.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Ο Θησαυρός από τον Ναό του Ασκληπιού και της Υγείας στην Αρχαία Θουρία


Το ἔτος 2009 η συστηματικὴ ἀνασκαφὴ στὴν ἀρχαία Θουρία ἔφερε στὸ φῶς λίθινο θησαυρό (A7926) κατά χώραν στὸ ἐσωτερικὸ ἀγνώστου ἀκόμη οἰκοδομήματος1. Η συνέχιση τῶν ἀνασκαφῶν ἀποκάλυψε δωρικὸ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἀσκληπιὸ καὶ τὴν Ὑγίεια, στὸν σηκὸ τοῦ ὁποίου ἦταν τοποθετημένος ὁ θησαυρὸς2 (εἰκ.1).
Ο θησαυρὸς βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 1,85μ. ἀπὸ τὴ ΒΔ. γωνία τοῦ σηκοῦ, σχεδὸν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν δυτικὸ ἐπιμήκη τοῖχο του καὶ εἶναι ἐνσωματωμένος στὸ σωζόμενο δάπεδο, ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ὁποίου ἐξέχει κατὰ 18,6 ἐκ. Εἶναι ὀρθογώνιος, κατασκευασμένος ἀπὸ ὑπόλευκο ἀσβεστόλιθο μὲ πολὺ καλὰ λειασμένη τὴν ἄνω ἐπιφάνεια, καθὼς καὶ τίς τέσσερις ὑπέργειες πλευρὲς του, στὸ τμῆμα τους ποὺ εἶναι ὁρατὸ πάνω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ δαπέδου τοῦ σηκοῦ. Τὸ ὑπόγειο, μὴ ὁρατό, τμῆμα τοῦ θησαυροῦ, ὕψους 24,7 ἐκ.. ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ δάπεδο ἔχει αδρά ἐπεξεργασμένη ἐπιφάνεια μὲ χονδρὸ βελόνι. Οἱ διαστάσεις του εἶναι: μῆκ. 81,1 ἐκ., πλ. 81,1 ἐκ., συν. ῦψ. 43,3 ἐκ.


Στὸ κέντρο τοῦ κυβολίθου ὑπάρχει λαξευμένη μὲ ἐπιμέλεια μεγάλη, σχεδὸν κωνικὴ κοιλότητα ὑποδοχῆς νομισμάτων, βάθ. 24,5 ἐκ. καὶ κάτω διαμ. 25,5 ἐκ. Τὸ χεῖλος τῆς κοιλότητας ἔχει ἐξωτερικὴ διάμ. 40,5 ἐκ. ἐνῶ στὸ ἐσωτερικό του σχηματίζεται στενή «πατούρα» πλ. 4,3 ἐκ. κάι ῦψ. 3,2 ἐκ.
Διαγωνίως τῆς ἄνω ἐπιφάνειας τοῦ θησαυροῦ, μὲ κατεύθυνση ἀπὸ B.-  N. και ἐκατἐρωθεν τοῦ χείλους τῆς κοιλότητας, διακρίνονται ἀπὸ δύο ζεύγη μικρῶν ὀρθογώνιων ὀπῶν λαξευμένων στὸν λίθο (δηλ. τέσσερις σχεδὸν τετράγωνες ὀπὲς σὲ κάθε πλευρά), ποὺ προορίζονταν γιὰ τὴ στερέωση τῶν μεταλλικῶν στοιχείων δύο μηχανισμῶν ἀσφάλισης, κατασκευασμένων ἀπὸ μολυβδοχσημένο σίδηρο3 (εἱκ.2).
Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς ἄνω ἐπιφάνειας τοῦ κυβολίθου πού «βλέπει» πρὸς τὸ κέντρο τοῦ σηκοῦ, σώζεται ἐγχάρακτη ἐπιγραφὴ σε τέσσερις στίχους4. 

Οἱ θησαυροί αὐτοῦ τοῦ τύπου ἀποτελοῦνται συνήθως ἀπὸ δύο μέλη5.
Τὸ κάτω σταθερὸ ὀρθογώνιο μέλος, τμῆμα τοῦ ὁποίου συχνὰ εἶναι βυθισμένο στὸ ἔδαφος, φέρει στὸ κέντρο λαξευμένη ἡμισφαιρική, ὀρθογώνια ἢ κωνικὴ κοιλότητα ὑποδοχῆς τῶν νομισμάτων6. Τὸ ἄνω μέλος, ποὺ χρησίμευε ὡς κάλυμμα, εἶναι μονολιθικό, κυβικὸ ἢ κυλινδρικὸ ἢ ἄλλου σχήματος (συνήθως πρισματικὸ) και μεγάλου βάρους, ὥστε νὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολη η μετακίνησή του7. Στὴν ἄνω ἐπιφάνεια τὸ κάλυμμα φέρει στενὴ ὀπὴ γιὰ τὴ ρίψη τῶν νομισμάτων, καθὼς καὶ ἐσωτερικὴ κοιλότητα, ποὺ ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς μὲ αὐτὴν τοῦ κάτω μέλους. Τὰ νομίσματα ρίπτονται στὴν ὀπὴ και καταλήγουν στὴν κοιλότητα ὑποδοχῆς τοῦ κάτω μέλους. Τὸ κάλυμμα, τὸ ὁποίο προσαρμόζεται μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια στὸ κάτω μέλος τοῦ θησαυροῦ, ἀσφαλίζεται μὲ μία ἢ δύο κλειδαριὲς ἀσφαλείας, τὰ κλειδιὰ τῶν ὁποίων κατέχει ὁ «κλειδοῦχος», ποὺ εἶναι συνήθως ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ἢ τίς ἱέρειὲς τοῦ ναοῦ8.



Τὸ κάλυμμα τοῦ θησαυροῦ τῆς Θουρίας δὲν βρέθηκε κατὰ τὴν ἀνασκαφὴ οὔτε ἐντοπίστηκε κάποιο θραῦσμα του, ποὺ θὰ μᾶς ἔδινε τὴ δυνατότητα νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ σχῆμα του. Δὲν γνωρίζομε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀποσπάσθηκε τὸ κάλυμμα ἀπὸ τὴ θέση του, ὄμως ἡ πολὺ καλὴ κατάσταση διατήρησης τῆς βάσης στὴν ἀρχική της θέση, ὅπου δὲν διακρίνονται ἴχνη βίαιης ἐπέμβασης, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκλείσει τὸ ἐνδεχόμενο κάποιας λεηλασίας ἢ ἐσκεμμένης καταστροφῆς του.
Σύμφωνα μὲ μιὰ πρώτη ἐκτίμηση, ὁ θησαυρὸς τῆς Θουρίας θὰ μποροῦσε νὰ ἐνταχθεῖ στὸν τύπο τῶν ῦπέργειων, μονολιθικῶν μνημείων μὲ ὀρθογωνικὸ κάτω μέλος, ἐν μέρει ἐνσωματωμένο στὸ ἔδαφος, τὸ ὁποῖο φέρει στὸ κέντρο του λαξευμένη ἡμισφαιρικὴ ἢ ὀρθογώνια κοιλότητα ὑποδοχῆς τῶν νομισμάτων9. Οἱ θησαυροὶ τοῦ τύπου αὐτοῦ φέρουν συνήθως ὀρθογωνικὸ μονόλιθο κάλυμμα, ἰδίων διαστάσεων ἢ λίγο μικρότερο, τὸ ὁποῖο ἐφαρμόζει μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια στὸ κάτω μέλος10.
Στὴν περίπτωση τοῦ θησαυροῦ τῆς Θουρίας, ἡ ὕπαρξη τοῦ ὀρθογώνιου καλύμματος θα πρέπει νὰ ἀποκλειστεῖ για δύο λόγους α) ἡ «πατούρα» ἡ ὁποία εἶναι λαξευμένη στὸ χεῖλος τῆς κοιλότητας ὑποδοχῆς τῶν νομισμάτων ὑποδηλώνει κυλινδρικὸ ἢ κωνικὸ κάλυμμα καὶ β) ἡ ὕπαρξη ὀρθογώνιου καλύμματος θὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν πλήρη κάλυψη τῆς ἐπιγραφῆς, ἡ ὁποία εἶναι χαραγμένη στὴν ἄνω ἐπιφάνεια τοῦ κάτω μέλους.
Πιθανότερη φαίνεται ἡ ἐκδοχή, τὸ κάλυμμα να ἦταν κυλινδρικὸ ἰδίας ἐσωτερικῆς διαμέτρου μὲ τὸ χεῖλος τῆς κοιλότητας ὑποδοχῆς, ὥστε τὸ κάτω μέλος να ἀποτελεῖ ταυτόχρονα καὶ τὴ βάση τοῦ Θησαυροῦ11. Τὸ πάχος τοῦ λίθινου κυλινδρικοῦ καλύμματος στὸ κάτω μέρος δὲν θα πρέπει νὰ ἦταν μεγαλύτερο τῶν 5- 6 ἐκ. (4,3 ἐκ. τὸ πλάτος τῆς «πατούρας»), διαφορετικά θα ἐπικάλυπτε τὴν ἐπιγραφὴ τῆς βάσης12. Ἄλλωστε, ὁ τρόπος τοποθέτησης τοῦ μηχανισμοῦ ἀσφαλείας, τὰ ἴχνη τοῦ ὁποίου εἶναι ὁρατά διαγωνίως τοῦ χείλους, καθιστᾶ φανερὴ τὴ μέριμνα τῶν κατασκευαστῶν ὥστε νὰ μὴ διαταραχθεῖ τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς. Τὸ σχετικά μικρὸ πάχος ποὺ ἐνδεχομένως εἶχε τὸ κυλινδρικὸ κάλυμμα, καθὼς καὶ ἡ στενὴ καὶ χαμηλή «πατούρα» στήριξής του, καθιστοῦν κάπως ἐπισφαλῆ τὴ σταθερότητά του, ὁπότε θα πρέπει νὰ ὑποτεθεῖ ὅτι τὸ ὕψος του δὲν θὰ ὑπερέβαινε τὰ 50- 55 ἐκ. καὶ πιθανῶς τὸ σχῆμα του νὰ ἦταν ἐλαφρῶς κωνικό, ὅπως αὐτὸ τοῦ θησαυροῦ ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῶν Κομπεταλιαστῶν τῆς Δήλου (α μισὸ/ τέλος τοῦ -2ου αἱ.), μὲ τὸ ὁποῖο παρουσιάζει πολλὲς ὁμοιότητες, ἂν καὶ αὐτὸ τῆς Θουρίας εἶναι πρωιμότερο13.
Συνοπτικά, θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ὁ θησαυρὸς τῆς Θουρίας ἀποτελεῖ ἕνα συνδυασμὸ γνωρισμάτων τοῦ τύπου τῶν ὑπεργειῶν μνημείων, με κυβικὸ τὸ κάτω μέλος, τὸ ὁποῖο ὄμως ἐν μέρει εἶναι ὑπόγειο, ἐνῶ ταυτόχρονα λειτουργεῖ καὶ ὡς βάση γιὰ τὴν ἕδραση τοῦ ἄνω μέλους. Η κοιλότητα ὑποδοχῆς νομισμάτων δὲν εἶναι ὀρθογώνια ἢ ἡμισφαιρική, ἀλλὰ σχεδὸν κωνική, ἐνῶ τὸ λίθινο κάλυμμα ἀντὶ γιὰ ὀρθογώνιο θὰ πρέπει νὰ ἦταν κυλινδρικὸ ἢ ἐλαφρῶς κωνικό.



Λιγότερα τεχνικῆς φύσεως κατασκευαστικὰ προβλήματα θὰ ἀντιμετωπίζαμε ἂν ὑποθέταμε ὅτι τὸ κάλυμμα τοῦ θησαυροῦ ἦταν μεταλλικὸ κυκλικό, προσαρμοσμένο με ἀκρίβεια στήν «πατούρα» τοῦ χείλους τῆς κοιλότητας ὑποδοχῆς καὶ ἀσφαλισμένο μὲ ἰσχυρὸ μεταλλικὸ στέλεχος, ποὺ συγκρατοῦνταν στὰ δύο ἄκρα του ἀπὸ τὸν μηχανισμὸ ἀσφαλείας, ὥστε ἡ μετακίνησή του νὰ εἶναι ἀδύνατη χωρὶς τὴ χρήση τῶν ἀνάλογων δύο κλειδιῶν, τὰ ὁποῖα θὰ κατεῖχαν οἱ ἱερεῖς. Ἐπίσης, θὰ ἦταν πιθανὸ τὸ μεταλλικὸ κάλυμμα νὰ ἔφερε στὴν ἄνω ἐπιφάνεια σχισμὴ γιὰ τὴ ρίψη τῶν νομισμάτων14. Ὀμως τὸ μεταλλικὸ κάλυμμα βρίσκεται συνήθως στὴν ἄνω ἐπιφάνεια τοῦ λίθινου, κινητοῦ ἄνω μέλους τῶν θησαυρῶν καὶ ὄχι στὸ σταθερὸ κάτω μέλος τους, προφανῶς γιὰ λόγους μεγαλύτερης ἀσφάλειας τοῦ περιεχομένου τῆς κοιλότητας ὑποδοχῆς τῶν νομισμάτων.
Οἱ Θησαυροὶ τοποθετοῦνταν σε ἀπολύτως ἀσφαλῆ σημεῖα, γενικὰ στὸν ἐλεύθερο χῶρο τῶν ἱερῶν15 πλησίον ναῶν ἢ μικρῶν λατρευτικῶν μνημείων16, καθὼς καὶ στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ναῶν17 εἴτε καὶ στὸν ἄμεσο περιβάλλοντα χῶρο τους. Συνήθως βρίσκονταν πλησίον τῶν βωμῶν18, ἀφοῦ σχετίζονταν μὲ τὸ τυπικὸ τῆς λατρείας καὶ ἦταν προορισμένοι νὰ δέχονται τὶς χρηματικὲς προσφορὲς τῶν πιστῶν πρὶν ἀπὸ τὶς θυσίες ἢ πρὶν ἀπὸ τὶς προβλεπόμενες ἱεροτελεστίες πρὸς τιμὴν τῶν λατρευόμενων θεοτήτων19. Τὸ καταβαλλόμενο ποσὸ καθοριζόταν μὲ ἀκρίβεια ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς νόμους, ἀνάλογα μὲ τὸ εἶδος τῆς τελούμενης θυσίας, ἐνῶ προβλέπονταν καὶ πρόστιμα γιὰ ὅσους προέβαιναν σὲ ἄδικες ἐνέργειες κατὰ τοῦ ἱερού20.
Η ὕπαρξη Θησαυρῶν σὲ Ἀσκληπιεῖα εἶναι πολὺ συχνὴ καὶ ἀσφαλῶς σχετίζεται μὲ τὸ τυπικὸ τῆς λατρείας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς οἰκονομικὲς ὑποχρεώσεις τῶν πιστῶν, ὡς ἕνα εἶδος «φόρου», ποὺ ἀντιστοιχοῦσε στὴ διαμονή τους στὸ ἱερό («ἐγκοιμητήρια») καὶ στὴ θεραπεία τους21.
Η παρουσία τῶν θησαυρῶν στὸν σηκὸ τῶν ναῶν δὲν ἔχει μόνο λειτουργικὴ ἀλλὰ καὶ λατρευτικὴ σημασία καὶ ἀσφαλῶς σχετίζεται στενὰ μὲ τὸ ἄγαλμα τῆς Θεότητας στὴν ὁποία εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναός, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν τράπεζα προσφορῶν, ποὺ βρίσκεται πλησίον.
Συνεπῶς ὁ θησαυρός, τὸ λατρευτικὸ ἄγαλμα, ἡ τράπεζα προσφορῶν καὶ ὁ βωμὸς ἀποτελοῦν ἕνα σύνολο ἱερῶν ἀντικειμένων ἀπαραίτητων γιὰ τὴ λατρεία καὶ ἀπόλυτα ἀδιαχώριστων τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο22.
Στὴν περιοχὴ τῆς Μεσσηνίας κυβικὸς ὑπέργειος θησαυρὸς ἀποκαλύφθηκε κατὰ χώραν στὸ ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν ἀρχαία Μεσσήνη (-2ος αἱ.) πλησίον τοῦ βάθρου τοῦ λατρευτικού αγάλματος και της τράπεζας προσφορών23, ενώ από την γνωστή επιγραφή τῶν μυστηρίων τῆς Ἀνδανίας (IGV,1 1390, στ. 89.95) (-1ος αἱ.), πληροφορούμαστε ὅτι εἶχαν κατασκευαστεῖ δύο θησαυροί: ὁ ἕνας γιὰ τὸ ἱερὸ τῶν Μεγάλων Θεῶν καί ὁ ἄλλος γιὰ τὴν κρήνη τῆς Ἀνδανίας, ὅπου ἦταν στημένο τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀγνῆς24.
Οἱ μνημειακοί θησαυροί-λάκκοι ποὺ ἦταν σκαμμένοι στὸ δάπεδο τοῦ σηκοῦ πολλῶν ναῶν τοῦ Ἀσκληπιοῦ, δέχονταν μεγαλύτερα ἀφιερώματα καί κατὰ πᾶσα πιθανότητα συνδέονταν ἀρχικὰ με χθόνιες καί μυστηριακὲς λατρεῖες καί σχετίζονταν με τίς μαντικὲς ἱδιότητες τοῦ Ἀσκληπιοῦ, οἱ ὁποῖες ἀργότερα ξεχάστηκαν σταδιακὰ καί κυριάρχησε ἡ ὑπόστασή του ὡς θεοῦ θεραπευτῆ25.
Η θέση τοῦ θησαυροῦ τῆς Θουρίας ἐντὸς τοῦ σηκοῦ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καί τῆς Ὑγιείας συνδέεται ἀσφαλῶς με σημαντικές λατρευτικὲς τελετὲς ποὺ πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖ, δεδομένου μάλιστα ὅτι πλησίον τοῦ θησαυροῦ ἦταν τοποθετημένη ἡ τράπεζα προσφορῶν, ἡ ὁποία ἦλθε στὸ φῶς κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀνασκαφῶν26 (εἰκ.3). Οἱ πιστοί, ἀφοῦ θὰ ἔριχναν τὸ νόμισμά τους στὸν θησαυρό, στὴ συνέχεια θὰ ἐναπόθεταν τίς προσφορές τους πρὸς τίς λατρευόμενες θεότητες στὴν τράπεζα προσφορῶν.
Κατὰ πᾶσα πιθανότητα, ὁ ἴδιος θησαυρὸς τοῦ σηκοῦ δεχόταν καί τὰ νομίσματα τῶν πιστῶν ποὺ τελοῦσαν θυσίες ζώων στοὺς βωμοὺς μπροστὰ ἀπὸ τὸν ναό, δεδομένης τῆς μικρῆς ἀπόστασης ποὺ τὸν χώριζε ἀπὸ αὐτούς, καθὼς καί τῆς ἀπουσίας ἄλλου θησαυροῦ πλησίον τῶν βωμῶν27.



Προβληματικὴ ὡστόσο παραμένει ἡ θέση τοῦ λατρευτικοῦ ἀγάλματος στὸν ναὸ του Ἀσκληπιοῦ καί τῆς Ὑγιείας στὴ Θουρία, δεδομένου ὅτι δὲν ἐντοπίστηκαν ἴχνη τῆς βάσης τοῦ βάθρου ἢ ἄλλης κατασκευῆς ἐπί τοῦ δαπέδου τοῦ σηκοῦ, ἐνῶ δὲν βρέθηκαν ἔως σήμερα τμήματα λίθινου ἢ χάλκινου ἀγάλματος κατὰ τὴν ἀνασκαφή.
Τὸ γεγονὸς αὐτό, σἐ συνδυασμὸ μὲ τὴ συχνὴ ἀπεικόνιση φιδιῶν στοὺς θησαυροὺς τῶν ἱερῶν τοῦ Ἀσκληπιοῦ28, κάι ἰδιαίτερα στὸ κάλυμμά τους, θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει στὴν ὑπόθεση ὅτι τὸ κάλυμμα τοῦ θησαυροῦ τῆς Θουρίας πιθανὸν νὰ ἔφερε στὴν ἄνω ἐπιφάνειά του ἀνάγλυφη παράσταση φιδιοῦ, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἀρχικὴ χθόνια ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία στὴ συνέχεια ὑποκαταστάθηκε ἀπὸ τίς θεραπευτικές του ἱδιότητες.
Ἄλλωστε ἡ ὕπαρξη θησαυρῶν μὲ τὴν ἀπεικόνιση φιδιοῦ τεκμηριώνεται τόσο ἐπιγραφικὰ ὅσο και ἀνασκαφικὰ σχεδὸν πάντοτε σε ἱερὰ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, τῆς Ὑγιείας, καθὼς καὶ ἄλλων ἰαματικῶν θεοτήτων. Η ἀπεικόνιση τοῦ φιδιοῦ ἔχει ταυτόχρονα τὴν ἔννοια φύλακα- προστάτη τοῦ θησαυροῦ ἀπὸ τὰ χέρια ἱεροσύλων29. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὸ φίδι ἀποτελεῖ μίαν ἀνεικονικὴ μορφὴ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ ἡ παρουσία του στὴν περίπτωση τῶν θησαυρῶν σήμαινε ὅτι ἡ προσφορὰ τῶν νομισμάτων ἀπὸ τοὺς πιστοὺς εἶχε ὡς ἀμεσο ἀποδέκτη τὸν ἴδιο τὸν θεό. Η μορφὴ τοῦ φιδιοῦ ἐπάνω στὸν θησαυρὸ τῆς Θουρίας θὰ ὑποκαθιστοῦσε ἐνδεχομένως τὴν ἀπουσία λατρευτικοῦ ἀγάλματος, τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν πλέον περιττό, ἐφόσον ἡ εἰκόνα τοῦ φιδιοῦ, θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἄμεση ἐπικοινωνία μὲ τὸν θεὸ τῶν ἀσθενῶν ποὺ ἔρχονταν νὰ ζητήσουν ἀπὸ αὑτὸν ἀνακουφίση στοὺς πόνους τους.
Η ἵδρυση τῶν θησαυρῶν γινόταν εἴτε ἀπὸ δημόσιους λειτουργούς (ἱερομνήμονες, ἱεροποιούς, ἱεροθύτες, προστάτες- ἱερεῖς, ἐπιστάτες- δικαστές), ὅπως στὴ Θουρία, εἴτε καὶ ἀπὸ χορηγοὺς ἴδιῶτες, τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων ἀναγράφονταν ἐπάνω στὸ μνημείο30.
Ο θησαυρὸς τῆς Θουρίας χρονολογεῖται, σύμφωνα μὲ τὸν τύπο τῶν γραμμάτων τῆς ἐπιγραφῆς του, στὰ τέλη τοῦ -4ου με ἀρχὲς τοῦ -3ου αι.31 καὶ θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιότερους γνωστοὺς ἕως σήμερα θησαυροὺς στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο32.

Η ἐπιγραφὴ

Η ἐπιγραφὴ εἶναι χαραγμένη στὴν ἀνω πλευρὰ τοῦ μονολιθικοῦ κυβικοῦ θησαυροῦ ποὺ βρέθηκε κατὰ χώραν τὸ 2009 ἐντὸς τοῦ «κτιρίου Γ»33. Ὑψ. γρ. 0,02 (Ὑ 0,025μ., Ο, Θ: 0,013μ.) (εἰκ.4). Ἀπὸ τὴ μορφὴ τῶν γραμμάτων χρονολογεῖται στὰ τέλη -4ου/ ἀρχες -3ου αἱ..


Ἑπ᾿ ἱερόθυτόν ἐποιήθη Ἁγία
Ἀρικλείδας. Δαμιοργῶν Θίω-
νος, Ἀλκἀνδρου, Καλλικράτης.
Ἀρχιτέκτων Θεόδωρος

Στ. 2 Τὸ ὄνομα Ἀρικλείδας εἶναι ἀμάρτυρο. Ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ διορθωθεῖ σὲ Ἀρ<χ>ικλείδας, ὄνομα ποὺ μαρτυρεῖται στὸν Φλυοῦντα, στὴ Ρόδο καὶ στὴν Ἀθήνα (Ἀρχικλείδης) βλ. LGPN S.V. Θὰ ἦταν ἴσως προτιμότερο νὰ μὴ γίνει ἡ διόρθωση καὶ νὰ μείνει τὸ ὄνομα Ἀρικλείδας, κατὰ τὸν τύπο τῶν ὀνομάτων Ἀρίφαντος, Ἀρίφιλος, Ἀρίφρων κλπ.
Η ἐπιγραφὴ ἀφορᾶ στὴν κατασκευὴ τοῦ θησαυροῦ. Ἀρχικὰ ἀναγράφονται οἱ δύο ἱεροθύτα Ἁγίας κάι Ἀρικλείδας ὡς ἐπώνυμοι ἀξιωματοῦχοι- κατόπιν οἱ τρεῖς δαμιοργοί: Θίων, Ἄλκανδρος κάι Καλλικράτης, μᾶλλον καὶ αὐτοί ὡς ἐπώνυμοι ἀξιωματοῦχοι, ἐφόσον τὸ ἀξίωμα εἶναι σὲ γενικὴ πτώση. Η γενικὴ Ἀλκάνδρου μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ πατρώνυμο, ἐφόσον δὲν ὑπάρχει ἄλλο πατρώνυμο, ὁπότε καὶ οἱ ἀναγραφόμενοι δαμιοργοἱ νὰ εἶναι τρεῖς καὶ ὄχι δύο. Τέλος ἀναγράφεται ὁ ἀρχιτέκτων Θεόδωρος34.


Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὅτι καὶ στίς περιπτώσεις τῶν ἱεροθυτῶν καὶ τῶν δαμιοργῶν, τὸ τελευταῖο ὄνομα ἐμφανίζεται σὲ πτώση ὀνομαστικὴ καὶ ὄχι σὲ γενική. Ὡστόσο ἡ χρήση τῆς ὀνομαστικῆς ἀντί γενικῆς στὴν παράθεση ὀνομάτων, δὲν εἶναι ἄγνωστη και ἀπαντᾶ ἐπίσης σὲ δύο ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία (-475/ -450 και -365/ -363 ἀντίστοιχα)35, σὲ μία ἀπὸ τίς Πλαταιὲς τῆς Βοιωτίας (-250/ -200)36 καὶ σὲ μία ἀπὸ τοὺς Δελφούς (-337/336)37.
Σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν κατασκευὴ θησαυρῶν δίνει ὁ ἱερὸς νόμος τῶν μυστηρίων τῆς Ἀνδανίας, IGV,1 1390, στ. 89-92.: θησαυρῶν κατασκευὰς οἱ ἱεροὶ οἱ Κατεσταμένοι ἐν τῶι πέμπται καὶ πεντηκοστῷ ἔτει ἐπιμέλειαν ἐχόντω μετὰ τοῦ ἀρχιτέκτονος ὅπως κατασκευασ[θ]ῆντι θησαυροὶ λίθινοι δύο κλαικτοί, καὶ χωραξάντω τὸν μὲν ἕνα εἰς τὸν ναὸν τῶν Μεγάλων Θεῶν, τὸν δ' ἄλλον ποτὶ τᾶι Κράναι, ἐν ὧι ἂν τόποι δοκεῖ αὐτοῖς ἀσφαλῶς ἕξειν. Στὸν ἱερὸ νόμο τῆς Ἀνδανίας τὴν ἐπιμέλεια τῆς κατασκευῆς ἔχουν οἱ ἱεροί μετὰ τοῦ ἀρχιτέκτονος, ὁπότε θὰ πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι καὶ στὴν ἐπιγραφὴ τῆς Θουρίας ὁ ἀναγραφόμενος ἀρχιτέκτων Θεόδωρος ἦταν ὁ ἀρχιτέκτων-κατασκευαστὴς τοῦ θησαυροῦ.
Οἱ ἱεροθύται μαρτυροῦνται γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Θουρία. Στὴ Μεσσήνη ἀπαντοῦν συχνὰ σὲ ἐπιγραφὲς, στίς ὁποῖες ἀναγράφονται ἕνας ἀγωνοθέτης, δύο ἱεροθύται, ἕνας γραμματεὺς κάι ἕνας χαλειδοφόρος (βλ. γιὰ παράδειγμα IGV, 1 1469)38.
Οἱ δαμιοργοὶ εἶναι γνωστό ἀξίωμα ποὺ ἀπαντᾶ στὴ Μεσσηνία ἀλλὰ καὶ στὴν Πελοπόννησο γενικότερα. Ἦταν ἀξιωματοῦχοι, οἱ ὁποῖοι προέδρευαν στίς συνελεύσεις του δήμου και βεβαίως ἦταν ἐπιφορτισμένοι καὶ μὲ ἄλλα καθήκοντα39. Στὴ Θουρία μαρτυροῦνται γιὰ πρώτη φορά. Συνεπῶς τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς δίνει σημαντικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν διοικητική, πολιτικὴ και κοινωνικὴ δομὴ τῆς ἀρχαίας πόλης.






Ξένη Αραπογιάννη
"Ο Θησαυρός από τον Ναό του Ασκληπιού και της Υγείας στην Αρχαία Θουρία"
Αρχαιολογική Εφημερίς 2014

1. Ἔργον 2009, 33-41. Ξ,Ἀραπογιάννη, Ἀνασκαφὴ στὴν Ἀρχαία Θουρία,ΠΑΕ2009,47-60, πίν.33-43.
2. Ἔργον 2010, 20-23 2011, 24-26 2012, 32-42. Ἐντὸς τοῦ σηκοῦ ναῶν, συνήθως ἀφιερωμένων στὸν Ἀσκληπιό, ἔχουν βρεθεῖ ὀρθογώνιοι ὑπόγειοι θησαυροὶ-λάκκοι μεγάλων διαστάσεων, μὲ ἐπένδυση ἰσχυρῶν λίθινων πλακῶν ἢ λιθοπλίνθων κάι βαρὺ λίθινο κάλυμμα, ποὺ ἀποτελοῦσαν τδι ἐπίσημα χρηματοκιβώτια τοῦ ἱεροῦ. Παρόμοιοι θησαυροὶ ἔχουν ἔλθει στὸ φῶς στὸ Ἀσκληπιεῖο τῆς Κῶ, στὸν ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ στὸν Λέντα τῆς Κρήτης καὶ στὸν ναὸ τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος στὴ Γόρτυνα, ἐνῶ στὸν σηκὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ στὴν Ἐπίδαυρο ἔχει σωθεῖ μόνο τὸ ὀρθογώνιο ὄρυγμα τοῦ θησαυροῦ (-3ος αἱ.). Κ. Τσάκος, Θησαυρὸς Ἀφροδίτης ούρανίας. Η κατασκευή, HOPOS 8-9, 1990-91, 19.
3. Η ἐξαιρετικὴ σχεδιαστικὴ ἀποτύπωση τοῦ θησαυροῦ ἔγινε ἀφιλοκερδῶς ἀπὸ τὴ συνάδελφο ἀρχαιολόγο κ. Ε. Σιουμπάρα, στὴν ὁποία ὀφείλω θερμότατες εὑχαριστίες.
4. Βλ. μεταγραφὴ καὶ ἑρμηνεία τῆς ἐπιγραφῆς στὴ σ. 194.
5. Γιὰ τὴν τυπολογία τῶν θησαυρῶν βλ. Gabriele Kaminski, Thesauros. Untersuchungen zum antiken Opferstock, MI 106, 1991, 63-181, μὲ πλήρη μελέτη γιὰ τὴν κατασκευὴ κάι χρήση τῶν θησαυρῶν, καθὼς καὶ ἀναλυτικὸ κατάλογο τῶν γνωστῶν, ἕως σήμερα, θησαυρῶν ἐντὸς κάι ἐκτὸς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Η G. Kaminski, 0. 67 κάι 72, κατατάσσει τοὺς θησαυροὺς σὲ τρεῖς κατηγορίες α) τοὺς μικροὺς φορητούς, μὲ μορφὴ κιβωτίου, συνήθως πήλινους ἢ καὶ μεταλλικούς, β) τὰ ὀρύγματα ποὺ εἶναι σκαμμένα στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σηκοῦ τῶν ναῶν καὶ γ) τοὺς ὑπεργείους κυλινδρικοὺς ἢ ὁρθογώνιους. Στὴν τρίτη κατηγορία διακρίνονται οἱ ἑξῆς τύποι: α) οἱ κυβικοί μονόλιθοι μὲ ἡμισφαιρικὴ ἢ ὀρθογώνια κοιλότητα ὑποδοχῆς νομισμάτων, β) οἱ κωνικοί ἢ κυλινδρικοῖ ποὺ ἑδράζονται σὲ ὀρθογώνια βάση κάι γ) οἱ κατασκευασμένοι μὲ λίθινους ὀρθοστάτες ὑπόγειοι θησαυροί, μερικὲς φορὲς μὲ μονολιθικὸ τὸ ἄνω ὁρατὸ ὑπέργειο τμῆμα τους (θ. Θέλπουσας, BCH 110, 1986, 638, εἱκ. 8 κάι Ψωφίδας, ΠΑΕ 1969, 75 στὴν Ἀρκαδία) καὶ συχνὰ μὲ μονολιθικό «πυραμιδοειδὲς» κάλυμμα.
6. Παρόμοιο ὀρθογώνιο κάτω μέλος μὲ ἀφανὲς τὸ κατώτερο τμῆμα του διαθέτει ὁ θησαυρὸς τῆς Ἀφροδίτης οὐρανίας (ἀρχὲς 4ου αἱ. πχ.) βλ. K.N. Καζαμιάκη, Θησαυρὸς τῆς Ἀφροδίτης ούρανίας. Η κατασκευή, HOPOS 8-9, 1990-91, 29-44, σχ.38-42, πίν.6-7. Ἐπίσης ὁ ὀρθογώνιος θησαυρὸς ἀπὸ τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ἀπόλλωνος στὴν Κόρινθο (ἀρχὲς -4ου αἱ.) βλ. Kaminski ὅ.π. 148, Ia,1, σχ. 22, πίν.31,3.
7. Η διαδικασία τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ πώματος τοῦ θησαυροῦ, γινόταν πάντα ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τῶν ἱερέων τοῦ ναοῦ σὲ καθορισμένο χρονικὸ διάστημα ἐτησίως, ἀπὸ εἰδικὸ συνεργεῖο ἐργατῶν, ποὺ διέθετε τὰ ἀπαραίτητα μέσα καὶ λάμβανε συγκεκριμένη ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἐργασία αὐτή. Βλ. Τσάκο ὅ.π. 20 κάι 22, σημ. 28, ὁ ὁποῖος εὔστοχα ταυτίζει τοὺς θησαυροὺς αὑτοὺς μὲ τά «παγκάρια» τῶν σημερινῶν ναῶν.
8. Γιὰ τὸν μηχανισμὸ ἀσφάλισης θησαυροῦ, βλ. Καζαμιάκη ὅπ.32-35, σχ.38-44.
9. Kaminski ὅ.π. 72 καὶ 148-155, τύπος 1.a, ἀρ.1-16. Ο τύπος τοῦ ὑπεργείου μονόλιθου ὀρθογωνικοῦ θησαυροῦ, μὲ σχεδὸν ἡμισφαιρικὴ κοιλότητα ὑποδοχῆς ἀπαντᾶ συχνδι στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ὅπως στὴν Κόρινθο στὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ἀπόλλωνος (τέλος -5ου ἀρχὲς -4ου αἱ.) καὶ στὸ ἱερὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ (τέλη -4ου αἱ.), σὲ τέσσερα παραδείγματα ἀπὸ τὴ Θήρα (-3ος αἱ.), σὲ δύο παραδείγματα ἀπὸ τὴ Ρόδο (-3ος/ -2ος/1ος αἱ.), σὲ τρία παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἀκρόπολη τῆς Λίνδου (ὑστεροελληνιστικοὶ-πρώιμοι αὐτοκρατορικοὶ χρόνοι), καθὼς καὶ στὸν θησαύρὸ τῆς Ἀφροδίτης οὐρανίας στὴν Ἀθήνα (ἀρχὲς -4ου αἱ.) καὶ τῆς Κοκκινόβρυσης στὴν Ἀττική (-5ος/ -4ος αἱ.). Στὸν ἴδιο τύπο ἀλλὰ μὲ ὀρθογώνια κοιλότητα ὑποδοχῆς ἀνήκει ὁ θησαυρὸς ποὺ βρέθηκε στὸν ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος στὴ Μεσσήνη (-2ος αἱ.), αὐτόθι 155-6, τύπος 1.b,1, σχ.24.
10. Ὀρθογώνιο σωζόμενο κάλυμμα φέρει καὶ ὁ θησαυρὸς τῆς Ἀφροδίτης ούρανίας, βλ. Τσάκο, Καζαμιάκη ὅ.π. πίν. 6-8, σχ.38-43.
11. Παρόμοιού τύπου λίθινοι κυλινδρικοὶ θησαυροὶ εἶναι δύο προερχόμενοι ἀπὸ τὴ Δῆλο: τῆς ἀγορᾶς τῶν Κομπεταλιαστῶν (αἱ μισὸ ἕως τέλος τοῦ -2ου αἱ..) καὶ τοῦ Σαραπιείου A (-200) βλ. Kaminski ὅπ. 162-3, 11.5, σχ.29, πίν.27,4.5 καὶ σ.161, 11.3, πίν.33,1.2. Στὴν περίπτωση τῶν κυλινδρικῶν θησαυρῶν, τὸ ὀρθογώνιο κάτω μέλος ἀποτελεῖ τὴ βάση ἕδρασης, ποὺ ἀναφέρεται στὶς ἐπιγραφὲς τῆς Δήλου ὡς «στρῶμα» Βλ. Τσάκο ὅ.π. 21.
12. Οἱ θησαυροὶ αὐτοῦ τοῦ τύπου φέρουν συνήθως ἐπιγραφὲς εἴτε στὴν ἐπιφάνεια τοῦ κυλινδρικοῦ μέλους, εἴτε στὴν κάθετη ἐπιφάνεια τῆς βάσης τους, βλ. Kaminski ὅ.π. 159-169, τύπος 11.1-13, μὲ παραδείγματα ἐνεπίγραφων κυλινδρικῶν θησαυρῶν ἀπὸ τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο: ὁ θησαυρὸς ἀπὸ τὴν Πολυρρήνια Κρήτης (τέλος -4ου, ἀρχὲς -3ου αἱ.), τύπος 11.1, σχ. 27-28, πίν.33,5, ἐπίσης ὁ θησαυρὸς ἀπὸ τὸ Σαραπιετον Α τῆς Δήλου (-200 περίπου), τύπος 11.3, πίν. 33,1-2, ὁ θησαυρὸς ἀπὸ τὸ ἱερὸ τῶν Σαμοθρακικῶν θεοτήτων τῆς Δήλου (-159/-158), τύπος Π.4, πίν. 34,1-3, ὁ θησαυρὸς ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῶν Κομπεταλιαστῶν τῆς Δήλου (αἷ μισὸ ἕως τέλος -2ου αἱ.), τύπος Π.5, σχ. 29, πίν. 27,4-5, ὁ θησαυρὸς τοῦ Θεαγένη ἀπὸ τὴ Θάσο (τέλη -3ου, μέσα -1ου αἱ.), τύπος 11.7, σχ. 30 καὶ ὁ θησαυρὸς ἀπὸ τὸ ἱερὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ τῆς Ὑγιείας στὴ Μῆλο (+1ος αἱ.), τύπος 11.10.
13. Βλ. παραπάνω σημ. 10 καὶ 11.
14. Μεταλλικὸ κάλυμμα ἔφερε ὁ ὑπέργειος κυλινδρικὸς λίθινος θησαυρὸς στὴ Θάσο (τέλη -3ου, μέσα -1ου αἱ.), ποῦ εἶχε κωνικὴ κοιλότητα ὑποδοχῆς τῶν νομισμάτων, βλ. Kaminski ὅ.π. 164-165, 11.7, σχ.30, καθὼς καὶ ὁ θησαυρὸς τῆς Λαρίσσας (Thera 1 260,IGΙΧ 2, 590), ὁ ὁποῖος στὴν κορυφὴ τοῦ πυραμιδοειδοῦς του καλύμματος ἔφερε μεταλλικὴ πλάκα με σχισμὴ γιὰ τὴ ρίψη τῶν νομισμάτων, βλ. Τσάκο ὅ.π.
21. Η ὕπαρξη «θησαυροῦ» ἀναφέρεται σἐ ἐπιγραφὲς τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ἀμφιαράου στὸν Ὠρωπό (16 V11 303) ἀλλὰ δὲν ἀνακαλύφθηκε τὸ ἴδιο τὸ μνημετο, ὥστε νὰ εἶναι γνωστὸς ὁ τύπος τῆς κατασκευῆς του, καθὼς καὶ ἡ ὕπαρξη μεταλλικοῦ καλύμματος με σχισμὴ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν νομισμάτων, βλ. Β. Χ. Πετράκο, Ο Ὠρωπὸς καὶ τὸ Ἱερὸν τοῦ Ἀμφιαράου (Ἀθήνα 1968) ΕΠ 39 καὶ 45, σ. 177/8 καὶ 189.
15. Θησαυροὶ βρέθηκαν στὸ ἱερὸ τῶν Αἰγυπτιακῶν θεοτήτων στὴ Θήρα (αί μισὸ -3ου αἱ.) (κυβικὸς θ.), στὸ Σαμοθράκειο τῆς Δήλου (λατρεία Ἀπόλλωνος - Ἀσκληπιοῦ - Ἀφροδίτης - Ἀρτέμιδος) (-159/58) (κυλινδρικὸς θ.), καὶ σὲ ἱερὸ σπήλαιο τῆς Μήλου ὅπου ὑπῆρχε λατρεία Ἀσκληπιοῦ καὶ Ὑγιείας (+1ος αἱ.)(κωνικὸςθ.), βλ.Kaminski ὅ.π.118 καὶ 150,Ia.4,σ.161-162,11.4 καὶ σ.167-168, 11.10.
16. Πλησίον ναῶν ἢ μικρῶν λατρευτικῶν χώρων βρέθηκαν οἱ θησαυροί: ἀπὸ τὴν Πολυρρήνια (τέλη -4ου, ἀρχἐς -3ου αἱ.) (κωνικὸς θ.), ἀπὸ τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ἀπόλλωνος στὴν Κόρινθο (-5ος/ -4οςαἱ.) (κυβικὸς θ.), ἀπὸ τὸ Σαραπιεῖον Α τῆς Δήλου (-200 περίπου) (κυλινδρικὸς θ.) καὶ πιθανὸν τὸ τμῆμα κυβικοῦ θησαυροῦ ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῆς Καμείρου Ρόδου (-2ος/ -1ος αἱ.), βλ. Kaminski ὅ.π. 116 καὶ 159-160, 11.1, σ. 148, 1a.1, σ. 161, 11.3 καὶ σ. 151-152,1a.8. Σὲ ἐλεύθερους δημόσιους χώρους βρέθηκαν οἱ θησαυροί: στὴν ἀγορὰ τῶν Κομπεταλιαστῶν τῆς Δήλου (μέσα-τέλος -2ου αἱ.) (κυλινδρικὸς θ.), τὴν ἀκρόπολη τῆς Θήρας (β μισὸ -3ου αἱ.) (κυβικὸς θ.) καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τοῦ λιμανιοῦ τῆς Καύνου (-1ος αἱ.) (κυβικὸς θ.), βλ. Kaminski ὅ.π. 116-117 καὶ 162-163, 11.5, σ. 150-151, 1a.5, καὶ σ. 156, 1b.2.
17. Στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ναῶν βρέθηκε ὁ κυβικὸς θησαυρὸς στὸ Ἀρτεμίσιο τῆς Μεσσήνης (-2ος αἱ.), ὁ κωνικὸς θησαυρὸς στὸν ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Αὐλίδα (τέλη -5ου αἱ.), ἐνῶ ἀναφέρεται ἐπιγραφικὰ ἡ ὕπαρξη θησαυροῦ στὸν ναὸ τῶν Μεγάλων Θεῶν τῆς Ἀνδανίας ([0 V, 1 1390, 89-92) καὶ στὸ μαντετο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος στὸ Ἄργος. Βλ. Kaminski ὅπ. 118-119 καὶ 155, Ib.1 καὶ σ. 160-161, 11.2. Οἱ θησαυροὶ ποὺ ἀπαντοῦν στὸν σηκὸ τῶν ναῶν, κυρίως τοῦ Ἀσκληπιοῦ, εἶναι συνήθως οἱ ὑπόγειοι ὀρθογώνιοι λάκκοι, βλ. παραπάνω σημ. 2.
18. Θησαυροὶ πλησίον τῶν βωμῶν βρέθηκαν στὸ Ἀσκληπιεῖο τῆς Κορίνθου (τέλη -4ου αι) (κυβικὸς θ.), στὸ Θεαγένει τῆς Θάσου (τέλη -3ου, μέσα -1ου αἱ.) (κυλινδρικὸς θ.) καὶ στὴν ἀγορὰ τῆς Μοργκαντίνα σὲ ἄμεση γειτνίαση μὲ τὸ ἱερὸ τῶν χθονίων θεῶν (-3ος/2ος αἱ.) (κυβικὸς θ.), Kaminski ὅ.π. 115, 149, Ia.2, σ. 164, Π.7, καὶ σ. 158, 1b.7.
19. Οἱ θησαυροὶ προορΰςονταν ἀρχικὰ νὰ δέχονται τὶς προσφορὲς πρὸς τὸ θετον (ἀπαρχαὶ ἢ ἔπαρχαὶ καὶ πελανοί), οἱ ὁποῖες σταδιακὰ ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ χρήματα καταλήγοντας ἔτσι ἀπὸ εὐχαριστήρια προσφορὰ καρπῶν καὶ ἄλλων ἀγαθῶν πρὸς τὴ θεότητα σὲ οἰκονομικὴ εἰσφορὰ πρὸς τὸ ἱερό. Τσάκος ὅπ. 23-24.
20. Σχετικὰ μὲ τὴ διαχείριση τῶν χρημάτων τῶν θησαυρῶν σὲ Ἀσκληπιεἷα, βλ. Β. Ἀλαμανῆ-Σουρῆ, ΑΔ 39, 1984, A, 230-1. Παρουσία θησαυρῶν τεκμηριώνεται καὶ σὲ ἄλλους δημόσιους χώρους ἐκτὸς τῶν ἱερῶν, ὅπως σὲ λουτρά, μαντεῖα, θεραπευτήρια κλπ. Kaminski ὅπ. 121-124.
21. Ἐντὸς τοῦ σηκοῦ τοῦ ναοῦ του Ἀσκληπιοῦ τῆς Ἐπιδαύρου βρέθηκε μόνο τὸ ὄρυγμα τοῦ σκαμμένου στὸ δάπεδο θησαυροῦ (-4ος αἱ.), ἐνῶ παρόμοιου τύπου μνημειακοὶ ὑπόγειοι θησαυροὶ-λάκκοι ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ στὸ Ἀσκληπιεῖο τῆς Κῶ, στὸ Ἀσκληπιετο τῆς Λεβήνας στὴν Κρήτη καὶ στὸν σηκὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ στὴ Λισσὸ τῆς Κρήτης, βλ. Kaminski ὅ.π. πίν. 31,1 καὶ 30,1-2. Μὲ τὴ λατρεία τοῦ Ἀσκληπιοῦ συνδέονται καὶ οἱ ὑπέργειοι θησαυροὶ ποὺ βρέθηκαν στὴ Δῆλο, τὴν Κόρινθο, τὴ Μῆλο, τὴν Περγάμο, τὴν Πτολεμαΐδατῆς Αἱγύπτου, τὴ Λάμπεση καὶ τὴν Ὀχρίδα, Kaminski ὅ.π. 121. Στὸ Ἀσκληπιεῖο τῆς Περγάμου, πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῶν πιστῶν στὸ ἐγκοιμητήριο ἔπρεπε νὰ ἀφιερωθοῦν πόπανα ἢ τρεῖς ὀβελοὶ στὸν θησαυρό, Kaminski ὅ.π. 123-4.
22. R. Martin, Un nouveau r‘eglement de culte thasien, BCH64-65, 1940-41, 163-200 καὶ τοῦ ἰδίου, Sur quelques particularités du temple d’Asklépios a Epidaure, BCH 70, 1946, 365-368.
23. Στὴν ἀγορὰ τῆς ἀρχαίας Μεσσήνης ἔχει ἔλθει στὸ φῶς καί τὸ θησαυροφυλάκιο τῆς πόλης, τὸ ὁποῖο εἶναι κτιστὸς ὑπόγειος θάλαμος με τεράστιο λίθινο σύνθετο κάλυμμα, ποὺ ἀσφαλῶς διαφέρει ὡς πρὸς τὴν κατασκευὴ καί τὴ χρήση ἀπὸ τούς «θησαυροὺς» ποὺ ἱδρύονταν στὰ ἱερὰ καί τοὺς ναούς. Π. Θέμελης, Ἀρχαῖα Μεσσήνη. Ἱστορία-μνημεῖα-ἀἳνθρωποι (ἐκδ. Μίλητος 2010) 152-154.
24. Τὰ κλειδιὰ τοῦ θησαυροῦ τῆς Κρήνης τῆς Ἀνδανίας κατεῖχε ὁ ἱεροφάντης Μνασίστρατος, ποὺ ἀναδιοργάνωσε τὰ μυστήρια (-91) καί ἡ ὁμάδα τῶν «Ἱερῶν», ποὺ ἦταν μυημένοι στὰ μυστήρια. Βλ. Παυσ. IV33,4-5 σχόλια Ν.Παπαχατζῆ, Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγησις(ἐκδ.Ἀθηνῶν1979)145, σημ.1.
25. Θησαυροί ὑπάρχουν στὴν πλειονότητα τῶν αἰγυπτιακῶν ἱερῶν, τὰ ὁποία ἦταν ἀφιερωμένα σε θεραπευτικες θεότητες, ἐνῶ θησαυρὸς ἀναφέρεται καί στὸ Ἀμφιάρειον τοῦ Ὠρωποῦ (IG VII 303), βλ. παραπάνω σημ. 14. Η ἀποψη ὅτι οἱ θησαυροί εἰσήχθησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο μαζι μὲ τὴ λατρεία αἰγυπτιακῶν θεοτήτων τὸν -3ο αἱ. δὲν εὐσταθεῖ, δεδομένου ὅτι ἔχουν ἀνακαλυφθεῖ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο θησαυροί πολὺ ἀρχαιότεροι, ἤδη ἀπὸ τὸν -5ο αἱ. (θ. Αὐλίδας) καί τίς ἀρχὲς τοῦ -4ου αἱ. (θ. Ἑπιδαύρου, θ. Ἀφροδίτης ούρανίας, θ. Ἀσκληπιοῦ στὴ Δῆλο).
26. Em/0v 2009, 40, εἱκ. 30 καί Ξ. Ἀραπογιάννη, ΠΑΕ2009, 59, πίν. 43α. Οἱ δύο κάθετες πλάκες ποὺ ἀπολήγουν στὸ κάτω ἄκρο σε λεοντόποδα ἀποκαλύφθηκαν στὴ θέση τους, ἐνῶ τμῆμα τῆς ὁριζόντιας λίθινης πλάκας τῆς τράπεζας προσφορῶν βρέθηκε στὴν ἐπίχωση τοῦ σηκοῦ.
27. Ἔργον 2012, 39-41, εἱκ. 27.
28. Ἀπεικόνιση φιδιοῦ σε θησαυροὺς ἀναφέρεται στὰ Ἀσκληπιεῖα τῆς Κῶ καὶ τῆς Ἑπιδαύρου, ἐνῶ στὸν ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ στὴν Πτολεμαΐδα τῆς Αἱγύπτου, τὸ κάλυμμα τοῦ θησαυροῦ φέρει μεγάλο περιελισσόμενο φίδι. Martin ὅπ. (σημ. 22) 172-3.
29. Δὲν εἶναι σπάνια ἡ συμβολικὴ ἀπεικόνιση φιδιοῦ - δράκοντα στὴν ἐπάνω ἐπιφάνεια τοῦ καλύμματος θησαυρῶν οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν σε ἱερὰ ἀφιερωμένα στὸν Ἀσκληπιὸ ἢ τὸν Σάραπι, Kaminski ὅπ. 93- κάλυμμα θ. ἀπὸ τὸ ἱερὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ τῆς Ὑγιείας στὴ Μῆλο αὐτόθι 93, 97, σχέδ. 8, κάλυμμα θ. ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῶν Κομπεταλιαστῶν στὴ Δῆλο, αὐτόθι πίν. 27, 4-5 κάι κάλυμμα θ. πιθανὸν ἀπὸ ἱερὸ Ἀσκληπιοῦ ἑλληνιστικῶν χρόνων, στὴν Ὁχρίδα, αὐτόθι 159, σχ. 26. Δράκοντες - φρουροί φαίνεται ὅτι διακοσμοῦσαν τοὺς θησαυροὺς τοῦ Σαραπιείου A καὶ τοῦ Καβειρίου, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τίς ἐπιγραφικὲς μαρτυρίες, βλ. Τσάκο ὅπ. 21, σημ, 21.
30. Kaminski ὅ.π. 111-114.
31. Στὴν ἴδια ἐποχή (τέλη -4ου αι.) χρονολογοῦνται οἱ κυβικοὶ λίθινοι θησαυροὶ ἀπὸ τὸ Ἀσκληπιείο τῆς Κορίνθου, ἀπὸ τὴν ἀκρόπολη τῆς Ἀμαθοῦντος, καθὼς καὶ ὁ κωνικὸς θησαυρὸς ἀπὸ τὴν Πολυρρήνεια. Βλ. Kaminski ὅπ. 99 καὶ 149, Ia.2, πίν. 31,5-6 καὶ Ia.3, καθὼς καὶ σ. 159, Π.1, πίν. 33,5.
32. Ο θησαυρὸς τῆς Ἀφροδίτης οὐρανίας χρονολογεϊται στὶς ἀρχὲς τοῦ -4ου αἱ. καὶ θεωρεῖται ὡς τὸ ἀρχαιότερο παρόμοιο γνωστὸ μνημετο, λίγο μεταγενέστερο ἀπὸ τὴ βάση, πιθανῶς θησαυροῦ, ποὺ βρέθηκε στὸ ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Αὐλίδα τοῦ τέλους τοῦ -5ου αἱ. Τσάκος ὅ.π. 23, σημ. 33.
33. Ἀραπογιάννη ὅ.π. σημ. 1 καὶ 2. Τὸ κτίριο Γ ἀργότερα ταυτίστηκε μὲ τὸν δωρικὸ ναό, ἀφιερωμένο στὸν Ἀσκληπιὸ καὶ τὴν Ὑγίεια. Η μεταγραφὴ τοῦ κειμένου καὶ ἡ ἑρμηνεία τῆς ἐπιγραφῆς ὀφείλονται στὴν ἐπιγραφολόγο Ἀνδρονίκη Μακρῆ, στὴν ὁποία χρωστῶ θερμότατες εὐχαριστίες.
34. Τὸ ὄνομα Θεόδωρος ἀπαντᾶ συχνὰ στὴν πελοποννησιακὴ προσωπογραφία τοῦ -4ου καὶ -3ου αἱ. ἐνῶ στὴ Σπάρτη ἤδη ἀπὸ τὸν -5ο αἱ. ἕως καὶ τὸν +2ο αἱ, βλ. LGPNIII.A (ἐκδ. Fraser, Matthews) 68-77. Στὴν ἀρχαία Μεσσήνη μνεία τοῦ ὀνόματος γίνεται σὲ δύο ἐπιγραφὲς τοῦ -1ου αἱ. κάι τοῦ +2ου αἱ. ἀντίστοιχα, αὐτόθι 80-81, ἐνῶ στὴν ἀρχαία Θουρία τὸ ὄνομα ἀναφέρεται σὲ ἐπιγραφὴ τοῦ -4ου αἱ., αὐτόθι 82. Θεόδωρος ὀνομαζόταν καὶ ὁ ἀρχιτέκτων τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ τῆς Ἑπιδαύρου, τῶν ἀρχῶν τοῦ -4ου αἱ. βλ. Α.Budford, The Temple Builders of the Temple of Asklepios at Epidauros κάι R. Martin, Sur quelques particularités du temple d’Asklepios a Epidaure, BCH 70, 1946, 353. Η ταύτιση τῶν δύο προσώπων δὲν εἶναι πιθανὴ λόγῳ τῆς μεγάλης χρονικῆς ἀπόστασης (σχεδὸν ἑνὸς αἱώνα) ἀνέγερσης τῶν δύο ναῶν. Ὡστόσο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκλειστεῖ ἡ πιθανότητα ὁ ἀρχιτέκτων τῆς Θουρίας νὰ εἶναι ἀπόγονος, ἴσως ἐγγονός, τοῦ Θεοδώρου τῆς Ἑπιδαύρου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο κληρονόμησε τὴν οἰκογενειακὴ παρά- δοση ἀνέγερσης ναῶν τοῦ Ἀσκληπιοῦ.
35. IvO 12, Minon, IED 17 κάι Ἐνο 36.
36. ΙO V11 1672. Gui11on, Tre’pieds Pt.II, 155, n. 2.5136 3:361. note.
37. CID 2, 38. SIG3 232. IG ΙΧ 1, 111.
38. Γιὰ τὸ ἀξίωμα τῶν ἱεροθυτῶν βλ. J. Winard, Les hierothytes. Recherche institutionelle, Me’moires Academie Royale de Belgique, Me’moires de la classe des lettres 68, 1990, fasc.4.
39. Γιὰ τὸ ἀξίωμα τῶν δαμιοργῶν στὴ Μεσσηνία, ἀλλὰ καὶ γενικότερα στὴν Πελοπόννησο, βλ N. Deshours, Les institutions civiques de Messene .a1’epoque hellenistique tardive, ZPE 150 (2004) 143.



Printfriendly