Στοργική προσφορά στον «έμνοστον τόπον» της Καλαμάτας:
Κι' αφότου εκερδίσασιν τήν Καλομμάτα οι Φράγκοι «κ' είδαν τον τόπον έμνοστον, απλόν, χαριτωμένον, τους κάμπους γάρ και τα νερά, το πλήθος των λιβάδων»
(Χρον. του Μορέως)
Η μεσαιωνική μας ιστορική γεωγραφία δεν έχει ακόμη καταλήξει σε οριστική λύση πολλών από τα προβλήματά της, προπάντων η τοπογραφία της Πελοποννήσου επί Φραγκοκρατίας. Οι τοπικοί ερευνητές, παρ' όλη την αγάπη τους στην ιδιαίτερη πατρίδα, συχνά βρίσκονται σε αδιέξοδο. Στα τελευταία χρόνια όμως τα πράγματα άλλαξαν πολύ. Στα 1969 εδημοσιεύθη το μνημειώδες έργο του A. Bon: La Morée Franque (ένας ογκώδης τόμος κειμένου και ένας άτλας), που αποτελεί πλέον τον ασφαλή οδηγό για όλους τους ερευνητές. Σ' αυτό στηριζόμενοι κι εμείς επιχειρούμε να φωτίσουμε μερικά σκοτεινά τοπογραφικά ζητήματα της περιοχής της Καλαμάτας.
α) Χρυσορρέας- Ελαιώνας Κούνδουρου
Με μια μοναδική μάχη, οι πεντακόσιοι Φράγκοι επιδρομείς του Σαμπλίττη και του Βιλλαρδουΐνου συνέτριψαν τους πέντε χιλιάδες Έλληνες, που τους αντιμετώπισαν στα 1205, και κατάχτησαν ολόκληρο τον Μορέα. Όλοι οι ιστορικοί της Φραγκοκρατίας (ανάμεσα στους οποίους σοφοί σπουδαίοι: Α. Buchon, Κάρολος Hopf, J. Schmitt, J. Longnon και τελευταίοι -αλλά όχι έσχατοι οι: Α. Βon και αιδ. J-R. Loenertz κλπ.) δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα, που εδόθη η ιστορική αυτή μάχη, την οποία ο W. Miller παρομοιάζει με τη μάχη του Hastings, με την οποία κατελήφθη από τους Νορμανδούς ολόκληρη η Αγγλία. Για τη σπουδαία αυτή μάχη οι πηγές μας είναι δύο: το Χρονικό του Μορέως (ελληνική παραλλαγή) και ο ονομαστός χρονογράφος της Δ' Σταυροφορίας Γοδοφρ. Βιλλαρδουΐνος, θείος του ομώνυμου κατακτητή.
Για να μην ταλαιπωρούμε τη μνήμη του αναγνώστη, τις παραθέτουμε. Και πρώτα το χρονικό του Μορέως.
Ως το έμαθαν γάρ οι Ρωμαίοι απ' έσω από το Νίκλι,
εκείνοι της Βελιγοστής, της Λακκοδαιμονίας,
όλοι ομού εσωρεύτηκαν, πεζοί και καβαλλάροι,
έκ τον Ζυγός του Μελιγκού1 ήλθαν τα πεζικά τους.
Ηλθαν του Λάκκου τα χωρία2, στον Χρυσορρέαν3 εσώσαν...
Εκείσε επαρασύρθησαν στό λέγουν Καπησκιάνους,
όπου το κράζουν όνομα «στον Κούνδουρον Ελαιώνα»4.
Κι οι Φράγκοι γάρ ουκ ήσασιν, πεζοί και καβαλλάροι
μόν έφτακόσιοι μοναχοί, τόσους τους έγνωμιάσαν...
Τον πόλεμον εκέρδισαν έτότ' εκείνοι οι Φράγκοι,
όλους εκατασφάξασιν, ολίγοι τους εφύγαν.
Αυτόν μόνον τον πόλεμον εποϊκαν οι Ρωμαίοι
εις τον καιρόν που εκέρδισαν οι Φράγκοι τον Μορέαν.
(Χρονικόν Μορέως στ. 1715 κ.ε.)
Έπειτα το Χρονικό του Βιλλαρδουΐνου (μετ. Στεφ. Δραγούμη)
328. "Ούτως απήλθον (από Κορίνθου) εκ του στρατοπέδου Γουλιέλμος ο Σαμπλίττης και Γοδοφρείδος και Βιλλαρδουΐνος, άγοντες ως μάλιστα 100 ίππότας και μέγαν αριθμόν εφίππων σεργεντών, εισήλασαν εις την χώραν του Μορέως και κατέδραμον μέχρι της Μεθώνης. Ο δε Μιχάλης μαθών ότι μετά τόσον ολίγων ανδρών ήσαν εν τη χώρα συνήθροισεν αυτός πολλούς- και ήσαν θαυμαστός αριθμός (Et ce fu une merveille de gent)- προήλασε δε κατ' αυτών ως άνθρωπος πεποιθώς ότι έμελλε να ζωγραφήση και συλλάβη εις τας χείρας αυτού το όλον."
329: "Οτε δε (οι Σαμπλίττης και Βιλλαρδουίνος) ήκουσαν ότι ο Μιχάλης επήρχετο, ωχύρωσαν την Μεθώνην, ήτις από πολλού έκειτο κατεδαφισμένη, και κατέλιπον εκεί τάς τε αποσκευάς αυτών και τους άνδρας τους ψιλούς. Προελάσαντες δε μίαν ημέραν συνετάχθησαν εις μάχην όσοι ήσαν εν όλω -ήσαν δ' εν μειονεξία διότι δεν είχαν περισσοτέρους των 500 ανδρών εφίππων, ενώ οι άλλοι ήσαν 5.000. Αλλ' επειδή αι τυχαι έρχονται όπως θέλει ο Θεός, κατετρόπωσαν τους Έλληνας και διέσπασαν και ενίκησαν. Και οι Έλληνες απώλεσαν πολλά (et iperdirent mult li Grieu). Εκείνοι δ' εκέρδισαν ουκ ολίγους ίππους και όπλα, λαφύρων δε άλλων μέγαν αριθμόν. Και έπειτα έν χαρά και αγαλλιάσει επανήλθον εις την Μεθώνη"5.
Για την εξέλιξη της πολεμικής επιχειρήσεως προτιμούμε να ακολουθήσου με τον αιδ. R-J Loenertz, πού, σε περισπούδαστο άρθρο του («Byzantion», 43 (1973) σσ. 360-394), διορθώνει σε πολλά την έκθεση του A. Bon, και αποκαθιστά ως εξής την διαδοχή των γεγονότων: «Φθινόπωρο του 1204. Ο Γοδ. Βιλλαρδουΐνος κ' οι σύντροφοί του αποβιβάζονται στη Μεθώνη. Συμμαχεί μ' έναν Έλληνα τοπάρχη εναντίον ενός γείτονά του και μαζί υποτάσσουν μια περιοχή της Μεσσηνίας. Ο πρώτος τοπάρχης (Ιωάννης Καντακουζηνός) πεθαίνει. Ο γιός του εξεγείρει τους Έλληνες και θέλει να διώξει τους Φράγκους. Οι σύντροφοι του Βιλλαρδουΐνου, γύρω στους 400, παραμένουν στη Μεθώνη, ενώ αυτός πηγαίνει στο Ναύπλιο, που το πολιορκεί ο Boniface de Monferrat. Στο στρατόπεδό του βρίσκει το φίλο και συμπατριώτη του Champlitte και με την έγκριση του Βονιφάτιου κι οι δυο μαζί, με 100 ιππότες του Σαμπλί γυρίζουν στη Μεθώνη. Ο «Μιχάλης» συναγείρει τους πληθυσμούς κι έρχεται να τους αντιμετωπίσει. Ξεκινούν κι οι Φράγκοι, έφιπποι, από τη Μεθώνη κι ύστερα από ολοήμερη πορεία συγκρούονται μαζί του. Οι Έλληνες συντρίβονται. Μετά την νίκη εκπορθούν χωρίς πολλήν αντίσταση την Κορώνη, που ο Σαμπλίττης δίνει στο Βιλλαρδουΐνο ως φέουδό του. Έρχεται κατόπιν η σειρά της Καλαμάτας, που η πολιορκία της κράτησε πολύ και που η άλωση της εσήμανε την υποταγή όλου του μεσσηνιακού κάμπου (ο χρονογράφος Βιλλαρδουΐνος γράφει (8 330): «I cel chastel les travailla mult longuement: αυτό το κάστρο τους παίδεψε πολύν καιρό»...)
Και συνεχίζει ο Loenertz: «Το πεδίο της μάχης βρισκόταν σε απόσταση μιας ημέρας έφιππη πορεία από τη Μεθώνη (60 χμ;), στον κάμπο της Μεσσηνίας αναμφιβόλως. Αλλά τα ελληνικά στρατεύματα εξεκίνησαν από πιό μακριά, γιατί ο «Μιχάλης» προχωρούσε για να χτυπήσει τους Φράγκους στη Μεθώνη». Κι επειδή ο αιδ. Loenertz με αδρά επιχειρήματα απέδειξε ότι ο «Μιχάλης» αυτός δεν μπορούσε να ήταν ο Μιχαήλ Α' Κομνηνός Δούκας, δεσπότης της Ηπείρου, όπως είχε γίνει μέχρι σήμερα γενικά παραδεκτό από τους ιστορικούς (και τον ίδιο τον Α. Bon), δεν ξέρουμε τι επιρροή μπορούσε να έχει στη χώρα και πως είχε αποκτήσει το ηθικό κύρος, χάρη στο οποίο μπόρεσε να στρατολογήσει έναν τόσο πολυάριθμο στρατό, που άξιζε το θαυμασμό του χρονογράφου Βιλλαρδουΐνου («une merveille de gent» 328), αληθινά όμως δεν ξέρει κανείς αν πρόκειται για θαυμασμό ή για έκπληξη»)... Είναι λοιπόν δυνατόν, μάλλον πιθανόν ότι ο χρονογράφος εσύγχισε το Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό με τον Έλληνα πολεμάρχο του 1205, προπάντων άν τυχόν αυτός είχε το όνομα Μιχάλης. Αυτό το όνομα του δίνει κι ο αείμνηστος Αδ. Αδαμαντίου στο άρθρο του « Βιλλαρδουΐνοι», στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία του Πυρσού.
Πιστεύουμε ότι η εγκυρότερη γνώμη από όσες μέχρι τώρα επροτάθησαν για τη θέση της μάχης είναι του Loenertz. Η ολοήμερη έφιππη πορεία του φράγκικου στρατού, που δεν της είχε αποδοθεί η σημασία που άξιζε, μάς τοποθετεί το πεδίο της μάχης σε απόσταση 60- 65 χλμ. από τη Μεθώνη. Αποκλείεται λοιπόν η μάχη να έγινε στα βόρεια της Μεσσηνίας, προς τα σύνορα της Αρκαδίας, όπως υποθέτει ο A. Bon (ένθ' άν. σελ. 422), ο οποίος γράφει σχετικά: «Τα κείμενα μας καλούν να τοποθετήσουμε στη βόρεια περιοχή της Μεσσηνίας, στα κράσπεδα της Αρκαδίας, μερικά στρατιωτικά επεισόδια της ιστορίας του πριγκιπάτου. Τάχα δεν πρέπει σ' αυτά τα μέρη να τοποθετήσουμε την περίφημη μάχη του φθινοπώρου του 1205, την μόνη που χρειάστηκε να δώσουν οι κακακτητές; Το ελληνικό χρονικό, μόνον αυτό, ορίζει ακριβώς ότι διεξήχθη στον Ελαιώνα των Κουντούρων (sic!), στους Καπησκιάνους ή Καψικίαν. Αυτά τα ονόματα δεν υπάρχουν τώρα στην Πελοπόννησο. Ένα μεγάλο χωριό (τα Κούντουρα) υπάρχει στα σύνορα της Ατττικής και της Μεγαρίδος, αλλά τίποτε δεν επιτρέπει να σκεφθούμε ότι η σύγκρουση μεταξύ των Φράγκων της Μεσσηνίας και των Ελλήνων έλαβε χώραν τόσο μακριά προς τα βόρεια. Ζήτησαν να ταυτίσουν την Καψικίαν- Καπησκιάνους και βρήκαν στην Αρκαδία, δυτικά της Μαντινείας, το χωριό Κάψια. Σ' αυτήν την υπόθεση μπορεί να αντιτάξει κανείς τρείς αντιρρήσεις: η θέση είναι πολύ μακριά από τη Μεσσηνία, ώστε οι Φράγκοι που ήσαν απασχολημένοι με την πολιορκία των θέσεων αυτής της περιοχής να μην μπορούν να έλθουν εδώ για να χτυπήσουν τους Έλληνες. Τα ελληνικά στρατεύματα που έρχονταν από το Νίκλι, τη Βελιγοστηή, τη Λακεδαιμονία, το (δυτικό) Ταύγετο (Ζυγός του Μελιγκού), τα «χωρία του Λάκκου» κατευθύνονται, σύμφωνα με το Χρονικό, στον «Χρυσορρέαν». Δεν μπορούμε να βρούμε τη θέση αυτού του χωριού, αλλά όλοι οι αναφερόμενοι τόποι βρίσκονται γύρω από την επάνω πεδιάδα της Μεσσηνίας ή μέσα στην ίδια την πεδιάδα... Η περίφημη μάχη λοιπόν του Ελαιώνα των Κουντούρων (sic!) εδόθη, κατά τη γνώμη μας, στις υπώρειες των βουνών της Αρκαδίας, στην επάνω πεδιάδα της Μεσσηνίας». Αυτά λοιπόν γράφουν σχετικά με την θέση της μάχης οι δυο σοφοί ιστορικοί.
Τολμούμε τώρα να εκθέσουμε και τη δική μας γνώμη, γιατί, παρ' όλο το σεβασμό που τρέφουμε στις αυθεντίες, και με όλη τη συναίσθηση της δικής μας μετριότητας, πιστεύουμε ότι έχουμε να παρουσιάσουμε μερικά χρήσιμα στοιχεία για την λύση του τοπογραφικού αυτού προβλήματος.
Στα 1967 είδε το φως της δημοσιότητας και πολύτιμη εργασία των καθηγητών Δημ. Γεωργακά και William Macdonald: Τοπωνύμια της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, Αθήναι, 1967, («Πελοποννησιακά», τ.ΣΤ'). Μέσα στα τοπωνύμια αυτά βρίσκονται μερικά σχετικά με όσα αναφέρει το Χρονικό του Μορέως. Πρώτο τοπωνύμιο: «Συκιές του Καψιώτη» στην περιοχή της Κορώνης. Δεύτερο: «Tα Κουντουραίικα» (από επώνυμο Κούνδουρος), κοντά στο Μαυρομμάτι της Ιθώμης. Έχοντας υπ' όψη μας την απόσταση των 60- 65 χμ. που υπολογίζει ο Loenertz, απορρίπτουμε το πρώτο και δεχόμαστε το δεύτερο, που βρίσκεται σ' αυτήν την απόσταση, στο κέντρο της μεσσηνιακής πεδιάδας.
Αλλά η πιθανότητα αυτή μετατρέπεται σε βεβαιότητα με το τοπωνύμιο «Χρυσορρέας». Είχαμε την καλή τύχη, με επιτόπια έρευνα στην περιοχή της Θουρίας, ν' ακούσουμε το τοπωνύμιο αυτό από το στόμα πολλών χωρικών του χωριού Ντελήμεμι (επισήμως: Αιθαία). Ακούγεται σήμερα ως (το) «Χρυσορρόϊ» και βρίσκεται στα δυτικά ριζά της ακροπόλεως της αρχαίας Θουρίας (που σήμερα λέγεται «Ελληνικά» ή «Παλιόκαστρο») (βλ. Πίν. ΞΗ', εικ. 1).
Για τη θέση αυτή είχε προ 65 ετών γράψει και τότε έφορος Αχαιοτήτων και έπειτα καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέας Σκιάς (Αρχ. Εφημ. 1911, σ. 117): «Περαιτέρω δε παρά την θέσιν «Ελληνικό», ήτις φαίνεται ότι έκειτο έξω της περιοχής της αρχαίας πόλεως, υπάρχουσι κατ' αμφοτέρας τας κλιτύς του λόφου, ήτοι προς ανατολάς, αντικρύ του χωρίου Γαρδίκι και προς δυσμάς αντικρύ του χωρίου Φαρμίσι, περί τους 20 αρχαίοι τάφοι λελαξευμένοι εν τη κατωφερεία... Κατά την προς δυσμάς κλιτύν υπάρχουσα 2 μόνον τοιούτοι τάφοι... Σημειωτέον όμως ότι έκ της κλιτύος ταύτης τα όμβρια ύδατα κατέρχονται προς το χωρίον Δελήμεμι, ένθα πρότινων ετών ευρέθησαν μικρά χρυσά τεχνουργήματα, ήτοι αλυσείδια, κρίκοι, κοκκία κλπ., άτινα ίσως έχουσι παρασυρθή υπό των υδάτων, έκ τινος προϊστορικού τάφου υπάρχοντος κατά ταύτην την πλευράν... Νομίζω ότι θα ήτο τα μάλιστα ευκταίον να ενεργηθή αυτόθι συστηματική ανασκαφή...»
Την παρατήρηση του Σκιά επρόσεξε και ο αρμοδιώτατος για την τοπογραφία της Μεσσηνίας Σουηδός αρχαιολόγος Βαλμίν (Nattan Valmin: Etudes topographiques sur la Messenie ancienne, Lund, 1930 σελ. 59). «O Σκιάς, γράφει ο Valmin, μιλάει για ψήγματα χρυσού σε ένα χείμαρρο της δυτικής πλαγιάς και υποθέτει ότι προέρχονται από τάφο θαλαμοειδή ή θολωτό. Είναι δυνατό, αλλά όχι αποδειγμένο».
Ό,τι όμως ο αείμνηστος Valmin είχε θεωρήσει «όχι αποδειγμένο» και ο Σκιάς πολύ πιθανό, βεβαιώθηκε τελευταία από τον αρχαιολόγο καθηγητή R. Hope-Simpson. Ο τελευταίος αυτός όχι μόνο επεσήμανε τον μυκηναϊκό θολωτό τάφο, για τον οποίον είχε μιλήσει ο Σκιάς, αλλά άκουσε και το όνομα «Χρυσορρόϊ» (το γράφει «Χρυσορρόη») που θυμίζει (την) «Χρυσορρέαν» του Χρονικού), όπως το σημειώνει στην υποσημείωση 59 σελ. 123 της Επετηρίδας της Αγγλικής Αρχ. Σχολής Αθηνών (B.S.A., τόμ.56 (1961): Χρυσορρόη). Κι έτσι εμάθαμε κι εμείς ότι δεν ήμασταν ο πρώτος που το βρήκε. Αλλά το πράγμα δεν έχει καμμιά σημασία (βλ. Πίν. ΞΗ', εικ. 2).
Το όνομα «Χρυσορρέας» προέρχεται από αρχαίον δωρικό τύπο «Χρυσορρόας», γιατί στη Μεσσηνία μιλιόταν στην αρχαιότητα δωρική διάλεκτος, αφού και οι Μεσσήνιοι ήσαν Δωριείς. «Μεσσήνιοι δε εκτός Πελοποννήσου τριακόσια έτη μάλιστα ήλώντο, εν οίς ούτε εθών εισι δηλοι παραλύσαντές τι τών οίκοθεν, ούτε την διάλεκτον την δωρίδα μετεδιδάχθησαν, αλλά και εις ημάς έτι το ακριβές αυτής Πελοποννησίων μάλιστα έφύλαττον» (Παυσ. Μεσσ., XXVII).
Αργότερα φαίνεται ότι, με την «κοινή», επεκράτησαν ιωνικοί τύποι και η αιτιατική «τον Χρυσορρόαν» έγινε τον «Χρυσορρόην», κι απ' αυτό πιθανώς προέρχεται το «Χρυσορρόϊ».
Παραλλήλως όμως εμάθαμε τελευταία6 ότι ο ίδιος ο χείμαρρος Ξερίλας της Θουρίας πρέπει να λεγόταν «Χρυσορρόας», επειδή στην κοίτη του βρίσκονται ψήγματα χρυσού. Σ' επιστολή του της 16.10.1975 στην εφημερίδα «Σημαία» της Καλαμάτας (αρ. φύλλου 19738 έτος 61ον) γράφει ο γνωστός γιατρός της Καλαμάτας κ. Δημήτριος Τσάκαλος: «Ενθυμούμαι από διηγήσεις του πατέρα μου καθώς και άλλων συμπατριωτών μου από την Θουρίαν, ότι εις τον Ξερίλα αυτό, μετά τα πρωτοβρόχια, επήγαιναν ωρισμένοι κάτοικοι της περιοχής και εμάζευαν ψήγματα χρυσού. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ήτανε κάτοικοι του χωρίου Αιθαία (πρώην Ντελήμεμι). Τα ψήγματα αυτά του χρυσού τα εμάζευαν άλλοι με τσιμπιδάκια και άλλοι με βελόνες και τα ετοποθέτουν μέσα σε δακτυλήθρες του ραψίματος. Όταν εμάζευαν αρκετήν ποσότητα, την πουλούσαν στους χρυσοχόους, ιδίως της Καλαμάτας. Περιοχή την οποίαν προτιμούσαν για το μάζεμα των ψηγμάτων ήτανε τα μέρη της κοίτης του Ξερίλα που βρίσκονται στο ύψος της μονής Αγίων Αναργύρων. Διαλέγανε χώρους μέσα στην κοίτη, κοντά στις όχθες του χειμάρρου και σε λακκούβες με άμμο. Φαίνεται πως εκεί ευρίσκανε τα περισσότερα ψήγματα χρυσού».
Έτσι λοιπόν η πιθανότητα για τη θέση που έγινε η μάχη των Καπησκιάνων ή του «Ελαιώνα του Κούνδουρου» (κι όχι των «Κουντούρων») βρίσκεται στην περιοχή της Ιθώμης. Από το «Χροσορρόϊ» της Θουρίας η απόσταση είναι λίγα χιλιόμετρα. Εκεί πρέπει να «έπαρασύρθησαν» τα ελληνικά στρατεύματα για να συγκρουσθούν με τους πολύ λιγότερους Φράγκους (το ένα δέκατο της δυνάμεως τους!) και εκεί πρέπει να έγινε η καταστροφή. Όσο για τον ηγέτη τους, αφού αποκλείεται να είναι ο Μιχαήλ Δούκας Κομνηνός, θα διακινδυνεύσουμε μια υπόθεση: μήπως ήταν ο γιος του Ιωάννη Καντακουζηνού, που είχε αποδιώξει τους Φράγκους, μετά το θάνατο του πατέρα του; Η πράξη του αυτή, όταν την έμαθε ο λαός, θα είχε σηκώσει μεγάλον ενθουσιασμό και θα του έδωσε το κύρος να γίνει λαϊκός ηγέτης. Ξέρουμε τους Έλληνες πώς ενώνονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν ξένον επιδρομέα. Μπορεί λοιπόν ο Καντακουζηνός αυτός, που ίσως το μικρό του όνομα ήταν «Μιχάλης», να ήταν ο ηγέτης του ελληνικού στρατεύματος, όπως δέχεται και ο Αδαμαντίου. Αλλά φυσικά αυτό είναι απλή υπόθεση.
β) Λουτρό- Λουτρά
Στην περιοχή αυτή, γύρω από τις δυτικές παρυφές της ακροπόλεως της αρχαίας Θουρίας, πρέπει να εντοπισθούν τα «Λουτρά» (la Lutra) του γαλλικού Χρονικού του Μορέως, τα οποία όλοι μέχρι σήμερα ταυτίζουν με το χωριό «Λουτρό» της Οιχαλίας. Το γαλλικό χρονικό (Βιβλίο της Κουγκέστας 736) μιλώντας για τον άρχοντα του Μυστρά Σγουρομάλλη, που κατέβαινε από το Μυστρά για να παραδώσει στους Φράγκους το Κάστρο της Καλαμάτας στα 1293, γράφει «I vint par la contrée de Veligourt et descendit par le Macry Plagi au val de Calamy et puis ala par la Lutra et ala tout droit au chastel de Calamate» (ήρθε από τα μέρη της Βελιγοστής και κατέβηκε από το Μακρυπλάγι στην κοιλάδα του Καλαμίου κι έπειτα πήγε από τα Λουτρά και πήγε ολόϊσια (ολόρθα) στο Κάστρο της Καλαμάτας). Απ' εδώ φαίνεται ότι τα Λουτρά ήσαν κοντά στην Καλαμάτα κι έτσι δεν μπορεί να ταυτισθούν με το χωριό «Λουτρό» της Οιχαλίας. Το όνομα «Λουτρά» είναι και σήμερα κοινόλεκτο στους κατοίκους της περιοχής και οφείλεται σ' ένα επιβλητικό αρχαίο κτίριο μισοερειπωμένο, που ο κόσμος το έλεγε «Λουτρά», και που βρίσκεται σε 500 μέτρα απόσταση από το χωριό Βεΐζαγα (Άνθεια), προς τα δυτικά.
Ο Valmin γράφει σχετικά (ένθ' ά. σελ. 56). «Πάντοτε υπήρχε η γνώμη ότι η αρχαία Θουρία βρισκόταν κοντά στα χωριά Βεΐζαγα, Ντελήμεμι και Φαρμίσι (σημ.: όλα κάτω από το ύψωμα της αρχαίας ακροπόλεως)... γύρω από τη θέση «Λουτρά». Σ' αυτήν τη θέση βλέπομε τα ρωμαϊκά λείψανα ενός λουτρού ή βίλλας».
Αυτά λοιπόν είναι «la Lutra» του γαλλικού Χρονικού, σε απόσταση 8-10 χιλιομ. από την Καλαμάτα. Και ομολογούμε την απορία μας, πώς κανείς από τους ερευνητές δεν πρόσεξε τόσα χρόνια το πασίγνωστο αυτό τοπωνύμιο, που πάντοτε εμφανίζεται στον τύπο «la Lutra» και όχι «Λουτρό». Η μόνη εξήγηση είναι ότι το αναζητούσαν κοντά στο Μακρυπλάγι, που γι' αυτούς ήταν και είναι το Μακρυπλάγι της επάνω Μεσσηνίας.
γ) Γαρδίκι
Γιατί όμως ορίσθηκε ως τόπος συγκεντρώσεως των στρατευμάτων ο Χρυσορρέας; Μια ματιά στο Χάρτη, νομίζουμε, το εξηγεί. Το σημείο αυτό βρίσκεται σε ίσην απόσταση για όσους έρχονται από «του Λάκκου τα χωρία» (χωριά Οιχαλίας), από το «Ζυγό του Μελιγκού» (χωριά της νοτιοδυτικής Μάνης) και από την ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου (Λακεδαιμονία= μεσαιωνική Σπάρτη), Νίκλι (=Τεγέα) και «Βελιγοστή (=Λεοντάρι), άν έπαιρναν το δρόμο μέσω Δυρραχίου και χαράδρας του Ξερίλα προς τον κάμπο της Θουρίας. Τον τελευταίο αυτό δρόμο όλοι τον έχουμε περάσει, ανεβαίνοντας από Καλαμάτα πρός Πολιανή- Δυρράχι (από εδώ τα τελευταία χρόνια πέρασε και ο καινούργιος δρόμος (βλ. χάρτη περιοχής Πίν. ΞΘ', εικ. 2). Αλησμόνητη μας μένει ακόμη, ύστερα από 45 χρόνια, η φοβερή μεγαλοπρέπεια της λαγκαδιάς αυτής, με το δρόμο να φιδοσέρνεται στη δεξιά πλαγιά της και την κοίτη του Ξερίλα ν' ασπρίζει στο βάθος της ρεματιάς. Ηταν ανέκαθεν πέρασμα πολυσύχναστο, ιδίως για όσους έρχονταν από Μυστρά προς την περιοχή της Καλαμάτας. Αναφέρεται και στον Χάρτη του Αγγλικού Ναυαρχείου υπ' αριθμ. 723 «The Admiralty bandbook of Greece». Επίσης παλαιότερα ο αείμνηστος σχολάρχης Αθ. Πετρίδης το περιγράφει (Ανακάλυψις της αρχαίας πόλεως Αμφείας, Καλαμάτα, 1877) και τελευταία και ερευνητής της μεσσηνιακής ιστορίας και τοπογραφίας κ. Π. Γεωργούντζος, ο οποίος κατάγεται από εκείνη την περιοχή (Η Αρχαία Αμφεια- «Μεσσηνιακά» (1969-70), σελ. 161-174).
Επομένως εξηγείται γιατί το σημείο αυτό ορίσθηκε ως συγκέντρωση των στρατευμάτων.
Η χαράδρα αυτή του χειμάρρου Ξερίλα ανέκαθεν εθεωρείτο ως πολύ σπουδαία. Η καθηγήτρια Σοφία Αντωνιάδη την έχει καταγράψει στα τοπωνύμια που συνέλεξε από το Αρχείο Grimani της Βενετίας και την γράφει ως «Vala (di) Xerilla» (Χαριστήριον εις Αναστ. Ορλάνδον, Γ', σ.192). Ασφαλώς περί αυτού του Ξερίλα πρόκειται, και όχι «Ξεραΐλα», όπως μεταφράζει.
Ο Αθαν. Πετρίδης μέσα σ' αυτή τη χαράδρα τοποθετεί και την αρχαία Αμφεια, στη θέση Βιτσά, κοντά στο Δυρράχι. Εκεί βρίσκεται και το Γαρδίκι, που η Δημοκρατία της Βενετίας το θεωρούσε τόσο σπουδαίο, ώστε να γίνει θέμα δύο συνεδριάσεων του Συμβουλίου της. “Ο A. Bon γράφει σχετικά:
«Το όνομα Γαρδίκι απαντάει σε δυό έγγραφα της Βενετίας. Το Συμβούλιο της Δημοκρατίας διεκδικεί στα 1416, έπειτα στα 1422, μαζί με τις θέσεις και τα χωριά που ο δεσπότης του Μυστρά είχε αποσπάσει από το πριγκιπάτο της Αχαΐας τα fortilicia (= δυναμάρια, πύργους) στο «Απάνου» και «Κάτου» Γαρδίκι κοντά στο βουνό Ανεμοδούρι στην περιοχή της Πάχης, στο δρόμο προς το Λεοντάρι, που κρατούσαν οι Έλληνες (Σάθας, Doc. Inéd. Ι, σ. 62 «loca del Gardachi vicina al Enemunduri quae sunt ad viam Landari) και σ. 117 «sit etiam nostri domini illa Pars de pacbi, que solebat teneri et possedi per Graecos cum monte del' Anemoduri et cuin fortiliciis de Aranue Catu Gardichi»). Στα 1423 οι Τούρκοι φθάνουν μέχρι το Λεοντάρι και το Γαρδίκι («το Γαρδικόν»). Τέλος στα 1460, τον καιρό της τουρκικής κατακτήσεως, το Γαρδίκι είναι το θέατρο ενός επεισοδίου, που το διηγούνται ο Σφραντζής, ο Χαλκοκονδύλης και ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος. Αφήνοντας κατά μέρος τις διαφορές στις λεπτομέρειες, μπορεί κανείς να δεχθεί ότι οι Τούρκοι έχοντας κυριεύσει την Σπάρτη-Μυστρά, ξανανέβηκαν την κοιλάδα του Ευρώτα, κυρίευσαν στην πορεία τους το οχυρωμένο Καστρί (κοντά στην Καστάνια) και έφθασαν στο Λεοντάρι. Αλλά ο πληθυσμός είχε φύγει και είχε ζητήσει καταφύγιο στη μικρή οχυρωμένη πόλη και στο κάστρο του Γαρδικίου. Οι Τούρκοι εξανάγκασαν τους Έλληνες να παραδοθούν με τη συμφωνία ότι δεν θα τους πείραζαν. Πραγματικά όμως, όλος ο πληθυσμός εσφάγη (ο Κριτόβουλος και Ίμβριος δίνει την ακριβέστερη περιγραφή του Γαρδικίου: Το «Φρούριον Γαρδίκιον» είναι πάνω σ' ένα βουνό ψηλό κι απότομο, πάνω από ένα φαράγγι «παρά την είσοδος του μεγάλου όρους της Σπάρτης, ο δε Ζυγός λέγεται», ΙΙΙ, σ.21-22).
«Σήμερα ένα χωριό φέρει το όνομα Γαρδίκι, ανατολικά από το Λεοντάρι, στους πρόποδες του όρους Τσιμπερού... Αλλά δεν υπάρχουν ίχνη μεσαιωνικού Κάστρου στην περιοχή, το μέρος δεν ταιριάζει με τον χαρακτηρισμό «τόπος άγριος και δύσβατος», τέλος η απόσταση από το Μακρυπλάγι φαίνεται υπερβολική. Το πολύ-πολύ να διερωτηθούμε, μήπως το βενετικό έγγραφο του 1422 αναφέρεται σ' αυτό το Γαρδίκι, αφού μιλάει για Πάνου και Κάτου Γαρδίκι, για βουνό Ανεμοδούρι, που θα μπορούσε να είναι η Τσιμπερού, αφού Ανεμοδούρι είναι κι ένα χωριό, δύο χλμ. απόσταση βορειοδυτικά από το Γαρδίκι. Θα πρεπε, για να το βεβαιώσουμε, να εξηγήσουμε το όνομα Πάχη, που μας ξεφεύγει η θέση της, και το πρώτο ενετικό έγγραφο μας φαίνεται ότι είναι αντίθετο προς αυτήν την ταύτιση. Αλλ' άν ακολουθήσουμε το Χρονικό του Μορέως, τον Κριτόβουλο, που τοποθετεί το οχυρό στην είσοδο του όρους της Σπάρτης ή Ζυγού, και τον Χαλκοκονδύλη, που διηγείται ότι οι Τούρκοι κατευθύνθησαν έπειτα προς την Αρκαδιά (Κυπαρρισσία), πρέπει ν' αναζητήσουμε το Γαρδίκι μάλλον προς τα νότια του Λεονταριού, παρά προς τα ανατολικά. Λοιπόν, ένα άλλο Γαρδίκι βρίσκεται μακριά, κάτω προς τα νότια, στους λόφους ανατολικά του κάμπου της κάτω Μεσσηνίας, 8 χμ. σ' ευθεία γραμμή από την Καλαμάτα. Στα περίχωρα υπάρχουν πολλά παλαιόκαστρα και ο Pacifico, που το γνωρίζει, εκεί τοποθετεί το επεισόδιο του 1460 (Pacifico: Descrizione... σσ 109, 113). Είμαστε πλέον αρκετά μακριά από το Μακρυπλάγι και το Λεοντάρι. Παρ' όλ' αυτά, η γνώμη του Buchon, που το εταύτισε με τα σημαντικά ερείπια του Παλαιοκάστρου «Κόκλα» ή «Κόκκαλα» (ο γαλλικός χάρτης γράφει: Κόκκαλα) προς τα νοτιοδυτικά του όρους «Ελληνίτσα», μπορεί να θεωρηθεί πιθανή».
Επακολουθεί μια λεπτομερής περιγραφή του Κάστρου, όπως το είδαν ο Buchon και ο Vischer7 και συνεχίζει ο A. Bon:
«Ο Βuchon θέλησε να ξαναβρεί σ' αυτό το μέρος το πεδίον της μάχης, που συνεκρούσθησαν στα 1264 οι Έλληνες και οι Φράγκοι... Αλλά δεν μπορεί κανείς να βεβαιώσει ότι η μάχη έγινε σ' αυτό το βραχώδες ύψωμα και όχι στους λόφους που βρίσκονται νοτίως του Μακρυπλαγιού. Όμως είναι πολύ πιθανό ότι αυτήν την πόλη εξεπόρθησε ο Μωάμεθ ο Β' και έσφαξε τον πληθυσμό της, παραβαίνοντας τη συμφωνία του... Η θέση δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε από τότε».
«Ένα σημείο μένει αβέβαιο: Το Γαρδίκι που αναφέρουν τα βενετικά έγγραφα είναι το ίδιο με τα «Κόκκαλα» ή πρέπει να το ταυτίσουμε με το Γαρδίκι που βρίσκεται ανατολικά του Λεονταρίου; Δυο φορές το Γαρδίκι αναφέρεται μαζί με το βουνό Ανεμοδούρι. Παρ' όλ' αυτά φαίνεται πολύ λίγο πιθανό ότι η Βενετία διεκδικώντας αυτή τη θέση, θα σκόπευε να επεκτείνει την επικράτειά της τόσο βαθιά στο εσωτερικό. Ποτέ δεν σκέφθηκε, φαίνεται, να καταλάβει το Λεοντάρι που είναι σημαντικό φρούριο, ενώ το Γαρδίκι, πιο ανατολικά, δεν παρουσιάζει κανένα ίχνος οχυρώσεως. Για να προστατεύσει τις κτήσεις της στη Μεσσηνία η Βενετία ήταν λογικό να κρατά τα κάστρα που εποπτεύουν στους δρόμους που έρχονται από το κέντρο της Πελοποννήσου, όπως συνέβαινε με το Γαρδίκι, απέναντι από το Μακρυπλάγι. Το κείμενο της συνεδρίας του Συμβουλίου της 9 Ιουλίου 1416 φαίνεται να το επιβεβαιώνει: «Loca Del Gardachi vicina al Anemenduri quae sunt ad viam Landari» δηλαδή «κοντά στο δρόμο πού, ξεκινώντας από τη Μεσσηνία, πηγαίνει προς το Λεοντάρι». Βλέπει λοιπόν κανείς ότι μπορεί να υπήρχε, εκτός από το χωριό του βράχου, κι άλλο χωριό πιο χαμηλά, όπως το λέει το έγγραφο του 1422. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι υπήρχε εκεί κοντά ένα βουνό ονομαζόμενο Ανεμοδούρι και ότι η περιοχή έφερε το όνομα Πάχη».
Αυτά γράφει σχετικά με το Γαρδίκι ο σοφός καθηγητής Bon και όλοι μας, όπως λέει στη ΒΖ (τόμ. 65 (1972) και Macleod W., σε μελέτη του για τα Κάστρα του Μοριά (σ. 353 κ.ε.) «όλοι μας πρέπει να στηριζόμαστε στου καθηγητή Bon το magnum opus».
Ο Mac Leod από τα τέσσερα Γαρδίκια, που καταγράφονται στον κατάλογο των Κάστρων του Μοριά του Stefano Magno, έτους 1467 (τον δημοσίευσε ο Κ. Hopf: Chr. Grecoromanes... Βερολίνο 1873, σσ. 202 206) τοποθετεί το «Gordichi Salo» ή «Gradizzi Piccolo» στο Κάστρο «Κόκκαλα» του Buchon (σ. 360), το «Tradici grando» στο Γαρδίκι του Λεονταρίου (σήμερα: Αναβρυτό), το τρίτο στο Γαρδίκι της Θουρίας («Απάνου και Κάτου Γαρδίκι») (σ. 358), και το τέταρτο στα νότια της Αχαΐας.
Καιρός να διατυπώσουμε και την γνώμη μας.
Με επιτόπια έρευνα το περασμένο καλοκαίρι, εξακριβώσαμε ότι, χωρίς αμφιβολία, το «Πάνω Γαρδίκι» και «Κάτω Γαρδίκι» (επισήμως σήμερα: Ανω Αμφεια και Κάτω Αμφεια) είναι το Γαρδίκι κοντά στη Θουρία και μέσα στο «Τζιρόρεμα», όπως λέγεται αλλιώς η λαγκάδα του χειμάρρου Ξερίλα, που από το Δυρράχι και την Πολιανή κατεβαίνει προς τον κάμπο της Θουρίας, χωρίζοντάς την σε δυο συνοικισμούς, «Φρουντζάλα» και «Καμάρι», και έπειτα προχωρεί και χύνεται στον Πάμισο. Ποιες οι αποδείξεις που δίνουμε;
Εν πρώτοις τα ονόματα των δύο συνοικισμών του Γαρδικιού «Πάνω Γαρδίκι» (λέγεται και «Πανωκάμπι») και «Κάτω Γαρδίκι» (λέγεται και «Βουρκολιά») ακούγονται και σήμερα, όπως ακριβώς αναφέρονται και στα έγγραφα της Βενετίας.
Κοντά στο Κάτω Γαρδίκι υπάρχει ένα ύψωμα που λέγεται «Ανεμοδούρι» (Πίν. ΞΗ', εικ. 3).
Η περιοχή που αναφέρεται ως Πάχη είναι η πλαγιά ενός βουνού, που η κορυφή του φθάνει 1283μ. ύψος, προς τα νότια του Γαρδικιού. Το όνομα όμως δεν λέγεται Πάχη αλλά Ράχη. Πολύ εύκολα εξηγείται το λάθος του αντιγραφέα που έγραψε το ελληνικό Ρ ως λατινικό P. «Κόκκινη Ράχη» ονομάζεται το βουνό στο χάρτη της περιοχής της Καλαμάτας του Battista Agnese (βλ. σχετικό χάρτη στο σύγγραμμα «The University of Minnesota Messenia expedition-Minnesota 1972), και «Γούπατα Ράχης» στο χάρτη της δικής μας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας8. Το «Ad viam Lendari» («προς το δρόμο του Λεονταρίου») του εγγράφου εξηγείται, επειδή ο δρόμος αυτός του Ξερίλα οδηγούσε πάντοτε, μέσω Δυρραχίου, προς το Λεοντάρι, όπως και σήμερα και καινούργιος δρόμος (Πίν. ΞΗ', εικ. 2).
Όμως, στα έγγραφα της Βενετίας αναφέρονται και Fortilicia (πύργοι) στο Επάνω και Κάτω Γαρδίκι. Οι έρευνές μας στο Επάνω Γαρδίκι για να βρούμε ερείπια πύργου έμειναν άκαρπες, πράγμα όχι παράξενο, ύστερα από τόσους αιώνες, σε μέρος συνεχώς κατοικούμενο. Αλλά στο Κάτω Γαρδίκι υπάρχουν ακόμη ερείπια ενός κτιρίου που λέγεται «Παλιόπυργας», γύρω στα 500 μέτρα απόσταση από το ύψωμα Ανεμοδούρι, διαστάσεων 13x 20μ., που χρησιμοποιήθηκε και ως λιοτριβειό. Υποθέτουμε ότι αυτός είναι ο ένας από τους δύο βενετικούς πύργους που αναφέρονται στα έγγραφα.
Τα παραπάνω τοπωνύμια μάς καθορίζουν με βεβαιότητα αυτό το Γαρδίκι ώς το Γαρδίκι των εγγράφων της Βενετίας. Μας εξηγούν ακόμη και την ονομασία «Gardichi Salo» ή «Gardichi Piccolo» του καταλόγου του Hopf, άν η Βενετσιάνικη λέξη Salo, όπως υποθέτουμε, σημαίνει ό,τι και η γαλλική λέξη Sale= βρώμικος. «Βουρκουλιά» (=λασπότοπος) σημαίνει αυτό ακριβώς.
Για να χαρακτηρίζεται αυτό το Γαρδίκι και ως Gardichi piccolo στον κατάλογο του 1471, ποιο είναι άραγε το Gardichi grando του καταλόγου; Επειδή, κατά την τόσο έξυπνη αποκατάσταση της σειράς των κάστρων από τον Macleod, τα κάστρα είναι στη σειρά: Lendaris Dirrachi Gordichi Salo, πιθανώτατο είναι, όπως πιστεύει και ο Bon, ότι Tradici grando είναι το Γαρδίκι της Τσιμπερούς, ανατολικά του Λεονταρίου. Κι' από τα δυό άλλα του Καταλόγου, αφού το ένα κατά τον Macleod (BZ, ένθ' ά. σ. 358) πρέπει να βρισκόταν στην Αχαΐα, μεταξύ Πατρών και Καλαβρύτων, το τελευταίο Γαρδίκι που απομένει στον κατάλογο των κάστρων του 1467 είναι το Γαρδίκι του βουνού «Ελληνίτσα», απέναντι από το Μακρυπλάγι της βόρειας Μεσσηνίας, που ήταν γνωστό με το όνομα «Κόκκαλα», ύστερα από την μεγάλη σφαγή των κατοίκων του στα 1460 από τον Μωάμεθ τον Πορθητή.
Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι σ' αυτό το Γαρδίκι έγινε και η ιστορική μάχη του 1264 μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων, που έληξε με πανωλεθρία των Ελλήνων, των οποίων πιάσθηκαν αιχμάλωτοι και οι δύο στρατηγοί, που μετά την μάχη είχαν κρυφθεί
εις ένα σπήλαιον, εις μίαν λαγκάδα απέσω, εκεί όπου ένι σήμερον το κάστρο Γαρδικίου (Χρ. Μορ. 5429-30).
Παρ' όλο που ο Γερμανός περιηγητής Vischer ευρήκε στην περιοχή μια σπηλιά πολύ ταιριαστή με την περιγραφή του χρονικού, ο Bon δεν βρίσκει τη θέση τέτοια, που να ανταποκρίνεται στις εξελίξεις της μάχης. Θα πούμε παρακάτω και τη δική μας γνώμη, μιλώντας για το Μακρυπλάγι.
δ) Μακρυπλάγι
Είναι το πασίγνωστο «ντερβένι», που συνδέει την πάνω Μεσσηνία με την Αρκαδία, αυτό που ένα χρυσόβουλλο του Ανδρονίκου Παλαιολόγου9 όνομάζει «βασιλικήν οδόν» και που στην έξοδό του βρίσκονταν οι «Χοιρόλακκοι», και υποθετικώς το Val de Calamy (κοιλάς του Καλαμιού (και το χωριό «Λουτρά» (La Lutra) (που το εταύτιζαν με το χωριό Λουτρό της Οιχαλίας).
«Μια άλλη μάχη, γράφει ο Bon (ένθ' ά. σελ. 422), διαδραματίσθηκε στα σύνορα της Μεσσηνίας το 1264. Το στενό του Μακρυπλαγίου είναι το πέρασμα από όπου ο δρόμος από τη Μεσσηνία πηγαίνει κατ' ευθείαν προς την Αρκαδία. Ανεβαίνει κανείς μέσα σε μια δασώδη περιοχή, με απόκρημνες πλαγιές, σκεπασμένη από δάση πλούσια σε βελανιδιές, για να κατευθυνθεί έπειτα προς το Λεοντάρι ή το οροπέδιο της Μεγαλοπόλεως. Η θέση αυτού του στενού είναι απολύτως βέβαιη. Στο γαλλικό χάρτη της αποστολής του Maison αναφέρεται το Χάνι του Μακρυπλαγιού. Εύκολα εξηγούμε πώς το ελληνικό και το φραγκικό στράτευμα συγκρούσθηκαν εδώ το 1264: "αφού παρέκαμψαν από τα βόρεια την οροσειρά του Ταϋγέτου, ύστερα από την ήττα τους στην Ήλιδα, επεχείρησαν να επιδράμουν στη Μεσσηνία. Αλλά και πάλιν έπαθαν μεγάλην ήττα."
Επειδή λοιπόν το ελληνικό Χρονικό λέει, ότι το πρωί της ημέρας που έγινε αυτή η μάχη, το φραγκικό στράτευμα «εκ τo Καλάμι ανέβηκεν και πάει στο Μακρυπλάγι», το Καλάμι αυτό οπωσδήποτε πρέπει να βρίσκεται εκεί κοντά. Και επειδή χωριό Καλάμι δεν υπάρχει κοντά στην έξοδο του Μακρυπλαγιού, και αφού το γαλλικό Χρονικό λέει ότι το στράτευμα ανέβηκε από το Val de Calalmy, επόμενο είναι το Καλάμι αυτό και το Val de Calamy να είναι ένα και το αυτό. Το αραγωγικό χρονικό πάλι ονομάζει την περιοχή «Plano de los lacos» ή «Los laguos, επομένως και οι «Λάκκοι» συμπίπτουν με το «Val de Calalmy». Πράγματι, σ' όλους ήταν γνωστό ότι στην έξοδο του Μακρυπλαγίου βρίσκονταν «του Λάκκου τα χωρία» (χωριά της Οιχαλίας). Επίσης ο Σγουρομάλης άρχοντας του Μυστρά, στα 1293, πέρασε από τα Λουτρά (La Lutra) και το Val de Calamy και περνώντας από το Μακρυπλάγι έφθασε στη Βελιγοστή (Λεοντάρι). Καμμιά λοιπόν αμφιβολία για τους μελετητές ότι ένα Μακρυπλάγι υπάρχει, αυτό της Μεσσηνίας πρός Αρκαδίαν, και στην είσοδό του βρίσκονταν οι «Λάκκοι» και το «Λουτρό» καθώς και το κάστρο του Γαρδικίου». Αυτά γράφει ο αείμνηστος καθηγητής.
Όμως κατά την ταπεινή μας γνώμη, το πράγμα δεν είναι βέβαιο. Είδαμε ότι τα «Λουτρά» δεν μπορεί να είναι παρά η περιοχή της Θουρίας. Και για να ονομασθεί η περιοχή Val de Calamy πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει και χωριό Καλάμι, από το οποίο να πήρε το όνομά της. Τέτοιο χωριό δεν υπάρχει στην επάνω Μεσσηνία. Και σ' όλη τη Μεσσηνία ένα μοναχά Καλάμι υπάρχει! Σήμερα είναι ένα μικρό χωριό κοντά στη Θουρία, αλλά στο Μεσαίωνα ήταν «μητροκωμία» («κεφαλοχώρι»10), Αυτό θα ήταν λογικό να δώσει και το όνομά του στο Val de Calamy, και όχι το ανύπαρκτο Καλάμι της επάνω Μεσσηνίας.
Υπάρχουν όμως και οι «Λάκκοι». Αλλά το Χρονικό του Μορέως ξεχωρίζει καθαρά «του Λάκκου τα χωρία» από τους «Λάκκους των Γριτσένων». Αυτοί δεν μπορεί να βρίσκονταν αλλού από την κάτω πεδιάδα και μάλιστα την περιοχή της Καλαμάτας, γιατί ο βαρώνος των Γριτσένων Lucas είχε τη βαρωνία του στα «μέρη της Καλαμάτας», επιφορτισμένος να επιτηρεί τα γύρω ορεινά περάσματα. Το αραγωνικό χρονικό γράφει σχετικά: "Ο Lucas παίρνει και φέουδα «en las partidas de Calamata ... e fue nombrada la caval leria o baronia de la Gresena" (Αραγ. Χρονικό 126. Bon σ. 420 σημ. 11).
Πώς να λυθούν λοιπόν όλες αυτές οι δυσκολίες; Και πώς να υποστηρίξουμε άλλη λύση και να βρεθούμε σ' αντίθεση με την ομόφωνη γνώμη τόσο διαπρεπών ερευνητών;
Περιοριζόμαστε απλώς να θέσουμε υπ' όψη τους ένα νέο στοιχείο πού, άν και πασίγνωστο στούς περιοίκους, από κανένα συγγραφέα δεν αναφέρεται, ούτε δικό μας ούτε ξένο. Κι αυτό το νέο στοιχείο είναι ότι υπάρχει δεύτερο Μακρυπλάγι, κι' αυτό βρίσκεται στην Κάτω Μεσσηνία μέσα στην λαγκαδιά του Ξερίλα, εκεί που ανηφορίζει ο δρόμος από το Γαρδίκι προς την Πολιανή και σε μήκος αρκετών χιλιομέτρων, μέχρι που συναντά το «Τζιρόρεμα» (ρέμα της οικογενείας των Τζιραίων11), μια φοβερή «κλεισούρα» απ' όπου περνάει κι ο καινούργιος δρόμος, και πιο πάνω ανοίγει η ωραία και εύφορη κοιλάδα της Πολιανής, της πατρίδας του Παπαφλέσσα.
Είδαμε από τα έγγραφα της Βενετίας πόσο σημαντική εθεωρείτο η Λαγκαδιά του Ξερίλα, ώστε ν' απασχολήσει το Συμβούλιο της δυο φορές σε ταραχώδεις συνεδριάσεις. Γιατί λοιπόν να μην υποθέσουμε ότι και η ιστορική μάχη του 1264 έγινε σ' αυτήν την λαγκαδιά, σ' αυτό το Μακρυπλάγι, κι' όχι στο Μακρυπλάγι της επάνω Μεσσηνίας; Ακριβώς από κάτω από αυτό το «μικρό» Μακρυπλάγι, σε μιάς ώρας το πολύ πορεία, βρίσκεται το Καλάμι, εκεί κοντά και τα «Λουτρά», και εκεί και οι «Λάκκοι» των Γριτσένων, όπου η βαρωνία του Lucas. Ενώ ούτε Καλάμι ούτε Λουτρά υπάρχουν στο μεγάλο Μακρυπλάγι. Και αν θα θέλαμε να εξηγήσουμε την αιτία αυτής της συγχύσεως, φυσικό είναι να πούμε ότι το πασίγνωστο Μακρυπλάγι της επάνω Μεσσηνίας επισκίασε το μικρό Μακρυπλάγι της Θουρίας, εκεί που υποθέτουμε ότι μπορεί να έγινε μάχη στα 1264.
Η λαγκαδιά αυτή ήταν πολύ σπουδαία, όπως το δείχνουν τα έγγραφα της Βενετίας. Και ήταν σπουδαία επειδή από εκεί συνήθιζαν τα στρατεύματα του Μυστρά να κάνουν τις επιδρομές τους. Εκεί είχε ορισθεί και ο τόπος συγκεντρώσεως των στρατευμάτων στα 1205. Και πολύ πιθανόν το Ελληνικό στράτευμα που είχε ηττηθεί στην Ήλιδα εκεί να θέλησε να στήσει «χωσίες» («έγκρύμματα», λέει το χρονικό) στους Φράγκους στα 1264.
Η πορεία του στρατεύματος των Φράγκων που είχε «κατουνέψει» στα Μουντρα της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) και λογάριαζαν ότι το αύριον Σάββατον ήθελαν πολεμήσει εκεί πλησίον εις τα βουνά όπου έβλεπαν απέχει (5308-9) υποθέτουμε ότι δεν έγινε προς τα βουνά του Μακρυπλαγιού της Αρκαδίας (τα οποία άλλωστε δεν φαίνονται από εκεί) αλλά προς το βουνό του Ταϋγέτου (Ζυγου), που φαίνεται πολύ καθαρά. Η απόστασή του δεν είναι μεγαλύτερη από όσο απέχει το άλλο Μακρυπλάγι.
Και το ότι μετά τη μάχη οι Φράγκοι προχώρησαν προς την Βελιγοστη (Λεοντάρι), δεν παραξενεύει. Ο δρόμος προς Δυρράχι- Λεοντάρι επήγαινε και από εκεί, όπως και ο σημερινός.
Δυσκολία παρουσιάζει όμως το ότι οι στρατηγοί των Ελλήνων Φιλής και Μακρυνός συνελήφθησαν αιχμάλωτοι εις το «κάστρον Γαρδικίου». Το Γαρδίκι της Θουρίας όμως δεν έχει κάστρο (αργότερα έγιναν οι δύο βενετικοί πύργοι). Για ποιό Γαρδίκι άραγε πρόκειται; Ο Buchon και ο Vischers βρίσκουν ότι ταιριάζει πολύ με την περιγραφή του Χρονικού το Γαρδίκι της «Ελληνίτσας» (Στ. Δραγούμη, έ.ά. σελ. 184 ).Και επειδή αυτό βρίσκεται μακριά από το μεγάλο Μακρυπλάγι, επικαλείται το Γαλλικό Χρονικό που λέει ότι «οι αιχμάλωτοι ήσαν από της προτεραίας αφωπλισμένοι» (avaient ete désarmes un jour avant) για να δικαιολογήσει πώς βρέθηκαν τόσο μακριά από το Μακρυπλάγι, ώστε να τους αναζητούν «διά κοιλάδων και ορέων» (par vaulx et par montaignes). Αλλά το ίδιο ισχύει και αν η μάχη έγινε στο μικρό Μακρυπλάγι της Θουρίας. Εκτός αν θεωρήσουμε για «κάστρον Γαρδικίου», το «Παλιόκαστρον της Θουρίας, που ίσως είχε εν τω μεταξύ ανακαινισθεί, ώστε να δικαιολογιέται η λέξη «σήμερον» του Χρονικού, από την οποίαν συμπεραίνουμε ότι το κάστρο δεν υπήρχε στα 1264, που έγινε η μάχη. Η Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνου, η περίφημη «Ιζαμπώ» του Τερζάκη, όταν εχήρεψε στα 1297 από τον Florent d' Ainaut είχε προβεί, για την ασφάλεια του πριγκιπάτου της από τις επιδρομές των Ελλήνων του Μυστρά, στις επισκευές πολλών κάστρων. Γιατί να μην ανεκαίνισε και το «Παλιόκαστρο» της Θουρίας, που βρισκόταν στο στόμιο της λαγκαδιάς του Ξερίλα;
Οπωσδήποτε ξέρουμε πόσο λίγο πιθανή είναι αυτή η υπόθεσή μας αφού κανείς μέχρι σήμερα δεν ονομάζει «κάστρο Γαρδικόν» το «Παλιόκαστρο» ή «Ελληνικά» της Θουρίας, και ξέρουμε πόσο ανθεκτικά είναι τα τοπωνύμια στο στόμα του λαού. Όμως το ίδιο συμβαίνει και με το «Γαρδίκι» της «Ελληνίτσας». Όλοι το ονομάζουν «Κόκκαλα» ή «Κόκλα» και κανείς Γαρδίκι. Οι ειδικοί ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους.
ε) Πολίχνη ή Πολιανή;
Αλλά το ενδιαφέρον αυτής της σπουδαίας λαγκαδιάς του Ξερίλα της Θουρίας δεν τελειώνει έως εδώ. Ίσως σ' αυτήν να βρούμε το κλειδί για να λύσουμε κι' ένα άλλο τοπογραφικό πρόβλημα που γεννήθηκε από τη δημοσίευση μεσαιωνικών εγγράφων από τους καθηγητές Longnon και Topping (Documents sur le régime des terre dans la principauté de Morée au XIVe siè cle-Paris, 1969) Πρόκειται για το σημαντικό χωριό Petoni (ή Pittone ή Pitogno). Οι εκδότες σοφοί καθηγητές γράφουν: «Petoni είναι ένα από τα φέουδα που απαριθμούνται στο έγγραφο ΙΙΙ... Και ένα σπουδαίο μέρος του εγγράφου IV σ' αυτό αναφέρεται... Παρουσιάζεται επίσης σ' ένα έγγραφο του 1342 καθώς και στη διαθήκη του Nicolas Acciajuoli... Το όνομα του σπουδαίου αυτού χωριού δεν έχει επιζήσει. Βρισκόταν «in Castellania Cala matae» δηλ. στην πάνω ή κάτω πεδιάδα της Μεσσηνίας ή στις γύρω ορεινές περιοχές... Τοπωνύμια όπως Carbuniologo (Καρβουνόλογγος;) Clisura (Κλεισούρα), Faracobuno (Φαρακλό Βουνό;) Longa Rachi (Μακρυά Ράχη), Playe (Πλαγιά ή Πλάϊ;) Profunda langada (Βαθιά Λαγκάδα) και Monte Zellini (Όρος Ελληνίτσα;)12 (όλες οι μεταφράσεις των ονομάτων είναι δικές μου), δείχνουν ότι το Petoni βρισκόταν σε περιοχή ορεινή. Τη θέση του αυτή εξηγούν λόγοι ασφαλείας, εξ αιτίας της μόνιμης δυνατότητας να δέχεται επιθέσεις από τους Έλληνες του Μυστρά... Πραγματικά σ' ένα έγγραφο του 1342 η περιοχή Val de Calamy αναφέρεται ως «ερημωμένη και σχεδόν τέλεια κατεχόμενη» (et quasi totaliter occupata) από τον εχθρό (δηλ. τους Έλληνες) σε σημείο που ο Νικόλαος Ατζιαγιώλης κατασκεύασε με έξοδά του ένα κάστρο για να προστατεύσει την περιοχή... Από τις ενδείξεις αυτές καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Petoni βρισκόταν σε κάποια ορεινή περιοχή, κοντά στη Μεσσηνιακή πεδιάδα, προς τα δυτικά και τα βόρεια... Οπωσδήποτε ένα τόσο σπουδαίο χωριό, με τόσους κατοίκους, στην καλλιεργούμενη περιοχή του, θα περιείχε πολλά τοπωνύμια, πολλά χωράφια κάτω στον κάμπο, και μερικά χωρίς αμφιβολία σε μεγάλη απόσταση από τον κεντρικό συνοικισμό (ένθ' άν. σελ. 241-242)».
Οι καθηγητές Longnon και Topping το τοποθετούν στην περιοχή της επάνω μεσσηνιακής πεδιάδας και συγκεκριμένα στο χωριό Πολίχνη. Δεν μας φαίνεται πιθανόν, άν κρίνουμε από τα παραπάνω τοπωνύμια «Καρβουνόλογγος, Κλεισούρα, Φαρακλό Βουνό, Μακριά Ράχη, Πλαγιά (ή Πλάι), Βαθιά Λαγκάδα και βουνό Zellini (=Ελληνίτσα;) (ο Vasmer παράγει το όνομα από σλαβικό Jelenica), ότι το χωριό αυτό μπορεί να είναι η Πολίχνη. Οπωσδήποτε είναι η Πολιανή, με την οποίαν ταιριάζουν και πολλά από τα τοπωνύμια, και το είδος των προϊόντων: σιτηρά, κριθάρι, κρασί, λάδι, πορτοκάλια (αυτά οπωσδήποτε κάτω στον κάμπο). Η Πολιανή αναφέρεται σαν συνοριακό χωριό και σ' ένα έγγραφο του αρχείου Grimani της Βενετίας, που καθορίζει τα όρια της Καστελλανίας της Καλαμάτας. Και επειδή το έγγραφο αυτό ενδιαφέρει πολύ την Καλαμάτα, το δημοσιεύουμε σε μετάφραση, κάνοντας και μερικές διορθώσεις.
«Η Καλαμάτα περιέχει σταροχώραφα στην πεδιάδα της, καθώς και απότομα και δασωμένα βουνά για βοσκή, ένα δάσος από λεύκες στον κάμπο της και αμπέλια. Ανατολικά συνορεύει προς τη Μάνη στο χωριό Πολιανή, στην περιφέρεια Λεονταρίου. προς τη Λαγκάδα του Ξεροπόταμου (του Ξερίλα της Θουρίας;) και προς το δημόσιο δρόμο. Προς το μέρος της Μάνης σύνορο είναι οι Αγιοι Πάντες (σημ. υπάρχουν και σήμερα κοντά στους στρατώνες της Καλαμάτας) και από τους παραπάνω Αγιους Πάντες το μοναστήρι του Αι Λιά Lifero (σημ. και Αιλιάς αυτός υπάρχει ακόμη). Το Lifero (Λίθαρος;) όμως δεν ακούγεται σήμερα, όμως η περιοχή λέγεται και Αϊ Σίδερος (= Αγιος Ισίδωρος). Μήπως αυτό είναι το Lifero;) Και το βουνό του Κυριάκου (sic) συνορεύει με το χωριό της Πολιανής (σημ. το βουνό λεγόταν «τού Κυριακού», από τη μεγάλη αρχοντική οικογένεια των Κυριακών της Καλαμάτας, που είχε εκεί ελαιώνες). Προς τα βόρεια συνορεύει προς το παραπάνω βουνό της Πολιανής και το βουνό του Κυριακού. Δυτικά συνορεύει με τα χωριά Κουρτσαούσι (Σπερχογεία), Αίζαγα (Αντικάλαμος), Καλαμάκι (=Καλάμι) και Ασπρόχωμα, προς το παραπάνω βουνό του Κυριακού, το κάτω Βουνό, την Μαυροσπηλιά (σημ. όλα αυτά τα ονόματα βρίσκονται στον χάρτη του Battista Agnese που επισυνάπτεται στο κείμενο του τόμου UMME (Πανεπιστημίου της Μιννεσότας, 1972) και από την παραπάνω δημόσια οδό προς την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Η Εκκλησία της Αγίας Κυριακής συνορεύει προς το χωριό Ασπρόχωμα. Προς τα νότια έχει τη θάλασσα (σημ. η θάλλασα στο χάρτη γράφεται ως «Χονδρός Αμμος» και «Ameruca». Το Ameruca οπωσδήποτε είναι «Μπούκα».) Καλλιεργούμενα χωράφια στον κάμπο: 6.000 Campi. Ορεινά και δασωμένα βοσκοτόπια 7.000 3/4 Campi, 90 Tavole. «Τσαπάδες» αμπελιών, ελαιοπερίβολα, μουριές, εκκλησίες λειτουργούμενες, σπίτια σκεπασμένα με πλάκες, οικογένειες, λιοτριβεια (δυστυχώς οι αριθμοί έχουν μείνει ασυμπλήρωτοι).
Το Campo Padovano ισοδυναμούσε προς 1,710 του στρέμματος (το στρέμμα είναι 0,75 του Campo, η Tavola είναι τα 84/1000 του Campo και η Zapada =όσο σκάβει μια μέρα ένας εργάτης». Το δάσος από λεύκες βρισκόταν στον κάμπο της Καλαμάτας, όπως φαίνεται και στον χάρτη του Battista Agnese, που επισυνάπτεται στο κείμενο.
στ) Καλύβια- Ξερομηλιά
Στον ίδιο τόμο των εγγράφων που εξέδωσαν οι Longnon και Topping υπάρχει και ένα έγγραφο δωρεάς της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Catherine de Valoi (1307-1346) προς τον Νικόλαος Acciajuoli, η οποία του δωρίζει τα εξής χωριά της βορειοδυτικής Μάνης: Αρμυρό, Καλύβια, Κανάλι, Ξερομηλιά, Λαγκάδα, Τσίμοβα (Αρεόπολη), Διρό. Απ' αυτά τα περισσότερα έχουν και σήμερα το ίδιο όνομα. Το Κανάλι δεν έχει γίνει δυνατό να ταυτισθεί. Τα Καλύβια υποθέτουν οι εκδότες ότι είναι το χωριό Κάλυβες κοντά στην Καρδαμύλη, επειδή δεν υπάρχει άλλο χωριό με σχετικό όνομα σ' αυτό το μέρος της Μάνης. Εμείς πιστεύουμε ότι πρόκειται για τα Καλύβια της Σέλιτσας (Βέργας) κοντά στο Αρμυρό, γιατί τα δυό χωρια αναφέρονται μαζί «Episseme seu Gabellae dictorum casalium Armiro et Calidia» «επίσημα» ή (λατινιστι) Gabellae είναι «αφεντικά δικαιώματα»). Οι περιοχές τους συνορεύουν.
Όσο για την Ξερομηλιά δεν έχουμε καμμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για την γνωστή Μηλιά του τέως δήμου Λεύκτρου, όπου επί Τούρκων ήταν η καπετανία των Κυβέλων, στον πύργο των οποίων βρήκε καταφύγιο ο Κολοκοτρώνης σε παιδική ηλικία, μετά την εξόντωση της οικογένειάς του.
Υστερόγραφο
Αυτός που γράφει δεν φιλοδόξησε τώρα, στο λυκόφως της ζωής του, δάφνες επιστημονικές. Εντελώς εκ περιστάσεως, εξ αφορμής της συγκλήσεως στη Σπάρτη εφέτος (1975) το καλοκαίρι του Α' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, κατά προτροπή του φίλου του γλωσσολόγου κ. Δ. Βαγιακάκου φιλοτιμήθηκε να ερευνήσει μερικά τοπογραφικά της μεσαιωνικής Καλαμάτας. Προσπάθησε, όσο μπόρεσε, να ενημερωθεί βιβλιογραφικά στις βιβλιοθήκες της Αθήνας, της Βιέννης και του Παρισιού. Αλλά προπάντων έκαμε έρευνα επί τόπου. Πιστεύει πως αυτή δεν έμεινε άκαρπη. Αν από τις υποθέσεις του βγεί κάποια ωφέλεια, οσοδήποτε μικρή, θα είναι η πιο μεγάλη αμοιβή του.
Εκφράζει κι από δώ την ευγνωμοσύνη του σ' όλους όσοι τον βοήθησαν και ιδιαιτέρως στους κ.κ. 1) Παναγιώτη Νικολαΐδη, φιλόλογο-φροντιστη στην Καλαμάτα 2) Αθαν. Παπαδόπουλο, παλιό μαθητή του και σήμερα Δ/ντή Κοινων. Υπηρεσιών νομού Μεσσηνίας και 3) Δημήτρ. Μουνδρέα, ανιψιό του, έμπορο στην Παραλία Καλαμάτας.
Ηλ. Λ. Μουνδρέα. Επιτ. Εκπαιδ. Συμβούλου
Τοπωνυμικά της Μεσσηνίας (στην εποχή της Φραγκοκρατίας)
Πρακτικά Α' διεθνούς συνεδρίου Πελοποννησιακών σπουδών, τόμος δεύτερος
Έπειτα το Χρονικό του Βιλλαρδουΐνου (μετ. Στεφ. Δραγούμη)
328. "Ούτως απήλθον (από Κορίνθου) εκ του στρατοπέδου Γουλιέλμος ο Σαμπλίττης και Γοδοφρείδος και Βιλλαρδουΐνος, άγοντες ως μάλιστα 100 ίππότας και μέγαν αριθμόν εφίππων σεργεντών, εισήλασαν εις την χώραν του Μορέως και κατέδραμον μέχρι της Μεθώνης. Ο δε Μιχάλης μαθών ότι μετά τόσον ολίγων ανδρών ήσαν εν τη χώρα συνήθροισεν αυτός πολλούς- και ήσαν θαυμαστός αριθμός (Et ce fu une merveille de gent)- προήλασε δε κατ' αυτών ως άνθρωπος πεποιθώς ότι έμελλε να ζωγραφήση και συλλάβη εις τας χείρας αυτού το όλον."
329: "Οτε δε (οι Σαμπλίττης και Βιλλαρδουίνος) ήκουσαν ότι ο Μιχάλης επήρχετο, ωχύρωσαν την Μεθώνην, ήτις από πολλού έκειτο κατεδαφισμένη, και κατέλιπον εκεί τάς τε αποσκευάς αυτών και τους άνδρας τους ψιλούς. Προελάσαντες δε μίαν ημέραν συνετάχθησαν εις μάχην όσοι ήσαν εν όλω -ήσαν δ' εν μειονεξία διότι δεν είχαν περισσοτέρους των 500 ανδρών εφίππων, ενώ οι άλλοι ήσαν 5.000. Αλλ' επειδή αι τυχαι έρχονται όπως θέλει ο Θεός, κατετρόπωσαν τους Έλληνας και διέσπασαν και ενίκησαν. Και οι Έλληνες απώλεσαν πολλά (et iperdirent mult li Grieu). Εκείνοι δ' εκέρδισαν ουκ ολίγους ίππους και όπλα, λαφύρων δε άλλων μέγαν αριθμόν. Και έπειτα έν χαρά και αγαλλιάσει επανήλθον εις την Μεθώνη"5.
Για την εξέλιξη της πολεμικής επιχειρήσεως προτιμούμε να ακολουθήσου με τον αιδ. R-J Loenertz, πού, σε περισπούδαστο άρθρο του («Byzantion», 43 (1973) σσ. 360-394), διορθώνει σε πολλά την έκθεση του A. Bon, και αποκαθιστά ως εξής την διαδοχή των γεγονότων: «Φθινόπωρο του 1204. Ο Γοδ. Βιλλαρδουΐνος κ' οι σύντροφοί του αποβιβάζονται στη Μεθώνη. Συμμαχεί μ' έναν Έλληνα τοπάρχη εναντίον ενός γείτονά του και μαζί υποτάσσουν μια περιοχή της Μεσσηνίας. Ο πρώτος τοπάρχης (Ιωάννης Καντακουζηνός) πεθαίνει. Ο γιός του εξεγείρει τους Έλληνες και θέλει να διώξει τους Φράγκους. Οι σύντροφοι του Βιλλαρδουΐνου, γύρω στους 400, παραμένουν στη Μεθώνη, ενώ αυτός πηγαίνει στο Ναύπλιο, που το πολιορκεί ο Boniface de Monferrat. Στο στρατόπεδό του βρίσκει το φίλο και συμπατριώτη του Champlitte και με την έγκριση του Βονιφάτιου κι οι δυο μαζί, με 100 ιππότες του Σαμπλί γυρίζουν στη Μεθώνη. Ο «Μιχάλης» συναγείρει τους πληθυσμούς κι έρχεται να τους αντιμετωπίσει. Ξεκινούν κι οι Φράγκοι, έφιπποι, από τη Μεθώνη κι ύστερα από ολοήμερη πορεία συγκρούονται μαζί του. Οι Έλληνες συντρίβονται. Μετά την νίκη εκπορθούν χωρίς πολλήν αντίσταση την Κορώνη, που ο Σαμπλίττης δίνει στο Βιλλαρδουΐνο ως φέουδό του. Έρχεται κατόπιν η σειρά της Καλαμάτας, που η πολιορκία της κράτησε πολύ και που η άλωση της εσήμανε την υποταγή όλου του μεσσηνιακού κάμπου (ο χρονογράφος Βιλλαρδουΐνος γράφει (8 330): «I cel chastel les travailla mult longuement: αυτό το κάστρο τους παίδεψε πολύν καιρό»...)
Και συνεχίζει ο Loenertz: «Το πεδίο της μάχης βρισκόταν σε απόσταση μιας ημέρας έφιππη πορεία από τη Μεθώνη (60 χμ;), στον κάμπο της Μεσσηνίας αναμφιβόλως. Αλλά τα ελληνικά στρατεύματα εξεκίνησαν από πιό μακριά, γιατί ο «Μιχάλης» προχωρούσε για να χτυπήσει τους Φράγκους στη Μεθώνη». Κι επειδή ο αιδ. Loenertz με αδρά επιχειρήματα απέδειξε ότι ο «Μιχάλης» αυτός δεν μπορούσε να ήταν ο Μιχαήλ Α' Κομνηνός Δούκας, δεσπότης της Ηπείρου, όπως είχε γίνει μέχρι σήμερα γενικά παραδεκτό από τους ιστορικούς (και τον ίδιο τον Α. Bon), δεν ξέρουμε τι επιρροή μπορούσε να έχει στη χώρα και πως είχε αποκτήσει το ηθικό κύρος, χάρη στο οποίο μπόρεσε να στρατολογήσει έναν τόσο πολυάριθμο στρατό, που άξιζε το θαυμασμό του χρονογράφου Βιλλαρδουΐνου («une merveille de gent» 328), αληθινά όμως δεν ξέρει κανείς αν πρόκειται για θαυμασμό ή για έκπληξη»)... Είναι λοιπόν δυνατόν, μάλλον πιθανόν ότι ο χρονογράφος εσύγχισε το Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό με τον Έλληνα πολεμάρχο του 1205, προπάντων άν τυχόν αυτός είχε το όνομα Μιχάλης. Αυτό το όνομα του δίνει κι ο αείμνηστος Αδ. Αδαμαντίου στο άρθρο του « Βιλλαρδουΐνοι», στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία του Πυρσού.
Πιστεύουμε ότι η εγκυρότερη γνώμη από όσες μέχρι τώρα επροτάθησαν για τη θέση της μάχης είναι του Loenertz. Η ολοήμερη έφιππη πορεία του φράγκικου στρατού, που δεν της είχε αποδοθεί η σημασία που άξιζε, μάς τοποθετεί το πεδίο της μάχης σε απόσταση 60- 65 χλμ. από τη Μεθώνη. Αποκλείεται λοιπόν η μάχη να έγινε στα βόρεια της Μεσσηνίας, προς τα σύνορα της Αρκαδίας, όπως υποθέτει ο A. Bon (ένθ' άν. σελ. 422), ο οποίος γράφει σχετικά: «Τα κείμενα μας καλούν να τοποθετήσουμε στη βόρεια περιοχή της Μεσσηνίας, στα κράσπεδα της Αρκαδίας, μερικά στρατιωτικά επεισόδια της ιστορίας του πριγκιπάτου. Τάχα δεν πρέπει σ' αυτά τα μέρη να τοποθετήσουμε την περίφημη μάχη του φθινοπώρου του 1205, την μόνη που χρειάστηκε να δώσουν οι κακακτητές; Το ελληνικό χρονικό, μόνον αυτό, ορίζει ακριβώς ότι διεξήχθη στον Ελαιώνα των Κουντούρων (sic!), στους Καπησκιάνους ή Καψικίαν. Αυτά τα ονόματα δεν υπάρχουν τώρα στην Πελοπόννησο. Ένα μεγάλο χωριό (τα Κούντουρα) υπάρχει στα σύνορα της Ατττικής και της Μεγαρίδος, αλλά τίποτε δεν επιτρέπει να σκεφθούμε ότι η σύγκρουση μεταξύ των Φράγκων της Μεσσηνίας και των Ελλήνων έλαβε χώραν τόσο μακριά προς τα βόρεια. Ζήτησαν να ταυτίσουν την Καψικίαν- Καπησκιάνους και βρήκαν στην Αρκαδία, δυτικά της Μαντινείας, το χωριό Κάψια. Σ' αυτήν την υπόθεση μπορεί να αντιτάξει κανείς τρείς αντιρρήσεις: η θέση είναι πολύ μακριά από τη Μεσσηνία, ώστε οι Φράγκοι που ήσαν απασχολημένοι με την πολιορκία των θέσεων αυτής της περιοχής να μην μπορούν να έλθουν εδώ για να χτυπήσουν τους Έλληνες. Τα ελληνικά στρατεύματα που έρχονταν από το Νίκλι, τη Βελιγοστηή, τη Λακεδαιμονία, το (δυτικό) Ταύγετο (Ζυγός του Μελιγκού), τα «χωρία του Λάκκου» κατευθύνονται, σύμφωνα με το Χρονικό, στον «Χρυσορρέαν». Δεν μπορούμε να βρούμε τη θέση αυτού του χωριού, αλλά όλοι οι αναφερόμενοι τόποι βρίσκονται γύρω από την επάνω πεδιάδα της Μεσσηνίας ή μέσα στην ίδια την πεδιάδα... Η περίφημη μάχη λοιπόν του Ελαιώνα των Κουντούρων (sic!) εδόθη, κατά τη γνώμη μας, στις υπώρειες των βουνών της Αρκαδίας, στην επάνω πεδιάδα της Μεσσηνίας». Αυτά λοιπόν γράφουν σχετικά με την θέση της μάχης οι δυο σοφοί ιστορικοί.
Τολμούμε τώρα να εκθέσουμε και τη δική μας γνώμη, γιατί, παρ' όλο το σεβασμό που τρέφουμε στις αυθεντίες, και με όλη τη συναίσθηση της δικής μας μετριότητας, πιστεύουμε ότι έχουμε να παρουσιάσουμε μερικά χρήσιμα στοιχεία για την λύση του τοπογραφικού αυτού προβλήματος.
Στα 1967 είδε το φως της δημοσιότητας και πολύτιμη εργασία των καθηγητών Δημ. Γεωργακά και William Macdonald: Τοπωνύμια της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, Αθήναι, 1967, («Πελοποννησιακά», τ.ΣΤ'). Μέσα στα τοπωνύμια αυτά βρίσκονται μερικά σχετικά με όσα αναφέρει το Χρονικό του Μορέως. Πρώτο τοπωνύμιο: «Συκιές του Καψιώτη» στην περιοχή της Κορώνης. Δεύτερο: «Tα Κουντουραίικα» (από επώνυμο Κούνδουρος), κοντά στο Μαυρομμάτι της Ιθώμης. Έχοντας υπ' όψη μας την απόσταση των 60- 65 χμ. που υπολογίζει ο Loenertz, απορρίπτουμε το πρώτο και δεχόμαστε το δεύτερο, που βρίσκεται σ' αυτήν την απόσταση, στο κέντρο της μεσσηνιακής πεδιάδας.
Αλλά η πιθανότητα αυτή μετατρέπεται σε βεβαιότητα με το τοπωνύμιο «Χρυσορρέας». Είχαμε την καλή τύχη, με επιτόπια έρευνα στην περιοχή της Θουρίας, ν' ακούσουμε το τοπωνύμιο αυτό από το στόμα πολλών χωρικών του χωριού Ντελήμεμι (επισήμως: Αιθαία). Ακούγεται σήμερα ως (το) «Χρυσορρόϊ» και βρίσκεται στα δυτικά ριζά της ακροπόλεως της αρχαίας Θουρίας (που σήμερα λέγεται «Ελληνικά» ή «Παλιόκαστρο») (βλ. Πίν. ΞΗ', εικ. 1).
Για τη θέση αυτή είχε προ 65 ετών γράψει και τότε έφορος Αχαιοτήτων και έπειτα καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέας Σκιάς (Αρχ. Εφημ. 1911, σ. 117): «Περαιτέρω δε παρά την θέσιν «Ελληνικό», ήτις φαίνεται ότι έκειτο έξω της περιοχής της αρχαίας πόλεως, υπάρχουσι κατ' αμφοτέρας τας κλιτύς του λόφου, ήτοι προς ανατολάς, αντικρύ του χωρίου Γαρδίκι και προς δυσμάς αντικρύ του χωρίου Φαρμίσι, περί τους 20 αρχαίοι τάφοι λελαξευμένοι εν τη κατωφερεία... Κατά την προς δυσμάς κλιτύν υπάρχουσα 2 μόνον τοιούτοι τάφοι... Σημειωτέον όμως ότι έκ της κλιτύος ταύτης τα όμβρια ύδατα κατέρχονται προς το χωρίον Δελήμεμι, ένθα πρότινων ετών ευρέθησαν μικρά χρυσά τεχνουργήματα, ήτοι αλυσείδια, κρίκοι, κοκκία κλπ., άτινα ίσως έχουσι παρασυρθή υπό των υδάτων, έκ τινος προϊστορικού τάφου υπάρχοντος κατά ταύτην την πλευράν... Νομίζω ότι θα ήτο τα μάλιστα ευκταίον να ενεργηθή αυτόθι συστηματική ανασκαφή...»
Την παρατήρηση του Σκιά επρόσεξε και ο αρμοδιώτατος για την τοπογραφία της Μεσσηνίας Σουηδός αρχαιολόγος Βαλμίν (Nattan Valmin: Etudes topographiques sur la Messenie ancienne, Lund, 1930 σελ. 59). «O Σκιάς, γράφει ο Valmin, μιλάει για ψήγματα χρυσού σε ένα χείμαρρο της δυτικής πλαγιάς και υποθέτει ότι προέρχονται από τάφο θαλαμοειδή ή θολωτό. Είναι δυνατό, αλλά όχι αποδειγμένο».
Ό,τι όμως ο αείμνηστος Valmin είχε θεωρήσει «όχι αποδειγμένο» και ο Σκιάς πολύ πιθανό, βεβαιώθηκε τελευταία από τον αρχαιολόγο καθηγητή R. Hope-Simpson. Ο τελευταίος αυτός όχι μόνο επεσήμανε τον μυκηναϊκό θολωτό τάφο, για τον οποίον είχε μιλήσει ο Σκιάς, αλλά άκουσε και το όνομα «Χρυσορρόϊ» (το γράφει «Χρυσορρόη») που θυμίζει (την) «Χρυσορρέαν» του Χρονικού), όπως το σημειώνει στην υποσημείωση 59 σελ. 123 της Επετηρίδας της Αγγλικής Αρχ. Σχολής Αθηνών (B.S.A., τόμ.56 (1961): Χρυσορρόη). Κι έτσι εμάθαμε κι εμείς ότι δεν ήμασταν ο πρώτος που το βρήκε. Αλλά το πράγμα δεν έχει καμμιά σημασία (βλ. Πίν. ΞΗ', εικ. 2).
Το όνομα «Χρυσορρέας» προέρχεται από αρχαίον δωρικό τύπο «Χρυσορρόας», γιατί στη Μεσσηνία μιλιόταν στην αρχαιότητα δωρική διάλεκτος, αφού και οι Μεσσήνιοι ήσαν Δωριείς. «Μεσσήνιοι δε εκτός Πελοποννήσου τριακόσια έτη μάλιστα ήλώντο, εν οίς ούτε εθών εισι δηλοι παραλύσαντές τι τών οίκοθεν, ούτε την διάλεκτον την δωρίδα μετεδιδάχθησαν, αλλά και εις ημάς έτι το ακριβές αυτής Πελοποννησίων μάλιστα έφύλαττον» (Παυσ. Μεσσ., XXVII).
Αργότερα φαίνεται ότι, με την «κοινή», επεκράτησαν ιωνικοί τύποι και η αιτιατική «τον Χρυσορρόαν» έγινε τον «Χρυσορρόην», κι απ' αυτό πιθανώς προέρχεται το «Χρυσορρόϊ».
Παραλλήλως όμως εμάθαμε τελευταία6 ότι ο ίδιος ο χείμαρρος Ξερίλας της Θουρίας πρέπει να λεγόταν «Χρυσορρόας», επειδή στην κοίτη του βρίσκονται ψήγματα χρυσού. Σ' επιστολή του της 16.10.1975 στην εφημερίδα «Σημαία» της Καλαμάτας (αρ. φύλλου 19738 έτος 61ον) γράφει ο γνωστός γιατρός της Καλαμάτας κ. Δημήτριος Τσάκαλος: «Ενθυμούμαι από διηγήσεις του πατέρα μου καθώς και άλλων συμπατριωτών μου από την Θουρίαν, ότι εις τον Ξερίλα αυτό, μετά τα πρωτοβρόχια, επήγαιναν ωρισμένοι κάτοικοι της περιοχής και εμάζευαν ψήγματα χρυσού. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ήτανε κάτοικοι του χωρίου Αιθαία (πρώην Ντελήμεμι). Τα ψήγματα αυτά του χρυσού τα εμάζευαν άλλοι με τσιμπιδάκια και άλλοι με βελόνες και τα ετοποθέτουν μέσα σε δακτυλήθρες του ραψίματος. Όταν εμάζευαν αρκετήν ποσότητα, την πουλούσαν στους χρυσοχόους, ιδίως της Καλαμάτας. Περιοχή την οποίαν προτιμούσαν για το μάζεμα των ψηγμάτων ήτανε τα μέρη της κοίτης του Ξερίλα που βρίσκονται στο ύψος της μονής Αγίων Αναργύρων. Διαλέγανε χώρους μέσα στην κοίτη, κοντά στις όχθες του χειμάρρου και σε λακκούβες με άμμο. Φαίνεται πως εκεί ευρίσκανε τα περισσότερα ψήγματα χρυσού».
Έτσι λοιπόν η πιθανότητα για τη θέση που έγινε η μάχη των Καπησκιάνων ή του «Ελαιώνα του Κούνδουρου» (κι όχι των «Κουντούρων») βρίσκεται στην περιοχή της Ιθώμης. Από το «Χροσορρόϊ» της Θουρίας η απόσταση είναι λίγα χιλιόμετρα. Εκεί πρέπει να «έπαρασύρθησαν» τα ελληνικά στρατεύματα για να συγκρουσθούν με τους πολύ λιγότερους Φράγκους (το ένα δέκατο της δυνάμεως τους!) και εκεί πρέπει να έγινε η καταστροφή. Όσο για τον ηγέτη τους, αφού αποκλείεται να είναι ο Μιχαήλ Δούκας Κομνηνός, θα διακινδυνεύσουμε μια υπόθεση: μήπως ήταν ο γιος του Ιωάννη Καντακουζηνού, που είχε αποδιώξει τους Φράγκους, μετά το θάνατο του πατέρα του; Η πράξη του αυτή, όταν την έμαθε ο λαός, θα είχε σηκώσει μεγάλον ενθουσιασμό και θα του έδωσε το κύρος να γίνει λαϊκός ηγέτης. Ξέρουμε τους Έλληνες πώς ενώνονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν ξένον επιδρομέα. Μπορεί λοιπόν ο Καντακουζηνός αυτός, που ίσως το μικρό του όνομα ήταν «Μιχάλης», να ήταν ο ηγέτης του ελληνικού στρατεύματος, όπως δέχεται και ο Αδαμαντίου. Αλλά φυσικά αυτό είναι απλή υπόθεση.
β) Λουτρό- Λουτρά
Στην περιοχή αυτή, γύρω από τις δυτικές παρυφές της ακροπόλεως της αρχαίας Θουρίας, πρέπει να εντοπισθούν τα «Λουτρά» (la Lutra) του γαλλικού Χρονικού του Μορέως, τα οποία όλοι μέχρι σήμερα ταυτίζουν με το χωριό «Λουτρό» της Οιχαλίας. Το γαλλικό χρονικό (Βιβλίο της Κουγκέστας 736) μιλώντας για τον άρχοντα του Μυστρά Σγουρομάλλη, που κατέβαινε από το Μυστρά για να παραδώσει στους Φράγκους το Κάστρο της Καλαμάτας στα 1293, γράφει «I vint par la contrée de Veligourt et descendit par le Macry Plagi au val de Calamy et puis ala par la Lutra et ala tout droit au chastel de Calamate» (ήρθε από τα μέρη της Βελιγοστής και κατέβηκε από το Μακρυπλάγι στην κοιλάδα του Καλαμίου κι έπειτα πήγε από τα Λουτρά και πήγε ολόϊσια (ολόρθα) στο Κάστρο της Καλαμάτας). Απ' εδώ φαίνεται ότι τα Λουτρά ήσαν κοντά στην Καλαμάτα κι έτσι δεν μπορεί να ταυτισθούν με το χωριό «Λουτρό» της Οιχαλίας. Το όνομα «Λουτρά» είναι και σήμερα κοινόλεκτο στους κατοίκους της περιοχής και οφείλεται σ' ένα επιβλητικό αρχαίο κτίριο μισοερειπωμένο, που ο κόσμος το έλεγε «Λουτρά», και που βρίσκεται σε 500 μέτρα απόσταση από το χωριό Βεΐζαγα (Άνθεια), προς τα δυτικά.
Ο Valmin γράφει σχετικά (ένθ' ά. σελ. 56). «Πάντοτε υπήρχε η γνώμη ότι η αρχαία Θουρία βρισκόταν κοντά στα χωριά Βεΐζαγα, Ντελήμεμι και Φαρμίσι (σημ.: όλα κάτω από το ύψωμα της αρχαίας ακροπόλεως)... γύρω από τη θέση «Λουτρά». Σ' αυτήν τη θέση βλέπομε τα ρωμαϊκά λείψανα ενός λουτρού ή βίλλας».
Αυτά λοιπόν είναι «la Lutra» του γαλλικού Χρονικού, σε απόσταση 8-10 χιλιομ. από την Καλαμάτα. Και ομολογούμε την απορία μας, πώς κανείς από τους ερευνητές δεν πρόσεξε τόσα χρόνια το πασίγνωστο αυτό τοπωνύμιο, που πάντοτε εμφανίζεται στον τύπο «la Lutra» και όχι «Λουτρό». Η μόνη εξήγηση είναι ότι το αναζητούσαν κοντά στο Μακρυπλάγι, που γι' αυτούς ήταν και είναι το Μακρυπλάγι της επάνω Μεσσηνίας.
γ) Γαρδίκι
Γιατί όμως ορίσθηκε ως τόπος συγκεντρώσεως των στρατευμάτων ο Χρυσορρέας; Μια ματιά στο Χάρτη, νομίζουμε, το εξηγεί. Το σημείο αυτό βρίσκεται σε ίσην απόσταση για όσους έρχονται από «του Λάκκου τα χωρία» (χωριά Οιχαλίας), από το «Ζυγό του Μελιγκού» (χωριά της νοτιοδυτικής Μάνης) και από την ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου (Λακεδαιμονία= μεσαιωνική Σπάρτη), Νίκλι (=Τεγέα) και «Βελιγοστή (=Λεοντάρι), άν έπαιρναν το δρόμο μέσω Δυρραχίου και χαράδρας του Ξερίλα προς τον κάμπο της Θουρίας. Τον τελευταίο αυτό δρόμο όλοι τον έχουμε περάσει, ανεβαίνοντας από Καλαμάτα πρός Πολιανή- Δυρράχι (από εδώ τα τελευταία χρόνια πέρασε και ο καινούργιος δρόμος (βλ. χάρτη περιοχής Πίν. ΞΘ', εικ. 2). Αλησμόνητη μας μένει ακόμη, ύστερα από 45 χρόνια, η φοβερή μεγαλοπρέπεια της λαγκαδιάς αυτής, με το δρόμο να φιδοσέρνεται στη δεξιά πλαγιά της και την κοίτη του Ξερίλα ν' ασπρίζει στο βάθος της ρεματιάς. Ηταν ανέκαθεν πέρασμα πολυσύχναστο, ιδίως για όσους έρχονταν από Μυστρά προς την περιοχή της Καλαμάτας. Αναφέρεται και στον Χάρτη του Αγγλικού Ναυαρχείου υπ' αριθμ. 723 «The Admiralty bandbook of Greece». Επίσης παλαιότερα ο αείμνηστος σχολάρχης Αθ. Πετρίδης το περιγράφει (Ανακάλυψις της αρχαίας πόλεως Αμφείας, Καλαμάτα, 1877) και τελευταία και ερευνητής της μεσσηνιακής ιστορίας και τοπογραφίας κ. Π. Γεωργούντζος, ο οποίος κατάγεται από εκείνη την περιοχή (Η Αρχαία Αμφεια- «Μεσσηνιακά» (1969-70), σελ. 161-174).
Επομένως εξηγείται γιατί το σημείο αυτό ορίσθηκε ως συγκέντρωση των στρατευμάτων.
Η χαράδρα αυτή του χειμάρρου Ξερίλα ανέκαθεν εθεωρείτο ως πολύ σπουδαία. Η καθηγήτρια Σοφία Αντωνιάδη την έχει καταγράψει στα τοπωνύμια που συνέλεξε από το Αρχείο Grimani της Βενετίας και την γράφει ως «Vala (di) Xerilla» (Χαριστήριον εις Αναστ. Ορλάνδον, Γ', σ.192). Ασφαλώς περί αυτού του Ξερίλα πρόκειται, και όχι «Ξεραΐλα», όπως μεταφράζει.
Ο Αθαν. Πετρίδης μέσα σ' αυτή τη χαράδρα τοποθετεί και την αρχαία Αμφεια, στη θέση Βιτσά, κοντά στο Δυρράχι. Εκεί βρίσκεται και το Γαρδίκι, που η Δημοκρατία της Βενετίας το θεωρούσε τόσο σπουδαίο, ώστε να γίνει θέμα δύο συνεδριάσεων του Συμβουλίου της. “Ο A. Bon γράφει σχετικά:
«Το όνομα Γαρδίκι απαντάει σε δυό έγγραφα της Βενετίας. Το Συμβούλιο της Δημοκρατίας διεκδικεί στα 1416, έπειτα στα 1422, μαζί με τις θέσεις και τα χωριά που ο δεσπότης του Μυστρά είχε αποσπάσει από το πριγκιπάτο της Αχαΐας τα fortilicia (= δυναμάρια, πύργους) στο «Απάνου» και «Κάτου» Γαρδίκι κοντά στο βουνό Ανεμοδούρι στην περιοχή της Πάχης, στο δρόμο προς το Λεοντάρι, που κρατούσαν οι Έλληνες (Σάθας, Doc. Inéd. Ι, σ. 62 «loca del Gardachi vicina al Enemunduri quae sunt ad viam Landari) και σ. 117 «sit etiam nostri domini illa Pars de pacbi, que solebat teneri et possedi per Graecos cum monte del' Anemoduri et cuin fortiliciis de Aranue Catu Gardichi»). Στα 1423 οι Τούρκοι φθάνουν μέχρι το Λεοντάρι και το Γαρδίκι («το Γαρδικόν»). Τέλος στα 1460, τον καιρό της τουρκικής κατακτήσεως, το Γαρδίκι είναι το θέατρο ενός επεισοδίου, που το διηγούνται ο Σφραντζής, ο Χαλκοκονδύλης και ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος. Αφήνοντας κατά μέρος τις διαφορές στις λεπτομέρειες, μπορεί κανείς να δεχθεί ότι οι Τούρκοι έχοντας κυριεύσει την Σπάρτη-Μυστρά, ξανανέβηκαν την κοιλάδα του Ευρώτα, κυρίευσαν στην πορεία τους το οχυρωμένο Καστρί (κοντά στην Καστάνια) και έφθασαν στο Λεοντάρι. Αλλά ο πληθυσμός είχε φύγει και είχε ζητήσει καταφύγιο στη μικρή οχυρωμένη πόλη και στο κάστρο του Γαρδικίου. Οι Τούρκοι εξανάγκασαν τους Έλληνες να παραδοθούν με τη συμφωνία ότι δεν θα τους πείραζαν. Πραγματικά όμως, όλος ο πληθυσμός εσφάγη (ο Κριτόβουλος και Ίμβριος δίνει την ακριβέστερη περιγραφή του Γαρδικίου: Το «Φρούριον Γαρδίκιον» είναι πάνω σ' ένα βουνό ψηλό κι απότομο, πάνω από ένα φαράγγι «παρά την είσοδος του μεγάλου όρους της Σπάρτης, ο δε Ζυγός λέγεται», ΙΙΙ, σ.21-22).
«Σήμερα ένα χωριό φέρει το όνομα Γαρδίκι, ανατολικά από το Λεοντάρι, στους πρόποδες του όρους Τσιμπερού... Αλλά δεν υπάρχουν ίχνη μεσαιωνικού Κάστρου στην περιοχή, το μέρος δεν ταιριάζει με τον χαρακτηρισμό «τόπος άγριος και δύσβατος», τέλος η απόσταση από το Μακρυπλάγι φαίνεται υπερβολική. Το πολύ-πολύ να διερωτηθούμε, μήπως το βενετικό έγγραφο του 1422 αναφέρεται σ' αυτό το Γαρδίκι, αφού μιλάει για Πάνου και Κάτου Γαρδίκι, για βουνό Ανεμοδούρι, που θα μπορούσε να είναι η Τσιμπερού, αφού Ανεμοδούρι είναι κι ένα χωριό, δύο χλμ. απόσταση βορειοδυτικά από το Γαρδίκι. Θα πρεπε, για να το βεβαιώσουμε, να εξηγήσουμε το όνομα Πάχη, που μας ξεφεύγει η θέση της, και το πρώτο ενετικό έγγραφο μας φαίνεται ότι είναι αντίθετο προς αυτήν την ταύτιση. Αλλ' άν ακολουθήσουμε το Χρονικό του Μορέως, τον Κριτόβουλο, που τοποθετεί το οχυρό στην είσοδο του όρους της Σπάρτης ή Ζυγού, και τον Χαλκοκονδύλη, που διηγείται ότι οι Τούρκοι κατευθύνθησαν έπειτα προς την Αρκαδιά (Κυπαρρισσία), πρέπει ν' αναζητήσουμε το Γαρδίκι μάλλον προς τα νότια του Λεονταριού, παρά προς τα ανατολικά. Λοιπόν, ένα άλλο Γαρδίκι βρίσκεται μακριά, κάτω προς τα νότια, στους λόφους ανατολικά του κάμπου της κάτω Μεσσηνίας, 8 χμ. σ' ευθεία γραμμή από την Καλαμάτα. Στα περίχωρα υπάρχουν πολλά παλαιόκαστρα και ο Pacifico, που το γνωρίζει, εκεί τοποθετεί το επεισόδιο του 1460 (Pacifico: Descrizione... σσ 109, 113). Είμαστε πλέον αρκετά μακριά από το Μακρυπλάγι και το Λεοντάρι. Παρ' όλ' αυτά, η γνώμη του Buchon, που το εταύτισε με τα σημαντικά ερείπια του Παλαιοκάστρου «Κόκλα» ή «Κόκκαλα» (ο γαλλικός χάρτης γράφει: Κόκκαλα) προς τα νοτιοδυτικά του όρους «Ελληνίτσα», μπορεί να θεωρηθεί πιθανή».
Επακολουθεί μια λεπτομερής περιγραφή του Κάστρου, όπως το είδαν ο Buchon και ο Vischer7 και συνεχίζει ο A. Bon:
«Ο Βuchon θέλησε να ξαναβρεί σ' αυτό το μέρος το πεδίον της μάχης, που συνεκρούσθησαν στα 1264 οι Έλληνες και οι Φράγκοι... Αλλά δεν μπορεί κανείς να βεβαιώσει ότι η μάχη έγινε σ' αυτό το βραχώδες ύψωμα και όχι στους λόφους που βρίσκονται νοτίως του Μακρυπλαγιού. Όμως είναι πολύ πιθανό ότι αυτήν την πόλη εξεπόρθησε ο Μωάμεθ ο Β' και έσφαξε τον πληθυσμό της, παραβαίνοντας τη συμφωνία του... Η θέση δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε από τότε».
«Ένα σημείο μένει αβέβαιο: Το Γαρδίκι που αναφέρουν τα βενετικά έγγραφα είναι το ίδιο με τα «Κόκκαλα» ή πρέπει να το ταυτίσουμε με το Γαρδίκι που βρίσκεται ανατολικά του Λεονταρίου; Δυο φορές το Γαρδίκι αναφέρεται μαζί με το βουνό Ανεμοδούρι. Παρ' όλ' αυτά φαίνεται πολύ λίγο πιθανό ότι η Βενετία διεκδικώντας αυτή τη θέση, θα σκόπευε να επεκτείνει την επικράτειά της τόσο βαθιά στο εσωτερικό. Ποτέ δεν σκέφθηκε, φαίνεται, να καταλάβει το Λεοντάρι που είναι σημαντικό φρούριο, ενώ το Γαρδίκι, πιο ανατολικά, δεν παρουσιάζει κανένα ίχνος οχυρώσεως. Για να προστατεύσει τις κτήσεις της στη Μεσσηνία η Βενετία ήταν λογικό να κρατά τα κάστρα που εποπτεύουν στους δρόμους που έρχονται από το κέντρο της Πελοποννήσου, όπως συνέβαινε με το Γαρδίκι, απέναντι από το Μακρυπλάγι. Το κείμενο της συνεδρίας του Συμβουλίου της 9 Ιουλίου 1416 φαίνεται να το επιβεβαιώνει: «Loca Del Gardachi vicina al Anemenduri quae sunt ad viam Landari» δηλαδή «κοντά στο δρόμο πού, ξεκινώντας από τη Μεσσηνία, πηγαίνει προς το Λεοντάρι». Βλέπει λοιπόν κανείς ότι μπορεί να υπήρχε, εκτός από το χωριό του βράχου, κι άλλο χωριό πιο χαμηλά, όπως το λέει το έγγραφο του 1422. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι υπήρχε εκεί κοντά ένα βουνό ονομαζόμενο Ανεμοδούρι και ότι η περιοχή έφερε το όνομα Πάχη».
Αυτά γράφει σχετικά με το Γαρδίκι ο σοφός καθηγητής Bon και όλοι μας, όπως λέει στη ΒΖ (τόμ. 65 (1972) και Macleod W., σε μελέτη του για τα Κάστρα του Μοριά (σ. 353 κ.ε.) «όλοι μας πρέπει να στηριζόμαστε στου καθηγητή Bon το magnum opus».
Ο Mac Leod από τα τέσσερα Γαρδίκια, που καταγράφονται στον κατάλογο των Κάστρων του Μοριά του Stefano Magno, έτους 1467 (τον δημοσίευσε ο Κ. Hopf: Chr. Grecoromanes... Βερολίνο 1873, σσ. 202 206) τοποθετεί το «Gordichi Salo» ή «Gradizzi Piccolo» στο Κάστρο «Κόκκαλα» του Buchon (σ. 360), το «Tradici grando» στο Γαρδίκι του Λεονταρίου (σήμερα: Αναβρυτό), το τρίτο στο Γαρδίκι της Θουρίας («Απάνου και Κάτου Γαρδίκι») (σ. 358), και το τέταρτο στα νότια της Αχαΐας.
Καιρός να διατυπώσουμε και την γνώμη μας.
Με επιτόπια έρευνα το περασμένο καλοκαίρι, εξακριβώσαμε ότι, χωρίς αμφιβολία, το «Πάνω Γαρδίκι» και «Κάτω Γαρδίκι» (επισήμως σήμερα: Ανω Αμφεια και Κάτω Αμφεια) είναι το Γαρδίκι κοντά στη Θουρία και μέσα στο «Τζιρόρεμα», όπως λέγεται αλλιώς η λαγκάδα του χειμάρρου Ξερίλα, που από το Δυρράχι και την Πολιανή κατεβαίνει προς τον κάμπο της Θουρίας, χωρίζοντάς την σε δυο συνοικισμούς, «Φρουντζάλα» και «Καμάρι», και έπειτα προχωρεί και χύνεται στον Πάμισο. Ποιες οι αποδείξεις που δίνουμε;
Εν πρώτοις τα ονόματα των δύο συνοικισμών του Γαρδικιού «Πάνω Γαρδίκι» (λέγεται και «Πανωκάμπι») και «Κάτω Γαρδίκι» (λέγεται και «Βουρκολιά») ακούγονται και σήμερα, όπως ακριβώς αναφέρονται και στα έγγραφα της Βενετίας.
Κοντά στο Κάτω Γαρδίκι υπάρχει ένα ύψωμα που λέγεται «Ανεμοδούρι» (Πίν. ΞΗ', εικ. 3).
Η περιοχή που αναφέρεται ως Πάχη είναι η πλαγιά ενός βουνού, που η κορυφή του φθάνει 1283μ. ύψος, προς τα νότια του Γαρδικιού. Το όνομα όμως δεν λέγεται Πάχη αλλά Ράχη. Πολύ εύκολα εξηγείται το λάθος του αντιγραφέα που έγραψε το ελληνικό Ρ ως λατινικό P. «Κόκκινη Ράχη» ονομάζεται το βουνό στο χάρτη της περιοχής της Καλαμάτας του Battista Agnese (βλ. σχετικό χάρτη στο σύγγραμμα «The University of Minnesota Messenia expedition-Minnesota 1972), και «Γούπατα Ράχης» στο χάρτη της δικής μας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας8. Το «Ad viam Lendari» («προς το δρόμο του Λεονταρίου») του εγγράφου εξηγείται, επειδή ο δρόμος αυτός του Ξερίλα οδηγούσε πάντοτε, μέσω Δυρραχίου, προς το Λεοντάρι, όπως και σήμερα και καινούργιος δρόμος (Πίν. ΞΗ', εικ. 2).
Όμως, στα έγγραφα της Βενετίας αναφέρονται και Fortilicia (πύργοι) στο Επάνω και Κάτω Γαρδίκι. Οι έρευνές μας στο Επάνω Γαρδίκι για να βρούμε ερείπια πύργου έμειναν άκαρπες, πράγμα όχι παράξενο, ύστερα από τόσους αιώνες, σε μέρος συνεχώς κατοικούμενο. Αλλά στο Κάτω Γαρδίκι υπάρχουν ακόμη ερείπια ενός κτιρίου που λέγεται «Παλιόπυργας», γύρω στα 500 μέτρα απόσταση από το ύψωμα Ανεμοδούρι, διαστάσεων 13x 20μ., που χρησιμοποιήθηκε και ως λιοτριβειό. Υποθέτουμε ότι αυτός είναι ο ένας από τους δύο βενετικούς πύργους που αναφέρονται στα έγγραφα.
Τα παραπάνω τοπωνύμια μάς καθορίζουν με βεβαιότητα αυτό το Γαρδίκι ώς το Γαρδίκι των εγγράφων της Βενετίας. Μας εξηγούν ακόμη και την ονομασία «Gardichi Salo» ή «Gardichi Piccolo» του καταλόγου του Hopf, άν η Βενετσιάνικη λέξη Salo, όπως υποθέτουμε, σημαίνει ό,τι και η γαλλική λέξη Sale= βρώμικος. «Βουρκουλιά» (=λασπότοπος) σημαίνει αυτό ακριβώς.
Για να χαρακτηρίζεται αυτό το Γαρδίκι και ως Gardichi piccolo στον κατάλογο του 1471, ποιο είναι άραγε το Gardichi grando του καταλόγου; Επειδή, κατά την τόσο έξυπνη αποκατάσταση της σειράς των κάστρων από τον Macleod, τα κάστρα είναι στη σειρά: Lendaris Dirrachi Gordichi Salo, πιθανώτατο είναι, όπως πιστεύει και ο Bon, ότι Tradici grando είναι το Γαρδίκι της Τσιμπερούς, ανατολικά του Λεονταρίου. Κι' από τα δυό άλλα του Καταλόγου, αφού το ένα κατά τον Macleod (BZ, ένθ' ά. σ. 358) πρέπει να βρισκόταν στην Αχαΐα, μεταξύ Πατρών και Καλαβρύτων, το τελευταίο Γαρδίκι που απομένει στον κατάλογο των κάστρων του 1467 είναι το Γαρδίκι του βουνού «Ελληνίτσα», απέναντι από το Μακρυπλάγι της βόρειας Μεσσηνίας, που ήταν γνωστό με το όνομα «Κόκκαλα», ύστερα από την μεγάλη σφαγή των κατοίκων του στα 1460 από τον Μωάμεθ τον Πορθητή.
Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι σ' αυτό το Γαρδίκι έγινε και η ιστορική μάχη του 1264 μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων, που έληξε με πανωλεθρία των Ελλήνων, των οποίων πιάσθηκαν αιχμάλωτοι και οι δύο στρατηγοί, που μετά την μάχη είχαν κρυφθεί
εις ένα σπήλαιον, εις μίαν λαγκάδα απέσω, εκεί όπου ένι σήμερον το κάστρο Γαρδικίου (Χρ. Μορ. 5429-30).
Παρ' όλο που ο Γερμανός περιηγητής Vischer ευρήκε στην περιοχή μια σπηλιά πολύ ταιριαστή με την περιγραφή του χρονικού, ο Bon δεν βρίσκει τη θέση τέτοια, που να ανταποκρίνεται στις εξελίξεις της μάχης. Θα πούμε παρακάτω και τη δική μας γνώμη, μιλώντας για το Μακρυπλάγι.
δ) Μακρυπλάγι
Είναι το πασίγνωστο «ντερβένι», που συνδέει την πάνω Μεσσηνία με την Αρκαδία, αυτό που ένα χρυσόβουλλο του Ανδρονίκου Παλαιολόγου9 όνομάζει «βασιλικήν οδόν» και που στην έξοδό του βρίσκονταν οι «Χοιρόλακκοι», και υποθετικώς το Val de Calamy (κοιλάς του Καλαμιού (και το χωριό «Λουτρά» (La Lutra) (που το εταύτιζαν με το χωριό Λουτρό της Οιχαλίας).
«Μια άλλη μάχη, γράφει ο Bon (ένθ' ά. σελ. 422), διαδραματίσθηκε στα σύνορα της Μεσσηνίας το 1264. Το στενό του Μακρυπλαγίου είναι το πέρασμα από όπου ο δρόμος από τη Μεσσηνία πηγαίνει κατ' ευθείαν προς την Αρκαδία. Ανεβαίνει κανείς μέσα σε μια δασώδη περιοχή, με απόκρημνες πλαγιές, σκεπασμένη από δάση πλούσια σε βελανιδιές, για να κατευθυνθεί έπειτα προς το Λεοντάρι ή το οροπέδιο της Μεγαλοπόλεως. Η θέση αυτού του στενού είναι απολύτως βέβαιη. Στο γαλλικό χάρτη της αποστολής του Maison αναφέρεται το Χάνι του Μακρυπλαγιού. Εύκολα εξηγούμε πώς το ελληνικό και το φραγκικό στράτευμα συγκρούσθηκαν εδώ το 1264: "αφού παρέκαμψαν από τα βόρεια την οροσειρά του Ταϋγέτου, ύστερα από την ήττα τους στην Ήλιδα, επεχείρησαν να επιδράμουν στη Μεσσηνία. Αλλά και πάλιν έπαθαν μεγάλην ήττα."
Επειδή λοιπόν το ελληνικό Χρονικό λέει, ότι το πρωί της ημέρας που έγινε αυτή η μάχη, το φραγκικό στράτευμα «εκ τo Καλάμι ανέβηκεν και πάει στο Μακρυπλάγι», το Καλάμι αυτό οπωσδήποτε πρέπει να βρίσκεται εκεί κοντά. Και επειδή χωριό Καλάμι δεν υπάρχει κοντά στην έξοδο του Μακρυπλαγιού, και αφού το γαλλικό Χρονικό λέει ότι το στράτευμα ανέβηκε από το Val de Calalmy, επόμενο είναι το Καλάμι αυτό και το Val de Calamy να είναι ένα και το αυτό. Το αραγωγικό χρονικό πάλι ονομάζει την περιοχή «Plano de los lacos» ή «Los laguos, επομένως και οι «Λάκκοι» συμπίπτουν με το «Val de Calalmy». Πράγματι, σ' όλους ήταν γνωστό ότι στην έξοδο του Μακρυπλαγίου βρίσκονταν «του Λάκκου τα χωρία» (χωριά της Οιχαλίας). Επίσης ο Σγουρομάλης άρχοντας του Μυστρά, στα 1293, πέρασε από τα Λουτρά (La Lutra) και το Val de Calamy και περνώντας από το Μακρυπλάγι έφθασε στη Βελιγοστή (Λεοντάρι). Καμμιά λοιπόν αμφιβολία για τους μελετητές ότι ένα Μακρυπλάγι υπάρχει, αυτό της Μεσσηνίας πρός Αρκαδίαν, και στην είσοδό του βρίσκονταν οι «Λάκκοι» και το «Λουτρό» καθώς και το κάστρο του Γαρδικίου». Αυτά γράφει ο αείμνηστος καθηγητής.
Όμως κατά την ταπεινή μας γνώμη, το πράγμα δεν είναι βέβαιο. Είδαμε ότι τα «Λουτρά» δεν μπορεί να είναι παρά η περιοχή της Θουρίας. Και για να ονομασθεί η περιοχή Val de Calamy πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει και χωριό Καλάμι, από το οποίο να πήρε το όνομά της. Τέτοιο χωριό δεν υπάρχει στην επάνω Μεσσηνία. Και σ' όλη τη Μεσσηνία ένα μοναχά Καλάμι υπάρχει! Σήμερα είναι ένα μικρό χωριό κοντά στη Θουρία, αλλά στο Μεσαίωνα ήταν «μητροκωμία» («κεφαλοχώρι»10), Αυτό θα ήταν λογικό να δώσει και το όνομά του στο Val de Calamy, και όχι το ανύπαρκτο Καλάμι της επάνω Μεσσηνίας.
Υπάρχουν όμως και οι «Λάκκοι». Αλλά το Χρονικό του Μορέως ξεχωρίζει καθαρά «του Λάκκου τα χωρία» από τους «Λάκκους των Γριτσένων». Αυτοί δεν μπορεί να βρίσκονταν αλλού από την κάτω πεδιάδα και μάλιστα την περιοχή της Καλαμάτας, γιατί ο βαρώνος των Γριτσένων Lucas είχε τη βαρωνία του στα «μέρη της Καλαμάτας», επιφορτισμένος να επιτηρεί τα γύρω ορεινά περάσματα. Το αραγωνικό χρονικό γράφει σχετικά: "Ο Lucas παίρνει και φέουδα «en las partidas de Calamata ... e fue nombrada la caval leria o baronia de la Gresena" (Αραγ. Χρονικό 126. Bon σ. 420 σημ. 11).
Πώς να λυθούν λοιπόν όλες αυτές οι δυσκολίες; Και πώς να υποστηρίξουμε άλλη λύση και να βρεθούμε σ' αντίθεση με την ομόφωνη γνώμη τόσο διαπρεπών ερευνητών;
Περιοριζόμαστε απλώς να θέσουμε υπ' όψη τους ένα νέο στοιχείο πού, άν και πασίγνωστο στούς περιοίκους, από κανένα συγγραφέα δεν αναφέρεται, ούτε δικό μας ούτε ξένο. Κι αυτό το νέο στοιχείο είναι ότι υπάρχει δεύτερο Μακρυπλάγι, κι' αυτό βρίσκεται στην Κάτω Μεσσηνία μέσα στην λαγκαδιά του Ξερίλα, εκεί που ανηφορίζει ο δρόμος από το Γαρδίκι προς την Πολιανή και σε μήκος αρκετών χιλιομέτρων, μέχρι που συναντά το «Τζιρόρεμα» (ρέμα της οικογενείας των Τζιραίων11), μια φοβερή «κλεισούρα» απ' όπου περνάει κι ο καινούργιος δρόμος, και πιο πάνω ανοίγει η ωραία και εύφορη κοιλάδα της Πολιανής, της πατρίδας του Παπαφλέσσα.
Είδαμε από τα έγγραφα της Βενετίας πόσο σημαντική εθεωρείτο η Λαγκαδιά του Ξερίλα, ώστε ν' απασχολήσει το Συμβούλιο της δυο φορές σε ταραχώδεις συνεδριάσεις. Γιατί λοιπόν να μην υποθέσουμε ότι και η ιστορική μάχη του 1264 έγινε σ' αυτήν την λαγκαδιά, σ' αυτό το Μακρυπλάγι, κι' όχι στο Μακρυπλάγι της επάνω Μεσσηνίας; Ακριβώς από κάτω από αυτό το «μικρό» Μακρυπλάγι, σε μιάς ώρας το πολύ πορεία, βρίσκεται το Καλάμι, εκεί κοντά και τα «Λουτρά», και εκεί και οι «Λάκκοι» των Γριτσένων, όπου η βαρωνία του Lucas. Ενώ ούτε Καλάμι ούτε Λουτρά υπάρχουν στο μεγάλο Μακρυπλάγι. Και αν θα θέλαμε να εξηγήσουμε την αιτία αυτής της συγχύσεως, φυσικό είναι να πούμε ότι το πασίγνωστο Μακρυπλάγι της επάνω Μεσσηνίας επισκίασε το μικρό Μακρυπλάγι της Θουρίας, εκεί που υποθέτουμε ότι μπορεί να έγινε μάχη στα 1264.
Η λαγκαδιά αυτή ήταν πολύ σπουδαία, όπως το δείχνουν τα έγγραφα της Βενετίας. Και ήταν σπουδαία επειδή από εκεί συνήθιζαν τα στρατεύματα του Μυστρά να κάνουν τις επιδρομές τους. Εκεί είχε ορισθεί και ο τόπος συγκεντρώσεως των στρατευμάτων στα 1205. Και πολύ πιθανόν το Ελληνικό στράτευμα που είχε ηττηθεί στην Ήλιδα εκεί να θέλησε να στήσει «χωσίες» («έγκρύμματα», λέει το χρονικό) στους Φράγκους στα 1264.
Η πορεία του στρατεύματος των Φράγκων που είχε «κατουνέψει» στα Μουντρα της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) και λογάριαζαν ότι το αύριον Σάββατον ήθελαν πολεμήσει εκεί πλησίον εις τα βουνά όπου έβλεπαν απέχει (5308-9) υποθέτουμε ότι δεν έγινε προς τα βουνά του Μακρυπλαγιού της Αρκαδίας (τα οποία άλλωστε δεν φαίνονται από εκεί) αλλά προς το βουνό του Ταϋγέτου (Ζυγου), που φαίνεται πολύ καθαρά. Η απόστασή του δεν είναι μεγαλύτερη από όσο απέχει το άλλο Μακρυπλάγι.
Και το ότι μετά τη μάχη οι Φράγκοι προχώρησαν προς την Βελιγοστη (Λεοντάρι), δεν παραξενεύει. Ο δρόμος προς Δυρράχι- Λεοντάρι επήγαινε και από εκεί, όπως και ο σημερινός.
Δυσκολία παρουσιάζει όμως το ότι οι στρατηγοί των Ελλήνων Φιλής και Μακρυνός συνελήφθησαν αιχμάλωτοι εις το «κάστρον Γαρδικίου». Το Γαρδίκι της Θουρίας όμως δεν έχει κάστρο (αργότερα έγιναν οι δύο βενετικοί πύργοι). Για ποιό Γαρδίκι άραγε πρόκειται; Ο Buchon και ο Vischers βρίσκουν ότι ταιριάζει πολύ με την περιγραφή του Χρονικού το Γαρδίκι της «Ελληνίτσας» (Στ. Δραγούμη, έ.ά. σελ. 184 ).Και επειδή αυτό βρίσκεται μακριά από το μεγάλο Μακρυπλάγι, επικαλείται το Γαλλικό Χρονικό που λέει ότι «οι αιχμάλωτοι ήσαν από της προτεραίας αφωπλισμένοι» (avaient ete désarmes un jour avant) για να δικαιολογήσει πώς βρέθηκαν τόσο μακριά από το Μακρυπλάγι, ώστε να τους αναζητούν «διά κοιλάδων και ορέων» (par vaulx et par montaignes). Αλλά το ίδιο ισχύει και αν η μάχη έγινε στο μικρό Μακρυπλάγι της Θουρίας. Εκτός αν θεωρήσουμε για «κάστρον Γαρδικίου», το «Παλιόκαστρον της Θουρίας, που ίσως είχε εν τω μεταξύ ανακαινισθεί, ώστε να δικαιολογιέται η λέξη «σήμερον» του Χρονικού, από την οποίαν συμπεραίνουμε ότι το κάστρο δεν υπήρχε στα 1264, που έγινε η μάχη. Η Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνου, η περίφημη «Ιζαμπώ» του Τερζάκη, όταν εχήρεψε στα 1297 από τον Florent d' Ainaut είχε προβεί, για την ασφάλεια του πριγκιπάτου της από τις επιδρομές των Ελλήνων του Μυστρά, στις επισκευές πολλών κάστρων. Γιατί να μην ανεκαίνισε και το «Παλιόκαστρο» της Θουρίας, που βρισκόταν στο στόμιο της λαγκαδιάς του Ξερίλα;
Οπωσδήποτε ξέρουμε πόσο λίγο πιθανή είναι αυτή η υπόθεσή μας αφού κανείς μέχρι σήμερα δεν ονομάζει «κάστρο Γαρδικόν» το «Παλιόκαστρο» ή «Ελληνικά» της Θουρίας, και ξέρουμε πόσο ανθεκτικά είναι τα τοπωνύμια στο στόμα του λαού. Όμως το ίδιο συμβαίνει και με το «Γαρδίκι» της «Ελληνίτσας». Όλοι το ονομάζουν «Κόκκαλα» ή «Κόκλα» και κανείς Γαρδίκι. Οι ειδικοί ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους.
ε) Πολίχνη ή Πολιανή;
Αλλά το ενδιαφέρον αυτής της σπουδαίας λαγκαδιάς του Ξερίλα της Θουρίας δεν τελειώνει έως εδώ. Ίσως σ' αυτήν να βρούμε το κλειδί για να λύσουμε κι' ένα άλλο τοπογραφικό πρόβλημα που γεννήθηκε από τη δημοσίευση μεσαιωνικών εγγράφων από τους καθηγητές Longnon και Topping (Documents sur le régime des terre dans la principauté de Morée au XIVe siè cle-Paris, 1969) Πρόκειται για το σημαντικό χωριό Petoni (ή Pittone ή Pitogno). Οι εκδότες σοφοί καθηγητές γράφουν: «Petoni είναι ένα από τα φέουδα που απαριθμούνται στο έγγραφο ΙΙΙ... Και ένα σπουδαίο μέρος του εγγράφου IV σ' αυτό αναφέρεται... Παρουσιάζεται επίσης σ' ένα έγγραφο του 1342 καθώς και στη διαθήκη του Nicolas Acciajuoli... Το όνομα του σπουδαίου αυτού χωριού δεν έχει επιζήσει. Βρισκόταν «in Castellania Cala matae» δηλ. στην πάνω ή κάτω πεδιάδα της Μεσσηνίας ή στις γύρω ορεινές περιοχές... Τοπωνύμια όπως Carbuniologo (Καρβουνόλογγος;) Clisura (Κλεισούρα), Faracobuno (Φαρακλό Βουνό;) Longa Rachi (Μακρυά Ράχη), Playe (Πλαγιά ή Πλάϊ;) Profunda langada (Βαθιά Λαγκάδα) και Monte Zellini (Όρος Ελληνίτσα;)12 (όλες οι μεταφράσεις των ονομάτων είναι δικές μου), δείχνουν ότι το Petoni βρισκόταν σε περιοχή ορεινή. Τη θέση του αυτή εξηγούν λόγοι ασφαλείας, εξ αιτίας της μόνιμης δυνατότητας να δέχεται επιθέσεις από τους Έλληνες του Μυστρά... Πραγματικά σ' ένα έγγραφο του 1342 η περιοχή Val de Calamy αναφέρεται ως «ερημωμένη και σχεδόν τέλεια κατεχόμενη» (et quasi totaliter occupata) από τον εχθρό (δηλ. τους Έλληνες) σε σημείο που ο Νικόλαος Ατζιαγιώλης κατασκεύασε με έξοδά του ένα κάστρο για να προστατεύσει την περιοχή... Από τις ενδείξεις αυτές καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Petoni βρισκόταν σε κάποια ορεινή περιοχή, κοντά στη Μεσσηνιακή πεδιάδα, προς τα δυτικά και τα βόρεια... Οπωσδήποτε ένα τόσο σπουδαίο χωριό, με τόσους κατοίκους, στην καλλιεργούμενη περιοχή του, θα περιείχε πολλά τοπωνύμια, πολλά χωράφια κάτω στον κάμπο, και μερικά χωρίς αμφιβολία σε μεγάλη απόσταση από τον κεντρικό συνοικισμό (ένθ' άν. σελ. 241-242)».
Οι καθηγητές Longnon και Topping το τοποθετούν στην περιοχή της επάνω μεσσηνιακής πεδιάδας και συγκεκριμένα στο χωριό Πολίχνη. Δεν μας φαίνεται πιθανόν, άν κρίνουμε από τα παραπάνω τοπωνύμια «Καρβουνόλογγος, Κλεισούρα, Φαρακλό Βουνό, Μακριά Ράχη, Πλαγιά (ή Πλάι), Βαθιά Λαγκάδα και βουνό Zellini (=Ελληνίτσα;) (ο Vasmer παράγει το όνομα από σλαβικό Jelenica), ότι το χωριό αυτό μπορεί να είναι η Πολίχνη. Οπωσδήποτε είναι η Πολιανή, με την οποίαν ταιριάζουν και πολλά από τα τοπωνύμια, και το είδος των προϊόντων: σιτηρά, κριθάρι, κρασί, λάδι, πορτοκάλια (αυτά οπωσδήποτε κάτω στον κάμπο). Η Πολιανή αναφέρεται σαν συνοριακό χωριό και σ' ένα έγγραφο του αρχείου Grimani της Βενετίας, που καθορίζει τα όρια της Καστελλανίας της Καλαμάτας. Και επειδή το έγγραφο αυτό ενδιαφέρει πολύ την Καλαμάτα, το δημοσιεύουμε σε μετάφραση, κάνοντας και μερικές διορθώσεις.
«Η Καλαμάτα περιέχει σταροχώραφα στην πεδιάδα της, καθώς και απότομα και δασωμένα βουνά για βοσκή, ένα δάσος από λεύκες στον κάμπο της και αμπέλια. Ανατολικά συνορεύει προς τη Μάνη στο χωριό Πολιανή, στην περιφέρεια Λεονταρίου. προς τη Λαγκάδα του Ξεροπόταμου (του Ξερίλα της Θουρίας;) και προς το δημόσιο δρόμο. Προς το μέρος της Μάνης σύνορο είναι οι Αγιοι Πάντες (σημ. υπάρχουν και σήμερα κοντά στους στρατώνες της Καλαμάτας) και από τους παραπάνω Αγιους Πάντες το μοναστήρι του Αι Λιά Lifero (σημ. και Αιλιάς αυτός υπάρχει ακόμη). Το Lifero (Λίθαρος;) όμως δεν ακούγεται σήμερα, όμως η περιοχή λέγεται και Αϊ Σίδερος (= Αγιος Ισίδωρος). Μήπως αυτό είναι το Lifero;) Και το βουνό του Κυριάκου (sic) συνορεύει με το χωριό της Πολιανής (σημ. το βουνό λεγόταν «τού Κυριακού», από τη μεγάλη αρχοντική οικογένεια των Κυριακών της Καλαμάτας, που είχε εκεί ελαιώνες). Προς τα βόρεια συνορεύει προς το παραπάνω βουνό της Πολιανής και το βουνό του Κυριακού. Δυτικά συνορεύει με τα χωριά Κουρτσαούσι (Σπερχογεία), Αίζαγα (Αντικάλαμος), Καλαμάκι (=Καλάμι) και Ασπρόχωμα, προς το παραπάνω βουνό του Κυριακού, το κάτω Βουνό, την Μαυροσπηλιά (σημ. όλα αυτά τα ονόματα βρίσκονται στον χάρτη του Battista Agnese που επισυνάπτεται στο κείμενο του τόμου UMME (Πανεπιστημίου της Μιννεσότας, 1972) και από την παραπάνω δημόσια οδό προς την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Η Εκκλησία της Αγίας Κυριακής συνορεύει προς το χωριό Ασπρόχωμα. Προς τα νότια έχει τη θάλασσα (σημ. η θάλλασα στο χάρτη γράφεται ως «Χονδρός Αμμος» και «Ameruca». Το Ameruca οπωσδήποτε είναι «Μπούκα».) Καλλιεργούμενα χωράφια στον κάμπο: 6.000 Campi. Ορεινά και δασωμένα βοσκοτόπια 7.000 3/4 Campi, 90 Tavole. «Τσαπάδες» αμπελιών, ελαιοπερίβολα, μουριές, εκκλησίες λειτουργούμενες, σπίτια σκεπασμένα με πλάκες, οικογένειες, λιοτριβεια (δυστυχώς οι αριθμοί έχουν μείνει ασυμπλήρωτοι).
Το Campo Padovano ισοδυναμούσε προς 1,710 του στρέμματος (το στρέμμα είναι 0,75 του Campo, η Tavola είναι τα 84/1000 του Campo και η Zapada =όσο σκάβει μια μέρα ένας εργάτης». Το δάσος από λεύκες βρισκόταν στον κάμπο της Καλαμάτας, όπως φαίνεται και στον χάρτη του Battista Agnese, που επισυνάπτεται στο κείμενο.
στ) Καλύβια- Ξερομηλιά
Στον ίδιο τόμο των εγγράφων που εξέδωσαν οι Longnon και Topping υπάρχει και ένα έγγραφο δωρεάς της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Catherine de Valoi (1307-1346) προς τον Νικόλαος Acciajuoli, η οποία του δωρίζει τα εξής χωριά της βορειοδυτικής Μάνης: Αρμυρό, Καλύβια, Κανάλι, Ξερομηλιά, Λαγκάδα, Τσίμοβα (Αρεόπολη), Διρό. Απ' αυτά τα περισσότερα έχουν και σήμερα το ίδιο όνομα. Το Κανάλι δεν έχει γίνει δυνατό να ταυτισθεί. Τα Καλύβια υποθέτουν οι εκδότες ότι είναι το χωριό Κάλυβες κοντά στην Καρδαμύλη, επειδή δεν υπάρχει άλλο χωριό με σχετικό όνομα σ' αυτό το μέρος της Μάνης. Εμείς πιστεύουμε ότι πρόκειται για τα Καλύβια της Σέλιτσας (Βέργας) κοντά στο Αρμυρό, γιατί τα δυό χωρια αναφέρονται μαζί «Episseme seu Gabellae dictorum casalium Armiro et Calidia» «επίσημα» ή (λατινιστι) Gabellae είναι «αφεντικά δικαιώματα»). Οι περιοχές τους συνορεύουν.
Όσο για την Ξερομηλιά δεν έχουμε καμμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για την γνωστή Μηλιά του τέως δήμου Λεύκτρου, όπου επί Τούρκων ήταν η καπετανία των Κυβέλων, στον πύργο των οποίων βρήκε καταφύγιο ο Κολοκοτρώνης σε παιδική ηλικία, μετά την εξόντωση της οικογένειάς του.
Υστερόγραφο
Αυτός που γράφει δεν φιλοδόξησε τώρα, στο λυκόφως της ζωής του, δάφνες επιστημονικές. Εντελώς εκ περιστάσεως, εξ αφορμής της συγκλήσεως στη Σπάρτη εφέτος (1975) το καλοκαίρι του Α' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, κατά προτροπή του φίλου του γλωσσολόγου κ. Δ. Βαγιακάκου φιλοτιμήθηκε να ερευνήσει μερικά τοπογραφικά της μεσαιωνικής Καλαμάτας. Προσπάθησε, όσο μπόρεσε, να ενημερωθεί βιβλιογραφικά στις βιβλιοθήκες της Αθήνας, της Βιέννης και του Παρισιού. Αλλά προπάντων έκαμε έρευνα επί τόπου. Πιστεύει πως αυτή δεν έμεινε άκαρπη. Αν από τις υποθέσεις του βγεί κάποια ωφέλεια, οσοδήποτε μικρή, θα είναι η πιο μεγάλη αμοιβή του.
Εκφράζει κι από δώ την ευγνωμοσύνη του σ' όλους όσοι τον βοήθησαν και ιδιαιτέρως στους κ.κ. 1) Παναγιώτη Νικολαΐδη, φιλόλογο-φροντιστη στην Καλαμάτα 2) Αθαν. Παπαδόπουλο, παλιό μαθητή του και σήμερα Δ/ντή Κοινων. Υπηρεσιών νομού Μεσσηνίας και 3) Δημήτρ. Μουνδρέα, ανιψιό του, έμπορο στην Παραλία Καλαμάτας.
Ηλ. Λ. Μουνδρέα. Επιτ. Εκπαιδ. Συμβούλου
Τοπωνυμικά της Μεσσηνίας (στην εποχή της Φραγκοκρατίας)
Πρακτικά Α' διεθνούς συνεδρίου Πελοποννησιακών σπουδών, τόμος δεύτερος
1. Ζυγός του Μελιγκού: χωριά του τ. δήμου Λεύκτρου της έξω Μάνης.
2. Χωριά της Οιχαλίας, στη βόρεια Μεσσηνία, μεταξύ των οποίων και το Λουτρό.
3. ή: στην Χρυσορρέαν.
4. Ιταλ. χρονικό: Cundurolena.
5. Villehardouin: La conquête de Constantinople éxò. Edm. Faral, Paris. 1938-9.
6. Τώρα θυμάμαι ότι κάτι τέτοια είχα ακούσει πρίν 45 χρόνια από το στόμα του αειμνήστου Προέδρου της «Λαϊκής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας» Δημοσθένη Δημητριάδη, επίσης φήμες για χρυσάφι στη Θουρία έρχονταν στ' αυτιά μου, όταν μου είχαν ανατεθεί επί γερμανικής κατοχής καθήκοντα επιμελητου αρχαιοτήτων Καλαμάτας, αλλά τις θεωρούσα σαν συνηθισμένα τερατολογήματα ευφαντάστων χωρικών. Ο διάδοχός μας όμως κ. Αθ. Ζακόπουλος μας πληροφορεί ότι είχε κάμει σχετική ενέργεια στην αστυνομία.
7. W. Vischer, Erinnerungen und Eindrücke aus Griechenland, 2α έκδ, Βασιλεία, 1875, σ. 422.
8. Ferd. Ongania: Fac-simile delle carte nautiche di BATTISTA AGNESE de l'anno 1554 Βενετία, 1881-Γενική Στατιστική Υπηρεσ. της Ελλάδος: φύλλο 87 (Μεσσηνία)
9. Αθ. Πετρίδου, ένθ' ά. σ. 21.
9. Αθ. Πετρίδου, ένθ' ά. σ. 21.
10. Αθ. Πετρίδη: Σκάλα και Βασιλική οδός («Παρνασός» 1870. σσ. 442-8).
11. Πληροφορία του ακάματου ερευνητή της Μεσσηνίας φίλου κ. Μίμη Φερέτου.
12. Δημοσιεύεται στην UMME έ, α. σ. 78 από τον P. Topping.
ΒΙΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναπλιώτης, Γιάννης Στον καιρό της Κουγκέστας- Καλαμάτα, 1953.
Αδαμαντίου, Α. Τά Χρονικά του Μορέως: συμβολαι εις την φραγκοβυζαντικήν ιστορίας και φιλολογίας - ΔΙΕΕ 6 (1906) 453-682.
Agnese Battista, Ferd Ongania, fac-simile delle carte nantiche di Battista Agnese del' anno 1554. Venezia 1881.
Αντωνιάδη, Σοφ. Α. Συμβολαι εις την ιστορίας της Πελοποννήσου κατά τον 17ον. αιώνα («Χαριστήριον εις Αναστ. 'Ορλάνδον» Γ, (1966) 153-65. Αθήναι.
\Βαγιακάκος, Δικ. Β. Σχεδίασμα περί των τοπωνυμικών και ανθρωπωνυμικών σπουδών εν Ελλάδι (1833-1962) «Αθηνά» 66 (1962) 301-424.
Bon, Ant. La Morée franque: Recherches historiques, topographiques et archéo logiques sur la Principauté d'Achaïe (1205-1430) B. E. F. A. R 213. Paris, 1969
Του ιδίου, Τα σύνορα των ενετικών κτήσεων έν Μεσσηνία από του 13ου έως του 15ου αιώνος «Μεσσηνιακά γράμματα» Β' (1967) 20-31.
Βέης, Νικ. Α. Χριστιανικαι επιγραφαί Μεσσηνίας ΔΙΕE ΣT (1903).
Blouet, A. Expedition Scientifique de Morée - Paris, 1831 τόμ. Α' (επισυνημμένος χάρτης). Γεωργακάς, Δημ. και McDonald, W. A. Place names of SW Peloponnesus (Register and indexes ). Αθήναι και Minneapolis, 1967.
Γεωργούντζος, Παν. Κ. Η αρχαία Αμφεια «Μεσσηνιακά» (1969-70) 161-174.
Γριτσόπουλος, Τάσος Το εν Βενετία αρχείον Grimani καθ' όσον αφορά εις την Πελοπόννησον. «Πελοποννησιακά» Ζ' (1969-70) 396-399.
Του ιδίου' Στατιστικαι ειδήσεις περί Πελοποννήσου αυτόθι, 411-459.
« Ελλάς» Μεγ. “Ελλην. Εγκυκλοπαιδεία «Πυρσού»: “Ιστορική Γεωγραφία 439-450.
Jeffreys, M. J. The Chronicle of the Morea (Priority of the greek version) BZ (1975) 304-350.
Jacoby, D Quelques considérations sur les versions de la «Chronique de Morées J.d.S.(1968) 133189.
Ζακυθηνός, Διον. Α. Le despotat grec de Morée, τόμοι δύο - Paris, 1932-1953.
Κριμπά, Θάνου Η ενετοκρατουμένη Πελοπόννησος «Πελοποννησιακά» Α' (1956).
Κομπορόζου, Φ. Τα τοπωνύμια της Μεσσηνίας «Πελοπον. Πρωτοχρονιά» (1963) 339-50.
Curtious, E: Peloponnesos tom. II 121-200 - Gotha, 1851 - 52.
Κεχαγιόγλου, Γ. Δυσκολίες στο κείμενο του Χρονικού του Μορέως «Ελληνικά» . (1975) 254-267. R.-J. Loenertz, Aux origines du despotat d' Epire et de la Principauté d' Achaie «Byzantion» 43 (1973) 360-394.
McLeod, W. Castles of the Morea in 1467 - BZ 65 (1972) 333-363.
Longnon, J.– Topping P. Documents sur le régime des terres dans la Principauté de Morée au XIV Siècle, Paris, 1969.
Λάμπρος, Σπυρ. Απογραφή του νομού Μεθώνης επί Ενετών ΔΙΕΕ (1887).
Πετρίδης, Αθαν. Ανακάλυψις της αρχαίας πόλεως Αμφείας, Καλαμάτα, 1877.
Του ιδίου. Αρχαιολογική και ιστορική έρευνα περί Φαρών και Καλαμάτας, Καλάμαι, 1875.
Του ιδίου. Περί της εν Μεσσηνία πόλεως Θουρίας «ΒΥΡΩΝ» (1876).
Του ιδίου. Περί Ιθώμης και Μεσσήνης «Παρνασσός» Γ' (1879).
Του ιδίου. Περί των εν Μεσσηνία μεσαιωνικών πόλεων Ανδρούσης και Νησίου «Παρνασσος» Γ' (1879).
Πετρόπουλος Δ. Πελοποννησιακή βιβλιογραφία «Πελοποννησιακά» Α' (1956)461-469.
Pouillon de Boblaye Recherches géographiques sur les ruines de la Morée, Paris, 1836.
Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις «Μεσσηνιακά-Ηλειακά» Εκδ. Νικ. Παπαχατζής – Αθήναι, 1965 (με πλούσια και ακριβέστατα σχόλια, χάρτες, εικόνες και σχέδια).
Σάθας K. Documents inédits relatifs à l'histoire de la Grèce au moyen âge - 9 τόμοι - Paris, 1880-90. Σακελλαρίου, Μιχ. Β. Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν, Αθήναι, 1939. Σφηκοπουλος, Ιω. Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μοριά - Αθ. 1968.
Spadaro, G. A. Studi introduttivi alla Cronaca di Morea: «Sigulorum Gymnasium» tom. I, II, III.
Topping, P. The post-classical documents (UMME No 5) 64-80.
Umme, The University of Minnesota Messenia Expedition (Reconstructing a Bronze Age Regionnal Environment) Edited by W.A. McDonald and G.R. Rapp, Jr. The Univ. of Minnesota press- Minneapolis, 1972.
Phlippson, A Der Peloponnes- Ernst Kirsten III, 2: Der Westen und Sü den der Halbinsel-Frankfurt, 1959, 349-411.
Valmin, Nattan Etudes topographiques sur la Messénie ancienne, Lund, 1930.
Vas mer, Ma x. Die Slaven in Griechenland, Berlin, 1941.
Χρονικόν του Μορέως: (ελληνικόν) έκδ. J. Schmitt, Λονδίνο, 1904 (ελληνικον) Έκδ. Π. Καλονάρου, Αθ, ά. χ. (yanaixòv) Livre de la conqueste de la principauté de la Morée (1204-1305). J. Longnon, Paris, 1911.
RÉSUMÉ
Olivette de Coundouros - Chrysorréas On na pas encore définitivement déterminé la place exacte où eut lieu la bataille importante de 1205 entre Francs et Grecs par laquelle toute la Morée fut conquise par les Francs. L'auteur se basant sur les to ponymes Xpucoppéas et 'Elcovas toŰ Koúvdoupou ainsi que sur le fait que les Francs, partis de Méthone, avaient chevauché un jour entier pour atteindre la place de la bataille, conclut que l'emplacement de la bataille était près du village Mavromati aux environs d' Ithome.
LUTRA- LOUTRO: Il n'y a pas de coincidence entre outpó, un village de la région septentrionale, de la Méssénie et «La Lutra» de la Chronique française de Morée, qui se trouve aux environs de l' acropole de l'ancienne Boupia et doit son nom à une ruine importante de bains(?).
GARDIKI: Le Απάνου και Κάτου Γαρδίκι de deux documents ve nitiens de 1422 est le village du même nom dans le ravin par où passe le torrent Espínas de Thuria, comme il est démontré par les toponymes 'Avauo doúpt et láxn (Pachi) qui se trouvent à sa proximité.
MACRYPLAGI: Il existait un autre Maxputadyl ouotre celui qui conduisait de la Messénie septentrionale à l'Arcadie. Il se trouvait dans la vallée du torrent Ecpínas de Thuria. L'auteur estime que c'est là qu' a eu lieu la bataille importante de 1264 entre Grecs et Francs, car les toponymes Καλάμι et Λάκκοι (Γριτσένων) se trouvent prés de cet autre Macryplagi.
PETTONI- CALIVIA- XEROMILIA: Pour Petoni l'auteur, se basant sur divers toponymes, suppose qu'il coincide non avec IIoniχνη mais avec Πολιανή par ou passe Ξερίλας. De meme Καλύβια n' est pas Κάλυβες de Cardamyle mais les Καλύβια (Σέλιτσας) pres d' 'Αρμυρό. Εt Xeromilia (Ξερομηλιά) est certainement la Μηλιά d' au jourd'hui du déme Acúxtpou du Magne, d'ou vient le torrent Mixpos Πάμισος de Pephnos.
Αναπλιώτης, Γιάννης Στον καιρό της Κουγκέστας- Καλαμάτα, 1953.
Αδαμαντίου, Α. Τά Χρονικά του Μορέως: συμβολαι εις την φραγκοβυζαντικήν ιστορίας και φιλολογίας - ΔΙΕΕ 6 (1906) 453-682.
Agnese Battista, Ferd Ongania, fac-simile delle carte nantiche di Battista Agnese del' anno 1554. Venezia 1881.
Αντωνιάδη, Σοφ. Α. Συμβολαι εις την ιστορίας της Πελοποννήσου κατά τον 17ον. αιώνα («Χαριστήριον εις Αναστ. 'Ορλάνδον» Γ, (1966) 153-65. Αθήναι.
\Βαγιακάκος, Δικ. Β. Σχεδίασμα περί των τοπωνυμικών και ανθρωπωνυμικών σπουδών εν Ελλάδι (1833-1962) «Αθηνά» 66 (1962) 301-424.
Bon, Ant. La Morée franque: Recherches historiques, topographiques et archéo logiques sur la Principauté d'Achaïe (1205-1430) B. E. F. A. R 213. Paris, 1969
Του ιδίου, Τα σύνορα των ενετικών κτήσεων έν Μεσσηνία από του 13ου έως του 15ου αιώνος «Μεσσηνιακά γράμματα» Β' (1967) 20-31.
Βέης, Νικ. Α. Χριστιανικαι επιγραφαί Μεσσηνίας ΔΙΕE ΣT (1903).
Blouet, A. Expedition Scientifique de Morée - Paris, 1831 τόμ. Α' (επισυνημμένος χάρτης). Γεωργακάς, Δημ. και McDonald, W. A. Place names of SW Peloponnesus (Register and indexes ). Αθήναι και Minneapolis, 1967.
Γεωργούντζος, Παν. Κ. Η αρχαία Αμφεια «Μεσσηνιακά» (1969-70) 161-174.
Γριτσόπουλος, Τάσος Το εν Βενετία αρχείον Grimani καθ' όσον αφορά εις την Πελοπόννησον. «Πελοποννησιακά» Ζ' (1969-70) 396-399.
Του ιδίου' Στατιστικαι ειδήσεις περί Πελοποννήσου αυτόθι, 411-459.
« Ελλάς» Μεγ. “Ελλην. Εγκυκλοπαιδεία «Πυρσού»: “Ιστορική Γεωγραφία 439-450.
Jeffreys, M. J. The Chronicle of the Morea (Priority of the greek version) BZ (1975) 304-350.
Jacoby, D Quelques considérations sur les versions de la «Chronique de Morées J.d.S.(1968) 133189.
Ζακυθηνός, Διον. Α. Le despotat grec de Morée, τόμοι δύο - Paris, 1932-1953.
Κριμπά, Θάνου Η ενετοκρατουμένη Πελοπόννησος «Πελοποννησιακά» Α' (1956).
Κομπορόζου, Φ. Τα τοπωνύμια της Μεσσηνίας «Πελοπον. Πρωτοχρονιά» (1963) 339-50.
Curtious, E: Peloponnesos tom. II 121-200 - Gotha, 1851 - 52.
Κεχαγιόγλου, Γ. Δυσκολίες στο κείμενο του Χρονικού του Μορέως «Ελληνικά» . (1975) 254-267. R.-J. Loenertz, Aux origines du despotat d' Epire et de la Principauté d' Achaie «Byzantion» 43 (1973) 360-394.
McLeod, W. Castles of the Morea in 1467 - BZ 65 (1972) 333-363.
Longnon, J.– Topping P. Documents sur le régime des terres dans la Principauté de Morée au XIV Siècle, Paris, 1969.
Λάμπρος, Σπυρ. Απογραφή του νομού Μεθώνης επί Ενετών ΔΙΕΕ (1887).
Πετρίδης, Αθαν. Ανακάλυψις της αρχαίας πόλεως Αμφείας, Καλαμάτα, 1877.
Του ιδίου. Αρχαιολογική και ιστορική έρευνα περί Φαρών και Καλαμάτας, Καλάμαι, 1875.
Του ιδίου. Περί της εν Μεσσηνία πόλεως Θουρίας «ΒΥΡΩΝ» (1876).
Του ιδίου. Περί Ιθώμης και Μεσσήνης «Παρνασσός» Γ' (1879).
Του ιδίου. Περί των εν Μεσσηνία μεσαιωνικών πόλεων Ανδρούσης και Νησίου «Παρνασσος» Γ' (1879).
Πετρόπουλος Δ. Πελοποννησιακή βιβλιογραφία «Πελοποννησιακά» Α' (1956)461-469.
Pouillon de Boblaye Recherches géographiques sur les ruines de la Morée, Paris, 1836.
Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις «Μεσσηνιακά-Ηλειακά» Εκδ. Νικ. Παπαχατζής – Αθήναι, 1965 (με πλούσια και ακριβέστατα σχόλια, χάρτες, εικόνες και σχέδια).
Σάθας K. Documents inédits relatifs à l'histoire de la Grèce au moyen âge - 9 τόμοι - Paris, 1880-90. Σακελλαρίου, Μιχ. Β. Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν, Αθήναι, 1939. Σφηκοπουλος, Ιω. Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μοριά - Αθ. 1968.
Spadaro, G. A. Studi introduttivi alla Cronaca di Morea: «Sigulorum Gymnasium» tom. I, II, III.
Topping, P. The post-classical documents (UMME No 5) 64-80.
Umme, The University of Minnesota Messenia Expedition (Reconstructing a Bronze Age Regionnal Environment) Edited by W.A. McDonald and G.R. Rapp, Jr. The Univ. of Minnesota press- Minneapolis, 1972.
Phlippson, A Der Peloponnes- Ernst Kirsten III, 2: Der Westen und Sü den der Halbinsel-Frankfurt, 1959, 349-411.
Valmin, Nattan Etudes topographiques sur la Messénie ancienne, Lund, 1930.
Vas mer, Ma x. Die Slaven in Griechenland, Berlin, 1941.
Χρονικόν του Μορέως: (ελληνικόν) έκδ. J. Schmitt, Λονδίνο, 1904 (ελληνικον) Έκδ. Π. Καλονάρου, Αθ, ά. χ. (yanaixòv) Livre de la conqueste de la principauté de la Morée (1204-1305). J. Longnon, Paris, 1911.
RÉSUMÉ
Olivette de Coundouros - Chrysorréas On na pas encore définitivement déterminé la place exacte où eut lieu la bataille importante de 1205 entre Francs et Grecs par laquelle toute la Morée fut conquise par les Francs. L'auteur se basant sur les to ponymes Xpucoppéas et 'Elcovas toŰ Koúvdoupou ainsi que sur le fait que les Francs, partis de Méthone, avaient chevauché un jour entier pour atteindre la place de la bataille, conclut que l'emplacement de la bataille était près du village Mavromati aux environs d' Ithome.
LUTRA- LOUTRO: Il n'y a pas de coincidence entre outpó, un village de la région septentrionale, de la Méssénie et «La Lutra» de la Chronique française de Morée, qui se trouve aux environs de l' acropole de l'ancienne Boupia et doit son nom à une ruine importante de bains(?).
GARDIKI: Le Απάνου και Κάτου Γαρδίκι de deux documents ve nitiens de 1422 est le village du même nom dans le ravin par où passe le torrent Espínas de Thuria, comme il est démontré par les toponymes 'Avauo doúpt et láxn (Pachi) qui se trouvent à sa proximité.
MACRYPLAGI: Il existait un autre Maxputadyl ouotre celui qui conduisait de la Messénie septentrionale à l'Arcadie. Il se trouvait dans la vallée du torrent Ecpínas de Thuria. L'auteur estime que c'est là qu' a eu lieu la bataille importante de 1264 entre Grecs et Francs, car les toponymes Καλάμι et Λάκκοι (Γριτσένων) se trouvent prés de cet autre Macryplagi.
PETTONI- CALIVIA- XEROMILIA: Pour Petoni l'auteur, se basant sur divers toponymes, suppose qu'il coincide non avec IIoniχνη mais avec Πολιανή par ou passe Ξερίλας. De meme Καλύβια n' est pas Κάλυβες de Cardamyle mais les Καλύβια (Σέλιτσας) pres d' 'Αρμυρό. Εt Xeromilia (Ξερομηλιά) est certainement la Μηλιά d' au jourd'hui du déme Acúxtpou du Magne, d'ou vient le torrent Mixpos Πάμισος de Pephnos.