Από τα πλέον χαρακτηριστικά μνημεία του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, του πολιτισμού δηλαδή που άκμασε στο νότιο ελλαδικό χώρο κατά το διάστημα -1600/ -1100 περίπου, οι θολωτοί τάφοι, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι στη δυτική Μεσσηνία. Μοναδική, μέχρι στιγμής, περίπτωση για την ανατολική Μεσσηνία/δυτική Μάνη αποτελεί ο θολωτός τάφος στον Κάμπο Αβίας, που χρονολογείται στο δεύτερο ήμισυ του -15ου αι. -αρχές του -14ου αι.
Ο θολωτός τάφος
Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος, ένα από τα λίγα εμφανή κατάλοιπα της αρχαιότητας στην περιοχή αυτή, ερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1891, σε ολιγοήμερη ανασκαφή από τον τότε έφορο Αρχαιοτήτων, Χρήστο Τσούντα, εκ των κορυφαίων μορφών της Ελληνικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, ο οποίος εκπροσωπούσε την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Μολονότι την εποχή της ανασκαφής του Χρ. Τσούντα η περιοχή ανήκε στο Νομό Λακωνίας, με τους σημερινούς γεωγραφικούς όρους, η έρευνά του εγκαινίασε τη μακρά παράδοση ανασκαφής ταφικών συνόλων στη Μεσσηνία και υπήρξε μία από τις πρώτες έρευνες θολωτών τάφων στην Ελλάδα. Νεώτερες ανασκαφικές και άλλες εργασίες έλαβαν χώρα κατά τα έτη 2014- 2015, υπό τη διεύθυνση της γράφουσας και με την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, στο πλαίσιο μελέτης και τελικής δημοσίευσης του μνημείου. Ιδιαίτερα σημαντική για τις πρόσφατες έρευνες, μετά την παρέλευση 123 ετών από την αρχική ανασκαφή, υπήρξε η άντληση πληροφοριών και άλλων στοιχείων από το αρχείο του φιλολόγου, γυμνασιάρχη και μετέπειτα επιθεωρητή Νικολάου Γιαννουκόπουλου, ο οποίος για πενήντα περίπου χρόνια (από το 1935 έως τουλάχιστον τις αρχές της δεκαετίας του 1980) ασχολήθηκε συστηματικά με την ιστορία της Αβίας και κατέγραψε τα πορίσματα των ερευνών του για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Ο θολωτός τάφος του Κάμπου είναι κατασκευασμένος στις βόρειες/βορειοανατολικές υπώρειες χαμηλού λόφου, στην τοποθεσία Γαρμπελιά, στα δεξιά του δημόσιου δρόμου, με κατεύθυνση από την Καλαμάτα προς τη Μάνη. Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει η ερειπωμένη σήμερα πυργοειδής κατοικία του Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου (1815- 1883), ο οποίος πολλάκις διετέλεσε πρωθυπουργός του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Σε υψηλότερο λόφο, συναπτόμενο προς νότον, στα αριστερά του δημοσίου δρόμου, σώζονται τα ερείπια του μεσαιωνικού κάστρου της Ζαρνάτας, το οποίο είναι θεμελιωμένο επί παλαιοτέρων (Υστεροκλασικών/ Ελληνιστικών) λειψάνων. Η τριμερής διάταξη της αρχιτεκτονικής των μυκηναϊκών θολωτών τάφων, δηλαδή ο δρόμος που οδηγεί στο στόμιο/ είσοδο και από εκεί στον κυκλικό θάλαμο, που κατασκευάζεται με τον εκφορικό τρόπο, έχει αλλοιωθεί αρκετά στην περίπτωση του τάφου του Κάμπου, κυρίως από επεμβάσεις απόσπασης λίθων πριν από την ανασκαφή του Χρ. Τσούντα, αλλά και μετά.
Σήμερα, ο αρχικός δρόμος του τάφου, μήκους σχεδόν 13μ., έχει ολοσχερώς καταστραφεί και απομένει το όρυγμα που ανοίχθηκε στο φυσικό βράχο για τη δημιουργία του δρόμου και αποκαλύφθηκε εκ νέου στις εργασίες του 2014. Μνημειακής εμφάνισης είναι το στόμιο του θαλάμου, κατασκευασμένο από μεγάλους λαξευμένους ορθογωνισμένους λίθους, κατά κανόνα από σκληρό πωρόλιθο. Έχει μήκος 3,07 έως 3,61/ 3,68μ., πλάτος (εύρος) 1,39 έως 1,60μ., ενώ η πρόσοψή του έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 3,40μ. και πλάτος (εύρος) 4,35μ.
Εντυπωσιακό είναι το ανώφλι του στομίου, το οποίο αποτελείται από τρεις παχύτατες πελεκητές πλάκες, μεγάλων διαστάσεων, συνολικού μήκους 3,75μ. έως 3,80μ. και υπολογιζομένου βάρους 10 τόνων (συνολικά). Ο θάλαμος, με κυκλική κάτοψη, έχει διάμετρο 7,54μ. και διατηρείται μέχρι το ύψος του ανωφλίου (3μ.). Οι λίθοι των ανώτερων στρώσεων του θαλάμου πρέπει να αποσπάσθηκαν όταν ο τάφος εντοπίσθηκε για πρώτη φορά (7 χρόνια πριν από την ανασκαφή του Χρ. Τσούντα). Στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, ο τάφος είναι κυρίως γνωστός από τα δύο μολύβδινα ειδώλια, ανδρικής και γυναικείας μορφής, μινωικής έμπνευσης, τα οποία εντόπισε ο Χρ. Τσούντας. Εκτός από αυτά, ο Χρ. Τσούντας εντόπισε λίγα ακόμη μυκηναϊκά ευρήματα, μέρος των οποίων εκτίθεται σήμερα σε προθήκη της Προϊστορικής Συλλογής (Μυκηναϊκής Αίθουσας) του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα. Σε αυτά περιλαμβάνονται: σφραγιδόλιθος, με παράσταση αιγάγρων και αρχική χρυσή επένδυση, χάλκινη ωτογλυφίδα, τεμάχια μολύβδινου σύρματος, πλακίδια από κυανή υαλόμαζα, οστέινο κτένι, κομβία/ψήφοι από στεατίτη και λίγα θραύσματα πήλινων αγγείων. Ο μικρός αριθμός μυκηναϊκών ευρημάτων που εντόπισε ο Χρ. Τσούντας στον τάφο είναι αποτέλεσμα της σύλησής του πριν από την ανασκαφή του, αλλά και του γεγονότος της εκ νέου χησιμοποίησης του θολωτού τάφου σε μετά-Μυκηναϊκές περιόδους.
Η τεκμηρίωση της μεταμυκηναϊκής χρήσης του τάφου υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα των πρόσφατων εργασιών στον Κάμπο.
Συγκεκριμένα, εντός της φερτής επίχωσης (του χώματος δηλαδή που είχε πέσει στον τάφο) και εν μέρει επί του δαπέδου, σημειώθηκε αριθμός ευρημάτων διαφόρων περιόδων, αποκαλυπτικών για τη μεταγενέστερη χρήση του μνημείου και του περιβάλλοντος χώρου του. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα ευρήματα αυτά κατέπεσαν (ή ερρίφθησαν από τους σύγχρονους καλλιεργητές) εντός του τάφου μετά την ανασκαφή του Χρ. Τσούντα.
Συνελέγησαν θραύσματα αγγείων διαφόρων περιόδων, από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής (πριν από το -3000) έως τα νεώτερα χρόνια, θραύσματα κεράμων και πλίνθων κυρίως των μεσαιωνικών-νεωτέρων χρόνων (αλλά και αρχαίων), λίθινα αντικείμενα Νεολιθικών, Μυκηναϊκών και Υστεροκλασικών- Ελληνιστικών Χρόνων, πήλινα αντικείμενα Ελληνιστικών Χρόνων, σιδηρά αντικείμενα Νεωτέρων Χρόνων και μυκηναϊκό οστέινο αντικείμενο.
Η κατασκευή του στιβαρού και επιμελημένου θολωτού τάφου στον Κάμπο Αβίας κατά την Μυκηναϊκή Εποχή είναι εξαιρετικά πιθανόν να υπαγορεύθηκε από την ύπαρξη μίας ισχυρής τοπικής κυρίαρχης τάξης (elite), η οποία επιθυμούσε να παγιώσει τον έλεγχο της περιοχής. Επειδή, όμως, οι οικονομικές δυνατότητες της περιοχής είναι μάλλον περιορισμένες, ίσως το ενδιαφέρον της τοπικής ηγεμονικής τάξης ήταν στραμμένο στη δίοδο που προσφέρει η περιοχή του Κάμπου (μέσω της Χοιρείου νάπης, δηλαδή του φαραγγιού της Κοσκάραγας) προς τον ανατολικό μυχό του Μεσσηνιακού κόλπου, δηλαδή στην επικοινωνία, αν και δύσκολη, μεταξύ των δύο πλευρών του Ταϋγέτου. Δυστυχώς, ο τάφος απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος του μυκηναϊκού περιεχομένου του, ώστε οι παρατηρήσεις μας να είναι αναγκαστικά περιορισμένες σε σχέση με τον αριθμό των ατόμων που είχαν ενταφιασθεί εκεί και τα κτερίσματα που τους είχαν αποδοθεί.
Η μεταγενέστερη χρήση του θολωτού τάφου και το Ιερό του Μαχάονoς
Τα αρχαιολογικά στοιχεία που προέκυψαν από τις πρόσφατες εργασίες υποστηρίζουν την εκτίμηση ότι ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερες περιόδους και, συγκεκριμένα, ότι ενσωματώθηκε σε δημόσιο ιερό της Γερηνίας των ιστορικών χρόνων, αφιερωμένο στον Μαχάονα. Τα στοιχεία για την τεκμηρίωση του ιερού είναι ευρήματα πεσμένα στον θολωτό τάφο, προερχόμενα προφανώς από κτίσματα πέριξ αυτού και εντοπισθέντα κατά τις πρόσφατες εργασίες. Αναφέρονται ενδεικτικά: Το κατώτερο τμήμα λίθινου θησαυρού («παγκαρίου», του δευτέρου μεσσηνιακού παραδείγματος μετά από αυτό της Θουρίας), που κατέπεσε μπροστά από τη δεξιά παραστάδα του στομίου μετά την ανασκαφή του Χρ. Τσούντα, τμήματα δύο λίθινων στηλών (η μία εκ των οποίων, από πορφυρίτη λίθο, πρέπει να ήταν ενεπίγραφη), θραύσμα μεγάλης μαρμάρινης λεκάνης, πιθανότατα περιρραντηρίου για το τελετουργικό πλύσιμο των προσκυνητών του ιερού, μικρό θραύσμα μαρμάρινου αναθηματικού αναγλύφου, θραύσματα πήλινων κοί αναθηματικών πλακιδίων, σημαντικό σύνολο θραυσμάτων βάσεων μικκύλων σύνολο θραυσμάτων (μικρογραφικών) ανοικτών (κανθαροειδών;) αγγείων και άλλων μικρών γενικά μελαμβαφών αγγείων, ανοικτών, ως επί το πλείστον, σχημάτων.
Στα ευρήματα αυτά, που προήλθαν από τις πρόσφατες εργασίες μας, θα πρέπει να προστεθεί μία επιγραφή (IG V, 1, 1338), δημοσιευμένη από παλιά, με την λέξη ΙΕΡΟΣ, προερχόμενη από το δρόμο του θολωτού τάφου (και αυτή πεσμένη προφανώς από υψηλότερο σημείο) και ένα ιδιαίτερης σημασίας εύρημα, το οποίο περισυνελέγη από τον κ. Αντώνιο Δαφνά σε σημείο πλησίον του θολωτού τάφου και παραδόθηκε στη γράφουσα.
Πρόκειται για λαβή πήλινου πώματος αγγείου με εχγάρακτη επιγραφή, αποτελούμενη από σύμπλεγμα τριών γραμμάτων, των Ελληνιστικών Χρόνων: τα δύο πρώτα γράμματα (ΔΑ) της λέξης ΔΑΜΟΣΙΟΣ (ή ΔΑΜΟΣΙΟΝ) δημιουργούνται στις λοξές κεραίες του γράμματος M, το οποίο πρέπει να υποδηλώνει το όνομα ΜΑΧΑΩΝ (δαμόσιος (-ιον) Μαχάονος). Το σύμπλεγμα, δηλαδή, φαίνεται ότι συνιστά, κατά κάποιον τρόπο, το αναγνωριστικό του δημοσίου ιερού του Μαχάονος. Επιπλέον, στην ευρύτερη περιοχή του θολωτού τάφου έχουν εντοπισθεί ή ερευνηθεί τμήματα αρχαίων τοίχων ή άλλων στοιχείων, τα οποία θα πρέπει να συνδέονται με το εν λόγω ιερό της Γερηνίας. Τα στοιχεία που προέκυψαν δεν αφήνουν αμφιβολία για την ταύτιση των δύο μνημείων: Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος και το αναγνωρισθέν ιερό είναι ο τάφος (μνήμα) και το ιερό του Μαχάονος που είδε και περιγράφει σύντομα ο περιηγητής Παυσανίας στην Γερηνία (Λακωνικά, ΙΙΙ, 26, 8-11. Μεσσηνιακά IV, 3.2), στην τοποθεσία υπό το όνομα Ρόδον. Προφανώς, το ιερό υφίστατο μέχρι την εποχή του Παυσανία, δηλαδή τον +2ο αι. Το ιερό του Μαχάονος, ενδεχομένως και του θεοποιημένου πατέρα του Ασκληπιού, προσέφερε, κατά τη μαρτυρία του Παυσανία, ιατρικές υπηρεσίες, ενώ στον ενσωματωμένο θολωτό τάφο οι υπεύθυνοι (νεωκόροι) του ιερού θα υπεδείκνυαν τον "τάφο του Μαχάονος" και πιθανότατα θα τελούνταν δράσεις απόδοσης τιμών και λατρείας. Κατά το παράδειγμα άλλων ιερών αφιερωμένων στον Ασκληπιό ή γενικά στους Ασκληπιάδες υπήρχαν χώροι (εστιατόρια) για τελετουργικά δείπνα και για θεραπευτική εγκοίμηση (εγκοιμητήρια). Το νερό υπήρξε σημαντική παράμετρος των ιερών για τον καθαρμό των πιστών, ενώ οι χρηματικές προσφορές των πιστών (τα «ίατρα» κατά περιπτώσεις) τοποθετούνταν στους θησαυρούς. Στα ιστορικά χρόνια, η περιοχή της σημερινής δυτικής Μάνης «παλινδρόμησε» μεταξύ της λακωνικής και μεσσηνιακής κυριαρχίας. Όταν ο πρώτος πυρήνας του μεσσηνιακού κράτους, που δημιουργήθηκε από τον Θηβαίο Επαμεινώνδα το -369, διευρύνθηκε προς ανατολάς, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (-338), έως το μικρό Πάμισο (το ρέμα δηλαδή από τη Μηλιά της Δυτικής Μάνης που καταλήγει μεταξύ των χωριών Αγ. Νικολάου και Αγ. Δημητρίου), κατέλαβε περιοχές που ήταν υπό λακωνική κυριαρχία (ενδεχομένως ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή).
Επειδή η προσάρτηση της περιοχής, από την χοίρειο νάπη στα βόρεια έως τον μικρό Πάμισο στα νότια, στο μεσσηνιακό κράτος μετά τα μέσα του -4ου αι. έπρεπε να δικαιολογηθεί, ο παλιός θολωτός τάφος φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Εντάχθηκε δηλαδή σε ένα δημόσιο Ιερό του Μαχάονος, ώστε να μπορεί να αιτιολογηθεί και να προβληθεί, και μέσω του κατάλληλα διαμορφωμένου ιστορικού/μυθικού υποβάθρου, η απόδοση μέρος της λακωνικής επικράτειας στο νέο μεσσηνιακό κράτος στο δεύτερο ήμιση του -4ου αι.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να τοποθετηθεί η "απόσπαση" του Νέστορος από τον φυσικό του χώρο στην δυτική Μεσσηνία για την ενίσχυση των δεσμών με την ανατολική πλευρά του Μεσσηνιακού κόλπου, η σύνδεση του με πόλη Ομηρική (Ενόπη) που μετανομάστηκε σε Γερηνία, και επιπλέον η εμφάνιση του επεισοδίου της μεταφοράς και ταφής των οστών του Μαχάονος και η διαφαινόμενη λατρεία του.
Η αφήγηση αυτή, η οποία τονίζει τη σχέση του Μαχάονος με τον Νέστορα, με αφορμή την εμφάνιση του Μαχάονος στη σκηνή του τελευταίου στην Ιλιάδα (Λ. 597 κ.ε.) και την απόπειρα απόδοσης μεσσηνιακής ταυτότητας στον ήρωα μέσω της προαναφερθείσας γενεαλογίας, έχει της ρίζες της στην Ελληνιστική εποχή και καταγράφεται συστηματικά για πρώτη φορά από τον Παυσανία, αν και ενδείξεις προς αυτήν την κατεύθυνση προσφέρονται και από τον γεωγράφο Στράβωνα (του -1ου/ +1ου αι.). Η βάση για την διαμόρφωση της παράδοσης της περιοχής φαίνεται ότι ήταν η εξής: Εάν μπορούσε να δειχθεί ότι η περιοχή ήταν μεσσηνιακή πριν την λακωνική κατάκτηση (ασχέτως αν αυτό ίσχυε στην πραγματικότητα ή όχι), τότε η εκ νέου απόδοσή της στο νέο μεσσηνιακό κράτος ήταν ορθή και δικαιολογημένη.
Αξίζει να τονισθεί ότι ο θολωτός τάφος του Κάμπου Αβίας είναι το σημαντικότερο, μέχρι στιγμής, ταφικό μνημείο του μυκηναϊκού πολιτισμού σε ολόκληρη την μεσσηνιακή Μάνη. Πρόκειται για επώνυμο μνημείο, εφόσον μπορεί πλέον να ταυτισθεί με τον Τάφο του Μαχάονος (υιού του Ασκληπιού και ιατρού του Ομηρικού Νέστορος, σύμφωνα με τον θρύλο), που αναφέρεται από τον περιηγητή Παυσανία, ως πυρήνας του συγκροτήματος του Ιερού του Μαχάονος των ιστορικών χρόνων.
Προστασία και προοπτικές ανάπτυξης
Ο τάφος του Μαχάονος αποτελεί μέρος ενός εξαίρετου μνημειακού συνόλου της περιοχής του Κάμπου (μαζί με τον πύργο του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και το μεσαιωνικό κάστρο της Ζαρνάτας). Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η εξελισσόμενη προετοιμασία, από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία δια της γραφούσης, με την συνεργασία της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, της σύνθετης μελέτης και συντήρησης, στερέωσης, μερικής αποκατάστασης και προστασίας με στέγαστρο του τάφου του Μαχάονος, η οποία έχει χρηματοδοτηθεί για το 2018, μερικώς, από το ΄Ιδρυμα Ιωάννου Φ. Κοστοπούλου.
Είναι βέβαιον ότι η συντήρηση και ανάδειξη του θολωτού τάφου θα έχει θετικότατο αντίκτυπο, στο πλαίσιο της προβολής και αξιοποίησης της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς, και θα συμβάλει ουσιωδώς στην ενίσχυση αναπτυξιακών δυνατοτήτων της περιοχής.
Χριστίνας Μαραμπέα
"Ο θολωτός τάφος και το ιερό του Μαχάονος στον Κάμπο Αβίας"
-Περιοδικό FLASH , χειμώνας 2018-19