Θα ήταν σαν να εκόμιζα γλαύκα εις Αθήνας, αν, πριν μπω στο κυρίως θέμα μου, επιχειρούσα να αναπτύξω την ιδιαίτερη σημασία των δημοτικών μας τραγουδούν γενικά, σημασία που τόσοι και τόσοι λαογράφοι και λόγιοι, αλλά και κάθε Έλληνας, όπως και κάθε πολιτισμένος άνθρωπος, γνωρίζει και αναγνωρίζει. Εκείνο όμως που δεν γνωρίζουν όλοι στον ίδιο βαθμό είναι πως και τα μοιρολόγια ανήκουν στη δημοτική μας ποίηση, πολλά μάλιστα των οποίων είναι από τα πιο αξιόλογα λαϊκά μας αριστουργήματα, με περίοπτη θέση και αναγνώριση όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια γραμματεία.
Για τη σημασία των μοιρολογιών είχα γράψει και στο παρελθόν στην Τριφυλιακή Εστία (βλ. τεύχη 11 και 12, 1976), κατά δε την περίοδο 1975- 1982 είχα επιμεληθεί της δημοσιεύσεως 48 συνολικά μοιρολογιών της Τριφυλίας, εκ των οποίων τα 30 της δικής μου συλλογής από μοιρολογίστρες της Κυπαρισσίας. Τότε ακόμα μοιρολογούσαν, ενώ σήμερα το μοιρολόγημα έχει σχεδόν σταματήσει εκτός λίγων εξαιρέσεων, που κι αυτές σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν πια. Βασική αιτία είναι βέβαια η αλματωδώς ανερχόμενη τεχνολογική εξέλιξη, με ταυτόχρονη πτώση του ανθρωπιστικού χαρακτήρα του πολιτισμού μας, και η διαφοροποίηση του τρόπου ζωής μας. Δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η σύγχρονη -και κατ΄εμέ οπισθοδρομική- νοοτροπία παρεμποδίσεως του μοιρολογήματος, είτε ως δήθεν αναχρονιστικού είτε προς περιορισμό τάχα της λύπης των τεθλιμμένων στενών συγγενών του μοιρολογουμένου νεκρού. Εν τούτοις, τα μοιρολόγια, έστω και σαν μουσειακό είδος σε βιβλία και βιβλιοθήκες, θα παραμείνουν μνημεία ανεπανάληπτα, άξια μελέτης και θαυμασμού.
Το ότι τα μοιρολόγια, αν και τα έχουν συνθέσει απλές γυναίκες του Λαού, είναι κατά κανόνα τα πιο δυνατά και εμπνευσμένα λυρικά, λαϊκά αριστουργήματα, είναι από μια άποψη φυσικό. Γιατί τίποτε δεν συγκινεί και δεν συγκλονίζει την ανθρώπινη ψυχή τόσο, όσο ο θάνατος, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για θάνατο προσφιλών, νεαρός ηλικίας ατόμων μιας ελληνικής, στενά δεμένης οικογένειας. Αυτό ισχύει και για τα περισσότερα μοιρολόγια της Τριφυλίας, τα οποία, χωρίς να υποτιμούμε πολλά μοιρολόγια άλλων περιοχών της Ελλάδος, ξεχωρίζουν από αισθητική άποψη, όχι μόνο κατά τη δική μου κρίση αλλά και καθ΄ομολογία πολλών άλλων σπουδαίων Ελλήνων λαογράφων.
Πέραν όμως της φιλολογικής και αισθητικής αξίας των μοιρολογιών μας ως λαϊκών ποιημάτων, αυτά, ιδιαίτερα για μας τους Έλληνες, έχουν τεράστια εθνική σημασία. Γιατί, όπως είναι γνωστό στους ασχολούμενους, ήδη από τον 19ο αιώνα, δικοί μας και ξένοι επιστήμονες (Παπαρρηγόπουλος. Ν. Πολίτης, Τσινχάιζεν, Χόπφ, κ.ά.), βασιζόμενοι όχι μόνο σε ιστορικές μαρτυρίες αλλά και στο ελληνικό λαογραφικό υλικό, όπως ήθη και έθιμα και κυρίως στο δημοτικό τραγούδι, δηλαδή και στα μοιρολόγια, κατέδειξαν και απέδειξαν, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, την αδιάσπαστη ενότητα και αδιάκοπη συνέχεια στη διάπλαση και εξέλιξη της ελληνικής ψυχής, με άλλα λόγια της ελληνικότητας του Έλληνα, και διέλυσαν αντίθετες ανθελληνικές θεωρίες τύπου Φαλμεράϋερ περί δήθεν μη καταγωγής ή και μη σχέσεως των σημερινών Ελλήνων με τους προγόνους των.
Από τα βασικότερα και σημαντικώτερα συγκριτικά στοιχεία, αποδεικνύοντα όχι απλώς τη σχέση αλλά την ταύτιση της σκέψεως, νοοτροπίας, ψυχοσυνθέσεως και χαρακτήρος του σημερινού Έλληνα με τα αντίστοιχα εκείνα στοιχεία της ομηρικής εποχής, είναι και όσα πιο κάτω θα διατυπώσω:
Πρώτα απ' όλα η ελληνική στάση απέναντι στη ζωή: Είναι η ελληνική αγάπη προς το φως, η ιδιαίτερη λατρεία προς την επίγεια ζωή, αυτή η λατρεία που καθιστά το βίωμα του θανάτου εντονώτερο, που θεωρεί το θάνατο σκοτεινιά και μαυρίλα, ως το απόλυτο και πλέον απευκτέο κακό. Τη μεγάλη αυτή λατρεία μας προς τη ζωή και αποστροφή προς το θάνατο εμείς οι Έλληνες τη θεωρούμε εντελώς φυσική και πανανθρώπινη. Και όμως, όπως το έχουν επισημάνει οι ξένοι μελετητές, αυτή η νοοτροπία δεν υπάρχει σε αυτόν το βαθμό σε άλλους λαούς. Αυτή η ελληνική αγάπη προς τη ζωή, συνειδητή και ξεκάθαρη, είναι ίδια σήμερα, όπως ολοφάνερη ήταν και στην ελληνική αρχαιότητα, πολύ διαφορετική της ανατολίτικης ή ασιατικής, μερικώς και της δυτικής νοοτροπίας.
Ύστερα, η ενδόμυχη, μη ευθέως ομολογουμένη και μη εναργώς συνειδητοποιημένη αλλά υπάρχουσα πίστη μας στο Χάρο και στον Κάτου Κόσμο, τον Χάροντα, δηλαδή, και τον Άδη των αρχαίων Ελλήνων.
Κι ακόμη η παράδοση για την αναγκαιότητα του μοιρολογήματος τουν νεκρών! Του αποχαιρετισμού με μοιρολόγια, έστω κι αν αυτά δεν είναι πάντα τραγουδιστά αλλά και πεζά λόγια, που όχι μόνο ανακουφίζουν τους επιζώντες, αλλά κυρίως είναι και ιερό, απαράβατο καθήκον τους προς τον θρηνούμενο. Ο νεκρός, όποιος κι αν είναι, δεν πρέπει "να πάη άκλαφτος"!.. Κι εδώ ας θυμηθούμε πώς η Εκάβη, μάνα του Έκτορα, εκλιπαρούσε το γυιό της πριν τη σύγκρουσή του με τον Αχιλλέα:
"...Αν σε σκοτώση, δεν μου μέλλεται στην κάσσα στολισμένο να σε κλάψω!..." (Ομήρου Ιλιάδα, X 86-87). Κι ο Πρίαμος, μετά το θάνατο του Έκτορα: "Αχ, νά ήτανε να πέθαινε στα χέρια μου, για να χορτάσουμε κι οι δυο από μοιρολόι, η δόλια η μάννα που τον γέννησε κι εγώ μαζί!..." (Ιλιάδα X 426-428).
Για να εκτιμήσουμε σωστά τη βαρύτητα που έχουν οι ομοιότητες των στοιχείων που προανέφερα, αυτών της ομηρικής εποχής με τα σημερινά, αρκεί να προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι από την εποχή που περιγράφει ο Όμηρος έως σήμερα έχουν περάσει τουλάχιστον 3607, αν όχι 5187 χρόνια.
(Γιατί ο Όμηρος -όπως είναι πια σήμερα γενικώς παραδεκτό- δεν έζησε γύρω στο -800, όπως πιστευόταν παλιά, αλλά τουλάχιστον πρίν από το -1600, αφού, όπως τελικώς διεπιστώθη, η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, με πανελλήνιος τεράστιες καταστροφικές συνέπειες, συνέβη το -1600 και ο Όμηρος ουδέν περί αυτού αναφέρει. Άρα έζησε και έγραψε προ του γεγονότος αυτού. Κατά δε την αναχρονολόγηση της Ιστορίας, σύμφωνα με τα νεότερα επιστημονικά πορίσματα ραδιενεργών ερευνούν και γεωγραφικών και αστρονομικών παρατηρήσεων, ο Τρωικός Πόλεμος έλαβε χώρα όχι το -1180 αλλά το -3180).
Και αν τότε μοιρολογούσαν, και υπήρχε Όμηρος που έγραφε αθάνατα έπη, ας αναλογισθούμε πόσες χιλιετίες ομοίου πολιτισμού και ομοίας ελληνικής ψυχοσυνθέσεως ασφαλώς θα προϋπήρξαν!..
Ας δούμε τώρα και το συγκλονιστικότερο: τη χειροπιαστή σχέση ενός σύγχρονου τριφυλιακού μοιρολογιού με εκείνο με το οποίο, σύμφωνα με τον Όμηρο, η Ανδρομάχη εμοιρολόγησε τον από τον Αχιλλέα φονευθέντα σύζυγό της Έκτορα, αναφερόμενη ταυτόχρονα στη μοίρα που θα είχε τώρα ο ορφανός πλέον γυιός τους Αστυάναξ (Ιλιάδα, X 490- 498). Το τριφυλιακό μοιρολόι, σχετικό με τη μοίρα των ορφανών, σε τρεις παραλλαγές του είναι το παρακάτω:
Α΄: Ενύχτωσε κι εβράδιασε και που θα πά΄να μείνεις;
Δεν ήταν κάστρο να κρυφτής; χωριό να πάν΄να μείνεις;
Δεν ήταν πετρογέφυρο, πέρα να περάσεις;
-Τα κάστρα γκρεμιστήκανε και τα χωριά βουλιάξαν,
και αυτό το πετρογέφυρο το πήρε το ποτάμι!
Με φέρνει ο Χάρος ΄ποκοντά, με φέρνει κυνηγώντα!
-Άσε με, Χάρε, άσε με, ακόμα πέντε χρόνια,
π΄ έχω παιδιά κι είναι μικρά κι η ορφάνια δεν τους μοιάζει
πά΄νε στη θειά για το ψωμί, στον μπάρμπα για το προσφάι
-"Φευγάτε, ρε στριγγλιάλικα και στριγγλομαθημένα,
που φάγατε την μάνα σας!... Λέτε θα φάτε εμένα;"
Β΄: Κάτου στο Σταυροπάζαρο τρία ορφανούλια βρίσκω.
το κεφαλάκι είχαν σκυφτό, τα μάτια βουρκωμένα...
Στάθηκα και τα ρώτησα, στέκω και τα ρωτάω
-Ορφανούλια πού΄θε ερχόσαστε, ΄ρφανούλια πού΄θε πάτε;
-Πάμε στη θειά μας για ψωμί, στον Μπάρμπα για προσφάι,
μας βλέπει ο μπάρμπας, κρύβετε, κι η θειά μας κλείν΄ την πόρτα:
"Φευγάε, ρε, στριγγλιάρικα, όξω από τη γωνιά μας,
μην πέσουνε τα δάκρυα σας και σβήσουν την φωτιά μας!.."
Γ΄: Τρία ορφανούλια απάντησα σ΄ένα στενό σοκάκι.
Είχαν τα χείλη πράσινα και την καρδούλα μαύρη
κι αυτά τα μηλομάγουλα καημένα από τα δάκρυα...
Πάνε στη θεία τους για ψωμί, στον μπάρμπα για παπούτστια
τα βλέπει ο μπάρμπας, κρύβετε, κι η θειά μας κλείν΄ την
πόρτα!...
-"Φευγάτε, ρε στριγγλιάλικα και κακομαθημένα,
φάγατε τους γονέους σας, θα φάτε και την ρούγα!..."
- Την α' παραλλαγή κατέγραψα αρχές του 1976 από την Ασημίνα Βλάχου, ετών τότε 85. Μου την επιβεβαίωσε λίγο αργότερα η Αγγελική Αριδά, ετών τότε 62. Την είχα δημοσιεύσει στην Τριφυλιακή Εστία (Τομ. Β', τ.7-8, σελ. 65, Απριλ.1976).
- Την β' παραλλαγή μου είπε αρχικούς η Ειρήνη Τσουκαλά (Αυγ. 1976). Μου την επεβεβαίωσε αργότερα και η Όλγα Χαϊμανά (1987).
- Η γ 'παραλλαγή είναι δημοσιευμένη στα Λουλούδια Φιλιατρών, τ. 2. σελ. 13 (1948), από την τότε μαθήτρια 5ης τάξεως 8ταξίου Γυμνασίου Όλγα Κ. Μπεκρή, όπως την είχε ακούσει από τη Ζωή Μπεκρή, ετών τότε 45, από του Κατσίμπαλι Τριφυλίας.
- Σε μια άλλη, σχετική παραλλαγή Τριφυλίας, δημοσιευμένη από τον καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Γ. Μότσιο (Το Ελληνικό Μοιρολόι, εκδ. "Κώδικας", Αθήνα 2000. τομ. Β', αρ.852), οι δύο τελευταίοι στίχοι έχουν έτσι:
"Φευγάτε σεις, βρε στρίγγλικα, βρε στριγγλομαθημένα,
ο πατέρας σας επέθανε, εμείς δεν σας γνωρίζουμε!..”.
Ας δούμε τώρα προς σύγκριση και το μοιρολόι της Ανδρομάχης για τον Έκτορα και για τη μοίρα του ορφανού πλέον γυιού της, Αστυάνακτος, που σε κυριολεκτούσα μετάφραση Ιω. Πρωτοπαππά (έκδοση "Πάπυρος") έχει ως εξής:
"Η ορφάνια κάνει το παιδί να χάση τους συντρόφους του όλους.
Πάντα βαδίζει σκυθρωπό, τα μάγουλά του δάκρυα τα βρέχουν.
Μη έχοντας τροφή, πάει στου πατέρα του τους φίλους
κι άλλον τραβά, απ' τη χλαίνα κι άλλον από τον χιτώνα.
Κι αν το πόνεση κάποιος και τον δώση απ' το ποτήρι του να πιη,
τα χείλια, του βρέχει μόνο, μα όχι και τον ουρανίσκο.
Κάθε παιδί, που οι γονείς του ζουν, το διώχνει απ' το τραπέζι του.
χτυπώντας το με τα χέρια και πετώντας του προσβλητικές κουβέντες:
"Χάσου από δώ! γιατί ο πατέρας σου δεν τρώει μαζί μας στο τραπέζι!"
Και κατά δική μου παράφραση, έχει έτσι:
Έρμο αφήνει η ορφάνια το παιδί
οι άλλοτε φίλοι δεν το θέλουν πια.
Κι όπως αυτό θλιμμένο περπατεί
στα μάγουλά του δάκρυα κυλούν καυτά.
Όταν πεινάσει και πάει για ψωμί
σε φίλους που είχεν ο πατέρας στη ζωή,
μάταια τραβά άλλου τη χλαίνη κι άλλου το χιτώνα.
Κι αν έστω κάποιος το ψυχοπονέσει
τον δίνει μόλις μια γουλιά να πιη
κι όχι αρκετό να ξεδιψάση!
Και τ' άλλα τα παιδιά, που χουν γονείς,
σαν πλησιάσει στο τραπέζι τους, το σπρώχνουν πέρα!
-"Χάσου από 'δώ! του λένε...
Είσ' ένα τίποτα, του κανενός, χωρίς πατέρα!"
Ιστοριοδίφη- λαογράφου. Εκδότη- διευθυντή εφημερίδας το «Νέο Βήμα της Κυπαρισσίας»