.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Αμφορείς από την αρχαία Μεσσήνη: η τοπική παραγωγή


Οι ανασκαφικές έρευνες του Πέτρου Θέμελη στην αρχαία Μεσσήνη έχουν φέρει στο φως σημαντικό αριθμό οξυπύθμενων μεταφορικών αμφορέων, μεταξύ των οποίων αναγνωρίστηκαν παραδείγματα εγχώριας παραγωγής η οποία παρέμενε μέχρι σήμερα άγνωστη. Η ταυτοποίηση των εγχώριων αμφορέων βασίζεται στη σύγκριση της σύστασης του πηλού τους με αυτόν της εγχώριας χρηστικής κεραμικής (λεκάνες, κέραμοι, πίθοι), καθώς και στις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στα σχήματα των αμφορέων τα συσχετιζόμενα με τους ήδη γνωστούς τύπους από τα κέντρα παραγωγής της δυτικής και της ανατολικής Μεσογείου. Έτσι, πόδια αμφορέων με το χαρακτηριστικό δαχτυλίδι που αποδίδονται συνήθως σε κέντρα παραγωγής της Κνίδου παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ως προς το σχήμα, ενώ ο πηλός τους ομοιάζει με αυτόν της μεσσηνιακής χρηστικής κεραμικής.
Μολονότι εργαστήρια παραγωγής κεραμικής δεν έχουν ακόμα ερευνηθεί, είναι βέβαιο ότι στη Μεσσήνη υπήρχε μια σημαντική βιοτεχνική παραγωγή, η οποία απευθυνόταν, κατά κύριο λόγο, στην τοπική κοινωνία και, σπάνια, ξεπερνούσε τα όρια του μεσσηνιακού κράτους. Ο πλούτος και η ευφορία της μεσσηνιακής γης είναι γνωστός τόσο από τις φιλολογικές και επιγραφικές πηγές όσο και από τις αρχαιολογικές ενδείξεις, και η Μεσσήνη φαίνεται να είναι αυτάρκης σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή.
Τα παλυνολογικά δεδομένα, τα οποία προέκυψαν κατά τη διάρκεια επιφανειακών ερευνών, έδειξαν ότι υπήρχε εντατική γεωργική παραγωγή κατά την ελληνιστική εποχή1. Αξίζει να αναφερθεί μια επιγραφή του -4ου αιώνα που κάνει λόγο για αναδασμό των αγρών, ενώ το μήκους 9,5 χιλιομέτρων τείχος της πόλης περιέκλειε και έναν εκτεταμένο αδόμητο χώρο ο οποίος περιελάμβανε τον ορεινό όγκο της Ιθώμης για υλοτομία και βοσκή, καθώς και ομαλές εκτάσεις για καλλιέργεια σε αγρούς2.
Εκτός από τον μεγάλο αριθμό πυρακτωμένων σπόρων ελιάς, σταφυλιού και κουκουνάρας που έχουν βρεθεί, η αυτάρκεια των Μεσσηνίων στην παραγωγή οίνου και λαδιού μαρτυρείται εμμέσως και από την εύρεση μικρής ποσότητας εισηγμένων οξυπύθμενων αμφορέων από κέντρα παραγωγής της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου, όπως υποδεικνύει ο μικρός σχετικά αριθμός ενσφράγιστων λαβών3. Επίσης, αστική έπαυλη του +3ου και +4ου αιώνα περιελάμβανε εικοσι έξι δωμάτια, μεταξύ των οποίων αναγνωρίζονται χώροι με λίθινα πατητήρια για την παραγωγή κρασιού και μυλόλιθοι για το άλεσμα των δημητριακών4. Η καλλιέργεια της αμπέλου μαρτυρείται, επιπλέον, από την άσκηση λατρείας του θεού Διονύσου.
Αναθηματική επιγραφή βάθρου του -3ου αιώνα κάνει λόγο για την τέλεση αγώνων προς τιμήν του θεού του οίνου, ενώ, κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, πολλές μεσσηνιακές πόλεις χρησιμοποιούν διονυσιακούς τύπους στις κοπές των νομισμάτων τους5.
Ένα σύνολο ανοιχτών και κλειστών αγγείων κατασκευασμένων από ντόπιο μεσσηνιακό εργαστήριο, αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφικές εργασίες σε φρέαρ στην περιοχή του Εκκλησιαστηρίου. Τα αγγεία αυτά αποτελούν δείγμα της πρώιμης ελληνιστικής κεραμικής παραγωγής, καθώς φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν στην τελευταία δεκαετία του -4ου αιώνα και απορρίφθηκαν στις αρχές του -3ου αιώνα. Η ντόπια αυτή κεραμική χαρακτηρίζεται από την αστάθεια στο πλάσιμο, το αμαυρό ευτελές γάνωμα, την απουσία διακόσμησης και πολυχρωμίας και την αντιγραφή σχημάτων που παράγονται στα μεγάλα κέντρα. Από άποψη μορφής, παρουσιάζει κοινά τεχνοτροπικά στοιχεία με κέντρα παραγωγής της δυτικής Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος φανερώνοντας την ευρεία πολιτιστική συγγένεια και σχέση των πόλεων της περιοχής αυτής6.
Χωρίς να έχει ερευνηθεί το σύνολο των αμφορέων από την αρχαία Μεσσήνη, έγινε μια πρώτη προσπάθεια ταξινόμησης και τυπολογίας των εγχώριων αμφορέων βασιζόμενη σε υλικό από πηγάδι που ανασκάφηκε το 2004 στη βορειοδυτική πλευρά της Αγοράς, σε κοντινή απόσταση από το λεγόμενο Βουλείο και τον ναό ο οποίος ήταν αφιερωμένος στη θεά Μεσσήνη7. Το πηγάδι περιείχε μεγάλο αριθμό θραυσμάτων οξυπύθμενων αμφορέων και χρηστικής κεραμικής, οστά βρεφών και σκύλων. 
Σύμφωνα με την οστεολογική μελέτη, τα οστά ανήκουν σε τουλάχιστον 264 νεογνά και βρέφη, ενώ υποστηρίζεται ότι είχαν αρχικά ταφεί μέσα σε αμφορείς και χύτρες σε συγκεκριμένο χώρο ταφής, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν στο πηγάδι. Το πηγάδι πιθανόν συνέχισε να λειτουργεί ως χώρος εναπόθεσης βρεφών που πέθαναν κατά τη γέννησή τους. Κοντινά παράλληλα ταφής εμβρύων, νεογνών και βρεφών μαζί με σκύλους σε αγγεία απαντώνται σε πηγάδια από την Αγορά της Αθήνας και από την Ερέτρια8.Η πλειονότητα των οστράκων που αποκαλύφθηκαν στο πηγάδι ανήκει σε θραύσματα αμφορέων εγχώριας παραγωγής. Τα λίγα θραύσματα των εισηγμένων παραδειγμάτων ανήκουν σε αμφορείς ελληνο-ιταλικού τύπου και Dressel 1 ιταλικής παραγωγής του -3ου και -2ου αιώνα, καθώς και σε τύπους αμφορέων οι οποίοι κατασκευάζονταν στην Τρίπολη της Β. Αφρικής κατά τον +1ο και +2ο αιώνα. Ροδιακοί, κνιδιακοί και κώοι αμφορείς της ελληνιστικής εποχής αντιπροσωπεύονται από έναν μικρό αριθμό οστράκων. Στον πίνακα παρουσιάζεται η εκτίμηση του ελάχιστου αριθμού αμφορέων που αποτέθηκαν στο πηγάδι9.
Το κύριο κριτήριο για τη διάκριση των ντόπιων από τους εισηγμένους αμφορείς είναι ο πηλός. Καθώς απουσιάζουν οι ειδικές αρχαιομετρικές αναλύσεις του μεσσηνιακού πηλού, οι χαρακτηρισμοί της σύστασης και του χρώματος του πηλού βασίζονται αναγκαστικά σε υποκειμενικά κριτήρια ύστερα από παρατήρηση της ντόπιας χρηστικής κεραμικής. Η μελέτη της σύστασης του πηλού στηρίχτηκε, επίσης, σε πετρογραφικές αναλύσεις οστράκων από μεσσηνιακούς πίθους, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν και δημοσιεύτηκαν από την κ. Μ. Γιαννοπούλου. Σύμφωνα με αυτές, αναγνωρίζονται δύο ομάδες πηλού για την κατασκευή των πίθων: α) πηλός με προσμίξεις ιλυολίθου και με πυριτικά εγκλείσματα και β) πηλός με προσμίξεις ιλυολίθου και με πυριτικά και ανθρακικά εγκλείσματα10 . Αν και δεν έχουν πραγματοποιηθεί πετρογραφικές αναλύσεις πηλού σε όστρακα αμφορέων, είναι φανερό ότι πηλός ίδιας σύστασης και απόχρωσης χρησιμοποιήθηκε και για την κατασκευή των αμφορέων.
Ο πηλός, λοιπόν, των ντόπιων μεσσηνιακών αμφορέων είναι πορώδης, αδρός στην αφή, χαράζεται εύκολα και χαρακτηρίζεται από τη συχνή παρουσία ασβεστολιθικών προσμείξεων.
Δύο είναι οι βασικές αποχρώσεις του: α) υποκίτρινη έως καστανή ανοιχτή, συχνά με υπόλευκη εξωτερική επιφάνεια, β) ροδοκίτρινη έως ερυθροκάστανη, συχνά με τεφρό πυρήνα λόγω κακής όπτησης. Η πλειονότητα των οστράκων φέρει ένα μελανό θαμπό αλείφωμα ή γάνωμα, το οποίο είναι ευτελές και απολεπίζεται εύκολα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις καλύπτει και την εσωτερική επιφάνεια των αμφορέων.
Ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σχήματος των κομβίων και των χειλιών, οι μεσσηνιακοί αμφορείς μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις κύριους τύπους, οι οποίοι εμφανίζουν διάφορες παραλλαγές:
Τύπος 1. Έχει οριζόντιο χείλος με αυλάκωση στην κάτω επιφάνεια, ψηλό κυλινδρικό λαιμό με αβαθείς αυλακώσεις, ωοειδές σώμα, κάθετες ταινιωτές λαβές (Μ67, εικ.1α) και πόδι σε σχήμα μανιταριού (Μ10, Μ11, εικ.1β,γ). Είναι μικρός σε μέγεθος και η πλειονότητα των παραδειγμάτων φέρει μελανό γάνωμα κακής ποιότητας, τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική επιφάνεια. Μια παραλλαγή του κομβίου παρουσιάζει ελαφρές καμπυλότητες στην κάτω επιφάνεια, πιθανόν λόγω κακού πλασίματος (Μ12, εικ.1δ).


Τύπος 2. Χαρακτηρίζεται από το κομβιόσχημο πόδι που διαχωρίζεται από το σώμα με αυλάκωση (Μ50, εικ.2α), ενώ, σε ορισμένα παραδείγματα το πόδι φέρει κοιλότητες και αυλακώσεις λόγω κακού πλασίματος (Μ33, εικ.2β). Τα χείλη που αποδίδονται σε αυτόν τον τύπο διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) οριζόντιο με ελαφρώς κοίλη την άνω επιφάνεια (Μ52, εικ.2γ) και β) κάθετο στρογγυλεμένο με κοίλη εσωτερική επιφάνεια (Μ58, εικ.2δ). Ο τύπος φαίνεται ότι είχε σφαιρικό σώμα και δύο κάθετες ταινιωτές λαβές, όπως δείχνουν σωζόμενα θραύσματα. Το μέγεθός του είναι μικρότερο σε σχέση με τους επόμενους δύο τύπους, ενώ καλύπτεται συχνά από μελανό γάνωμα που έχει απολεπιστεί.


Τύπος 3. Έχει στρογγυλεμένο χείλος με αυλάκωση στην κάτω επιφάνεια (Μ42, Μ47, εικ.3α, β), κοντό κυλινδρικό λαιμό, ωοειδές σώμα, κάθετες ταινιωτές λαβές και κωνικό πόδι που περιβάλλεται από δαχτυλίδι (Μ02, Μ05, Μ40, Μ41, εικ.3γ-στ). Το δαχτυλίδι αυτό, άλλοτε λεπτό και κοντό, άλλοτε χοντρό και ψηλό, παρουσιάζει συχνά μια κλίση προς τα άνω, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δε διαχωρίζεται με σαφήνεια από το κομβίο. Ο τύπος αυτός είναι φανερό ότι μιμείται κνιδιακά πρότυπα.


Τύπος 4. Χαρακτηρίζεται από στρογγυλεμένο χείλος, ψηλό κυλινδρικό λαιμό, ωοειδές σώμα, κάθετες ταινιωτές λαβές (Μ54, εικ.4α) και κοντό κυλινδρικό πόδι που πλαταίνει προς τα κάτω (Μ29, Μ84, εικ.4β,δ). Ενίοτε, το πόδι φέρει αβαθείς αυλακώσεις (Μ24, εικ.4γ), ενώ σε μερικές περιπτώσεις ο αμφορέας καλύπτεται από κακής ποιότητας μελανό γάνωμα. Τόσο η μορφή του χείλους όσο και το κυλινδρικό πόδι παραπέμπουν σε ροδιακούς τύπους αμφορέων, τους οποίους και μιμούνται.


Η σύσταση του πηλού δεν είναι ενδεικτική ενός συγκεκριμένου τύπου αμφορέων, καθώς φαίνεται ότι όλοι οι τύποι κατασκευάζονταν από διαφορετικής σύστασης και χρωματικής απόχρωσης μεσσηνιακό πηλό. Ορισμένα όστρακα παρουσιάζουν ελαττώματα, όπως ρωγμές και φυσαλίδες στον πηλό, ενώ οι στρεβλώσεις και ο τεφρός πυρήνας οφείλονται στην κακή όπτηση και την υπερθέρμανση.
Σε γενικές γραμμές, οι μεσσηνιακοί αμφορείς χαρακτηρίζονται από τις ογκηρές φόρμες, το ασταθές συχνά πλάσιμο και το κακής ποιότητας γάνωμα μέσα στο οποίο εμβαπτίζονταν. Οι Τύποι 1 και 2 είναι μικροί σχετικά σε μέγεθος σε σύγκριση με τους Τύπους 3 και 4. Έχουν διάμετρο χείλους 10 εκ. και μέγιστη διάμετρο σώματος 22-23 εκ., ενώ το ύψος τους δεν ξεπερνά τα 50 εκ. Αμφορείς μικρού μεγέθους και χωρητικότητας 12/13 λίτρων, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση και μεταφορά αγροτικών προϊόντων, έχουν αναγνωριστεί και στην Κρήτη11. Οι Τύποι 3 και 4 αντιγράφουν κνιδιακά και ροδιακά πρότυπα αμφορέων αντίστοιχα, τα οποία και μιμούνται τόσο μορφολογικά όσο και από άποψη μεγέθους και χωρητικότητας. Κανένα από τα παραδείγματα που προέρχονται από το πηγάδι δεν φέρει σφραγίσματα στις λαβές.
Όσον αφορά στη χρήση και το περιεχόμενο των μεσσηνιακών οξυπύθμενων αμφορέων, δεν είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι χρησίμευαν για τη μεταφορά και αποθήκευση αγροτικών προϊόντων, κυρίως οίνου και λαδιού. Όπως μαρτυρούν οι γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα, κύρια ασχολία των Μεσσηνίων ήταν η γεωργία, και μάλιστα η παραγωγή οίνου, λαδιού και σιταριού. Οι σπόροι σταφυλιού και ελιάς που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφικές εργασίες, ο μικρός αριθμός εισηγμένων αμφορέων και οι μαρτυρίες των επιγραφών και των αρχαίων συγγραφέων που κάνουν λόγο για τη διαχείριση και το εμπόριο του πλεονάσματος της αγροτικής παραγωγής, δηλώνουν ότι η μεσσηνιακή κοινωνία ήταν αυτάρκης στην παραγωγή λαδιού, οίνου και σιταριού12. Οι εισαγωγές προϊόντων ήταν σχετικά περιορισμένες και συνήθως συμπληρωματικές της τοπικής παραγωγής.
Από χρονολογική άποψη, οι μεσσηνιακοί αμφορείς είναι δυνατόν να χρονολογηθούν μόνο σε σχέση με τα λίγα παραδείγματα εισηγμένων αμφορέων τα οποία προήλθαν από το πηγάδι.
Οι πρωιμότεροι εισηγμένοι αμφορείς είναι του λεγόμενου «ελληνο-ιταλικού» τύπου, που κατασκευαζόταν στην κεντρική και νότια Ιταλία από το β΄ μισό του -3ου αιώνα. Τα θραύσματα ποδιών από το πηγάδι εντάσσονται χρονολογικά στις αρχές και τα μέσα του -2ου αιώνα (εικ.5α)13. Λίγα όστρακα ποδιών του τύπου Dressel 1 χρονολογούνται στα τέλη του -2ου και τις αρχές του -1ου αιώνα (εικ.5β)14, ενώ τα θραύσματα χείλους και διπλών λαβών που ανήκουν σε αμφορείς από την Κω χρονολογούνται στον -1ο αιώνα (εικ.5γ).
Στον ίδιο αιώνα ανήκουν και τα θραύσματα χείλους και ποδιών από αμφορείς της Κνίδου και της Ρόδου15. Στην ίδια χρονική περίοδο (-2ος/ -1ος αιώνας) μπορεί να ενταχτεί και η εγχώρια παραγωγή αμφορέων, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται και μια πρωιμότερη χρονολόγηση.


Αν και δεν έχει μελετηθεί το σύνολο του αμφορέων που έχει έρθει στο φως κατά τις ανασκαφικές έρευνες στην αρχαία Μεσσήνη, τα μέχρι στιγμής δεδομένα φανερώνουν ότι υπήρχε μια σημαντική εγχώρια παραγωγή αμφορέων κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, η οποία εξυπηρετούσε τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, εντάσσοντας την πόλη της Μεσσήνης σε μια από τις κύριες μικροοικονομίες της Πελοποννήσου. Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί από τον Π. Θέμελη, η μεσσηνιακή κοινωνία ήταν συντηρητική, οικονομικά αυτάρκης και μάλλον κλειστή, εξαρτημένη από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, με πολίτευμα τιμοκρατικό και με οικονομία στηριγμένη στη γεωργία16. Η παρουσία εγχώριας παραγωγής αμφορέων και άλλων αγγείων καθημερινής χρήσης ενισχύει την άποψη αυτή μαρτυρώντας ταυτόχρονα την έντονη βιοτεχνική δραστηριότητα των κατοίκων της Μεσσήνης. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ύπαρξη του τοπικού εμπορίου, που, αν και θα ήταν μικρής κλίμακας και ενώ απουσιάζουν οι σχετικές ενδείξεις, θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στη γεωργική και βιοτεχνική παραγωγή. Έτσι, οι μεσσηνιακοί αμφορείς πιθανόν χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά των αγροτικών προϊόντων σε μεσσηνιακές ή άλλες πόλεις της Πελοποννήσου. Ενδείξεις για εγχώρια παραγωγή αμφορέων κατά την ελληνιστική εποχή και την περίοδο της ρωμαιοκρατίας υπάρχουν, επίσης, από την Κόρινθο, την Αγία Τριάδα, το Αίγιο και τη Δυμαία17. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αμφορείς κάλυπταν κυρίως τις τοπικές ανάγκες. Η αναγνώριση επιπλέον εγχώριων τύπων αμφορέων από την Πελοπόννησο, καθώς και η συνεξέτασή τους θα συμβάλλουν ουσιαστικά στην κατανόηση και εξέλιξη των μικροοικονομιών των πελοποννησιακών πόλεων.

Παναγιώτα Τσιλογιάννη
Αμφορείς από την αρχαία Μεσσήνη: η τοπική παραγωγή*
Στό: ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (ΑΕΠΕΛ1) Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Τρίπολη, 7-11 Νοεμβρίου 2012

* Ευχαριστώ θερμά τον κ. Πέτρο Θέμελη για την παραχώρηση του υλικού και την αμέριστη υποστήριξή του. Ευχαριστώ, επίσης, την κα Αντιγόνη Μαραγκού, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Rennes, για τις συμβουλές της και τις παρατηρήσεις της στο κείμενο. Οι φωτογραφίες και τα σχέδια των αμφορέων εκπονήθηκαν από τη γράφουσα.
1 McDonald– Rapp 1972, 94-96, 146 χάρτης 8-17. Alcock κ.ά. 2005, 159-161.
2 Themelis 2010α, 98-100.
3 Θέμελης 2009, 94.
4 Θέμελης 2002, 32-34. Θέμελης 1989, 99-105.
5 Θέμελης 2009, 96-99.
6 Θέμελης 2004, 409-438.
7 Θέμελης 2005-2006, 54.
8 Bourbou–Themelis 2010.
9 Η εκτίμηση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το πρωτόκολλο υπολογισμού που έχει προταθεί από την F. Laubenheimer, η οποία, άλλωστε, υπογραμμίζει ότι καμία μέθοδος δεν επιτρέπει την ακριβή αποκατάσταση της αρχαίας πραγματικότητας, Laubenheimer 1998, 87 πίν. I.
10 Giannopoulou 2010, 81-83, Appendix B και C.
11 Marangou 1995, 84, 89. Οι αμφορείς της Μεσσήνης φαίνεται να έχουν χωρητικότητα γύρω στα 9/10 λίτρα.
12 Γενικά, για την οικονομία της Μεσσήνης, βλ. Roebuck 1945. Rizakis 2001. Rizakis–Touratsoglou 2008, 71-72. Themelis 2010α. Themelis 2010β. Tsilogianni 2011, 206-246.
13 Tsilogianni 2011, 72-85.
14 Tsilogianni 2011, 85-95.
15 Tsilogianni 2011, 36-71.
16 Θέμελης 2004, 429.
17 Πετρόπουλος 2005, 25.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Alcock κ.ά. 2005: S. E. Alcock–A. M. Berlin–A. B. Harrison–S. Heath–N. Spencer–D. L. Stone, Pylos Regional Archaeological Project, Part VII: Historical Messenia, Geometric through Late Roman, Hesperia 74, 2005, 147-209.
Bourbou–Themelis 2010: C. Bourbou–P. Themelis, Child burials at Ancient Messene, στο: A. M. Guimier-Sorbets–Y. Morizot (επιμ.), L’enfant et la mort dans l’Antiquité, I. Nouvelles recherches dans les nécropoles grecques, Le signalement des tombes d’enfants, Actes de la table ronde internationale, École française d’Athènes, 29-30 mai 2008, Athènes 2010, 111-128.
Giannopoulou 2010: M. Giannopoulou, Pithoi. Technology and History of storage vessels through the ages, BAR International Series 2140, Oxford 2010.
Θέμελης 2004: Π. Θέμελης, Πρώιμη ελληνιστική κεραμική από τη Μεσσήνη, στο: ΣΤ΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Βόλος, 17-23 Απριλίου 2000, Αθήνα 2004, 409-438.
Θέμελης 2009: Π. Θέμελης, Μεσσηνίας οίνος και Διόνυσος, στο: Γ. Πίκουλας (επιμ.), Οίνον Ιστορώ ΙΧ, Αθήνα 2009, 93-113.
Laubenheimer 1998: F. Laubenheimer, Les amphores en Gaule. Du comptage à l’interpretation, στο: P. Arcelin– M. Tuffreau-Libre (επιμ.), La quantification des céramiques. Conditions et protocole, Actes de la table ronde de Bibracte, Centre archéologique européen du Mont Beuvray, Glux-en-Glenne, 7-9 avril 1998, Bibracte 2, Glux-en-Glenne 1998, 85-91.
McDonald–Rapp 1972: W. A. McDonald–G. R. Rapp, The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minneapolis 1972.
Marangou 1995: A. Marangou, Le vin et les amphores de Crète de l’époque classique à l’époque impériale, Études crétoises 30, Athènes 1995.
Πετρόπουλος 2005: Μ. Πετρόπουλος, Η ελληνιστική κεραμική της Πελοποννήσου, στο: Λ. Κυπραίου– Μ. Καζάκου (επιμ.), Ελληνιστική κεραμική από την Πελοπόννησο, Αίγιο 2005, 23-28.
Rizakis 2001: A. D. Rizakis, Les cités péloponnésiennes entre l’époque hellénistique et l’Empire: le paysage économique et social, στο: R. Frei-Stolba–K. Gex (επιμ.), Recherches récentes sur le monde hellénistique, Actes du colloque international organisé à l’occasion du 60e anniversaire de Pierre Ducrey, Lausanne 20-21 novembre 1998, Bern 2001, 75-96.
Rizakis–Touratsoglou 2008: A. D. Rizakis–Y. Touratsoglou, L’économie du Péloponnèse hellénistique: un cas régional, στο: C. Grandjean (επιμ.), Le Péloponnèse d’Epaminondas à Hadrien, Colloque de Tours, 6-7 octobre 2005, Bordeaux 2008, 69-82.
Roebuck 1945:C.A.Roebuck, A note on Messenian economy and population, CPh 40, 1945,149 165.
Themelis 2010α: P. Themelis, The economy and society of Messenia under Roman rule, στο: A. D. Rizakis–C. Lepenioti (επιμ.), Roman Peloponnese III. Society, Economy and Culture under the Roman Empire: Continuity and Innovation, Meletemata 63, Athens 2010, 89-110.
Themelis 2010β: P. Themelis, Messenian Economy and Society, Athens 2010.
Tsilogianni 2011: P. Tsilogianni, Le matériel amphorique du sud-ouest de la Grèce et le commerce maritime dans le Péloponnèse à l’époque hellénistique et romaine, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Université Paris 1–Panthéon-Sorbonne, 2011.



Printfriendly