Η επανάσταση του 1770 στην Πελοπόννησο -γνωστή ως Ορλωφικά- είναι σίγουρα ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που συνέβησαν τον 18ο αιώνα στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στα Μεσσηνιακά Χρονικά, τόμ. 3 (2003-2007), σσ. 183-220, μας δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθούμε μ' αυτή, με βάση ανέκδοτη έκθεση η οποία φέρει τον τίτλο Journal de l'expedition des Russes en Morée [Ημερολόγιο της εκστρατείας των Ρώσων στο Μοριά). Συντάκτης αυτού του ημερολογίου είναι ο Andre-Alexandre Lemaire, γενικός πρόξενος της Γαλλίας στην Πελοπόννησο (με έδρα τότε την Κορώνη), αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στην Κορώνη και στη γύρω περιοχή. Στη μελέτη αυτή παρουσιάσαμε και σχολιάσαμε -με τη βοήθεια και άλλων πηγών τα γεγονότα που συνέβησαν σ' όλη την Πελοπόννησο, όπως καταγράφονται από το Γάλλο πρόξενο. Όμως ο διαθέσιμος χώρος δεν μας επέτρεψε να αναφέρουμε όλες τις πληροφορίες που μας δίνει αυτή η έκθεση για τις επιχειρήσεις του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος (με τη βοήθεια και των Μανιατών) στην περιοχή της Κορώνης για την κατάληψη του κάστρου της. Γι' αυτό το λόγο στις σελίδες που ακολουθούν παραθέτουμε μεταφρασμένα όλα τα σχετικά αποσπάσματα του ημερολογίου, με ελάχιστα σχόλια και χωρίς να φορτώσουμε το κείμενο με πληροφορίες από άλλες πηγές, για τις οποίες μπορεί να προστρέξει, όποιος ενδιαφέρεται, στην προηγούμενη μελέτη μας.
Ο Λεμαίρ άρχισε να καταγράφει τα γεγονότα αμέσως μετά την εμμφάνιση της ρωσικής ναυτικής μοίρας στον κόλπο της Κορώνης στις 17/28 Φεβρουαρίου 1770. Στις 12 Απριλίου (ν. ημ.) έστειλε στο Υπουργείο Ναυτικών της Γαλλίας το πρώτο μέρος του ημερολογίου με καταγραμμένα, μέρα με τη μέρα, τα μέχρι τότε γεγονότα και στις 10 Ιουνίου από τη Μάλτα, όπου είχε καταφύγει, το δεύτερο στο oποίο καταγράφει τα γεγονότα που Συνέβησαν ως τις 16 Μαΐου: δηλαδή σχεδόν μέχρι το τέλος της επανάστασης.
Αρχίζοντας ο Λεμαίρ την εξιστόρηση των γεγονότων κάνει λόγο για το κλίμα που επικρατούσε στην Πελοπόννησο τις παραμονές της εξέγερσης επισημαίνοντας το γνωστό και από άλλες πηγές γεγονός ότι κυκλοφορούσαν πολλές φήμες για μια επικείμενη επιχείρηση των Ρώσων:
«Εδώ και πολλούς μήνες κυκλοφορούσε στο Μοριά ο ψίθυρος για μια επιχείρηση που σκόπευαν να πραγματοποιήσουν οι Ρώσοι, προκειμένου να κατακτήσουν αυτή την επαρχία. Μιλούσαν τόσο πολύ για τις προετοιμασίες αυτής της επιχείρησης, το μέγεθος του στόλου και τον αριθμό των στρατιωτικών σωμάτων που θα αποβιβάζονταν, ώστε δεν μπορούσα να πιστέψω ότι επρόκειτο μόνο για μια ανυπόστατη υποψία. Η βεβαιότητα ενισχυόταν από το ότι δεν είχα λάβει από τη Γαλλία καμία σίγουρη και αιτιολογημένη προειδοποίηση γι' αυτό το ζήτημα.
Η τουρκική φρουρά της Κορώνης, έχοντας πληροφορίες γι' αυτούς τους ψιθύρους και θεωρώντας εκ των προτέρων βέβαιο ότι οι Έλληνες ήταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις των Ρώσων, σχεδίαζε να προβεί σε σφαγές των χριστιανών, που κατοικούσαν έξω από τα τείχη της Κορώνης και στα γύρω χωριά, αν και αγνοούσε τις μυστικές συνεννοήσεις που είχαν κάνει οι προεστοί και οι οπλαρχηγοί με την Αυλή της Πετρούπολης. Με την πρώτη πληροφορία που είχα γι' αυτό το σχέδιο είπα στους διοικητές της φρουράς ότι η ενέργεια που σκόπευαν να κάνουν, αντί να φέρει το παραμικρό θετικό αποτέλεσμα, θα μπορούσε να επιταχύνει και να δικαιολογήσει την εξέγερση των Ελλήνων και ότι ήταν καλύτερο να τους προστατεύσουν και να τους καλοπιάσουν για να τους χρησιμοποιήσουν στην άμυνα του κάστρου, αν επολιορκείτο, ή για να εξασφαλίσουν μια έντιμη συνθηκολόγηση, στην περίπτωση που θ' αναγκάζονταν να παραδοθούν. Οι συστάσεις μου έφεραν αποτέλεσμα. Οι Έλληνες αφέθηκαν ήσυχοι και δεν απαγορεύτηκε καμία εκκλησιαστική τελετή. Δεν έγινε όμως το ίδιο στη Μεθώνη και στο Ναυαρίνο όπου οι Τούρκοι, αφού διέπραξαν φρικτές σφαγές και βιαιοπραγίες, εσύλησαν και έκλεισαν τις εκκλησίες.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1770 έλαβα, μέσω του Ναυπλίου, μια επιστολή του ιππότη des Pennes, διπλωματικού επιτετραμένου του Βασιλιά [της Γαλλίας στη Μάλτα, με την οποία με ειδοποιούσε ότι πέντε ρωσικά πολεμικά πλοία πέρασαν από αυτό το νησί στις 14 του ίδιου μήνα κατευθυνόμενα προς την Πελοπόννησο. Ταυτόχρονα σημείωνε ότι η τσαρίνα [Μεγ. Αικατερίνη] ζήτησε από τον Βασιλιά μας να συνενώσει τις επίγειες και τις θαλάσσιες δυνάμεις του μ' εκείνες που η ίδια στέλνει σ' αυτή την εκστρατεία.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας είδαμε από την Κορώνη πέντε πλοία να μπαίνουν σ' ένα λιμάνι της Μάνης που ονομάζεται Οίτυλο και υπάγεται στη δικαιοδοσία του καπετάν Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, του σημαντικότερου αρχηγού των Μανιατών. Μάθαμε ότι μέσα σ' αυτά τα πλοία υπήρχαν πολλοί Μανιάτες που είχαν πάει μέχρι τη Ρωσία για να υποσχεθούν στην τσαρίνα τη συνδρομή του έθνους τους για όλα όσα θα αποφάσιζε σχετικά με την εκστρατεία εναντίον των Τούρκων.
Επειδή το προάστιο της Κορώνης είναι εντελώς ατείχιστο, χωρίς άμυνα, χωρίς πολλούς κατοίκους, και δεν μπορεί να προ βάλει αντίσταση σε 30 αρματωμένους Μανιάτες, έκανα σύσκεψη με τους Γάλλους εμπόρους για να συζητήσουμε αν έπρεπε να κλειστούμε μέσα στο κάστρο. Αποφασίσαμε ομόφωνα ότι οι έμποροι δεν έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, λόγω των πολλών εμπορευμάτων που βρίσκονταν εκεί ότι θα ήταν επικίνδυνο να μεταφέρουν τα εμπορεύματα μέσα στο κάστρο γιατί θα μπορούσαν να προκαλέσουν την απληστία των παληανθρώπων, από τους οποίους αποτελείται η φρουρά, και ότι έπρεπε να κρατήσουν γερά στο βαρόσι (προάστιο), όσο ήταν δυνατό, ώστε να είναι σε θέση να φορτώσουν τα εμπορεύματα και να επιβιβαστούν γρήγορα στα πλοία, αν ο κίνδυνος γινόταν ορατός. Αν και είμαι αποφασισμένος να μην εγκαταλείψω, παρά μόνο σε πολύ μεγάλη ανάγκη, την Κορώνη, δε θέλησα να καταφύγω μόνος μου στο κάστρο για να μην αποχωριστώ τους ομοεθνείς μου και τους αφήσω εκτεθειμένους σε κάποιο απρόοπτο γεγονός»
Ο φόβος μήπως λεηλατηθούν από τους Μανιάτες τα σπίτια τους και οι αποθήκες με τα εμπορεύματα θα τον αναγκάσει να γράψει στον καπετάν Γιωργάκη Μαυρομιχάλη και στον μεγαλοπροεστό της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη για να τους ρωτήσει αν θα ήταν ασφαλείς παραμένοντας στην Κορώνη. Στις 2 Μαρτίου έλαβε απάντηση από τον Μπενάκη η οποία συνοδευόταν από επιστολή ενός άλλου αρχηγού των Μανιατών, του Αθανάσιου Κουμουνδούρου. Και οι δύο τον προσκαλούσαν να καταφύγει με τους συμπατριώτες του στη Μάνη, όπου δεν θα διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο. Δεν αποδέχτηκε αυτή την πρόταση με το επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη θέση του και τα καθήκοντά του, και μάλιστα εν καιρώ πολέμου. Επιπλέον, πίστευε ότι μια τέτοια ενέργεια θα τους καθιστούσε όλους ύποπτους στους Τούρκους.
«Την ίδια ημέρα, συνεχίζει, έγινε η καταμέτρηση της στρατιωτικής δύναμης που βρίσκεται μέσα στο κάστρο, η οποία ανέρχεται σε 400 περίπου άνδρες, πάρα πολύ μικρή σε σύγκριση με τους 15.000 Μανιάτες ενισχυμένους με τη βοήθεια που μπορούν να τους δώσουν οι Ρώσοι. Ο διοικητής του κάστρου και οι κατώτεροι αξιωματικοί ήρθαν να μου υποσχεθούν συμπαράσταση και να με διαβεβαιώσουν ότι με το παραμικρό σινιάλο που θα κάνω, την ημέρα ή τη νύχτα, η φρουρά θα βγει για να ρθει να υπερασπίσει τους Γάλλους, όποιος κι αν είναι ο αριθμός των εχθρών. Στις 3 Μαρτίου άρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Μανιάτες, που έχουν ήδη διασκορπιστεί στην ύπαιθρο, σκότωσαν έναν Τούρκο. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι σκοτωμοί. Τα εξοχικά σπίτια κάποιων πλουσίων Τούρκων λεηλατήθηκαν. Στις 4 έκαναν επιδρομές, σε απόσταση μέχρι τρεις λεύγες [μία λεύγα= 5.555 μέτρα από την Κορώνη, λεηλάτησαν διάφορα χωριά και πήραν 600 εκατόκιλα σιταριού που τα είχαμε αγοράσει με συνεισφορά όλων για τον επισιτισμό μας. Συμβούλευσα τη φρουρά να μην κάνει καμία κίνηση για να τους απωθήσει, ώστε να μην τους προσφέρει την πρόφαση που γύρευαν για ναρθουν να επιτεθούν στην Κορώνη και τους έδωσα να καταλάβουν ότι ήταν πιο συνετο να κρατήσουν αμυντική στάση αναμένοντας την ενίσχυση με νέες στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτή η συμβουλή επιδοκιμάστηκε και εφαρμόστηκε».
Την ίδια μέρα οι αξιωματικοί της φρουράς του κάστρου θα του διαβιβάσουν με τον γραμματέα και δραγουμάνο του προξενείου Fornetty την επιθυμία τους να κλειστούν όλοι οι Γάλλοι στο κάστρο γιατί σκόπευαν να κάψουν τα σπίτια του βαροσιού, δηλαδή του εκτός των τειχών τμήματος της πόλης όπου κατοικούσαν οι Έλληνες και οι ξένοι πρόξενοι και έμποροι, φοβούμενοι μήπως τα χρησιμοποιήσουν οι επαναστάτες. Τους απάντησε ότι μια τέτοια ενέργεια θα ήταν, κατά τη γνώμη του, άστοχη και αρνήθηκε ευγενικά να μετακομίσουν από το βαρόσι στο κάστρο.
«Στις 5 [Μαρτίου] οι Μανιάτες συνέχισαν τις αρπαγές. Την ίδια μέρα μάθαμε ότι όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των βουνών ξεσηκώθηκαν για να ενωθούν με τους Μανιάτες και τους Μοσχοβίτες [Ρώσους]. Η κατάσταση αρχίζει να γίνεται σοβαρή και να προ καλεί το φόβο μιας γενικής επανάστασης, γιατί οι βουνήσιοι πληθυσμοί είναι πολύ περισσότεροι και πιο εμπειροπόλεμοι από τους Μανιάτες. Όλο το νότιο τμήμα του Μοριά έχει πλέον ξεσηκωθεί. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τα πάντα. Δεν απομένει τίποτε άλλο στην κατοχή τους, εκτός από τα τρία κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυαρίνου. Οι κάτοικοι του Σαρατσά, που απέχει δύο λεύγες από την Κορώνη, κυνήγησαν έναν Τούρκο, ο οποίος ήταν επιστάτης στο χωριό τους, και πήραν τα όπλα. Όλοι οι Έλληνες της Κορώνης, λέγοντας ότι οι Τούρκοι του φρουρίου θα συνωμοτήσουν ξανά για να τους σφάξουν, έφυγαν μέσα στη νύχτα με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και κατέφυγαν στις ερημιές. Η ερήμωση είναι πλήρης. Δεν βρίσκονται πλέον στο βαρόσι άλλοι εκτός από τους Γάλλους και ελάχιστους Έλληνες, που έχουν φιλικές σχέσεις με τους Γάλλους. Όλες αυτές οι εξεγέρσεις έχουν ως αιτία τη μεγάλη καταπίεση των Τούρκων σε βάρος των Ελλήνων και τις μυστικές συνεννοήσεις που έκαναν, εδώ και πολλά χρόνια, οι Ρώσοι με τους Μανιάτες και με τους σημαντικότερους Έλληνες των βουνών.
6 [Μαρτίου]. Οι περισσότερες οικογένειες της Κορώνης, που είχαν φύγει χθες, άρχισαν να επιστρέφουν γιατί βρήκαν την ύπαιθρο γεμάτη από κλέφτες και φονιάδες, από τους οποίους διέτρεξαν μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν που θέλησαν ν' αποφύγουν. Ακούει κανείς να μιλάνε μόνο για φόνους και κλεψιές. Όλοι οι δρόμοι είναι αποκλεισμένοι. Στις 8 Μαρτίου οι Μανιάτες, που ο αριθμός τους ανερχόταν σε πολλές χιλιάδες, προχώρησαν ως τη Λογγά, το Καστέλλι, το Βουνάρι και άλλα γειτονικά στην Κορώνη χωριά, λεηλατώντας και καίγοντας τα σπίτια των Τούρκων. Γλύτωσαν μόνο αυτά των Ελλήνων. Έχουν επικεφαλής τους πάρα πολλούς Μοσχοβίτες, οι οποίοι τους διοικούν τους κατευθύνουν και τους μαθαίνουν να τηρούν μια πειθαρχία που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ. Δύο χιλιάδες Μανιάτες κατέλαβαν το στενό πέρασμα του δερβενιού, το οποίο βρίσκεται στη μέση του δρόμου από την Τριπολιτσά, 12 λεύγες από εδώ, με αποτέλεσμα να είναι πλέον αδύνατο να φτάσει κάποια ενίσχυση για να προστατεύσει το νότιο τμήμα του Μοριά από την εισβολή. Ο διοικητής του ρωσικού στόλου, ο οποίος ονομάζεται, λένε, πρίγκηπας Θεόδωρος Ορλώφ, φροντίζει να διαδοθεί η φήμη ότι περιμένει τον πρωτότοκο αδελφό του, τον πρίγκηπα Αλέξιο Ορλώφ, με ένα στόλο από 60 πολεμικά και μεταγωγικά πλοία, αποβατικές δυνάμεις και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο για τη διεξαγωγή πολιορκιών. Βλέποντας τον εχθρό και τις φλόγες τόσο κοντά στην Κορώνη, ειδοποίησα τους Γάλλους να φροντίσουν για την ασφάλειά τους. Και εφόσον εξακολουθούσα να θεωρώ πολύ επικίνδυνο να καταφύγουμε στο κάστρο, επειδή οι ίδιοι οι αξιωματικοί μας συμβούλευσαν να μην κάνουμε μια τέτοια ενέργεια, πήραμε την απόφαση να επιβιβαστούμε στις 9 το βράδυ σε δύο γαλλικά πλοία που είχαν αγκυροβολήσει εκεί ώστε ν' αποφύγουμε καθετί το απροσδόκητο στη διάρκεια της νύχτας.
Στις 9 Μαρτίου, τα χαράματα, κατέβηκα από το πλοίο και έμαθα ότι οι Μανιάτες πήραν θέσεις μέσα στο χωριό Τζαφέρογλου που απέχει μόνο ένα τέταρτο της λεύγας από την Κορώνη. Εκεί καλύπτονται από το δάσος των ελαιόδενδρων, τους λόφους και τις χαράδρες, που σχηματίζουν φυσικά οχυρώματα. Ένας κατάσκοπος, που έστειλα εκεί, με πληροφόρησε ότι δεν κάνουν τίποτα περιμένοντας ενισχύσεις για ν' αρχίσουν την πολιορκία. Λένε ότι ο μοναδικός τους στόχος είναι οι Τούρκοι και ότι δεν θα κάνουν κανένα κακό στους Γάλλους ούτε στους Έλληνες. Δεν πρέπει όμως να τους δίνει κανείς εμπιστοσύνη. Ο κατάσκοπος ίδε πολλούς Έλληνες της Κορώνης και των γειτονικών χωριών που ενώθηκαν με τους Μοσχοβίτες. Αυτοί οι Έλληνες, που φορούν γελοίους σκούφους, κρατούν σημαίες και πολεμούν μαζί τους. Δύο ώρες πριν από το μεσημέρι οι Μανιάτες, έχοντας επικεφαλής πολλούς Ρώσους αξιωματικούς και καλυπτόμενοι από τις ελιές, έφτασαν σ' ένα πλάτωμα όχι μακριά από το κάστρο. Περίπου εκατό Τούρκοι βγήκαν για να τους απωθήσουν. Είδα τη μάχη από τα παράθυρά μου. Διεξήχθηκε χωρίς τάξη, με τον τρόπο που πολεμούν οι άνθρωποι αυτής της χώρας, σαν να επεδίωκε η κάθε πλευρά να καλυφθεί στα δένδρα. Δεν χύθηκε πολύ αίμα δύο Τούρκοι σκοτώθηκαν και άλλοι δύο πληγώθηκαν. Οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι έριξαν πολλούς Μανιάτες στο λατομείο. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν αυτό είναι αλήθεια. Ύστερα από μάχη δύο ωρών οι Μανιάτες αποσύρθηκαν κάτω από τον πύργο του Τζαφέρογλου και οι Τούρκοι στο κάστρο, περικυκλωμένοι από παντού».
10 [Μαρτίου] Οι Μανιάτες ολοκλήρωσαν στη διάρκεια της τελευταίας νύχτας τη λεηλασία και τον εμπρησμό των περιχώρων της Κορώνης. Άφησαν απείραχτο μόνο το Τζαφέρογλου όπου, προφανώς, θέλουν να εγκαταστήσουν το γενικό τους στρατηγείο. Όμως το εγκατέλειψαν και αποσύρθηκαν στο Βουνάρι, δύο λεύγες από εδώ, όπου ύψωσαν ρωσικές σημαίες. Παρακολουθώ όλες τις κινήσεις τους με το τηλεσκόπιό μου. Προς το βράδυ οι Μανιάτες επανήλθαν με πολύ μεγαλύτερο αριθμό. Στρατοπέδευσαν πάλι στο φυλάκιο του Τζαφέρογλου και εγκατέστησαν ένα άλλο στον Αϊ-Δημήτρη, που βρίσκεται στην ίδια απόσταση από την Κορώνη. Ένας από τους αρχηγούς τους, που ονομάζεται Μιχαλάκης, μου έστειλε τη νύχτα ένα μήνυμα για να με διαβεβαιώσει ότι οι Γάλλοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Μου ζήτησε επίσης ψωμί λέγοντας ότι τους λείπουν εντελώς τα τρόφιμα. Τους έδωσα ένα σακί αλεύρι που είχα στο σπίτι μου και ένα δώρο από ζαχαρωτά φρούτα, λικέρ και σιρόπι από πολυτρίχι. και ποτά. Διέταξα τον αρτοποιό μου να τους προμηθεύσει με ό,τι είχε στη διάθεσή του, προκειμένου ν' αποφύγουμε τη λεηλασία των σπιτιών μας και να το κρατήσει μυστικό για να μην ερεθίσουμε τους Τούρκους. Στις 11 Μαρτίου οι πύλες του κάστρου έκλεισαν. Οι Τούρκοι δεν ξαναφάνηκαν έξω. Δεν έγιναν άλλες εχθροπραξίες στη διάρκεια της ημέρας. Ρίχτηκαν μόνο κάποιες χαμένες ντουφεκιές από τη μια και από την άλλη πλευρά. Στις 12 οι Μανιάτες εγκαταστάθηκαν στο βαρόσι της Κορώνης, χωρίς να πειράξουν καθόλου σπίτια και ανθρώπους.
13 [Μαρτίου]. Το πρωί κατέβηκα από το πλοίο. Μετά από δύο ώρες οι Μοσχοβίτες άρχισαν να χρησιμοποιούν τρία πυροβολεία που έριχναν αρκετά έντονες βολές. Αυτό του κάστρου μου φάνηκε πολύ αργό και με όχι καλή συχνότητα ριπών. Έστειλα ανθρώπους να ερευνήσουν και μου έφεραν την πληροφορία ότι τα τρία ρωσικά πυροβολεία έχουν συνολικά πέντε μόνο κανόνια και ότι μια βολή που ρίχτηκε από το φρούριο σκότωσε τέσσερις άνδρες τους και πλήγωσε άλλους τόσους. Μου είπαν επίσης ότι οι περισσότεροι Μανιάτες στάλθηκαν προς την πλευρά της Μάνης και του Ναυαρίνου για να προκαλέσουν φθορές και ότι η επίθεση εναντίον της Κορώνης γίνεται τώρα μόνο από πέντε-έξι μανιάτικες και άλλες τόσες ρωσικές μοίρες που αποβιβάστηκαν από τα πολεμικά πλοία. Ήρθε στην κατοικία μου ένας Ρώσος αξιωματικός, απεσταλμένος ενός συνταγματάρχη που διοικεί τις πυροβολαρχίες, για να μου ζητήσει να υποβάλω εκ μέρους του στους Τούρκους μια πρόταση παράδοσης. Μ' αυτή τους υπόσχονται ότι θα τους παραχωρήσουν απόλυτη ελευθερία για να φύγουν με τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους και τα πράγματά τους, ώστε να παραδοθεί το κάστρο πριν από το βράδυ και ότι, αν αρνηθούν, δεν θα δεχτούν πλέον συνθηκολόγηση. Ο πρώτος διερμηνέας μου μετέφερε αυτή την πρόταση στους αξιωματικούς της φρουράς και του απάντησαν ότι, αφού θα πολεμήσουν καλά και αν θα έχει δημιουργηθεί άνοιγμα στο τείχος, θα σκεφτούν ποια ακριβώς απόφαση θα πάρουν.
Τα τρία μεγάλα ρωσικά πολεμικά πλοία (βεσώ), μαζί με δύο άλλα πολεμικά, μία φρεγάτα και μία δωδεκάδα γαλιότες, οι οποίες είχαν προμηθευτεί στη Μάνη την ξυλεία που μετέφεραν, έφυγαν από το μέρος όπου είχαν αγκυροβολήσει και ήρθαν ν' αράξουν δίπλα στο κάστρο και στο βαρόσι. Τα ρωσικά πλοία άρχισαν τους κανονιοβολισμούς και από το κάστρο ανταπέδωσαν τα πυρά. Τα ρωσικά πολεμικά πλοία συνέχισαν τους κανονιοβολισμούς όλη την ημέρα και την επόμενη νύχτα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα γιατί βρίσκονταν πολύ μακριά από το κάστρο. Τα πυροβολεία της ξηράς αραίωσαν πολύ τους κανονιοβολισμούς. Έριχναν βολές μόνο ανά δύο ώρες».
Την ίδια ημέρα ο Λεμαίρ αποφασίζει να φύγουν από το προξενείο, γιατί έβλεπε ότι κινδύνευαν καθώς βρίσκονταν ανάμεσα σε δύο πυρά. Επιβιβάστηκε με τους εμπόρους σε δύο γαλλικά πλοία, στα οποία είχαν φορτώσει αρκετά εμπορεύματα, και αγκυροβόλησαν κοντά στο λιμάνι. Οι κανονιοβολισμοί συνεχίστηκαν με τον ίδιο ρυθμό και την επομένη. Στις 15 συναντήθηκε με τον λοχαγό της αυτοκρατορικής φρουράς πρίγκηπα Koslowoski και είχε μαζί του μία συζήτηση για την πορεία της πολιορκίας, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όπως γράφει στο ημερολόγιο,
«Στη διάρκεια της συζήτησης που είχα με τον πρίγκηπα Κοσλοβόσκι μου είπε ότι η επίθεση κατά του κάστρου της Κορώνης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν, μέχρι τώρα, πολύ αδύνατη και όχι πολύ αποφασιστική, γιατί ο στρατηγός ήθελε να το προφυλάξει και να μην το καταστρέψει ώστε, μετά την κατάληψή του, να το χρησιμοποιήσει ως κύρια στρατιωτική βάση, σε συνδυασμό και με την πολεμική εμπειρία των γειτόνων Μανιατών. Είπε επίσης ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο είχαν κατασκευάσει πάρα πολύ μικρά πυροβολεία και ότι τα πολεμικά πλοία είχαν ρίξει βολές μόνο από πολύ μακριά, ελπίζοντας να εκφοβίσουν και να κουράσουν την τουρκική φρουρά, που δεν ήταν μεγάλη, και να την αναγκάσουν να παραδοθεί. Αν όμως έβλεπαν ότι συνεχίζει να αντιστέκεται, θα αποφάσιζαν τελικά να σφυροκοπήσουν το κάστρο με τα κανόνια και να κατασκευάσουν υπονόμους. Πράγματι, αντιλήφτηκα ότι κατέβαζαν από τα πλοία 18 μεγάλα κανόνια, διαμετρήματος 24 και 36 ιντσών».
Στο Πεταλίδι, όπου κατέφυγαν για περισσότερη ασφάλεια, θα συναντήσει τον Σκλαβούνο καπετάνιο Αλέξανδρο Paliencia, Βενετό υπήκoου, από το Κότορο, κυβερνήτη μιας ρωσικής φρεγάτας, με πλήρωμα από την ίδια περιοχή. «Αυτοί εδώ οι άνδρες, επειδή οι περισσότεροι πιστεύουν στο ελληνικό ορθόδοξο δόγμα, κατατάχθηκαν εθελοντικά στο ρωσικό στράτευμα, πιθανώς στην υπηρεσία της ίδιας της Βενετίας. Παρατήρησα ότι κανένα από τα πολεμικά πλοία δεν έφερε τη ρωσική σημαία. Έχουν στο στήθος τους ένα μεγάλο σταυρό, θέλοντας έτσι να δώσουν σ' όλους να καταλάβουν ότι πρόκειται για μια σταυροφορία και για ένα θρησκευτικό πόλεμο. Έφεραν μαζί τους και έναν αρχιεπίσκοπο ο οποίος παροτρύνει τους Έλληνες να εξεγερθούν για να υπερασπίσουν την πίστη τους και ν' απαλλάξουν όλη την Ελλάδα από την καταπίεση των απίστων».
Στις 19 Μαρτίου, αργά το βράδυ, ο Λεμαίρ θα επιστρέψει στην Κορώνη και θα καταχωρήσει στο ημερολόγιο όσα έμαθε για την πολιορκία της στο διάστημα που απουσίαζε: οι βολές των μεγάλων ρωσικών κανονιών, που είχαν σταματήσει εντελώς πριν από τρεις ημέρες, ξανάρχισαν, με μεγαλύτερη ένταση, στις 19. Οι Τούρκοι, από την πλευρά τους, αρκέστηκαν σε μια ομοβροντία με τα πυροβόλα του κάστρου. Στη συνέχεια μας δίνει την εξής πληροφορία, άγνωστη από άλλες πηγές:
«Στις 21, το πρωί, ο Ρώσος αξιωματικός που κατευθύνει αυτή την πολιορκία μου ζήτησε να συνοδεύσει ο πρώτος δραγουμάνος μου Φορνέτι έναν ανδρα που έστειλε για να υποβάλει μια καινούργια πρόταση στη φρουρά του κάστρου. Καθώς αυτός ο άνδρας καταλαβαίνει τα ελληνικά, ο κύριος Φορνέτι, που πήρε το λόγο εκ μέρους του, χρησιμοποίησε αυτή τη γλώσσα, αντί για τα τουρκικά, για να μη θεωρηθεί ύποπτος ότι λέει κάτι ενάντια στα συμφέροντα των Ρώσων. Παρουσίασε στη φρουρά την κατάσταση των καταστροφών του Μοριά [...] Ανανέωσε, τέλος, την πρόταση να φύγουν ελεύθεροι για να γλιτώσουν τη ζωή τους και τα κάτεργα, με τον όρο να παραδώσουν το κάστρο, χωρίς να του προκαλέσουν ζημιές. Αν όμως περίμεναν μέχρις ότου προκληθεί ρήγμα δεν θα υπήρχε πλέον δυνατότητα συνθηκολόγης. Οι σημαντικότεροι Τούρκοι αξιωματικοί άρχισαν να εκδηλώνουν στον Φορνέτι την πλήρη εμπιστοσύνη τους για τις καλές μου εκδουλεύσεις και μεγάλη αναγνώριση για τη σταθερότητά μου να μην τους εγκαταλείψω. Στη συνέχεια απάντησαν στις προτάσεις του Ρώσου διοικητή λέγοντας ότι θα υπεράσπιζαν το φρούριο μέχρις εκεί που θα ήταν δυνατό. Όταν δεν θα μπορούσαν πλέον ν' αμυνθούν, θα έβαζαν φωτιά στις πυριτιδαποθήκες και θα ανατινάζονταν μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, αντί να δοκιμάσουν την τύχη των Τούρκων του Μυστρά.
Τα πυροβόλα, που είχαν σωπάσει στη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων, άρχισαν να ξαναρίχνουν. Ο διοικητής έδωσε αναφορά στον συνταγματάρχη, ο οποίος προς το βράδυ κατέβηκε από το πλοίο, προφανώς για να ρθει να διευθύνει τις νέες επιχειρήσεις και για να εμψυχώσει τα στρατεύματα με την παρουσία του.
24 [Μαρτίου]. Εδώ και τρεις ημέρες τα πυροβόλα δεν έριξαν καμία βολή. Από το κάστρο ρίχτηκαν δύο κανονιοβολισμοί προς το βαρόσι, ένας από τους οποίους έπεσε στην αποθήκη ενός Γάλλου εμπόρου και έσπασε μερικά πιθάρια γεμάτα με λάδι. Η άλλη διαπέρασε ένα ελληνικό σπίτι που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το δικό μου. Οι Ρώσοι βρίσκονται σε απραξία. Προφανώς, καταστρώουν κάποιο σχέδιο εφόδου ή κατασκευής υπονόμων. Τα εμπόδια που συναντούν για να καταλάβουν το κάστρο, το γεγονός ότι ο αριθμός των στρατιωτών που διαθέτουν μόλις που φτάνει τους 500 άνδρες -αφού συγκέντρωσαν και όλα σχεδόν τα πληρώματα των πλοίων τους- και η μικρή βοήθεια που τους προσφέρουν οι εξεγερμένοι Έλληνες, οι οποίοι είναι ικανοί μόνο να κλέβουν και να φονεύουν και να μην πολεμούν καθόλου, τους κάνει να έχουν κακή διάθεση εναντίον όλων και κυρίως εναντίον των Γάλλων, οι οποίοι συκοφαντούνται συνεχώς από τους Έλληνες και θεωρούνται καταδότες, εχθροί της πίστης τους και σύμμαχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. [...] Στις 26 το πρωί ρίχτηκαν από τα πυροβόλα του κάστρου οι συνήθεις ομοβροντίες. Τα κανόνια και οι μορτιέρες επικέντρωσαν τα πυρά τους στο βαρόσι. Έπεσαν σαν βροχή μύδροι και ρωσικές μπάλες στην οικία μου και στις οικίες των εμπόρων. Μια οβίδα έσκασε μέσα στην αυλή μου».
Συνεχίζοντας ο Λεμαίρ την καταγραφή των γεγονότων σημειώνει ότι στις 27 του ίδιου μήνα οι Μανιάτες λήστεψαν τα σπίτια μερικών Γάλλων εμπόρων, καθώς και όλα τα σπίτια των Ελλήνων κατοίκων του βαροσιού και συμπληρώνει:
«Οι Ρώσοι αξιωματικοί μου είπαν ότι έχουν την ανάγκη των Μανιατών για να υποτάξουν το Μοριά. Εφόσον δεν διαθέτουν αρκετό στρατό για να το πετύχουν μόνοι τους, είναι αναγκασμένοι να κλείσουν τα μάτια τους στις ληστείες που διαπράττουν. Όταν όμως θα καταλάβουν τα κάστρα θα τους επιβάλουν πειθαρχία. [...] Από το κάστρο συνεχίζουν να κανονιοβολούν και να βομβαρδίζουν το βαρόσι. Τα ρωσικά πυροβολεία δεν ρίχνουν πλέον, επειδή δεν θέλουν ή επειδή δεν μπορούν να προκαλέσουν ρήγματα στα τείχη. Στις 29, 30 και 31 δεν συνέβηκε τίποτα το αξιωσημείωτο. Οι 1 και 2 Απριλίου κύλησαν όπως και οι προηγούμενες ημέρες. Στις 3 πραγματοποιήθηκε μια έξοδος τριάντα περίπου ανδρών της φρουράς, οι οποίοι έδωσαν μια μικρή μάχη με τους Ζακυνθινούς και τους Σκλαβούνους. Οπισθοχώρησαν όμως, αφού σκοτώθηκαν δυο-τρεις στρατιώτες από την κάθε πλευρά. Στις 4 Απριλίου το βράδυ ρίχτηκαν, από τις 10 μέχρι τα μεσάνυχτα, από το κάστρο συνεχείς κανονιοβολισμοί και τουφεκιές, κυρίως προς το βαρόσι. Οι πολιορκητές απάντησαν σ' αυτά τα πυρά. Μετά από αυτούς τους κανονιοβολισμούς οι στρατιώτες του κάστρου πίστεψαν ότι οι πολιορκητές θέλουν το βαρόσι μόνο και μόνο για να πυροβολούν από τα παράθυρα και ότι, αν ήθελαν να κάνουν να σωπάσουν αυτά τα πυρά και να παραμείνουν οι πολιορκητές στα πυροβολεία που βρίσκονται στο πλάτωμα, οι ίδιοι δεν θα έπρεπε να πειράξουν τα σπίτια, αλλά ν' αφήσουν ήσυχους αυτούς που μένουν εκεί».
Στο σημείο αυτό, ύστερα από τόσες ημέρες μιας άκαρπης πολιορκίας, ο Γάλλος πρόξενος θα κάνει κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την πορεία της και για το πού οφειλόταν, κατά τη γνώμη του, η αδυναμία των Ρώσων να καταλάβουν το κάστρο. Όπως γράφει,
«η πολιορκία παρατείνεται πολύ γιατί δεν γίνεται καμιά επιχείρηση, από τη μία ή από την άλλη πλευρά. Το κάστρο έχει πάρα πολύ λίγους στρατιώτες για να ριψοκινδυνεύσουν εξόδους ικανές να απωθήσουν τον εχθρό. Οι 500 περίπου Ρώσοι δεν είναι αρκετοί για να επιχειρήσουν την αναρρίχηση στα τείχη, ούτε κάν μία έφοδο, όταν θα προκαλέσουν σ' αυτά ρήγμα. Οι Μανιάτες και οι Έλληνες δεν είναι άνθρωποι που εκτίθενται στον κίνδυνο. Υπάρχουν, λένε, χαμηλά στον κάμπο, δύο χιλιάδες Ζακυνθινοί, Κεφαλονίτες και Σκλαβούνοι, που είναι ανδρείοι, αλλά δεν γνωρίζουν την τέχνη του τακτικού πολέμου, ούτε να πολιορκούν κάστρα. Αν λοιπόν δεν φτάσουν στους Ρώσους ενισχύσεις, κινδυνεύουν να εξαντληθούν χωρίς λόγο και να μη φέρουν άλλο αποτέλεσμα με την εκστρατεία τους παρά μόνο την εξέγερση και τον αφανισμό της χώρας.
Στις 5 έφτασε στους Ρώσους μια μικρή βοήθεια: ένα βεσώ των 60 κανονιών, μια βομβάρδα και δύο μεταγωγικά πλοία. Η ρωσική ναυτική μοίρα αποτελείται τώρα από τέσσερα βεσώ της γραμμής, μία σκλαβούνικη φρεγάτα, δύο φλούτες και δύο μεταγωγικά πλοία, μαζί με μία φρεγάτα που την άφησαν έξω για να περιπολεί, τις γαλιότες που ναυπήγησαν στη Μάνη και διάφορα ελληνικά πλοία από τη Ζάκυνθο και από άλλες περιοχές. Αυτά τα τελευταία είναι επανδρωμένα με Έλληνες».
Από τις 6 ως τις 13 Απριλίου ο Λεμαίρ δεν δίνει καμία σημαντική πληροφορία για τις επιχειρήσεις στην Κορώνη. Στις 14 θα καταχωρήσει στο ημερολόγιό του το γνωστό και από άλλες πηγές γεγονός της αποτυχημένης υπονόμευσης του κάστρου της Κορώνης:
«εκατό άνδρες της φρουράς, έχοντας μάθει ότι Ρώσοι και Έλληνες δουλεύουν για να φτιάξουν υπόνομο, στην πλευρά του φρουρίου που βρίσκεται προς το βαρόσι, προωθήθηκαν με την κάλυψη των κανονιών και την κατέστρεψαν γεμίζοντας με χώμα το μεγαλύτερο τμήμα του. Σκοτώθηκαν πέντε-έξι από την κάθε πλευρά».
Στις 25, σημειώνει ο Γάλλος πρόξενος, έφτασε στην Κορώνη ο Αλέξιος Ορλώφ με τέσσερα πλοία: δύο βεσώ των 60 και 50 κανονιών, μια μικρή πολάκα και ένα εμπορικό βεσώ με αγγλική σημαία, φορτωμένο με εφόδια. Την ίδια ημέρα, πιθανώς -γράφει- με διαταγή του, άρχισαν να φορτώνονται στα πλοία όλα τα πυροβόλα που χρησιμοποιούνταν στην πολιορκία. Στις 26 οι Ρώσοι έλυσαν την πολιορκία της Κορώνης και αποσύρθηκαν στο χωριό Καστέλι και από κει στο Ναυαρίνο. Μαζί τους έφυγε για να σωθεί και όλος ο άμαχος ελληνικός πληθυσμός, εγκαταλείποντας την Κορώνη και τα γειτονικά χωριά. Να πώς περιγράφει την αγωνιώδη αυτή φυγή του κατατρομοκρατημένου πλήθους ο Λεμαίρ:
«Οι Έλληνες της Κορώνης και των γειτονικών χωριών, τρομοκρατημένοι από τη λύση της πολιορκίας και γιατι θα τους εγκατέλειπαν στη μανία των Τούρκων, συγκεντρώθηκαν στην άκρη της θάλασσας με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους βγάζοντας δυνατές κραυγές και γυρεύοντας ένα καταφύγιο. Αυτό το θέαμα ενέπνεε τρόμο και οίκτο. Τα μεγάλα ρωσικά πλοία και μερικά ζακυνθινά πήραν όσους μπόρεσαν. Οι άλλοι ακολούθησαν με τα πόδια τους Ρώσους που πήγαν στο Ναυαρίνο. Η περιοχή της Κορώνης, σε απόσταση τριών λευγών περιμετρικά, ερημώθηκε στην κυριολεξία. Δεν έμεινε ούτε μια ψυχή. Οι Τούρκοι βγήκαν από το κάστρο και έβαλαν φωτιά στο βαρόσι, χωρίς να πειράξουν τα σπίτια των Γάλλων».
Στις 2 Μαΐου ο Γάλλος πρόξενος θα εγκαταλείψει, μαζί με τους συμπατριώτες του εμπόρους, την Κορώνη και θα καταφύγουν στο α σφαλέστερο Ναυαρίνο. Ολοκληρώνοντας το ημερολόγιό του, μετά την αναχώρησή του από τον Μοριά, και ενώ η εξέγερση είχε σχεδόν κατασταλεί, θα κάνει ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και εκτιμήσεις για τους λόγους που οδήγησαν στην αποτυχία της. Ειδικότερα όσον αφορά τις επιχειρήσεις που έγιναν στην περιοχή της Κορώνης οι κρίσεις του είναι σημαντικές, δεδομένου ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που καταγράφει. Ταυτόχρονα, η παρατηρητικότητά του και οι πολλές συζητήσεις που είχε με τους διοικητές του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος και οι καλές σχέσεις που διατηρούσε με τους Τούρκους αξιωματούχους της Κορώνης του επέτρεψαν να κρίνει καλύτερα «από τα μέσα» πρόσωπα και πράγματα, να έχει σαφή αντίληψη των πραγματικών βλέψεων της Ρωσίας και να εντοπίσει τα στρατηγικά λάθη των αδελφών Ορλώφ, αλλά και τις αδυναμίες της τουρκικής άμυνας.
Αναφερόμενος συγκεκριμένα στις επιχειρήσεις για την κατάληψη του κάστρου της Κορώνης παρατηρεί:
«Ο τρόπος με τον οποίο διηύθηνε τις επιχειρήσεις ο Ρώσος στρατηγός μου φάνηκε το ίδιο λαθεμένος όσο ριψοκίνδυνο ήταν και το σχέδιό του. Φθάνοντας στη Μάνη χρονοτρίβησε επί δεκατρείς ημέρες διατάζοντας να φτιάξουν γαλιότες που δεν ήταν καθόλου αναγκαίες για τις πολιορκίες, επιτρέποντας ταυτόχρονα στους Μανιάτες να λεηλατούν την ύπαιθρο. Αντίθετα, εάν είχε πάει αμέσως στην Κορώνη, με τους Μοσχοβίτες του και με τις 15 έως 20 χιλιάδες Μανιάτες, θα έβρισκε το κάστρο χωρίς εφόδια και άνδρες. Τα χωρίς κιλλίβαντες κανόνια θα είχαν προκαλέσει τόσο μεγάλη έκπληξη στη φρουρά ώστε θα παραδιδόταν με το πρώτο κάλεσμα για παράδοση. Είμαι σε θέση να μιλάω γι' αυτό γνωρίζοντας τα πράγματα γιατί οι διοικητές με είχαν ενημερώσει για τις διαθέσεις τους και με είχαν συμβουλευτεί για τους όρους που ήθελαν ν' απαιτήσουν, όταν θα παραδίδονταν. Όταν δεν έχει κανείς αρκετές δυνάμεις για να υποτάξει έναν εχθρό σιγά-σιγά, πρέπει να επιδιώξει να τον αιφνιδιάσει και να μην του αφήσει περιθώριο να προετοιμαστεί. Η παράδοση της Κορώνης θα οδηγούσε στην παράδοση, χωρίς μάχη, των φρουρίων της Μεθώνης και του Ναυαρίνου και οι ρωσικές δυνάμεις, παρόλο που ήταν τόσο μικρές, θα είχαν επιτυχίες, τουλάχιστον στις νότιες περιοχές του Μοριά.
Ο νέος διοικητής φθάνοντας έκανε ένα τρίτο ανεπανόρθωτο λάθος όταν διέταξε να λυθεί η πολιορκία της Κορώνης, αφού παρέμεινε επί 45 ημέρες άπραγος μπροστά σ' αυτό το κάστρο, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια για να το καταλάβει. Η φρουρά, που την αποτελούσαν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, μερικοί δειλοί και άπειροι αξιωματικοί, ήταν μαθημένη στους κανονιοβολισμούς και άρχισε να βλέπει αυτόν τον πόλεμο σαν μια πραγματική κωμωδία. Αντί να την εξουδετερώσει, με μία δυνατή και χωρίς δια κοπή επίθεση, της πρόσφερε έναν πλήρη θρίαμβο που την κατέστησε ανίκητη. [Έτσι ανάγκασε τους Μοραΐτες να αμυνθούν μέχρις εσχάτων και έδωσε το κουράγιο στους Τούρκους, που είχαν διασκορπιστεί στο Μοριά, να ανασυνταχθούν και να κατορθώσουν τελικά να νικήσουν ολοκληρωτικά τους Ρώσους. Η λύση αυτής της πολιορκίας εξέπληξε και τους Έλληνες, θάβοντας όλες τις ελπίδες τους».
Οι επιχειρήσεις των Ρώσων και των Μανιατών για την κατάληψη του κάστρου της Κορώνης κατά τα Ορλωφικά, όπως τις κατέγραψε ο γενικός πρόξενος της Γαλλίας Α.-A. Lemaire
Μεσσηνιακό Ημερολόγιο.Ετήσια έκδοση, Αθήνα 2010, τόμος 4ος.