.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Μάλθη, Μεσσηνία

(1926–1929, 1933–1934, 1952, 2015–2017)


Έναν ακμάζοντα οικισμό της Εποχής του Χαλκού συναντάμε στη Μάλθη, στο βόρειο παρακλάδι της οροσειράς Ραμοβούνι, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το χωριό Βασιλικό στη βόρεια Μεσσηνία. Στην κορυφογραμμή, σε ύψος περίπου 100 μέτρων από την κοιλάδα, βρίσκεται ένας οχυρωμένος οικισμός της Μέσης-Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Είχε μια υπέροχη θέα προς την κοιλάδα, η οποία πρόσφερε εύκολη επικοινωνία μεταξύ της ενδοχώρας της Πελοποννήσου και της ακτής. Κάτω από το παρακλάδι του βουνού έχουν βρεθεί αρκετοί θολωτοί τάφοι, καθώς και ένας δεύτερος οικισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, μέχρι στιγμής σχεδόν εντελώς ανεξερεύνητος. Επίσης, έχουν εντοπιστεί περίπου 16 τοποθεσίες της Μέσης Εποχής του Χαλκού σε όλη την κοιλάδα και στους πρόποδες, γεγονός που υποδηλώνει ότι η περιοχή ήταν πυκνοκατοικημένη. Χάρη σε εκτεταμένες εργασίες τόσο κατά το παρελθόν όσο και τα τελευταία χρόνια, η Μάλθη παρέχει σε κάποιον μια ασυνήθιστη ευκαιρία να μελετήσει έναν πλήρως ανεσκαμμένο και καλοδιατηρημένο οικισμό της Εποχής του Χαλκού συγκρινόμενο με ελάχιστους αντίστοιχους στην ηπειρωτική Ελλάδα.


Ανασκαφές
Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1926 όταν ο Σουηδός αρχαιολόγος Natan Valmin κατέφτασε στην περιοχή και του παρουσίασαν δύο θολωτούς τάφους δυτικά της ακρόπολης της Μάλθης, κοντά στο σύγχρονο μικρό χωριό της Μάλθης (πρώην Μποντιά). O Valmin τους ανέσκαψε μέσα στην ίδια χρονιά. Επίσης, ένας τρίτος θολωτός τάφος εντοπίστηκε, αλλά καταστράφηκε προτού προλάβουν να τον εξερευνήσουν. Το 1927 ξεκίνησε τις ανασκαφές του οικισμού στην κορυφή της ακρόπολης. Οι εργασίες συνεχίστηκαν εκεί τα έτη 1929, 1933 και 1934, ανακαλύπτοντας την περιοχή στο σύνολό της. Το 1936 ανασκάφηκε ένα κτήριο στον κάτω οικισμό, το οποίο χρονολογείται από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Κατά τη διάρκεια όλων των ανασκαφικών εργασιών, ο Valmin αναζήτησε μάταια θαλαμοειδείς τάφους στην περιοχή.
Ο Michael Lindblom και η Rebecca Worsham επαναξεκίνησαν τις εργασίες στον οχυρωμένο οικισμό στο παρακλάδι του βουνού μεταξύ 2015 και 2017. Σκοπός τους ήταν η διόρθωση ορισμένων σφαλμάτων στη χρονολόγηση των αρχαιολογικών στρωμάτων, καθώς και στα δημοσιευμένα σχέδια του αρχαιολογικού χώρου. Αυτές οι προηγούμενες παρερμηνείες είχαν παρεμποδίσει τη χρήση της Μάλθης ως παράδειγμα σε μελέτες οικισμών της Εποχής του Χαλκού. Κατά τη διάρκεια αυτών των εργασιών, τα κατάλοιπα καθαρίστηκαν και τεκμηριώθηκαν εκ νέου χρησιμοποιώντας σύγχρονες μεθόδους. Επιπλέον, διεξήχθησαν περιορισμένες ανασκαφές προκειμένου να αποσαφηνιστεί η στρωματογραφία και να καταστεί δυνατή η επανεκτίμηση του τόπου και της χρονολογίας του.


Θολωτοί τάφοι
Στην κοιλάδα κάτω από τον οχυρωμένο οικισμό, ο γνωστός ως Θόλος Ι είχε ήδη συληθεί όταν ανασκάφηκε το 1926. Το υλικό που απέμεινε περιλάμβανε ένα μείγμα μυκηναϊκών κεραμικών και μεταγενέστερων θραυσμάτων. Ο τα­φι­κός θά­λα­μος είχε διά­με­τρο 6,85μ. και ύψος 5,80μ. Ο­ Θόλος Ι­Ι­, που επί­σης εξε­ρευ­νή­θη­κε το 1926, κα­τέρ­ρευ­σε εν μέ­ρει κατά τη διάρ­κεια της ανα­σκα­φής. Αποδεχθηκε ότι και αυ­τός ο τά­φος είχε συ­λη­θεί. Και οι δύο τά­φοι εί­χαν προ­φα­νώς απο­κο­πεί από το βρά­χο και δεν χτί­στη­καν απευ­θεί­ας σε επί­πε­δο έδα­φος, όπως πί­στευε ο Valmin. Το 1927 ο Valmin ανέ­σκα­ψε δύο ακό­μη θο­λω­τούς τά­φους, έναν δυ­τι­κά της θέ­σης Κοπα­νά­κι και έναν άλ­λον με­τα­ξύ Βασι­λι­κού και Μπού­γας-Καλ­λιρ­ρό­ης.

Ο οικισμός της Μάλθης
Η ανα­σκα­φή του οι­κι­σμού στην κο­ρυ­φο­γραμ­μή ξε­κί­νη­σε το 1927 και συ­νε­χί­στη­κε το 1929 και τα έτη 1933-1934. Κατά τη διάρ­κεια αυ­τών των ετών, απο­κα­λύ­φθη­κε ο πε­ρι­φραγ­μέ­νος οι­κι­σμός στο σύ­νο­λό του, δια­στά­σε­ων 140× 80μ. (1,12 εκτά­ρια). Ο Valmin δή­λω­σε εσφαλ­μέ­να ότι ο πρώ­τος οικισμός ήταν Νεο­λι­θι­κός και τον κα­το­νό­μα­σε Δώριο I. Ο­ Δώριος II ήταν σύμ­φω­να με τον Valmin με­γα­λύ­τε­ρος και ανή­κε στην Πρώ­ι­μη Εποχή του Χαλ­κού. Το τεί­χος γύρω από τον οι­κι­σμό ανε­γέρ­θηκε θε­ω­ρη­τι­κά κατά τη διάρ­κεια του Δώριου IV, στην Μέση Εποχή του Χαλ­κού. Αυτός ο οι­κι­σμός χρο­νο­λο­γεί­ται μέ­χρι και τους Μυκη­ναϊ­κούς χρό­νους. Για τη Μέση Εποχή του Χαλ­κού, ο Valmin πε­ριέ­γρα­ψε πώς ο οι­κι­σμός, Δώριος IV, χω­ρί­στη­κε σε τρία ξε­χω­ρι­στά μέρη: το κε­ντρι­κό μέ­ρος όπου η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή φαι­νό­ταν να έχει πιο μνη­μεια­κό χα­ρα­κτή­ρα με ερ­γα­στή­ρια στο βό­ρειο τμή­μα, το μέ­ρος που εκτεί­νε­ται κατά μή­κος εσω­τε­ρι­κά του τεί­χους και τα κενά μέρη όπου δεν υπήρ­χε κα­τοί­κη­ση.
Ωστό­σο, πρό­σφα­τες έρευ­νες απο­δει­κνύ­ουν ότι ο πρώ­τος οι­κι­σμός της Μάλ­θης δεν μπο­ρεί να χρο­νο­λο­γη­θεί νω­ρί­τε­ρα από τη Μέση Εποχή του Χαλ­κού. Η κε­ρα­μι­κή που ο Valmin ονό­μα­σε «Αδρια­τι­κή» και την οποία βρή­κε σε όλα τα στρώ­μα­τα του Νεο­λι­θι­κού οι­κι­σμού, απο­δεί­χθη­κε τυ­πι­κή για την το­πι­κή Μέση Εποχή του Χαλ­κού στη Μεσ­ση­νία. Το τεί­χος που τον πε­ρι­βάλ­λει χρο­νο­λο­γεί­ται από την Υστε­ρο­ελ­λα­δι­κή Εποχή.
Εντός των τει­χών έχουν ανα­σκα­φεί 50 τά­φοι, 48 από τον Valmin και δύο τα τε­λευ­ταία χρό­νια, οι οποί­οι βρί­σκο­νται κάτω από και ανά­με­σα σε κτή­ρια. Πρό­κει­ται για τά­φους είτε λακ­κοει­δείς είτε κι­βω­τιό­σχη­μους, οι πλευ­ρές των οποί­ων απο­τε­λού­νταν από πέ­τρι­νες πλά­κες ή κα­τα­σκευά­στη­καν από μι­κρό­τε­ρες πέ­τρες. Οι μο­νές τα­φές ήταν πιο συ­χνές, χω­ρίς να ελ­λεί­πουν και οι πε­ρι­πτώ­σεις εκεί­νων με πε­ρισ­σό­τε­ρες από μια τα­φές. Σε δύο από τους τά­φους δεν βρέ­θη­καν αν­θρώ­πι­να οστά. Εννέα τα­φές ανή­καν σε ενή­λι­κες και οι υπό­λοι­πες σε παι­διά, με­τα­ξύ αυ­τών οι δύο που απο­κα­λύ­φθη­καν κατά τις πρό­σφα­τες ανα­σκα­φές. Το σώμα στην πρώ­τη (στο δω­μά­τιο D43) βρέ­θη­κε ακρω­τη­ρια­σμέ­νο έχο­ντας μόνο το κρα­νίο στην αρ­χι­κή του θέση και χω­ρίς κτε­ρί­σμα­τα. Η δεύ­τε­ρη ταφή (στο δω­μά­τιο D45) ήταν λακ­κοει­δής τά­φος ο οποί­ος είχε το­πο­θε­τη­θεί απευ­θεί­ας επά­νω σε ένα ομα­λό στρώ­μα από ογκό­λι­θους. Τα αν­θρώ­πι­να σκε­λε­τι­κά κα­τά­λοι­πα βρί­σκο­νταν σε κακή κα­τά­στα­ση, όπως και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ριο­χή. Το μο­να­δι­κό πι­θα­νόν τα­φι­κό δώρο που βρέ­θη­κε πλάι στο κρα­νίο ήταν ένα σφο­ντύ­λι.


Πρόσφατες ανασκαφικές εργασίες στη Μάλθη
Πρω­ταρ­χι­κός σκο­πός όταν η ερ­γα­σία πε­δί­ου άρ­χι­σε ξανά στη Μάλθη το 2015, ήταν η ενη­μέ­ρω­ση και δη­μο­σί­ευ­ση ενός έγκυ­ρου σχε­δί­ου της δια­τη­ρη­μέ­νης αρ­χι­τε­κτο­νι­κής του οι­κι­σμού χρη­σι­μο­ποιώ­ντας σύγ­χρο­νες τε­χνο­λο­γί­ες. Για το σκο­πό αυτό, ο τό­πος χαρ­το­γρα­φή­θη­κε εκ νέου με τη χρή­ση DGPS (Differential Global Positioning System) με το οποίο απο­κτή­θη­καν ση­μεία ανά 30– 50 εκ. κατά μή­κος των δια­τη­ρη­μέ­νων όψε­ων όλης της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής που ήταν ορα­τές εντός του οχυ­ρω­μα­τι­κού τεί­χους. Επι­πλέ­ον, δη­μιουρ­γή­θη­κε μια ψη­φια­κή τρισ­διά­στα­τη μα­κέ­τα της πε­ριο­χής χρη­σι­μο­ποιώ­ντας έναν επί­γειο σα­ρω­τή λέι­ζερ.
Το 2016, οι ερ­γα­σί­ες συ­νε­χί­στη­καν με την αε­ρο­φω­το­γρά­φι­ση του οι­κι­σμού χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ένα μη επαν­δρω­μέ­νο ενα­έ­ριο όχη­μα (drone), που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε από τους Daniel Löwenborg και Karl-Johan Lindholm. Οι φω­το­γρα­φί­ες εί­χαν ως απο­τέ­λε­σμα δύο τρισ­διά­στα­τες μα­κέ­τες, η πρώ­τη κα­λύ­πτει τον λόφο Ραμο­βού­νι και την κοι­λά­δα και η δεύ­τε­ρη τη δια­τη­ρη­τέα αρ­χι­τε­κτο­νι­κή στο εσω­τε­ρι­κό της οχύ­ρω­σης. Προ­κει­μέ­νου να εξε­τα­στεί πε­ραι­τέ­ρω η στρω­μα­το­γρα­φία του χω­ριού και ιδιαί­τε­ρα του οχυ­ρω­μα­τι­κού τεί­χους, διε­ξή­χθη το 2016 πε­ριο­ρι­σμέ­νης κλί­μα­κας ανα­σκα­φι­κή έρευ­να με δο­κι­μα­στι­κές το­μές. Σκο­πός ήταν να προσ­διο­ρι­στεί η ημε­ρο­μη­νία κα­τα­σκευ­ής του οι­κι­σμού και του οχυ­ρω­μα­τι­κού τεί­χους, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τόσο την κε­ρα­μι­κή ακο­λου­θία όσο και τη ρα­διο­χρο­νο­λό­γη­ση του οστέι­νου υλι­κού με άν­θρα­κα 14. Για το σκο­πό αυτό, ανοί­χθη­καν τρεις το­μές, δύο κατά μή­κος της πρό­σο­ψης της οχύ­ρω­σης στο βό­ρειο τμή­μα, τόσο στο εσω­τε­ρι­κό όσο και στο εξω­τε­ρι­κό, και μια τομή στο βο­ρειο­α­να­το­λι­κό τμή­μα στο εξω­τε­ρι­κό του οχυ­ρω­μα­τι­κού τεί­χους.


Ο εντο­πι­σμός της εξω­τε­ρι­κής όψης του τεί­χους σε αυτή την πε­ριο­χή δεν επε­τεύ­χθη στην πρό­σθε­τη τομή, αλλά στις άλ­λες δυο το­μές ήταν εφι­κτό να με­λε­τη­θεί ένα σχε­τι­κά καλά δια­τη­ρη­μέ­νο τμή­μα της οχύ­ρω­σης, πλά­τους πε­ρί­που 3 μ., ύψους 1,2 μ., και μή­κους πε­ρί­που 5 μ. Αυτή η έκτα­ση της οχύ­ρω­σης πα­ρεί­χε με­ρι­κές λε­πτο­μέ­ρειες σχε­τι­κά με τις με­θό­δους και τη δια­δι­κα­σία κα­τα­σκευ­ής, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της θε­με­λί­ω­σης του τεί­χους στο βρα­χώ­δες υπό­στρω­μα και πι­θα­νόν έναν αντι­στη­ρι­κτι­κό ρόλο. Κατά κύ­ριο λόγο, βρέ­θη­κε βό­ρεια κατά μή­κος του εξω­τε­ρι­κού τμή­μα­τος, ένα επί­πε­δο που πι­θα­νό­τα­τα σχε­τί­ζε­ται με την κα­τα­σκευή του οχυ­ρω­μα­τι­κού τεί­χους.
Το 2017 συ­νε­χί­στη­κε η ανα­σκα­φή στην τομή που είχε ήδη δια­νοι­χθεί κατά μή­κος του εσω­τε­ρι­κού του οχυ­ρω­μα­τι­κού τεί­χους στο βό­ρειο τμή­μα. Αυτή η τομή είχε σκο­πό να βοη­θή­σει στην έρευ­να δύο δω­μα­τί­ων ενός πι­θα­νού οι­κια­κού χώ­ρου. Οι το­μές, πριν φθά­σουν στο επί­πε­δο του φυ­σι­κού βρά­χου, βρή­καν ένα επί­πε­δο που πι­θα­νόν χρο­νο­λο­γεί­ται πριν την κα­τα­σκευή του οχυ­ρω­μα­τι­κού τεί­χους. Δύο επι­πλέ­ον το­μές δια­νοί­χθη­καν εντός του οι­κι­σμού. Οι νέες το­μές επι­λέ­χθη­καν ώστε να συ­γκρί­νουν τη στρω­μα­το­γρα­φία σε άλλα τμή­μα­τα της πε­ριο­χής με αυτά που ανα­κα­λύ­φθη­καν στο βό­ρειο τμή­μα την προη­γού­με­νη σε­ζόν. Η μια ήταν στο κε­ντρι­κό τμή­μα της πε­ριο­χής –στον ερ­γα­τι­κό χώρο του Valmin– και η άλλη ήταν κατά μή­κος του εσω­τε­ρι­κού του δυ­τι­κού οχυ­ρω­μα­τι­κού τεί­χους. Σε γε­νι­κές γραμ­μές, όπως πρό­τει­νε ο Valmin, με­γά­λο μέ­ρος του οι­κι­σμού φαί­νε­ται να έχει χτι­στεί ταυ­τό­χρο­να, θε­με­λιω­μέ­νο σε ισο­βαθ­μι­σμέ­να επί­πε­δα ώστε να δη­μιουρ­γή­σουν μία ομα­λή επι­φά­νεια πάνω από τα άνι­σα βρα­χώ­δη επαν­θή­μα­τα. Εκτός από τα ερεί­πια οι­κιών, ανα­σκά­φη­καν επί­σης αρ­κε­τοί τά­φοι. Η ανα­κά­λυ­ψη αυ­τών των τα­φών, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους οποί­ους δεν τεκ­μη­ριώ­θη­καν κατά την αρ­χι­κή ανα­σκα­φή, υπο­δη­λώ­νει ότι σε πολ­λά ση­μεία ο Valmin δεν έφτα­σε μέ­χρι το βρα­χώ­δες υπό­στρω­μα και επι­βε­βαιώ­νει ότι του­λά­χι­στον τμή­μα­τα της στρω­μα­το­γρα­φί­ας του οι­κι­σμού ήταν άθι­κτα από την προη­γού­με­νη ανα­σκα­φή. Συνε­πώς ελή­φθη­σαν μι­κρο­μορ­φο­λο­γι­κά δείγ­μα­τα από αυτά τα ση­μεία.
Παράλ­λη­λα με την ερ­γα­σία πε­δί­ου, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μια με­λέ­τη των ευ­ρη­μά­των από την αρ­χι­κή ανα­σκα­φή του Valmin μαζί με την εξέ­τα­ση των κε­ρα­μι­κών που ανα­κτή­θη­καν κατά τις ανα­σκα­φές των ετών 2016– 2017.


Swedish Institute at Athens
Μάλθη, Μεσσηνία (1926–1929, 1933–1934, 1952, 2015–2017)

Βιβλιογραφία
Worsham, R., M. Lindblom & C. Zikidi 2018. ‘Preliminary report of the Malthi Archaeological Project, 2015–2016’, Opuscula 11, 7–27.
Blitzer, H. 1991. ‘Middle to Late Helladic Chipped Stone Implements of the Southwest Peloponnese. Part I: The Evidence from Malthi”, Hydra 9, 1–73.
Leuven, J.C. van. 1984. ‘The Sanctuaries of Malthi”, Scripta Mediterranea 5, 1–26.
Valmin, N. 1953. ‘Malthi-epilog, vorläufiger Bericht über die Schwedische Ausgrabung in Messenien 1952’, Opuscula Atheniensia I, 29–45.
Valmin, N. 1939b. Das adriatische Gebiet in Vor- und Frühbronzezeit (Lunds universitets årsskrift; första avdelningen, Teologi, juridik och humanistiska ämnen), Lund.
Valmin, N. 1938. The Swedish Messenia expedition (Acta Regiae Societatis humaniorum litteranum Lundensis), Lund.
Valmin, N. 1937a. ‘Poids préhistoriques grecs de Malthi en Messénie”, Bulletin de la Société royale des Lettres de Lund 1936-1937, 29–72.
Valmin, N. 1937b. ‘Céramique primitive messénienne’, Bulletin de la Société royale des Lettres de Lund 1936- 1937, 133–160.
Valmin, N. 1934. ‘Rapport préliminaire de lʼexpédition en Messénie 1933”, Bulletin de la Société royale des Lettres de Lund 1933-1934, 9–24.
Valmin, N. 1935. ‘Rapport préliminaire de lʼexpédition en Messénie 1934”, Bulletin de la Société royale des Lettres de Lund 1934-1935, 1–52.
Valmin, N. 1930. Etudes topographiques sur la Messénie ancienne, Lund. 1931. Aten genom tiderna, Stockholm.
Valmin, N. 1928. ‘Continued explorations in Eastern Triphylia”, Bulletin de la Société royale des Lettres de Lund 1927-1928, 171–224.
Valmin, N. 1927. ‘Two tholos tombs at Bodia in the eastern part of Triphylia”, Bulletin de la société Royale del lettres de Lund 1926-1927, 53–89.



Printfriendly