Μεταξὺ τῶν χωρίων Κόκλα καὶ Βασιλικόν, εἰς τὸ σημείον ὅπου ἡ κυρία ὁδικὴ ἀρτηρία ἀπὸ Κυπαρισσίας πρὸς Καλαμάταν, διατρέχουσα τὴν κοιλάδα τοῦ Κυπαρισσήεντος ποταμοῦ καὶ τὴν συνεχομένην τῆς Κοινότητος Δωρίου (πρώην Σουλιμᾶ), συναντᾷ τὴν πεδιάδα τῆς ἄνω Μεσσηνίας, εὑρίσκεται ὁ προϊστορικὸς συνοικισμὸς τῆς Μάλθης. Κατέχει τὴν κορυφὴν τοῦ ὁμωνύμου ὑψώματος εἰς τὴν βορείαν ἀπόληξιν τῆς ράχεως τοῦ Ραμοβουνίου καὶ ἐκεῖθεν ἐλέγχει τὸ ἀνατολικὸν τμῆμα τοῦ "μεσσηνιακοῦ αὐλῶνος", τῆς κυρίας δηλαδὴ διαβάσεως ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος μέχρι σήμερον μεταξὺ τῶν δυτικῶν ἀκτῶν τῆς Πελοποννήσου καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Μεσσηνίας.
Εἶναι ἡ σπουδαιοτέρα προϊστορικὴ θέσις τῆς μεσσηνιακῆς ἐνδοχώρας1. Ἀνεσκάφη ὑπὸ τοῦ Μ. Natan Valmin μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1927 καὶ 1934 καὶ ἐταυτίσθη ὑπ᾿ αὐτοῦ πρὸς τὸ ἀρχατον Δώριον, μίαν τῶν πόλεων τῆς ἐπικρατείας τοῦ Νέστορος (Ἰλ. Β 594 κὲ.)2. «Η ταύτισις ἐστηρίχθη ἐπὶ τῶν τοπογραφικῶν δεδομένων τῆς ἀφηγήσεως τοῦ Παυσανίου (IV33. 6-7), ὁ ὁποίος, καθ᾿ ὁδὸν ἀπὸ Ἀνδανίας πρὸς Κυπαρισσίαν, κατέγραψεν ἐρείπια πόλεως Δωρίου παρὰ τὴν πηγὴν Ἀχαΐαν, μετὰ τὴν Πολίχνην καὶ μετὰ τὴν διάβασιν τοῦ ποταμοῦ Ἡλέκτρα.
Ἡ ἀπόδοσις τῶν ἐρειπίων τῆς Μάλθης εἰς τὸ Δώριον τῶν προϊστορικῶν χρόνων ἔχει γίνει γενικῶς ἀποδεκτή3. Ασυμφωνία παρατηρεῖται μόνον ὡς πρὸς τὴν ταύτισιν τῶν ποταμῶν τῆς περιοχῆς4. Οἱ ποταμοὶ ἐν τούτοις Ἡλέκτρα καὶ Κοίος εὐχερῶς δύνανται νὰ ἀναγνωρισθοῦν εἰς τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ Ραμοβουνίου ρεύματα, ἡ μὲν Ἡλέκτρα εἰς τὸ ρεῦμα τῆς Μίλας, ὁ δὲ Κοίος εἰς τὸν χείμαρρον τῆς Μποντιᾶς (Μάλθης), ἀρκεῖ, τηρουμένης τῆς σειρᾶς μὲ τὴν ὁποίαν ἀναφέρονται ὑπὸ τοῦ Παυσανίου, νὰ ἐννοηθοῦν ρέοντες ἑκατέρωθεν τοῦ Δωρίου, ἡ μὲν πρώτη ἀνατολικῶς, ὁ δὲ δεύτερος δυτικῶς τούτου. Τὸ πρᾶγμα ἀποβαίνει ἔτι πειστικώτερον, ὅταν σημειωθῇ ὅτι ὁλόκληρος ὴ λοφοσειρὰ τοῦ Ραμοβουνίου ἀπετέλει περιοχὴν τοῦ ἀρχαίου Δωρίου5. Τὴν ἄποψιν ταύτην στηρίζουν ἐν πολλοῖς καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς δοκιμαστικῆς ἐρεύνης, περὶ τῆς ὁποίας ἐκθέτομεν κατωτέρω.
Τὸ Ραμοβούνι (ἢ Ράμα, "τὸ βουνὸ τοῦ Ράμου") εἶναι βραχώδης ράχις μετρίου ἀναγλύφου, εὐθυγραμμισμένη ἀπὸ Νότου πρὸς Βορρᾶν μὲ μῆκος κορυφογραμμῆς 3,5 χλμ. περίπου (πίν.ΙΔ). Ἐξαίρεται ὡς ἐπιμήκης χερσόννησος, 8χλμ. εἰς εὐθεῖαν βορειοδυτικῶς τῆς Ἰθώμης, εἰς τὸ μέσον εὐφόρου περιοχῆς προσχωσιγενῶν κοιλάδων καὶ χθαμαλῶν λόφων ἱζηματώδους συστάσεως τοῦ Πλειοκαίνου6, Ὁ κύριος ὄγκος του εἶναι ἀσβεστολιθικὸς καὶ σχηματίζει σειρὰν τριῶν κορυφῶν. Ὑψηλοτέρα καὶ πλέον ἀπότομος εἶναι ἡ νοτία, ἡ Μαλιαμάδα (ἀλβαν,: "ψηλὴ κορφη"), μὲ ύψόμετρον 463μ. Ἡ συνεχομένη ἠπιωτέρα, τὸ Γκιαφαγκολέμι (ἀλβαν, ὴ κιάφα ἢ γκέφα τοῦ Γκολέμη= "τὸ πέρασμα τοῦ Γκολέμη"), ὕψ. 413μ., ἀπολήγει τῆ μεσολαβήσει στενομὴκους αὐχένος εἰς τὸ Μάλθι (τό, τοῦ Μάλιθι- Μάλθι τὸ «βουναλάκι» ἐκ τοῦ ἀλβαν. mali= βουνόν. ἡ Μάλθη= νεωτ.), ὕψ. 280μ.7. Εὐκολὠτερον προσιτὴ εἶναι ἡ ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ συγκροτήματος, ὡς ὀλιγώτερον ἑνιαία μορφολογικῶς.
Βαθεῖαι κοιλάδες ἀνοίγονται ἐντεῦθεν πρὸς τὸν κάμπον μεταξὺ Μίλας καὶ Βασιλικοῦ καὶ παρέχουν τὴν δυνατότητα τῆς ἐπικοινωνίας μετὰ τῶν εὐφόρων ἐκτάσεων τοῦ Ἄνω Παμίσου. Oλόκληρος ἡ περιοχὴ αύτη τῆς ἀρχαίας Βαλύρας καὶ τοῦ Στενυκληρίου πεδίου, μέχρι τῆς Ἰθώμης καὶ τῶν ὁρίων τοῦ Ταϋγέτου καὶ τῆς Μακαρίας, ἐποπτεύεται θαυμασίως ἀπὸ τῶν ἀνατολικῶν ὑψωμάτων τοῦ Ραμοβουνίου. Δύο ἐξ αὐτῶν, ἀνατολικοὶ πρόβουνοι τῆς Μαλιαμάδας, τὸ Κρίκι (ἀλβαν.: "σταυροδρόμι") καὶ βορειότερον τὸ Λιαραμέϊκο (λιάρος: ποικιλόχρους) ὁρίζουν μεταξύ των ἀμφιθεατρικὸν χῶρον 50 στρεμμάτων περίπου. Εἰς τὸν μυχὸν τούτου διαμορφοῦται ἓν μικρὸν ἰσόπεδον, ὴ Λακαθέλα (ἢ Λάκα-θέλα, ἀλβαν.= "βαθειὰ λάκκα"), τὸ ὁποίον, ἂν καὶ ἀόρατον σχεδὸν ἐκ τῆς πεδιάδος καὶ τῶν ὁδικῶν ἀρτηριῶν της, ἐλέγχει ὁλόκληρον τὸ Στενυκλὴριον πεδίον (πεδιὰς τοῦ Μελιγαλᾶ) δεσπόζον τῆς στενῆς κοιλάδος τῆς κατερχομένης ἐκεῖθεν πρὸς τὸ Κάστρον τῆς Μίλας.
Ἡ σημαίνουσα αύτη θέσις ὑπάγεται σήμερον εἰς τὴν κοινότητα τῆς Μίλας, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 3 χλμ. βορειοδυτικῶς, εἶχε δὲ κατοικηθῆ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἐπὶ σειρὰν αἰώνων. Ἄφθονα θραύσματα χειροποιήτου κεραμεικῆς τῆς πρωίμου ἐποχῆς τοῦ Χαλκοῦ, ὄστρακα ἀγγείων μυκηναϊκῶν χρόνων, ἀποτμήματα πηλίνων γεωμετρικῶν εἰδωλίων καὶ τεμάχια κεραμίδων ἀρχαϊκῆς ἢ κλασσικῆς ἐποχῆς ἦσαν ἀπὸ μακροῦ ἐμφανῆ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῶν ἀγρῶν τῆς Λακαθέλας καὶ τῶν πέριξ πρανῶν. Ἡ τοποθεσία ἐν τούτοις εἶχε διαφύγει τὴν προσοχὴν τῶν μελετητῶν τῆς περιοχῆς8. Τυχαία εύρεσις κατὰ τὴν τελευταίαν διετίαν ἑνὸς πρωίμου ἀρχαϊκοῦ χαλκοῦ εἰδωλίου βοὸς καὶ ἑτέρων δύο, ἑνὸς ταὺρου καὶ ἑνὸς ἵππου, τοῦ δευτέρου τετάρτου τοῦ -8ου αἰ., ὡς καὶ ἑνὸς χαλκοῦ διπλοῦ πελέκεως, ἀρίστης διατηρήσεως9, παρώτρυνεν εἰς δοκιμαστικὴν ἀνασκαφικὴν ἔρευναν τοῦ χώρου. Ἡ ἀνασκαφὴ διεξήχθη εἰς περιωρισμένην κλίμακα κατὰ τὰ μέσα Σεπτεμβρίου 1971 ἐντὸς τοῦ ἀγροῦ τοῦ Γεωργίου Ζέρβα, εἰς τὸ κέντρον τῆς Λακαθέλας10.
Ἡ φυσικὴ ἐπίχωσις τοῦ χώρου ἦτο ἐλαχίστη. Πλάκες ἐξ ἀσβεστολίθου, προερχόμεναι ἐκ διαλελυμένων τοίχων ἀρχαίων κτηρίων, ἔκειντο ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ἀγροῦ ἢ εἶχον ἐνσωματωθῆ εἰς τὰ ἀναλήμματα τούτου. Διὰ τομῆς πλάτους 2.00μ. καὶ μὲ φορὰν ἀπὸ Βορρᾶ πρὸς Νότον ἀπεκαλύφθη ἰσχυρὸς τοῖχος μὲ ἰσοδομικὴν περίπου ὄψιν (πίν.ΙΕ), ἐκτισμένος διὰ σειρῶν πλακοειδῶν λιθοπλίνθων ἀκανονίστου σχήματος καὶ διαστάσεων κυμαινομένων μεταξὺ 0.50Χ 0.35Χ 0.18μ. καὶ 1.00X 0.75Χ 0.25μ. Ἔχει πλάτος 0.75μ. καὶ σώζεται εἰς ὕψος τριῶν δόμων (0.60- 0.70μ.), προφανῶς κάτω τῆς στάθμης τοῦ δαπέδου τοῦ κτηρίου εἰς τὸ ὁποτον ἀνῆκεν. Ἐπεσημάνθη μέχρι μήκους 28μ. χωρὶς νὰ προσδιορισθῇ τὸ βόρειον πέρας του, τὸ ὁποίον πιθανώτατα ἔχει καταστραφῆ. Πρὸς Νότον διεπιστώθη ὅτι οὗτος κάμπτεται κατ᾿ ὀρθὴν γωνίαν πρὸς Ἀνατολάς. Τὸ κάθετον πρὸς αὐτὸν σκέλος κάμπτεται μετ᾿ ὀλίγον πάλιν πρὸς Βορρᾶν συνιστῶν ούτω τὴν νοτίαν στενὴν πλευρὰν μεγάλου ἐπιμήκους κτίσματος (πιθανῶς στοᾶς) πλάτους ἐσωτερικῶς 2.65μ. (εἰκ.1).
Δὲν ἐβεβαιώθη ἐὰν καὶ ἐπὶ πόσον προχωρεῖ πρὸς Βορρᾶν ὁ ἀνατολικὸς τοῖχος. Η ἀνασκαφὴ περιωρίσθη εἰς στρωματογραφικὴν διερεὺνησιν κατὰ μῆκος τοῦ δυτικοῦ τοίχου, ἐσωτερικῶς καὶ ἐξωτερικῶς τούτου. Ἐξ αὐτῆς ἐφάνη ὅτι ο τοῖχος βαίνει ἐπὶ στρώσεων μεγάλων ἀκατεργάστων λίθων ἐξικνουμένων μέχρι τοῦ φυσικοῦ βράχου. Συμπληρωματικαὶ τομαὶ ἀνατολικώτερον ἀπεκάλυψαν ὅτι οὗτος ἀπαντᾷ εἰς βάθος 1.20- 2.40μ. ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ἐδάφους μὲ ἰσχυρὰν κλίσιν ἀπὸ Δυσμῶν πρὸς Ἀνατολὰς κατὰ τὴν φορὰν τοῦ πρανοῦς. Ἐντεῦθεν συνήχθη ὅτι ἡ ἐξ ἀργολίθων ὑποδομὴ τοῦ τοίχου δὲν ἀποτελεῖ κρηπῖδα τοῦ κτηρίου, ἀλλὰ ἀνήκει εἰς ἐκτεταμένον τεχνητὸν ἄνδηρον, τὸ ὁποίον εἶχε κατασκευασθῆ κατὰ περιόδους πρὸς ἐξουδετέρωσιν τῆς κατωφερείας καὶ ἰσοπέδωσιν τοῦ χώρου. Ἡ πρώτη ἐπίστρωσις ἐγένετο ἴσως εἰς τὰς ἀρχὰς ἤδη τῆς -2ας χιλιετηρίδος. Τὰ ὄστρακα, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν μεταξὺ τῶν ἀργολίθων ἀπὸ βάθους 1.00 καὶ ἐνιαχοῦ 1.20μ. μέχρι τοῦ φυσικοῦ ἐδάφους, προέρχονται κυρίως ἐκ λεπτῶν πρωτοελλαδικῶν καὶ χονδρῶν χειροποιήτων μεσοελλαδικῶν ἀγγείων, ὡρισμένα δὲ μεταξὺ αὐτῶν, μελανοῦ χρώματος μὲ ἰσχυρότερον ἐστιλβωμένον ἐπίχρισμα, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν εἰς τὰ βαθύτερα στρώματα, ἀνήκουν ἴσως ἀκόμη εἰς μίαν ὑπονεολιθικὴν ἢ χαλκολιθικὴν φάσιν. Τὸ ἀμέσως ἀνώτερον στρῶμα, ἀπὸ βάθους 0.70 ἕως 1.00 καὶ 1.20μ., ἀπέδωσεν ὄστρακα καὶ τεμάχια εἰδωλίων τῆς μυκηναϊκῆς περιόδου ἐν γένει. Ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας μέχρι βάθους 0.70μ., ὅπου ἑδράζεται ὁ κατώτατος δόμος τοῦ δυτικοῦ τοίχου, ὴ ἐπίχωσις ἦτο τεταραγμένή περιεῖχεν ὺπολείμματα ἀρχαϊκῆς κεραμώσεως ὁμοῦ μετὰ γεωμετρικῶν εἰδωλίων, χαλκῶν ἐλασμάτων, σιδηρῶν ἥλων, μαχαιριδίων κλπ., ὡς καὶ ὀστράκων μυκηναϊκῶν ἀγγείων. Κάτωθεν ἑνὸς λεπτοῦ ἐπιφανειακοῦ στρώματος συνισταμένου ἐξ ὑλικοῦ κρημνισμάτων, ἤτοι ἐκ στρώσεως ἀποθραυσμάτων ἀσβεστολιθικῶν πλακῶν, διεπιστώθη πυκνὸν στρῶμα κεραμίδων στέγης λακωνικοῦ τόπου. Ἀμέσως κατωτέρω ὴ ἐπίχωσις παρουσίαζεν ἰσχυρὰν πυράκτωσιν καὶ ἄφθονα τεμάχια ἀπηνθρακωμένων ξύλων. Ἒκειντο ἐπὶ ὑπολειμμάτων δαπέδου ἐκ λατύπης καὶ ἀργιλικῆς γῆς καὶ ἀνῆκον εἰς τὰ ξύλινα μέρη τῆς ἀνωδομῆς καὶ τῆς στέγης κτηρίου, τὸ ὁποίον κατεστράφη ὑπὸ πυρός. Τὰ ὑπολείμματα τοῦ δαπέδου ἐπεσημάνθησαν εἰς βάθος 0.50μ. ἤτοι εἰς τὴν στάθμην μεταξὺ τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δευτέρου ἐκ τῶν κάτω δόμου τοῦ δυτικοῦ τοίχου. Δὲν δύνανται συνεπῶς νὰ ἀνήκουν εἰς τὸ αὐτὸ κτήριον ἢ τοὐλάχιστον εἰς τὴν αὐτὴν οἰκοδομικὴν φάσιν του. Τὸ στενόμηκες οἰκοδόμημα, εἰς τὸ ὁποτον ἀνήκει ὁ ἀποκαλυφθεὶς ἰσχυρὸς δυτικὸς τοῖχος, εἶναι μεταγενέστερον τοῦ κτίσματος, τὸ ὁποίον ἀπετέφρωσεν ὴ πυρκαϊά. Τοῦτο ἦτο ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀρχαϊκοὺς χρόνους. Πότε κατεστράφη τοῦτο καὶ πότε ἱδρύθη τὸ θεμελιωθὲν ἐντὸς τοῦ στρώματος τῆς καταστροφῆς του νεώτερον οἰκοδόμημα, ἐλπίζεται νὰ δείξῃ μελλοντικὴ πλήρης ἀνασκαφὴ τοῦ χώρου. Ἐνδεικτικὸν πάντως εἶναι ὅτι ἡ νεωτάτη κεραμεικὴ τῆς ἐρευνηθείσης περιοχῆς, προερχομένη ἐξ ἐπιφανειακῶν στρωμάτων, ἀνάγεται εἰς τὸν -5ον αἰ., εἶναι δὲ ἐλαχίστη.
Διερευνητικὴ τομὴ ἐσωτερικῶς τοῦ δυτικοῦ τοίχου ἀπεκάλυψεν ὅτι εἰς ἀπόστασιν 15μ. περίπου ἀπὸ τοῦ νοτίου ἄκρου του τέμνει οὗτος λοξῶς τὴν νοτιοδυτικὴν γωνίαν προγενεστέρου κτίσματος, ἑδραζόμενος ἐν μέρει ἐπ᾿ αὐτῆς. Ἡρευνήθησαν οἱ σχηματίζοντες τὴν γωνίαν ἀρχαιότεροι οὗτοι τοῖχοι μέχρι μήκους 2μ. ἕκαστος, ὡς καὶ ὁ μεταξὺ αὐτῶν χῶρος εἰς ἀναλόγως περιωρισμένην ἔκτασιν. Ο ἀπὸ Βορρᾶ φερόμενος συνιστᾷ προφανῶς ἐσωτερικὸν διαχωριστικὸν τοῖχον.
Ἐμφανίζει ἰσχυρὰν πρὸς τὰ ἔσω κλίσιν ἐκ τῆς φυσικῆς κατωφερείας καὶ ἐκ τῶν ὠθήσεων τοῦ ἐπικαθίσαντος νεωτέρου δυτικοῦ τοίχου. Ἐκτισμένος διὰ κανονικῶν σειρῶν πλακοειδῶν λίθων παρουσιάζει ἰσοδομικὴν περίπου ὄψιν καὶ ἔχει πάχος 0,60μ. Διήκων κατὰ ἐλαφρῶς λοξὴν γραμμὴν προσκολλᾶται εἰς τὴν ἐσωτερικὴν (βορείαν) παρειὰν τοῦ ἀπὸ Ἀνατολῶν φερομένου ὅστις εἶναι διαφόρου ὑφῆς. Λίαν ἰσχυρός, μὲ πλάτος 1.45μ., θὰ ἠδύνατο κάλλιστα νὰ ἀνήκῃ εἰς ὀχυρωματικὸν περίβολον. Αἱ δύο παρειαὶ τούτου εἶναι ἐκτισμέναι διὰ στρώσεων πλακοειδῶν λίθων (μήκ. 0.35- 0.55μ., πάχ.0.12- 0.14μ.) μετὰ λεπτοτέρων βυσμάτων εἰς τοὺς ἁρμούς των, τὸ δὲ μεταξὺ αὐτῶν κενὸν ἔχει πληρωθῆ διὰ γεμίσματος ἐξ ἀργῶν λίθων. Ο τοῖχος ἑδράζεται εἰς βάθος 1.60- 1.80μ. ἐπὶ στοιβῆς μεγάλων ἀργολίθων, ἡ ὁποία συμπίπτει πρὸς τὰ βαθύτερα στρώματα τοῦ προαναφερθέντος τεχνητοῦ ἰσοπέδου. Η περισυλλεγεῖσα ἐντεῦθεν κεραμεικὴ εἶναι κυρίως χειροποίητος πρωτοελλαδικὴ καὶ μεσοελλαδικὴ μὴ διαχωριζομένη στρωματογραφικῶς.
Ἀμφότεροι οἱ τοῖχοι ἦσαν ἐν χρήσει κατὰ τὴν ΥΕΙΙΙΓ περίοδον, μὴ ἀποκλεισμένης όμως τῆς δομήσεώς των εἰς προγενεστέραν, ἐν προκειμένῳ ΥΕΙΙΙΑ-Β, ἐποχήν.
Ἡ ἀνασκαφὴ τοῦ ὑπ᾿αὐτῶν ὁριζομένου ἐσωτερικοῦ χώρου (δωματίου;) ἀπεκάλυψεν εἰς στάθμην κατὰ 0.60μ. χαμηλότερον τῆς κορυφῆς τοῦ διαχωριστικοῦ τοίχου δάπεδον ἐστρωμένον δί ἀσβεστολιθικῶν πλακῶν διαστάσεων 0.18X 0.25μ. καὶ 0.25X 0.35μ. Ἐπὶ τοῦ πλακοστρώτου δαπέδου καὶ παρὰ τὸν διαχώριστικὸν τοῖχον εὑρέθησαν κατὰ χώραν ἓξ ἀγγεῖα οἰκιακῆς χρήσεως (πίν.ΙFα), εἷς ἀμφορεύς, μία ὑδρία, εἷς εὐμεγέθης κάδος περιέχων ἑτέραν ὑδρίαν καὶ δύο κακῆς διατηρήσεως σφαιροειδῆ ἀγγεῖα, ἅπαντα χρονολογούμενα εἰς τὴν ΥΕΙΙΙΓ:1 φάσιν. Τεφρομέλανα χώματα μετὰ λεπτῶν τεμαχίων ἀπηνθρακωμένων ξύλων ἐντὸς τῶν ἀγγείων καὶ πέριξ αὐτῶν ἀπεδείκνυον καταστροφὴν τοῦ κτίσματος ἐκ πυρκαϊᾶς.
Στρωματογραφικὴ δοκιμὴ εἰς τὸ ὑπόστρωμα τοῦ δαπέδου ἀπέδωσε γυναικείον εἰδώλιον τῆς ΥΕIIIA-B περιόδου, ὄστρακά τινα χονδροειδῶν ἀγγείων καὶ κυκλικὸν πῶμα ἐκ σχιστολιθικῆς πλακὸς διαμ. 0.12μ. Ταῦτα ἀντιπροσωπεύουν παλαιοτέραν φάσιν, εἰς τὸ τέλος τῆς ὁποίας διεστρώθη τὸ δάπεδον τοῦ δωματίου τῶν ἀγγείων.
Περισσότερα περὶ τῶν διαδοχικῶν εἰς τὸ σημετον τοῦτο μεταβολῶν δὲν δύνανται νὰ λεχθοῦν λόγῳ τοῦ περιωρισμένου χαρακτῆρος τῆς ἐρεύνης. Διὰ τὸν αὐτὸν λόγον παραμένει ἀβέβαιον, ἂν ἀνήκει εἰς τὸ αὐτὸ συγκρότημα καὶ ὁ τοῖχος, ὁ ὁποτος ἀνεφάνη 4.20μ. ἀνατολικώτερον καὶ παραλλήλως τοῦ ἐσωτερικοῦ τοίχου τοῦ δωματίου τῶν ἀγγείων (εἰκ.1).
Ἡ ἀνασκαφὴ προεκταθεῖσα ἔτι ἀνατολικώτερον συνήντησεν εἰς ἀπόστασιν 4.50μ. ἀπὸ τοῦ δυτικοῦ μακροῦ τοίχου τοῦ στενομήκους κτηρίου τοῖχον βαίνοντα ἀπὸ Βορρᾶ πρὸς Νότον παραλλήλως πρὸς ἐκεῖνον. Διεσὠζετο καὶ οὗτος εἰς τὴν στάθμην τῶν θεμελίων του (ἐνιαχοῦ μέχρι τριῶν ἢ τεσσάρων δόμων), πλὴν όμως εἰς διακεκομμένην γραμμήν, λόγῳ ἰσχυρᾶς μετατοπίσεώς του πρὸς τὴν κατωφέρειαν τοῦ ὑψώματος.
Παρηκολουθήθη εἰς μῆκος 7.50μ. Ἦτο ἐκτισμένος διὰ πλακῶν πάχους 0.15μ. μὲ παρεμβολὴν λεπτοτέρων λίθων εἰς τὰ ἐνδιάμεσα κενὰ καὶ ὴδράζετο ἐπὶ τῆς γνωστῆς ἐξ ἀργολίθων ἐπιστρώσεως τοῦ βραχώδους ἐδάφους. Ἐντεῦθεν περισυνελέγησαν δείγματα κεραμεικῆς μεσοελλαδικῶν χρόνων. Εκατέρωθεν τοῦ θεμελίου καὶ καθ᾿ ὅλον τὸ ὕψος του ἡ ἐπίχωσις ἐνεφανίσθη τεταραγμένη εὑρέθησαν μυκηναϊκὰ ὄστρακα καὶ γεωμετρικὰ εἰδώλια -τὰ δεύτερα ὁπωσδήποτε πλεονάζοντα εἰς τὰ ὑψηλότερα στρώματα.
Κατὰ τὴν πρὸς Βορρᾶν ἐπέκτασιν τῆς αὐτῆς ἀνιχνευτικῆς τάφρου παρουσιάσθησαν ὑπολείμματα ἑτέρου θεμελίου ἑδραζομένου εἰς ὑψηλοτέραν στάθμην καὶ διατηροῦντος μίαν μόνον στρῶσιν λίθων. Τὸ βόρειον πέρας του ἐφήπτετο τῆς περιφερείας κυκλικοῦ χώρου ἐπεστρωμένου δί ἀκανονίστων, περίπου ὁμοκέντρων, σειρῶν πλακοειδῶν λίθων μέσων διαστάσεων 0.40Χ 0.30X 0.12μ. Ἐκ τοῦ μερικοῦ μόνον καθαρισμοῦ τούτου διεπιστώθη ὅτι ἐπρόκειτο περὶ θεμελίου στρογγύλου κτίσματος, διαμέτρου 10 μέτρων περίπου (θόλος;), διατηρουμένου εἰς ὕψος δύο ἢ τριῶν στρώσεων πλακῶν ἑδραζομένων ἐπὶ λιθορριπῆς (πίν.ΙFβ, ΙΖα). Ο λειτουργικὸς προορισμὸς τοῦ κτίσματος ἐλπίζεται νὰ διακριβωθῆ κατὰ τὴν προσεχῆ ὁλοκλήρωσιν τῆς ἀνασκαφῆς του. Ἐνδεικτικὸν πάντως εἶναι ὅτι ἐντὸς τοῦ λεπτοτάτου στρώματος τῆς ἐπιχώσεως τοῦ θεμελίου καὶ εἰς τὰ μεταξὺ τῶν λίθων του κενὰ περισυνελέγησαν χάλκινα καὶ πήλινα εἰδώλια γεωμετρικῶν καὶ πρωίμων ἀρχαϊκῶν χρόνων, χαρακτηριστικὸν δηλαδὴ εἶδος λατρευτικοῦ ἀναθήματος. Συνεπῶς, καὶ ἂν ἀκόμη ὁ χαρακτὴρ αὑτοῦ τούτου τοῦ ἐπισημανθέντος κτηρίου δὲν ἦτο καθαρῶς λατρευτικός, ὁ τόπος τοὐλάχιστον ἔνθα ἐθεμελιώθη εἶχεν ἀποτελέσει περιοχὴν ἱεροῦ τινος εἰς προγενεστέραν, γεωμετρικὴν- ἀρχαῖκὴν ἐποχήν.
Κινητά Ευρήματα
Κεραμεικῆ
Πενιχρὰ γενικῶς εἶναι ἢ περισυλλεγεῖσα κεραμεικὴ τῶν ἀρχαιοτέρων στρωμάτων τῆς ἀνασκαφῆς. Συνίσταται ἐκ μὴ συναρμοζομένων ὀστράκων τὰ ὁποῖα προέρχονται κατὰ πλειονότητα ἐκ τῆς κατηγορίας τῶν οἰκιακῆς χρήσεως ΠΕ καὶ ΜΕ χειροποιήτων χονδρῶν ἀγγείων ἐγχωρίου κατασκεψῆς11. Ὁ πηλός των εἶναι ἀκάθαρτος, καστανόχρους ἢ μελανότεφρος, μὲ ἀραιὸν συνήθως ἐπίχρισμα καὶ ἐνίοτε ἐλαφρὰν στίλβωσιν.
Ἰσχυροτέραν στίλβωσιν παρουσιάζουν ὡρισμένα ὄστρακα μελανῶν ἀγγείων, τὰ ὁποῖα περισυνελέγησαν ἐκ τῶν κοιλοτήτων τοῦ φυσικοῦ βράχου, εἰς τὰ βαθύτερα στρώματα. Ανήκουν εἰς τὴν πρωιμωτάτην Ἐποχὴν τοῦ Χαλκοῦ, ἂν δὲν εἶναι ἀκόμη νεολιθικά. Σύγχρονα τούτων εἶναι προφανῶς καί τινα θραύσματα μετὰ πλαστικῶν μαστοειδῶν καὶ ὠτιοσχήμων ἀποφύσεων (πίν. ΙΖβ), όμοια τῶν ὁποίων ἔχουν εὑρεθῆ εἰς τὴν γειτονικὴν Μάλθην μεταξὺ τῶν παλαιοτέρων τῆς ὁμάδος τῶν "Ἀδριατικῶν"12. Γενικῶς ὴ κεραμεικὴ εἶναι συγγενὴς ἐκείνης τῆς Μάλθης, πλὴν όμως πτωχοτέρα. Ἐλάχιστα εἶναι τὰ δείγματα τῶν τυπικῶν διὰ τὴν Μάλθην ἐγχαράκτων «Ἀδριατικῶν» τῆς ὑστέρας ΜΕ φάσεως13 καὶ τῶν συγχρόνων των ἀμαυροχρώμων ἀγγείων, ἀπουσιάζουν δὲ παντελῶς τὰ μινύεια. Ἀπαντοῦν ὀλίγα σχετικῶς ὄστρακα χαρακτηριστικῶν ΠΕ ἀγγείων μετὰ λεπτῶν τοιχωμάτων καί τινα σύγχρονα τούτων χονδρότερα ἐξ ἐρυθροῦ πηλοῦ μετὰ παχέος λευκοῦ ἐπιχρίσματος. Τεφρὰ μονόχρωμα ἀπαντοῦν ὁμοῦ μετὰ ΠΕ καὶ ΜΕ, προκειμένου δὲ περὶ τῶν χονδροειδῶν χειροποιήτων ή διάκρισις μεταξὺ τῶν δύο φάσεων εἶναι σχεδὸν ἀδύνατος. Πάντως ἡ ΜΕ φάσις φαίνεται ἐπικρατεστέρα.
Ἐκ τῶν ἑπομένων ΥΕΙ καὶ II φάσεων δὲν ἔχομεν ἀσφαλῆ δείγματα. Τοῦτο εἶναι ἴσως συμπτωματικὸν καὶ πρὸ τῆς ὁλοκληρώσεως τῆς ἀνασκαφῆς δὲν δύναται νὰ βεβαιωθῇ ἂν όντως ἀπουσίαζεν ἐκ τῆς ἐγκαταστάσεως τῆς Λακαθέλας ὴ πρώιμος Ὑστεροελλαδικὴ ἐποχή. Τὰς ΥΕΙIIΑ καὶ Β περιόδους ἀντιπροσωπεὑουν ὀλίγα ὄστρακα, κυρίως ἀγγείων συμποσίου (πίν. ΙΗα) καὶ τρία εἰδώλια (πίν. ΙΗβ, γ), ἓν ἀνδρικόν, λίαν ἐλλιπὲς, ἱππέως πιθανώτατα τῆς ΥΕΙΙΙΒ φάσεως14, τὸ κάτω ἥμισυ ἑτέρου γυναικείου, τύπου Φ τῆς ΥΕΙIIΑ-Β φάσεως15 καὶ ἓν ΥΕΙIIΑ-Β ἀκέφαλον γυναικετον εἰδώλιον ὕψ. 0.076μ. μὲ βραχίονας ὑποβαστάζοντας τοὺς μαστούς16. Φέρουν διακόσμησιν ἐκ κατακορόφων ταινιῶν καστανοῦ χρώματος καὶ εἶναι πιθανώτατα εἰσηγμἐνα ἔκ τινος τῶν μυκηνἂκῶν κἐντρων τῆς κεντρικῆς ἢ τῆς δυτικῆς Πελοποννήσου.
Ἀντιθέτως πρὸς τὴν γειτονικὴν Μάλθην ὴ ἀκμὴ τοῦ οἰκισμοῦ τῆς Λακαθέλας φαίνεται νὰ συμπίπτῃ πρὸς τὴν ΥΕΙΙΙΓ περίοδον. Η κεραμεικὴ εἷναι νῦν ἀφθονωτέρα, ἂν καὶ ποιοτικῶς παραμένει πάντοτε εἰς χαμηλὴν στάθμην. Ἐπικρατοῦν τὰ ἐντόπια, οἰκιακῆς χρήσεως, ἀκόσμητα ἀγγεῖα ἐκ καστανερύθρου πηλοῦ φέροντος πρόσμειξιν ἄμμου. Τὰ μετὰ γραπτῆς διακοσμήσεως εἶναι προφανῶς τοπικαὶ μιμήσεις εἰσηγμένων, ἀπαντᾷ πηλὸς δύο εἰδῶν: εύθρυπτος καστανέρυθρος καὶ καλύτερον ὠπτημένος κιτρινωπὸς μεθ᾿ ὑδαροῦς ἐπιχρίσματος. Ἡ διακόσμησις εἶναι γενικῶς λίαν ἐξίτηλος. ὄσον δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τῶν ἐλαχίστων ἀκεραίων ἢ δυναμένων νὰ ἀποκατασταθοῦν ἀγγείων, αἱ κυριαρχοῦσαι ἐπιδράσεις προέρχονται ἐκ τῆς βορειοδυτικῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν Ἰονίων νήσων, πρᾶγμα εύλογον ἄλλωστε ὡς ἐκ τῆς γεωγραφικῆς θέσεως τοῦ οἱκισμοῦ. Ἀπαντοῦν ὑδρίαι καὶ ἀμφορεῖς εἰς ἐντόνως σφαιρικὰ σχήματα καὶ κρατῆρες ἢ σκύφοι εἰς γνωστὸν ἐκ τῆς Κεφαλληνίας τύπον. Γενικῶς παρατηρεῖται πτωχεία διακοσμητικῶν θεμάτων.
Συνεπληρώθησαν ἐν ὅλῳ ἢ ἐν μέρει ὀκτὼ ἀγγεῖα, τὰ πέντε ἐκ τῶν εὑρεθέντων κατὰ χώραν ἐντὸς τοῦ πλακοστρώτου δωματίου καὶ τὰ τρία ἀπαρτισθέντα ἐκ διασπάρτων ὀστράκων περισυλλεγέντων εἰς διαφόρους τάφρους τῆς ἀνασκαφῆς. Ἀνήκουν ἅπαντα εἰς τὴν ΥΕΙΙΙΓ:1 περίοδον.
1) Ἀμφορεὑς σφαιροειδοῦς σχήματος μετὰ δακτυλιοειδοῦς βάσεως, ὀρθίου περιχειλώματος καὶ λαβῶν ἐκφυομένων κάτωθεν τοῦ χείλους τοῦ στομίου. Πηλὸς καστανέρυθρος ἐπηλειμμένος διὰ περιέργου ἐπιχρίσματος ἐνέχοντος ἄφθονον χονδρὸν μαρμαρυγίαν(;) ὑπὸ μορφὴν φολίδων ὑαλώδους συστάσεως. Δὲν διατηροῦνται ἴχνη γραπτῆς κοσμήσεως. ὺψ.0.485μ., μεγ. διαμ. 0.415μ. (πίν.ΙΘα).
2) Ὑδρία σφαιρικοῦ πεπιεσμένου σχήματος μετὰ δακτυλιοσχήμου βάσεως, κυλινδρικῶν λοξῶς ὁριζοντίων λαβῶν ἐπὶ τῆς μεγίστης διαμἐτρου τῆς κοιλίας καὶ ταινιωτῆς καθέτου λαβῆς ἐκφυομένης κάτωθεν τοῦ περιχειλώματος τοῦ στομίου. Πηλὸς κιτρινωπὸς μετ᾿ ἐπιχρίσματος. Λίαν ἐξίτηλος ταινιωτὴ κόσμησις ἑκατέρωθεν τῆς ζώνης τῶν λαβῶν (πίν.ΙΘδ). Υψ. 0.375μ., μεγ. διαμ. 0.375μ.17.
3) Λίαν ἐλλιπὲς όμοιον ἀγγείον ἐκ χονδροῦ, κακῶς ὠπτημένου πηλοῦ ἐρυθροῦ χρώματος μετὰ προσμείξεως ἄμμου. Σωζ. ὕψ. 0.35μ., μεγ. διάμ. 0.35μ.
4) Σφαιρικὸν ἀγγείον ἄνευ βάσεως, προφανῶς ἀναρτωμένη χύτρα, ἐξ εὐθρὑπτου καστανερὑθρου πηλοῦ κακῆς ὀπτήσεως, κατὰ μέγα μέρος συμπεπληρωμένον διὰ γὑψου. Σωζ. ὕψ. 0.35μ., μεγ. διάμ. 0.36μ.
5) Μέγας κάδος κολουροκωνικοῦ σχήματος ἐξ ἐρυθροῦ πηλοῦ μετὰ προσμείξεως θρυμματισμένων κεράμων. Ζεῦγος λοξῶς ὁριζοντίων λαβῶν κάτωθεν τῆς ζώνης τοῦ στομίου. Ἑκατέρωθεν τῶν λαβῶν ὁριζόντιοι ἀνάγλυφοι ταινίαι, ἐπὶ τοῦ περιχειλώματος σειρὰ ἐγχαράκτων ἐναλλήλων γωνιῶν. Υψ. 0.425μ., διάμ. στομίου 0.91μ., διάμ. βάσεως 0.53μ. (πίν.ΙΘγ).
6) Ὑψίπους κωνικὴ κύλιξ μετὰ ταινιωτῆς, λίαν ἐξιτήλου, γραπτῆς διακοσμήσεως (πίν.ΙΘβ). Πηλὸς κιτρινωπὸς μετ᾿ ἐπιχρίσματος. Υψ. 0.18μ., διάμ, στομίου 0.165μ.18.
7) Τὸ τέταρτον περίπου κρατῆρος μετὰ χαμηλοῦ ποδός, ὕψ. 0.37μ. Μελανὸν γάνωμα καλύπτει τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀγγείου, τὸ κατώτερον τμῆμα αὐτοῦ ἐξωτερικῶς, τὸ ὁριζόντιον περιχείλωμα καὶ μικρὸν μέρος κάτωθεν τούτου. Εἰς τὸ μέσον τῆς γάστρας τέσσαρες ἐπάλληλοι ὁριζόντιοι ταινίαι καὶ ἄνωθεν αὐτῶν κόσμησις εἰς μετοποειδῆ διάταξιν: δύο κατακόρυφοι ταινίαι διαγράμμου πλέγματος, πλαισιοῦσαι ἑκατέρωθεν όρθιον παραλληλόγραμμον ἀβακωτοῦ, χωρίζουν δύο τετράγωνα, ἐκ τῶν εἰκονιστικῶν θεμάτων τῶν ὁποίων διατηρεἵται μόνον ἐν πτηνὸν ἐν σκιαγραφίᾳ. Ὁ πηλὸς εἶναι κιτρινωπὸς μετ᾿ ἐπιχρίσματος. Ἐλπίζεται ὅτι θὰ ἀνευρεθοῦν μελλοντικῶς καὶ ἄλλα τεμάχια, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιτρέψουν πληρεστέραν ἀποκατάστασιν τοῦ ἐνδιαφέροντος τούτου ἀγγείου, εἰς τὴν μνημειώδη διακόσμησιν τοῦ ὁποίου εἶναι ἀπαραγνώριστος ἡ ἐπίδρασις τῆς Ἀργολίδος (πίν.Κα).
8) Τὸ ἥμισυ περίπου σκύφου ἢ κρατῆρος ἡμισφαιρικοῦ σχήματος μεθ᾿ ὁριζοντίως λοξῶν λαβῶν καὶ ἔξω νεύοντος χείλους. Πηλὸς καστανέρυθρος. Ἐσωτερικῶς ἡ ἐπιφάνεια καλύπτεται ὑπὸ μελανοῦ γανῴματος, ἐξωτερικῶς φέρει λίαν ἐξίτηλον διακόσμησιν ὁριζοντίων ταινιῶν. Διάμ. στομίου 0.14μ.
Ἐξ ὁμοίου σχήματος ἀγγείων περισυνελέγησαν θραύσματα διατηροῦντα διακόσμησιν ἐκ σειρῶν ἐλευθέρων σπειρῶν εἰς τὴν ζώνην τῶν λαβῶν (πίν. Κβ)19.
Μικροπλαστικἡ
Ἐκ τῶν λοιπῶν κινητῶν ευρημάτων ἀξιόλογα εἷναι τὰ δείγματα τῆς μικροπλαστικῆς τῶν γεωμετρικῶν χρόνων. Μεταξὺ αὐτῶν συγκαταλέγονται:
1) Κορμὸς μετὰ τοῦ ἀριστεροῦ βραχίονος πηλίνου εἰδωλίου ἀνδρὸς εἰς στάσιν ἐπιφανείας(;). Διὰ μέλανος χρώματος ἐπὶ τοῦ στίλβοντος καστανόχρου ἐπιχρίσματος ἔχει ἀποδοθῆ ὴ μίτρα ὡς σειρὰ παραλλήλων λοξῶν γραμμῶν μεταξὺ δύο ὁριζοντίων. Πηλὸς καστανέρυθρος μὲ ἐλάχιστον μαρμαρυγίαν. Σωζ. ὕψ. 0.071μ. Πρώιμον γεωμετρικόν, προφανῶς εἰσηγμένον (πίν.Κγ).
2) Ο ἄνω κορμὸς ὁμοίου εἰδωλίου ἀνδρὸς μὲ ὑψωμένην τὴν δεξιάν (τοῦ γνωστοῦ τύπου τοῦ "πολεμιστοῦ" ἢ τοῦ "ἱππηλάτου"). Πηλὸς ἐρυθρὸς μὲ ἐλάχιστον μαρμαρυγίαν. Ὑψ.0.046μ. Ώριμον γεωμετρικόν.
3) Χαλκοῦν ἱππάριον τῶν ἀρχῶν τοῦ -8ου. αἰ. Ἀνοικτὸν στόμα, μεγάλοι κοῖλοι ὀφθαλμοί. Μέταλλον σπογγώδους ὑφῆς ἐξ ἀμελοῦς τήξεως. Υψ. 0.028μ., μῆκ. 0.04μ. (πίν.ΚΑα).
4) Χαλκοῦν ἱππάριον ὕψ. 0.042, μῆκ. 0.052μ. Η ἐπιφάνεια τοῦ μετάλλου ἀνώμαλος καὶ πορώδης. -760/ -750 (πίν. ΚΑβ).
5) Χαλκοῦν εἰδώλιον ταύρου ὕψ. 0.031, μῆκ. 0.046μ. Ὁφθαλμοὶ ὡς πλαστικὰ δισκάρια, ἐπιφάνεια ἀστίλβωτος καὶ πορώδης. -760/ -750 (πίν.ΚΑγ).
6) Παρόμοιον, πλέον πρωτόγονον, εἰδὠλιον βοός. Υψ. 0.037, μῆκ. 0.059μ. Δεύτερον τέταρτον τοῦ -8ου αἰ. (πίν.ΚΑδ).
7) Χαλκοῦν εἰδώλιον βοός, τοῦ τρίτου τετάρτου τοῦ -8ου. αἱ. Ὑψηλότερα σκέλη, μικροτέρα κεφαλή, ὦτα δεδηλωμένα ἑκατέρωθεν τοῦ λαιμοῦ. Ὑψ. 0.031, μῆκ. 0.04μ. (πίν. ΚΑε).
8) Ομοίου τύπου ὡς τὸ προηγούμενον χαλκοῦν ἱππάριον. Ὑψ. 0.034, μῆκ. 0.044μ.
9) Χαλκοῦν ἱππάριον ἐλλιπὲς τὸ ἥμισυ τῆς οὐρᾶς καὶ τὰ ἄκρα δύο σκελῶν. Ἐπιμελὴς κατασκευή, ἐπιφάνεια ἐστιλβωμένη. Ὑψ. 0.059, μῆκ. 0.058μ. Τονισμὸς τῶν ἀξόνων καὶ σχηματοποίησις τῶν πλαστικῶν μορφῶν μὲ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν κορμὸν κυλινδρικά, τὸν λαιμὸν καὶ τὰ μακρὰ σκέλη πεπλατυσμένα. Τρίτον τέταρτον τοῦ -8oυ αἱ. (πίν.ΚΑζ).
10) Τὸ ἐμπρόσθιον τμῆμα πηλίνου εἱδωλίου ἵππου. Οἱ ὀφθαλμοὶ ὡς πρόσθετα πλαστικὰ δισκάρια. Πηλὸς καστανέρυθρος μὲ ἐλάχιστον μαρμαρυγίαν, μέλαν γάνωμα. Ὑψ. 0.065μ. Περὶ τὰ μέσα τοῦ -8ου αἱ. (πίν.ΚΑη).
11) Η κεφαλὴ ὁμοίου τύπου εἰδωλίού οἱ ρώθωνες καὶ τὸ στόμα δεδηλωμένα δί ἐγκοπῶν. Μῆκ. 0.04μ. (πίν. ΚΑια).
12) Τὸ ἐμπρόσθιον τμῆμα ὁμοίου τύπου εἰδωλίου βοός. Ὑψ. 0.054μ. (πίν.ΚΑθ).
13) H κεφαλὴ ὁμοίου τύπου εἰδωλίου. Μῆκ. 0.036μ. (πίν.ΚΑι).
14) Ὁ κορμὸς μετὰ τοῦ ἐμπροσθίου δεξιοῦ σκέλους εἰδωλίου βοὸς ἐκ κιτρινωποῦ πηλοῦ μετὰ μέλανος γανῴματος. Μῆκ. 0.091, ὕψ. 0.06μ, Δεύτερον ἥμισυ τοῦ -8ου αἱ.
15) Τὸ ἐμπρόσθιον τμῆμα μεγάλου χονδροειδοῦς εἰδωλίου βοὸς ἐξ ἐρυθροῦ πηλοῦ μετὰ προσμείξεως λιθαρίων καὶ θρυμμάτων κεράμων. Υψ. 0.09, μῆκ. 0.098μ. Τοῦ τέλους τοῦ 8ου ἢ τῶν ἀρχῶν τοῦ -7ου αἱ. (πίν. ΚΑιβ)20.
16) Τὰ ὀπίσθια τμήματα δύο ὁμοίων ὀγκωδῶν εἰδωλίων.
17) Ἡ κεφαλὴ μετὰ τοῦ λαιμοῦ καὶ τμήματος τοῦ κορμοῦ πηλίνου εἰδωλίου βοὸς ἐξ ἐρυθροῦ πηλοῦ μετὰ μαρμαρυγίου. Ὑψ. 0.036, μῆκ. 0.054μ. Τοῦ πρωίμου -7ου αἱ.
Πλὴν τοῦ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 πάντα τὰ ἀνωτέρω, πήλινα καὶ χάλκινα εἱδώλια ζώων, εἷναι προϊόντα ἑνὸς τοπικοῦ ἐργαστηρίου μικροπλαστικῆς μὲ ἐκδήλους τοὺς χαρακτῆρας τῆς ἐπαρχιακῆς «λαϊκῆς» τέχνης βραχέα σκέλη, ἐκφραστικὴ καὶ ζωηρὰ κίνησις, χαλαρὰ ἄρθρωσις καὶ ἀπουσία τεκτονικοῦ συστήματος, ἀσάφεια καὶ ρευστότης τῶν μορφῶν συνυπάρχουν μετὰ τῆς μετριότητος τῆς τεχνικῆς ἐκτελέσεως. Ἡ χαρακτηριστικὴ μάλιστα διὰ τὰ χάλκινα τῆς τοιαύτης τεχνοτροπίας ἐντύπωσις ὅτι πρόκειται ἁπλῶς μεταφορὰ πλαστικῶν μορφῶν ἐκ τοῦ πηλοῦ εἰς τὸν χαλκὸν (Terrakottastil) γεννᾶται ζωηρὰ ἐκ τῆς συγκρίσεως μεταξὺ τῶν ὁπ᾿ ἀριθ. 4,5 καὶ 10-13.
Τὸ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 εἶναι πιθανώτατα εἱσηγμένον προιὸν λακωνικοῦ ἐργαστηρίού, ή σύνθεσις τῶν ἀξόνων καὶ ἡ στερεὰ ἄρθρωσις τῶν ἐπὶ μέρους καθαρῶν "γεωμετρικῶν" σχημάτων προδίδουν ἰσχυρὰν καλλιτεχνικὴν παράδοσιν.
Συγγενῆ πρὸς τὴν τάξιν τῶν εἰδωλίων εἶναι ἓξ ἀκέραια καὶ τέσσαρα ἐλλιπῆ λεπτὰ περιτετμημένα ἐλάσματα εἰς σχῆμα βοὸς «θεωμένου ἐκ τῶν ἄνω» ή, ὡς θὰ ἐλέγομεν καλύτερον, εἰς σχῆμα δορᾶς βοός (πίν. ΚΒα). Ὅμοια ἐλάσματα ἔχουν εὑρεθῆ εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, τὸν ναὸν τοῦ Ἐπικουρίου Ἀπόλλωνος, τὸ Ηραίον τοῦ Ἄργους, τὸ ἱερὸν τοῦ Πανὸς ἐπὶ τοῦ Λυκαίου κλπ.21. Ἄν καὶ ἑρμηνεύονται ὡς ἐκπροσωποῦντα τὸ πρωιμώτατον στάδιον εἰς τὴν ἐξέλιξιν τῶν γεωμετρικῶν ἀγαλματίων ζώων, εἶναι ἐν τούτοις δυνατὸν νὰ παρέμειναν ἐπὶ μακρότερον χρόνον ἐν χρήσει ὡς "πρωτόγονον" εἶδος ἀναθήματος. Μικροῦ ἐνδιαφέροντος εἶναι τὰ λοιπὰ κινητὰ εὑρήματα τῆς ἀνασκαφῆς, ήτοι
1) ταινία ἐκ χαλκοῦ ἐλάσματος μήκ. 0.142, πλάτ. 0.037μ. διακεκοσμημένη δί ἀκανονίστων σειρῶν ἐκτύπων στιγμῶν καὶ διατηροῦσα ὑπολείμματα σιδηρῶν ήλων εἰς τὰς γωνίας (πίν.ΚΒβ),
2) χαλκοῦν ἐλασμάτινον δισκάριον διαμ. 0.023- 0.025μ. μετὰ δύο ὀπῶν κατὰ τὰ ἄκρα τῆς μεγίστης διαμέτρου καὶ σειρῶν ἐκτύπων στιγμῶν εἰς δύο ὁμοκέντρους κύκλους (πίν. ΚΒβ),
3) ἐλλιπὲς τὰ ἄκρα χαλκοῦν μαχαιρίδιον μήκ. 0.081μ.,
4) σιδηροῦν μαχαιρίδιον μετὰ λαβῆς μήκ. 0.125μ. (πίν.ΚΒβ) καὶ τεμάχια ἑτέρου μικροτέρου,
5) σιδηρᾶ αἱχμὴ βέλους μετὰ στελέχους στειλεώσεως μήκ. 0.093μ. (πίν.ΚΒβ),
6) σιδηρᾶ λαβὴ κοπέως μήκ. 0.128μ.,
7) τέσσαρες σιδηροῖ ἦλοι τετραπλεύρου διατομῆς (πίν.ΚΒβ),
8) διάφορα ἀσήμαντα χαλκᾶ ἐλάσματα καὶ ἀποτμήματα σιδηρῶν ἐργαλείων,
9) τρία πήλινα σφονδύλια ἐξ ἀκαθάρτου καστανόχρου πηλοῦ, ἓν κολουροκωνικὸν ὕψ, 0.025μ., ἓν σφαιρικὸν πεπιεσμένον ὕψ. 0.025μ. καὶ τμῆμα ἑτέρου ἀμφικωνικοῦ,
10) πήλινος πεσσὸς πλευρᾶς 0.02μ.
Τὰ πρῶτα συνεπῶς γενικὰ συμπεράσματα ἐκ τῆς ἀνασκαφῆς δύνανται νὰ συνοψισθοὖν ὡς ἑξῆς:
Εἰς τὴν Λακαθέλαν ἐνετοπίσθη εἷς τῶν ἀγροτικῶν οἰκισμῶν τοῦ προϊστορικοὖ Δωρίου, τὸ κέντρον τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο εἰς τὴν ἀκμαιοτέραν ἐγκατάστασιν τῆς γειτονικῆς Μάλθης. Ο ἐπισημανθεὶς οἰκισμὸς εἶχε κατοικηθῆ συνεχῶς ἀπὸ τῶν ΠΕ χρόνων μέχρι τῆς ΥΕΙΙΙΓ:1 ἐποχῆς, ὁπότε καὶ ἐγκατελείφθη κατόπιν βιαίας καταστροφῆς του. Πότε ἀκριβῶς ἐπανῆλθεν ἡ ζωὴ εἶναι ἄγνωστον πρὸς τὸ παρόν. Πάντως ἀπὸ τοῦ -9ου αἰ. μέχρι τοῦ τέλους τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων ἡ ἰδία θέσις ἀπετέλεσε χῶρον δημοσίας ζωῆς, ἀσφαλῶς θρησκευτικῆς, πιθανῶς δὲ καὶ πολιτικῆς. Τὸ γεγονὸς τοῦτο᾿ ἐν συσχετισμῷ πρὸς τὴν παράλληλον ἐγκατάλειψιν τῆς Μάλθης, καθιστᾷ πιθανὴν τὴν ἐκδοχὴν ὅτι εἰς τὴν Λακαθέλαν εἶχε μεταφερθῆ τὸ Δώριον τῶν ἱστορικῶν χρόνων. Ο ἐρευνηθεὶς χῶρος ἔδειξεν ὅτι ἡ ἐκεῖ ἐγκατάστασις ἦτο ἐν ἀκμῇ κατὰ τοὺς χρόνους τῶν πρώτων μεσσηνιακῶν πολέμων. Ἡ διαπίστωσις αύτη προσδίδει ἰδιαιτέραν σημασίαν εἰς τὴν ἀνασκαφήν, ἡ ὁποία ούτω ἀναμένεται νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν μελέτην τῶν προβλημάτων τῆς πλέον δραματικῆς περιόδου τῆς μεσσηνιακῆς ἱστορίας.
Θεοδώρα Γ. Καράγιωργα
Ανασκαφή περιοχής Αρχαίου Δωρίου, Α.Ε. 1972
Σημειώσεις:
1. Περὶ τῆς στρατηγικῆς σημασίας τῆς θέσεως βλ. Μ. ΝΑΤΑΝ VALMIN, The Swedish Messenia Expedition, 1938, 11.
2. Bull. Lund, 1927-28, 185 κὲ. Etudes topographiques sur 1a Messénie ancienne, 104 κὲ. The Swedish Messenia Expedition, 13 κὲ.
3. Ἐπιφυλακτικοὶ οἱ W. MCDONALD- R.SIMPSON ἐν AJA 73, 1969, 141.
4. Μ. ΝΑΤΑΝ VALMIN, Etudes topographiques...,100 κἐ.
5. Περὶ τοῦ Δωρίου ὡς κέντρου περιοχῆς τῆς βορείου Μεσσηνίας καλουμένης Δωρίδος βλ. The Swed. Mess. Exp, 14.
6. The Minnesota Messenia Expedition, 36, 40 κὲ, 171 κὲ.
7. Ἡ περιοχὴ βρίθει ἀλβανικῆς προελεύσεως τοπωνυμίων᾿ αἱ πέριξ κοινότητες Μποντιᾶς, Κόκλα, Βασιλικοῦ, Μίλας κλπ. εἶχον παλαιότερον μεγάλον ἀριθμὸν ἀλβανόφὠνων κατοίκων βλ. Ι). J. GEORGACAS- W. MCDONALD, P1ace Names of Southwest Pe1oponnesus, 1967, 34 κἑ., 78.
8. Διὰ τὴν περιοχὴν τῆς Μίλας οἱ W. MCDONALD- R. HOPE SIMPSON, AJA 73, 1969, 142 σημειώνουν ὄστρακα τῆς ἐποχῆς τοῦ Χαλκοῦ μόνον εἰς τὸ Κάστρον (28E) καὶ εἰς τὸ νεκροταφείον τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ (28D). Εἰς τὴν θέσιν Κολή, ἐπὶ τοῦ αὐχένος τὸν ὁποτον σχηματίζει τὸ Κρίκι πρὸς τὴν πλευρὰν τῆς Μίλας καὶ ο ὁποτος εἶναι κατάσπαρτος κεραμεικῆς ἱστορικῶν χρόνων, εἶχον εὑρεθῆ παλαιότερον, κατὰ πληροφορίας τῶν ἐντοπίων, κιβωτιόσχημοι τάφοι μετὰ πηλίνων κτερισμάτων. Ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ Λιαραμέϊκου ἐξ ἄλλου ὑπάρχουν ἐρείπια μονοκλίτου ἁψιδωτού ἐκκλησιδίου καὶ ἀπὸ μακροῦ σεσυλημένοι τάφοι, πιθανώτατα χριστιανικοί, ἡ φερομένη ὡς «κολυμβήθρα τοῦ Κολοκοτρώνη» εἶναι μεγάλη ἀσβεστολιθικὴ πλὰξ μὲ κυκλικὴν ἐγκοπὴν εἰς τὸ κέντρον διαμ. 0.40μ. καὶ προέρχεται πιθανώτατα ἐξ ἀρχαίου κτίσματος, ὡς ἄλλωστε καὶ τὸ ὑλικὸν τοῦ αὐτόθι ποιμνιοστασίου. (Τὸ δένδρον τὸ ὁποίον ἡ παράδοσις συνδέει μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ἐπιδεικνὺεται χαμηλότερον πρὸς τὴν πλευρὰν τοῦ Βασιλικοῦ.)
9. ΑΔ14, 1969, B1, σ.144 πίν. 142α, καὶ 25, 1970, Χρονικὰ ὑπὸ ἐκτύπωσιν. Τὰ ἀρχαῖα φυλάσσονται εἰς τὸ Μπενάκειον Μουσετον Καλαμάτας καταγεγραμμένα ὑπάθξ. ἀριθ. 747, 748, 749, 758.
10. Εἰς τὴν διενἐργειαν τῆς ἀνασκαφῆς ἐβοήθησεν ἡ Ἐπιμελήτρια τῶν Ἀρχαιοτήτων δις Λιάνα Παρλαμᾶ.
11. Περὶ τῆς κεραμεικῆς ταύτης τῆς δυτικῆς Πελοποννήσου βλ. γενικῶς Κ. Συριοπούλου, Ἡ Προϊστορία τῆς Πελοποννήσου, 256κἑ.
12. The Swedish Messenia Expedition, σ.249 εἰκ.56, 57 καὶ σ.251 εἰκ.58.
13. Ἔ.ἀ. σποράδην, κυρίως 237κἑ., 258, 267.
14. Πρβ. Ε. FRENCH ἐν BSA 66, 1971, 164 κἑ. πίν.27d. Εὑρέθη παρὰ τὸν ἰσχυρὸν τοῖχον τοῦ δωματίου τῶν ἀγγείων εἰς βάθος 1.50μ.
15. Ἔἀ. 116κἐ. Ἐκ τῆς τάφρου τοῦ δυτικοῦ μακροῦ τοίχου εἰς βάθος 0.80μ.
16. Ἔἀ. 109κὲ. Πρβ. ΑΔ25, 1970, Χρονικά, 194, πίν.174α. Ἐκ τοῦ ὑποστρώματος τοῦ δωματίου τῶν ἀγγείων.
17. Μεγάλη ὁμοιότης πρὸς τὰ σχήματα τῶν ΥΕΙΙΙΓ ἀχαϊκών ὑδριῶν, αἱ ὁποῖαι όμως εἶναι σκοτεινά, τὸ πλεῖστον, ὁλόβαφα ἀγγεῖά πρβ. π.χ. ΠΑΕ1958, πίν.136β (ἐκ Φαρῶν), 1963, πίν.72ε καὶ 1965, πίν. 172α (ἐκ Τείχους Δυμαίων).
18. A. FURUMARK, Ana1ysis and C1assification, τύπος 275 εἰκ.17: LHIII CzI. Πρβ. όμοια ἀγγεῖα τοῦ ρυθμοῦ τοῦ Σιτοβολῶνος ἐξ Ἀχαΐας (Τεῖχος Δυμαίων): ΠΑΕ 1965, πίν.175γ καὶ Κεφαλληνίας (Λακκίθρα): ΑΕ1932, πίν.6.
19. Πρβ. τὰ ὁμοίου τύπου ΥΕΙΙΙΓ ἀγγεῖα τῆς Κεφαλληνίας: ΑΕ 1932, πίν.4 ἀρ.7,10.5 ἀρ. 14,15.11 ἀρ. 159, 164.
20. Πρβ. όμοια εἱδῴλια ἐκ τοῦ Ἡραίου τῆς Σάμού AM 65, 1940, πίν.61 ἀρ.442 καὶ 446.
21. Olympia IV ἀρ. 90 καὶ 91 πίν.Χ. ΑΕ 1910, 307. W. LAMP, Ancient Greek and Roman Bronzes,1969,39.
Κεραμεικῆ
Πενιχρὰ γενικῶς εἶναι ἢ περισυλλεγεῖσα κεραμεικὴ τῶν ἀρχαιοτέρων στρωμάτων τῆς ἀνασκαφῆς. Συνίσταται ἐκ μὴ συναρμοζομένων ὀστράκων τὰ ὁποῖα προέρχονται κατὰ πλειονότητα ἐκ τῆς κατηγορίας τῶν οἰκιακῆς χρήσεως ΠΕ καὶ ΜΕ χειροποιήτων χονδρῶν ἀγγείων ἐγχωρίου κατασκεψῆς11. Ὁ πηλός των εἶναι ἀκάθαρτος, καστανόχρους ἢ μελανότεφρος, μὲ ἀραιὸν συνήθως ἐπίχρισμα καὶ ἐνίοτε ἐλαφρὰν στίλβωσιν.
Ἰσχυροτέραν στίλβωσιν παρουσιάζουν ὡρισμένα ὄστρακα μελανῶν ἀγγείων, τὰ ὁποῖα περισυνελέγησαν ἐκ τῶν κοιλοτήτων τοῦ φυσικοῦ βράχου, εἰς τὰ βαθύτερα στρώματα. Ανήκουν εἰς τὴν πρωιμωτάτην Ἐποχὴν τοῦ Χαλκοῦ, ἂν δὲν εἶναι ἀκόμη νεολιθικά. Σύγχρονα τούτων εἶναι προφανῶς καί τινα θραύσματα μετὰ πλαστικῶν μαστοειδῶν καὶ ὠτιοσχήμων ἀποφύσεων (πίν. ΙΖβ), όμοια τῶν ὁποίων ἔχουν εὑρεθῆ εἰς τὴν γειτονικὴν Μάλθην μεταξὺ τῶν παλαιοτέρων τῆς ὁμάδος τῶν "Ἀδριατικῶν"12. Γενικῶς ὴ κεραμεικὴ εἶναι συγγενὴς ἐκείνης τῆς Μάλθης, πλὴν όμως πτωχοτέρα. Ἐλάχιστα εἶναι τὰ δείγματα τῶν τυπικῶν διὰ τὴν Μάλθην ἐγχαράκτων «Ἀδριατικῶν» τῆς ὑστέρας ΜΕ φάσεως13 καὶ τῶν συγχρόνων των ἀμαυροχρώμων ἀγγείων, ἀπουσιάζουν δὲ παντελῶς τὰ μινύεια. Ἀπαντοῦν ὀλίγα σχετικῶς ὄστρακα χαρακτηριστικῶν ΠΕ ἀγγείων μετὰ λεπτῶν τοιχωμάτων καί τινα σύγχρονα τούτων χονδρότερα ἐξ ἐρυθροῦ πηλοῦ μετὰ παχέος λευκοῦ ἐπιχρίσματος. Τεφρὰ μονόχρωμα ἀπαντοῦν ὁμοῦ μετὰ ΠΕ καὶ ΜΕ, προκειμένου δὲ περὶ τῶν χονδροειδῶν χειροποιήτων ή διάκρισις μεταξὺ τῶν δύο φάσεων εἶναι σχεδὸν ἀδύνατος. Πάντως ἡ ΜΕ φάσις φαίνεται ἐπικρατεστέρα.
Ἐκ τῶν ἑπομένων ΥΕΙ καὶ II φάσεων δὲν ἔχομεν ἀσφαλῆ δείγματα. Τοῦτο εἶναι ἴσως συμπτωματικὸν καὶ πρὸ τῆς ὁλοκληρώσεως τῆς ἀνασκαφῆς δὲν δύναται νὰ βεβαιωθῇ ἂν όντως ἀπουσίαζεν ἐκ τῆς ἐγκαταστάσεως τῆς Λακαθέλας ὴ πρώιμος Ὑστεροελλαδικὴ ἐποχή. Τὰς ΥΕΙIIΑ καὶ Β περιόδους ἀντιπροσωπεὑουν ὀλίγα ὄστρακα, κυρίως ἀγγείων συμποσίου (πίν. ΙΗα) καὶ τρία εἰδώλια (πίν. ΙΗβ, γ), ἓν ἀνδρικόν, λίαν ἐλλιπὲς, ἱππέως πιθανώτατα τῆς ΥΕΙΙΙΒ φάσεως14, τὸ κάτω ἥμισυ ἑτέρου γυναικείου, τύπου Φ τῆς ΥΕΙIIΑ-Β φάσεως15 καὶ ἓν ΥΕΙIIΑ-Β ἀκέφαλον γυναικετον εἰδώλιον ὕψ. 0.076μ. μὲ βραχίονας ὑποβαστάζοντας τοὺς μαστούς16. Φέρουν διακόσμησιν ἐκ κατακορόφων ταινιῶν καστανοῦ χρώματος καὶ εἶναι πιθανώτατα εἰσηγμἐνα ἔκ τινος τῶν μυκηνἂκῶν κἐντρων τῆς κεντρικῆς ἢ τῆς δυτικῆς Πελοποννήσου.
Ἀντιθέτως πρὸς τὴν γειτονικὴν Μάλθην ὴ ἀκμὴ τοῦ οἰκισμοῦ τῆς Λακαθέλας φαίνεται νὰ συμπίπτῃ πρὸς τὴν ΥΕΙΙΙΓ περίοδον. Η κεραμεικὴ εἷναι νῦν ἀφθονωτέρα, ἂν καὶ ποιοτικῶς παραμένει πάντοτε εἰς χαμηλὴν στάθμην. Ἐπικρατοῦν τὰ ἐντόπια, οἰκιακῆς χρήσεως, ἀκόσμητα ἀγγεῖα ἐκ καστανερύθρου πηλοῦ φέροντος πρόσμειξιν ἄμμου. Τὰ μετὰ γραπτῆς διακοσμήσεως εἶναι προφανῶς τοπικαὶ μιμήσεις εἰσηγμένων, ἀπαντᾷ πηλὸς δύο εἰδῶν: εύθρυπτος καστανέρυθρος καὶ καλύτερον ὠπτημένος κιτρινωπὸς μεθ᾿ ὑδαροῦς ἐπιχρίσματος. Ἡ διακόσμησις εἶναι γενικῶς λίαν ἐξίτηλος. ὄσον δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τῶν ἐλαχίστων ἀκεραίων ἢ δυναμένων νὰ ἀποκατασταθοῦν ἀγγείων, αἱ κυριαρχοῦσαι ἐπιδράσεις προέρχονται ἐκ τῆς βορειοδυτικῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν Ἰονίων νήσων, πρᾶγμα εύλογον ἄλλωστε ὡς ἐκ τῆς γεωγραφικῆς θέσεως τοῦ οἱκισμοῦ. Ἀπαντοῦν ὑδρίαι καὶ ἀμφορεῖς εἰς ἐντόνως σφαιρικὰ σχήματα καὶ κρατῆρες ἢ σκύφοι εἰς γνωστὸν ἐκ τῆς Κεφαλληνίας τύπον. Γενικῶς παρατηρεῖται πτωχεία διακοσμητικῶν θεμάτων.
Συνεπληρώθησαν ἐν ὅλῳ ἢ ἐν μέρει ὀκτὼ ἀγγεῖα, τὰ πέντε ἐκ τῶν εὑρεθέντων κατὰ χώραν ἐντὸς τοῦ πλακοστρώτου δωματίου καὶ τὰ τρία ἀπαρτισθέντα ἐκ διασπάρτων ὀστράκων περισυλλεγέντων εἰς διαφόρους τάφρους τῆς ἀνασκαφῆς. Ἀνήκουν ἅπαντα εἰς τὴν ΥΕΙΙΙΓ:1 περίοδον.
1) Ἀμφορεὑς σφαιροειδοῦς σχήματος μετὰ δακτυλιοειδοῦς βάσεως, ὀρθίου περιχειλώματος καὶ λαβῶν ἐκφυομένων κάτωθεν τοῦ χείλους τοῦ στομίου. Πηλὸς καστανέρυθρος ἐπηλειμμένος διὰ περιέργου ἐπιχρίσματος ἐνέχοντος ἄφθονον χονδρὸν μαρμαρυγίαν(;) ὑπὸ μορφὴν φολίδων ὑαλώδους συστάσεως. Δὲν διατηροῦνται ἴχνη γραπτῆς κοσμήσεως. ὺψ.0.485μ., μεγ. διαμ. 0.415μ. (πίν.ΙΘα).
2) Ὑδρία σφαιρικοῦ πεπιεσμένου σχήματος μετὰ δακτυλιοσχήμου βάσεως, κυλινδρικῶν λοξῶς ὁριζοντίων λαβῶν ἐπὶ τῆς μεγίστης διαμἐτρου τῆς κοιλίας καὶ ταινιωτῆς καθέτου λαβῆς ἐκφυομένης κάτωθεν τοῦ περιχειλώματος τοῦ στομίου. Πηλὸς κιτρινωπὸς μετ᾿ ἐπιχρίσματος. Λίαν ἐξίτηλος ταινιωτὴ κόσμησις ἑκατέρωθεν τῆς ζώνης τῶν λαβῶν (πίν.ΙΘδ). Υψ. 0.375μ., μεγ. διαμ. 0.375μ.17.
3) Λίαν ἐλλιπὲς όμοιον ἀγγείον ἐκ χονδροῦ, κακῶς ὠπτημένου πηλοῦ ἐρυθροῦ χρώματος μετὰ προσμείξεως ἄμμου. Σωζ. ὕψ. 0.35μ., μεγ. διάμ. 0.35μ.
4) Σφαιρικὸν ἀγγείον ἄνευ βάσεως, προφανῶς ἀναρτωμένη χύτρα, ἐξ εὐθρὑπτου καστανερὑθρου πηλοῦ κακῆς ὀπτήσεως, κατὰ μέγα μέρος συμπεπληρωμένον διὰ γὑψου. Σωζ. ὕψ. 0.35μ., μεγ. διάμ. 0.36μ.
5) Μέγας κάδος κολουροκωνικοῦ σχήματος ἐξ ἐρυθροῦ πηλοῦ μετὰ προσμείξεως θρυμματισμένων κεράμων. Ζεῦγος λοξῶς ὁριζοντίων λαβῶν κάτωθεν τῆς ζώνης τοῦ στομίου. Ἑκατέρωθεν τῶν λαβῶν ὁριζόντιοι ἀνάγλυφοι ταινίαι, ἐπὶ τοῦ περιχειλώματος σειρὰ ἐγχαράκτων ἐναλλήλων γωνιῶν. Υψ. 0.425μ., διάμ. στομίου 0.91μ., διάμ. βάσεως 0.53μ. (πίν.ΙΘγ).
6) Ὑψίπους κωνικὴ κύλιξ μετὰ ταινιωτῆς, λίαν ἐξιτήλου, γραπτῆς διακοσμήσεως (πίν.ΙΘβ). Πηλὸς κιτρινωπὸς μετ᾿ ἐπιχρίσματος. Υψ. 0.18μ., διάμ, στομίου 0.165μ.18.
7) Τὸ τέταρτον περίπου κρατῆρος μετὰ χαμηλοῦ ποδός, ὕψ. 0.37μ. Μελανὸν γάνωμα καλύπτει τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀγγείου, τὸ κατώτερον τμῆμα αὐτοῦ ἐξωτερικῶς, τὸ ὁριζόντιον περιχείλωμα καὶ μικρὸν μέρος κάτωθεν τούτου. Εἰς τὸ μέσον τῆς γάστρας τέσσαρες ἐπάλληλοι ὁριζόντιοι ταινίαι καὶ ἄνωθεν αὐτῶν κόσμησις εἰς μετοποειδῆ διάταξιν: δύο κατακόρυφοι ταινίαι διαγράμμου πλέγματος, πλαισιοῦσαι ἑκατέρωθεν όρθιον παραλληλόγραμμον ἀβακωτοῦ, χωρίζουν δύο τετράγωνα, ἐκ τῶν εἰκονιστικῶν θεμάτων τῶν ὁποίων διατηρεἵται μόνον ἐν πτηνὸν ἐν σκιαγραφίᾳ. Ὁ πηλὸς εἶναι κιτρινωπὸς μετ᾿ ἐπιχρίσματος. Ἐλπίζεται ὅτι θὰ ἀνευρεθοῦν μελλοντικῶς καὶ ἄλλα τεμάχια, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιτρέψουν πληρεστέραν ἀποκατάστασιν τοῦ ἐνδιαφέροντος τούτου ἀγγείου, εἰς τὴν μνημειώδη διακόσμησιν τοῦ ὁποίου εἶναι ἀπαραγνώριστος ἡ ἐπίδρασις τῆς Ἀργολίδος (πίν.Κα).
8) Τὸ ἥμισυ περίπου σκύφου ἢ κρατῆρος ἡμισφαιρικοῦ σχήματος μεθ᾿ ὁριζοντίως λοξῶν λαβῶν καὶ ἔξω νεύοντος χείλους. Πηλὸς καστανέρυθρος. Ἐσωτερικῶς ἡ ἐπιφάνεια καλύπτεται ὑπὸ μελανοῦ γανῴματος, ἐξωτερικῶς φέρει λίαν ἐξίτηλον διακόσμησιν ὁριζοντίων ταινιῶν. Διάμ. στομίου 0.14μ.
Ἐξ ὁμοίου σχήματος ἀγγείων περισυνελέγησαν θραύσματα διατηροῦντα διακόσμησιν ἐκ σειρῶν ἐλευθέρων σπειρῶν εἰς τὴν ζώνην τῶν λαβῶν (πίν. Κβ)19.
Μικροπλαστικἡ
Ἐκ τῶν λοιπῶν κινητῶν ευρημάτων ἀξιόλογα εἷναι τὰ δείγματα τῆς μικροπλαστικῆς τῶν γεωμετρικῶν χρόνων. Μεταξὺ αὐτῶν συγκαταλέγονται:
1) Κορμὸς μετὰ τοῦ ἀριστεροῦ βραχίονος πηλίνου εἰδωλίου ἀνδρὸς εἰς στάσιν ἐπιφανείας(;). Διὰ μέλανος χρώματος ἐπὶ τοῦ στίλβοντος καστανόχρου ἐπιχρίσματος ἔχει ἀποδοθῆ ὴ μίτρα ὡς σειρὰ παραλλήλων λοξῶν γραμμῶν μεταξὺ δύο ὁριζοντίων. Πηλὸς καστανέρυθρος μὲ ἐλάχιστον μαρμαρυγίαν. Σωζ. ὕψ. 0.071μ. Πρώιμον γεωμετρικόν, προφανῶς εἰσηγμένον (πίν.Κγ).
2) Ο ἄνω κορμὸς ὁμοίου εἰδωλίου ἀνδρὸς μὲ ὑψωμένην τὴν δεξιάν (τοῦ γνωστοῦ τύπου τοῦ "πολεμιστοῦ" ἢ τοῦ "ἱππηλάτου"). Πηλὸς ἐρυθρὸς μὲ ἐλάχιστον μαρμαρυγίαν. Ὑψ.0.046μ. Ώριμον γεωμετρικόν.
3) Χαλκοῦν ἱππάριον τῶν ἀρχῶν τοῦ -8ου. αἰ. Ἀνοικτὸν στόμα, μεγάλοι κοῖλοι ὀφθαλμοί. Μέταλλον σπογγώδους ὑφῆς ἐξ ἀμελοῦς τήξεως. Υψ. 0.028μ., μῆκ. 0.04μ. (πίν.ΚΑα).
4) Χαλκοῦν ἱππάριον ὕψ. 0.042, μῆκ. 0.052μ. Η ἐπιφάνεια τοῦ μετάλλου ἀνώμαλος καὶ πορώδης. -760/ -750 (πίν. ΚΑβ).
5) Χαλκοῦν εἰδώλιον ταύρου ὕψ. 0.031, μῆκ. 0.046μ. Ὁφθαλμοὶ ὡς πλαστικὰ δισκάρια, ἐπιφάνεια ἀστίλβωτος καὶ πορώδης. -760/ -750 (πίν.ΚΑγ).
6) Παρόμοιον, πλέον πρωτόγονον, εἰδὠλιον βοός. Υψ. 0.037, μῆκ. 0.059μ. Δεύτερον τέταρτον τοῦ -8ου αἰ. (πίν.ΚΑδ).
7) Χαλκοῦν εἰδώλιον βοός, τοῦ τρίτου τετάρτου τοῦ -8ου. αἱ. Ὑψηλότερα σκέλη, μικροτέρα κεφαλή, ὦτα δεδηλωμένα ἑκατέρωθεν τοῦ λαιμοῦ. Ὑψ. 0.031, μῆκ. 0.04μ. (πίν. ΚΑε).
8) Ομοίου τύπου ὡς τὸ προηγούμενον χαλκοῦν ἱππάριον. Ὑψ. 0.034, μῆκ. 0.044μ.
9) Χαλκοῦν ἱππάριον ἐλλιπὲς τὸ ἥμισυ τῆς οὐρᾶς καὶ τὰ ἄκρα δύο σκελῶν. Ἐπιμελὴς κατασκευή, ἐπιφάνεια ἐστιλβωμένη. Ὑψ. 0.059, μῆκ. 0.058μ. Τονισμὸς τῶν ἀξόνων καὶ σχηματοποίησις τῶν πλαστικῶν μορφῶν μὲ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν κορμὸν κυλινδρικά, τὸν λαιμὸν καὶ τὰ μακρὰ σκέλη πεπλατυσμένα. Τρίτον τέταρτον τοῦ -8oυ αἱ. (πίν.ΚΑζ).
10) Τὸ ἐμπρόσθιον τμῆμα πηλίνου εἱδωλίου ἵππου. Οἱ ὀφθαλμοὶ ὡς πρόσθετα πλαστικὰ δισκάρια. Πηλὸς καστανέρυθρος μὲ ἐλάχιστον μαρμαρυγίαν, μέλαν γάνωμα. Ὑψ. 0.065μ. Περὶ τὰ μέσα τοῦ -8ου αἱ. (πίν.ΚΑη).
11) Η κεφαλὴ ὁμοίου τύπου εἰδωλίού οἱ ρώθωνες καὶ τὸ στόμα δεδηλωμένα δί ἐγκοπῶν. Μῆκ. 0.04μ. (πίν. ΚΑια).
12) Τὸ ἐμπρόσθιον τμῆμα ὁμοίου τύπου εἰδωλίου βοός. Ὑψ. 0.054μ. (πίν.ΚΑθ).
13) H κεφαλὴ ὁμοίου τύπου εἰδωλίου. Μῆκ. 0.036μ. (πίν.ΚΑι).
14) Ὁ κορμὸς μετὰ τοῦ ἐμπροσθίου δεξιοῦ σκέλους εἰδωλίου βοὸς ἐκ κιτρινωποῦ πηλοῦ μετὰ μέλανος γανῴματος. Μῆκ. 0.091, ὕψ. 0.06μ, Δεύτερον ἥμισυ τοῦ -8ου αἱ.
15) Τὸ ἐμπρόσθιον τμῆμα μεγάλου χονδροειδοῦς εἰδωλίου βοὸς ἐξ ἐρυθροῦ πηλοῦ μετὰ προσμείξεως λιθαρίων καὶ θρυμμάτων κεράμων. Υψ. 0.09, μῆκ. 0.098μ. Τοῦ τέλους τοῦ 8ου ἢ τῶν ἀρχῶν τοῦ -7ου αἱ. (πίν. ΚΑιβ)20.
16) Τὰ ὀπίσθια τμήματα δύο ὁμοίων ὀγκωδῶν εἰδωλίων.
17) Ἡ κεφαλὴ μετὰ τοῦ λαιμοῦ καὶ τμήματος τοῦ κορμοῦ πηλίνου εἰδωλίου βοὸς ἐξ ἐρυθροῦ πηλοῦ μετὰ μαρμαρυγίου. Ὑψ. 0.036, μῆκ. 0.054μ. Τοῦ πρωίμου -7ου αἱ.
Πλὴν τοῦ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 πάντα τὰ ἀνωτέρω, πήλινα καὶ χάλκινα εἱδώλια ζώων, εἷναι προϊόντα ἑνὸς τοπικοῦ ἐργαστηρίου μικροπλαστικῆς μὲ ἐκδήλους τοὺς χαρακτῆρας τῆς ἐπαρχιακῆς «λαϊκῆς» τέχνης βραχέα σκέλη, ἐκφραστικὴ καὶ ζωηρὰ κίνησις, χαλαρὰ ἄρθρωσις καὶ ἀπουσία τεκτονικοῦ συστήματος, ἀσάφεια καὶ ρευστότης τῶν μορφῶν συνυπάρχουν μετὰ τῆς μετριότητος τῆς τεχνικῆς ἐκτελέσεως. Ἡ χαρακτηριστικὴ μάλιστα διὰ τὰ χάλκινα τῆς τοιαύτης τεχνοτροπίας ἐντύπωσις ὅτι πρόκειται ἁπλῶς μεταφορὰ πλαστικῶν μορφῶν ἐκ τοῦ πηλοῦ εἰς τὸν χαλκὸν (Terrakottastil) γεννᾶται ζωηρὰ ἐκ τῆς συγκρίσεως μεταξὺ τῶν ὁπ᾿ ἀριθ. 4,5 καὶ 10-13.
Τὸ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 εἶναι πιθανώτατα εἱσηγμένον προιὸν λακωνικοῦ ἐργαστηρίού, ή σύνθεσις τῶν ἀξόνων καὶ ἡ στερεὰ ἄρθρωσις τῶν ἐπὶ μέρους καθαρῶν "γεωμετρικῶν" σχημάτων προδίδουν ἰσχυρὰν καλλιτεχνικὴν παράδοσιν.
Συγγενῆ πρὸς τὴν τάξιν τῶν εἰδωλίων εἶναι ἓξ ἀκέραια καὶ τέσσαρα ἐλλιπῆ λεπτὰ περιτετμημένα ἐλάσματα εἰς σχῆμα βοὸς «θεωμένου ἐκ τῶν ἄνω» ή, ὡς θὰ ἐλέγομεν καλύτερον, εἰς σχῆμα δορᾶς βοός (πίν. ΚΒα). Ὅμοια ἐλάσματα ἔχουν εὑρεθῆ εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, τὸν ναὸν τοῦ Ἐπικουρίου Ἀπόλλωνος, τὸ Ηραίον τοῦ Ἄργους, τὸ ἱερὸν τοῦ Πανὸς ἐπὶ τοῦ Λυκαίου κλπ.21. Ἄν καὶ ἑρμηνεύονται ὡς ἐκπροσωποῦντα τὸ πρωιμώτατον στάδιον εἰς τὴν ἐξέλιξιν τῶν γεωμετρικῶν ἀγαλματίων ζώων, εἶναι ἐν τούτοις δυνατὸν νὰ παρέμειναν ἐπὶ μακρότερον χρόνον ἐν χρήσει ὡς "πρωτόγονον" εἶδος ἀναθήματος. Μικροῦ ἐνδιαφέροντος εἶναι τὰ λοιπὰ κινητὰ εὑρήματα τῆς ἀνασκαφῆς, ήτοι
1) ταινία ἐκ χαλκοῦ ἐλάσματος μήκ. 0.142, πλάτ. 0.037μ. διακεκοσμημένη δί ἀκανονίστων σειρῶν ἐκτύπων στιγμῶν καὶ διατηροῦσα ὑπολείμματα σιδηρῶν ήλων εἰς τὰς γωνίας (πίν.ΚΒβ),
2) χαλκοῦν ἐλασμάτινον δισκάριον διαμ. 0.023- 0.025μ. μετὰ δύο ὀπῶν κατὰ τὰ ἄκρα τῆς μεγίστης διαμέτρου καὶ σειρῶν ἐκτύπων στιγμῶν εἰς δύο ὁμοκέντρους κύκλους (πίν. ΚΒβ),
3) ἐλλιπὲς τὰ ἄκρα χαλκοῦν μαχαιρίδιον μήκ. 0.081μ.,
4) σιδηροῦν μαχαιρίδιον μετὰ λαβῆς μήκ. 0.125μ. (πίν.ΚΒβ) καὶ τεμάχια ἑτέρου μικροτέρου,
5) σιδηρᾶ αἱχμὴ βέλους μετὰ στελέχους στειλεώσεως μήκ. 0.093μ. (πίν.ΚΒβ),
6) σιδηρᾶ λαβὴ κοπέως μήκ. 0.128μ.,
7) τέσσαρες σιδηροῖ ἦλοι τετραπλεύρου διατομῆς (πίν.ΚΒβ),
8) διάφορα ἀσήμαντα χαλκᾶ ἐλάσματα καὶ ἀποτμήματα σιδηρῶν ἐργαλείων,
9) τρία πήλινα σφονδύλια ἐξ ἀκαθάρτου καστανόχρου πηλοῦ, ἓν κολουροκωνικὸν ὕψ, 0.025μ., ἓν σφαιρικὸν πεπιεσμένον ὕψ. 0.025μ. καὶ τμῆμα ἑτέρου ἀμφικωνικοῦ,
10) πήλινος πεσσὸς πλευρᾶς 0.02μ.
Τὰ πρῶτα συνεπῶς γενικὰ συμπεράσματα ἐκ τῆς ἀνασκαφῆς δύνανται νὰ συνοψισθοὖν ὡς ἑξῆς:
Εἰς τὴν Λακαθέλαν ἐνετοπίσθη εἷς τῶν ἀγροτικῶν οἰκισμῶν τοῦ προϊστορικοὖ Δωρίου, τὸ κέντρον τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο εἰς τὴν ἀκμαιοτέραν ἐγκατάστασιν τῆς γειτονικῆς Μάλθης. Ο ἐπισημανθεὶς οἰκισμὸς εἶχε κατοικηθῆ συνεχῶς ἀπὸ τῶν ΠΕ χρόνων μέχρι τῆς ΥΕΙΙΙΓ:1 ἐποχῆς, ὁπότε καὶ ἐγκατελείφθη κατόπιν βιαίας καταστροφῆς του. Πότε ἀκριβῶς ἐπανῆλθεν ἡ ζωὴ εἶναι ἄγνωστον πρὸς τὸ παρόν. Πάντως ἀπὸ τοῦ -9ου αἰ. μέχρι τοῦ τέλους τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων ἡ ἰδία θέσις ἀπετέλεσε χῶρον δημοσίας ζωῆς, ἀσφαλῶς θρησκευτικῆς, πιθανῶς δὲ καὶ πολιτικῆς. Τὸ γεγονὸς τοῦτο᾿ ἐν συσχετισμῷ πρὸς τὴν παράλληλον ἐγκατάλειψιν τῆς Μάλθης, καθιστᾷ πιθανὴν τὴν ἐκδοχὴν ὅτι εἰς τὴν Λακαθέλαν εἶχε μεταφερθῆ τὸ Δώριον τῶν ἱστορικῶν χρόνων. Ο ἐρευνηθεὶς χῶρος ἔδειξεν ὅτι ἡ ἐκεῖ ἐγκατάστασις ἦτο ἐν ἀκμῇ κατὰ τοὺς χρόνους τῶν πρώτων μεσσηνιακῶν πολέμων. Ἡ διαπίστωσις αύτη προσδίδει ἰδιαιτέραν σημασίαν εἰς τὴν ἀνασκαφήν, ἡ ὁποία ούτω ἀναμένεται νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν μελέτην τῶν προβλημάτων τῆς πλέον δραματικῆς περιόδου τῆς μεσσηνιακῆς ἱστορίας.
Θεοδώρα Γ. Καράγιωργα
Ανασκαφή περιοχής Αρχαίου Δωρίου, Α.Ε. 1972
Σημειώσεις:
1. Περὶ τῆς στρατηγικῆς σημασίας τῆς θέσεως βλ. Μ. ΝΑΤΑΝ VALMIN, The Swedish Messenia Expedition, 1938, 11.
2. Bull. Lund, 1927-28, 185 κὲ. Etudes topographiques sur 1a Messénie ancienne, 104 κὲ. The Swedish Messenia Expedition, 13 κὲ.
3. Ἐπιφυλακτικοὶ οἱ W. MCDONALD- R.SIMPSON ἐν AJA 73, 1969, 141.
4. Μ. ΝΑΤΑΝ VALMIN, Etudes topographiques...,100 κἐ.
5. Περὶ τοῦ Δωρίου ὡς κέντρου περιοχῆς τῆς βορείου Μεσσηνίας καλουμένης Δωρίδος βλ. The Swed. Mess. Exp, 14.
6. The Minnesota Messenia Expedition, 36, 40 κὲ, 171 κὲ.
7. Ἡ περιοχὴ βρίθει ἀλβανικῆς προελεύσεως τοπωνυμίων᾿ αἱ πέριξ κοινότητες Μποντιᾶς, Κόκλα, Βασιλικοῦ, Μίλας κλπ. εἶχον παλαιότερον μεγάλον ἀριθμὸν ἀλβανόφὠνων κατοίκων βλ. Ι). J. GEORGACAS- W. MCDONALD, P1ace Names of Southwest Pe1oponnesus, 1967, 34 κἑ., 78.
8. Διὰ τὴν περιοχὴν τῆς Μίλας οἱ W. MCDONALD- R. HOPE SIMPSON, AJA 73, 1969, 142 σημειώνουν ὄστρακα τῆς ἐποχῆς τοῦ Χαλκοῦ μόνον εἰς τὸ Κάστρον (28E) καὶ εἰς τὸ νεκροταφείον τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ (28D). Εἰς τὴν θέσιν Κολή, ἐπὶ τοῦ αὐχένος τὸν ὁποτον σχηματίζει τὸ Κρίκι πρὸς τὴν πλευρὰν τῆς Μίλας καὶ ο ὁποτος εἶναι κατάσπαρτος κεραμεικῆς ἱστορικῶν χρόνων, εἶχον εὑρεθῆ παλαιότερον, κατὰ πληροφορίας τῶν ἐντοπίων, κιβωτιόσχημοι τάφοι μετὰ πηλίνων κτερισμάτων. Ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ Λιαραμέϊκου ἐξ ἄλλου ὑπάρχουν ἐρείπια μονοκλίτου ἁψιδωτού ἐκκλησιδίου καὶ ἀπὸ μακροῦ σεσυλημένοι τάφοι, πιθανώτατα χριστιανικοί, ἡ φερομένη ὡς «κολυμβήθρα τοῦ Κολοκοτρώνη» εἶναι μεγάλη ἀσβεστολιθικὴ πλὰξ μὲ κυκλικὴν ἐγκοπὴν εἰς τὸ κέντρον διαμ. 0.40μ. καὶ προέρχεται πιθανώτατα ἐξ ἀρχαίου κτίσματος, ὡς ἄλλωστε καὶ τὸ ὑλικὸν τοῦ αὐτόθι ποιμνιοστασίου. (Τὸ δένδρον τὸ ὁποίον ἡ παράδοσις συνδέει μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ἐπιδεικνὺεται χαμηλότερον πρὸς τὴν πλευρὰν τοῦ Βασιλικοῦ.)
9. ΑΔ14, 1969, B1, σ.144 πίν. 142α, καὶ 25, 1970, Χρονικὰ ὑπὸ ἐκτύπωσιν. Τὰ ἀρχαῖα φυλάσσονται εἰς τὸ Μπενάκειον Μουσετον Καλαμάτας καταγεγραμμένα ὑπάθξ. ἀριθ. 747, 748, 749, 758.
10. Εἰς τὴν διενἐργειαν τῆς ἀνασκαφῆς ἐβοήθησεν ἡ Ἐπιμελήτρια τῶν Ἀρχαιοτήτων δις Λιάνα Παρλαμᾶ.
11. Περὶ τῆς κεραμεικῆς ταύτης τῆς δυτικῆς Πελοποννήσου βλ. γενικῶς Κ. Συριοπούλου, Ἡ Προϊστορία τῆς Πελοποννήσου, 256κἑ.
12. The Swedish Messenia Expedition, σ.249 εἰκ.56, 57 καὶ σ.251 εἰκ.58.
13. Ἔ.ἀ. σποράδην, κυρίως 237κἑ., 258, 267.
14. Πρβ. Ε. FRENCH ἐν BSA 66, 1971, 164 κἑ. πίν.27d. Εὑρέθη παρὰ τὸν ἰσχυρὸν τοῖχον τοῦ δωματίου τῶν ἀγγείων εἰς βάθος 1.50μ.
15. Ἔἀ. 116κἐ. Ἐκ τῆς τάφρου τοῦ δυτικοῦ μακροῦ τοίχου εἰς βάθος 0.80μ.
16. Ἔἀ. 109κὲ. Πρβ. ΑΔ25, 1970, Χρονικά, 194, πίν.174α. Ἐκ τοῦ ὑποστρώματος τοῦ δωματίου τῶν ἀγγείων.
17. Μεγάλη ὁμοιότης πρὸς τὰ σχήματα τῶν ΥΕΙΙΙΓ ἀχαϊκών ὑδριῶν, αἱ ὁποῖαι όμως εἶναι σκοτεινά, τὸ πλεῖστον, ὁλόβαφα ἀγγεῖά πρβ. π.χ. ΠΑΕ1958, πίν.136β (ἐκ Φαρῶν), 1963, πίν.72ε καὶ 1965, πίν. 172α (ἐκ Τείχους Δυμαίων).
18. A. FURUMARK, Ana1ysis and C1assification, τύπος 275 εἰκ.17: LHIII CzI. Πρβ. όμοια ἀγγεῖα τοῦ ρυθμοῦ τοῦ Σιτοβολῶνος ἐξ Ἀχαΐας (Τεῖχος Δυμαίων): ΠΑΕ 1965, πίν.175γ καὶ Κεφαλληνίας (Λακκίθρα): ΑΕ1932, πίν.6.
19. Πρβ. τὰ ὁμοίου τύπου ΥΕΙΙΙΓ ἀγγεῖα τῆς Κεφαλληνίας: ΑΕ 1932, πίν.4 ἀρ.7,10.5 ἀρ. 14,15.11 ἀρ. 159, 164.
20. Πρβ. όμοια εἱδῴλια ἐκ τοῦ Ἡραίου τῆς Σάμού AM 65, 1940, πίν.61 ἀρ.442 καὶ 446.
21. Olympia IV ἀρ. 90 καὶ 91 πίν.Χ. ΑΕ 1910, 307. W. LAMP, Ancient Greek and Roman Bronzes,1969,39.