.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Φρούρια, οχυρώσεις και ορεινά περάσματα της ΒΑ Μεσσηνίας


Η BA Μεσσηνία ήταν κατά την αρχαιότητα τόπος γνωστός από τα Πανελλήνια Μυστήρια των Μεγάλων Θεών της Ανδανίας από τα σύνθετα τελετουργικά της Lex Sacra2, από το τοπογραφικό αίνιγμα του Καρνασίου Άλσους και από το ρόλο που διεδραμάτισε στους Μεσσηνιακούς πολέμους ώς δεσπόζουν παραμεθόριο οριοθέσιο. Σύμφωνα με τις μυθολογικές αναφορές ήταν η περιοχή, στην οποία ιδρύθηκαν οι παλαιότερες της Μεσσήνης πρωτεύουσες3 και κατά τον Β' Μεσσηνιακό Πόλεμο ο συνοριακός της ρόλος θεωρήθηκε ως πηγή πολλών κακών στην ειρηνική διαβίωση των Μεσσηνίων των προηγούμενων αιώνων4.
Η BA Μεσσηνία διαχωρίζεται σε τρία διακριτά έδαφικά περιβάλλοντας στην πεδιάδα της Στενυκλάρου5, στα πρανή του Τετραζίου6 και στα υψίπεδα του Λεονταρίου, αμέσως μετά τα Στενά Τσακώνας/Δερβενίου. Η αλλεπάλληλη αυτή διαδοχή περιβαλλόντων προσδίδει στην περιοχή έναν φυσικό οχυρωματικό χαρακτήρα, λόγω της συνεχώς ανηφορικής διαδρομής έως το οροπέδιο της Μεγαλοπόλεως. Πρόκειται για μια φυσική κλίμακα, της οποίας τα επίπεδα διακρίνονται από υψομετρική διαφορά μέσου όρου 500 μέτρων7.
Ο Ταύγετος στα ανατολικά με τις χαμηλότερες παρυφές του και το Τετράζιο όρος8 στα βόρεια περικλείουν τον Μεσσηνιακό χώρο και συνθέτουν ένα ιδιότυπο σύστημα ορέων/ οροπεδίων/ πρανών, μέσα από το οποίο διαχέονται πολλαπλά περάσματα, μικρότερα και μεγαλύτερα. Το πιό ευρύχωρο πέρασμα του συστήματος είναι το Δερβένι στα ανατολικά, το οποίο οριοθετείται από την Τσακώνα στα νότια και από τα υψίπεδα του Λεονταρίου στα βόρεια.
Το Τετράζιο προεκτείνεται στα ΒΔ έως το Λύκαιο όρος και δημιουργεί ένα φυσικό τείχος, στο οποίο δεν διακρίνεται κανένα ευμέγεθες πέρασμα, αλλά στενοί ορεινοί δίαυλοι με κυριότερο το μονοπάτι της Αγίας Θεοδώρας, με σημείο εκκίνησης το Καρνάσιο10 και τερματισμού το Ίσαρι, καθώς και σειρά από ακόμα μικρότερα ορεινά περάσματα, τα οποία παρουσιάζονται στην παρούσα μελέτη.
Οι νότιες και ΝΔ παρυφές του ορεινού όγκου του Τετραζίου όρους αποτέλεσαν επί μακρόν ένα φυσικό σύνορο, το οποίο είτε διαχώριζε τη Μεσσηνία από την Αρκαδία και Λακωνία, είτε τις συνέδεε. Τα ορεινά περάσματα που συνδέουν τις παραπάνω περιοχές χρησιμοποιήθηκαν ως οι κατάλληλοι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου, ως ελεγχόμενες θέσεις, οι οποίες προσέδιδαν στους εκάστοτε κατόχους τους δυνατότητα στρατηγικής κυριαρχίας μείζονος σημασίας.
Πρέπει να αναφερθεί ότι ως ζώνη ελέγχου ήταν τόσο κομβική, ώστε να αποτελέσει για αιώνες μιά αμφισβητούμενη «γκρίζα» ζώνη μεταξύ Μεσσηνίων, Αρκάδων και Σπαρτιατών, περιοχή η οποία ήταν σκηνικό πολυάριθμων δραματικών γεγονότων μεταξύ αυτών των πελοποννησιακών δυνάμεων από την Αρχαϊκή εποχή έως τη Ρωμαιοκρατία11.
Η ΒΔ Μεσσηνία μπορεί να θεωρηθεί ως οί Θερμοπύλες της κεντρικής Πελοποννήσου. Πράγματι, από την εποχή της βασίλισσας Ανδανίας και του Αριστομένη έως τα θρυλικά κατορθώματα του Μητροπέτροβα, του Κολοκοτρώνη και τις μάχες εξουσίας κατά τον τραγικό Εμφύλιο, τα ορεινά περάσματα της BA Μεσσηνίας αποτέλεσαν σκηνικό ανδραγαθημάτων, πολεμικών συγκρούσεων καθώς και αποφασιστικών και τελεσίδικων εκβάσεων σε στρατιωτικές και πολιτικές ανακατατάξεις, οι οποίες καθόρισαν τη μοίρα όχι αποκλειστικά του Μεσσηνιακού νομού, αλλά και ολόκληρου του Μοριά.
Η περιοχή των Στενών τού Δερβενίου12 αναφέρεται ήδη από ιστορικους της αρχαιότητας13, ενώ η κλίμακα της διαχρονικής της στρατηγικής σημασίας διαφαίνεται ακόμα και κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Εθνεγερσίας, στα κείμενα πολλών αγωνιστών της Επανάστασης, όπως του Κολοκοτρώνη, του Τρικούπη και του Φωτάκου.
Ως πεδίο μαχών το Δερβένι βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ντόπιων και εισβολέων, ενώ ως επικοινωνιακός κόμβος σηματοδοτεί την πάντα επίκαιρη θέση του στο χάρτη της νότιας και κεντρικής Πελοποννήσου.
Όχι μόνο το φυσικό πέρασμα του Δερβενίου αλλά και το ΝΔ φρύδι του Τετραζίου (εικ.3) με τις παρυφές και τα πρανή του αποτελεί ένα κανονικό φυσικό σύστημα επικοινωνίας αλλά και οχύρωσης της ευρύτερης περιοχής. Καθόλου τυχαία κατά μήκος της νότιας και ΝΔ παρυφής του Τετραζίου, εκεί ακριβώς που χαράχτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα η σιδηροδρομική γραμμή Τριπόλεως/Καλαμάτας, μια σειρά από φρούρια όριοθετούν την κρίσιμη ζώνη ένθεν και ένθεν.
Οι ΒΔ παρυφές του Ταύγετου σχηματίζουν αλυσίδα κορυφών σε αλληλουχία διάταξης ξεκινώντας από την Ελληνίτσα14, τον Προφήτη Ηλία15 και καταλήγοντας στο Λαγοβούνι16 και στο Μικροβούνι17. Ανάμεσα σε αυτές τις κορυφές σχηματίζονται φαράγγια και απότομες χαράδρες με κυριότερα περάσματα: 

α) του Κάστρου της Ωριάς/ Μέγα/ Έλληνίτσας, 
β) του Σουλίου/ Χειράδων/ Λαγοβουνίου, 
γ) του Φαναΐτη/ Παραδεισίων18 και 
δ) της Βρωμόβρυσης.

Αυτά τα περάσματα έπαιξαν τον ρόλο εναλλακτικών διαδρομών σε σχέση με τη διάβαση των Δερβενίων. Η επιλογή τους προυποθέτει μεγαλύτερη προσπάθεια στην ανάβαση, εφόσον πρόκειται για φαράγγια και κλεισούρες που διατρέχονται από εποχιακούς χειμάρρους, επομένως από δύσβατα έως και αδιάβατα κατά τους χειμερινούς μήνες. Στον ορεινό όγκο της Βρωμόβρυσης οι διαβάσεις είναι περισσότερες από μία: Τσουκαλέικα/ Δρέμι/ Μπάλα/Γούπατα, Πολιάνα/ Δυρράχι/ Αμπελάκια/ Μπούρα/ Σουλινάρι, Κρασοπούλα/ Άκοβο/Τουρκολέκα. Πλήθος άλλων φυσικών διαβάσεων, προσβάσιμων από τον άνθρωπο, διατρέχουν τη Βρωμόβρυση και ανεβαίνουν στα ενδότερα του Ταύγετου, εισχωρώντας στις Λακωνικές επαρχίες τού Λογκανίκου, του Καστορείου και της Σελασίας. Σε επόμενες μελέτες του γράφοντα θα παρατεθούν αναλυτικά τα φυσικά μονοπάτια και οι ανθρώπινες παρεμβολές στους ορεινούς διαύλους αποκλειστικά της ανατολικής Μεσσηνίας.
Αντιθέτως το Μικροβούνι είναι το ακρότατο ΒΔ πέρας του Ταύγετου, ενώ τα κατάντη του αποτελούν μαζί με τα απέναντι υψώματα των Χράνων ευρύ, πλήν όμως, εύκολα ελεγχόμενο πέρασμα προς το υψίπεδο του Λεονταρίου και τα ενδότερα της Πελοποννήσου.
Ο ορεινός όγκος του Τετραζίου συνεχίζεται σχεδόν αμέσως από το όρος Λύκαιο και το μεταξύ τους διάστημα έχει βάθος 30 περίπου χιλιομέτρων. Ολόκληρο το σύμπλεγμα των παραπάνω βουνών αποτελεί το φυσικό τείχος που διαχωρίζει την κεντρική Πελοπόννησο από τον νότο. Τα συστήματα αυτά διατρέχονται από ένα μόνο μεγάλο πέρασμα, αυτό της Τσακώνας/ Δερβενίου/ Λεονταρίου, το οποίο είναι εύκολος τόπος ελέγχου για τον ντόπιο πληθυσμό και ταυτόχρονα δύσκολος στην κατάληψη από εχθρικά στρατεύματα. Δεν είναι τυχαίο το ότι ένα πέρασμα σαν αυτό είναι δυνατό να υποστηριχθεί μέχρι και από λίγους άνδρες, ενώ αντιθέτως απαιτείται μεγάλος αριθμός εισβολέων για την κατάκτησή του, κάτι το οποίο εμφαίνεται στον τρόπο με τον οποίο κινεί τις δυνάμεις του ο στρατηγός Κολοκοτρώνης κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, στα 1825 19. Οι παραπάνω προϋποθέσεις καθιστούν διαχρονικά αυτό το κομμάτι της BA Μεσσηνίας κρίσιμο για τη στρατηγική διασφάλισης της.
Ωστόσο, ένας όχι και τόσο γνωστός αριθμός άλλων, δευτερευόντων περασμάτων οριοθετεί αυτή τη νοητή γραμμή μεταξύ των σημερινών νομών Αρκαδίας και Μεσσηνίας, τα οποία ξεκινούν από το ΒΑ πέρας της πεδιάδας της Άνω Μεσσηνίας. Αυτά τα περάσματα σηματοδοτούν μεμονωμένους τρόπους επικοινωνίας παράλληλα με τη χρήση των μεγάλων περασμάτων όπως το Δερβένι και αποτελούν κομβικής σημασίας δεδομένα για τη γνώση της τοπογραφίας της ευρύτερης περιοχής. Οριοθετημένα ως λιθόστρωτα μονοπάτια ή απλά ως φυσικές δίοδοι, οι οποίες διατηρούνται ανοικτές χάρη στην υψηλή συχνότητα χρήσης τους καθορίζουν την επικοινωνιακή δραστηριότητα σε κάθε προβιομηχανική εποχή, έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια ύπαρξης και εξακολουθούν να είναι λειτουργικά έως και λίγα χρόνια μετά το τέλος του τελευταίου μεγάλου πολέμου.

Όρεινά Περάσματα και φρούρια του Τετραζίου
BA του χωριού Παραπούγκι ξεκινά την πορεία του στη θέση Κουργιαλός ή Καταρράκτης μονοπάτι, το οποίο καταλήγει μετά από ορεινή πορεία στο χωριό Καρνάσιο, στά νώτα τού Δερβενίου.
Η διαδρομή του μονοπατιού διακόπτεται από τις σιδηροδρομικές γραμμές Τριπόλεως/Καλαμάτας στη θέση Άγιος Βασίλειος20. Διασχίζοντας τη σιδηροδρομική στοά προς δυσμάς και έχοντας στα δεξιά το φαράγγι του Κρυονερίου (εικ.4), το μονοπάτι εμφανίζεται και πάλι στα δυτικά πρανή του Μεγάλου Βουνού21, κρυμμένο πλέον κατά τους εαρινούς και θερινούς μήνες από πυκνά βάτα και διαγράφεται ελικοειδώς φτάνοντας έως ένα πλάτωμα μερικώς τεχνητά διαμορφωμένο και σήμερα υποστηριζόμενο στα ΒΔ από αναλημματικούς τοίχους
Στην προκειμένη περίπτωση η φυσική διαμόρφωση του εδάφους έχει υποστεί παρέμβαση με τη χάραξη μονοπατιού και πρόκειται για έναν κλασικό για τα δεδομένα της Πελοποννήσου δρόμο, που ήταν σε χρήση από τους κυνηγούς τους τελευταίους αιώνες, πολλές φορές τους πραματευτάδες και τους πολεμιστές αλλά κατά τα φαινόμενα ήδη γνωστό από την αρχαιότητα. Το μονοπάτι έχει διανοιχθεί με λάξευση του σχιστόλιθου, μετακίνηση βράχων και επίστρωση ημίεργων λίθων.
Η πορεία του μονοπατιού συνδέεται, όχι συμπτωματικά, με μιά φυσική οχυρή θέση, η οποία ήδη από την περίοδο των Μεσσηνιακών Πολέμων είχε διαμορφωθεί σε στρατηγικό οριοθέσιο με την κατασκευή ενός συνοριακού φυλακείου. Πρόκειται για τη θέση Στήλια, γνωστό στους παλαιότερους γηγενείς πέρασμα από την ορεινή Μεσσηνία προς την πεδιάδα της Στενυκλάρου, τον ελαιώνα της Άνω Μεσσηνίας22.


Τα Στήλια είναι ένα φυσικό πλάτωμα, το οποίο έχει υποστεί τεχνητή διαπλάτυνση και φιλοξενεί μιά φρουριακή κατασκευή από καλοπελεκημένους ορθογώνιους ογκόλιθους. Από τη θέση αυτή είναι δυνατός και οπτικός έλεγχος όλης της πεδιάδας αλλά και των πρανών του Τετραζίου καθώς και των μικρότερων ορεινών περασμάτων που οδηγούν στην Αρκαδία.
Η φρουριακή εγκατάσταση των Στηλίων σήμερα διατηρείται σε άσχημη κατάσταση, ήδη πριν την καταστροφική πυρκαγιά του 2007, με πυκνή βλάστηση να έχει εξορύξει και μετατοπίσει από τις αρχικές τους θέσεις τους κατεργασμένους ογκόλιθους του τείχους. Εξάλλου, μεγάλος αριθμός ογκόλιθων βρίσκεται κατάσπαρτος σε όλη την επιφάνεια του περιβάλλοντος πλατώματος καθώς και ενσωματωμένος σε κοντινές ξερολιθιές και αναλημματικούς τοίχους ως spolia. Είναι και θα παραμείνει άγνωστος ο αριθμός δομικών υλικών της φρουριακής εγκατάστασης, οι οποίοι μετατοπίστηκαν ή μετατράπηκαν σε ασβέστη ή λιθόπλινθους.
Η εγκατάσταση περιλαμβάνει έναν πυρήνα συνολικής διαμέτρου 10 περίπου μέτρων που αρχικά καταλάμβανε το κύριο σώμα του κτηρίου: ένα τείχος κατασκευασμένο από καλά κατεργασμένους και παραλληλόγραμμους ογκόλιθους με διαστάσεις κατά μέσο όρο 100x50 εκατοστά του μέτρου. Η ισοδομική λιθοδομία θυμίζει αντίστοιχες της κλασικής εποχής, αν και τα ελλείποντα στοιχεία είναι καθοριστικά για τη διαμόρφωση μιάς ακέραιης εικόνας του αρχικού κτηρίου23.
Η πυκνή βλάστηση στο εσωτερικό του κτηρίου, η οποία αποτελείται κυρίως από βάτα και θάμνους, δεν επιτρέπει περαιτέρω ασφαλείς παρατηρήσεις, ενώ καθίσταται άμεση η ανάγκη αποψίλωσης και εξωραϊσμού του χώρου. Οι μικρές διαστάσεις του φυλακείου του προσδίδουν ιδανικά στοιχεία κάλυψης/ παραλλαγής στο ευρύτερο περιβάλλον.
Ή θέση Στήλια δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία οχυρωματικής αυτάρκειας, εφόσον στα ανατολικά του πλευρίζεται από ψηλότερα σε αυτήν πρανή. Η φύλαξη των Στηλίων προϋποθέτει τον παράλληλο έλεγχο του Καρνασίου και των ψηλότερων σε αυτά θέσεων στα βόρεια και ΒΑ. Επομένως τα Στήλια παίζουν το ρόλο μιάς βοηθητικής θέσης σε ένα ευρύτερο δίκτυο φυλακείων και φρουρίων της περιοχής24. Πράγματι, άλλες θέσεις, εγγύτερες στό Καρνάσι και κατά μήκος του νότιου/ NA φρυδιού του Τετραζίου, αποτελούν το σύστημα φρούρησης του ορεινού όγκου, σε ένδιάμεσο με το Δερβένι σημείο. Η ύπαρξη τέτοιων φρουριακών θέσεων εδώ μαρτυρά μιά οργανωτική τάση υποστήριξης όχι απλά των πρωταρχικών ευρύστομων περασμάτων, αλλά και των δευτερευόντων σημείων στον χάρτη της Άνω Μεσσηνίας. Το μονοπάτι που οδηγεί από τον Άγιο Βασίλειο στά Στήλια, αποτελεί φυσική επέκταση του οχυρωματικού σχεδίου στο νοητό άξονα που διαγράφεται στα πρανή του NA Τετραζίου. Ο ρόλος που διαδραματίζει το παρακείμενο μονοπάτι στο συνολικό σχέδιο οργάνωσης του χώρου επιτρέπει να χρονολογηθεί τουλάχιστον στην ίδια εποχή, κατά την οποία οικοδομήθηκε η εγκατάσταση στα Στήλια.
Παρόλο που η διαπλάτυνση του περάσματος για την εγκατάσταση των σιδηροδρομικών γραμμών στα τέλη του 19ου αιώνα επέφερε σημαντικές αλλαγές στην τοπογραφική μορφολογία της περιοχής και σχεδόν σίγουρα εξαφάνισε ουσιαστικά στοιχεία όσον αφορά τις άλλες οχυρωμένες θέσεις, που λογικά θα έπρεπε να υφίστανται κατά μήκος τους, σήμερα εντοπίζονται ακόμα πολύτιμα δεδομένα για την ανάπλαση του αρχικού οχυρωματικού σχεδίου25. Τα Στήλια είναι μια μικρή εγκατάσταση, πιθανώς ένα φυλακείο, τοποθετημένο στο δυτικότερο τμήμα του στενού περάσματος Δερβένι/ Άγιος Βασίλειος26.


Κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου από τα Στήλια, υπάρχει η θέση Κάστρο27 που δίκαια φέρει αυτό το όνομα που της έδωσε ο λαός, εφόσον εδώ πράγματι υπήρξε μια ακόμα μεγαλύτερη οχυρή εγκατάσταση από τα Στήλια, ένα φρούριο κατασκευασμένο από ορθογώνιους καλοπελεκημένους λίθους, που ήλεγχε τον δρόμο για το Δερβένι αλλά και τις απέναντι παρυφές του Ταύγετου. Το Κάστρο28, τοπωνύμιο το οποίο συναντάται και σε άλλες θέσεις στα πρανή του Τετραζίου αλλά και στην πεδιάδα της Στενυκλάρου29, βρίσκεται στην κορυφή ενός κολουροκωνοειδούς και απότομου λόφου 300 μέτρα βόρεια της σιδηροδρομικής γραμμής. Η αδυναμία ανεύρεσης ενός μονοπατιού πού να οδηγεί στην κορυφή του Κάστρου, παρόμοιου με το μονοπάτι στά Στήλια, ίσως να οφείλεται στην καταστροφή του κατά τις εργασίες διαπλάτυνσης του περάσματος για τις σιδηροδρομικές γραμμές30. Ωστόσο υπάρχουν κάποια πιθανά υπολείμματα του μονοπατιού στη ΒΔ πλευρά του λόφου, τα οποία σήμερα οδηγούν μέσα από εξαιρετικά δύσβατη διαδρομή στην κορυφή.
Μέχρι και τη δεκαετία του '50 το Κάστρο διασωζόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, ενώ σήμερα πλείστοι ογκόλιθοι που απάρτιζαν το κύριο στέλεχος των τειχών είτε έχουν μετατοπισθεί από την αρχική τους διάταξη, είτε έχουν χαθεί και κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιηθεί ως spolia από τους ντόπιους. Άγνωστη παραμένει και η αρχική περίμετρος του Κάστρου, η οποία επεκτεινόταν κατά μήκος ολόκληρου του υψώματος και ίσως να προεκτεινόταν και ως τείχος προς τα βόρεια για μια διαδρομή 200 περίπου μέτρων. Περαιτέρω έρευνες επί του πεδίου αναμένεται να οδηγήσουν σε πιο ασφαλή συμπεράσματα.
Ή παρακείμενη θέση «Στού Αντρειωμένου τ' Αλώνι», σε ευθεία γραμμή 300 μέτρων ΝΔ του Κάστρου, φέρει ίχνη οργανωμένης οχυρωματικής τοιχοδομίας και παίζει τον ρόλο ενός ακόμα δευτερεύοντος οχυρού, το οποίο έχει κατασκευαστεί για να υποστηρίζει την οχυρή γραμμή πρίν την είσοδο από το φαράγγι του Δερβενίου. Η θέση «Στού Λντρειωμένου τ' Αλώνι» είναι ένα φυσικό πλάτωμα που δεσπόζει πάνω από τη Στενύκλαρο. Από εδώ είναι ορατός όλος ο έλαιώνας και η δεύτερη θέση Κάστρο, στον Άγιο Χαράλαμπο. Ως προκεχωρημένη οχυρή θέση υποστηρίζει το ορεινό Κάστρο, τα στενά και τα πιθανά φρούρια της πεδιάδας. Δεσπόζει πάνω από την Τσακώνα και έχει οπτική κάλυψη των ΒΔ παρυφών του Ταύγετου ελέγχοντας τα περάσματα της Ελληνίτσας και του Σουλίου31. Από τη θέση «Στού 'Αντρειωμένου τ' Αλώνι» ξεκινά μονοπάτι, κλειστό σήμερα από τη βλάστηση, το οποίο διατρέχει την απότομη ράχη παράλληλα και σε μικρή απόσταση από τον χείμαρρο Τζαμή και διακλαδίζεται στα ανατολικά προς το χωριό Φίλια και στα Ν/ ΝΔ στην περιοχή του χωριου Τρύφα32. Η φύλαξη τού «Αντρειωμένου» καθιστά την είσοδο της Τσακώνας και επομένως τα Στενά Δερβενίου ασφαλή, κατ' επέκταση την πεδιάδα και τα γύρω στολίσματα, χωριά και συνοικισμούς33.
Δεν είναι τυχαίο το ότι η BA Μεσσηνία και συγκεκριμένα η περιοχή της Ανδανίας ήταν η περιοχή που επελέγη για την στρατιωτική αντίσταση των Μεσσηνίων ενάντια στη σπαρτιατική επεκτατική πολιτική. Εδώ είναι που οχυρώνεται ο Αριστομένης μαζί με τους «αρίστους των Μεσσηνίων νεανιών» στασιάζοντας στους Σπαρτιάτες κατά τον Β ́ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Ο έλεγχος των περασμάτων από τον Αριστομένη του δίνει αρχικά προβάδισμα, ενώ ο πόλεμος καταλήγει με την συντριπτική του ήττα λόγω προδοσίας του Βασιλιά Αριστοκράτη της Αρκαδίας. Ωστόσο η αντίσταση συνεχίζεται για έντεκα χρόνια, διάστημα καθόλου ευκαταφρόνητο, με την απόσυρση του Αριστομένη στην οχυρή θέση της Είρας και των ΒΑ περασμάτων της Μεσσηνίας. Αυτά τα οχυρά αναδιοργανώνει ο Επαμεινώνδας και αποδίδει στην κατεστραμμένη Ανδανία την παλαιά της πολιτική και θρησκευτική σημασία. Φυσικά σε αυτές τις ιστορικές συγκυρίες συμβάλλει η τοπογεωγραφία, η οποία με τον χαρακτήρα της την καθιστά περιοχή κλειδί. Ένα σύνθετο σύστημα οχυρωμένων θέσεων, φυλακείων και φρουρίων στο τρίγωνο Δερβένι/ Καρνάσιο/ Στήλια φράζει τα ορεινά περάσματα στο NA Τετράζιο και ελέγχει κάθε κίνηση από βορρά προς νότο και αντιστρόφως. Η παρούσα μελέτη εκθέτει τη σημασία της τοπογεωγραφίας της σπεριοχής και αποτελεί μια προσπάθεια καταγραφής και αποτύπωσης, σε καμμία περίπτωση εξαντλητικής, της ανθρώπινης παρέμβασης στο ήδη οχυρό από τη φύση του τοπίο.


Σταύρος Οικονομίδης. Αρχαιολόγος.
"Φρούρια, οχυρώσεις και ορεινά περάσματα της ΒΑ Μεσσηνίας", Πελοποννησιακά τόμος ΛΑ 2018.
Εικόνες: tharrosnews.gr


* Ευχαριστίες στόν εκ πατρός θείο μου κ. Γεώργιο Οικονομίδη για τις πληροφορίες που μου προσέφερε και τον πατέρα μου Νικόλαο Οικονομίδη για την αμέριστη βοήθεια που μου προσέφερε στις τοπογραφικές μου διαδρομές της Άνω Μεσσηνίας. Αφιερώνω την παρούσα μελέτη στον παππού μου Ανθούλη Οικονομίδη, πηγή έμπνευσής μου και αιτία της αγάπης μου για την ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Δεσύλλα Μεσσηνίας.
1. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, IV XXVI, The Loeb Classical Library, Cambridge Massachusetts, London 1972 .
2. Inscriptiones Graecae consilio et auctoritate Academiae literarum regiae Borussicae editae, Berlin 1873/1927, V 1, 1390.
3. Παυσανίας IV I, 5.
4. Παυσανίας IV XXVI, 6.
5. Παλαιά ονομασία: Πάνω Κάμπος ή Γούβες ή της Γούβας η Χώρα.
6. Παλαιά ονομασία: Νόμια.
7. Κ. Λ. Κοτσώνης, Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, έκδ. Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι 1999, σελ. 103-108.
8. Υψόμ. 1388μ., Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού.
9. Παλαιά ονομασία: Διαφόρτι, υψόμ. 1420 μ. Γ.Υ.Σ.
10. Παλαιά ονομασία: Τσωροτάς ή Τζοροτά (τό).
11. C. Roebuck, A History of Messenia, Chicago 1941, σελ. 102-108. Π. Γ. Θέμελης, «Η Αθήνα και οι κώμες της Μεσσηνίας», Μεσσηνιακά Χρονικά 2008/2009, Αθήνα 2009, σελ. 7.
12. Παλαιά ονομασία: Μακρυπλάγι.
13. Παυσανίας IV, XXXIII, 1/3, Στράβων, Γεωγραφικά, 4, 5, Κάκτος, Αθήνα 1994, Πολύβιος, Ιστορίαι, V, 92, 6, Teubner, Lipsiae 1905, Τίτος Λίβιος, Ad Urbe Condida Libri, 36, 31, Biblioteca Universale Rizzoli, Milano 1994.
14. Υψόμ. 1296 μ., Γ.Υ.Σ.
15. Υψόμ. 842 μ., Γ.Υ.Σ.
16. Υψόμ. 955 μ. Γ.Υ.Σ.
17. Υψόμ. 711 μ., Γ.Υ.Σ.
18. Παλαιά ονομασία: Κούρταγα.
19. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Βλαχογιάννη, Φ. 12, 2/6/1825, Κολοκοτρώνης πρός Επιτροπήν Τριπολιτζάς.
20. W. A. McDonald, R. Hope Simpson, «Further Exploration in Southwestern Peloponnese 1962/63», A.J.Α 68 1964, σελ. 231.
21. Υψόμ. 500 μ., Γ.Υ.Σ.
22. Το κύριο μονοπάτι που χρησιμοποιούσαν οι «Ντρέδες» κατά τις εισβολές τους στό Μεσσηνιακό κάμπο. Μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τα παιδιά από το Καρνάσι χρησιμοποιούσαν σε καθημερινή βάση το μονοπάτι των Στηλίων για να πάνε στο σχολείο τους στο Διαβολίτσι.
23. R. L. Scranton, Greek Walls, American School of Classical Studies at Athens, Cambridge Massachusetts, Harvard University Press 1941, σελ. 99/136.
24. M. Valmin, «Ein Messenisches kastell und die Arkadische grenzfrage», OA 2, 1941, σελ. 70. Θέση γνωστή και ως «Ελληνικό».
25. W. K. Pritchett, Studies in Ancient Greek Topography, Part III (Roads), University of California Publications, Classical Studies 22, Berkeley Los Angeles/London 1980.
26. G. Sachs, Die Siedlungsgeschichte der Messenier, Hamburg 2006, σελ. 65.
27. Στην ευρύτερη περιοχή του «Ελληνικού».
28. F: F. Hiller Von Gaertringen, H. Lattermann, Hira und Andania, Neunundsechzigstes Programm zum Winckelmanns Feste 1911, σελ. 37/38.
29. Η θέση Κάστρο μεταξύ του χειμάρρου Τζαμή και του Αγίου Χαραλάμπους, είναι ένας λόφος ύψους τριάντα μέτρων καλυμμένος από ελαιόδενδρα και φέρει στην κορυφή ίχνη φρουριακής εγκατάστασης, αποτελούμενα από διάσπαρτους καλοπελεκημένους ογκόλιθους από γκρίζο ασβεστόλιθο.
30. Σ.Π.Α.Π: Σιδηρόδρομος Πειραιώς/Αθηνών/Πελοποννήσου, ΑΕ ιδρυθείσα το 1882. Για το τμήμα Καλαμάτας / Διαβολιτσίου υπεύθυνη είναι η Εταιρεία Μεσημβρινών Σιδηροδρόμων για τα έτη 1890/1900. Λ. Παπαγιαννάκης, Οι Ελληνικοι Σιδηρόδρομοι (1882/1910), Γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1990, σελ. 97/114.
31. Χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς ως πολυβολείο και από τον Τακτικό Στρατό στον Εμφύλιο για τον έλεγχο της πεδιάδας και των χωριών του Δήμου Ανδανίας. Σύμφωνα με διήγηση του Α. Οικονομίδη ήταν «ντάπια του Κολοκοτρώνη».
32. Άλλοτε συνοικισμός του χωριού Δεσύλλα, σήμερα εγκαταλελειμμένο.
33. M. Valmin, Études Topographique sur la Messenie Ancienne, Lund 1930.





Printfriendly