Ο Richard Stoneman στο προοίμιο του έργου «Αναζητώντας την Κλασσική Ελλάδα» σημειώνει, ότι πολλές φορές ρώτησε μέσα από το βιβλίο του όλους τους άνδρες γιατί ήρθαν στην Ελλάδα. Οι απαντήσεις που «έλαβε» ποικίλαν από την προσωπική φιλοδοξία (για τον εαυτό τους, την πατρίδα τους ή τη τέχνη), μέχρι την αναζήτηση της γνώσης, την αρπακτικότητα και το τοπίο αλλά πάνω απ’ όλα ήταν η επιθυμία τους να γνωρίσουν και να κατανοήσουν τους αρχαίους Έλληνες1.
Τα περιηγητικά κείμενα (15ος- 19ος αι.) αποτελούν ένα πλούσιο υλικό, όπου προσωπικές αυτοψίες, θεωρητικές γνώσεις, οράματα και επιθυμίες, συγκρούονταν με στερεότυπα και εμπειρίες αλληλοτροφοδοτώντας την περιηγητική γραμματεία. Οι υποκειμενικές αντιλήψεις, οι πολιτικές τοποθετήσεις, η ιδεολογία των συγγραφέων, η παιδεία και η προέλευσή τους δεν επηρέασαν μόνο τον τρόπο γραφής τους αλλά και τον τρόπο πρόσληψης των έργων τους από εμάς. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν πρόκειται για απλά πληροφοριακά κείμενα της εποχής τους αλλά για πολυεπίπεδα έργα που ερευνούσαν το παρελθόν και φώτιζαν το παρόν2.
Η προβολή της αρχαίας Ελλάδας ως αυθεντικό πρότυπο της καλαισθησίας είχε ήδη αρχίσει με την ίδρυση της εταιρείας των Dilettanti στο Λονδίνο, το 1732 και εδραιώθηκε το 1755 με τον Γερμανό κλασικιστή J.J Winckelmann, ο οποίος έκανε λόγο για τον υπέρτατο ανθρωπισμό των Ελλήνων. Η διαδικασία εξιδανίκευσης της αρχαιότητας θεμελιώθηκε στην πεποίθηση ότι η μοναδική πηγή των προτύπων ζωής και της μόρφωσης ήταν η αρχαία Ελλάδα3.
Στα κείμενα του 18ου αι. η αρχαιότητα είναι αυτή που κυριαρχεί έναντι κάθε άλλου ερεθίσματος, καθώς οι δυτικοευρωπαίοι περιηγητές «αρχαιολογούν» με πάθος, αναζητούν τεκμήρια και ενθύμια και εμπνέονται από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Προς τα τέλη του αιώνα αυτού η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Αθήνα, άρχισε να μπαίνει δυναμικά στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού περιηγητισμού. Η νέα Ευρώπη ανακαλύπτει την Αθήνα ως την πόλη- σύμβολο που μέσω του αρχαίου πολιτισμού της θα αναδείξει η ίδια την προοδευτική και σύγχρονη πλευρά της. Η Ελλαδική πρωτεύουσα αναγνωρίζεται πλέον ως η αρχαιότερη αλλά και συγχρόνως σύγχρονη πηγή καλλιτεχνικών και πολιτιστικών αξιών4.
Ο 19ος αιώνας είναι η εποχή ωρίμανσης των περιηγητικών κειμένων καθώς όχι μόνο αξιοποιούνται οι πληροφορίες του παρελθόντος αλλά αποτελεί το γόνιμο πεδίο λογοτεχνικού ανταγωνισμού μεταξύ των συγγραφέων, συλλογής εμπειριών και γνώσεων. Η οδοιπορία γίνεται τρόπος αναγνώρισης και ανάγνωσης του τοπίου όπου εντάσσονται τα μνημεία, η ιστορία, η σύγχρονη κοινωνική και οικονομική ζωή, οι άνθρωποι. Η περιδιάβαση και ο περίπλους επιτρέπουν την αναπόληση, καλλιεργούν την περιέργεια, ανασύρουν γνώσεις και αισθήματα.
Αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, ανταποκριτές, ζωγράφοι, έρχονται στην Ελλάδα για κάθε αναζήτηση και εξειδίκευση. Ποτέ άλλοτε δεν βρέθηκαν από κοινού στον ελληνικό χώρο τόσο σημαντικοί και δραστήριοι ταξιδιώτες, όπως ο W. M Leake, ο F.C.H. L Pouqueville, ο Ε. Dodwell, ο J. Bartholdy, ο W. Gell, ο O.M von Stackelberg, κ.ά., όσο στις αρχές του 19ου αι.5
Οι αρχαιολογικές αναζητήσεις συνοδεύονται με το ενδιαφέρον για τον κοινωνικό περίγυρο και το ανθρώπινο δυναμικό, τη σύγκριση του αρχαίου με το νεότερο πολιτισμό και την προσέγγιση του ελληνικού λαού μέσα από διαφορετικές οπτικές. Δεν έλειψαν όμως και κείμενα με οξύ και κριτικό μάτι στη νεοελληνική πραγματικότητα όπως του Edmond About, ο οποίος μεταξύ άλλων έγραφε το 1852: «Στους Έλληνες η αγάπη για την ελευθερία ισοδυναμεί με περιφρόνηση στους νόμους και σε κάθε νόμιμη αρχή. Η αγάπη για την ισότητα εκδηλώνεται συχνά σαν άγρια ζήλια απέναντι σε όλους εκείνους που ξεχωρίζουν. Ο κοντόφθαλμος πατριωτισμός γίνεται εγωισμός και το εμπορικό πνεύμα αγγίζει την απατεωνιά»6.
Kατά τη διάρκεια της περιήγησής τους στον Ελλαδικό χώρο, επισκέφτηκαν την περιοχή της Τριφυλίας ο ιρλανδικής καταγωγής αρχαιολόγος Ε. Dodwell, οποίος περιηγήθηκε την Ελλάδα το 1805-1806, ο αντισυνταγματάρχης και τοπογράφος W. M. Leake, ο οποίος επισκέφτηκε την Ελλάδα από το 1804-1807 με αποστολή να επισημάνει στην Οθωμανική διοίκηση αδυναμίες σε περίπτωση επίθεσης των Γαλλικών στρατευμάτων και ο Γάλλος αρχιτέκτονας Α. Blouet, διευθυντής της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μορέως (Expédition Scientifique de Morée, 1828-1833) με σκοπό να ερευνήσει τον ναό του Δία στην Ολυμπία.
O Dodwell7, είναι από τους λίγους ξένους περιηγητές που επισκέφτηκε την Ελλάδα χωρίς να είναι μέλος κάποιας ερευνητικής ομάδας ή να έχει αναλάβει κάποια συγκεκριμένη αποστολή. Η μεγάλη ιδιωτική του περιουσία του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί απερίσπαστος με τον αρχαίο κόσμο που τον γοήτευε. Ο ίδιος άλλωστε αναφέρει: «Ήθελα να επισκεφτώ την Ελλάδα, να ερευνήσω τις αρχαιότητες, να συγκρίνω το παρελθόν της με το παρόν και να μη παραλείψω τίποτα που θα μπορούσε να είναι για τον αρχαιόφιλο αναγνώστη αντικείμενο ενδιαφέροντος ή πηγή χαράς».8
Η περιοδεία του άρχισε από την περιοχή της Ολυμπίας και ο ίδιος διέμεινε στο κοντινό χωριό Μιράκα9. Από εκεί κατευθύνθηκε στο Παλαιό Φανάρι (περιοχή Φρίξας Σκιλλουντίας)10. Μας πληροφορεί ότι η διάβαση του Αλφειού ποταμού γινόταν με μονόξυλα11, όπως στην αρχαιότητα και ήταν αρκετά δύσκολη με τη χρήση αλόγων.
Μετά το χωριό της Βρίνας, όπου του έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα ολάνθιστα οπωροφόρα δέντρα,12 έφτασε στην πεδιάδα της Αγουλινίτσας. Εκεί κάνει λόγο για το Κλειδί (ο ίδιος το αποκαλεί Δερβένι). Οι πρόποδες του χαμηλού λόφου του Κλειδιού βρίσκονταν σε ένα έλος γεμάτο με κουκουναριές.13 Μετά από το Κλειδί, επισκέφτηκε την αρχαία ακρόπολη του Σαμικού και συνέχισε την πορεία του προς τα ιαματικά λουτρά του Καϊάφα και τη Ζαχάρω. Κατά μήκος της διαδρομής ο περιηγητής επεσήμανε την έντονη θειούχα οσμή των νερών και περιέγραψε την πυκνή σύσταση των αμμοθινών μαζί με πεύκα. Μετά έκανε μια μικρή παράκαμψη και επισκέφτηκε τη «Στρόβιζα», δηλαδή το Λέπρεο με την αρχαία ακρόπολη.
Ο Άγγλος συνταγματάρχης W. M. Leake14 περιηγήθηκε την Πελοπόννησο από τον Φεβρουάριο του 1805 μέχρι την Άνοιξη του 1806. Επισκέφτηκε τον Πύργο, την Ολυμπία, και την Επαρχία Ολυμπίας ακολουθώντας την παραθαλάσσια οδό. Επανήλθε όμως το 1806 και περιόδευσε στο αρχαίο αρκαδικό τμήμα επισκεπτόμενος τη Φιγαλεία, το ναό του Επικουρίου Απόλλωνα, την Ανδρίτσαινα, το Φανάρι και την Αλίφειρα.
Ο Leake, όπως περιγράφει, έφτασε στην Αγουλινίτσα (Επιτάλιο) από τον Πύργο διά θαλάσσης με πλοίο. Στην ομώνυμη πεδιάδα που εκτείνεται μέχρι και τον Καϊάφα φύονταν πεύκα και χαμηλή βλάστηση ενώ γύρω από αυτήν υπήρχαν αμπέλια. Ακολουθώντας και αυτός τη διαδρομή προς τον Καϊάφα και την Κυπαρισσία πέρασε από τους λόφους στη θέση «Δερβένι» ή «Κλειδί» και κάνοντας μια μικρή παράκαμψη επισκέφτηκε τη θέση «Παλαιόκαστρο ή Παλαίκαστρο» που βρισκόταν στη βορειοδυτική προέκταση της οροσειράς της Σμέρνας. Εκεί ο Leake αναφέρει τα ερειπωμένα τείχη μιας ελληνικής πόλης15, τα οποία περιέβαλλαν το πάνω μέρος του λόφου. Η πλούσια βλάστηση αποτελούνταν από καστανιές, καρυδιές μεγάλα δέντρα και χαμηλούς θάμνους αντίστοιχους με αυτούς της παραλιακής περιοχής.
Στο δρόμο προς το Λέπρεο συνάντησε το Θολό, όπου κατά τη γνώμη του θα ήταν το αγκυροβόλιο της αρχαίας πόλης. Για το Λέπρεο η διήγησή του είναι σύντομη χωρίς να προσθέτει νέες πληροφορίες για την περιοχή.16 Από το Λέπρεο συνέχισε το ταξίδι και έφτασε στην Παύλιτσα (αρχαία Φιγάλεια).
Ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές του σχετικά με την οικονομία, το φορολογικό σύστημα και τις πηγές παραγωγής. Ο Τούρκος υπεύθυνος της περιοχής της Γαστούνης λάμβανε φόρο από τα λιμάνια Κουνουπελίου, Γλαρέντζας, Κατακόλου, Ρουφιά (ονομασία του ποταμού Αλφειού) και Αγ. Ισίδωρου17. Επίσης, λάμβανε προσόδους από τα αλιεύματα των λιμνοθαλασσών Κοτυχίου, Παλαιάς Μπούκας Αγ. Ιωάννου (πλησίον της πόλης του Πύργου), Αγουλινίτσας και Καϊάφα18. Όσον αφορά στην αγροτική παραγωγή, εκτός από τους αμπελώνες στην περιοχή Λεπρέου και Φιγαλείας, ο Leake σημειώνει ιδιαίτερα την παραγωγή λαδιού και καλαμποκιού.
O Γάλλος αρχιτέκτονας Α. Blouet19 επισκέφτηκε το Σαμικό, το Λέπρεο, την Αλίφειρα, τη Φιγάλεια και το ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Ο Βlouet, προορισμός του οποίου ήταν το ιερό της Ολυμπίας, ακολούθησε το δρομολόγιο του Παυσανία και εισήλθε στην Ηλεία από την Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Στην αρχή κατευθύνθηκε προς το Λέπρεο, όπου επισκέφτηκε την αρχαία ακρόπολη και στη συνέχεια το Σαμικό20. Συνεχίζοντας την πορεία του πέρασε από το χωριό «Μπισχίνι» (σημερινή ονομασία Μπισχίνι ή Μπισχινόκαμπος), τη Ζαχάρω και τον Καϊάφα και έφτασε στην αρχαία ακρόπολη του Σαμικού (Εικ. 2). Ο Blouet κάνει ιδιαίτερη μνεία στο οχυρωματικό τείχος της και πληροφορεί τον αναγνώστη του για το ιερό του Ποσειδώνα σύμφωνα με την αναφορά του Στράβωνα21.
Ενώ συνεχίζονταν οι ανασκαφές της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μωρέα (Expedition Scientifi que de Morée) στην Ολυμπία, ο Blouet μαζί με τον Μ. Poitot αποφάσισαν να κάνουν μια σύντομη εκδρομή στην περιοχή της Αρκαδίας και να επισκεφτούν τον ναό του Επικουρίου Απόλλωνος. Κατά μήκος του δρόμου που διένυσαν περιέγραψαν τα χωριά και τις πόλεις που συνάντησαν καθώς και τα αρχαία μνημεία που επισκέφτηκαν.
Από την Ολυμπία κατευθύνθηκαν, όπως και ο Dodwell, προς το «Παλαιοφάναρο» (Φρίξα Σκιλλουντίας) όπου κάνουν λόγο για ένα μικρό χωριό και μια ακρόπολη22. Συνεχίζοντας τη διαδρομή τους συνάντησαν το χωριό «Ρογκοζιό» (σημερινή Αλίφειρα) και από ένα ύψωμα ο Blouet παρατήρησε τα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας ακρόπολης, την οποία αναφέρει με το προσωνύμιο Νεροβίτσα23. Για το οχυρωματικό τείχος της σημειώνει ότι είναι πολυγωνικού τύπου αντίστοιχο με αυτό του Σαμικού.
Στη συνέχεια οδεύοντας προς το ναό του Επικουρίου Απόλλωνα, συνάντησαν την Ανδρίτσαινα, η οποία τους φάνηκε ιδιαίτερα γραφική αλλά ρημαγμένη από τον πόλεμο. Σημειώνει μάλιστα ότι όλα τα σπίτια της είχαν κήπους, συκιές και κυπαρίσσια24. Μετά από ένα μικρό διάλειμμα εκεί, συνέχισαν το ταξίδι τους και έφτασαν στην αρχαία Φιγάλεια. Το οχυρωματικό τείχος της αρχαίας πόλης το αξιολογεί μαζί με αυτό της Μεσσήνης, ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής25. Αφού πέρασαν από το χωριό Δραγώγι και εντυπωσιάστηκαν από το εξαιρετικά γραφικό τοπίο26, έφτασαν τελικά στο ναό του Επικουρίου Απόλλωνα. Ο Blouet μας παρέχει μια λεπτομερή περιγραφή της ιστορίας του, της αρχιτεκτονικής μορφής και της γλυπτικής του σύνθεσης.
Ενώ συνεχίζονταν οι ανασκαφές της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μωρέα (Expedition Scientifi que de Morée) στην Ολυμπία, ο Blouet μαζί με τον Μ. Poitot αποφάσισαν να κάνουν μια σύντομη εκδρομή στην περιοχή της Αρκαδίας και να επισκεφτούν τον ναό του Επικουρίου Απόλλωνος. Κατά μήκος του δρόμου που διένυσαν περιέγραψαν τα χωριά και τις πόλεις που συνάντησαν καθώς και τα αρχαία μνημεία που επισκέφτηκαν.
Από την Ολυμπία κατευθύνθηκαν, όπως και ο Dodwell, προς το «Παλαιοφάναρο» (Φρίξα Σκιλλουντίας) όπου κάνουν λόγο για ένα μικρό χωριό και μια ακρόπολη22. Συνεχίζοντας τη διαδρομή τους συνάντησαν το χωριό «Ρογκοζιό» (σημερινή Αλίφειρα) και από ένα ύψωμα ο Blouet παρατήρησε τα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας ακρόπολης, την οποία αναφέρει με το προσωνύμιο Νεροβίτσα23. Για το οχυρωματικό τείχος της σημειώνει ότι είναι πολυγωνικού τύπου αντίστοιχο με αυτό του Σαμικού.
Στη συνέχεια οδεύοντας προς το ναό του Επικουρίου Απόλλωνα, συνάντησαν την Ανδρίτσαινα, η οποία τους φάνηκε ιδιαίτερα γραφική αλλά ρημαγμένη από τον πόλεμο. Σημειώνει μάλιστα ότι όλα τα σπίτια της είχαν κήπους, συκιές και κυπαρίσσια24. Μετά από ένα μικρό διάλειμμα εκεί, συνέχισαν το ταξίδι τους και έφτασαν στην αρχαία Φιγάλεια. Το οχυρωματικό τείχος της αρχαίας πόλης το αξιολογεί μαζί με αυτό της Μεσσήνης, ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής25. Αφού πέρασαν από το χωριό Δραγώγι και εντυπωσιάστηκαν από το εξαιρετικά γραφικό τοπίο26, έφτασαν τελικά στο ναό του Επικουρίου Απόλλωνα. Ο Blouet μας παρέχει μια λεπτομερή περιγραφή της ιστορίας του, της αρχιτεκτονικής μορφής και της γλυπτικής του σύνθεσης.
Κατά την περιοδεία του ο Γάλλος αρχιτέκτονας εστιάζει την προσοχή του σχεδόν αποκλειστικά στις αρχαιότητες και η προσέγγισή του δεν είναι αυτή του ταξιδιώτη- περιηγητή, ο οποίος παρατηρεί και καταγράφει, αλλά του επιστήμονα, ο οποίος έχει έλθει να διεκπεραιώσει μια συγκεκριμένη αποστολή. Η προσήλωσή του σε αυτόν το σκοπό φαίνεται και από την εκπόνηση σχεδίων τοπογραφικού και αρχαιολογικού περιεχόμενου, τα οποία διακρίνονται για την ακρίβεια και την λεπτομέρειά τους27. Άλλοι αρχαιόφιλοι και περιηγητές, οι οποίοι επισκέφτηκαν ή πέρασαν από την περιοχή της Τριφυλίας ήταν οι L. Ross28, E. Curtius29 και F. Pouqueville30.
Στον 1ο τόμο του έργου του L. Ross «Reisenund Reisenroutendurch Griechenland», ο οποίος εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1841, με τίτλο «Reisenin Peloponnes», αντλούμε πληροφορίες για το αρχαίο αρκαδικό τμήμα της επαρχίας Ολυμπίας. Ο Γερμανός αρχαιολόγος ερχόμενος από την περιοχή της Αρκαδίας και την αρχαία Παρασσία έφτασε στην αρχαία Φιγάλεια και στην κοιλάδα του ποταμού της Νέδα.
Στη Φιγάλεια εκτός από την περιγραφή του αρχαίου τείχους αναφέρει και την εκεί βυζαντινή εκκλησία της Θεοτόκου31. Στη συνέχεια επισκέφτηκε το ναό του Επικουρίου Απόλλωνος, ενώ αναφέρει και δύο μικρά ιερά στο Κωτύλιο όρος, της Αφροδίτης και της Άρτεμης. O Ross από εκεί πήγε στην Αλίφειρα, περιέγραψε την αρχαία ακρόπολη και έκανε και μια σύντομη αναφορά στην Ι. Μ. Σεπετού32.
Στη συνέχεια προχώρησε προς την Πλατιάνα, περιέγραψε την ομώνυμη αρχαία ακρόπολη και επισκέφτηκε την Ι. Μ. της Ίσοβας, την οποία οι ντόπιοι αποκαλούσαν «Παλάτια». Ο ίδιος περιγράφοντας την Ι. Μονή αναφέρει ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως πρόκειται για θρησκευτικό οικοδόμημα γοτθικής τεχνοτροπίας33.
O Curtius στο πλαίσιο του δίτομου έργου του με τίτλο «Peloponnesos. Eine Historisch- Geographische Beschreibung der Halbinsel» ασχολήθηκε διεξοδικά με την περιοχή της Φιγάλειας καθώς και με το ναό του Επικουρίου Απόλλωνα για τον οποίο αναφέρεται στην ιστορία και αρχιτεκτονική του. Στο σχετικό κεφάλαιο που αφιέρωσε στην Ηλεία περιέγραψε αρκετά αναλυτικά την περιοχή της Τριφυλίας, τους ιδρυτικούς μύθους και στην ιστορία της34.
Ο Γάλλος ιατρός, διπλωμάτης, ιστορικός περιηγητής και σημαντικός φιλέλληνας F. Pouqueville, στο πολύτομο έργο του με τίτλο «Voyage de la Grèce» και συγκεκριμένα στο πρώτο κεφάλαιο του 6ου τόμου του 18ου βιβλίου του, το οποίο τιτλοφορείται «Messenie», ασχολήθηκε διεξοδικά με την περιγραφή της αρχαίας Τριφυλίας. Mετά τη διήγησή του για τους ιδρυτικούς μύθους και τα ιστορικά στοιχεία από τους αρχαίους περιηγητές και συγγραφείς, περιέγραψε την περιοχή ακολουθώντας και αυτός την πορεία από βορρά προς νότο, δηλαδή από το Επιτάλιο μέχρι και τις εκβολές της Νέδα.
Σχετικά με την τοπιογραφία της Επαρχίας Ολυμπίας διαπιστώνουμε ότι η διαμόρφωση του τοπίου τόσο στην παραλιακή περιοχή όσο και στην ενδοχώρα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις σε σχέση με σήμερα. Η επιμήκης παραθαλάσσια αμμώδης έκταση με τις κουκουναριές και τη χαλέπιο πεύκη, η λιμνοθάλασσα του Καϊάφα και η εύφορη πεδιάδα νοτίως του Λεπρέου μαζί με τους ορεινούς όγκους και τις δύσβατες ορεινές περιοχές στα αρχαία Αρκαδικά εδάφη, συνθέτουν εν πολλοίς και την σημερινή εικόνα της περιοχής.
Από τους ξένους περιηγητές που επισκέφτηκαν την Επαρχία Ολυμπίας, ο Leake είναι αυτός που κατέγραψε λεπτομερώς τα μνημεία, τις θέσεις που επισκέφτηκε και τις διαδρομές που ακολούθησε. Παράλληλα σχολιάζει, διορθώνει ή συμφωνεί με τον Στράβωνα και τον Παυσανία. Είναι ο πρώτος επίσης, που ταύτισε την αρχαία ακρόπολη της Πλατιάνας με την αρχαία πόλη «Τυπανέαι».
Από την άλλη πλευρά ο Blouet, ως αρχιτέκτονας, λειτουργεί περισσότερο στοχευμένα σε σχέση με την αποστολή αλλά και την ειδικότητά του παρέχοντας μορφολογικές και τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με την οικοδομική τεχνική, την μορφολογία και την τυπολογία των χώρων και των μνημείων που επισκέφτηκε.
Από τον Pouqueville αντλούμε πολλές πληροφορίες για το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Σύμφωνα με την περιγραφή του, κοντά στο Επιτάλιο απλώνονταν λοφίσκοι κατάφυτοι από αμπέλια. Ζωηρή εντύπωση φαίνεται ότι του προξένησαν οι πλούσιοι ψαρότοποι του Αλφειού ποταμού, καθώς και η εκτεταμένη λίμνη της Αγουλινίτσας με τα διάσπαρτα μικρά νησάκια μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονταν διώρυγες προς τη θάλασσα του Καϊάφα. Αναφέρεται και αυτός στην εκτεταμένη περιοχή των θινών από το Σαμικό προς τη λίμνη του Καϊάφα, με την πυκνή κατά τόπους χαμηλή θαμνώδη βλάστηση. Για τη Φιγάλεια τέλος, ο Pouqueville κάνει μνεία της εντύπωσης που προκάλεσε το τοπίο της στον περιηγητή Christian Müller, ο οποίος έλεγε ότι ο τόπος θύμιζε την περιοχή του Salzburg και του Tirol εάν δεν υπήρχε η χαμηλή θαμνώδης βλάστηση από λεβάντα, μυρτιές, ροδοδάφνες συκιές και πορτοκαλιές35.
Χρίστος Λιάγκουρας
Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
2. Βιγγοπούλου 2003, 385.
3. Βιγγοπούλου 2005, 19.
4. Γιακωβάκη 20154, 440-441.
5. Βιγγοπούλου 2003, 386-387.
6. Αμπού 2018, 73.
7. Ο Edward Dodwell (1762-1832) ήταν γόνος παλιάς και πλούσιας ιρλανδικής οικογένειας. Εξαιτίας της περιουσίας του που του εξασφάλιζε τα προς το ζην μπόρεσε να αφοσιωθεί στη μελέτη των πολιτισμών της Μεσογείου. Ταξίδεψε το 1801 μαζί με το γνωστό περιηγητή W. Gell στα Ιόνια νησιά και στην Τρωάδα και το 1805-1806 στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στη Νάπολη και στη Ρώμη στην οποία παρέμεινε μέχρι και το τέλος της ζωής του. Η μεγάλη αρχαιολογική συλλογή που συγκέντρωσε στεγάστηκε στην αρχή στη Ρώμη και στη συνέχεια πουλήθηκε στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Το βασικό οδοιπορικό του έργο Classical and Topographical Tour through Greece, during the years 1801, 1805 and 1806, το οποίο εκδόθηκε σε δύο τόμους στο Λονδίνο το 1819, συμπληρώθηκε αργότερα, το 1834 από μία επιπλέον έκδοση η οποία περιελάμβανε μόνο εικονογραφικό υλικό (χαλκογραφίες με απόψεις, των θέσεων που επισκέφτηκε, μνημείων και αρχαιολογικών χώρων) σε σχέδια του ιδίου και του Ιταλού ζωγράφου Simone Paradi που τον συνόδευε. Το έργο του Dodwell, αποτέλεσε βασικό εγχειρίδιο για τους περιηγητές που ακολούθησαν καθώς ήταν ένα πολύπλευρο έργο το οποίο εκτός από τις αρχαιολογικές και τοπογραφικές πληροφορίες μας παρείχε πλήθος στοιχείων για την κοινωνία, την οικονομία, το δημόσιο και ιδιωτικό βίο της προεπαναστατικής Ελλάδας (πηγή: http://el.travelogues.gr/travelogue.php?view=156&creator=1122660&tag=43)
8. Αγγέλου 1983, 22, υποσημ.2.
9. Dodwell ΙΙ 1819, 339-342.
10. Παλαιοφάναρο ή Φανάρι είναι η ονομασία του λόφου (λόγω του κωνικού σχήματός του), πλησίον του οποίου βρίσκεται το χωριό «Φρίξα». Ο Παυσανίας (6,21,6, Παπαχατζής 1979, 382, υποσημ. 3) λέει ότι υπάρχει ένας κωνοειδής λόφος, όπου είναι τα ερείπια της αρχαίας πόλης Φρίξας και ο ναός της Αθηνάς Κυδωνίας. - Επίσης, βλ. Γιαλούρης 1973, 170-171.
11. Από προφορική μαρτυρία μέχρι και το 1950 αλλά και λίγο αργότερα περίπου η διάβαση του Αλφειού στην περιοχή γινόταν με μονόξυλα.
12. Dodwell II 1819, 341-343.
13. Dodwell II 1819, 344.
14. O William Martin Leake (1777-1860) ήταν τοπογράφος και είχε το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη στο Βρετανικό στρατό. Ήταν ο πιο ακούραστος από τους περιηγητές (με εξαίρεση τον Παυσανία) και από τους πιο συστηματικούς μελετητές του Ελληνικού χώρου. Η σχέση του με την Ελλάδα, αν και ξεκίνησε τυχαία, εξελίχθηκε σε ιδιαίτερα στενή γεγονός που αποδεικνύεται και από την παρουσία του Χαρίλαου Τρικούπη στην κηδεία του, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε την θέση του πρεσβευτή της Ελλάδας στην Αγγλία. Το 1804 ανατέθηκε στον Leake μαζί με τα άλλα στρατιωτικά καθήκοντά του να αξιολογήσει από πλευράς του στρατού την τοπογραφία και να εκπονήσει μια μελέτη της «γενικής γεωγραφίας στην Ελλάδα». Οι τοπογραφικές του έρευνες στην Ελλάδα διεξήχθησαν σε δύο χρονικές περιόδους: Από τον Φεβρουάριο του 1805 έως τον Φεβρουάριο του 1807 και από τον Φεβρουάριο του 1809 έως τον Φεβρουάριο τον Μάρτιο του 1810. Με «βίβλο» τον Παυσανία εξερεύνησε εξαντλητικά τις αναφορές σε αυτόν και διάνθισε την περιγραφή με στοιχεία για την κοινωνική και οικονομική ζωή των τόπων που επισκέφτηκε. Η στρατιωτική πειθαρχία του τον ώθησε να εργάζεται συστηματικά για πολλές ώρες την ημέρα και σταματούσε την οδοιπορία του για φαγητό και ξεκούραση ή όταν το επέβαλαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Όταν έφυγε από την Ελλάδα, το 1810, επέστρεψε στην Αγγλία και έχοντας λάβει μια καλή σύνταξη αφιέρωσε το χρόνο του για την καταγραφή των ερευνών του και την τακτοποίηση της συλλογής αρχαιοτήτων του.
15. Πρόκειται για την αρχαία ακρόπολη του Σαμικού (Leake I, 1830, 52).
16. Leake I, 1830, 56.
17. O Leake και ο Dodwell αναφέρουν στην περιοχή του Καϊάφα ένα χάνι με την ονομασία Αγ. Ισίδωρος. Πιθανόν να ήταν κοντά σε ένα μικρό λιμάνι με την ίδια ονομασία. Σήμερα το τοπωνύμιο δεν αναφέρεται. (Leake Ι, 1830, 54-55. - Dodwell 1819, 346).
18. Leake Ι, 1830, 11. - Η λίμνη της Αγουλινίτσας έχει αποξηρανθεί από το 1970 και σε αυτήν του Καϊάφα δεν επιτρέπεται η αλιεία.
19. Ο Guilaume Abel Blouet, (1795-1853), γεννήθηκε στο Παρίσι και παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε κατάφερε να γίνει δεκτός το 1814 στο τμήμα αρχιτεκτονικής της Σχολής Καλών Τεχνών. Το 1821, κατάφερε και πήρε το πρώτο βραβείο για τετραετή υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης. Στα 1828 μετά τη μελέτη του για την αποκατάσταση του μεγάλου συγκροτήματος των Θερμών του Καρακάλλα, επελέγη ως υπεύθυνος του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής της Επιστημονικής Αποστολής στον Μοριά. Από το 1846 διετέλεσε καθηγητής της Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής και στα 1850 έγινε μέλος της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών. Το 1829, η Γαλλία στο πλαίσιο της στρατιωτικής αποστολής, υπό τον στρατηγό Maison, για επιβολή ανακωχής μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων, συγκρότησε και μια Επιστημονική Αποστολή η οποία αποτελούνταν από τρεις ομάδες: Φυσικής Ιστορίας, Αρχαιολογίας, Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής. Επικεφαλής της τελευταίας ομάδας ορίστηκε ο Blouet. Η αποστολή είχε σαφείς οδηγίες να εντοπίσει τα αρχαιολογικά ερείπια και τις θέσεις που αναφέρονταν σε αρχαίους και σε σύγχρονους περιηγητές, να εκπονήσει χάρτες, τοπογραφικά, αποτυπώσεις αρχαίων κ.λπ… Η ομάδα του, περιηγήθηκε στην Πελοπόννησο, στις Κυκλάδες και στην Αττική. Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών δημοσιεύτηκαν σε τρεις εντυπωσιακούς τόμους με τον τίτλο Expédition Scientifi que de Morée (1831, 1838, 1843), έργο το οποίο αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τις επόμενες εργασίες. (Http://el.travelogues.gr/ travelogue.php?view=428&creator=1109139&tag=43)
20. Blouet Ι, 1831, 2-53.
21. Στράβων 8.3.18.- Ο Παυσανίας αναφέρει την πόλη του Σαμικού (Σάμος) αλλά όχι το ιερό του Ποσειδώνα (5,6,1, υποσημ.1, 215).
22. Blouet II, 1833, 1.
23. Στο βουνό που δεσπόζει ΝΔ του χωριού Ρογκοζιό εντοπίζεται η αρχαία ακρόπολη της Αρκαδικής πόλης Αλίφειρα Τα ερείπια ήταν γνωστά από παλιά ως «Κάστρο της Νεροβίτσας». Οι πρώτες ανασκαφές διενεργήθηκαν από τον Αναστάσιο Ορλάνδο το 1932-1933.
24. Blouet II, 1833,2.
25. Blouet ΙΙ, 1833,3.
26. Blouet II, 1833,5.
27. Blouet I, 1831,51,53,55.
28. Ο Γερμανός λόγιος και αρχαιολόγος Ludwig Ross ή Λουδοβίκος Ρος (1806-1858), που θεωρείται ως ένας από τους πατέρες της ελληνικής αρχαιολογίας, ήλθε στην Ελλάδα το 1832. Από το 1833-1836 υπηρέτησε ως βασικό στέλεχος της νεοσύστατης Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και από το 1837-1843 κατείχε την πρώτη Έδρα Αρχαιολογίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Αθηνών (Οθώνειο Πανεπιστήμιο). Κατά την παραμονή του στη χώρα, περιηγήθηκε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, μεριμνώντας για τη διάσωση και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων της. Το 1845 ο Φιλέλληνας αρχαιολόγος επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου και εξέδωσε μία μεγάλη σειρά δημοσιευμάτων για την Ελλάδα. [To αρχείο του Λουδοβίκου Ρος βρίσκεται σήμερα στο Κίελο (Schleswig-Holsteinische Landesbibliothek)]. Σπηλιοπούλου 2013, 200, υποσημ. 54-55. -2017, 117.
29. O Ernst Curtius (1814-1896) ήταν Γερμανός ιστορικός και αρχαιολόγος και έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα προσφέροντας ένα εξέχον αρχαιολογικό έργο. Ο Curtius συνδέθηκε με το ιερό της Ολυμπίας καθώς ήταν αυτός παρακίνησε τη Γερμανική πλευρά για την σύναψη της διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας και στη συνέχεια οργάνωσε και διεύθυνε τις πρώτες συστηματικές ανασκαφές.
30. Ο Pouqueville γεννήθηκε στη Νορμανδία το 1770 και στην αρχή χειροτονήθηκε διάκονος αλλά λίγο αργότερα το 1794 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Ως αξιωματικός του υγειονομικού έλαβε μέρος σε Επιστημονική Αποστολή που οργανώθηκε από τον Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, αλλά γυρίζοντας στην Ευρώπη αιχμαλωτίστηκε στα ανοιχτά της Καλαβρίας από πειρατές και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε στο Ναβαρίνο. Αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και οδηγήθηκε στη Τρίπολη. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Επταπύργιο της Κωνσταντινούπολης και έμεινε φυλακισμένος για 25 μήνες. Στην περίοδο της αιχμαλωσίας του ήρθε σε επαφή με τον Ελληνικό πληθυσμό και έμαθε τη γλώσσα. Όταν γύρισε στη Γαλλία δημοσίευσε το έργο του για την Ελλάδα αφιερωμένο στο Ναπολέοντα, ο οποίος τον διόρισε Γενικό Πρόξενο στην Γαλλία και στη Πάτρα και διαμεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις του Αλή Πασά με τους Γάλλους (1805-1816). Μετά τη δεύτερη παραμονή του στην Ελλάδα συνέγραψε το πεντάτομο στην αρχή (1820-1821) και αργότερα εξάτομο έργο του (1826-1827) Voyage dans la Grèce. Ο Pouqueville γνώρισε εις βάθος τον ελληνικό χώρο και αναδείχθηκε στον εμβριθέστερο μελετητή της ηπειρωτικής Ελλάδας (http://el.travelogues.gr/travelogue.php?view=128&creator=1109139&tag=224)
31. Ross I, 1841, 98.32. Ross I, 1841, 101.
33. Ross I, 1841, 106.
34. Curtius I, 1851, 318-332.- Curtius II, 1852, 75-92.
35. Pouqueville 1827, 9-16.
Βιβλιογραφία
• Αγγέλου Α., 1983, «Περιηγητικός οργασμός», στο: Τόπος και Εικόνα: Χαρακτικά ξένων περιηγητών για την Ελλάδα, τ. Ε΄, Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 9-33.
• Αμπού Ε., 2018, Η Ελλάδα του Όθωνα, μτφρ. Α. Κομνινέλη, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα.
• Βιγγοπούλου Ι., 2003, «Οι ταξιδιώτες το 19ο αιώνα: Ένα πολυμορφικό αφήγημα» στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000: Τα χρόνια της σταθερότητας 1871-1909, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ε΄, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 385-398.
• Βιγγοπούλου Ι., 2005, «Ο ιστορικός κόσμος ιδωμένος μέσα από τους ταξιδιώτες (15ος– αρχές 20ου ), στο Κ. Στάικος (επιμ.) Ο Ελληνικός κόσμος μέσα από το βλέμμα των περιηγητών (15ος – 19ος αιώνας), Ανθoλόγιο από τη Συλλογή του Δημητρίου Κοντομηνά, Κατάλογος Έκθεσης Μουσείου Μπενάκη 8 Φεβρουαρίου 2005 - 6 Μαρτίου 2006, Εκδόσεις Κότινος, 13-27.
• Blouet A., 1831, Expédition Scientifi que de Morée, v. I, Chez Firmin Didot Frères Libraires, Paris.
• Blouet A., 1833, Expédition Scientifi que de Morée, v. IΙ, Chez Firmin Didot Frères Libraires, Paris.
• Γιακωβάκη Ν., 20154, Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην Ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση, 17ος-18ος αιώνας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
• Γιαλούρης Ν., 1973, «Οδηγός Αρχαιοτήτων Αρχαίας Τριφυλίας, νυν Ολυμπίας», Ολυμπιακά Χρονικά τ. Δ΄, 149-182.
• Curtius E., 1851, Peloponnesos: Eine Historisch - Geographische Beschreibung der Halbinsel, Bd. I, Gotha, Verlag von Justus Perthes.
• Curtius E., 1852, Peloponnesos: Eine Historisch - Geographische Beschreibung der Halbinsel, Bd. II, Gotha, Verlag von Justus Perthes.
• Dodwell E., 1819, A classical and topographical tour through Greece, during the years 1801, 1805 and 1806, I-II, Printed for Rodwell and Martin, London.
• Leake W. M, 1830, Travels in the Morea: with a map and plans, v. I, John Murray Albemarle Street, London.
• Pouqueville F.C.H.L, 18272, Voyage de la Grèce: avec cartes, vues et fi gures. Revue, corrigé et augmentée, V, chez Firmin Didot père et fi ls, Paris.
• Ross L., 1841, Reisen und Reisenrouten durch Griechenland. Reisen im Peloponnesos: mit zwei Karten und mehren Holzschnitten und Inschriften, Ι, Bei G. Reimer, Berlin.
• Σπηλιοπούλου Ι., 2013, «Η πρόσληψη της αρχαιότητας ως μέσον προβολής του οίκου των Wittelsbacher: Το παράδειγμα του λέοντος των Βαυαρών στον συνοικισμό Πρόνοια του Ναυπλίου», στο: Τ. Ε. Σκλαβενίτης. - Μ. Β. Γεωργοπούλου (επιμ.), Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, 150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση 1 Φεβρουαρίου - 8 Απριλίου 1862, Ναύπλιο 12–14 Οκτωβρίου 2012, (Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIII),Δήμος Ναυπλιέων, Πνευματικό Ίδρυμα «Ιωάννης Καποδίστριας»,179-214.
• Σπηλιοπούλου Ι., 2017, «Ο Λέων των Βαυαρών στον συνοικισμό Πρόνοια του Ναυπλίου, το πρώτο δημόσιο μνημείο του Ελληνικού κράτους: Νέες προσεγγίσεις στην ερμηνεία και προβολή του», στο: Σ. Σπυροπούλου - Κυρ. Ψαρουδάκης (επιμ.), Πρακτικά Ημερίδας αφιερωμένης στα 50 χρόνια από την ίδρυση του ICOMOS (1965-2015), Πολιτιστικός Διεθνισμός και Ελληνική Πολιτιστική Πολιτική κατά τον 21ο αιώνα, Εκδόσεις Ελληνικό Τμήμα του ICOMOS, Αθήνα, 113-128.
• Stoneman R., 1996, Αναζητώντας την Κλασσική Ελλάδα, (μτφρ. Ελένη Αγγελομάτη- Τσουγκαράκη), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα.
Αρχαίοι Συγγραφείς
• Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, (μτφρ Ν. Δ. Παπαχατζής), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979.
• The Geography of Strabo, v. 4, books VIII-IX, (Transl: H.L Jones) The Loeb Classical Library, Harvard University Press, 1961.