Η κάτοψη του ναού είναι ορθογώνια με τον κατά μήκος άξονα να υπερτερεί του κατά πλάτος.
Στα ανατολικά προβάλλουν τρεις αψίδες. Οι δύο πλάγιες ήταν αρχικά τρίπλευρες εξωτερικά. Η κεντρική είναι σήμερα υπερημικυκλική και οφείλεται σε μετασκευή των χρόνων της Τουρκοκρατίας, περίοδος κατά την οποία διευρύνθηκε το κυρίως ιερό βήμα και μεταφέρθηκε το τέμπλο ανατολικότερα, απελευθερώνοντας τον χώρο των ανατολικών γωνιακών διαμερισμάτων. Η κεντρική μεγάλη αψίδα εφάπτεται σήμερα με τις κόγχες των παραβημάτων, καλύπτοντας τις εσωτερικές τους πλευρές. Στο δυτικό άκρο του αντίστοιχου σταυρικού σκέλους υψώνεται μονόλοβο τοξωτό κωδωνοστάσιο, ένα από τα ωραιότερα σωζόμενα βυζαντινά παραδείγματα του είδους.
Ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς ορθογώνιας διατομής. Τα γωνιακά διαμερίσματα καλύπτονται με αξονικά διατεταγμένες ημικυλινδρικές καμάρες. Στη συμβολή των κεραιών με το τετράγωνο του τρούλου τα τόξα μετώπου των αντίστοιχων καμαρών διαμορφώνονται διβαθμιδωτά.
Το τύμπανο του τρούλου είναι οκτάπλευρο με πώρινους κιονίσκους στις ακμές. Αρχικά απέληγε σε καμπύλο πώρινο γείσο διακοσμημένο με έξεργα κομβία, ενώ η σημερινή οριζόντια επίστεψή του οφείλεται σε πρόχειρη μετασκευή της κεράμωσης.
Τέσσερα μονόλοβα τοξωτά παράθυρα διατρυπούν τη σφενδόνη του, διατεταγμένα κατά τους κύριους άξονες. Τις διαγώνιες πλευρές του διαρθρώνουν τυφλά αψιδώματα με πώρινες επιστέψεις γοτθικής μορφολογίας.
Τα σκέλη του σταυρού απολήγουν σε τριγωνικά αετώματα και καλύπτονται με δίριχτες κεραμοσκεπείς στέγες. Σε χαμηλότερη στάθμη διαμορφώνονται οι μονόριχτες στέγες των γωνιακών διαμερισμάτων με κλίση προς τις μακρές πλευρές.Η δυτική όψη του ναού αρθρώνεται με τρία τυφλά ημικυκλικά αψιδώματα, από τα οποία το κεντρικό έχει μετασκευαστεί. Τα τόξα τους είναι δομημένα από λαξευτούς θολίτες. Το μεσαίο επιστέφει το αλλοιωμένο σήμερα δυτικό θυραίο άνοιγμα, ωστόσο τα δύο που το πλαισιώνουν εξυπηρετούν μόνο συνθετικές ανάγκες στην όλη διάπλαση της πρόσοψης, λύση που απαντά και σε άλλα μανιάτικα μνημεία της ίδιας περιόδου (παλαιό καθολικό μονής Αγίων Θεοδώρων Πραστείου, Μεταμόρφωση στα Φαγκριάνικα Μηλέας κ.α.).
Ο ναός είναι κτισμένος με αργολιθοδομή. Η χρήση πλίνθων περιορίζεται στον εκτεταμένο κεραμοπλαστικό διάκοσμο, στα πλαίσια των παραθύρων και στα πτερύγια που τα περιβάλλουν, όπου μάλιστα εφαρμόζεται με αμελή τρόπο και η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου. Στα σωζόμενα από την αρχική φάση παράθυρα της πρόθεσης, του διακονικού και του βόρειου σταυρικού σκέλους, οι σταθμοί και τα τόξα είναι πώρινα, με πρόδηλες γοτθικές επιδράσεις. Τα πτερύγια των παραθύρων που ανοίγονται στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού είναι τεταρτοκυκλικά, ενώ αυτά του δυτικού σταυρικού σκέλους είναι σχεδόν ημικυκλικά.
Ιδιαίτερα πλούσιος είναι και ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του ναού με θεματολόγιο γνωστό σε μεγάλο αριθμό μνημείων της νότιας Πελοποννήσου κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα. Από δύο οδοντωτές ταινίες περιτρέχουν τις όψεις του ναού και τις αψίδες της πρόθεσης και του διακονικού. Οδοντωτές ταινίες οριοθετούν και τα εξωράχια των αψιδωμάτων της δυτικής πλευράς, τα πλίνθινα πλαίσια των παραθύρων των αετωμάτων καθώς επίσης τα παράθυρα και τα αψιδώματα του τρούλου. Ζώνη με πλίνθους σε χιαστί διάταξη διαθέει τη βόρεια, νότια και δυτική πλευρά του ναού, ενώ πλατύτερη ζωφόρος με διχτυωτό πλέγμα κοσμεί τις πλευρές των πλάγιων αψίδων. Wικτυωτό πλέγμα κατασκευασμένο από πλίνθους διαμορφώνεται στην κορυφή του δυτικού αετώματος. Πλουσιότατος είναι και ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του μονόλοβου τοξωτού κωδωνοστασίου, όπου επαναλαμβάνονται σε ζώνες τα πλίνθινα κοσμήματα του κυρίως ναού, με την προσθήκη μιας λεπτής ταινίας με πήλινα ρομβοειδή πλακίδια.
Εσωτερικά, οι επιφάνειες του μνημείου καλύπτονται από νεώτερα ασβεστοκονιάματα. Κατά τόπους έχουν αποκαλυφθεί μετά από εργασίες συντήρησης δύο στρώματα τοιχογραφιών, το παλιότερο από τα οποία εντάσσεται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, ενώ το νεότερο στον 17ο αιώνα, παρέχοντας ένα terminus ante quem και για τη χρονολόγηση της μετασκευής της κεντρικής αψίδας. Στο νεότερο δάπεδο του ναού έχουν προσαρμοστεί κομμάτια από μαρμάρινα θωράκια της μέσης βυζαντινής περιόδου, ενώ στον χώρο του ιερού βήματος φυλάσσονται και άλλα τεμάχια βυζαντινών γλυπτών (11ος-12ος αι.).
Χρονολόγηση:
Τα θέματα και ο τρόπος κατασκευής του κεραμοπλαστικού διακόσμου, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες γοτθικές επιδράσεις, κυρίως στα ανοίγματα του εξεταζόμενου μνημείου υποδεικνύουν την ένταξή του στα μέσα του 14ου αιώνα, λίγο πριν την εκτέλεση του αρχικού ζωγραφικού διακόσμου του. Τη χρονολόγηση αυτή ενισχύει και η εφαρμογή της τεχνικής της κρυμμένης πλίνθου με τεμάχια πλίνθων στους ενδιάμεσους αρμούς, τα παραδείγματα της οποίας στην Πελοπόννησο χρονολογούνται στην Παλαιολόγεια περίοδο.
Μιχάλης Κάππας
"Η εφαρμογή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου στη μέση και την ύστερη Βυζαντινή περίοδο- Το παράδειγμα του απλού τετρακιονίου/ τετραστύλου."
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κωνσταντινίδη, Τοξωτά Κωδωνοστάσια, 69-71, εικ. 4, σχέδ. 1.
2. Η ίδια, Αγία Σοφία Λαγκάδας, 94, 95.
3. Καλοπίση-Bέρτη, Αγία Μαρίνα Λαγκάδας, 164.
4. Κωνσταντινίδη, Αγία Παρασκευή Πλάτσας, 429, 437 και εικ. 10.
5. Ετζέογλου, Καρυούπολις, 31.
6. Καββαδία Τσουρής, Wύο βυζαντινές εκκλησίες, 277.
7. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 171 σημ.7.
8. Κάππας, Σωτήρας Λαγκάδας, 40-41