Πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό, της παραλλαγής του απλού τετρακιόνιου, που σώζεται εν μέρει. Από την αρχική του φάση διατηρούνται μόνο ο ανατολικός τοίχος, τα αντίστοιχα πέρατα των πλάγιων τοίχων, οι δύο ανατολικοί κίονες και εν μέρει η θολοδομία του ανατολικού τμήματος του σταυροειδούς πυρήνα. Οι καμάρες των υπόλοιπων σταυρικών σκελών, η θολοδομία των δυτικών γωνιαίων διαμερισμάτων, ο τρούλος αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα του δυτικού και των πλάγιων τοίχων έχουν καταρρεύσει. Η περιμετρική τοιχοποιία του ξανακτίστηκε κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο και ο κυρίως ναός καλύφθηκε με μια μεγάλη ημικυλινδρική καμάρα, που φέρει εξωτερικά δίριχτη κεραμοσκεπή στέγη, με κλίση προς τις μακρές πλευρές. Η κάτοψη του σταυροειδούς πυρήνα είναι ορθογώνια, κανονικής χάραξης, με το μήκος να υπερτερεί κατά τι του πλάτους. Στα ανατολικά προβάλλουν τρεις τρίπλευρες εξωτερικά αψίδες, εκ των οποίων αυτή του διακονικού έχει μετασκευαστεί σε νεότερη εποχή. Οι κεραίες του σταυρού καλύπτονταν με ημικυλινδρικές καμάρες, κατά τη συνήθη διάταξη σε ομοιότυπους ναούς, όπως υποδεικνύει η σωζόμενη του ανατολικού σκέλους. Τα γωνιακά διαμερίσματα έφεραν διαμήκεις ημικυλινδρικές καμάρες, από τις οποίες διατηρούνται σήμερα αυτές της πρόθεσης και του διακονικού.
Στα σωζόμενα από την αρχική φάση τμήματα τοιχοποιίας εφαρμόζεται το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Στους κατακόρυφους αρμούς τοποθετούνται συνήθως μονές πλίνθοι, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις παραλείπονται εντελώς.
Οδοντωτή ταινία περιέτρεχε τις πλάγιες όψεις και τις αψίδες του μνημείου. Στο ανατολικό πέρας του βόρειου τοίχου σώζεται το υπόστρωμα ζωφόρου, που καλυπτόταν με επενδυτικό διάκοσμο, ενδεχομένως πήλινα πλακίδια σε ρομβοειδή διάταξη (opus reticulatum). Στην κατασκευή των τόξων, των σταθμών και των πλαισίων των παραθύρων χρησιμοποιούνται αποκλειστικά πλίνθοι. Στο δίλοβο παράθυρο της κόγχης το πλίνθινο πλαίσιο που κατεβαίνει μέχρι την ποδιά μένει κάπως άτεχνα ακάλυπτο από την πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία που το πλαισιώνει. Αυτή η σπάνια λεπτομέρεια που προδίδει τη διαδοχή των κατασκευαστικών φάσεων, θυμίζει την περίπτωση του δίλοβου παραθύρου της κεντρικής αψίδας του Αγίου Πέτρου στην πλησιόχωρη Μεγάλη Καστάνια.
Ιδιαίτερα πλούσιος είναι και ο γλυπτός διάκοσμος του ναού. Οι δύο ανατολικοί κίονες είναι μαρμάρινοι μονολιθικοί, οκτάπλευρης διατομής, με συμφυή λεβητοειδή, ακόσμητα κιονόκρανα.
Επιστέφονται με μαρμάρινα επιθήματα που φέρουν ανάγλυφο διάκοσμο επαρχιακής τέχνης. Σε διάφορα σημεία του ναού έχουν εντοιχιστεί τμήματα του διαλυμένου βυζαντινού τέμπλου, ενώ στο μοναδικό θυραίο άνοιγμα της δυτικής πλευράς έχει προσαρμοστεί το βυζαντινό μαρμάρινο πλαίσιο της αρχικής εισόδου. Από τον γραπτό διάκοσμο του μνημείου σώζονται ελάχιστα σπαράγματα, που φαίνεται ότι ανήκουν σε δύο φάσεις, εκ των οποίων η πρώτη μπορεί να χρονολογηθεί στην ύστερη βυζαντινή περίοδο (14ος αι.), ενώ η δεύτερη στον 17ο αιώνα.
Μιχάλης Κάππας
"Η εφαρμογή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου στη μέση και την ύστερη Βυζαντινή περίοδο- Το παράδειγμα του απλού τετρακιονίου/ τετραστύλου."
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Traquair, Laconia, 204, πίν. XV (κάτοψη).
2. Millet, L’école grecque, 205 σημ. 4.
3. Megaw, Mani, 159.
4. Wρανδάκης, Έρευναι εις την Μάνην, 115-116.
5. Ο ίδιος, Βυζαντινές τοιχογραφίες, 228 και σημ. 7.
6. Ο ίδιος, Βυζαντινά γλυπτά, 123-132.