.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

Ο ποταμός Αλφειός ως μεθοριακή γραμμή και χώρος κατοίκησης κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού


H Ηλεία είναι ο φυσικός συλλέκτης δύο μεγάλων λεκανών απορροής της Πελοποννήσου, του Αλφειού ή Ρουφιά (Γ) και του Πηνειού, συνολικής έκτασης 6233 τ.χλμ. (χάρτης 1). Εκτός, όμως, από την έκταση των λεκανών ιδιαίτερη βαρύτητα έχει το μεγάλο βροχομετρικό ύψος των ορεινών περιοχών, οι οποίες τροφοδοτούν την Ηλεία. Επιπλέον, το υδρογραφικό δίκτυο προσφέρει και τους φυσικούς δρόμους προσπέλασης προς τους ορεινούς όγκους στα ανατολικά1.

Ο ποταμός Αλφειός

Ο Αλφειός είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Πελοποννήσου και ένας από τους μεγαλύτερους της Ελλάδας, με συνολικό μήκος περί τα 112 χλμ. Η έκταση της λεκάνης απορροής του υπολογίζεται σε 3600 τ.χλμ. περίπου, έκταση που αντιστοιχεί στο 30% της Πελοποννήσου. Σε όλη τη διαδρομή του ποταμού, από τις πηγές μέχρι τις εκβολές του, εμφανίζεται ποικιλία γεωμορφών και αναγλύφου που περιλαμβάνει απότομες, βραχώδεις πλαγιές, στενές κοιλάδες, ποτάμιες αναβαθμίδες, φαράγγια και μια πλατιά κοιλάδα από το σημείο που συμβάλλει με τον κυριότερο παραπόταμό του, Λάδωνα, μέχρι και τις εκβολές του, νότια της πόλης του Πύργου2.
Κατά την αρχαιότητα ο ποταμός από την Ολυμπία και μέχρι τις εκβολές του υπήρξε πλωτός (κατά τον Πλίνιο σε μήκος 6000 ποδών3). Oι όχθες του ήταν κατάφυτες και πλοιάρια μετάφεραν αγαθά και ανθρώπους στην Ολυμπία4. Ο ρόλος του ποταμού, ως φυσικής οδού που οδηγεί από τα παράλια στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου, φαίνεται ότι είχει γίνει αντιληπτός ήδη από την 3η χιλιετία5, καθώς παρατηρούνται αξιοσημείωτες ομοιότητες στην κεραμική6 από τα οικιστικά σύνολα της Λέρνας στη ΒΑ Πελοπόννησο με αυτήν της Ολυμπίας7. Έχει προταθεί, άλλωστε, ότι η Ολυμπία υπήρξε ένας εμπορικός σταθμός για προϊόντα και άτομα, τα οποία προέρχονταν από τη δυτική Μεσόγειο (π.χ. τη Μάλτα) και τη ΒΔ Βαλκανική (Δαλματικές Ακτές). H εκβολή του Αλφειού στο Ιόνιο μπορεί να θεωρηθεί η απόληξη ενός θαλασσίου δρόμου, ο οποίος ξεκινούσε από τις δαλματικές ακτές, ακολουθούσε την ανατολική ιταλική ακτογραμμή και δια των νήσων του Ιονίου έφθανε στην Πελοπόννησο8. Οι ομοιότητες στην κεραμική της Λέρνας και της Ολυμπίας αποδεικνύουν ότι στην Πελοπόννησο είχε πιθανώς δημιουργηθεί ένα δίκτυο «ποτάμιων» οδών που ξεκινούσαν από το Ιόνιο και κατέληγαν στη Λέρνα της Αργολίδας9. Η κοιλάδα του Αλφειού αναδείχθηκε σε πρόσφορο και ασφαλή τρόπο μεταφοράς ανθρώπων και αγαθών10.
Η σημασία του Αλφειού οδήγησε τόσο στην καθιέρωσή του11 και την εισαγωγή του στη μυθολογική12 και λογοτεχνική παράδοση13 όσο και στην εικαστική του απεικόνιση14 . Η θεοποίηση του Αλφειού μαρτυρείται ήδη στα ομηρικά έπη, καθώς ο Νέστωρ θυσιάζει έναν ταύρο προς τιμήν του15, ενώ στο ακρόπρωρο του πλοίου του ο Αλφειός εικονίζεται με πόδια ταύρου16. Στην Ολυμπία ο Παυσανίας περιγράφει την ύπαρξη ενός βωμού προς τιμήν του ποταμού και ενός άλλου για την από κοινού λατρεία του Αλφειού και της Αρτέμιδος17.
Η εικαστική απόδοσή του εντοπίζεται στην Ηλεία και την Πελοπόννησο, εκτείνεται, όμως, και στην ευρύτερη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Έτσι παρουσιάζεται σε ψηφιδωτά από την Αντιόχεια18 και τη Λαττάκεια της Συρίας19, την Αλεξάνδρεια20 (στην περίπτωση αυτή με την Αρέθουσα) και την αποκαλούμενη «Βίλλα του Ηρώδη Αττικού» στην Εύα/Λουκού Κυνουρίας21⋅ σε αρχαία ελληνικά νομίσματα, ως κεκλιμένος, κρατώντας στεφάνι ή με τον Κλαδέο22⋅ ως εναέτιο γλυπτό στο ναό του Διός στην Αρχαία Ολυμπία23⋅ σε άγαλμα-τμήμα του συμπλέγματος Δία και Πέλοπος, αφιερωμένο στον Δία από τους κατοίκους της Κνίδου24⋅ σε σαρκοφάγους ρωμαϊκών χρόνων25.
Ο Αλφειός θεωρήθηκε και παραμένει ένα σημαντικό γεωγραφικό ορόσημο26. Στις γραπτές πηγές αντιμετωπίζεται ως σύνορο στη γεωπολιτική θέση της περιοχής και ως φυσικό εμπόδιο στην επικοινωνία της ΒΔ και ΝΔ Πελοποννήσου. Στην Ιλιάδα, κατά την περιγραφή της γεωγραφίας του Πυλιακού κράτους και των μεθοριακών του διαμαχών με την κρατική οντότητα των Επειών-Ηλείων, αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Οι επόμενοι ήταν οι άντρες απ’ την Πύλο και την αγαπημένη Αρήνη, από το Θρύο κοντά στον Αλφειό και το καλοχτισμένο Αιπύ, τον Κυπαρισσήεντα, την Αμφιγένεια, τον Πτελεό, το Έλος και το Δώριο…» (Ιλιάδα, Β, 592-595).
«Υπάρχει δε κάποια πόλη, η Θρυόεσσα, σε απότομο λόφο, κοντά στον Αλφειό, στα έσχατα όρια της αμμώδους Πύλου. Αυτήν την πολιορκούσαν (οι Ηλείοι), επειδή σφοδρά επιθυμούσαν να την καταστρέψουν» (Ιλιάδα, Λ, 712-715)27.
Δεκάδες αιώνες αργότερα ο Παπανδρέου περιγράφει τις δυσκολίες των κατοίκων της Ηλείας να «τιθασσεύουν» τον ποταμό: «Πολλαχού δ’ όμως σήμερον και μάλιστα παρά τας εκβολάς, παρά την Αγουλινίτσαν, παρά την Ολυμπίαν και παρά τα Άσπρα Σπίτια, διαβαίνεται δια λέμβων και έτι ασφαλέστερο με τα λεγόμενας περαταριάς, αίτινες είναι λέμβοι άνευ τρόπιδος, και οι οποίες διευθύνονται ή δια σταλίκων (δηλ. μακρών ξύλων κρατουμένων δια της χειρός και στηριζομένων επί του στερεού πυθμένος) ή δια σχοινιών ή δια συρμάτων δενομένων επί στύλων πηγνυμένων στερεώς εν εκατέρα όχθη του ποταμού»28.




Οι πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι (ΥΕ Ι-ΙΙ)


Κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο ο Αλφειός αποτελεί ένα βασικό γεωγραφικό ορόσημο29, αφού η κατοίκηση φαίνεται πως περιορίζεται στη Βόρεια Τριφυλία30. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται έντονη η επίδραση της παρακείμενης Μεσσηνίας σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής.

Ταφική Αρχιτεκτονική

Οι νεκροί θάπτονται σε θολωτούς τάφους ή τύμβους. Οι θολωτοί τάφοι ακολουθούν τις γενικές αρχιτεκτονικές αρχές, παρουσιάζουν, όμως, και κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες που συνδέουν τα μνημεία με αντίστοιχά τους μεσσηνιακά. Τέτοιες ιδιαιτερότητες είναι η ανέγερση των θολωτών τάφων ανά τρεις και μάλιστα πλησίον ή και εντός του οικισμού31, η διαμόρφωση ταφικών λάκκων εντός του θαλάμου32, η χρήση ως οικοδομικού υλικού πλακοειδών λίθων μικρών διαστάσεων (Κορυφάσιο, Κακόβατος)33, η λάξευση παράλληλα προς τις παρειές του στομίου πεταλόσχημων αυλακώσεων34, η πλακόστρωση του δαπέδου (π.χ. Θολωτός Τάφος Β του Κακοβάτου) και η χαλικόστρωση του θολωτού τάφου του Σαμικού35.
Οι ενταφιασμοί σε τύμβους αποτελούν έναν ακόμη συνδετικό κρίκο με την παρακείμενη Μεσσηνία, όπου η χρήση τους υπήρξε γενικευμένη κατά τη ΜΕΧ. Στο Σαμικό η ανασκαφέας Ελένη Παπακωνσταντίνου επισημαίνει την ύπαρξη πεταλόσχημων κατασκευών (που αποκαλεί «βωμούς») 36 , οι οποίες ομοιάζουν σχεδιαστικώς με αντίστοιχα κτίσματα στο εσωτερικό μεσσηνιακών τύμβων37.

Ταφικά έθιμα

Ομοιότητες μεταξύ των δύο περιοχών (βόρεια Τριφυλία και Μεσσηνία) επισημαίνονται τόσο στην εκτέλεση ταφικών εθίμων-πρακτικών, όσο και στην εναπόθεση κτερισμάτων.
Ενδεικτικώς αναφέρονται η κάμψη του ξίφους του νεκρού (Κακόβατος, Θολωτός Τάφος Β), ταφική πρακτική με ευρύτατη χρονική και γεωγραφική διάδοση, η οποία συμβόλιζε παραστατικά τον θάνατο και την «απώλεια» του πολεμιστή, η προαναφερθείσα λάξευση παράλληλα προς τις παρειές του στομίου πεταλόσχημων αυλακώσεων, καθώς και η κτέριση των νεκρών με την εναπόθεση περιάπτων (σε σχήμα γλαυκός και βατράχου), ψήφων και επιρραμμάτων από χρυσό, ψήφων από ημιπολύτιμους λίθους, αναρίθμητων χανδρών και πλακιδίων από ήλεκτρο 38 , περονών και δίσκων από ελεφαντόδοντο. Οι ενταφιασμοί συνοδεύονταν και από πλήθος αγγείων, όπως ανακτορικοί πιθαμφορείς, αμφορείς με ελλειψοειδές στόμιο, αμφίπροχοι κύλικες, κύπελλα Βαφειού και μόνωτες αλαβαστροειδείς προχοΐσκες39.




Οικονομία

Οι δύο γεωγραφικές ενότητες διαπλέκονται και στον χώρο της οικονομίας, αφού πιθανώς συγκροτούσαν μία κοινή οικονομική ενότητα. Τόσο η παλαιότερη όσο και η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα οικιστικών καταλοίπων στον Κακόβατο 40, αλλά και η αποκάλυψη μυκηναϊκής οικίας στο Επιτάλιο41 (δίπλα στην κοίτη του ποταμού Αλφειού) καταδεικνύουν ότι η οικονομία βασίζεται στην εισαγωγή και διαμετακόμιση του ηλέκτρου. Η ανεύρεση μεγάλων ποσοτήτων του συγκεκριμένου υλικού στον Κακόβατο, αλλά και στην Περιστεριά Μεσσηνίας μαρτυρούν ότι η ακτή της ΝΔ Πελοποννήσου είχε καταστεί «πύλη εισόδου» του κεχριμπαριού στον μυκηναϊκό κόσμο.
Επιπλέον, ο εντοπισμός δεκάδων πίθων με απανθρακωμένους καρπούς σύκων42 στο εσωτερικό δωματίων στον Κακόβατο δηλώνει την ενασχόληση των κατοίκων με την καλλιέργεια της συκιάς και πιθανώς την εμπορία αποξηραμένων καρπών. Ανάλογη κατάσταση παρατηρείται στο πυλιακό βασίλειο, του οποίου ο άνακτας, σύμφωνα με πινακίδα της Γραμμικής Β (ER 800), κατείχε 1000 δένδρα συκιάς43, ενώ στην ευρύτερη περιοχή της Πυλίας καλλιεργούνταν περί τα 1770 δένδρα (πινακίδα Gv 862).
Τέλος, η παραγωγή λιναριού στη ΝΔ Πελοπόννησο είχε ουσιώδη αντίκτυπο στην τοπική οικονομία μέχρι και το α΄ μισό του 20ου αιώνα 44 . Σε πινακίδες της Γραμμικής Β καταγράφονται τουλάχιστον 62 τοπωνύμια στο πυλιακό κράτος όπου καλλιεργείται το λινάρι45. Αλλά και οι κάτοικοι της βόρειας Τριφυλίας καταγίνονται με την παραγωγή λιναριού, αφού οι πρόσφατες ανασκαφές του Κακοβάτου (2011) έφεραν στο φως ένα σπάνιο σχήμα αγγείου, το οποίο ο Μαρινάτος είχε αποκαλέσει «διμιτέα» και του οποίου η χρήση συνδέεται με την υφαντουργία. Μόλις τρία δείγματα έχουν προέλθει από διάφορες θέσεις στη Μεσσηνία46 . Η ανευρεθείσα ασάμινθος στο εσωτερικό κτηρίου στο Επιτάλιο σχετίζεται πιθανώς με την κατεργασία του λιναριού, ενώ μεγάλος υπήρξε ο αριθμός των υφαντικών βαρών που απέδωσαν και οι δύο θέσεις47.




Οι ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι

Τοπογραφία (Χάρτες 2,3)

Κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ-Β η περιοχή της Βόρειας Τριφυλίας παρουσιάζεται αραιοκατοικημένη.
Οι θολωτοί τάφοι στον Κακόβατο, ο τύμβος των Μακρυσίων και η πλειονότητα των ταφικών μνημείων του Σαμικού δε δέχονται πλέον ταφές. Οι οικισμοί παύουν να κατοικούνται, ο Κακόβατος στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΑ και το Επιτάλιο στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ.
Αντιθέτως, όπως καταφαίνεται από τα ερευνηθέντα ταφικά σύνολα, κατοικείται πυκνά η περιοχή της κοιλάδας του Αλφειού και των παραποτάμων του (Κλαδέου). Συγκεκριμένα η χωροθέτηση των ταφικών συνόλων μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως εξής48: α) νοτίως του Αλφειού (Μακρίσια-θέση Κανιά, Διάσελλα-Μπρουμάζι), β) στην Αρχαία Ολυμπία (Χάρτες 4-7) και την ευρύτερη περιοχή της (Αρχαία Ολυμπία-Νέο Μουσείο, Δρούβα, εικ. 1, Μιράκα: θέσεις Γιδόστανη, Κρυαβρύση, Σικαλίστρα, Χαντάκια, Λιναριά), γ) κατά μήκος ή πλησίον του (Πεύκες, Στραβοκέφαλο, Τρύπες, Κοσκινά, Μάγειρας, Πλάτανος) και δ) βορείως της Αρχαίας Ολυμπίας στη συμβολή του Αλφειού και Ενιπέα (Στρέφι, Καυκανιά).
Δυστυχώς, η απουσία σημαντικών και προσεκτικά ανασκαμμένων οικιστικών καταλοίπων αποτελεί βασικό ζήτημα αξιολόγησης στην προσπάθεια ένταξης των θέσεων σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο κατοίκησης. Η ανάπτυξη των οικιστικών μονάδων σε συνάρτηση με τις παραγωγικές πηγές (Αλφειός, Ενιπέας, Κλαδέος) είναι πάντως δεδομένη.
Τα κριτήρια επιλογής θέσεως σχετίζονται άμεσα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Συνήθως τα λιγοστά οικιστικά κατάλοιπα (Διάσελλα, Άσπρα Σπίτια, Επιτάλιο, Δρούβα) (εικ. 1)
στην πλευρά του πλατώματος, το οποίο εποπτεύει μια κοιλάδα ή ένα σημαντικό οδικό πέρασμα, παρέχοντας τη μέγιστη ορατότητα σε πλάτος πεδίου και σε βάθος χώρου. Τα κτήρια, ως προς τη διασωθείσα θεμελίωση, φανερώνουν κατασκευαστική ομοιογένεια, συνδυάζοντας ποτάμιες κροκάλες, αργούς λίθους και πλίνθους στην ανωδομή (Διάσελλα, Άσπρα Σπίτια). Δεν αποκλείεται η ύπαρξη αγροτικών οικιστικών συνόλων, αποτελούμενων από κτίσματα μικρότερων διαστάσεων, τα οποία είχαν κατασκευασθεί εξ’ ολοκλήρου από οπτοπλίνθους.
Τα πλημμυρικά επεισόδια των ποταμών Κλαδέου49 (εικ.2) και Αλφειού, καταγεγραμμένα ήδη από την -3η χιλιετία, αποτελούσαν σημαντικό πρόβλημα για τους οικισμούς παραπλεύρως του ποταμού και των καλλιεργειών τους50, και η πιθανή καταστροφή και κατάχωση θέσεων με εγγύτητα στις ποτάμιες αρτηρίες δε δύναται να αποκλειστεί51. Η κατοίκηση του Κλαδέου και κατ’ επέκταση η συνολική διασπορά των θέσεων κατά μήκος του Αλφειού βασίζεται σε ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός συγκερασμού των περιβαλλοντικών κριτηρίων και των κοινωνικών δεδομένων, τα οποία συνίστανται αποκλειστικά στην έννοια του χώρου επιρροής (catchment area). Η εύρεση πληθυσμιακών ομάδων, της τάξης των 20-80 ατόμων52 ανά χρονική περίοδο σε απόσταση μικρότερη των 3χλμ., καθώς και η παράθεση των γεωμορφολογικών μεταβλητών οδηγεί στο συμπέρασμα της παρουσίας ενός ακαθόριστου ακόμη πλέγματος οικισμών μικρότερου μεγέθους γύρω από έναν κεντρικό οικισμό φυλετικής ιεράρχησης.




Ταφική αρχιτεκτονική – Είδη τάφων

Οι νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς53, λακκοειδείς54, ημιτελείς θαλαμωτούς55 και θολωτούς 56 τάφους, σε πίθους (στον Μάγειρα;) και εντός οικιών (Φιγάλεια, θέση «Κορδομπούλι»). Οι θαλαμωτοί είναι μικρών γενικά διαστάσεων, με βασικό γνώρισμά τους την κατασκευή στον θάλαμο ταφικών λάκκων, προοριζόμενων να δεχθούν τόσο πρωτογενείς όσο και δευτερογενείς ταφές. Η πρακτική αυτή επιχωριάζει στην κεντρική και νότια Ηλεία, ενώ δεν υπήρξε δημοφιλής στην ΒΑ Ηλεία57. Η πρακτική αυτή δύναται να ενταχθεί σε μία μακρά παράδοση χρήσης ταφικών λάκκων, αναγόμενη τουλάχιστον στα τέλη της ΜΕΧ και στην πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο (Κακόβατος, Σαμικό, Μακρύσια)58. Μάλιστα ο θολωτός τάφος στη θέση «Τριανταφυλλιά» προσομοιάζει με αντίστοιχους χρονικά (;) θαλαμωτούς τάφους (ΥΕ ΙΙΙΑ), διαθέτοντας θόλο μικρής διαμέτρου (μόλις 3,8μ.), ενώ στο εσωτερικό του κατασκευάστηκαν πέντε ταφικοί λάκκοι, καθιστώντας το μνημείο έναν επιτυχημένο συνδυασμό θολωτού και θαλαμωτού «ηλειακού τύπου»59.

Ταφικά έθιμα- Κτέριση νεκρών

Τα έθιμα ταφής στα ταφικά σύνολα κατά μήκος του Αλφειού και των παραποτάμων του δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφοροποιήσεις συγκριτικά με τον υπόλοιπο μυκηναϊκό κόσμο. Η πλειονότητα των ταφών και ανακομιδών εντοπίστηκε κτερισμένη60. Οι νεκροί συνοδεύονταν από τουλάχιστον ένα αγγείο, ενταφιάζονταν ντυμένοι, φέροντας τον οπλισμό ή τα κοσμήματά τους που κατασκευάζονταν είτε από ημιπολύτιμους λίθους (ψήφοι από στεατίτη και κορναλίνη) είτε από υαλόμαζα/φαγεντιανή (ψήφοι και πλακίδια). Η έρευνα δύο θαλαμωτών (Στραβοκέφαλος Τάφος ΙΙΙ και Καυκανιά στη θέση «Καραβάς») απέδωσε δύο κρανία, τα οποία διέσωζαν κατά χώραν διάδημα αποτελούμενο από κοσμημένα πλακίδια κυανής υαλόμαζας61. Τα λίθινα ή πήλινα σφονδύλια υπήρξαν σύνηθες κτέρισμα, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις επισημάνθηκαν σφραγιδόλιθοι. Λιγοστοί υπήρξαν οι τάφοι με χάλκινα εγχειρίδια, μαχαίρια, ξυρούς, αιχμές δοράτων, ξίφη και οδοντόφρακτα κράνη.
Προσφιλής προσφορά υπήρξε η κεραμική. Ποσοτικά κυριαρχούν τα αλάβαστρα, οι ψευδόστομοι και οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι62. Δημοφιλές σχήμα καθίσταται και το άωτο αλαβαστροειδές63. Στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΑ εμφανίζονται οι τρίωτοι αμφορείς, σχήμα το οποίο επιχωριάζει στη ΝΔ Πελοπόννησο64, ενώ ανευρίσκονται συχνά και μεγάλων διαστάσεων αρτόσχημα αλάβαστρα65. Οι βάσεις κυλίκων χρησιμοποιούνται σαν πώματα κλειστών αγγείων (αλαβάστρων, αμφορέων και πιθαμφορέων)66. Τέλος, σε απιόσχημους πιθαμφορίσκους και αλάβαστρα διαφοροποιείται (ενίοτε) το κόσμημα κάτω από τις λαβές (με τη χρήση ενάλληλων γωνιών ή επάλληλων αψιδωμάτων), τεχνική διακόσμησης που εντοπίζεται και στην παρακείμενη Μεσσηνία67.
Επιπρόσθετα, ψευδόστομοι αμφορείς (από ταφικά σύνολα στο Στρέφι, στο Νέο Μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας, στα Μακρίσια κ.ά.), ένα κωνικό ρυτό και μία ραμφόστομη πρόχους από το Σαμικό, απιόσχημοι ψευδόστομοι αμφορείς (από Ρένια και Ν. Μουσείο) και δύο φλασκιά από το Στραβοκέφαλο βρίσκουν ανάλογα στην παρακείμενη Μεσσηνία, αποτελώντας πιθανώς δημιουργίες ενός κοινού εργαστηρίου68.

Ανθρωπογεωγραφία – Δημογραφία

Η μακροσκοπική μελέτη οστεολογικού υλικού 69 από ταφικά σύνολα της ευρύτερης περιοχής της Ολυμπίας- Αλφειού- Κλαδέου και παραποτάμων απέδωσε ενδιαφέροντα συμπεράσματα70 (πίν.1). Σύμφωνα με τα πορίσματα της μακροσκοπικής έρευνας και του προσδιορισμού του Ελάχιστου Αριθμού Ατόμου πρόκειται για σκελετικό υλικό εκατόν ογδόντα επτά (187) ατόμων, εκ των οποίων κατά προσέγγιση ταυτίστηκαν εκατόν εννέα (109) ενήλικες, είκοσι πέντε (25) ανήλικα και πενήντα τρία (53) άτομα αδιάγνωστου ηλικίας.




Όσον αφορά τα ενήλικα άτομα ταυτοποιήθηκαν δεκατρία (13) άτομα μεγάλης ηλικίας άνω των 45 ετών, σαράντα τέσσερις (44) ενήλικες με ηλικία θανάτου μεταξύ 25-45 ετών και τριάντα (30) άτομα στην περίοδο της πρώτης ενηλικίωσης 17-25 ετών. Για περίπου εβδομήντα επτά (77) περιπτώσεις δεν κατέστη σαφής, κυρίως λόγω της αποσπασματικότητας του υλικού, η κατά προσέγγιση ηλικία θανάτου. Τα ανήλικα αριθμούν εικοσιπέντε (25) άτομα71, εκ των οποίων δέκα (10) έφηβοι, εντασσόμενοι στην ηλικιακή ομάδα των 13-16 ετών, δεκατρία (13) νήπια με ηλικία θανάτου τα 4-12 έτη και οστεολογικό υλικό δύο (2) βρεφών (0 έως 3 ετών)72.
Το μέγιστο ποσοστό ατόμων ως προς τον προσδιορισμό του φύλου ανήκει σε ανδρικές ταφές. Η συνήθης στάση ενταφιασμού ήταν η συνεσταλμένη, με ελαφρώς κεκαμμένα σκέλη και η εκτάδην με την κεφαλή στραμμένη προς Β ή Ν.

Από τη μακροσκοπική ανάλυση των οστεολογικών καταλοίπων (πίν. 3) διαγνώστηκαν ασθένειες ανιχνεύσιμες στον κρανιακό και μετακρανιακό σκελετό, όπως:
− Τρυγία: Έξι ενήλικα άτομα έφεραν τρυγία («πέτρα») επί της παρειακής και γλωσσικής επιφάνειας. Θέσεις εντοπισμού: Καυκανιά, Χελιδόνι, Αρχαία Ολυμπία (Νέο Μουσείο), Στρέφι.
− Τερηδόνα: Η νόσος (που συνδέεται με την πλούσια σε υδατάνθρακες διατροφή) προκαλεί μέτρια έως μεγάλη φθορά της παρειακής, μασητικής και ενδιάμεσης επιφάνειας και αφορά κυρίως σε γομφίους. Συνήθως εντοπίζεται σε κάτω γνάθους ατόμων ηλικίας άνω των 25 ετών. Ανευρέθηκε σε οδοντικό υλικό δεκατεσσάρων (14) ατόμων. Θέσεις εντοπισμού: Διάσελλα, Στρέφι, Χελιδόνι, Μακρύσια, Κοσκινάς, Νέο Μουσείο.
− Προθανάτια απώλεια δοντιών: Η προθανάτια απώλεια δοντιών κυρίως σε περιπτώσεις οστεολογικού υλικού της κάτω γνάθου, εμφανίζεται σε δεκατέσσερις (14) περιπτώσεις.
Σε πέντε άτομα μεγάλης ηλικίας διατηρούνται μόνο οι τομείς και οι κυνόδοντες. Το φαινόμενο εμφανίζεται σε άτομα ηλικίας άνω των 30-35 ετών και συσχετίζεται με περιοδοντικές νόσους και τερηδόνα. Θέσεις εντοπισμού: Διάσελλα, Καυκωνία, Νέο Μουσείο, Στρέφι, Χελιδόνι.
− Υποπλασία αδαμαντίνης: Τέσσερα (4) άτομα εντοπίζονται με χαρακτηριστικά ελαφριάς έως μέτριας υποπλασίας αδαμαντίνης, η οποία προκαλείται από διατροφικές διαταραχές/υποσιτισμό κατά την παιδική ηλικία. Θέσεις ανεύρεσης: Καυκανιά, Στρέφι, Νέο Μουσείο.
− Περιοδοντικές νόσοι: Αναγνωρίστηκαν τέσσερις περιπτώσεις περιοδοντικών νόσων με χαρακτηριστική υποχώρηση του φατνιακού οστού και με οριζόντια ταπείνωση του φλοιού της απόφυσης. Θέσεις: Καυκωνία, Στρέφι, Νέο Μουσείο.
− Cribra Orbitalia: Σπογγώδους υφής αλλοίωση στο εσωτερικό των οφθαλμικών κογχών, δύο (2) ενηλίκων θηλέων ατόμων. Προκαλείται από την ασθένεια cribra orbitalia, η οποία προφανώς οφείλεται σε αναιμία.73 Θέσεις ανεύρεσης: Στρέφι, Χελιδόνι.
− Οστεοαρθρίτιδα: Η πλειονότητα των περιστατικών οστεοαρθρίτιδας σχετίζεται με την εμφάνιση πορώδους υφής επί των οστών και εκφυλιστικής αλλοίωσης των αρθριτικών επιφανειών. Οι αλλοιώσεις απαντούν σε δεκαπέντε (15) περιπτώσεις. Ο αριθμός είναι σημαντικός αν αναλογιστούμε την αποσπασματικότητα του υλικού. Θέσεις εντοπισμού: Διάσελλα, Μακρύσια, Στρέφι, Χελιδόνι, Καυκωνία, Νέο Μουσείο.
− Κατάγματα: Κατά τη μακροσκοπική μελέτη του συνόλου του οστεολογικού υλικού διαγνώστηκαν τρεις (3) περιπτώσεις καταγμάτων, στην κνήμη και στα μακρά οστά των άνω άκρων74. Θέσεις εντοπισμού: Νέο Μουσείο, Χελιδόνι.
Η μελέτη του οδοντικού υλικού μαρτυρεί πληθυσμό με σχετικώς κακή στοματική υγεία, η
οποία οφείλεται πιθανότατα στην υπερβολική κατανάλωση τροφών υψηλής περιεκτικότητας
σε υδατάνθρακες, όπως τα δημητριακά, οι ελιές, οι αποξηραμένοι καρποί, το λάδι, το μέλι και τα όσπρια. Η μακροσκοπική εξέταση των οστών φανερώνει αρθροπάθειες που σχετίζονται με την ανύψωση βαρών.




Όσον αφορά το ανάστημα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της κοιλάδας του Αλφειού, η επιλογή μετρήσεων διενεργήθηκε βάσει συγκεκριμένης μεθοδολογίας75, η οποία υπαγορεύτηκε από την αποσπασματικότητα του υλικού που ανήκε κατά βάση σε πρωτογενείς ανδρικές ταφές.

Πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις σε 14 ακέραια μηριαία οστά από διάφορα ταφικά σύνολα της περιοχής. Από δέκα (10) μηριαία οστά ανδρών εκτιμήθηκε ανάστημα μέσου όρου περί τα 167,31 εκ. Από μηριαία οστά τεσσάρων (4) γυναικών το ύψος τους υπολογίστηκε στα 157,82 εκ. Όσον αφορά το εύρος των ορίων μεταξύ των δειγμάτων, για τους άρρενες έχουμε ως μέγιστο τα 182,10 εκ. και ελάχιστο τα 153,79 εκ. Τα θήλεα άτομα κυμαίνονται αντιστοίχως μεταξύ 166,87 εκ. και 145,36 εκ.
Το ανάστημα αποτελεί δείκτη επαρκούς/ικανού βιοτικού επιπέδου. Διαφαίνεται ασφαλώς, αν συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα δεδομένα των ταφικών κύκλων των Μυκηνών, όπου οι άρρενες έφεραν μέσο ύψος 171,5 εκ. (161-176,4 εκ.) και οι θήλεις τα 160,1 εκ. (158,4-161,2 εκ.)76, πως το βιοτικό επίπεδο στην ΥΕ ΙΙΙ Ηλεία ήταν συγκρίσιμο με αυτό των κατοίκων των ανακτορικών κέντρων77.
Συμπερασματικά, στην περιοχή του Στρεφίου κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ2 διαβιούσε πληθυσμός είκοσι πέντε (25) ατόμων και στην ΥΕ ΙΙΙΒ τριάντα τριών (33)78. Αντίστοιχα, στη θέση Αρβανίτη η κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής: ΥΕ ΙΙΙΑ2 δεκαοχτώ (18) άτομα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ επτά (7) άτομα και μόλις δύο (2) άτομα στην ΥΕ ΙΙΙΓ. Οι κάτοικοι δείχνουν σαφέστατα προτίμηση στην κατανάλωση δημητριακών, ελιάς, λαδιού και αποξηραμένων καρπών με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακα79, ενώ απασχολούνται σε βαριές αγροτικές εργασίες (παρουσία οστεοαρθρίτιδας).





Οικονομία

Η οικονομική βάση των οικιστικών μονάδων της κοιλάδας του Αλφειού, βάσει του συνόλου των δεδομένων, περιοριζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Σημαντικές περιβαλλοντικές συνιστώσες άσκησης της γεωργίας και εν μέρει της εκμετάλλευσης οικόσιτων ζώων υπήρξαν η ευφορία της γης, το πλούσιο γεωλογικό υπόβαθρο, το χερσαίο ανάγλυφο, το υδρογραφικό πλαίσιο και η διάρθρωση των κοινοτήτων με όρους εγγύτητας σε παραγωγικές πηγές (ποτάμιες αρτηρίες, παράκτια λιμνοθαλάσσια συστήματα)80, παράγοντες που συνετέλεσαν τα μέγιστα στην προσπόριση στοιχείων σχετικά με τη διαμόρφωση των οικονομικών συνθηκών. Η εκμετάλλευση των πεδινών και ημιορεινών γαιών ή των παρόχθιων εκτεταμένων κοιλάδων κατά μήκος του Αλφειού θα αφορούσε κυρίως σε καλλιέργεια σιτηρών, οσπρίων, αμπέλου και ελιάς κ.ά.
Η ενασχόληση με την κτηνοτροφία για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, κρέατος και μαλλιού, καθίσταται σαφής βάσει των πρόσφατων αρχαιοζωολογικών ευρημάτων.
Στο Στρέφι, κατά τον καθαρισμό του θαλαμωτού Τάφου Χ, περισυλλέγη οστεολογικό υλικό ζώων (πίν. 2 και εικ. 3) από την περιοχή πλησίον της εισόδου81. Η παρουσία οστράκων κεραμικής επί του δρόμου χρονολογεί ασφαλώς το οστεολογικό υλικό στην ΥΕ ΙΙΙΑ2-Β περίοδο. Πρόκειται για εννέα (9) οστά (εικ. 3) μικρού έως μεσαίου μεγέθους (μήκους 4,5-13 εκ.) και περί τα δεκαπέντε (15) ψήγματα σκελετικών λειψάνων ζώων (μέγιστου μήκους 2-3 εκ.).
Από τα εννέα (9) οστά ταυτοποιήθηκαν τα επτά (7), εκ των οποίων τα έξι (6) ανήκουν στην οικογένεια Caprinae (Carprahircus L.= αιγοειδή και Ovisaries L.= πρόβατα), ένα (1) σε βοοειδές (Bostaurus L.), ενώ ακόμη δύο παραμένουν αδιάγνωστα (πίν. 2).
Σε τρία δείγματα έχουν παρατηρηθεί ίχνη καύσης, ενώ σε άλλα δύο διακρίνονται σημάδια σφαγής. Τόσο τα εμφανή σημάδια κοπής πλησίον του κονδύλου και τα ίχνη καύσης όσο και η μορφολογία του κάθετου διαμελισμού δηλώνουν τη χρήση χάλκινου εργαλείου στον τεμαχισμό των ζώων82. Το μικρό εξετασθέν δείγμα καταδεικνύει σαφώς, πως τα αιγοπρόβατα ήταν ποσοτικά το πλέον σύνηθες είδος κτηνοτροφικής παραγωγής83.
Έμμεση πληροφόρηση για την οικονομία της περιοχής εξάγεται, επίσης, και από το σημαντικό ποσοστό κατεργασμένων οδόντων κάπρων, μέρος οδοντόφρακτων κρανών, προερχόμενων από το νεκροταφείο του Κλαδέου (Στραβοκέφαλος). Πρόκειται για προϊόντα θήρας, μίας οικονομικής συνιστώσας μικρής κλίμακας και με ελάχιστο αντίκτυπο.




Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, ο Αλφειός αποτελεί την κύρια πρόσβαση προς την ενδοχώρα της Ηλείας και της Πελοποννήσου εν γένει, είτε πλωτός είτε μέσω της ευρείας παρόχθιας κοιλάδας του.
Υπήρξε βασική αρτηρία μετακίνησης και ανταλλαγών, αλλά και όριο πολιτιστικών ενοτήτων.
Από την εξέταση των δεδομένων προκύπτουν τα εξής:
Κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο παρατηρείται η πληθυσμιακή και οικονομική άνθιση της Βόρειας Τριφυλίας. Η τελευταία αποτελεί τμήμα του μυκηναϊκού κόσμου, ενσωματωμένη στην πολιτιστική, διοικητική και οικονομική ενότητα της Μεσσηνίας. Τα κτερίσματα, η εντυπωσιακή ταφική αρχιτεκτονική, τα έθιμα ταφής και η οικονομική διάρθρωση καταδεικνύουν πως τα οικιστικά κέντρα της Β. Τριφυλίας (Κακόβατος, Σαμικό και Επιτάλιο), παρά τις επί μέρους διαφοροποιήσεις, ανήκουν σε μία κοινή πολιτιστική/πολιτική ενότητα, τμήμα του «μεσσηνιακού» κράτους. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία (εντατική καλλιέργεια σύκων και κατεργασία του λιναριού), αλλά και με το εμπόριο. Ο Κακόβατος, χωροθετημένος δίπλα στις ακτές του Ιονίου, πιθανώς υπήρξε η απόληξη ενός πολύπλοκου συστήματος εμπορείων, τα οποία μετέφεραν στον μυκηναϊκό κόσμο ήλεκτρο.
Κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ/Β η Τριφυλία παρουσιάζει σαφή πληθυσμιακή κάμψη. Η μεταβολή των εθίμων ταφής ή πιθανότερα η αντικατάσταση του ήλεκτρου από κάποιο άλλο, πιο προσιτό υλικό (π.χ. υαλόμαζα, η οποία παράγεται μαζικά με τη χρήση μήτρας), προκαλούν την κατάρρευση του εμπορίου κεχριμπαριού και τη σχεδόν ολοκληρωτική απουσία του από τους ενταφιασμούς, παράγοντες που, μαζί με την ανάδειξη του ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους- βασιλείου της Πύλου, οδήγησαν στον οικονομικό μαρασμό των οικιστικών κέντρων της Β. Τριφυλίας.
Η οικονομικο-κοινωνική ζωή της Ηλείας μεταφέρεται βορειότερα, κατά μήκος της κοιλάδας του Αλφειού, όπου συγκροτούνται μικρά νεκροταφεία, συστάδες θαλαμωτών τάφων, εξασφαλίζοντας ορίζοντα διαρκείας στην παροχή πόσιμου νερού, πρόσβαση σε πρώτες ύλες (ξυλεία), αλλά και στο κυνήγι. Οι οικιστικές εγκαταστάσεις στο σύνολό τους έχουν διαμορφωθεί σε λόφους, συνήθως απόκρημνους, με μία πρόσβαση και με εξαιρετική εποπτεία του χώρου. Δεν αναπτύσσονται μεγάλοι οικισμοί, αλλά ολιγάνθρωπες κοινότητες, οι οποίες δεν ξεπερνούν σε μέγεθος τη συγκέντρωση δύο ή τριών γενών84. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να αναπτύσσονται οι μικρότερες κοινότητες περιμετρικά μίας «κεντρικής» θέσης, ως δορυφόροι.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της περιοχής της Ολυμπίας (Χάρτες 1-3), όπου οι αλληλεπικαλυπτόμενες ζώνες επιρροής85, ακόμη και στο πλαίσιο θεώρησης της μικρότερης δυνατής εμβέλειας, ακτίνας 2 χλμ., μαρτυρούν έναν ιδιότυπο πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτήρα. Πρόκειται για τη μαζικότερη –σε εκτίμηση απόστασης– συγκέντρωση των πλουσιότερων νεκροταφείων της ηλειακής γης κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ-Β κυρίως περίοδο, όπου τα περιβαλλοντικά δεδομένα (εύφορες γαίες, υδρογραφικό δίκτυο, εποπτεία, εγγύτητα σε χερσαίες και θαλάσσιες αρτηρίες διαμετακομιστικού εμπορίου) σε άλλες θέσεις της Ηλείας, παρέχουν καλύτερες προοπτικές διαβίωσης και βασικής παραγωγικής διαδικασίας86.
Η περιοχή, αν και περιλαμβάνει γόνιμες εκτάσεις, δεν εξασφαλίζει συνθήκες αυτάρκειας, πόσω δε μάλλον όταν οι ζώνες εκμετάλλευσης είναι ουσιαστικά κοινές. Παράλληλα, η μελέτη των ευρημάτων μικροτεχνίας και των υλικών προέλευσης υποδεικνύει τοπική κυρίως παραγωγή προϊόντων και περιορισμένο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών, με εξαίρεση την εύρεση χρυσών τεχνέργων και ξιφών Naue II, προερχόμενων από το πρόσφατα ανεσκαμμένο νεκροταφείο του Μάγειρα (ΥΕ ΙΙΙΑ2-Γ) στη θέση «Κιούπια»87.
Η συγκρότηση μικρών συνοικισμών με άμεσες συνθήκες γειτνίασης στην ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας και αλληλεπικαλυπτόμενες ζώνες επιρροής δεικνύει πιθανότατα μια οντότητα οργανωμένη κοινωνικοπολιτικά σε φυλετικά πρότυπα με γνώμονα τη διατήρηση των συνθηκών αυτάρκειας μέσω της εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων της παραγωγικής πηγής του Αλφειού ποταμού και των παραποτάμων του.
Τα ταφικά σύνολα του Κλαδέου88 και του Μάγειρα89 καταδεικνύουν ότι διαμορφώθηκαν οικιστικά κέντρα, των οποίων οι κάτοικοι είχαν αποκτήσει πλεονάσματα, ελέγχοντας πιθανώς και διοικητικά τις εύφορες και στρατηγικής σημασίας κοιλάδες του Αλφειού και του Κλαδέου.90
Η ποιοτική και ποσοτική ποικιλία του οικοσυστήματος, όπου κάθε θέση κατοίκησης παρείχε αφθονία υλικών αγαθών91, ο πλούτος της γης και η γεωμορφολογία, παράγοντες που εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα μιας κοινότητας, οδήγησαν στον κατακερματισμό των κοινοτήτων σε μικρές κοινωνικές οντότητες με κοινά πολιτισμικά πρότυπα, όπου η εγγύτητα σε άλλες περιοχές, όπως η Αχαΐα, η Αρκαδία ή η Μεσσηνία, επιδρούν στην τοπική βιοτεχνική παραγωγή, και όχι στη σύνθεση με την πολιτική ανάδειξης ενός ανακτορικού κέντρου.
Η πιθανή πολιτική επικυριαρχία του πυλιακού κράτους και η αγροκτηνοτροφικού χαρακτήρα οικονομία καταγράφονται και στις γραπτές πηγές της εποχής, δηλαδή τις πινακίδες της Γραμμικής Β και τα Ομηρικά Έπη, τα οποία απηχούν την εποχή και κατατάσσονται στις έμμεσες πηγές πληροφόρησης. Στο κεφάλαιο Β της Ιλιάδος αναφέρονται τοπωνύμια, τα οποία τοποθετούνται στην κοιλάδα του Αλφειού, καθώς οι στρατιώτες της Πύλου προέρχονταν «...από το Θρύο, κοντά στον Αλφειό και το καλοκτισμένο Αιπύ, τον Κυπαρισσήεντα...». Σε πινακίδες της Γραμμικής Β επισημάνθηκαν τοπωνυμικά που πιθανώς συσχετίζονται με την επίμαχη περιοχή και τα βόρεια σύνορα του πυλιακού κράτους92.
Εμφανίζονται λέξεις όπως U-ru-pi-ja-jo (Ολυμπιαίοι, οι κάτοικοι της Ολυμπίας), O-ru-ma-to (Ερύμανθος), η πόλη Pi*-8293. Στην πόλη υπάγονται συνολικώς 26 μικρότερα χωριά (πινακίδα Cn 13194) και η Ne-da-wa (Νέδα)95. Η χωροθέτηση των συγκεκριμένων τοπωνυμίων στην ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας μοιάζει εύλογη96, αφού βρίσκονται βορείως της Πύλου, στην ενδοχώρα και μακριά από τη θάλασσα, και οι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία, την εμπορία δερμάτων αιγοπροβάτων και την καλλιέργεια-παραγωγή λιναριού. Συνεπώς, από τα Ομηρικά έπη, αλλά και τα κείμενα της Γραμμικής Β, συμπεραίνεται ότι o Αλφειός υπήρξε το απώτατο βόρειο σύνορο της επικράτειας του Νέστορος και ότι η παραποτάμια περιοχή, εκατέρωθεν του ποταμού, βρισκόταν υπό τον πολιτικό-οικονομικό έλεγχο του βασιλείου της Πύλου. Οι κάτοικοι της προσφέρουν, βάσει της πινακίδας Cn 3, βόδια και δέρματα σε αξιωματούχο της Πύλου, ως ένδειξη υποτέλειας97.
Κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ το κράτος της Πύλου ως συγκεντρωτικός γραφειοκρατικός και διοικητικός οργανισμός έχει καταρρεύσει, ενώ μόλις το 10% των οικισμών της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου στη Μεσσηνία επιβιώνει και στη ΥΕ ΙΙΙΓ98. Η αποδόμηση του πολιτικο-διοικητικού κατεστημένου προκαλεί αναταράξεις σε ολόκληρη τη δυτική Πελοπόννησο. Η οικονομία νεκρώνει και πολλές κοινότητες που είχαν οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με το μεσσηνιακό κράτος εγκαταλείπονται. Νέες κοινωνικο-οικονομικές δομές αναδύονται στη βορειοανατολική και ορεινή Ηλεία, όπου συγκροτούνται εκτεταμένα νεκροταφεία (Αγία Τριάδα, Πέρσαινα). Αντιθέτως, οι κοινότητες του Αλφειού παρακμάζουν και κάποιες εγκαταλείπονται99. Ελάχιστα νεκροταφεία δέχονται ταφές κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ (Νέο Μουσείο, Κλαδέος, Μάγειρας). Από τις ιδιαιτερότητες της κεραμικής (δημοτικότητα δίωτων- τετράωτων αμφορέων, εμφάνιση πτηνόσχημων ασκών και σύνθετων αγγείων, κόσμηση του σώματος πολλών κατηγοριών κλειστών αγγείων, όπως των ψευδόστομων, με ισοπαχείς ταινίες, εκτενή χρήση περίστικτων ή κροσσωτών πολλαπλών ημικυκλίων100) τεκμαίρεται ότι η Ηλεία έχει ενταχθεί πλέον σε μία άλλη πολιτιστική ενότητα, στην επονομαζόμενη «Κοινή» της ΒΔ Πελοποννήσου. Η πολιτική ενότητα του μυκηναϊκού κόσμου έχει διαταραχθεί και ένα αίσθημα ανασφάλειας διακατέχει πλέον τους κατοίκους της περιοχής του Αλφειού, όπως καταφαίνεται από την πρόσφατη ανακάλυψη ταφών πολεμιστών σε θαλαμωτό τάφο του Δ.Δ. Μάγειρα.101


Κωνσταντίνος Νικολέντζος- Σωτήρης Λαμπρόπουλος:
"Ο ποταμός Αλφειός σαν μεθοριακή γραμμή και χώρος κατοίκησης κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού"

Στό: ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (1ο ΑΕΠΕΛ). Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Τρίπολη, 7-11 Νοεμβρίου 2012 Επιστημονική επιμέλεια: Ελένη Ζυμή, Άννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου, Μαρία Ξανθοπούλου. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ- ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Σημειώσεις:
1 Φουντούλης 2000, 65-104.
2 Christopoulos 1998.
3 Παπανδρέου 1990, 10.
4 Rambach 2004, 1233.
5 Παπακωνσταντίνου 1992, 52.
6 Rambach 2004, 1226-1232. Παρατηρούνται ομοιότητες και με κεραμική από τη Μάλτα ή τη ΒΔ Βαλκανική (Cetina Kultur).
7 Η αρχαία Ολυμπία δε χωροθετείται τυχαίως στη συμβολή του Αλφειού και του παραποτάμου του, Κλαδέου. Επισημαίνεται ότι η στρατηγικής σημασίας θέση της αρχαίας Ολυμπίας είχε καταστεί σαφής ήδη από την ΠΕΧ ΙΙ, όταν δημιουργήθηκε στο Πελόπιο ένας τύμβος με διάμετρο βάσης περί τα 27μ. (Rambach 2004, 1214).
8 Rambach 2004, 1233.
9 Rambach 2004, 1234.
10 Ουσιαστικά ο Αλφειός με το δίκτυο παραποτάμων του συνδέει την Αδριατική με το Αιγαίο (Rambach 2004, 1239, 1240).
11 Palagia 1981, 576.
12 Ποταμός-θεός, παιδί του Ωκεανού και της Τηθύος. Κατ’ άλλους απόγονος του Ήλιου, ο οποίος επιχείρησε να φονεύσει τον αδελφό του. Όταν η απόπειρα απέτυχε, έπεσε στα νερά του ποταμού, ο οποίος έλαβε και το όνομα του, δηλ. Αλφειός. Στην ηλειακή μυθολογική παράδοση ο Αλφειός ερωτεύεται την Αρέθουσα ή την Άρτεμη. Αναλυτικότερα πρβλ. και RE 1.2, 1631. Palagia 1981, 576.
13 Πρβλ. και Θεογονία Ησιόδου, 338. Ομηρικά έπη (Ιλιάδα, Ε, 544-546 και ΙΑ, 727. Οδύσσεια, γ, 489). Αναφορές εντοπίζονται σε τραγωδία του Ευριπίδη (Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 273-276) και στον Παυσανία (4, 30, 2).
14 Palagia 1981, 576-578. Dennert 2009, 50.
15 Όμηρος, Ιλιάδα, ΙΑ, 727.
16 Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 273-276. Πρβλ. και Παπακωνσταντίνου 1992, 51. Την καθιέρωση μαρτυρούν και παρόχθια ιερά στη συμβολή του Αλφειού με τον Κλαδέο (θέση «Βλαχοσπηλιές» στον Φλόκα, θέση «Καμπούλι» Μακρίσια).
17 Παυσανίας 5, 14, 6 και 16.
18 Palagia 1981, 576. Από οικία της Σελευκίας (Μουσείο Αντιοχείας, 2ος ή 3ος αι. μ. Χ).
19 Dennert 2009, 50.
20 Palagia 1981, 577. Ψηφιδωτό ρωμαϊκών χρόνων στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο Αλεξανδρείας.
21 Dennert 2009, 50. Ψηφιδωτό από τη Νότια Στοά, που απεικονίζει ανδρική ποτάμια θεότητα ξαπλωμένη και ημίγυμνη. Από την επιγραφή τεκμαίρεται πως πρόκειται για τον Αλφειό (ύστατα αυτοκρατορικά χρόνια).
22 Palagia 1981, 576-577. Dennert 2009, 50.
23 Palagia 1981, 577. Παπακωνσταντίνου 1992, 51.
24 Palagia 1981, 576-577.
25 Palagia 1981, 577.
26 Βικάτου 2012α, 365.
27 Αρκετοί μελετητές θεώρησαν τον Αλφειό το απώτατο προς Βορρά εδαφικό όριο της επικράτειας του βασιλείου της Πύλου. Από τις γραπτές πηγές τεκμαίρεται ότι η χώρα των Επειών, η σημερινή περιοχή βορείως του Αλφειού, υπήρξε υποτελής των Πυλίων (Dyczek 1994, 11).
28 Παπανδρέου 1990, 11.
29 Βικάτου 2012α, 365.
30 Βικάτου 2012α, 365-366. Νικολέντζος 2012, 408-412. Ενδεικτικά αναφέρονται: Μακρύσια (τύμβος ή θολωτός τάφος στη θέση Προφήτη Ηλία), Σαμικό (τύμβοι, θολωτός τάφος και οικιστικά κατάλοιπα), Κακόβατος (τρεις θολωτοί τάφοι και οικιστικά κατάλοιπα), Λέπρεο (κεραμική προερχόμενη μάλλον από οικιστικό σύνολο) και Επιτάλιο (οικιστικό σύνολο). Πρόσφατα (2010) ερευνήθηκαν, στο πλαίσιο κατασκευής Χ.Υ.Τ.Υ. Ν. Ηλείας, εκτεταμένος οικισμός και τρεις μικρών διαστάσεων θολωτοί τάφοι στη θέση Τριανταφυλλιά Κορυφής, ελάχιστα χιλιόμετρα βορείως του Αλφειού. Τα προκαταρκτικά αρχαιολογικά δεδομένα χρονολογούν τη θέση στον 15ο αιώνα π.Χ., πρόκειται δηλαδή για ελαφρώς μεταγενέστερη θέση.31 Πρβ. Κακόβατος (Τάφοι Α-C), Περιστεριά (Τάφοι 1-3). Αναλυτικά Νικολέντζος 2011, 113 υποσημ. 546.
32 Θολωτοί Τάφοι Α και C στον Κακόβατο, στο Σαμικό και στο Μυρσινοχώρι Μεσσηνίας, Νικολέντζος 2011, 115 υποσημ. 562.
33 Νικολέντζος 2011, 47.
34 Θολωτός Τάφος Α και C του Κακοβάτου, Θολωτός Τάφος 2 στη Μάλθη, Θολωτός Τάφος 2 στο Ρούτσι, Θολωτοί Τάφοι 1 και 2 στην Τραγάνα, θολωτοί τάφοι στο Γουβαλάρη, Θολωτός Τάφος 3 στην Περιστεριά. Πρβλ. και Νικολέντζος 2011, 47 υποσημ. 198.
35 Ανάλογη διαμόρφωση επισημαίνεται στον θολωτό τάφο των Νιχωρίων, αλλά και σε πρωτογεωμετρικό θολωτό τάφο στην Καρποφόρα Μεσσηνίας, πρβλ. και Νικολέντζος 2011, 49 υποσημ. 225.
36 Παπακωνσταντίνου 1981. Παπακωνσταντίνου 1982. Παπακωνσταντίνου 1983.
37 Νικολέντζος 2011, 58.
38 Νικολέντζος 2011, 309-311
39 Νικολέντζος 2011, 115-117.
40 Eder 2010, 95-97. Eder 2011, 92-94.
41 Νικολέντζος 2011, 324-325. Eder 2011, 94.
42 Νικολέντζος 2011, 322 υποσημ. 2013.
43 Dyczek 1994, 98.
44 Stavrianopoulou 1989, 139.
45 Stavrianopoulou 1989, 139-140.
46 Lolos 1987, 338. Ο Παναγιώτης Καλπάκος, συντηρητής της Ζ΄ Ε.Π.Κ.Α., μας ανέφερε πως ανάλογου σχήματος ξύλινα αγγεία χρησιμοποιούνταν ακόμη και πρόσφατα για την παραγωγή κλωστής/νήματος από λινάρι.
47 Επιπροσθέτως σημειώνεται και η σύνδεση της Τριφυλίας και της Μεσσηνίας ως προς το θέμα της λατρείας του θεού Ποσειδώνα (λατρεία του Ποσειδώνα στην Πύλο, αλλά και στην Τριφυλία με το ναό του Ποσειδώνα στη Μακιστία), πρβλ. και Schoefield 2007, 160
48 Παπακωνσταντίνου 1992, 53, 59-64. Βικάτου 2012α, 365. Βικάτου 2012β, 375.
49 Φουντούλης 2008, 809-818.
50 Kraft κ.ά. 2005, 20-30. Αντίστοιχα φαινόμενα σημειώθηκαν και το 2011-2012.
51 Οι αλλουβιακές και κολλουβικές αποθέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του Ολοκαίνου, πιθανότατα συνέβαλλαν σε μετάλλαξη των μορφολογικών χαρακτηριστικών των παρόχθιων οικοσυστημάτων, Kraft κ.ά. 2005, 1-39.
52 Θεωρητικά ο ελάχιστος αριθμός ατόμων μιας θέσης νεκροταφείου, ο οποίος κατά τη μακροσκοπική μελέτη αποδίδει έναν πληθυσμό 18 έως 58 ατόμων, φαίνεται μικρός, σχεδόν ασήμαντος. Στην ουσία όμως, αποτελεί ένα σημαντικό κύτταρο της κοινωνίας των μυκηναϊκών χρόνων. Είναι ανάγκη να συνυπολογισθεί και ο αριθμός των βρεφών, νηπίων και παιδιών, που τα όξινα εδάφη απόθεσης διαβρώνουν και αποσυνθέτουν σε εξαιρετικά υψηλό βαθμό, για να εκτιμηθεί η δυναμική των θέσεων. Αν συγκριθούν τα ανθρωπολογικά ευρήματα της ΥΕΧ με τα καταγεγραμμένα δημογραφικά δεδομένα της Ηλείας κατά την Ενετοκρατία ή την Τουρκοκρατία θα καταστεί αντιληπτό ότι δεν έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά.
53 Όπου και η πλειονότητα των ενταφιασμών.
54 Στο Στρέφι, Κλαδέο (θέση «Τρύπες»), Νέο Μουσείο, Χελιδόνι, Καυκανιά.
55 Στο Στρέφι, Νέο Μουσείο, Χελιδόνι, πιθανώς στον Κλαδέο (θέση «Τρύπες») κ.α.
56 Στην πρόσφατα ερευνηθείσα θέση «Τριανταφυλλιά» Κορυφής.
57 Νικολέντζος 2011, 126-127.
58 Ταφικοί λάκκοι στον θάλαμο συναντώνται και στη Μεσσηνία (π.χ. Βολιμίδια), στη Λακωνία (Επίδαυρος Λιμηρά), στην Αρκαδία, στην Αχαΐα (ιδίως στην Αιγιαλεία) και στην Κεφαλονιά.
59 Νικολέντζος 2011, 112 υποσημ. 541.
60 Νικολέντζος 2011, 128-129.
61 Νικολέντζος 2011, 291.
62 Νικολέντζος 2011, 284.
63 Σπανίζει, όμως, στην όμορη Μεσσηνία.
64 Νικολέντζος 2011, 221
65 Νικολέντζος 2011, 239 υποσημ. 1112.
66 Νικολέντζος 2011, υποσημ. 1112. Ανάλογα εντοπίζονται και στη Μιδέα (ΒΑ Πελοπόννησος), πρβλ. Demakopoulou κ.ά. 1997, 66, 98. Demakopoulou 2003, 87.
67 Νικολέντζος 2011, 234-235.
68 Νικολέντζος 2011, 285.
69 Brothwell 1981, 606-607. Μανώλης 2001.
70 Πρόκειται για τις θέσεις: Στρέφι, Αρβανίτης, Κανιά Μακρισίων, Αρχαία Ολυμπία Νέο Μουσείο (συστάδα Καλόσακα, Τάφοι Δ-Ζ), Διάσελλα, Κοσκινάς (Λακκοφώλια), Καυκανιά (Καραβάς) και Χελιδόνι.
71 Δύο νεκροταφεία δεν απέδωσαν ταφές ανηλίκων (Μακρύσια/θέση «Κανιά» και Λακκοφώλια). Πιθανώς έχουν χαθεί τα όποια στοιχεία λόγω της παλαιότητας των ανασκαφών και της κακής διατήρησης των τάφων (στην περίπτωση των Λακκοφωλίων).
72 Σημαντικός αριθμός ψηγμάτων οστών πιθανώς ανήκε σε παιδικές ταφές. Όπως προαναφέρθηκε, οι εδαφολογικές συνθήκες και οι δευτερογενείς ταφές συνέβαλαν στην πενιχρή διατήρησή τους.
73 Μάλλον μεσογειακή αναιμία ή θαλασσαιμία.
74 Τα οποία επουλώθηκαν πλήρως.
75 Trotter – Gleser 1952, 463-514. Trotter 1970, 71-83.
76 Angel 1973, 386.
77 Επιπλέον, πρβλ. Angel 1971 και Hallager – McGeorge 1992, όπου παρουσιάζονται ανθρωπολογικές μελέτες
σε ανακτορικά κέντρα στην Αργολίδα και τα Χανιά.
78 Από τον αριθμό αυτό εξαιρείται ο σημαντικός αριθμός των βρεφών και νεαρής ηλικίας ατόμων, το δείγμα των οποίων δεν δύναται να διαγνωσθεί.
79 Brothwell – Brothwell 1998, 13-25.
80 Hodder 1978α. Hodder 1978β.
81 Υπόλοιπα ενός νεκρόδειπνου ή άλλης τελετουργικής δραστηριότητος (;).
82 Sloan – Duncan 1978, 60-77.
83 Trandalidou 1990, 392-405.
84 Η Παπακωνσταντίνου κάνει λόγο για «μεγάλο πληθυσμιακό δυναμικό» (Παπακωνσταντίνου 1992, 53). Πρβλ. και Βικάτου 2012β, 377.
85 Wells 2001, 107-141.
86 Λυριτζής 2005, 135-256.
87 Vikatou 2012, 69-73.
88 Vikatou 2012, 69-70.
89 Η ανασκαφή διεξήχθη μόλις το 2009 και απέδωσε από έναν μόνο θαλαμωτό εντυπωσιακό χρυσό διάδημα, χρυσά επιρράμματα, χρυσό σφραγιδόλιθο, πλακίδια υαλόμαζας, χάλκινες αιχμές δοράτων. Από τον θαλαμωτό Τάφο 8 προήλθαν ένα χάλκινο ξίφος τύπου Naue II, χάλκινες περικνημίδες και πιθανώς κατάλοιπα χάλκινου κράνους (Βικάτου 2012β, 376. Vikatou 2012, 70, 73).
90 Παπακωνσταντίνου 1992, 51, Vikatou 2012, 71.
91 Παυσανίας, VI, 26, 6: «ἡ ἐς καρπούς ἀγαθὴ… δία καὶ εὐρύχορος».
92 Για τα όρια του πυλιακού κράτους έχουν διατυπωθεί πολλές προτάσεις πρβλ. και Bennet 2011.
93 Ταυτίζεται ενίοτε με την πόλη της Πίσας, άλλοτε με την Φειά στο Κατάκολο και ενίοτε με θέση στο εσωτερικό της Κυπαρισσίας.
94 Dyczek 1994,62.
95 Davis 2005, 163.
96 Dyczek 1994, 62.
97 Davis 2005, 162. H προσφορά γίνεται σε κάποιον Dimieus, εξέχον μέλος της καθεστηκυίας τάξης της Πύλου.
98 Eder 1998, 144.
99 Νικολέντζος 2011, 333.
100 Νικολέντζος 2011, 285-286, Βικάτου 2012β, 375, όπου γίνεται λόγος για «οργανωμένα εργαστήρια κεραμικής, αχαϊκά και ηλειακά με κοινές τεχνικές και μεγάλη ακτίνα επιρροής», και 376, όπου προστίθεται η παρατήρηση ότι «η κεραμική από το βόρειο τμήμα της Ηλείας παρουσιάζει μεγαλύτερη ομοιογένεια με αυτήν της Αχαΐας». Vikatou 2012, 71.
101 Eder 2006, 557. Giannopoulos 2008, 240. Βικάτου 2012β, 376. Vikatou 2012, 70.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Angel 1971: J. L. Angel, The People of Lerna: Analysis of a Prehistoric Aegean Population, Princeton-Washington, D.C. 1971.
Αngel 1972: J. L. Angel, Ecology and population in the Eastern Mediterranean, World Archaeology 4,1972, 88-105.
Angel 1973: J. L. Angel, Human skeletons from Grave Circles at Mycenae, στο: Γ. Ε. Μυλωνάς (επιμ.), Ο Ταφικός Κύκλος Β΄ των Μυκηνών, τόμ. Α΄, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 73, Αθήνα 1973, 379-397.
Bennet 2011: J. Bennet, The geography of the Mycenaean kingdoms, στο: Y. Duhoux- A. Morpurgo Davies (επιμ.), A Companion to Linear B Mycenaean Greek Texts and their World, vol. 2, Leuven 2011, 137-168.
Βικάτου 2012α: Ο. Βικάτου, Ηλεία: Ιστορικό και αρχαιολογικό περίγραμμα. Προϊστορικοί χρόνοι, στο: Βλαχόπουλος 2012, 362-367.
Βικάτου 2012β: Ο. Βικάτου, Από τον Πηνειό ως τον Αλφειό: Προϊστορικοί χρόνοι, στο: Βλαχόπουλος 2012, 374-377.
Βλαχόπουλος 2006: Α. Βλαχόπουλος, Η ΥΕΙΙΙΓ περίοδος στη Νάξο: Τα ταφικά σύνολα και οι συσχετισμοί τους με το Αιγαίο, τόμ.Α, Αρχαιογνωσία 4, Αθήνα 2006.
Βλαχόπουλος 2012: Α. Βλαχόπουλος (επιμ.), Αρχαιολογία-Πελοπόννησος, Αθήνα 2012.
Brothwell 1981: D. R. Brothwell, Digging up Bones, Oxford 1981.
Brothwell- Brothwell 1998: D. R. Brothwell- P. Brothwell, Food in Antiquity. A Survey of the Diet of Early People, Baltimore- London 1998.
Christopoulos 1998: G. Christopoulos, Late Holocene River Behavior of the Lower Alfios Basin, Western Peloponnese, Greece, Leeds 1998.
Davis 2005: J. Davis (επιμ.), Πύλος η αμμουδερή. Ιστορικό και αρχαιολογικό ταξίδι από την εποχή του Νέστορα έως την ναυμαχία του Ναυαρίνου, Αθήνα 2005.
Demakopoulou κ.ά 1997: K. Demakopoulou- N. Divari-Valakou- P. Astrom- G. Walberg, Excavations in Midea 1995-96, OpAth, 22-23, 1997, 57-90.
Demakopoulou 2003: K. Demakopoulou, The pottery from the destruction layers in Midea: Late Helladic III B2 Late or Transitional Late Helladic III B2/Late Helladic IIIC Early?, στο: S. Deger-Jalkotzy-M. Zavadil (επιμ.), LH IIIC Chronology and Synchronisms, Proceedings of the International Workshop Held at the Austrian Academy of Sciences at Vienna, May7-8 2001, Vienna 2003, 7-92.
Dennert 2009: M. Dennert, Alpheios, στο: LIMC Supplementum 2009, Düsseldorf 2009, 50.
Dyczek 1994: P. Dyczek, Pylos in the Bronze Age: Problems of Culture and Social Life in Messenia, Warsawa 1994.
Eder 2006: B.Eder, Τhe world of Telemachus:Western Greece 1200-700BC,στο:S. Deger-Jalkotzy-I. Lemos (επιμ.), Ancient Greece, From the Mycenaean Palaces to the Age of Homer, Edinburgh Leventis Studies 3, Edinburgh 2006, 549-580.
Eder 2010: B. Eder, Kakovatos, AA 2010, Beiheft, 104-106.
Eder 2011: B. Eder, Kakovatos, AA 2011, Beiheft, 95-97.
Eder 2012: B. Eder, Kakovatos, AA 2012, Beiheft, 92-94.
Giannopoulos 2008: Th. Giannopoulos, Die letzte Elite der Mykenischen Welt, Achaia in mykenischer Zeit und das Phänomen der Kriegerbestattungen im 12-11 Jhr. V. Chr, Universitätsforschungen zur Prähistorischen Archäologie Bnd 152, Bonn 2008.
Hallager- McGeorge 1992: B. P. Hallager-P. J. P. McGeorge, Late Minoan ΙΙΙ Burials at Khania. The Tombs, Finds and Deceased in Odos Palama, Studies in Mediterranean Archaeology XCIII, Götebοrg 1992.
Hodder 1978α: I. Hodder, Simple correlations between material culture and society (a review), στο: I.
Hodder (επιμ.), The Spatial Organization of Culture, London 1978, 3-26.
Hodder 1978β: I. Hodder, Social organization and human interaction: The development of some tentative hypotheses in terms of material culture, στο: I. Hodder (επιμ.), The Spatial Organization of Culture, London 1978, 99-215.
Kraft κ.ά. 2005: J. C. Kraft- G. R. Rapp-J. A. Gifford- S. E. Aschenbrenner, Coastal change and archaeological settings in Elis, Hesperia 74, 2005, 1-39.
Λαμπρόπουλος 2009: Σ. Λαμπρόπουλος, Ανθρωπολογική μελέτη του οστεολογικού υλικού του μυκηναϊκού νεκροταφείου του Στρεφίου. Προκαταρκτική μελέτη, Ηλειακή Πρωτοχρονιά, 2009, 112-123
Λαμπρόπουλος 2013: Σ. Λαμπρόπουλος, Η διάδραση του περιβάλλοντος και των κοινωνικών δομών: το παράδειγμα της μυκηναϊκής Ηλείας, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2013.
Lolos 1987: Y. Lolos, The LHI Pottery of the SW. Peloponnesus and its Local Characteristics, Göteborg 1987.
Λυριτζής 2005: Ι. Λυριτζής, Αρχαιολογία και περιβάλλον, Αθήνα 2005, 135-256.
Μανώλης 2001: Κ. Μανώλης, Εργαστηριακές ασκήσεις Βιολογικής Ανθρωπολογίας, Ε.Κ.Π.Α. Τομέας Φυσιολογίας και Ανθρώπου, Αθήνα 2001.
Μουτζουρίδης 2008: Π. Μουτζουρίδης, Σπηλιά-Αρβανίτη, μία νέα μυκηναϊκή θέση στην Ηλεία, Ηλειακή Πρωτοχρονιά 2001, 96-101.
Νικολέντζος 2011: Κ. Νικολέντζος, Μυκηναϊκή Ηλεία. Πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη, εθνολογικά δεδομένα και προβλήματα, Αθήνα 2011.
Νικολέντζος 2012: Κ. Νικολέντζος, Από τον Αλφειό στη Νέδα. Οι προϊστορικοί χρόνοι, στο: Α. Βλαχόπουλος (επιμ.), Αρχαιολογία- Πελοπόννησος, Αθήνα 2012, 408-412.
Palagia 1981: O. Palagia, Alpheios, στο: LIMC, τόμ. I, Zürich 1981, 576-578.
Παπακωνσταντίνου 1981: Ελ. Παπακωνσταντίνου, Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ηλείας. Κάτω Σαμικό, ΑΔ 36, 1981, B1 Χρονικά, 148-149.
Παπακωνσταντίνου 1982: Ελ. Παπακωνσταντίνου, Νομός Ηλείας. Κάτω Σαμικό, ΑΔ 37, 1982, B1 Χρονικά, 133-134.
Παπακωνσταντίνου 1983: Ελ. Παπακωνσταντίνου, Κάτω Σαμικό, ΑΔ 38, 983, B1 Χρονικά,109-110.
Παπακωνσταντίνου 1992: Ελ. Παπακωνσταντίνου, Ολυμπία: Στάδια εξέλιξης και οργάνωσης του χώρου, στο: W. Coulson- H. Kyrieleis (επιμ.), Πρακτικά Συμποσίου Ολυμπιακών Αγώνων, Αθήνα 1988, 51-66.
Παπανδρέου 1990: Γ. Παπανδρέου (Γ. Γώτης- Δ. Παπακώστας επιμέλεια), Η Ηλεία διαμέσου των αιώνων, Αθήνα 19902.
Rambach 2004: J. Rambach, Olympia im ausgehenden 3. Jahrtausend v. Chr.: Bindglied zwischen zentralen und östlichen Mittelmeerraum, στο: E. Alram-Stern (επιμ), Die Ägäische Frühzeit, Veröffentlichungen der Mykenischen Kommission der Österreichischen Akademie der Wissenschaften Band 21, Wien 2004, 1199-1243.
Schofield 2007: L. Schofield, The Mycenaeans, London 2007.
Shelmerdine 2008: C. W. Shelmerdine, Mycenaean society, στο: Y. Duhoux-A. Morpurgo Davies (επιμ.), A Companion to Linear B Mycenaean Greek Texts and their World, vol. 1, Leuven 2008, 115-158.
Sloan- Duncan 1978: R. E. Sloan- M. A. Duncan, Zooarchaeology in Nichoria, στο: G. Rapp-S. E. Aschenbrenner (επιμ.), Excavations at Nichoria in Southwest Greece I: Site, Environs and Techniques, Minneapolis 1978, 60-77.
Stavrianopoulou 1989: E. Stavrianopoulou, Untersuchungen zur Struktur des Reiches von Pylos. Die Stellung der Ortschaften im Lichte der Linear B-Texte, Studies in Mediterranean Archaeology and Literature 77, Göteborg 1989.
Trandalidou 1990: C. Trandalidou, Animals and human diet in the Prehistoric Aegean, στο: D. A.
Hardy (επιμ.), Thera and the Aegean World III, International Scientific Congress on the Volcano of Thera, Proceedings of the Third International Congress, Santorini, Greece, 3-9September 1989,vol. 2, London 1990, 392-405.
Trotter 1970: Estimation of stature from intact long limb Bones, στο: T. D. Stewart (επιμ.), Personal Identification in Mass Disasters, Washington, D.C. 1970, 71-83.
Trotter- Gleser 1952: M. Trotter- G. Gleser, Estimation of stature from long bones of American Whites and Negroes, American Journal of Physical Anthropology 10:4, 1952, 463-514.
Vikatou 2012: O. Vikatou, Olympia und sein Umfeld während der mykenischen Zeit, στο: W. D.
Heilmeyer- N. Kaltsas- H. J. Gehrke- G. Chatzi- S. Bocher (επιμ.), MYTHOS. Olympia, Kult und Spiele, Berlin 2012, 69 -73.
Wells 2001: L. E. Wells, A geomorphological approach to reconstructing archaeological settlement patterns based on surficial artifact distribution, στο: P. Goldberg- V. T. Holliday– C. R. Ferring (επιμ.), Earth Sciences and Archaeology, New York 2001, 107-141.
Φουντούλης 2000: Ι. Φουντούλης, Νεοτεκτονική εξέλιξη της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημοσιεύματα του Τμήματος Γεωλογίας, ΓΑΙΑ 7, Αθήνα 2000, 65-104.
Φουντούλης κ.ά. 2008: Ι. Φουντούλης- Η. Μαριολάκος- Σ. Μαυρούλης- Ι. Λαδάς, Πλημμυρικές περίοδοι κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους στον ποταμό Κλαδέο– Αρχαία Ολυμπία, στο: G. Migiros- G. Stamatis- G. Stournaras (επιμ.), 8th International Hydrogeological Congress of Greece, 3rd MEM Workshop on Fissured Rocks Hydrology, Αθήνα 2008, 809-818.




Printfriendly