.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Η Μεσσηνία όπως την είδε ο Γάλλος ιστορικός και ταξιδιώτης Μπυσόν, το 1841


Το 1840-41 ταξίδεψε στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο o γνωστός Γάλλος ιστορικός (ειδικός της μεσαιωνικής περιόδου και ιδίως της Φραγκοκρατίας στον ελληνικό χώρο) Μπυσόν (J. A. Buchon) αναζητώντας αρχαιολογικές και γραπτές ιστορικές πηγές- μαρτυρίες για τις μελέτες του γύρω από την παρουσία των Γάλλων στο Μοριά και στη Στερεά Ελλάδα την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Καρπός αυτής της περιήγησης, που θυμίζει πολύ αυτή του Άγγλου Λήκ (το 1805-1807), είναι το έργο του la Grèce Continentale et la Morée. Voyage, séjour et études historiques en 1840 et 1841 (Η Στερεά Ελλάδα και ο Μοριάς: Ταξίδι, διαμονή και ιστορικές σπουδές το 1840 και το 1841), το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι το 1843. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό έργο, το οποίο δίνει πολύτιμες πληροφορίες στον ιστορικό, στον αρχαιολόγο, στον μελετητή της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στη νότια Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα πολύτιμο, επίσης, για τον λαογράφο, και γι' αυτόν που ενδιαφέρεται για τη μελέτη του ελληνικού τοπίου, ιδίως της υπαίθρου. Το ταξιδιωτικό και ιστορικό συνάμα έργο του Μπυσόν στη νότια Ελλάδα συμπληρώνεται από ένα άλλο, εξίσου σημαντικό, το Ταξίδι στην Εύβοια, στα Ιόνια νησιά και στις Κυκλάδες, το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι μετά το θάνατό του (το 1911).
Ο Μπυσόν δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Πρόκειται για έναν από τους πρωτοπόρους Γάλλους μεσαιωνολόγους του 19ου αιώνα. Στις πολλές ιστορικές- αρχαιολογικές του μελέτες για τη Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, για το Χρονικό του Μορέως, κ.ά. ανατρέχουν και σήμερα οι ειδικοί επιστήμονες. Επιπλέον, ο Μπυσόν ήταν πολύ καλός γνώστης της εληνικής γλώσσας, γεγονός που του επέτρεπε να έρχεται σε άμεση επικοινωνία με τα άτομα που συναντούσε στα ταξίδια του. Έτσι, οι περιηγητικές του εντυπώσεις αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξία. Ήταν, επίσης, ένας γνήσιος φιλέλληνας, που πρόσφερε με την πένα του πολλά στον Αγώνα της Εθνικής μας ανεξαρτησίας.
Ο Γάλλος ταξιδιώτης ήρθε στην Καλαμάτα από τη Σπάρτη, το καλοκαίρι του 1841, ακολουθώντας τον ορεινό, δύσβατο και πολύ επικίνδυνο για ανθρώπους και άλογα, αλλά μαγευτικό, όπως γράφει, δρόμο, που διέσχιζε τις βαθιές χαράδρες του Ταϋγετου και τα Πισινοχώρια πριν καταλήξει στη Μεσσηνιακή περωτεύουσα. Μόλις ο Μπυσόν με τη συνοδεία του άρχισαν να κατηφορίζουν στις δυτικές πλαγιές του Ταύγετου, μετά το χωριό Λαδά Κουτσαβά, «φάνηκε ολόκληρη η πλατιά πεδιάδα της Μεσσηνίας, με τον ωραίο της κόλπο, που απλώνεται σαν τραπεζομάντιλο μακρύ και ενωμένο ανάμεσα στη Μάνη και στην Κορώνη».
Φτάνοντας με το σούρουπο στην Καλαμάτα παρατήρησε ότι είχε την όψη μιας μικρής γαλλικής πόλης, του Μπερύ ή της Καμπανίας, παρά της Μεσσηνίας, σε απόσταση μόλις μιας ημέρας δρόμο από τη Σπάρτη. Το ίδιο βράδυ, ήταν προσκεκλημένος σε δεξίωση του Νικολαΐδη, γενικού οικονομικού εφόρου της επαρχίας Μεσσηνίας, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον δήμαρχο Μπενάκη, απόγονο της παλιάς, ισχυρής και ένδοξης οικογένειας των Μπενάκηδων, τον διοικητή της αστυνομίας, μοίραρχο Μπάρμπογλου, και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας με τις γυναίκες τους «ντυμένες, όπως και οι άνδρες τους, σύμφωνα με την τελευταία λέξη της γαλλικής μόδας».
Την επομένη, μια μέρα με αφόρητη ζέστη, ο Γάλλος ταξιδιώτης θα επισκεφτεί το μεσαιωνικό κάστρο της πόλης, στο οποίο, όπως γράφει, οι Βενετσιάνοι πρόσθεσαν στις αρχές του 18ου αιώνα ένα περιτείχισμα, πιο ισχυρό προς την πλευρά της πόλης. Πηγαίνοντας προς το κάστρο παρατήρησε ότι σε πολλές εκκλησίες της πόλης (στην Αγία Άννα, στον Άγιο Αθανάσιο, στους Αγίους Αποστόλους, κ.ά.) υπήρχαν κατάλοιπα μεσαιωνικής τέχνης. Μάλιστα στις δύο τελευταίες εντόπισε στοιχεία νορμανδικής αρχιτεκτονικής. Το βράδυ της ίδιας μέρας θα φιλοξενηθεί από τον δήμαρχο Μπενάκη «Ο οποίος διαθέτει στην Καλαμάτα ένα θαυμάσιο σπίτι, του οποίου η εξωτερική εμφάνιση είναι ίδια με αυτή των μεγάλων εξοχικών σπιτιών των αριστοκρατών στη χώρα μας». Ύστερα από ένα θαυμάσιο γεύμα που σερβιρίστηκε κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο θα πάνε να δούν το παζάρι της πόλης, όπου μπορούσε να βρει κανείς υφάσματα από την Τύνιδα, και ένα σωρό αγγλικά, γερμανικά ή γαλλικά εμπορεύματα. Στη συνέχεια οι δύο άνδρες, καβάλα στα άλογά τους, θα κάνουν μια βόλτα στα περίχωρα της πόλης. Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο τον Μπυσόν να μας περιγράψει τις εντυπώσεις του από αυτή την περιήγηση: «Ανεβήκαμε στα άλογά μας με το ηλιοβασίλεμα και ακολουθήσαμε την κοίτη του ποταμιού μέχρι τη θάλασσα, που απέχει μισή ώρα από την Καλαμάτα. Στην παραλία βρίσκεται ένας μικρός συνοικισμός όπου οι πλουσιότερες οικογένειες της πόλης έρχονται για να αναπνεύσουν έναν πιο καθαρό αέρα και για να απολαύσουν τα θαλασσινά μπάνια, αλλά δεν έχουν ακόμη σκεφτεί να φτιάξουν εδώ κάποιες εγκαταστάσεις για τους λουόμενους. Όπως είναι τώρα η Καλαμάτα, είναι ακόμη, όπως στα χρόνια του Βιλεαρδουίνου, η κυριότερη πόλη του Μοριά και αυτή που θυμίζει περισσότερο τις ευρωπαϊκές συνήθειες».
Ο καυτερός ήλιος της επόμενης μέρας τον ανάγκασε να αναβάλει την αναχώρησή του με προορισμό τη μονή Βουλκάνου για το βράδυ. Συνοδευόμενος από τον Νικολαΐδη και τον Μπάρμπογλου και κάποιους άλλους κοινούς φίλους θα φύγουν από την Καλαμάτα στις 6 το απόγευμα. Στις τεσσερισήμισι το πρωί, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, θα φτάσουν στο ιστορικό μοναστήρι, φτιαγμένο σε μια πολύ ωραία τοποθεσία, με τα κυπαρίσσια ολόγυρα, που δημιουργούσαν μια ευχάριστη αντίθεση με τα άλλα δέντρα που στόλιζαν τις δυο όχθες του Παμίσου. Οι μοναχοί θα τους υποδεχτούν φιλόξενα. Είναι περίεργο όμως πως, όπως γράφει, δε βρήκε κανένα ίχνος από παλιά αρχεία στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, στο οποίο έχουν διασωθεί πολλά (ελληνικά και τουρκικά) έγγραφα. Την επομένη θα επισκεφτεί τα ερείπια της αρχαίας Μεσσήνης, κοντά στο χωριό Μαυρομάτι, για τα οποία, ως ιστορικός και αρχαιολόγος που ήταν, κάνει ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Εκεί «πολλές γυναίκες από το Μαυρομάτι συγκεντρώνονταν γύρω από τη βρύση της Αρσινόης, όπου μόλις είχαν πάρει νερό. Ήταν ένα ζωντανό ενθύμιο της ωραίας αρχαιότητας, γιατί τα σταμνιά που μετέφεραν στα κεφάλια τους έχουν ακόμη τα ίδια σχήματα. Το ψηλό και λεπτό σώμα τους, το αψεγάδιστο μέτωπο, η ίσια κατατομή τους, τα μεγάλα μαύρα μάτια τους δεν έχουν ανάγκη από τους επαίνους των ποιητών. Η ενδυμασία τους είναι, επίσης, μια ανάμνηση της αρχαιότητας. Είναι το πιο απλό και το πιο ωραίο κοστούμι που είδα στην Ελλάδα (...) Όλες φαίνεται να έχουν μια ζωντανή και πρόσχαρη διάθεση και σχεδόν όλες με τα λευκά τους φορέματα έχουν εδώ μια εξαιρετική καθαρότητα. Οι χωρικοί μου πούλησαν μερικά ασημένια νομίσματα, πολύ καλά διατηρημένα, που τα βρίσκουν συχνά, καθώς οργώνουν τα χωράφια τους. Μερικές φορές βρίσκουν και κάποια κομμάτια από γλυπτά. Αλλά σε ποια ελληνικά ερείπια δεν θα έβρισκε κανείς απομεινάρια που να βεβαιώνουν την αναμφισβήτητη υπεροχή αυτού του λαού στις τέχνες;».
Από το Βουλκάνο ο Μπυσόν και οι συνοδοί του θα πάρουν το δρόμο για την Κορώνη. Φτάνοντας στο Αναζήρι (Εύα) δοκιμάζει, για πρώτη φορά, τη γλυκιά και λεπτή γεύση της νωπής κορινθιακής σταφίδας, «που στη Μεσσηνία την καλλιεργούσαν μόνο σε κήπους, αλλά στις δυτικές και στις βόρειες ακτές (της Πελοποννήσου) έχουν πάρα πολλά σταφιδάμπελα, τα οποία είναι ο πλούτος της χώρας». Στη διαδρομή ώς το Νησί (Μεσσήνη) ο Γάλλος ταξιδιώτης παρατήρησε ότι η γη δεν ήταν καλά καλλιεργημένη. Στο Πεταλίδι, όπου είχε αποβιβαστεί (το 1828) το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, συνάντησε κάποιον Πιεράκο, από την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων, ο οποίος του έδωσε πληροφορίες για την αποικία που είχαν δημιουργήσει εκεί -πριν από δυο δεκαετίες περίπου- οι Μανιάτες. Ο οικισμός, ήταν χτισμένος στη θέση της αρχαίας Κορώνης, γεγονός που δίνει στον Μπυσόν την αφορμή ν' αναφερθεί στα ερείπιά της και να κάνει μια πολύ κατατοπιστική περιγραφή της, γεγονός που δείχνει τις πολύ καλές αρχαιολογικές του γνώσεις.
Φθάνοντας στην Κορώνη, αφού περνάει μετά το χωριό Καστέλια μέσα από θαυμάσιους ελαιώνες, κάνει μια σύντομη, αλλά πολύ κατατοπιστική αναδρομή στη μεσαιωνική και στη νεότερη ιστορία της πόλης και σημειώνει ότι λίγα σπίτια υπήρχαν έξω από το κάστρο τα πιο πολλά, όπως και μερικές εκκλησίες, βρίσκονταν μέσα σ' αυτό. Από την Κορώνη στη Μεθώνη, όπου βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει με εγκωμιαστικά λόγια για το έργο των Γάλλων στρατιωτών για την ανοικοδόμηση της πόλης μέσα από τα ερείπιά της. Όπως παντού, θα αναφερθεί στο ιστορικό παρελθόν της πόλης, ιδιαίτερα στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Αλλά και η σύγχρονη κοινωνική-οικονομική πραγματικότητα δεν τον αφήνει ασυγκίνητο. Κάνει πολύ ενδιαφέρουσες και εύστοχες παρατηρήσεις για τη δυσλειτουργία της διοίκησης, καθώς και για τις αρνητικές συνέπειες του άδικου φορολογικού συστήματος πάνω στον αγροτικό πληθυσμό.



Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μας μεταφέρει νοερά στην κατάσταση που επικρατούσε στον αγροτικό κόσμο της χώρας εδώ και 167 χρόνια. «Ο νόμος για τη δεκάτη σε είδος εφαρμόζεται κατά τρόπο δαπανηρό και αυθαίρετο και προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια την ίδια στιγμή που δίνει στους ενοικιαστές των φόρων τα σίγουρα μέσα για να κυριαρχούν πάνω στην ίδια την κυβέρνηση. Από μια άλλη πλευρά, η κυβέρνηση, αντί να νοικιάζει τις εθνικές γαίες με μακρόχρονο ενοίκιο ή να τις πουλήσει στην τιμή των εισοδημάτων δύο ή τριών ετών, είδε λαθεμένα σαν ένα σημάδι ευημερίας το να πετύχει την υψηλότερη δυνατή τιμή για τις γαίες. Εντούτοις, ο χωρικός τις "αγόραζε, άλλοτε για να τις πάρει από έναν γείτονα που ζήλευε, άλλοτε γιατί ήλπιζε να τις πληρώσει με τη βοήθεια των παλιών απαιτήσεών του από το δημόσιο ταμείο, και άλλοτε γιατί ήλπιζε ότι μια καλή χρονιά συγκομιδής θα του πρόσφερε τα μέσα για να ξοφλήσει αυτή την υψηλή τιμή μέσα στα τριανταέξι χρόνια που είχαν καθοριστεί αλλά η συγκομιδή είναι πάντα κατώτερη από τις ελπίδες: η στιγμή της πληρωμής έφτανε οι παλιές απαιτήσεις δεν είχαν αναγνωριστεί έπρεπε να πληρώσει και βρισκόταν μετά την αγορά πιο φτωχός απ' ό,τι ήταν πριν. Είδα σε όλη σχεδόν τη Μεσσηνία περισσότερα από τα μισά σώματα της χωροφυλακής να έχουν εγκατασταθεί στην ύπαιθρο και να χρησιμοποιούνται ως φρουροί στα χωριά για να εξαναγκάσουν τους κατοίκους να ξοφλήσουν το ποσό της αγοράς των εθνικών γαιών. Η διαμονή τους κοντά στους κατοίκους είχε ως αποτέλεσμα να γίνεται πιο αδύνατη η καταβολή των καθυστερημένων χρημάτων».
Επόμενος σταθμός του ταξιδιού του το Ναβαρίνο. Στη διαδρομή παρατηρεί τη φύση γύρω του και σημειώνει πως «Η εξοχή από τη Μεθώνη ώς το Ναβαρίνο ήταν άλλοτε γεμάτη από ελιές, αλλά ο Ιμπραήμ έκαψε σχεδόν όλα αυτά τα δέντρα και όχι μόνο δεν τα αντικατέστησαν με νέα, αλλά ξερίζωσαν και αυτά που υπήρχαν από το φόβο μήπως φορολογηθούν υπερβολικά από τους εκτιμητές της δεκάτης». Ταυτόχρονα, ο Γάλλος ιστορικός βλέποντας τον άθλιο και παραμελημένο δρόμο, παρατηρεί: «Στη διάρκεια της τελευταίας μας κατάκτησης (του Μοριά) ο στρατός μας είχε κατασκευάσει έναν καρόδρομο από τη Μεθώνη ώς το Ναβαρίνο. Η ελληνική κυβέρνηση έδειξε την πιο μεγάλη αδιαφορία για τη συντήρησή του και άφησε τα ρυάκια και τους χειμάρρους να χαράξουν εκεί ένα νέο δρόμο. Τα δύο τρίτα αυτού του δρόμου, που βρίσκονται στην πεδιάδα, διατηρούνται ακόμη αρκετά καλά, αλλά όταν φτάνει κανείς στο βραχώδες βουνό, καθώς δεν πήραν καμιά φροντίδα για να ανανεώσουν τη στρώση με μικρές πέτρες που τον κάλυπταν, οι μύτες των βράχων που σχηματίζουν το υπόστρωμα προεξέχουν τόσο πολύ ώστε είναι εντελώς αδύνατο να τον περάσει κανείς με άλογο και χρειάζεται να πάρει τα μονοπάτια μέσα από τα χωράφια».
Φτάνοντας στο Ναβαρίνο ή Νιόκαστρο, όπως το αποκαλούσαν οι Έλληνες, θυμάται το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν του, στον κόλπο του οποίου διεξήχθηκε η ιστορική ναυμαχία, επισκέπτεται το κάστρο, που θεωρεί λαθεμένα ότι χτίστηκε από τους Ενετούς, και στη συνέχεια επισκέπτεται με τους συντρόφους του το νησάκι της Σφακτηρίας, όπου είδε τον τάφο του Γάλλου καπετάνιου Mallet, ο οποίος έπεσε στη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Έπειτα προσκυνάει τον τάφο του Ιταλού Φιλέλληνα Σανταρόζα, ο οποίος θυσιάστηκε εκεί στις 5 Απριλίου 1825, και συνεχίζει με το καΐκι την πορεία προς τη βορειοανατολική άκρη του νησιού. «Ακολουθώντας πάντα το νησί της Σφακτηρίας, διέκρινα κάτω από τα νερά πολλές αιγυπτιακές φρεγάτες που είχαν βυιθιστεί στη διάρκεια της ναυμαχίας του Ναβαρίνου. Φαίνονται πολύ καθαρά διαμέσου αυτής της γαλάζιας και διαυγούς θάλασσας. Οι ψαράδες ανέσυραν ό,τι χρήσιμο είχαν αυτές δεν απομένουν πλέον παρά μόνο τα κουφάρια τους». Ο Γάλλος μεσαιωνολόγος ενδιαφερόταν περισσότερο για το φράγκικο κάστρο του Παλιοναβαρίνου, πάνω από τη Βοϊδοκιλιά, στο οποίο ανεβαίνει και το περιγράφει σύντομα αλλά πολύ κατατοπιστικά, παίρνοντας συνάμα την αφορμή για να αναφερθεί στον Νικόλα Β ́ ντε Σαιντ Ομέρ, ο οποίος το έχτισε στη δεκαετία του 1280. Από το Παλιοναβαρίνο στη σπηλιά του Νέστορα, στην οποία είχαν φτιάξει τη φωλιά τους πολλά αγριοπερίστερα και άλλα πουλιά. Στη συνέχεια θα επισκεφτεί το μέρος όπου βρίσκονταν τα ανάκτορα του Νέστορα. Πολλά ίχνη τους είναι ορατά στο έδαφος. Το μεσημέρι θα επιστρέψει στο Νιόκαστρο (Πύλο) και θα επισκεφτεί πάλι το κάστρο στο οποίο, όπως γράφει, οι Γάλλοι είχαν κάνει σημαντικές επιδιορθωτικές εργασίες. Γράφει, νοιώθοντας ταυτόχρονα υπερήφανος για την καταγωγή του και θέλοντας να εξάρει το έργο των Γάλλων μηχανικών του στρατού: «Το κάστρο, ο δρόμος και η πόλη ολόκληρη είναι δικό μας έργο και, πάνω απ' όλα, η χώρα μας οφείλει, μαζί με την ελευθερία της, τις διευκολύνσεις που της δόθηκαν για την πρώτη διοργάνωσή της με το χρήμα που δαπανούσε ο στρατός μας και με το καλό παράδειγμα που έδινε. Όταν θα φτάσουν οι Γάλλοι δεν υπήρχαν παρά ένα ή δύο ή τρία σπίτια σήμερα το Ναβαρίνο είναι μια μικρή πόλη. Οι Γάλλοι κατασκεύασαν μια πλατεία και μία δημόσια βρύση και χάραξαν τους δρόμους της. Αυτό που διατήρησαν από αυτά αφότου έφυγαν είναι η μεγάλη καθαριότητα που ξεχωρίζει το Νιόκαστρο ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις». Στην πόλη αυτή θα συναντήσει έναν συμπατριώτη του, τον Κλεμπέρ, ο οποίος είχε παραμείνει εδώ και είχε ανοίξει εστιατόριο, γιατί «ερωτεύτηκε αυτό το μέρος». Δεν ήταν ο μόνος. Με τον στρατηγό Οικονόμου θα επισκεφτεί το απόγευμα της ίδιας μέρας το Μεσοχώρι, όπου οι χωρικοί αλώνιζαν το σιτάρι. Τον ενδιέφεραν ιδίως οι δύο παλιές βυζαντινές εκκλησίες του χωριού, η μία από τις οποί ες ήταν χτισμένη πάνω στα ερείπια ενός αρχαιοελληνικού ναού, πολλές πέτρες του οποίου είχαν ενσωματωθεί σ' αυτήν.



Στις 4 το πρωί της επομένης θα φύγει από το Ναβαρίνο και θα κατευθυνθεί βόρεια προς την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) «που απέχει 11 ώρες από το Νεόκαστρο. Ο δρόμος περιστρέφεται γύρω από τον όρμο. Μέχρι τους Γαργαλιάνους η περιοχή δεν είναι πάρα πολύ ωραία, αλλά μια λεύγα (5,5 χλμ.) πριν τους Γαργαλιάνους, δηλαδή τρεις ώρες από το Νεόκαστρο, το τοπίο γίνεται μαγευτικό. Οι καλλιέργειες είναι υπέροχες ταξιδεύει κανείς ανάμεσα σε δύο σειρές από ανθισμένες μυρτιές και όλη η εξοχή είναι ένα πραγματικό δάσος από ελιές. Πλησιάζοντας στα Φιλιατρά, το μέρος γίνεται ακόμη πιο μαγευτικό: οι ελιές είναι πράσινες, τεράστιες και αποφέρουν εισόδημα 6 με 12 δραχμές. Οι μουριές, οι λεμονιές σχηματίζουν ένα πραγματικό δάσος: η κορινθιακή σταφίδα αρχίζει να ωριμάζει. Ένοιωσα πολύ ευτυχισμένος όταν, ύστερα από εννέα ώρες δρόμου, νηστικός, βρήκα ένα μαύρο σταφύλι σ' ένα αμπέλι που είχε φυτευτεί πριν από δύο χρόνια. Ήταν γλυκό και πάρα πολύ ωραίο. Μερικά βήματα από δω ένας ντόπιος, καταλαβαίνοντας ότι είμαι Γάλλος, ήρθε για να μου προσφέρει ευγενικά ένα όμορφο τσαμπί κορινθιακής σταφίδας. Η ευγένεια των Ελλήνων απέναντι σε κάθε ξένο, εκτός από τους Βαυαρούς, χαρακτηρίζει εδώ τα ήθη όλων. Μας υποδέχονται με χαρά και οι Έλληνες γυρεύουν να μας εξυπηρετήσουν. Αφού πέρασα το μικρό λιμάνι στο Χατζηκυριάκι, όπου κατασκευάζουν σκάφη, αλλά όπου δεν υπάρχει ακόμη χωριό, έφτασα στα Φιλιατρά, μικρή και πολύ καθαρή πόλη, που βρίσκεται στη μέση χαριτωμένων δέντρων κάθε είδους. Εδώ ένας έμπορος κεραμικών μου πρόσφερε το σπίτι του και άρχισαν με φιλοφρόνηση να βρίσκουν όλα όσα είχα ανάγκη». Το γεγονός αυτό του δίνει, για μια ακόμη φορά, αφορμή να αναφερθεί στην «τιμιότητα και τη φυσική ευγένεια των Ελλήνων».
Φτάνοντας το βράδυ, με υπέροχο καιρό, στην Αρκαδιά θα φιλοξενηθεί από τον Παναγιώτη Παπαθανασόπουλο, γαμπρό του δημάρχου της πόλης, το σπίτι του οποίου βρισκόταν στην απάνω πόλη, κοντά στο κάστρο, που το περιγράφει σύντομα, κάνοντας ταυτόχρονα μια αναδρομή στην ιστορία της πόλης κατά την υστεροβυζαντιονή περίοδο και την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Από την Αρκαδιά, συνοδευόμενος από τον Παπαθανασόπουλο και το δασονόμο Ζαφειρόπουλο (έναν από τους πέντε Έλληνες δασονόμους του Βασιλείου, αφού οι άλλοι τριάντα ήταν Βαυαροί) θα πάει στο Χριστιάνο (τρεις ώρες δρόμο) για να επισκεφτεί την ονομαστή εκκλησία της –μία από τις πιο μεγάλες εκκλησίες που είδε στην Ελλάδα- για το χτίσιμο της οποίας γράφει ότι είχαν χτησιμοποιηθεί πέτρες από κοντινό αρχαίο ελληνικό ναό.
Την επομένη, στις 5 το πρωί, ο Μπυσόν θ' αφήσει την Αρκαδιά και θα κατευθυνθεί βορειοανατολικά προς το ορεινό Σιδηρόκαστρο, στο οποίο έφτασε ύστερα από τρεις ώρες μαζί με έναν χωροφύλακα που πήρε για οδηγό. Θα συνεχίσει το ταξίδι του βορειότερα προς τις περιοχές της Φιγαλείας και της Ανδρίτσαινας που ανήκαν τότε στο νομό Μεσσηνίας, για να επισκεφτεί την Παύλιτζα (αρχαία Φιγαλεία). Μετά το χωριό Καραμουσταφά διασχίζει μια μαγευτική χαράδρα με αιωνόβιες βελανιδιές, όπου, όπως γράφει, βρήκαν καταφύγιο πολλοί Έλληνες καταδιωγμένοι από τον Ιμπραήμ πασά. Ας αφήσουμε τον ίδιο να μας περιγράψει αυτή τη διαδρομή: «Τα βουνά είναι παντού ντυμένα με τα πιο ωραία πλατάνια και βελανιδιές και στο βάθος μιας πλατιάς χαράδρας, ανάμεσα σε δυο βαθιές όχθες κυλάει ο χείμαρρος(!) της Νέδας. Οι δύο τεράστιες κατηφοριές των δυο της οχθών μόλις που είναι διαβατές και, εντούτοις, σε όλες τις πλαγιές χωράφια με αραποσίτια βρίσκονται ανάμεσα στα δάση και τους βράχους. Εκεί που δεν θα πίστευε κανείς ότι μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος βλέπουμε χωράφια που έχουν θεριστεί πρόσφατα. Αυτή η στενή χαράδρα έχει μια πολύ μεγάλη ομορφιά μέσα στην αγριότητά της. Φτάνοντας στην Παύλιτζα το βουνό γίνεται πιο άγονο. Το αποτέλεσμα της βαθιάς κοιλάδας της Φιγαλείας και των αρχαίων της ερειπίων στο φως του φεγγαριού είναι απόλυτα μεγαλειώδες. Πέρασα το υπόλοιπο της ημέρας που μου απέμενε και ένα μέρος από το βράδυ διατρέχοντας με το άλογό μου, στο φως του φεγγαριού, ένα μέρος των ερειπίων αυτής της πόλης. Αυτή η πρώτη επίσκεψη, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, σ' αυτά τα ένδοξα ερείπια είχε για μένα κάποια επισημότητα. Υπάρχουν παντού μεγάλες πέτρες, μόλις πελεκημένες. Τα τείχη έχουν πάχος 6-7 ποδιών και προεκτείνονται προς όλες τις πλαγιές του βουνού μέχρι πάνω από το χωριό Γάρδιτζα και στην κορφή μιας βαθιάς χαράδρας, στην οποία κυλάει ένας χείμαρρος».



Οι πληροφορίες που δίνει στη συνέχεια για της αρχαιότητες της Φιγαλείας δείχνει το πόσο καλός γνώστης της ιστορίας του τόπου ήταν. Από τη Φιγαλεία θα συνεχίσει την πορεία του προς τις Βάσσες μέσα από διάφορα αλβανόφωνα χωριά, κατευθυνόμενος προς το ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, που τον επισκέπτεται στη συνέχεια: «Από το χωριό Δραγώγι ώς το βουνό όπου βρίσκεται ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα, η απόσταση δεν είναι παρά μισή λεύγα. Περνάμε από ένα όμορφο δάσος γέρικων βελανιδιών, που είχαν, χωρίς αμφιβολία, αφιερωθεί κατά την αρχαιότητα στις νύφες, και συναντούμε δύο βρύσες. Έπειτα, όταν φτάνουμε στην κορυφή σχεδόν του βουνού, φαίνεται ξαφνικά ένας αρχαίος ναός άριστα διατηρημένος». Ακολουθεί η περιγραφή αυτού του απαραμίλλου κάλλους, έργου της αρχαιοελληνικής τέχνης των κλασικών χρόνων, το οποίο θαύμασε για τρεις ώρες.
Προτελευταίος σταθμός της περιήγησής του στα διοικητικά όρια της τότε Μεσσηνίας η ιστορική κωμόπολη της Ανδρίτσαινας που την περιγράφει με τα παρακάτω λόγια: «Η Ανδρίτσαινα κάθεται με χάρη πάνω στις πλαγιές ενός λόφου που υψώνεται ανάμεσα σε δύο ψηλότερα βουνά, με ένα από τα οποία χωρίζεται από βαθιές χαράδρες όπου κυλάει ο χείμαρρος Ροβιάς. Αλλά ο όγκος του νερού των χειμάρρων και των καταρρακτών ελαττώνονται πολύ στην Ελλάδα τον Ιούλιο μήνα. Οι χείμαρροι δεν έχουν παρά μια μικρή μόνο ποσότητα νερού και οι καταρράκτες είναι στεγνοί. Εντούτοις, βλέποντας αυτή τη διαδοχή των ίσιων βράχων στη μέση ωραίων δασών και βαθειών χαραδρών, καταλαβαίνουμε το επιβλητικό αποτέλεσμα που θα πρέπει αν δημιουργούν τον Μάιο μήνα όταν το νερό των χειμερινών βροχών αυξάνεται από το λιώσιμο των χιονιών. Η Ανδρίτσαινα σχηματίζεται από πολλούς όμορφους συνοικισμούς, διασκορπισμένους, εδώ κι εκεί, στις διάφορες πλαγιές του βουνού».
Από την Ανδρίτσαινα στο Λάβδα κι από κει στο Διαφόρτι (το αρχαίο Λύκαιο). Έτσι τελειώνει το ταξίδι του Μπυσόν στη μεσσηνιακή γη. Ένα ταξίδι που το περιγράφει τόσο ζωντανά και γλαφυρά λες και ταξιδεύουμε και μεις μαζί του. Ένα ταξίδι στον τόπο που αγαπούσε και θαύμαζε ο μεγάλος αυτός Γάλλος ιστορικός, χάρις στον οποίο η Μεσσηνία του χθες και οι άνθρωποι της γίνονται πιο οικείοι σε μας.


Γιώργος Β. Νικολάου
Η Μεσσηνία όπως την είδε ο Γάλλος ιστορικός και ταξιδιώτης Μπυσόν, το 1841
Μεσσηνιακό Ημερολόγιο. Ετήσια έκδοση, Αθήνα 2008.




Printfriendly