο σειρές εικόνων. Στη ζώνη των δεσποτικών είναι τοποθετημένες οι εικόνες της Ζωοδόχου Πηγής [εικ. Δ.74], του αρχαγγέλου
Μιχαήλ (βημόθυρο Πρόθεσης), του αγίου Σπυρίδωνα, του αγίου Νικολάου [εικ. Δ.73], της Μητέρας του Θεού [εικ. Δ.75], του Ιησού Χριστού, του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του αγίου Ανδρέα, του αρχαγγέλου Γαβριήλ (βημόθυρο Διακονικού) και του αγίου Διονυσίου. Στο επιστύλιο είναι τοποθετημένα στηθάρια με τις μορφές των αποστόλων και ο Μυστικός Δείπνος στο κέντρο. Οι δεσποτικές εικόνες είναι δυτικότροπα έργα του Θ. Δράκου της δεκ. του 1860 (εκτός από τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ που είναι πρόσφατα έργα) και οι εικόνες του επιστυλίου είναι νεότερα δυτικότροπα έργα του Ε. Δράκου και του Π. Λαζαρή. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ονόματα των αφιερωτών στις παλαιότερες δεσποτικές εικόνες μεταξύ των οποίων και του υποστρατήγου Αντωνίου Μαυρομιχάλη (Μάνη 1792 ή 1798- Καλαμάτα 1873) στην εικόνα της Παναγίας (1866).



δ. Ιερός ναός Αγίας Τριάδος Κυπαρισσίας [πιν. Γ.4.δ.]

Η τυπολογία του ναού της Αγίας Τριάδος Κυπαρισσίας είναι ιδιόρρυθμη. Πρόκειται για διασταύρωση μονόχωρης διαμήκους και τρίκλιτης εγκάρσιας βασιλικής, χωρίς την ύπαρξη γωνιακών διαμερισμάτων1036. Κτίζεται μετά το 1846 με πολλές επιρροές από την επτανησιακή αρχιτεκτονική. Μάλιστα έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένες ομοιότητες με το ναό της Αγίας Μαρίνας στα Φαγιά Ζακύνθου, που κτίζεται την ίδια περίπου περίοδο1037. Από το πνεύμα του «ελληνοβυζαντινισμού» ο ναός υιοθετεί κυρίως την οργάνωση της δυτικής όψης με διπλό καμπανοστάσιο και τρίλοβο άνοιγμα πάνω από τη θύρα. Τη μνημειακή διάσταση του ναού ευνοεί και η θέση του σε υπερυψωμένο σημείο δίπλα στο Κάστρο με θέα την πόλη και το Ιόνιο πέλαγος.
Η εσωτερική εικόνα του ναού είναι εντυπωσιακή. Το ψηλό, ξυλόγλυπτο και επίχρυσο τέμπλο δεσπόζει στην ανατολική πλευρά. Σχεδιασμένο στο ύφος των επτανησιακών τέμπλων, με πολλές νεοκλασικές και ροκοκό επιρροές φέρει εικόνες του Κ. Φανέλλη από το διάστημα 1868- 1869. Η επιλογή πάντως μουσαμάδων ως ζωγραφικών επιφανειών, για τις εικόνες του επιστυλίου, δημιουργεί προβλήματα από τις αντανακλάσεις του φωτός, αλλά και φθορών, που είναι εμφανείς, παρά τις κατά καιρούς συντηρήσεις των εικόνων.
Στον κυρίως ναό ξύλινοι κίονες σε ιωνικό ρυθμό στηρίζουν την επίπεδη διακοσμημένη ουρανία, η οποία αποτελείται από φατνώματα και τον κύλινδρο του τρούλου στο κέντρο. Οι παραστάσεις της ουρανίας [σχέδ.ΣΤ] [εικ. Δ.78] ζωγραφισμένες σε φύλλα χαλκού μάλλον στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αι. από τον αγιορείτη μοναχό Σεραφείμ (εκτός από τις παραστάσεις του τρούλου), εντυπωσιάζουν με το μέγεθός τους, αλλά είναι σκουρόχρωμες και «γυαλίζουν» ανάλογα με τη γωνία θέασης, ώστε το αποτέλεσμα να έρχεται σε αντίθεση με το απαστράπτον τέμπλο και το διάχυτο εσωτερικό φως του ναού. Δυτικά το κεντρικό κλίτος απολήγει σε υπερώο σε σχήμα Π, που διασπά το δρομικό χαρακτήρα και δημιουργεί γραφικό αποτέλεσμα.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του τέμπλου είναι απλό και αποτελείται από λίγες σχετικά εικόνες, αφού εφαρμόζεται το επτανησιακό σύστημα των μεγάλων ανοιγμάτων κυρίως στο επιστύλιο.
Στη ζώνη των δεσποτικών εικόνων έχουμε τον άγιο Νικόλαο, τον αρχάγγελο Μιχαήλ (βημόθυρο Πρόθεσης), την Αγία Τριάδα, τη Μητέρα του Θεού, την Παραβολή των Δέκα Παρθένων (βήλο Ωραίας Πύλης), τον Ιησού Χριστό, τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον αρχάγγελο Γαβριήλ (βημόθυρο Διακονικού) και τον άγιο Διονύσιο εκ Ζακύνθου. Στην α΄ ζώνη του επιστυλίου εικονίζονται σε στηθάρια οι απόστολοι Θωμάς, Ανδρέας, Ιωάννης, Ματθαίος, Πέτρος, Παύλος, Μάρκος, Λουκάς, Σίμων, Φίλιππος και στο κέντρο ο Ιησούς Χριστός. Στη β΄ ζώνη οι παραστάσεις των Τριών Ιεραρχών, του Ευαγγελισμού, της Γέννησης, της Βάπτισης, του Μυστικού Δείπνου, της Ανάληψης, της Κοιμήσεως και της Μεταμόρφωσης. Η ασυνήθιστη τοποθέτηση των Τριών Ιεραρχών στο επιστύλιο επεξηγείται από την τρισυπόστατη αφιέρωση του ναού στους Αγίους Βασίλειο και Γρηγόριο Θεολόγο.
Το ανατολικό τμήμα της ουρανίας αποτελείται από τις παραστάσεις της Ψηλάφησης του Θωμά, της Ανάστασης, του Ιησού Δωδεκαετή, της Περιτομής και της Γέννησης. Στο κεντρικό τμήμα δεσπόζει ο τρούλος με τον Παντοκράτορα και τους αποστόλους και περιφερειακά από τις παραστάσεις των ευαγγελιστών σε τέσσερα tondi, του Επιτάφιου Θρήνου, της Βαϊοφόρου, της Έγερσης του Λαζάρου και των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στο δυτικό τμήμα έχουμε τις παραστάσεις του Χριστού στην οικία του Σίμωνος, της Προσευχής στη Γεθσημανή, της Κρίσης υπό του Άννα και του Καϊάφα, Ίδε ο Άνθρωπος, της Πορείας προς το Γολγοθά (δύο σκηνές), του Ενταφιασμού και της Σταύρωσης.
Στο ναό υπάρχουν αρκετές παλαιότερες και νεότερες δυτικότροπες εικόνες. Ξεχωρίζουν ένα σύνολο τριών εικόνων (Χριστός, Θεοτόκος, Ιωάννης Πρόδρομος), που προέρχονται από κάποιο άγνωστο παλαιότερο τέμπλο, ιστορημένες από τοπικό αγιογράφο με παραδοσιακά και λαϊκά στοιχεία, μία εικόνα των Είκοσι Τεσσάρων Οίκων της Θεοτόκου και μερικές δυτικότροπες εικόνες μάλλον του αγιορείτη Σεραφείμ.



ε. Ιερός ναός Εισοδίων Θεοτόκου Κυπαρισσίας [πιν. Γ.4.ε.]

Ο ναός ολοκληρώθηκε γύρω στα 1850, την ίδια περίπου περίοδο με το ναό της Αγίας Τριάδος. Πρόκειται για μεγάλη μονόχωρη βασιλική με πολλές επιρροές από την επτανησιακή ναοδομία1038. Όπως και στο ναό της Αγίας Τριάδος η οροφή καλύπτεται από φατνώματα και ζωγραφισμένη ουρανία [σχέδ.Ζ], η οποία ζωγραφίστηκε από τον αγιογράφο, που εργάστηκε και στο ναό της Αγίας Τριάδος δηλ. τον αγιορείτη Σεραφείμ την ίδια μάλλον χρονική περίοδο γύρω στα 1920.
Εσωτερικά ο ναός δίνει την αίσθηση του διάπλατου χώρου, που διακόπτεται ανατολικά από το ψηλό, κτιστό τέμπλο και δυτικά από την ξυλοκατασκευή του υπερώου. Στους πλαϊνούς τοίχους δύο ζεύγη παραθύρων, εκατέρωθεν των πλαγίων θυρών, παρέχουν άπλετο φως στο εσωτερικό.
Δεξιά κι αριστερά των θυρών σε ύψος σχεδόν ως την ουρανία είναι τοποθετημένες και τέσσερεις μεγάλες παραστάσεις σε χάλκινες επιφάνειες, του ιδίου ζωγράφου με αυτόν της ουρανίας. Πρόκειται για τις παραστάσεις του προφήτη Ηλία, μιας Βιβλικής σκηνής, της Φιλοξενίας του Αβραάμ και της Θυσίας του Αβραάμ.
Όπως και στο ναό της Αγίας Τριάδας, οι παραστάσεις της ουρανίας είναι ζωγραφισμένες πάνω σε φύλλα χαλκού, τα οποία όμως παρουσιάζουν αλλοιώσεις και σκεβρώσεις από την πολυκαιρία και έντονες αντανακλάσεις. Το γεγονός αυτός σε συνδυασμό με τη σκουρόχρωμη και θολή χρωματική κλίμακα δημιουργούν μάλλον δυσάρεστη εντύπωση.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα της ουρανίας [σχέδ.Ζ] έχει πολλές ομοιότητες με το αντίστοιχο της Αγίας Τριάδος, αλλά και μερικές διαφορές. Οι παραστάσεις θα μπορούσαν να χωριστούν σε τρία μέρη. Στο ανατολικό έχουμε τις παραστάσεις της Πλατυτέρας, της Αποκαθήλωσης, της Σταύρωσης, του Επιτάφιου Θρήνου, της Δίκης και της Ανάστασης. Στο κεντρικό τμήμα τον Παντοκράτορα με τους τέσσερεις ευαγγελιστές, τον Ιησού δωδεκαετή στο ναό και τη Συνομιλία Χριστού Σαμαρείτιδας. Στο δυτικό τμήμα τις παραστάσεις του Χριστού να βαδίζει πάνω στη θάλασσα, της άρνησης του Πέτρου, της Προδοσίας, Ίδε ο Άνθρωπος, του αγίου Ιωάννη Προδρόμου και δύο αγίων.
Στο τέμπλο στην κάτω σειρά των δεσποτικών εικόνων έχουμε τον άγιο Αθανάσιο Χριστιανουπόλεως, τα Εισόδια της Θεοτόκου, τη Μητέρα του Θεού, τον Ιησού Χριστό, τον άγιο Ιωάννη Πρόδρομο να παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό και τους Άγιους Πάντες. Στο επιστύλιο έχουμε τις εικόνες του Ευαγγελισμού, της Γέννησης, της Υπαπαντής, της Βάπτισης, της Βαϊοφόρου, της Έγερσης του Λαζάρου, του Μυστικού Δείπνου, της Σταύρωσης, της Μεταμόρφωσης, της Ανάστασης, της Ψηλάφησης του Θωμά, της Ανάληψης, της Πεντηκοστής και στο κέντρο στην κορυφή την Αγία Τριάδα. Όλες οι παραστάσεις είναι έργα του αγιορείτη Σεραφείμ. Δύο βημόθυρα με τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, πάνω σε μουσαμά, ιστορημένα από τον Β. Καραβόγεωργα στις αρχές του 20ου αι., που φυλάσσονται στο υπερώο θα πρέπει να ήταν τα παλαιότερα βημόθυρα. Σήμερα στη θέση τους υπάρχουν ξυλόγλυπτα με νεοβυζαντινές παραστάσεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εικόνες στα προσκυνητάρια του ναού προς τιμή του αγίου Διονυσίου εκ Ζακύνθου και των Εισοδίων ιστορημένες από τον αγιορείτη Σεραφείμ και τον Τάκη Πριονά αντίστοιχα.

στ. Ιερός ναός Αγίου Νικολάου Ανδρίτσαινας

Ο Άγιος Νικόλαος στην Ανδρίτσαινα αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ναού του αγροτικού χώρου, στον οποίο εφαρμόζονται οι αρχές της επίσημης αρχιτεκτονικής της πρωτεύουσας. Είναι κτισμένος το 1884 στον τύπο της σταυροειδούς βασιλικής, με το εγκάρσιο κλίτος τοποθετημένο ακριβώς στο μέσο του διαμήκους άξονα, στοιχείο, το οποίο προσδίδει απόλυτη συμμετρία στη σύνθεση. Εξαιρετικά επιμελημένη είναι η τοιχοποιία από λαξευμένους λίθους, που αρθρώνεται σε ισόγειο και όροφο, ενώ γείσο από επάλληλες προέχουσες στρώσεις λίθων περιτρέχει το κτίριο1039. Εσωτερικά ο ναός δίνει την αίσθηση της μνημειακότητας είναι όμως ακόσμητος και μόνο η κόγχη φέρει σήμερα νεοβυζαντινές τοιχογραφίες. Το τέμπλο από σκουρόχρωμο ξύλο είναι απλό, με μόνο διακοσμητικό στοιχείο τους ξύλινους ιωνικούς κιονίσκους. Δύο σειρές δυτικότροπων εικόνων έργα των Πελοποννησίων αγιογράφων Ν. Ιωαννίδη και Κ. Καραγατσίδη γύρω στα 1900 είναι τοποθετημένες στην κάτω ζώνη και στο επιστύλιο. Οι δεσποτικές εικόνες είναι οι εξής: άγιος Νικόλαος, αρχάγγελος Μιχαήλ (βημόθυρο Πρόθεσης), Τρεις Ιεράρχες, Εισόδια της Θεοτόκου [εικ. Δ. 79], Μήτηρ Θεού, Ιησούς Χριστός, άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, άγιοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος, αρχάγγελος Γαβριήλ (βημόθυρο Διακονικού), άγιος Χαράλαμπος. Στο επιστύλιο έχουμε τις εικόνες: Εισόδια της Θεοτόκου, Ευαγγελισμός, Γέννηση του Χριστού, Περιτομή, Υπαπαντή, Βάπτιση, Έγερση του Λαζάρου, Μυστικός Δείπνος, Νυμφίος, Σταύρωση, Ανάσταση, Ψηλάφηση του Θωμά, Μεσοπεντηκοστή, Πεντηκοστή, Ανάληψη, Μεταμόρφωση.
Ενδιαφέρουσες εικόνες φυλάσσονται στο ναό, όπως η εικόνα με τους είκοσι τέσσερεις Οίκους της Θεοτόκου και δώδεκα χριστολογικών σκηνών, έργο ανώνυμου βυζαντινότροπου/ δυτικότροπου αγιογράφου των μέσων του 19ου αι., η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, δώδεκα χριστολογικών σκηνών και αγίων, έργο ανώνυμου βυζαντινότροπου καλλιτέχνη με πολλά δυτικά και λαϊκά στοιχεία του 1852 καθώς επίσης και εικόνες των αγιογράφων Ν. Ιωαννίδη, του αγιορείτη μοναχού Σεραφείμ κ.ά.

ζ. Ιερός ναός Αγίου Αθανασίου Ανδρίτσαινας

Γύρω στα μέσα του 19ου αι. είναι κτισμένος στο κάτω τμήμα του οικισμού της Ανδρίτσαινας ο ναός του Αγίου Αθανασίου. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική μικρότερου μεγέθους από τον κεντρικό ναό του Αγίου Νικολάου και με λιγότερο επιμελημένη εξωτερική τοιχοποιία. Παρά τα σαφή παραδοσιακά στοιχεία εμφανή είναι και τα νεωτερικά όπως η μνημειακή νότια και κύρια είσοδος από λαξευμένους γωνιόλιθους, οι κίονες εσωτερικά κ.ά.
Εσωτερικά ο σχετικά μικρός χώρος, οδηγεί ανατολικά στο απλό ξύλινο και ζωγραφιστό σε ορισμένα σημεία τέμπλο, στο οποίο είναι τοποθετημένες δύο σειρές εικόνες. Στις δεσποτικές έχουμε τον άγιο Χαράλαμπο, τον άγιο Αθανάσιο, τη Μητέρα του Θεού, Ίδε ο Άνθρωπος (πέτασμα Ωραίας Πύλης), τον Ιησού Χριστό, τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και τη σκηνή της Αποτομής και τον άγιο Νικόλαο. Αντίστοιχα στο επιστύλιο έχουμε τις εικόνες της Υπαπαντής, της Βάπτισης, της Γέννησης του Χριστού, του Ευαγγελισμού, της Περιτομής, των Εισοδίων της Θεοτόκου, της Ανάστασης του Λαζάρου, της Βαϊοφόρου, της Ανάστασης του Χριστού, της Ψηλάφησης του Θωμά, της Ανάληψης, της Σταύρωσης, της Πεντηκοστής, της Κοιμήσεως, της Μεταμόρφωσης και άλλες οχτώ εικόνες αγίων. Όλες οι εικόνες του τέμπλου ιστορήθηκαν από κάποιον ανώνυμο αγιογράφο με πολλά δυτικά, βυζαντινά και λαϊκά στοιχεία μάλλον της «μεταβατικής» φάσης των μέσων του 19ου αι.
Στο ναό φυλάσσονται ακόμα εικόνες του γνωστού και από το ναό του Αγίου Νικολάου αγιογράφου Κ. Καραγατσίδη, του Γ. (ή Σ.) Πάγκαλου καθώς επίσης και μία ενδιαφέρουσα εικόνα με τη Δέηση, δώδεκα χριστολογικές σκηνές και αγίους, κάποιου ανώνυμου δυτικότροπου με πολλά λαϊ- κά στοιχεία αγιογράφου.




Τοπικές τάσεις της εκκλησιαστικής ζωγραφικής

Πολλά και σημαντικά είναι τα θρησκευτικά μνημεία αρχιτεκτονικής και τέχνης, που σώζονται στη Μεσσηνία και στην Τριφυλία από τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή εποχή. Σ΄ αυτό βοηθούσε ιδιαίτερα και η γειτνίαση της περιοχής με τη Μάνη και το Μυστρά, αλλά αργότερα και οι επαφές και επιδράσεις από τα Επτάνησα. Όμως, παρά την ύπαρξη πολλών τοπικών αγιογράφων και με τα στοιχεία που διαθέτουμε ως σήμερα δε μπορούμε να μιλήσουμε για τοπική αγιογραφική σχολή την περίοδο αυτή656.
Κατά τον 19ο αι. το κύριο χαρακτηριστικό των τοπικών αγιογράφων είναι η υιοθέτηση όλο και περισσότερων δυτικών στοιχείων, χωρίς να λείπουν και οι παραδοσιακότερες τάσεις.
Ενδιαφέρουσες περιπτώσεις δυτικότροπων αγιογράφων στο δεύτερο μισό του 19ου αι. στην Καλαμάτα είναι του Αντωνίου Φερεντίνου και του Θεμιστοκλή Δράκου.



α. Α. Φερεντίνος (β΄ μισό 19ου αι.)

Ο Α. Φερεντίνος υπογράφει ως Α. Φερεντῖνος ἔγραψε Καλάμαι ή απλώς ως Ἀντ. Φερεντῖνος ἔγραψε. Εικόνες του εντοπίσαμε στο ναό της Υπαπαντής Καλαμάτας, όπου υπογράφει το πέτασμα της Ωραίας Πύλης με την εικόνα Ίδε ο Άνθρωπος χρονολογημένο το 1881 και στο ναό του Αγίου Ιωάννη Καλαμάτας, όπου υπογράφει τις δεσποτικές εικόνες του αγίου Δημητρίου και του αγίου Νέστωρα να φονεύουν το Λυαίο, της Μητέρας του Θεού, του Ιησού Χριστού, του αγίου Ιωάννη Προδρόμου, ενώ δικές του θα πρέπει να είναι και οι ανυπόγραφες δεσποτικές εικόνες της Γέννησης του Χριστού (νότιος τοίχος), του αγίου Σπυρίδωνα, της Βάπτισης, του Ευαγγελισμού (πέτασμα Ωραίας Πύλης), των Τριών Ιεραρχών και της Μνηστείας της Θεοτόκου (βόρειος τοίχος). Οι εικόνες αυτές του τέμπλου χρονολογούνται γύρω στα 1870. Στον ίδιο ναό υπογράφει την εικόνα του Μικρού Χριστού με τον άγιο Ιωσήφ [εικ. Δ.71] (φυλάσσεται στο υπερώο) με χρονολογία 1882. Δικές του θα πρέπει να είναι και οι ανυπόγραφες εικόνες της Αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, της Πεντηκοστής, Ιδού ο Νυμφίος και της Ταφής του Χριστού, που φυλάσσονται επίσης στο υπερώο.
Ο Φερεντίνος δεν είναι γνωστός ζωγράφος. Όμως η τέχνη του είναι επιμελημένη, με καθαρά δυτικότροπο προσανατολισμό. Πραγματεύεται τις μορφές με ρεαλιστική διάθεση και «γλυκερό» τρόπο, όπως για παράδειγμα τα πρόσωπα του μικρού Χριστού στις εικόνες της Μητέρας του Θεού και στην παράσταση με τον Ιωσήφ. Τα εικονογραφικά του πρότυπα είναι δυτικά και σε πολλές περιπτώσεις παραπέμπουν σε επτανησιακά. Οι πολυπρόσωπες συνθέσεις της Αποτομής, των Εισοδίων, της Γέννησης και της Υπαπαντής θυμίζουν επτανησιακά πρότυπα του 19ου αι.657 Επίσης ο Χριστός με τα σταυρωμένα χέρια και το ανασηκωμένο βλέμμα του Προδρόμου προς τον ουρανό στην παράσταση της Βάπτισης θυμίζουν την αντίστοιχη παράσταση του Καντούνη στο Μουσείο Ζακύνθου από το ναό Αγίου Γεωργίου Καλογραιών658. Ομοιότητες παρατηρούμε με τις δεσποτικές εικόνες του ανώνυμου δυτικότροπου γ΄ αγιογράφου στο ναό της Ευαγγελίστριας Πατρών χρονολογημένες τη δεκ. του 1850.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράσταση με το μικρό Χριστό φέροντα το Σταυρό του μαρτυρίου και συνοδευόμενο από τον Ιωσήφ [εικ. Δ.71]. Το εικονογραφικό θέμα, ασυνήθιστο στην παραδοσιακή τέχνη, παραπέμπει σε λαϊκά δυτικά, θρησκευτικά πρότυπα, γνωστά ως «τέχνη του Αγίου Σουλπικίου», που κυκλοφορούσαν ευρέως τον 19ο αι. στην Ευρώπη μέσω των πολύ διαδεδομένων θρησκευτικών καρτών659. Ο «γλυκερός» και συναισθηματικός χαρακτήρας αυτών των προτύπων ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την αυστηρότητα της εγχώριας τέχνης, γι΄ αυτό και γίνονται αποδεκτά μόνο μετά το 1900. Το συγκεκριμένο έργο χρονολογημένο το 1882 αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα παραδείγματα αυτής της τέχνης σε ορθόδοξο ελληνικό ναό και αποδεικνύει τις δυτικές επιρροές του καλλιτέχνη, αλλά και το επίπεδο αποδοχής των νεωτερισμών αυτών από το τοπικό εκκλησίασμα.
Με την ίδια επιμέλεια ο ζωγράφος πραγματεύεται και τα στοιχεία του χώρου καθώς και τις παραπληρωματικές λεπτομέρειες των συνθέσεων, όπως τα χαμηλά και λιτά νατουραλιστικά τοπία στις εικόνες της Μητέρας του Θεού, του Ιησού Χριστού και του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, τα νεοκλασικά εσωτερικά οικημάτων, όπως στη σκηνή της Αποτομής και των Εισοδίων της Θεοτόκου, τα σύμβολα του Θείου Πάθους (Σταυρό, αγκάθινο στεφάνι, αμνό, Γραφές) στην εικόνα του Ιωσήφ με το μικρό Χριστό κ.ά. Με ιδιαίτερη επίσης επιμέλεια και έμφαση στη ρεαλιστική απόδοση των λεπτομερειών πραγματεύεται τα κεντημένα άμφια των ιεραρχών, όπως για παράδειγμα στην εικόνα των Τριών Ιεραρχών και του αγίου Σπυρίδωνα, θυμίζοντας έντονα την αντίστοιχη ικανότητα του άλλου δυτικότροπου αγιογράφου, που δρα στην Καλαμάτα την ίδια περίπου περίοδο, του Θ. Δράκου.
Στον ίδιο ναό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ανυπόγραφο έργο της Ταφής του Χριστού [εικ. Δ. 72], το οποίο αποδίδουμε στο ζωγράφο. Πρόκειται για καλό αντίγραφο του ομώνυμου έργου του Ραφαήλ της Πινακοθήκης Μποργκέζε της Ρώμης, που ζωγράφισε το 1507660. Είναι επίσης πολύ γνωστό στην Ελλάδα το αντίγραφο του ιδίου έργου από τον Βασίλειο Καρούμπα- Σκόπα, το οποίο βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη [εικ. Α. 42]661. Έχουμε την εντύπωση ότι το αντίγραφο του Φερεντίνου (;) δεν υστερεί καθόλου από το αντίστοιχο του Σκόπα μάλιστα είναι και λίγο μεγαλύτερων διαστάσεων και φαίνεται σε καλύτερη κατάσταση (διαστάσεις 97× 120 εκ., ενώ του Σκόπα είναι 100× 101 εκ. Το έργο του Ραφαήλ είναι 184× 176 εκ.). Όμως οι κακές συνθήκες αποθήκευσης του έργου, και μερικές φθορές από το σπασμένο τζάμι που το προστάτευε, δεν μας επέτρεψαν σε πιο εμπεριστατωμένη έρευνα του έργου, η οποία μπορεί να αποκαλύψει στοιχεία που πιθανόν να αλλάξουν τις αρχικές εκτιμήσεις μας.



β. Θεμιστοκλής Δράκος (1830 [;] – Αθήνα 1905)


Ο Θεμιστοκλής Δράκος είναι ένας ακόμη δυτικότροπος αγιογράφος, του οποίου έργα καταγράφουμε στην Καλαμάτα. Ο ζωγράφος είναι γνωστός μόνο για το κοσμικό του έργο και κυρίως για τις προσωπογραφίες αγωνιστών και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής662. Παρακολούθησε μαθήματα στο Σχολείο των Τεχνών και δίδαξε ιχνογραφία στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Η ανακάλυψη φορητών εικόνων του ζωγράφου διευρύνει τις μέχρι τώρα γνώσεις μας για το έργο του και προσθέτει νέες ερμηνείες στο μέχρι τώρα γνωστό προσωπογραφικό του έργο. Πρόκειται για τις δεσποτικές εικόνες της Ζωοδόχου Πηγής [εικ. Δ.74], του αγίου Σπυρίδωνα, του αγίου Νικολάου [εικ. Δ.73], της Μητέρας του Θεού [εικ. Δ.75], του Ιησού Χριστού, του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του αγίου Ανδρέα και του αγίου Διονυσίου εκ Ζακύνθου στο ναό του Αγίου Νικολάου Φλαρίου Καλαμάτας, ιστορημένες τη δεκ. του 1860. Εκτός από τις τρεις τελευταίες, ο ζωγράφος υπογράφει τις υπόλοιπες με τον απλό τρόπο: Χεὶρ Θ. Δράκου.
Για την καταγωγή του ζωγράφου δε διαθέτουμε στοιχεία. Στις αφιερωματικές επιγραφές των εικόνων του αγίου Νικολάου [εικ. Δ.73] και του αγίου Ανδρέα ο ζωγράφος καταγράφει και τον τόπο: Καλάμαι τῇ 1 Ἰουνίου/ 1863 και Καλάμας/ 1867 αντίστοιχα. Δε γνωρίζουμε εάν η καταγραφή αυτή αποκαλύπτει τον τόπο καταγωγής του ζωγράφου ή απλώς τον τόπο όπου διέμεινε για κάποιο διάστημα. Πάντως θα πρέπει να απολάμβανε ιδιαίτερης αποδοχής από την τοπική κοινωνία της Καλαμάτας όχι μόνο γιατί τού ανατέθηκε η αγιογράφηση των δεσποτικών εικόνων κεντρικού ναού, αλλά και γιατί οι χορηγοί αυτών των εικόνων ήταν εξέχοντα μέλη της τοπικής της πόλης, όπως ο υποστράτηγος Αντώνιος Μαυρομιχάλης στην εικόνα της Μητέρας του Θεού. Ελλείψει λοιπόν άλλων στοιχείων συμπεριλαμβάνουμε τον Θ. Δράκο στους τοπικούς αγιογράφους της Καλαμάτας πλάι στον Αντ. Φερεντίνο, με τον οποίο έχει αρκετά κοινά στοιχεία.
Η τεχνοτροπία του Θ. Δράκου, με βάση το γνωστό προσωπογραφικό του έργο, έχει χαρακτηριστεί ως ένα είδος «λαϊκού κλασικισμού»663, με κύρια χαρακτηριστικά την «προσπάθεια ρεαλιστικής ή, κάποτε, βεριστικής απόδοσης στοιχείων σαν τα αρειμάνια μουστάκια και τα οστεώδη πρόσωπα, σε συνδυασμό με ιδεαλιστικούς τύπους. Όπως είναι τα χαμένα στο άπειρο μάτια και το ουδέτερο φόντο»664. Στα εκκλησιαστικά του έργα τα στοιχεία αυτά επαναλαμβάνονται και μάλιστα με περισσότερη επιμέλεια κυρίως στις λεπτομέρειες. Για παράδειγμα το πρόσωπο του αγίου Νικολάου [εικ. Δ.73] μοιάζει πολύ με το πρόσωπο του αγωνιστή Κρεστενίτη της Εθνικής Πινακοθήκης. Το ύφος του αγίου Ανδρέα μοιάζει με το αντίστοιχο του αγωνιστή Ο. Φωτομάρα του Ιστορικού και Εθνολογικού Μουσείου. Επιπλέον όμως οι άγιες μορφές εικονίζονται ολόσωμες με προσωπογραφικά χαρακτηριστικά, ρεαλιστική ακρίβεια στις λεπτομέρειες και εκφραστικότητα. Όμως το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των εικόνων αυτών είναι η εξαιρετική ακρίβεια στην απόδοση των πλούσιων και πολυποίκιλων ενδυμάτων και των κεντημένων αμφίων των ιεραρχών με «βεριστική» διάθεση και χρωματικό ρεαλισμό, που παραπέμπουν σε απευθείας αντιγραφή αρχιερατικών αμφίων της εποχής. Σε μερικές περιπτώσεις η ψευδαίσθηση είναι τόσο έντονη, που χρειάζεται κάποιος να παρατηρήσει από κοντά τις ελαιογραφίες αυτές για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι πραγματικά κεντήματα.
Πραγματικό ηθογραφικό genre είναι οι λεπτομέρειες της εικόνας της Ζωοδόχου Πηγής [εικ. Δ.74]. Οι μορφές φέρουν τις ενδυμασίες της εποχής και οι απεικονίσεις των αναξιοπαθούντων πιστών, που επιζητούν θεραπεία από την πηγή μοιάζουν με πραγματικές φιγούρες ασθενών της εποχής. Επίσης τα ενδύματα που φορούν ο βασιλιάς και η βασίλισσα παραπέμπουν στην αντίστοιχες ενδυματολογικές συνήθειες του Όθωνα και της Αμαλίας665.
Ο καθαρός ρεαλισμός των λεπτομερειών σε πολλές περιπτώσεις δε συμβαδίζει με τη γενικότερη ακρίβεια στη σύνθεση, όπου πολλές φορές υπεισέρχονται και λαϊκά στοιχεία. Τα πρόσωπα για παράδειγμα της Παναγίας και του μικρού Χριστού [εικ. Δ.75] στη δεσποτική εικόνα φαίνεται να έχουν πολλές ασυμμετρίες και αρκετές γραμμικές λεπτομέρειες.
Γενικά ο έντονος ρεαλισμός και η σκουρόχρωμη κλίμακα αυτών των φορητών εικόνων, που επιτείνεται από τη φυσική φθορά της ασυντήρητης ελαιογραφίας, δημιουργούν «περίεργη» πνευματική ατμόσφαιρα, που αποτελεί μέτρο για τον ορίζοντα αποδοχής των δυτικότροπων τάσεων από την τοπική κοινωνία.

γ. Δημήτριος Ι. Μπουργετίδης και Αθ. Παπαδόπουλος (β΄ μισό 19ου αι.)

Την ίδια περίοδο δρα στην Καλαμάτα ο αγιογράφος Δημήτριος Ι. Μπουργετίδης, ο οποίος υπογράφει ως Ἐν Καλάμαι την 15 Ἀπριλίου 1874 Δημήτριος Ι. Μπουργετίδης ζωγράφος ἔγραψε την εικόνα του αγίου Νικολάου στον ομώνυμο ναό. Η τέχνη του Δ. Μπουργετίδη μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη του Α. Φερεντίνου και του Θ. Δράκου, φαίνεται όμως λιγότερο επιμελημνη και με κάποια λαϊκότερα στοιχεία. Αξιοπρόσεκτη είναι και σ΄ αυτόν το ζωγράφο η ικανότητα ν΄ αποδίδει ρεαλιστικά τα ιερατικά άμφια, στοιχείο το οποίο αποτελεί μάλλον ένα χαρακτηριστικό της τοπικής τάσης αγιογράφων.
Λίγο αργότερα το 1900 συναντούμε στον ίδιο ναό τον αγιογράφο Αθ. Παπαδόπουλο, ο οποίος υπογράφει εικόνα του αγίου Ελευθερίου. Όπως και ο Μπουργετίδης ο Παπαδόπουλος χρησιμοποιεί επιμελημένη δυτικότροπη τεχνική με έμφαση στην ρεαλιστική απόδοση των ιερατικών αμφίων όμως με ορισμένες λαϊκές επιρροές.

δ. Ηλίας Ατζητήρης (Ilias Atzitiris) (β΄ μισό 19ου αι.– αρχές 20ου αι.)

Στον ίδιο ναό του Αγίου Νικολάου Καλαμάτας την προσοχή προσελκύουν, δύο μεγάλες ελαιογραφίες πάνω από τις πλάγιες θύρες εισόδου. Πάνω από τη νότια θύρα είναι η παράσταση του Eνταφιασμού και πάνω από τη βόρεια θύρα η Ανάσταση της κόρης του Ιαείρου. Το τελευταίο έργο φέρει την υπογραφή: (κάτω δεξιά): E. Adjitiris. München / cop. nach. A. von Keller 1909. Για το ζωγράφο Ηλία Ατζητήρη (Ilias Atzitiris) διαθέτουμε λίγα στοιχεία. Σπούδασε στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά τον Ν. Γύζη και γνωρίζουμε επίσης ότι έκανε πετυχημένα αντίγραφα γνωστών θρησκευτικών έργων του Raphael, του Rembrandt κ.ά. Έργα του υπάρχουν στη Συλλογή Κουτλίδη666. Στην Alten Πινακοθήκη του Μονάχου υπάρχει αντίγραφό της Madonna Tempi του Raphael, που φέρει την υπογραφή του.
Οι δύο ελαιογραφίες στο ναό της Καλαμάτας είναι πολύ καλά αντίγραφα γνωστών έργων του 19ου αι. σχετικά διαφορετικών σχολών. Το πρώτο ο Ενταφιασμός [εικ. Δ.76] το ζωγράφισε το 1892. Είναι αντίγραφο ομώνυμου έργου του Γερμανού Friedrich August von Kaulbach (1850- 1920), το οποίο έγινε πολύ γνωστό από αναπαραγωγές σε περιοδικά και εικονογραφημένες Βίβλους και εντάσσεται στο πνεύμα της Ακαδημίας του Μονάχου667.
Το δεύτερο έργο της Ανάσταση της κόρης του Ιαείρου [εικ. Δ.77] το ζωγράφισε το 1880. Είναι αντίγραφο ομώνυμου έργου του Γερμανού ζωγράφου Albert von Keller (1844- 1920), το οποίο βρίσκεται στην Staatsgalerie Augsburg έχει χαρακτήρα πιο κοντά στις χρωματικές αναζητήσεις του Παρισιού και στις ρεαλιστικές σχολές668.
Τα δύο αντίγραφα, παρά τον σχετικά ετερόκλητο χαρακτήρα τους, ενσωματώνονται στην νεωτερική για την εποχή τους εικονογράφηση του ναού και συμβάλλουν συνολικά στην έντονη δυτικότροπη ατμόσφαιρά του. Αποκαλύπτουν επίσης τις προτιμήσεις του τοπικού εκκλησιάσματος για νεωτερισμούς και μάλιστα με ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο τρόπο, αφού ο Ατζητήρης ήταν επιδέξιος και αναγνωρισμένος αντιγραφέας δυτικότροπων έργων.

ε. Αγιογράφοι ορεινής Τριφυλίας


Στη γειτονική Τριφυλία κατά τον 19ο αι. παρατηρείται και εκεί σημαντική κίνηση τοπικών αγιογράφων. Από τις παραδοσιακότερες περιπτώσεις είναι ο ανώνυμος αγιογράφος ενός συνόλου τριών, μάλλον δεσποτικών εικόνων, του Ιησού Χριστού, της Μητέρας του Θεού και του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που φυλάσσονται στο ναό της Αγίας Τριάδος Κυπαρισσίας. Στις δυσανάγνωστες αφιερωματικές επιγραφές αυτών των εικόνων διαβάζουμε: Εν φιλιατρ_ τιν _ _1880 (εικόνα Μητέρας του Θεού). Ίσως λοιπόν ο ανώνυμος αγιογράφος, ο οποίος συνδυάζει βυζαντινότροπα και λαϊκότροπα χαρακτηριστικά να κατάγεται από τα Φιλιατρά της Τριφυλίας.
Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση του αγιογράφου Νικολάου Πρ. Ιωαννίδη από την Αμπελιώνα, ένα ορεινό χωριό στο βορειότερο τμήμα της Τριφυλίας κοντά στην Ανδρίτσαινα και στα σύνορα με την Ηλεία, τη Μεσσηνία και την Αρκαδία με λίγους κατοίκους σήμερα669. Εικόνες του αγιογράφου εντοπίσαμε στον Άγιο Νικόλαο Ανδρίτσαινας, όπου αγιογράφησε τις δεσποτικές εικόνες του αγίου Νικολάου, των Εισοδίων της Θεοτόκου [εικ. Δ.79] και του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, καθώς επίσης και τις εικόνες της Αγίας Τριάδος και των αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ. Οι εικόνες είναι ελαιογραφίες, χρονολογούνται το 1898 και ο ζωγράφος τις υπογράφει με τους εξής τρόπους: Ἔργον Νικολάου Πρ. Ἰωαννίδου/ Ἀμπελιώνα/ 20 Σεπτεμβρίου 1898 (εικόνα αγίου Νικολάου), Ν. Π. Ἰωαννίδου Ζωγράφου (εικόνα Εισοδίων), Ἔργον Ν. Π. Ἰωαννίδου (εικόνες Αγίας Τριάδος και Αρχαγγέλων).
Ο Ν. Ιωαννίδης είναι δυτικότροπος αγιογράφος, χρησιμοποιεί όμως παράλληλα και πολλά «λαϊκά» στοιχεία. Τα πρόσωπά του για παράδειγμα έχουν ρεαλιστικά χαρακτηριστικά και πλάθονται με πλατιά ανοιχτόχρωμα φωτίσματα και πολλές λειάνσεις, έχουν όμως πανομοιότυπη και μονότονη έκφραση, όπως για παράδειγμα οι γυναίκες της σκηνής των Εισοδίων και οι αρχάγγελοι.
Επίσης σε μερικές περιπτώσεις οι στάσεις των μορφών είναι άκαμπτες και οι αναλογίες όχι επιμελημένες. Τα παραπληρωματικά στοιχεία της σύνθεσης παραπέμπουν σε παραδοσιακά πρότυπα, όπως τα κτίρια στη σκηνή των Εισοδίων και η χρήση του χρυσού, όμως συχνά η πραγμάτευσή τους γίνεται με γραμμικό τρόπο, όπως το χαμηλό τοπίο στον άγιο Ιωάννη, τα σύννεφα στην Αγία Τριάδα και η απομίμηση τάπητα στα Εισόδια. Χαρακτηριστική είναι η χρωματική κλίμακα του ζωγράφου. Πλάθει χλωμά και ανοιχτόχρωμα τα πρόσωπα, τα υπόλοιπα όμως χρώματα είναι πολύ σκούρα και παρατηρείται και εδώ μια τάση καλλιγραφικής απόδοσης των αμφίων. Συγγένειες μπορούμε επίσης να διαπιστώσουμε και με τη ζωγραφική των αγιορείτικων εργαστηρίων της εποχής.

στ. Αγιογράφοι 20ου αι.

Στον 20ο αι. οι δυτικότροπες τάσεις συνεχίζονται ακμαίες στη Μεσσηνία μέχρι και τη δεκαετία του 1980.
Στις αρχές του 20ου αι. κάποιος ανώνυμος δυτικότροπος αγιογράφος ιστόρησε τις δεσποτικές εικόνες του ναού της Υπαπαντής δηλ. τον Προφήτη Ηλία, τον άγιο Αντώνιο, την Υπαπαντή, τη Μητέρα του Θεού, τον Ιησού Χριστό, τον άγιο Ιωάννη Πρόδρομο, τον άγιο Γεώργιο και τη Μεταμόρφωση. Οι εικόνες είναι σήμερα καλυμμένες με ασημένια επένδυση και δε μπορούμε να διαβάσουμε επιγραφές670. Τα πρόσωπα που είναι ακάλυπτα προδίδουν επιδέξιο δυτικότροπο αγιογράφο, με κάποιες όμως γραμμικές απλοποιήσεις που παραπέμπουν σε λαϊκότερες επιρροές. Μία ανυπόγραφη εικόνα των αγίων Αναργύρων (δωρεά των τῶν ἐν τῶν δήμων Πελλάνης [Γεωργιτσίου] καὶ Καστορίου ἐνταῦθα διαμενόντων) στο ναό του Αγίου Ιωάννη Καλαμάτας (στο υπερώο) έχει πολλά κοινά στοιχεία με τις εικόνες της Υπαπαντής και παραπέμπει σε κοινό αγιογράφο.
Μεσούντος του 20ου αι. εργάζονται στη Μεσσηνία κι άλλοι δυτικότροποι αγιογράφοι με περισσότερα ή λιγότερα λαϊκά στοιχεία. Το 1923 ο Δ. Κοκόλης υπογράφει την εικόνα του αγίου Νικολάου στο ναό του Αγίου Ιωάννη Καλαμάτας. Το 1948 και το 1959 ο Α. Βαλιανίτης ή Βολιανίτης671 υπογράφει τις εικόνες του αγίου Ιωάννη του Ρώσου και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αντίστοιχα στον ίδιο ναό.
Από το τέλος της δεκ. του 1950 μέχρι και τη δεκ. του 1980 εργάζεται ο Π. Λαζαρής672. Στον Άγιο Ιωάννη Καλαμάτας υπογράφει τις εικόνες των αγίων Θεοδώρων (1957), της αγίας Αικατερίνης (δεκ. 1960), του αγίου Γεωργίου (1957) και της Αποτομής της κεφαλής του αγίου Ιωάννου Προδρόμου (1972). Στο ναό του Αγίου Νικολάου Καλαμάτας θα πρέπει να ζωγράφισε μετά τους σεισμούς του 1986 τις παραστάσεις στον τρούλο, στην κόγχη και μερικές παραστάσεις στους πλάγιους τοίχους. Επίσης τις εικόνες του επιστυλίου του τέμπλου και τις εικόνες της Κοιμήσεως, του αγίου Νεκταρίου και της Παναγίας Γοργοϋπηκόου. Στο ναό της Αγίας Τριάδος Κυπαρισσίας αγιογράφησε την εικόνα της αγίας Ειρήνης.
Γύρω στα μέσα του 20ου αι. σημαντική είναι η δράση στη Μεσσηνία του δυτικότροπου και σπουδασμένου στην ΑΣΚΤ αγιογράφου Ευάγγελου Δράκου (Άγιος Νικόλαος Λακωνίας 1913 –Καλαμάτα 1972)673. Κατά τη δεκαετία του 1960 πραγματοποίησε τοιχογραφικές εργασίες στο ναό της Υπαπαντής μάλλον επιζωγραφίζοντας τα παλαιότερα έργα του Θωμόπουλου. Κατά τους σεισμούς του 1986 τα έργα αυτά καταστράφηκαν εντελώς. Στο ναό του Αγίου Νικολάου Φλαρίου πραγματοποίησε πολλές τοιχογραφίες κατά τη δεκ. του 1950, όπως τους τέσσερεις ευαγγελιστές στα λοφία, την αγία Αικατερίνη, άγιο Σάββα, άγιο Νικήτα, άγιο Σπυρίδωνα, Βαϊοφόρο, Κήρυγμα του αποστόλου Παύλου στην Πνύκα, Σταύρωση, Εμφάνιση του Χριστού στη Μαγδαληνή μετά τη Ανάσταση, Προσευχή στη Γεθσημανή, Πορεία προς το Γολγοθά, Φυγή στην Αίγυπτο, Θεραπεία παιδιού, άγιο Στυλιανό, οσία Ξένια, άγιο Αντώνιο, αγία Παρασκευή, άγιο Δημήτριο και άγιο Νέστωρα να φονεύουν τον Λυαίο, άγιο Γεώργιο, Χριστό και Σαμαρείτιδα, Ανάσταση Λαζάρου, Διάσωση Πέτρου, Αποτομή της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, Ιησού δωδεκαετή και Ύψωση Τιμίου Σταυρού. Ο Ε. Δράκος χρησιμοποιεί καθαρά δυτικά πρότυπα και είναι ένας από τους τελευταίους επιμελείς δυτικότροπους αγιογράφους.
Στην Κυπαρισσία στο ναό της Αγίας Τριάδος ο δυτικότροπος αγιογράφος Ι. Θεοδωρακόπουλος674 το 1958 υπογράφει εικόνα του αγίου Σπυρίδωνα και ο Δαλαμής (;) την εικόνα του Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέα στο ναό Εισοδίων της Θεοτόκου.


Νικόλαος Γραίκος
Ακαδημαϊκές τάσεις της εκκλησιαστικής ζωγραφικής στην Ελλάδα κατά τον 19 αιώνα. Πολιτισμικά και εικονογραφικά ζητήματα




Σημειωσεις:
987 Πλεμμένος Γ. (2004), [11]. Γενικότερα για την Καλαμάτα βλ. Δουκάκης, Δ. Χρ., (1906/1911)· Χρυσοσπάθης Ο. (1936)· Πανταζόπουλος, Π. Π. (1984)· Σταματόπουλος Δ. (1996), Καλαμάτα (2600 π.Χ.– 1836 μ.Χ.), Κατερίνη: Μέντωρ. Χρήσιμο είναι και το ειδικό ένθετο αφιέρωμα «Καλαμάτα», Η Καθημερινή. Επτά Ημέρες, 18 Οκτ. 2001, όπου ενδεικτικά τα άρθρα: Βερράρου, Στ. Α., «Εμπόριο και βιομηχανία», 19–21· Ζερβής, Ν. Ι., «Οι ξένοι ταξιδιώτες», 10-13· Κωνσταντινίδης, Α. Κ., «Το λιμάνι της Καλαμάτας», 22–23· Πανοπούλου- Σιά Χ., «Κοινωνική και πολιτιστική ταυτότητα», 32– 36· Ρέππας, Χρ. Κ., «Ο Τύπος της Καλαμάτας», 27–30· Χατζηιωάννου, Μ.- Χ., «Καλαματιανοί έμποροι», 24.
988 Κτεναβέας, Σ. Ν. (1907), 149.
989 Ibidem.
990 Συναρέλλη Μ. (1989), 26-27.
991 Ibidem, 56, 70. Πολύ αργότερα το 1895 μεγάλος βατός δρόμος θα είναι: Τρίπολη, Μπολέτα, Μαγκλάρα, Σινάνον (Μεγαλόπολη), Αγιάσμπεη, Δεδέμπεη, Κούρταγα, Δερβένια, Αλεσχώρι, Θουρία, Καλάμι, Καλάμαι, βλ. Φεράλδης, Θ. Ε. (1895).
992 Βλ. ενδεικτικά Παπαγιαννάκης Λ. (19902), Οι Ελληνικοί Σιδηρόδρομοι (1882-1910). Γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
993 Η Κυπαρισσία μετονομάστηκε σε Αρκαδιά κατά τη μέση βυζαντινή εποχή, όταν μετοίκησαν σ΄ αυτήν πολλοί πρόσφυγες από την ορεινή Αρκαδία, βλ. σχόλια Ιωαννίδου, Ν. Μ. (2005), 40.
994 Συναρέλλη Μ. (1989), 135–136, 195. Παρόλα αυτά τα δύο λιμάνια δεν αναβαθμίζονται ουσιαστικά. Ακόμα και τη δεκ. του 1870 «ἡ πόλις στερεῖται ἐντελῶς λιμένος, ἂν καὶ εἶνε μία τῶν ἐμπορικωτέρων πόλεων τῆς Ἑλλάδος, ἰδίως διά τε τὴν παραγωγὴν τῶν προϊόντων της, καὶ τῶν διαφόρων βιομηχανικῶν αὐτῆς καταστημάτων, ἰδίως δὲ τῶν Μεταξουργείων», Μπούκας Μιλτ. (1875), 224. Το λιμάνι της Κυπαρισσίας αναβαθμίστηκε τμηματικά, όμως και πάλι τα μεγάλα πλοία δε μπορούσαν να πλευρίσουν εξαιτίας των ρηχών νερών, βλ. Συναρέλλη Μ. (1989), 195-196.
995 Κτεναβέας, Σ. Ν. (1908β), «Παραγωγή- Βιομηχανία. Εμπόριον- Συγκοινωνία», Μεσσηνιακή Επετηρίς, 190-196 [εδώ 190-191].
996 «Ἀναμφισβήτητον δ’ ὅτι ἡ πόλις ἠστόχησε καθ΄ ὅλην ταύτην τὴν μακρὰν αὐτῆς περίοδον ταύτην ἀρχόντων καινοτόμων, ἀπηλλαγμένων τῶν τοπικῶν ἀναγκῶν καὶ ὑποχρεώσεων, ξένων πρὸς τὴν δεσπόζουσαν κατάστασιν, διότι ὄντως μόνον ἠδύνατο νὰ ἐπιτελέσθῇ τι τὸ ὁποῖον σήμερον θὰ εἶχε μεταβάλλῃ τὴν κατάστασιν […] Εἰς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦτο κατὰ τὸ ὅλον σχεδὸν συνετέλεσεν ἡ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία, ἡ ὁποία θαυματουργικῶς ἐπενήργησεν ἐκ τῆς ἀτομικῆς ἀναπτύξεως παραχθεῖσα καὶ ἥτις ὄντως παρουσίασε φαινόμενον ἀσύνηθες προοόδου», Κτεναβέας, Σ. Ν. (1908γ), 11-12. Και αλλού: «Ἀλλὰ ἐὰν αἱ ἰδιωτικαὶ ἐντυπώσεις γεννῶσι τοιαῦτα συναισθήματα, ἡ θέα τῆς πόλεως λυπεῖ βαθέως τὸν ἐπισκέπτην. Αἱ Καλάμαι εἶνε αἱ πρὸ τεσσαρακονταετίας Καλάμαι, ὡς μοῦ ἐβεβαίωνον ἀξιότιμοι τῶν κατοίκων των. Καὶ τοῦτο χάρις εἰς τὸν πρωτογενῆ φεουδαρχισμὸν τοῦ κόμματος, τὸ ὁποῖον καὶ νῦν ἔτι ἰσχύει. Φαντασθῆτε τριακονταετίαν ὅλην ὑπὸ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Δήμαρχον, ὁ ὁποῖος οὐδὲ πτερὸν μετεκίνησε […] Εἶνε ἴσως ἡ μόνη πόλις τῆς Ἑλλάδος ἡ οὕτω πῶς καθυστερήσασα καί τοι ὡς πόλις εἶνε ἡ κλεὶς τῆς Μεσσηνιακῆς παραγωγῆς», Εσθήρ (1908), 83– 84.
997 Πολυχρονόπουλος Β. (1908), γεωπόνος, «Μεσσηνιακά προϊόντα», Μεσσηνιακή Επετηρίς, 133– 146 [εδώ 146].
998 Νουχάκης, Ιω. Εμμ. (1901), 684.
999 Μπίρης Μ.-Αδάμη-Καρδαμίτση Μ. (2001), 105.
1000 Πεχλιβανίδου-Λιακατά Α. (1993), 137. Για το ίδιο θέμα βλ. Καρύδης Ν. (2000).
1001 Μπίρης Μ.-Αδάμη-Καρδαμίτση Μ. (2001), 128, 129, 236, 242.
1002 Γρηγορόπουλος, Μιχ. Σ. (1882), 78. Πρβλ. επίσης Νουχάκης, Ιω. Εμμ. (1901), 683– 685.
1003 Αδαμαντίου Ιωαννίδης Αδ. (1894β), «Αναμνήσεις από την Μεσσηνίαν. Γ», Παρνασσός ΙΖ’, Οκτ., 106-117 [εδώ113]. Βλ. επίσης idem (1894α), «Αναμνήσεις από την Μεσσηνίαν. Α», Παρνασσός ΙΣΤ’, Ιούλ., 815-833.
1004 Βλ. Αλμπάνη Β. (2009), 20.
1005 Ibidem, 19 κ.ε. Για το ναό, ο οποίος ήταν τρίκλιτη βασιλική, βλ. επίσης Γρ. Α. (1997), 75, εικ. 107, όπου όμως αναφέρεται λανθασμένα ως Άγιος Νικόλαος Φλαρίου.
1006 Μπίρης Μ. –Αδάμη-Καρδαμίτση Μ. (2001), 240.
1007 Βλ. ενδεικτικά τις αναφορές στα: Ιωαννίδου, Ν. Μ. (2005), 55-56· Παρασκευόπουλος, Σ. Ηλ.- Παυλόπουλος, Γ. Γερ. (1971), passim· Παρασκευόπουλος Σ. (1992), passim.
1008 Γρηγορόπουλος, Μιχ. Σ. (1882), 93. Πρβλ. επίσης Νουχάκης, Ιω. Εμμ. (1901), 657.
1009 Βλ. Σκιαδάς, Ελ. Γ. (1994), 335-371.
1010 Ibidem.
1011 Για την Ανδρίτσαινα του τέλους του 19ου αι., βλ. Νουχάκης, Ιω. Εμμ. (1901), 668.
1012 Βλ. Μπαφούνης Γ. (επιμ.) (1991), ιδ΄.
1013 Χουλιαράκης, Μιχ. Γ. (1974), 33, 44, 142, 210, 293.
1014 Ibidem, 34, 44, 146, 213, 296.
1015 Ibidem, 34, 44, 147, 215, 297.
1016 Για την εκκλησιαστική κατάσταση στο νομό Μεσσηνίας, βλ. Θέμελης Χρυσ. (2003)· Ατέσης Β. (1948), 262–272· Γριτσόπουλος, Τ.Αθ. (1992)· Προβατάκης, Θωμ. Μ. (1976), 13-14·Αθηναγόρας Παραμυθίας και Φιλιατρών (1931), «Κριτικόν σημείωμα περί της Επισκοπής Κορώνης», Θεολογία 9, 361–370· Βελανιδιώτης Ιεζ. (1908), Δρ., αρχιμανδρίτης, «Ο Ανδρούσσης (Μεσσήνης) Ιωσήφ. (Μία εκλιπούσα, υπέροχος και μεγάλη κληρική μορφή)», Μεσσηνιακή Επετηρίς, 113-114· Βελανιδιώτης Ιεζ. (1910), «Η Επισκοπή Μεθώνης», Εκκλησιαστική Αλήθεια 30· Βελανιδιώτης Ιεζ. (1908), «Η Μητρόπολις Μονεμβασίας και Καλαμάτας», Ιερός Σύνδεσμος 11, τχ. 70, 71, 72· Δουκάκης, Δ.Χ. (1910), «Γνωστοί Επίσκοποι Κορώνης», Εκκλησιαστική Αλήθεια 30· Δουκάκης, Δ.Χ. (1910), «Επισκοπή Μεθώνης», Εκκλησιαστικός Φάρος 6, 1910, 24-32· Δουκάκης, Δ.Χ. (1908), «Κατάλογος Επισκόπων Μεσσηνίας και Ανδρούσης», Εκκλησιαστικός Φάρος2· Δουκάκης, Δ.Χ. (1908), «Μητροπολίται Μονεμβασίας και Καλαμάτας», Μεσσηνιακά 2, 54-168· Δουκάκης, Δ.Χ. (1911), «Εκκλησιαστική ιστορία Μεσσηνίας. Επίμετρον Α. Α Κατάλογος Επισκοπών Μεσσήνης και Ανδρούσης. Β΄ Επισκοπή Μεθώνης. Επισκοπή 1833-836 Μεσσηνίας. Επισκοπικαί επιτροπαί. Επίσκοποι. Γ΄. Κατάλογος Μητροπολιτών Χριστιανουπόλεως. Τοποτηρηταί 1821-1833. 1833-1904», Μεσσηνιακά 3, 266-294· Θέμελης Χρυσ. (1988), Μητροπολίτης Μεσσηνίας, «Ιστορικά σημειώματα περί της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας», Θεολογία ΝΘ, Ιαν-Μαρτ., τχ. Α, 48–87· Κνήτης Χρ. (1910), «Συμβολαί εις την ιστορίαν της Επισκοπής Μεθώνης», Εκκλησιαστική Αλήθεια 30, 319-323· Κνήτης Χρ. (1910), «Η Μητρόπολις Χριστιανουπόλεως», Εκκλησιαστική Αλήθεια 30. Συνοδινός Π. (1957), 159-163· Τζαβέλας, Β.Δ. (1907), «Μελέτιος Επίσκοπος Μεσσηνίας», Μεσσηνιακόν Ημερολόγιον, 17-18.
1017 Διάταγμα 20 Νοε./2 Δεκ. 1833, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ.38, που αναθεωρήθηκε με το διάταγμα 21 Νοε./ 3 Δεκ. 833, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ.38.
1018 Νόμος Σ/ 9 Ιουλ.1852, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ.25, βλ. Παπαδόπουλος Χρυσ. (1920), 394-412.
1019 Ενδιαφέρουσα στοιχεία μετά από έρευνα στα τοπικά αρχεία υπάρχουν στο Πλεμμένος Γ. (2004). Ειδικότερα για την εκκλησιαστική μουσική, ibidem, 229-295, απ΄ όπου αντλούμε και τα περισσότερα στοιχεία παρακάτω. Γενικότερα για την τετράφωνη εκκλησιαστική μουσική στην Ελλάδα κατά τον 19ο αι., βλ. Φιλόπουλος Γ. (1990) και Γραίκος Ν. (2003), 144-156.
1020 Πλεμμένος Γ. (2004), 241-242.
1021 Κτεναβέας, Στ. Ν. (1908), «Εκκλησιαστικά ζητήματα. Ιερατικός Σύνδεσμος Μεσσηνίας», Μεσσηνιακή Επετηρίς, 64.
1022 Μοσχούτης Ν. (1908), φαρμακοποιός, «Ο Εμπορικός Σύλλογος. Η ανάπτυξις και η δράσις αυτού», Μεσσηνιακή Επετηρίς, 156-159.
1023 Βλ. Μπούκας Μιλτ. (1875), 228. Γρηγορόπουλος, Μιχ. Σ. (1882), 78.
1024 Οι παραδοσιακές αξίες παραμένουν σταθερές σε πολλούς τομείς. Για παράδειγμα:«Αἱ Καλάμιαι κυρίαι εἶνε ἀληθεῖς μητέρες μὲ τὰ ἰσχυρὰ φίλτρα των καὶ οἰκοκυραὶ τέλειαι. Μάτην ἡρεύνησα ν’ ἀνεύρω εἰς αὐτὰς τὴν ἐκφυλισμένην κομψότητα τῶν νεωτερισμῶν μας», Εσθήρ (1908), 83.
1025 Για την κομψότητα των ναών, βλ. παρακάτω μαρτυρίες της εποχής: «οἰκίαι δὲ νέαι καὶ μεγαλοπρεπεῖς ναοὶ φιλοκάλως κοσμοῦσι τὴν πόλιν», Ζάρκου Αικ. (1885), «Μεσσηνιακαί εντυπώσεις. Η πανήγυρις του Βουλκάνου», Ποικίλη Στοά. Ετήσιον Ημερολόγιον 1886, έτος Στ΄, 354-375 [εδώ357]· «Τρεῖς νεοδμήτους Ναούς, Βυζαντινῆς Αρχιτεκτονικῆς», Μπούκας Μιλτ. (1875), 224· «τρεῖς νεοδμήτους ἱεροὺς ναούς, Βυζαντινοῦ ῥυθμοῦ, τῆς Ὑπαπαντῆς, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου καὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου», Γρηγορόπουλος, Μιχ. Σ. (1882),78· «ἔχει […] ὡραίους ναοὺ τῆς Ὑπαπαντῆς, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, Ἁγίου Ἰωάννου, τὸν Ἅγιον Κωνσταντῖνον μονὴν τῶν Καλογραιῶν καὶ μικρὸν ναὸν Βυζαντινὸν τῶν Ἀποστόλων χρονολογούμενον ἀπὸ τοῦ ΙΓ΄ αἰῶνος», Νουχάκης, Ιω. Εμμ. (1901), 683–684. Παρομοίως και για την Κυπαρισσία: «Τὴν πόλιν [Κυπαρισσία] προσέτι καθωραΐζουσι τρεῖς ἱεροὶ ναοὶ, εἰς τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος, τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τῆς Θεοτόκου, διαπρέποντες ἐπὶ ἐσωτερικῇ καὶ ἐξωτερικῇ διακοσμήσει», Γρηγορόπουλος, Μιχ. Σ. (1882), 93. Για το ναό της Αγίας Τριάδος Kυπαρισσίας, βλ. Νουχάκης, Ιω. Εμμ. (1901), 657.
1026 Ιστορικά στοιχεία για το ναό, βλ. Θέμελης Χρυσ. (2003), 253-257, 339· Θέμελης Χρυσ. (1998), 13–21· Πανταζόπουλος, Π.Π. (1984), 49-51.
1027 Για την αρχιτεκτονική του ναού, βλ. Πουλημένος, Γρ.Α. (1997), 64, 70, 123, 127, 140, 143, 147, 152, 160, εικ.81Β.
1028 Βλ. Κτεναβέας, Σ. Ν. (1908α), 89-90· Τριανταφύλλου, Κ. Ν. (19953), τ. A΄, 874· Ηλιάδου Μανιάκη Π. (1992), 80-83.
1029 Η πληροφορία για εκτέλεση εργασιών στο ναό γύρω στο 1922 του ζωγράφου Ευστράτιου Ευστρατιάδη θέλει περισσότερο διερέυνηση, βλ. Θέμελης Χρυσ. (2003), 269.
1030 Θέμελης Χρυσ. (2003), 251-253. idem (1998), 15.
1031 Βλ. επίσης Θάρρος [Καλαμάτας], 11 Απρ. 1914. Θέμελης Χρυσ. (1998), 16-17.
1032 Για την αρχιτεκτονική του ναού, βλ. Πουλημένος, Γρ. Α. (1997), 64, 70, 123, 127, 140, 142, 147, 152, 160, 169, εικ. 81Α, 82.
1033 Ibidem, 64.
1034 Ο Γρ. Πουλημένος περιγράφει το ναό του Αγίου Νικολάου Εφεσίων, τον οποίο κατονομάζει λανθασμένα ως ναό του Αγίου Νικολάου Φλαρίου, βλ. Γρ. Α. (1997), 75, εικ.107.
1035 Επιγραφή: Ἐγένετο ἡ ἀναπαλαίωσις τοῦ τεμπλέου ἐμ ἔτει 1992 Δαπάνη Δημ. κ. Ἀνασ: Σκιαδᾶ εἰς μνήμην γονέων τῶν Σταύρου κ. Χαρίκλ. Σκιαδᾶ, Δημ. κ. Ἐλεν. Οἰκονομάκου, Θείων Νικ. κ. Αἰκ. Νικητάκη.
1036 Βλ. Πουλημένος, Γρ. Α. (1997), 49-50. Για το ναό βλ. επίσης ibidem, 49, 50, 51, 76, 126, 131, 154, 162, 167, 169, εικ. 43Β-46, 48.
1037 Ibidem, 49, όπου διατυπώνεται η υπόθεση ότι οι δύο ναοί είχαν κοινό αρχιτέκτονα με το όνομα Φεραδούρος.
1038 Για το ναό βλ. Πουλημένος, Γρ. Α. (1997), 48,76,77,128,154,155, εικ.41,42,47, 111, εικ. 234Β.
1039 Βλ. Πουλημένος, Γρ. Α. (1997), 111, 112, 139, 140, 166, 173, εικ. 224Α-Β.
656 Για την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και την τέχνη της περιοχής μέχρι κυρίως το 1800 παραθέτουμε τα: Προβατάκης, Θωμ. Μ. (1976). Καλοκύρης Κ. (1973). Δημητροκάλλης Γ. (1998), Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, τ. Β. Δημητροκάλλης Γ. (1990), Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήναι. Αλμπάνη Τζ. κ.ά. (2004), Με πίστη και φαντασία. Εκκλησιαστικά Ξυλόγλυπτα του Δυτικού Ταϋγέτου, κατάλογος έκθεσης, Καλαμάτα, Ναός Αγίου Γεωργίου, Ιούλ.-Σεπτ. 2004, Αθήνα: ΥΠ.ΠΟ.-Δ/νση Μουσείων, εκθέσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Κατάλογο αγιογράφων στη Μεσσηνία πριν το 1830/1850, βλ. Πιομπίνος, Φοίβος Ι. (1984), 443-444· Δρακοπούλου Ε. (2008), 159-160, 350-351, 393-396.
657 Βλ. για παράδειγμα αντίστοιχες παραστάσεις στην αίθουσα Ζ΄ του Μουσείου Ζακύνθου, βλ. Μυλωνά, Ζ. Α. (1998), 338 κ.ε.
658 Ibidem, 396-397.
659 Για τις θρησκευτικές κάρτες, βλ. στην παρούσα εργασία, 240-241.
660 Βλ. ενδεικτικά Baldini N. (2006), «Ραφαήλ», Μεγάλοι Ζωγράφοι 3, 106–107.
661 Βλ. Λυδάκης Στ. (1976), 90 (εικ. 130). Βλ. στην παρούσα εργασία σχετικό κεφ. για το έργο του ζωγράφου Βασιλείου Καρούμπα-Σκόπα, 302-303.
662 Για τον Θ. Δράκο, βλ. «Δράκος Θεμιστοκλής», Λεξικό. Μ[πόλης] Γ. (1997), «Δράκος Θεμιστοκλής», Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών 1, 390. Ιστορία, 324, 325 (εικ.557). Χαραλαμπίδης, Α. Γ. (1976), 62-63.
663 Ibidem, 324.
664 Χαραλαμπίδης, Α. Γ. (1976), 63.
665 Βλ. ενδεικτικά «Όθωνας και Αμαλία: Η μοναρχική βασιλεία», στο: Αθήνα-Μόναχο, 513-552.
666 Το 1872 αναφέρεται ότι σπούδαζε στην Ακαδημία του Μονάχου στην τάξη του Γύζη, βλ. Lydakis St. (1972), 112, 218. Π[απανικολάου] Μ. (1997), «Ατζητήρης Ηλίας», Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών 1, 115. Γιοφύλλης Φ. (1962/1963), II, 442.
667 Βλ. The Bible 9· Rosenberg A. (1900), Friedrich August von Kaulbach, Bielefeld Velhagen & Klasing [όπου στη σ. 67 και το έργο του Ενταφιασμού].Ο Friedrich August von Kaulbach ήταν ακαδημαϊκός ζωγράφος, ο οποίος το διάστημα 1886-1891 διετέλεσε διευθυντής της Ακαδημίας του Μονάχου. Βλ. στην παρούσα εργασία 236 (υποσ.155).
668 O Albert von Keller (1844-1920) σπούδασε στην Ακαδημία του Μονάχου με δασκάλους τους Lenbach και Ramberg. Βλ. στην παρούσα εργασία, 236 (υποσ.156).
669 Θωμόπουλος, Νίκος Γ.(1984), Αμπελιώνα. Ένα μικρό χωριό με μεγάλη ιστορία (Ιστορία-Λαογραφία), Αθήνα: [χ.ε.].
670 Έχουμε την πληροφορία ότι γύρω στο 1922 πραγματοποιούσε αγιογραφικές εργασίες στο ναό ο «αριστούχος της Σχολής Καλών Τεχνών» Ευστράτιος Ευστρατιάδης, βλ. Θέμελης Χρυσ. (2003), 269. Δε διαθέτουμε όμως περισσότερες πληροφορίες για το είδος των εργασιών αυτών και για το αν είναι αυτός ο ανώνυμος αγιογράφος των δεσποτικών εικόνων.
671 Δεσποτική εικόνα του ζωγράφου καταγράφεται στη Μονή Μαρδακίου με χρονολογία 1958, Μαύρος Τ. (1995), 170.
672 Έργα του καταγράφονται επίσης στο ναό της Αγίας Σολομωνής στο Δυρράχι Λακωνίας (εικόνα Μακκαβαίων, 1962), στο παρεκκλήσιο του νεκροταφείου Τριπόλεως (εικόνα αγίου Νεκταρίου, 1966), στην Παναγία Αρκουδορεματίτισσα (εικόνα Μητέρας Θεού, 1962), στον Κάμπο Αβίας (εικόνα του Ευαγγελισμού, 1924), στη Μονή Χρυσοκελλαριάς (εικόνα Αγίας Τριάδος, 1953), βλ. Μαύρος Τ. (1995), 194.
673 «Δράκος Ευάγγελος», Λεξικό. Μ[πόλης] Γ. (1997), «Δράκος Ευάγγελος», Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών 1, 390. Εικόνες του καταγράφονται στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νεκταρίου Μονής Βελανιδιάς Καλαμάτας, βλ. Μαύρος Τ. (1995), 177. Η σχέση του με το ζωγράφο Θεμιστοκλή Δράκο δεν τεκμαίρεται από την τρέχουσα βιβλιογραφία.
674 Μεγάλη εικόνα του Μυστικού Δείπνου στην Κατσιμικάδα Κυπαρισσίας υπογράφεται από το ζωγράφο με χρονολογία 1972, βλ. Μαύρος Τ. (1995), 181.




Printfriendly