Σε διάφορες θέσεις στα χωριά Χανδρινού και Σουληνάρι έχουν αποκαλυφθεί ταφικά κτήρια, δεξαμενές, τεμάχια ψηφιδωτών δαπέδων, θωράκια, παλαιοχριστιανικοί τάφοι με κτερίσματα και άλλα λείψανα κτισμάτων πρωτοβυζαντινής εποχής. (1)
Έρευνες Σπ. Μαρινάτου,1966 (2)
Τό χωρίον Χανδρινού κείται εις τούς πρόποδας του κωνικού όρους Αγιος Ήλίας, επί τής οδού Καλαμών- Πύλου, δώδεκα χιλιόμετρα προ τής τελευταίας ταΰτης. Ολίγον προς Άνατολάς του χωρίου κείται η αγροτική τοποθεσία Κισσός. Προς Νότον βαθεία χαράδρα χωρίζει ταύτην από του βουνού του Αγίου Ήλία. Ακριβώς επί τών χειλέων τής χαράδρας, εις τό Ν. άκρον αγρού ανήκοντος εις τον Κωνστ. Ψυχάρην, είχον επισημάνει προ ετών τον τύμβον. Διέπραξα τήν απερισκεψίαν νά είπω ενώπιον τών συνοδευόντων με χωρικών, ότι πιθανώς υπό τον τύμβον κρύπτεται τάφος. Ή τυμβωρυχία καί η αρχαιοκαπηλία ήσαν ακόμη άγνωστοι. Δυστυχώς τώρα ωργανωμέναι σπείραι ήρχισαν καί εκεί το φθοροποιόν έργον των, εσημειώθησαν δε τα πρώτα κρούσματα λαθροσκαφών, ών αυτουργοί είναι οι εργάται (ελάχιστοι ευτυχώς) τών επισήμων ανασκαφών. Εις την παρούσαν περίπτωσιν ο ιδιοκτήτης, πρόφασιν ποιούμενος την φύτευσιν ολίγων ελαιοδένδρων, εσκαψεν εις την ΝΑ. παρυφήν του τύμβου. Έρμακες λίθων εντός του αγρού του είναι μάρτυρες της καταστροφής κτισμάτων. Ευτυχώς η ζημία ήτο μικρά. Τα ευρεθέντα αρχαία, ήτοι όστρακα μεγάλου πίθου, κολοβά τινα Μυκηναϊκά αγγεία, εν σφονδύλιον στεατίτου και μικρόν χαλκούν μαχαίριον, κατέληξαν εις τό μουσείον Πύλου.
Κατά την προκαταρκτικήν τοπογραφικήν έρευναν πολύτιμον βοηθόν έσχον τον τέως πρόεδρον τής κοινότητος τού γειτονικού χωρίου Σωληνάριου κ. Βασίλειον Καρλήν. Τό χωρίον τούτο έκειτο υψηλά εις τά ορεινά μέρη και ήτο δυσπρόσιτον. Κατόπιν καταστροφής του έκ τών προσφάτων επανειλημμένων σεισμών, μετεφέρθη παρά τήν αμαξιτόν, περί τά 2 χλμ. προς Α. τού Χανδρινού. Εκεί όπου αναγείρεται ο νέος συνοικισμός ειχον σημειώσει κατά τό παρελθόν τήν παρουσίαν δύο μικρών τυμβοειδών υψωμάτων.
Επειδή διέτρεχον κίνδυνον, ώς ευρισκόμενα εντός τού χωρίου, υπεβλήθησαν καί ταύτα εις την αναγκαίαν έρευναν. Άπεδείχθη, ότι ουδέν το Μυκηναϊκόν κρύπτεται υπό τούς χωματολόφους. Έφάνησαν μόνον λείψανα ορθογωνίων κτισμάτων μετά λειψάνων χονδρών κεράμων. Τό έν είναι άσβεστόκτιστον καί πρόκειται περί μεταγενεστέρων, ίσως Μεσαιωνικών λειψάνων.
Επειδή διέτρεχον κίνδυνον, ώς ευρισκόμενα εντός τού χωρίου, υπεβλήθησαν καί ταύτα εις την αναγκαίαν έρευναν. Άπεδείχθη, ότι ουδέν το Μυκηναϊκόν κρύπτεται υπό τούς χωματολόφους. Έφάνησαν μόνον λείψανα ορθογωνίων κτισμάτων μετά λειψάνων χονδρών κεράμων. Τό έν είναι άσβεστόκτιστον καί πρόκειται περί μεταγενεστέρων, ίσως Μεσαιωνικών λειψάνων.
Ό κ. Καρλής, ρέκτης καί ευφυής άνθρωπος, σχεδόν καθημερινώς προσήρχετο όπως βοηθήση ημάς παντοιοτρόπως. Μέ ωδήγησεν εις ύψωμα, περί τό 1 χλμ. ανατολικώτερον τού Κισσού, λεγόμενον Αελάκι. (Κατά τον Καρλήν σημαίνει «Μικρός άγιος Ηλίας», πιθανώς ορθώς.) Πράγματι πρόκειται περί μικρού προϊστορικού τύμβου, αλλά φοβούμαι ότι το παν έχει καταστραφή υπό τής φυσικής διαβρώσεως καί της φθοράς εκ τού αρότρου.
Εντός μιας τοιαύτης λιθιάς ο κ. Καρλής μάς υπέδειξε δύο τεμάχια μαρμάρινης πλακός (είκ.1). Απετειχίσθησαν καί μετεφέρθησαν εις τό μουσείον, όπου απεδείχθη ότι συνάπτονται, αλλά λείπουν εισέτι τεμάχια ΐνα συμπληρωθή το όλον. Ή πλάξ ήτο τετράγωνος καί έφερεν αναγλύφως εγγεγραμμένον κυκλικόν ρόδακα μετά τεσσάρων μικρών στροβιλικών ροδάκων εις τάς γωνίας. Βραδύτερον είδον έτερον τεμάχιον μαρμάρου εντετειχισμένον εις τον αγροτικόν οικίσκον Νικολάου Καρλή, όπερ εικονίζει όμοιον στροβΛορόδακα και ίσως ανήκει εις την ανωτέρω πλάκα. Πρόκειται ίσως περί θωρακίου είτε πρωτοχριστιανικής είτε πρωίμου Βυζαντινής εποχής.
Παρά την μνημονευθεΐσαν αγροικίαν Νικολάου Καρλή εΐδον τεμάχια συμπαγούς δαπέδου φέροντος άπλοΰν, άχρουν ψηφιδωτόν. Τά τεμάχια τούτου έχρησιμοποιούντο ώς πλάκες τής εστίας καί ως καλύμματα προχείρων ορνιθώνων. Εξάγονται υπό του αρότρου εις σημαντικήν έκτασιν. Εκεί ειδον καί κυκλικήν δεξαμενήν έξ οπτόπλινθων μετ’ άφθονου ασβεστοκονιάματος, εργασίας λίαν επιμελούς. Ό Ιδιοκτήτης λέγει, ότι υπάρχουν τρεις έν όλω τοιαϋται δεξαμεναί, ών αί δύο συγκοινωνούσι μεταξύ των. Πρόκειται περί μεγάλου κτίσματος, τήν φύσιν του οποίου δεν βλέπω εισέτι σαφώς. Δυστυχώς ή καταστροφή έχει τόσον πολύ προχωρήσει, ώστε μόνον ίχνη άνευ συνοχής διατηρούνται.
Έπί πλέον τό έδαφος είναι ανώμαλον καί έν μέρει λεπτόγεων, μικράς έγκαταλεϊπον έλπίδας άνασκαφικών αποτελεσμάτων.
Θέση Αγία Μαρίνα (αγρός Χρ. Καραχάλιου) (6)
Μέσα και έξω από το χώρο του κτιρίου ανασκάφηκαν τάφοι χριστιανικοί, τέσσερις κιβωτιόσχημοι, από τους οποίους οι δύο ήταν παιδικοί, και δύο λακκοειδείς. Οι κιβωτιόσχημοι, που παρουσιάζουν επιμελημένη τοιχοδομία με κανονικές στρώσεις χτιστών λίθων με ασβεστοκονίαμα και διπλή σειρά ισόδομων πλίνθων στο επάνω μέρος, διατηρούν και ίχνη εσωτερικού επιχρίσματος. Το δάπεδό τους ήταν στρωμένο με πήλινες πλάκες, πολλές από τις οποίες έχουν «δαχτυλιές» σε σχήμα X, ενώ η κάλυψή τους είχε γίνει με μεγάλες ακανόνιστες πλάκες. Σε όλους τους τάφους βρέθηκε ένας μόνο νεκρός, με το κεφάλι προς Δ. ενώ σ ’ έναν από τους κιβωτιόσχημους βρέθηκε ανακομιδή οστών περισσότερων του ενός νεκρών.
Μοναδικά ευρήματα των τάφων ήταν τρία αγγεία του τύπου της πρόχου, «κανατάκια», παλαιοχριστιανικής εποχής, και ένα ζευγάρι χάλκινα σκουλαρίκια. Στο χώρο του κτίσματος που ανασκάφηκε σε βάθος 0,60μ. βρέθηκαν λίγα όστρακα από κοινά χρηστικά αγγεία παλαιοχριστιανικών και νεότερων χρόνων ή εφυαλωμένα ύστερων βυζαντινών χρόνων.
Από τις λιγοστές ενδείξεις που υπάρχουν και επειδή δεν ολοκληρώθηκε η ανασκαφή δεν είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε ακριβή συμπεράσματα για τη χρονολόγηση και τη χρήση του κτίσματος. Από την τοιχοδομία του όμως και την κατασκευή των τάφων μπορεί, με σχετική επιφύλαξη, να χρονολογηθεί στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους με μακρόχρονη μεταγενέστερη χρήση.
Σημειώσεις:
(1). Σε διάφορες θέσεις στα χωριά Χανδρινού και Σουληνάρι έχουν αποκαλυφθεί ταφικά κτήρια, δεξαμενές, τεμάχια ψηφιδωτών δαπέδων, θωράκια, παλαιοχριστιανικοί τάφοι με κτερίσματα και άλλα λείψανα κτισμάτων πρωτοβυζαντινής εποχής,
Σπ. Μαρινάτος, ΠΑΕ1966,119-121·
Γ.Α. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ 24 (1969) Χρονικά, 143*
Pallas, Les monuments paléochrétiens, 190·
Αιμ. Μπακούρου, ΑΔ 35 (1980), Χρονικά, 160·
Ασημακοπουλου-Ατζακά, Σύνταγμα, 109, σημ. 103*
Lambropoulou, «Le Péloponnèse occidental», 103, σημ. 57*
Lascaris, Monuments, 179, αρ. 320*
Λαμπροπούλου κ.ά., «Συμβολή στην ερμηνεία των αρχαιολογικών τεκμηρίων», 212.
(2) Σπ. Μαρινάτος, ΠΑΕ1966,119-121
(3) Α.Δ. 24 (1969) : ΧΡΟΝΙΚΑ σελ.:143
(4). Λαμπροπούλου κ.ά., «Συμβολή στην ερμηνεία των αρχαιολογικών τεκμηρίων», σελίδα 212:
Ακόμη, από το Σωληνάρι Πυλία προέρχεται μεγάλο τμήμα θωρακίου, πού φέρει ανάγλυφη διακόσμηση κύκλου εγγεγραμμένου σε τετράγωνο. Χωρίζεται σε οκτώ τμήματα, όπου υπάρχουν λογχοειδή κοσμήματα. Το κενό πού δημιουργείται στίς γωνίες καλύπτεται με πυροστρόβιλου επίπεδη τεχνική, ό φόβος τού κενού πού εκφράζεται στην προσπάθεια τού γλύπτη να καλύψει ακριβώς τον κενό χώρο, συνιστούν στοιχεία μια εποχή μεταβατική, πού χαρακτηρίζει τήν περίοδο από τον 7ο μέχρι τον 8ο αιώνα. Τό θωράκιο έχει πολλές ομοιότητες μέ αντίστοιχο πού βρέθηκε πρόσφατα μέσα στή βασιλική τής Μεσσήνη , βλ. τήν ανακοίνωση τών Βάσω Πέννα-Αννα Λαμπροπούλου- Η. Αναγνωστάκη, Γλυπτά Μεσσήνης. Μελέτη τη γλυπτική τη δυτική Πελοποννήσου κατά τη διάρκεια των μεταβατικών χρόνων, Η βυζαντινή γλυπτική, (βλ. σημ. 13). Σε αυτήν περίπου τήν περίοδο πρέπει να ενταχθεί καί τό κιονόκρανο, πού βρέθηκε έξω άπο τήν παλαιοχριστιανική βασιλική του Ανηλίου, βλ. Pallas, Les monuments, 186-187 άρ. 93.
(5). Τα δύο μεγάλα τεμάχια του παλαιοχριστιανικού θωρακίου περισυνελέγησαν τη υποδείξει του Καθηγητού κ. Σπ. Μαρινάτου, τα δε δύο άλλα, εκ των οποίων το εν μόνον συνεκολλήθη εις το θωράκιον, εύρεν εις την αυτήν θέσιν και μετέφερεν εις το Μουσείον ο τεχνίτης Γ. Αλεξάκης.
(6). 5η Ε.Β.Α. Α.Δ. 35 (1980) B1, σελ.:160
(7). Τις ανασκαφικές εργασίες επέβλεπε κυρίως η έκτακτη αρχαιολόγος Καλ. Διαμαντή.
Λείψανα κεραμεικής, οστών καί ίχνη μικρών κιβωτοσχήμων τάφων δεικνύουν, ότι άλλοτε εκρύπτοντο εκεί προϊστορικαί ταφαί, ίσως ήδη ΜΕ εποχής, πάντως πτωχαί καί πενιχραί.
Χαμηλότερον (προς Β.) υπάρχει η τοποθεσία Παναγίτσα, εις τό πεδινόν ήδη μέρος. Εκεί αφθονούν λείψανα πρωτοχριστιανικής εποχής. Παχείαι λιθιαί εις τούς αγρούς οφείλονται εις τήν διάλυσιν άσβεστοκτίστων κατασκευών.
Χαμηλότερον (προς Β.) υπάρχει η τοποθεσία Παναγίτσα, εις τό πεδινόν ήδη μέρος. Εκεί αφθονούν λείψανα πρωτοχριστιανικής εποχής. Παχείαι λιθιαί εις τούς αγρούς οφείλονται εις τήν διάλυσιν άσβεστοκτίστων κατασκευών.
Εντός μιας τοιαύτης λιθιάς ο κ. Καρλής μάς υπέδειξε δύο τεμάχια μαρμάρινης πλακός (είκ.1). Απετειχίσθησαν καί μετεφέρθησαν εις τό μουσείον, όπου απεδείχθη ότι συνάπτονται, αλλά λείπουν εισέτι τεμάχια ΐνα συμπληρωθή το όλον. Ή πλάξ ήτο τετράγωνος καί έφερεν αναγλύφως εγγεγραμμένον κυκλικόν ρόδακα μετά τεσσάρων μικρών στροβιλικών ροδάκων εις τάς γωνίας. Βραδύτερον είδον έτερον τεμάχιον μαρμάρου εντετειχισμένον εις τον αγροτικόν οικίσκον Νικολάου Καρλή, όπερ εικονίζει όμοιον στροβΛορόδακα και ίσως ανήκει εις την ανωτέρω πλάκα. Πρόκειται ίσως περί θωρακίου είτε πρωτοχριστιανικής είτε πρωίμου Βυζαντινής εποχής.
Παρά την μνημονευθεΐσαν αγροικίαν Νικολάου Καρλή εΐδον τεμάχια συμπαγούς δαπέδου φέροντος άπλοΰν, άχρουν ψηφιδωτόν. Τά τεμάχια τούτου έχρησιμοποιούντο ώς πλάκες τής εστίας καί ως καλύμματα προχείρων ορνιθώνων. Εξάγονται υπό του αρότρου εις σημαντικήν έκτασιν. Εκεί ειδον καί κυκλικήν δεξαμενήν έξ οπτόπλινθων μετ’ άφθονου ασβεστοκονιάματος, εργασίας λίαν επιμελούς. Ό Ιδιοκτήτης λέγει, ότι υπάρχουν τρεις έν όλω τοιαϋται δεξαμεναί, ών αί δύο συγκοινωνούσι μεταξύ των. Πρόκειται περί μεγάλου κτίσματος, τήν φύσιν του οποίου δεν βλέπω εισέτι σαφώς. Δυστυχώς ή καταστροφή έχει τόσον πολύ προχωρήσει, ώστε μόνον ίχνη άνευ συνοχής διατηρούνται.
Έπί πλέον τό έδαφος είναι ανώμαλον καί έν μέρει λεπτόγεων, μικράς έγκαταλεϊπον έλπίδας άνασκαφικών αποτελεσμάτων.
Μουσείον Πύλου (3)
Τα κάτωθι αρχαία εισήχθησαν κατά το έτος 1968 εις το εν επικεφαλίδι Μουσείον:
α) Μέγα τμήμα μαρμαρίνου παλαιοχριστιανικού θωρακίου εκ τριών τεμαχίων συγκεκολλημένον, σωζ. ύψ. 0,73, πλ. 0,96, πάχ. 0,105μ. Η ανάγλυφος διακόσμησις συνίσταται εκ κύκλου εγγεγραμμένου εντός τετραγώνου εκ τριών αναγλύφων ταινιών, ο οποίος δια τεσσάρων ταινιών, πάχ. 0,038- 0,04μ., χωρίζεται εις οκτώ τμήματα, όπου λογχοειδή κοσμήματα. Εις τας γωνίας ανάγλυφοι ρόδακες. Ευρέθη εις Σωληνάριον Πυλίας (εικ.2).(4)
β) Τεμάχιον μαρμαρίνου, ομοίου προς το προηγούμενον, θωρακίου, ενδεχομένως μη ανήκον εις αυτό (μεγ. δναστ. 0,37× 0,21μ.)(5).
Θέση Αγία Μαρίνα (αγρός Χρ. Καραχάλιου) (6)
Στη διάρκεια εργασιών καθαρισμού του αγρού αποκαλύφθηκαν τάφος και θεμέλια παλιού κτίσματος κάτω από τοίχο, που έχει κατεύθυνση Α.-Δ. και μήκος 2μ. περίπου και που σύμφωνα με την τοιχοδομία του, μπορεί να τοποθετηθεί σε νεότερους χρόνους. Στη θέση αυτή, σύμφωνα με την παράδοση, υπήρχε ξωκκλήσι της αγίας Μαρίνας, χτισμένο μετά το 1821, από όπου πιθανώς πήρε και την ονομασία της η περιοχή και στο οποίο θα πρέπει να ανήκει ο νεότερος τοίχος. Διενεργήθηκε σωστική ανασκαφική έρευνα(7), η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε, λόγω διακοπής των πιστώσεων.
Αποκαλύφθηκε ταφικό κτίριο, του οποίου οι τοίχοι, μήκ. 15μ. ο βόρειος και ο νότιος, 9μ. ο δυτικός (ο ανατολικός δεν αποκαλύφθηκε ακόμη), σώζονται σε χαμηλό ύψος έως 0,75μ. και έχουν πάχος 0,75μ.
Η τοιχοδομία τους από κατεργασμένους λίθους είναι αρκετά επιμελημένη με ασβεστοκονίαμα και περιορισμένη χρήση κεραμιδιών στους αρμούς. Ο εσωτερικός χώρος του κτιρίου χωρίζεται με έναν εγκάρσιο τοίχο σε δύο άνισα μέρη, από τα οποία το ανατολικότερο είναι σχεδόν τριπλάσιο σε μήκος από το δυτικό. Κάτω από το ανατολικό διαμέρισμα και προς τα δυτικά του αποκαλύφθηκε υπόγειο ορθογώνιο δωμάτιο (διαστ. 2,80X 1,25x 0,65μ.), στο οποίο οδηγεί μικρή σκάλα. Στη μέση περίπου του δαπέδου του δωματίου αυτού, το οποίο καλύπτεται με πήλινες πλάκες, είναι ενσωματωμένο πήλινο αγγείο, ύψ. 0,23 μ. με διάμετρο ανοίγματος στομίου 0,45μ. (εικ.1). Όπως συμπεραίνεται και από την ύπαρξη υδραυλικού κονιάματος στο εσωτερικό των τοίχων το υπόγειο δωμάτιο πρέπει να χρησίμευε ως δεξαμενή.
Αποκαλύφθηκε ταφικό κτίριο, του οποίου οι τοίχοι, μήκ. 15μ. ο βόρειος και ο νότιος, 9μ. ο δυτικός (ο ανατολικός δεν αποκαλύφθηκε ακόμη), σώζονται σε χαμηλό ύψος έως 0,75μ. και έχουν πάχος 0,75μ.
Η τοιχοδομία τους από κατεργασμένους λίθους είναι αρκετά επιμελημένη με ασβεστοκονίαμα και περιορισμένη χρήση κεραμιδιών στους αρμούς. Ο εσωτερικός χώρος του κτιρίου χωρίζεται με έναν εγκάρσιο τοίχο σε δύο άνισα μέρη, από τα οποία το ανατολικότερο είναι σχεδόν τριπλάσιο σε μήκος από το δυτικό. Κάτω από το ανατολικό διαμέρισμα και προς τα δυτικά του αποκαλύφθηκε υπόγειο ορθογώνιο δωμάτιο (διαστ. 2,80X 1,25x 0,65μ.), στο οποίο οδηγεί μικρή σκάλα. Στη μέση περίπου του δαπέδου του δωματίου αυτού, το οποίο καλύπτεται με πήλινες πλάκες, είναι ενσωματωμένο πήλινο αγγείο, ύψ. 0,23 μ. με διάμετρο ανοίγματος στομίου 0,45μ. (εικ.1). Όπως συμπεραίνεται και από την ύπαρξη υδραυλικού κονιάματος στο εσωτερικό των τοίχων το υπόγειο δωμάτιο πρέπει να χρησίμευε ως δεξαμενή.
Μέσα και έξω από το χώρο του κτιρίου ανασκάφηκαν τάφοι χριστιανικοί, τέσσερις κιβωτιόσχημοι, από τους οποίους οι δύο ήταν παιδικοί, και δύο λακκοειδείς. Οι κιβωτιόσχημοι, που παρουσιάζουν επιμελημένη τοιχοδομία με κανονικές στρώσεις χτιστών λίθων με ασβεστοκονίαμα και διπλή σειρά ισόδομων πλίνθων στο επάνω μέρος, διατηρούν και ίχνη εσωτερικού επιχρίσματος. Το δάπεδό τους ήταν στρωμένο με πήλινες πλάκες, πολλές από τις οποίες έχουν «δαχτυλιές» σε σχήμα X, ενώ η κάλυψή τους είχε γίνει με μεγάλες ακανόνιστες πλάκες. Σε όλους τους τάφους βρέθηκε ένας μόνο νεκρός, με το κεφάλι προς Δ. ενώ σ ’ έναν από τους κιβωτιόσχημους βρέθηκε ανακομιδή οστών περισσότερων του ενός νεκρών.
Μοναδικά ευρήματα των τάφων ήταν τρία αγγεία του τύπου της πρόχου, «κανατάκια», παλαιοχριστιανικής εποχής, και ένα ζευγάρι χάλκινα σκουλαρίκια. Στο χώρο του κτίσματος που ανασκάφηκε σε βάθος 0,60μ. βρέθηκαν λίγα όστρακα από κοινά χρηστικά αγγεία παλαιοχριστιανικών και νεότερων χρόνων ή εφυαλωμένα ύστερων βυζαντινών χρόνων.
Από τις λιγοστές ενδείξεις που υπάρχουν και επειδή δεν ολοκληρώθηκε η ανασκαφή δεν είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε ακριβή συμπεράσματα για τη χρονολόγηση και τη χρήση του κτίσματος. Από την τοιχοδομία του όμως και την κατασκευή των τάφων μπορεί, με σχετική επιφύλαξη, να χρονολογηθεί στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους με μακρόχρονη μεταγενέστερη χρήση.
(1). Σε διάφορες θέσεις στα χωριά Χανδρινού και Σουληνάρι έχουν αποκαλυφθεί ταφικά κτήρια, δεξαμενές, τεμάχια ψηφιδωτών δαπέδων, θωράκια, παλαιοχριστιανικοί τάφοι με κτερίσματα και άλλα λείψανα κτισμάτων πρωτοβυζαντινής εποχής,
Σπ. Μαρινάτος, ΠΑΕ1966,119-121·
Γ.Α. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ 24 (1969) Χρονικά, 143*
Pallas, Les monuments paléochrétiens, 190·
Αιμ. Μπακούρου, ΑΔ 35 (1980), Χρονικά, 160·
Ασημακοπουλου-Ατζακά, Σύνταγμα, 109, σημ. 103*
Lambropoulou, «Le Péloponnèse occidental», 103, σημ. 57*
Lascaris, Monuments, 179, αρ. 320*
Λαμπροπούλου κ.ά., «Συμβολή στην ερμηνεία των αρχαιολογικών τεκμηρίων», 212.
(2) Σπ. Μαρινάτος, ΠΑΕ1966,119-121
(3) Α.Δ. 24 (1969) : ΧΡΟΝΙΚΑ σελ.:143
(4). Λαμπροπούλου κ.ά., «Συμβολή στην ερμηνεία των αρχαιολογικών τεκμηρίων», σελίδα 212:
Ακόμη, από το Σωληνάρι Πυλία προέρχεται μεγάλο τμήμα θωρακίου, πού φέρει ανάγλυφη διακόσμηση κύκλου εγγεγραμμένου σε τετράγωνο. Χωρίζεται σε οκτώ τμήματα, όπου υπάρχουν λογχοειδή κοσμήματα. Το κενό πού δημιουργείται στίς γωνίες καλύπτεται με πυροστρόβιλου επίπεδη τεχνική, ό φόβος τού κενού πού εκφράζεται στην προσπάθεια τού γλύπτη να καλύψει ακριβώς τον κενό χώρο, συνιστούν στοιχεία μια εποχή μεταβατική, πού χαρακτηρίζει τήν περίοδο από τον 7ο μέχρι τον 8ο αιώνα. Τό θωράκιο έχει πολλές ομοιότητες μέ αντίστοιχο πού βρέθηκε πρόσφατα μέσα στή βασιλική τής Μεσσήνη , βλ. τήν ανακοίνωση τών Βάσω Πέννα-Αννα Λαμπροπούλου- Η. Αναγνωστάκη, Γλυπτά Μεσσήνης. Μελέτη τη γλυπτική τη δυτική Πελοποννήσου κατά τη διάρκεια των μεταβατικών χρόνων, Η βυζαντινή γλυπτική, (βλ. σημ. 13). Σε αυτήν περίπου τήν περίοδο πρέπει να ενταχθεί καί τό κιονόκρανο, πού βρέθηκε έξω άπο τήν παλαιοχριστιανική βασιλική του Ανηλίου, βλ. Pallas, Les monuments, 186-187 άρ. 93.
(5). Τα δύο μεγάλα τεμάχια του παλαιοχριστιανικού θωρακίου περισυνελέγησαν τη υποδείξει του Καθηγητού κ. Σπ. Μαρινάτου, τα δε δύο άλλα, εκ των οποίων το εν μόνον συνεκολλήθη εις το θωράκιον, εύρεν εις την αυτήν θέσιν και μετέφερεν εις το Μουσείον ο τεχνίτης Γ. Αλεξάκης.
(6). 5η Ε.Β.Α. Α.Δ. 35 (1980) B1, σελ.:160
(7). Τις ανασκαφικές εργασίες επέβλεπε κυρίως η έκτακτη αρχαιολόγος Καλ. Διαμαντή.