Σε απόσταση περίπου 600μ. από το νεκροταφείο των θαλαμωτών τάφων και σε χαμηλότερο σημείο, στις υπώρειες της δυτικής πλευράς της ράχης των Ελληνικών, στη θέση Ράχες, ερευνήθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία μεταξύ των ετών 1984-1988 ο θολωτός τάφος της Ανθείας, ο οποίος λόγω των κατασκευαστικών ιδιαιτεροτήτων του, αλλά και του πλούτου των διασωθέντων ευρημάτων του μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ηγεμονικός (Εικ 349, 352-359).1
Ο τάφος, ο οποίος βρίσκεται 300μ. περίπου ανατολικά της παλαιάς Εθνικής οδού Καλαμάτας-Αθήνας και σε σημείο απ’ όπου εποπτεύει την εύφορη πεδιάδα του Παμίσου, είχε συληθεί και παραβιασθεί από τη ΝΔ πλευρά της θόλου, από την οποία είχε αφαιρεθεί τμήμα του οικοδομικού υλικού της.2
O ηγεμονικός θολωτός τάφος της Ανθείας, παρά τη σύλησή του απέδωσε ευρήματα, τα οποία διαφωτίζουν περαιτέρω της ταφικές πρακτικές που ασκούνταν στην ΝΑ Μεσσηνία κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο (ΥΕΙ-ΙΙ). Ο τάφος δύναται να συγκριθεί με τους θαλαμωτούς τάφους των Ελληνικών ως προς τις ταφικές πρακτικές που ασκούνταν στο εσωτερικό του καθώς οι νεκροί είχαν ενταφιασθεί επί του δαπέδου σε στάση οκλάζουσα, συνεσταλμένη και ενδεχομένως εκτάδην. Πρωτογενής γυναικεία ταφή σε στάση συνεσταλμένη βρέθηκε εντός πίθου τοποθετημένου σε λάκκο ελλειψοειδούς σχήματος ανοιγμένο στο δάπεδο της ΝΑ πλευράς του τάφου.29 Ο ενταφιασμός των νεκρών σε στάση συνεσταλμένη και υπτίως οκλάζουσα απαντά και στους τάφους των Ελληνικών. Αντίθετα, στους τάφους των Ελληνικών δεν έχουν βρεθεί ταφές ή ανακομιδές εντός ταφικών πίθων, πρακτική που έχει πιστοποιηθεί και σε άλλους πρώιμους θολωτούς τάφους της Μεσσηνίας.30 Επίσης, η παρουσία ταφικού λάκκου και λάκκου ανακομιδών στην ΑΝΑ πλευρά του θολωτού τάφου υποδηλώνει ότι παράλληλα με τις επιδαπέδιες ταφές διεξάγονταν πρωτογενείς και δευτερογενείς ταφές σε λάκκους ανοιγμένους στα δάπεδα, πρακτική που απαντά και στους τάφους των Ελληνικών.31 Παρομοίως, η παρουσία στο μυκηναϊκό στρώμα του τάφου μεγάλου αριθμού οστών ανθρώπων και ζώων (ιπποειδών, βοοειδών, κατοικίδιων) υποδηλώνει τη διεξαγωγή επιδαπέδιων ανακομιδών καθώς και την τέλεση θυσιών ή νεκροδείπνων προς τιμή των νεκρών, πρακτική που απαντά επίσης σε τάφους των Ελληνικών (Εικ. 350).32 Επίσης, η ανεύρεση δύο αλόγων τοποθετημένων συμμετρικά, το ένα απέναντι στο άλλο, στη ΝΑ πλευρά του τάφου υποδηλώνει ότι τα δύο ζώα, τα οποία ενδεχομένως είχαν σύρει το άρμα της νεκρικής πομπής, θυσιάστηκαν προς τιμή κάποιου τοπικού ηγεμόνα.33 Θυσία αλόγου ίσως είχε λάβει χώρα και σε ορισμένους τάφους των Ελληνικών, όπως φαίνεται από τη μελέτη του οστεολογικού υλικού του νεκροταφείου.34
Στο θολωτό τάφο της Ανθείας λάμβανε χώρα το έθιμο της ηρωολατρείας ή προγονολατρείας, δεδομένου ότι στα άνω στρώματα της επίχωσης του τάφου βρέθηκε κεραμική Ελληνιστικών χρόνων, πήλινα ειδώλια και πλακίδια με ανάγλυφες παραστάσεις νεκρόδειπνων, οπλιτών, ιππέων και γυναικείων μορφών σε στάση σεβίζουσα, ενώ σε χαμηλότερο στρώμα βρέθηκαν αγγεία και κεραμική ΠΓ και Γεωμετρικών χρόνων.35 Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι τα αγγεία και η κεραμική των ιστορικών χρόνων βρέθηκαν σε στρώμα που έφερε έντονα ίχνη φωτιάς και περιείχε μεγάλο αριθμό οστών ζώων.36
Όσον αφορά στα κτερίσματα, ο θολωτός τάφος, παρά τη σύλησή του, απέδωσε, όπως και οι τάφοι των Ελληνικών, πλούσια και πολύτιμα κτερίσματα ενδεικτικά του κύρους και της ανώτερης κοινωνικής θέσης των κατόχων του.37 Εκτός από την κεραμική, τους νεκρούς συνόδευαν κοσμήματα, αντικείμενα από πολύτιμα υλικά, είδη καλλωπισμού, σφραγιδόλιθοι, όπλα και εργαλεία.38 Από τα κεραμικά σκεύη που είχαν αποτεθεί στον τάφο ξεχωρίζουν δύο ανακτορικού ρυθμού τρίωτοι πιθαμφορείς, από τους οποίους ο ένας φέρει σε όλο το σώμα παράσταση οκτώσχημων ασπίδων.39 Ο δεύτερος, ο οποίος απηχεί καθαρά ΥΜ Ιβ πρότυπα, φέρει εννέα λαβές και η διακόσμησή του, κρεμάμενοι κρόκοι με συνεχόμενα ημικύκλια, διευθετείται σε ζώνες (Εικ. 360).40 Επί πλέον, από τον τάφο προέρχονται γραπτοί αμφορείς με ελλειψοειδές στόμιο, ραμφόστομη πρόχους με πτυχώσεις, ραμφόστομη οφθαλμοπρόχρους με τρέχουσα σπείρα, τρίωτος αμφορίσκος με διακόσμηση φύλλων κισσού και στιγμές ως παραπληρωματικό κόσμημα, αλάβαστρα, κύπελλα ‘‘Keftiu’’ καθώς και επικασσιτερωμένα κυάθια και επικασσιτερωμένες κύλικες. Στα αγγεία από πολύτιμα μέταλλα συμπεριλαμβάνεται χάλκινη φιάλη με σφυρήλατη διακόσμηση, θραύσματα αργυρού αγγείου καθώς και λεπτά θραύσματα σιδήρου προερχόμενα ενδεχομένως από σιδερένιο αγγείο.41 Ενδείξεις για την ύπαρξη αγγείων από πολύτιμα μέταλλα έχομε και από το νεκροταφείο των Ελληνικών.42
Τα κοσμήματα που συνόδευαν το νεκρούς του θολωτού τάφου θα μπορούσαν επίσης να συγκριθούν ως προς την ποιότητα και την ποικιλία των υλικών με αυτά των Ελληνικών καθώς ο θολωτός τάφος της Ανθείας απέδωσε περιδέραια αποτελούμενα από χρυσούς ανάγλυφους ψήφους σε σχήμα άνθους λωτού, ρόδακα, κρεμαστής έλικας καθώς και έξι περίαπτα του τύπου της κυματιστής ταινίας από υαλόμαζα.43 Από το θολωτό τάφο προέρχονται, επίσης, σφαιρικές ψήφοι από χρυσό, αμέθυστο, υαλόμαζα, κοβάλτιο και οστό, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για ύπαρξη ψήφων από κύανο (lapis lazuli), ο οποίος, ως γνωστό, ήταν σπάνιο και περιζήτητο πέτρωμα και εισαγόταν από την Ανατολή.44 Από τα υπόλοιπα κοσμήματα ξεχωρίζουν χάλκινο δακτυλιόσχημο ενώτιο, τμήμα χρυσής αλυσίδας, φύλλα χρυσού σε σχήμα ρόδακα με οπές ραφής, χρυσοί δίσκοι, κάποιοι από τους οποίους έφεραν οπές ραφής, θραύσματα χρυσών ακόσμητων ταινιών καθώς και ψήγματα και φυλλάρια χρυσού, ορισμένα από τα οποία ήταν τσαλακωμένα και βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της θόλου.
Εξαίρετα δείγματα κοσμηματοτεχνίας αποτελούν τα δύο χρυσά σφραγιστικά δακτυλίδια της ΥΕΙΙ περίοδου με έγγλυφες παραστάσεις μινωικής έμπνευσης, τα οποία προφανώς συνόδευαν τις ταφές ατόμων που ανήκαν στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας της εποχής και τα οποία δύναται να συγκριθούν με το χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι με παράσταση ταυροκαθαψίων από τον τάφο 4 των Ελληνικών.45 Στο ένα εικονίζεται τοπίο από φοινικόδεντρα και λιοντάρι με υψωμένα τα μπροστινά του πόδια, έτοιμο να επιτεθεί σε μια αγελάδα που θηλάζει το μικρό της (Εικ. 354).46 Στο άλλο εικονίζεται μέσα σε ένα τοπίο από φοινικόδεντρα ένα άρμα με τετράκτινους τροχούς που σέρνεται από δύο γρύπες.47 Στο άρμα επιβαίνουν δύο μορφές, προφανώς θεϊκές, που φορούν χαμηλό κάλυμμα κεφαλής, χαρακτηριστικό των υψηλά ισταμένων προσώπων (Εικ. 355).48
Κεφαλή χρυσής περόνης και οστέινη περόνη που βρέθηκαν στον τάφο ενδεχομένως είχαν χρησιμοποιηθεί για τη στερέωση της κόμης ή των ενδυμάτων. Από το θολωτό τάφο της Ανθείας προέρχονται επίσης τέσσερις σφραγιδόλιθοι φακοειδούς σχήματος και μία τριεδρική ψήφος περιδεραίου με δύο σφραγιστικές επιφάνειες από κορναλίνη. Πρόκειται για: α) σφραγιδόλιθο από κορνήλιο λίθο με έγγλυφη σχηματοποιημένη παράσταση τετράποδου ζώου που έχει κεφαλή πτηνού, β) σφραγιδόλιθο από αχάτη με έγγλυφη σχηματική παράσταση λέοντος με το νεογνό του, γ) σφραγιδόλιθο από στεατίτη με έγγλυφη σχηματική παράσταση αγώνα ανάμεσα σε λιοντάρι και ελάφι, δ) σφραγιδόλιθο από πρασινωπό λίθο (ίασπι) με έγγλυφη παράσταση δύο αντωπών ζώων που έχουν κοινό σώμα και ε) τριεδρική ψήφος περιδεραίου με δύο σφραγιστικές επιφάνειες, όπου στη μία απεικονίζεται διπλός πέλεκυς μινωϊκής τεχνοτροπίας και στην άλλη πτηνό, ενδεχομένως πάπια, που πετάει.
Στο θολωτός τάφο της Ανθείας, όπως και στους τάφους των Ελληνικών, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την παρουσία όπλων καθώς έχουν ανευρεθεί ελεφάντινα επίμηλα ξίφων, τα οποία προφανώς κοσμούσαν τις λαβές μακρών χάλκινων ξίφων τύπου Sandars Α.49 Τα ξίφη αυτά, τα οποία έχουν πολύ μακρά λεπίδα που λεπταίνει βαθμιαία προς τα κάτω, πιστεύεται ότι δημιουργήθηκαν στην Κρήτη.50 Από τον τάφο προέρχονται ακόμη χρυσοί αμφίκοιλοι ήλοι που ίσως ανήκαν σε χάλκινα ξίφη ή περίτεχνα εγχειρίδια, χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών, καθώς και το άνω τμήμα κεκαμμένου χάλκινου ξιφιδίου, έντονα οξειδωμένο.41 Στον τάφο βρέθηκε, επίσης, ομοίωμα χάλκινης ‘‘πηρούνας’’ (κρεάργα), η οποία έφερε δύο μικρές οπές στο άνω τμήμα των σκελών της.52 Η χρυσή ωτογλυφίδα (κοχλιάριο) με κοκκιδωτή διακόσμηση (Εικ. 356) που βρέθηκε στον τάφο και χαρακτηρίζει κατεξοχήν διακεκριμένες ταφές ενδεχομένως χρησίμευε για την αφαίρεση μικρής ποσότητας ψιμυθίου καλλωπισμού, που φυλασσόταν σε πολυτελή σκεύη καλλωπισμού, όπως οι ελεφάντινες πυξίδες. Μια τέτοια πυξίδα για τη φύλαξη κοσμημάτων ή ειδών καλλωπισμού βρέθηκε στον τάφο και έχει τη μορφή λέμβου με ακρόπρωρο σε σχήμα κεφαλής χήνας (Εικ. 357).53 Εκτός όμως από την χρηστική λειτουργία, η ανωτέρω πυξίδα ενδεχομένως συνδεόταν και με λατρευτικές και εσχατολογικές δοξασίες της εποχής καθώς η λέμβος με ακρόπρωρο σε μορφή πτηνού έχει ερμηνευθεί ως μέσο που διευκόλυνε το ταξίδι της ψυχής του νεκρού στον Κάτω Κόσμο.54 Εντός του ταφικού λάκκου στη ΝΑ πλευρά του τάφου βρέθηκε μαζί με λίγα οστά και χάντρες αμέθυστου χάλκινο κάτοπτρο με ελεφάντινη λαβή διακοσμημένη με δύο αντωπές έξεργες πορφύρες μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται διακόσμηση από φολιδωτό κόσμημα (Εικ. 359). Χάλκινο κάτοπτρο με ελεφαντοστέινη λαβή βρέθηκε και στον τάφο 4 των Ελληνικών.
Ο θολωτός τάφος της Ανθείας διέσωσε ορισμένα αντικείμενα και σκεύη από πολύτιμα υλικά με συμβολικό χαρακτήρα, η παρουσία των οποίων διαφωτίζει περαιτέρω τις ταφικές τελετές, τις θρησκευτικές τελετουργίες και δοξασίες της εποχής. Σε αυτά τα πολύτιμα αντικείμενα του τάφου εντάσσονται τα ελεφάντινα ομοιώματα οκτώσχημων ασπίδων, τα οποία ίσως είχαν χρησιμεύσει ως διακοσμητικά ενθέματα σε κάποιο πολυτελές σκεύος ή έπιπλο που συνόδευε τους νεκρούς (Εικ. 358).55 Επίσης, ελεφάντινο ομοίωμα ράμφους πτηνού, το οποίο ενδεχομένως ανήκε σε κεφάλι γρύπα που είτε είχε προσαρμοστεί σε κάποιο πολυτελές σκεύος είτε αποτελούσε την απόληξη ελεφάντινης ράβδου.56 Στην ίδια κατηγορία των πολύτιμων αντικειμένων του τάφου με συμβολικό χαρακτήρα ανήκει και ομοίωμα ελεφαντοστέινου κιονίσκου, το οποίο ενδεχομένως είχε χρησιμεύσει ως λαβή αντικειμένου. Πρόκειται για μινωικό ιερό σύμβολο που απαντά και σε τάφους της Αργολίδας, ενώ ανάλογες απεικονίσεις είναι γνωστές από την εικονογραφία της εποχής.57 Ο Evans ερμήνευσε τον κίονα ως απεικόνιση ανεικονικής λατρείας και τον ταύτισε με την ίδια τη θεότητα. Συνήθως όμως οι κίονες ερμηνεύονται ως σήματα που ορίζουν τον τόπο όπου επιτελείται η ‘‘επιφάνεια της θεότητας’’. Η επιλογή του κίονα ως ιερού συμβόλου μπορεί να βασίζεται και στη λειτουργικότητά του ως φέροντος αρχιτεκτονικού στοιχείου. Για τους ίδιους λόγους και οι Αιγύπτιοι προσέδωσαν στους κίονες ιερό χαρακτήρα. Οι Μυκηναίοι φαίνεται ότι δανείστηκαν αυτό το ιερό σύμβολο από την Κρήτη και το προσάρμοσαν στη δική της ιδεολογία. Στην προκειμένη περίπτωση ο κίονας θα πρέπει να αποτελεί σύμβολο τόσο της θεότητας, όσο και του ανώτατου άρχοντα, ταυτίζοντας με αυτό τον τρόπο τον άρχοντα με τη θεότητα.
Από την προκατακτική εξέταση του ανωτέρω υλικού και κυρίως της κεραμικής προκύπτει ότι ο θολωτός τάφος της Ανθείας ήταν σε χρήση από το τέλος της ΥΕΙ ή τις αρχές της ΥΕΙΙΑ και έως την αρχή της ΥΕ ΙΙΙΑ1. Ουσιαστικά, διαφαίνεται ότι ο τάφος παύει να είναι σε χρήση με την έναρξη λειτουργίας του παρακείμενου νεκροταφείου των θαλαμωτών τάφων στην κορυφή της ράχης των Ελληνικών. Το γεγονός αυτό ενδεχομένως να υποδηλώνει αλλαγή της κοινωνικής ομάδας που έλεγχε πολιτικά και οικονομικά την περιοχή της Ανθείας κατά την περίοδο αυτή.
Προγονολατρεία
Τα ανασκαφικά δεδομένα από τον θολωτό τάφο Ανθείας ενισχύουν περαιτέρω την άποψη για άσκηση ‘‘προγονολατρείας’’ στους θαλαμωτούς τάφους των Ελληνικών. Ειδικότερα, από το άνω μέρος της επίχωση της θόλου προέρχονται εξαίρετης ποιότητας αγγεία των ύστερων Γεωμετρικών χρόνων, όπως σκύφοι, κάνθαροι και κρατήρες, που μαρτυρούν την ανθηρή οικονομική ανάπτυξη της περιοχής κατά τους χρόνους που ακολούθησαν την πτώση του μυκηναϊκού κόσμου και την έλευση του Δωρικού στοιχείου.58
Από τα γεωμετρικά αγγεία του θολωτού τάφου ξεχωρίζει κρατήρας, ο οποίος στη μία όψη εικονίζει δύο ζωφόρους, τη μία στο ύψος της γένεσης των λαβών και την άλλη κατά μήκος του λαιμού (Εικ. 361). Και οι δύο διακοσμούνται με συστήματα κάθετων πυκνών γραμμών που εναλλάσσονται με άλλα ζιγκ-ζάγκ τοποθετημένα οριζοντίως. Στο κέντρο της πρώτης ζωφόρου άνθος με τέσσερα τον αριθμό πέταλα σε ακτινωτή διάταξη γύρω από τετράπλευρο κάλυκα. Στα μεταξύ τους διαστήματα σταυροειδή μοτίβα. Στο κέντρο της δεύτερης ζωφόρου παράσταση σειρήνας σε προφίλ προς τα δεξιά. Τα κάτω άκρα αποδίδονται μετωπικά. Σαν παραπληρωματικά μοτίβα κύκλοι με στιγμή στο μέσον και σειρά στιγμών κατά μήκος της περιφέρειάς τους και οκτάφυλλο άνθος. Στην πίσω όψη δύο ζωφόροι που διακοσμούνται με τα ίδια γραμμικά μοτίβα και παράσταση πουλιών. Στην πρώτη πουλί σχηματικά αποδοσμένο σε προφίλ προς τα δεξιά σκυμμένο εμπρός σε μεγάλων διαστάσεων αγγείο, ενώ στη δεύτερη το ίδιο πουλί σε προφίλ προς τα αριστερά. Παραπληρωματικά διακοσμητικά θέματα παρόμοια με αυτά της πρώτης όψης. Η λοιπή επιφάνεια του αγγείου καθώς και οι λαβές κοσμούνται με σύνολα οριζοντίων, λεπτών ταινιών που γεμίζονται με συστήματα καθέτων, ευθείων γραμμών ή ζιγκ-ζαγκ. Το κατώτερο τμήμα του αγγείου και η βάση ολόβαφα, ενώ κατά μήκος του περιχειλώματος συστήματα καθέτων γραμμών ενδιαμέσως των οποίων παρεμβάλονται διακοσμητικά μοτίβα σε σχήμα Χ.
Στα χαρακτηριστικά επίσης αγγεία των ύστερων γεωμετρικών χρόνων περιλαμβάνεται κρατήρας, του οποίου το κύριο διακοσμητικό θέμα στο λαιμό απαρτίζεται από δύο σχηματοποιημένα φίδια, ένα στη μία όψη και ένα άλλο στη δεύτερη, ενώ στιγμές κατά μήκος του σώματός τους αποδίδουν το δέρμα. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ο γραπτός δίωτος σκύφος, την επιφάνεια του οποίου περιτρέχουν λεπτές πυκνές οριζόντιες γραμμές, ενώ στο ύψος των λαβών υπάρχει ζωφόρος που ορίζεται από συστήματα καθέτων πυκνών γραμμών, εκατέρωθεν των οποίων εικονίζονται σε παράταξη προς αριστερά οκτώ υδρόβια σχηματοποιημένα πτηνά. Στα γραπτά γεωμετρικά αγγεία περιλαμβάνονται επίσης, κρατήρες, δίωτα βαθιά κύπελλα, σκύφοι, με χαρακτηριστικά γεωμετρικά κοσμήματα, όπως αβάκιο, σιγμοειδή, zig-zag, ρόδακες, σβάστιγγες, σταυροί, μαίανδρος, πλοχμοειδή, ενώ απαντούν και ολόβαφοι με μελανό γάνωμα κρατήρες και κύπελλα.59
Τα ανωτέρω αγγεία φαίνεται ότι συνδυάζουν Κορινθιακά και δυτικοελληνικά χαρακτηριστικά, ενώ ο σκύφος με τα υδρόβια πτηνά θυμίζει λακωνική λάκαινα. Η απεικόνιση της σειρήνας στο λαιμό του κρατήρα απηχεί κορινθιακές και ανατολικές επιδράσεις. Η σειρήνα, πουλί με κεφάλι ανθρώπου, απαντά στην κορινθιακή αγγειογραφία ήδη από την Πρωτοκορινθιακή περίοδο (-720/ -640), ενώ γίνεται ιδιαίτερα αγαπητή την περίοδο του ώριμου ρυθμού των ζώων (-625/ -550).60
Τα γεωμετρικά αγγεία του θολωτού τάφου Ανθείας διακρίνονται για την πρωτοτυπία των σχημάτων τους και τη σχεδιαστική επιδεξιότητα των καλλιτεχνών τους. Αποκαλύπτουν μια δυναμικά αναπτυσσόμενη κοινωνία, η οποία δραστηριοποιείται δυναμικά στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής δεχόμενη επιρροές από τον έξω κόσμο, τις οποίες όμως προσάρμοσε στο δικό της πνεύμα, δημιουργώντας έτσι μία ξεχωριστή καλλιτεχνική ταυτότητα. Δυστυχώς, όμως, αυτή η πορεία προόδου και δημιουργίας φαίνεται ότι ανακόπηκε βίαια από τη Σπαρτιακή εισβολή και την τελική κατάκτηση της Μεσσηνίας από τους Λάκωνες στα μέσα περίπου του -7ου αιώνα.
Από τα ευρήματα του θολωτού τάφου προκύπτει ακόμη ότι οι κάτοικοι της περιοχής της Ανθείας επισκέπτονταν συχνά το θολωτό τάφο και σέβιζαν τους νεκρούς προγόνους τους και μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από το Σπαρτιατικό ζυγό. Εκτός από αγγεία, οι κάτοικοι της περιοχής φαίνεται ότι προσέφεραν στους ήρωες του μνημείου πήλινα αναθηματικά πλακίδια, τα περισσότερα από τα οποία σώζονται αποσπασματικά, ενώ απαντούν και αρκετά ακέραια. Εικονίζουν νεκρόδειπνα, παραστάσεις οπλιτών σε διασκελισμό, ιππείς, ειδώλια γυναικείων και ανδρικών μορφών, τριάδες γυναικών καθώς και ανάγλυφη απεικόνιση καθιστής Αθηνάς (Εικ. 362-363).61 Παρόμοια πήλινα ανάγλυφα αναθηματικά πλακίδια με απεικόνιση ιππέων, οπλιτών, συμποσίων, τριάδων γυναικών καθώς και ειδώλια γυναικείων και ανδρικών μορφών έχουν βρεθεί σε αποθέτες της Αρχαίας Μεσσήνης αλλά και στο θολωτό τάφο του Θρασυμήδους στη Βοϊδοκοιλιά υποδηλώνοντας έτσι τη γενίκευση του εθίμου της ηρωολατρείας σε όλη σχεδόν την επικράτεια της Ελληνιστικής Μεσσηνίας.62
Όσον αφορά στο θολωτό τάφο Ανθείας, η ενάσκηση της προγονολατρείας πιθανόν καθιερώθηκε στους Γεωμετρικούς χρόνους και ενδεχομένως σχετίζεται με την Σπαρτιατική εισβολή και τη γενικότερη αναστάτωση και ένταση της εποχής. Συνεπώς, η ιδέα ότι οι κάτοικοι της περιοχής επισκέπτονταν τον τάφο των προγόνων τους, στην προκείμενη περίπτωση το θολωτό τάφο, προκειμένου να αναζητήσουν βοήθεια και να αντλήσουν δύναμη από τους ήρωες του ενδόξου παρελθόντος για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό από τα ανατολικά, δε θα πρέπει να αγνοηθεί. Σε κάθε περίπτωση, η εναπόθεση αγγείων, πήλινων ειδωλίων και αναθηματικών πλακιδίων, πρωτίστως στο θολωτό τάφο Ανθείας και ενδεχομένως στους θαλαμωτούς τάφους των Ελληνικών, κυρίως την περίοδο αμέσως μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη, ίσως απηχεί την ανάγκη των κατοίκων της περιοχής για τη σύνδεσή τους με το ηρωικό παρελθόν, την αναζήτηση της ιστορικής συνέχειας και της πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Συμπεράσματα
Από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων προκύπτει ότι τα έθιμα ταφής αλλάζουν κατά την ΥΕΙΙΙΒ και ο πλούτος και η ποικιλία των ταφικών κτερισμάτων αρχίζει να περιορίζεται σημαντικά. Είναι η περίοδος που η εξουσία του βασιλείου της Πύλου έχει παγιωθεί στην περιοχή και η εξουσία της άρχουσας τάξης δε φαίνεται να αμφισβητείται. Δεν απαιτούνται πλέον επιδεικτικές ταφικές πρακτικές για την διαιώνιση και εδραίωση της εξουσίας της ηγετικής τάξης της περιοχής.
Λαμβάνοντας υπόψη αντίστοιχες πρακτικές που λάμβαναν χώρα στην Αργολίδα αλλά και στην Πυλία, μπορούμε να υποθέσομε ότι με την ανέγερση των ανακτόρων και τον συγκεντρωτισμό της μυκηναϊκής οικονομίας ο πλούτος της άρχουσας τάξης άρχισε να διοχετεύεται σε διαφορετικές κατευθύνσεις, κυρίως προς την οργάνωση πολυτελών συμποσίων προς τιμή του άνακτος και στην ανέγερση πολυτελών κατασκευών. Παρόλο που η απουσία ανασκαφικών δεδομένων δε μας επιτρέπει να επιβεβαιώσομε την ανωτέρω πρακτική στην περιοχή των Ελληνικών, θεωρείται πολύ πιθανό να είχαν ανεγερθεί στην περιοχή πολυτελείς κατασκευές που θα στέγαζαν τους τοπικούς αξιωματούχους.
Στην ΥΕ ΙΙΙΓ παρατηρείται μια οικονομική δυσπραγία και δε φαίνεται να έχουν κτισθεί νέοι τάφοι αλλά χρησιμοποιούνται ορισμένοι από τους παλαιούς. Πιθανότατα έχομε κάποια μείωση του πληθυσμού αλλά δεν έχομε προς το παρόν τα στοιχεία για να το επιβεβαιώσομε. Η καταστροφή του ανακτόρου του Νέστορος και η συνακόλουθη διοικητική και πολιτική μεταβολή είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική και πολιτιστική παρακμή της περιοχής.
Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι κατά την πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο και καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ η περιοχή της Ανθείας αποτελούσε ένα ανεξάρτητο ηγεμονικό κέντρο, το οποίο ενδεχομένως εξουσίαζε οικονομικά και πολιτικά τη ΝΑ Μεσσηνία. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, το κέντρο αυτό είχε αναπτύξει εμπορικές, οικονομικές και συνακόλουθες πολιτιστικές σχέσεις με τον κόσμο του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου καθώς και με τα άλλα κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας, κυρίως την Αργολίδα. Τα δεδομένα αυτά φαίνεται να αλλάζουν κατά την ΥΕΙΙΙΒ οπότε το κέντρο αυτό βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του βασιλείου της Πύλου στον Άνω Εγκλιανό. Αποτελεί τμήμα της Εκείθεν Επαρχίας του βασιλείου και κέντρο διοικητικής περιφέρειας. Ο χώρος της Ανθείας ενδεχομένως ταυτίζεται με το re-u-ko-to-ro, την πρωτεύουσα της Εκείθεν Επαρχίας του βασιλείου της Πύλου. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, φαίνεται ότι η οικονομική ευμάρεια της περιοχής συνεχίστηκε και μετά την ενσωμάτωσή της στο διοικητικό κέντρο του Εγκλιανού.
Η έλλειψη, όμως, οικιστικών ανασκαφικών δεδομένων δεν επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό του οικονομικού και πολιτικού ελέγχου που ασκούσε το ανωτέρω κέντρο στην περιοχή. Η μελλοντική έρευνα σε συνδυασμό με τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την σωστική ανασκαφική έρευνα του πρόσφατα αποκαλυφθέντος μυκηναϊκού οικισμού στη θέση Καλάμι, 5 περίπου χλμ. βορείως της Καλαμάτας, θα διαφωτίσει περαιτέρω τις γνώσεις μας για την ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσσηνίας και τις σχέσεις της με το βασίλειο της Πύλου στον Εγκλιανό κατά την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο.
Αναμφίβολα η πολυπλοκότητα της μυκηναϊκής κοινωνίας της περιοχής των Ελληνικών Ανθείας δεν είναι δυνατό να αποκαλυφθεί μόνο μέσα από τη μελέτη των ταφικών εθίμων. Απαιτείται η ανασκαφή του οικισμού και ο άμεσος συσχετισμός τους. Ωστόσο, η μελέτη τους διαφωτίζει σε μεγάλο βαθμό κάποιες από τις πολλαπλές όψεις της κοινωνίας της εποχής, η οποία διακρίνεται για την ομοιογένειά της και την αδιάλειπτη ανάπτυξή της.
Ευαγγελία Β. Μαλαπάνη
"Η νεκρόπολη των Ελληνικών Ανθείας στο πλαίσιο της θεώρησης των θαλαμωτών τάφων της Μεσσηνίας κατά την Υστεροελλαδική περίοδο"
Ο τάφος, ο οποίος βρίσκεται 300μ. περίπου ανατολικά της παλαιάς Εθνικής οδού Καλαμάτας-Αθήνας και σε σημείο απ’ όπου εποπτεύει την εύφορη πεδιάδα του Παμίσου, είχε συληθεί και παραβιασθεί από τη ΝΔ πλευρά της θόλου, από την οποία είχε αφαιρεθεί τμήμα του οικοδομικού υλικού της.2
Παρά τη σύλησή του διέσωσε σημαντικά και πολύτιμα ευρήματα, ενδεικτικά του πλούτου και του κύρους των κατόχων του. Ο προσανατολισμός του Α-Δ, με την είσοδο δυτικά, υπαγορευόταν, όπως και στους παρακείμενους θαλαμωτούς, από την κλίση του εδάφους.3 Βρισκόταν, όπως και οι θολωτοί του Κακόβατου, της Περιστεριάς και του Εγκλιανού, σε εξέχουσα θέση δίπλα σε δρόμο που συνέδεε την πεδιάδα με τον οικισμό στην κορυφή της ράχης.4
Ο δρόμος του, ο οποίος είχε καταστραφεί στο μεγαλύτερο μέρος του, σώζεται σε μήκος 6.40μ., ενώ το πλάτος του εμπρός από την είσοδο είναι 2.80μ. (Εικ. 353).5 Τα τοιχώματά του ήταν επενδυμένα με αργούς πλακωτούς ασβεστολιθικούς λίθους, πάχους 0.85μ., από τους οποίους σώζεται τμήμα μόνο της βόρειας πλευράς.6 Το υπόλοιπο τμήμα της λιθεπένδυσης πρέπει να είχε αφαιρεθεί από τους ντόπιους ως έτοιμο οικοδομικό υλικό.
Η θύρα, ύψους 4.30μ., πλαισιώνεται από δύο λίθινες παραστάδες περίτεχνα δουλεμένες, οι οποίες σύγκειται από τετράπλευρους κομψά πριονισμένους δόμους τοποθετημένους ο ένας πάνω στον άλλο.7 Οι παραστάδες, οι οποίες καθεμία χωριστά έχουν πλάτος 0.40μ., φέρουν στο μέσο κάθετη εσοχή, η οποία χρησίμευε πιθανόν ως πλαίσιο για τη στερέωση της ξύλινης θύρας του τάφου, τμήμα της οποίας βρέθηκε πεσμένο στο δάπεδο της θόλου εμπρός από την είσοδο.8
Το στόμιο, μήκους 4μ., πλάτους 1.96μ. (στο μέτωπο προς το εσωτερικό του τάφου), διευρυνόμενο στα 2.05μ στην εξωτερική του όψη, φρασσόταν με ξερολιθιά, μήκους 1.20μ. και πλάτους 2μ., ίχνη της οποίας είναι ορατά μέχρι σήμερα.9 Τα τοιχώματά του, τα οποία έφεραν τρία υπερκείμενα καλά δουλεμένα ανώφλια, συνέκλιναν προς τα άνω.10 Ο τάφος δε σώζει κουφιστικό τρίγωνο.11
Η θόλος του τάφου έχει διάμετρο 10.25μ. και το μέγιστο σωζόμενο ύψος της στην ανατολική πλευρά είναι 6.12μ., στη βόρεια 5.02μ. και στη νότια 4.70μ.12 Το μέγεθος του τάφου είναι ανάλογο με άλλων πρώιμων θολωτών τάφων της Ηπειρωτικής Ελλάδας, η κατασκευή των οποίων είχε στόχο όχι μόνο τον ενταφιασμό των τοπικών ηγεμόνων αλλά ταυτόχρονα την επίδειξη του πλούτου, της δύναμης και της ισχύος τους.13 Επί πλέον, η κατασκευή ενός τόσο περίτεχνου και μνημειώδους μνημείου, το οποίο αντικατόπτριζε την εξουσία και τη δύναμη του δυνάστη της περιοχής, απαιτούσε χρόνο, οικονομικά μέσα και εργατικό δυναμικό, που μόνο ένας δυνάστης θα μπορούσε να διαθέσει. 14
Το δάπεδο του θαλάμου ήταν το μαλακό φυσικό πέτρωμα της περιοχής διαμορφωμένο ομαλά. Στη ΝΑ πλευρά του ταφικού θαλάμου, πλησίον των λίθινων τοιχωμάτων της θόλου και παράλληλα προς αυτά, είχε ανοιχθεί στο δάπεδο καλοδουλεμένος ταφικός λάκκος ορθογωνίου σχήματος με κάθετα και προσεκτικά εργασμένα τοιχώματα (Εικ. 351).
Ο λάκκος, ο οποίος είχε προσανατολισμό Β-Ν, μήκος 2.50μ., πλάτος 1.30μ. και βάθος 1.20μ., δεν έφερε καλυπτήριες πλάκες. Παρόμοιοι ταφικοί λάκκοι, οι οποίοι προορίζονταν για να δεχτούν πρωτογενείς κυρίως ταφές, έχουν βρεθεί σε αντίστοιχα θολωτά μνημεία της Μεσσηνίας και της Ηπειρωτικής Ελλάδας.15 Δεύτερος λάκκος ελλειψοειδούς σχήματος και μικρότερου μεγέθους είχε ανοιχθεί σχεδόν δίπλα του ταφικού λάκκου, ενώ βόρεια αυτού είχε ανοιχθεί τρίτος αβαθής λάκκος. Το κάτω μέρος της θόλου, μέχρι περίπου το ύψος του ενός μέτρου, είναι κτισμένο με αρκετά μεγάλους καλοπελεκημένους λίθους από ψαμμίτη, οι οποίοι σε αρκετά σημεία είναι ιδιαίτερως επιμήκεις.16
Αντίθετα, το άνω τμήμα της θόλου είναι κτισμένο από μικρούς πλακοειδείς ασβεστολιθικούς λίθους μερικώς δουλεμένους, οι οποίοι σε αρκετά σημεία εναλλάσσονται με κατεργασμένους επιμήκεις (Εικ. 352).17 Σε αρκετά σημεία της θόλου οι πλακοειδείς ασβεστολιθικοί λίθοι είναι χρώματος λευκού, μώβ και λευκόφαιου.18 Λιθάρια αλλά και μικροί πλακωτοί λίθοι χρησιμοποιούνται ως βύσματα για να συμπληρώσουν τα δημιουργούμενα κενά μεταξύ των πλακοειδών λίθων και των δόμων, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τη στατική επάρκεια του μνημείου.19
Οι πλευρές στην εσωτερική πλευρά της θύρας έχουν ενισχυθεί με κατεργασμένους δόμους, ενώ το εσώτερο τμήμα του ανωφλίου, το οποίο αποτελείται από καλά πελεκημένο μονόλιθο ψαμμίτη, μήκους 3.50μ. και πάχους 0.45μ., είναι διαμορφωμένο κατάλληλα, ώστε να αντιστοιχεί στο ύψος εκείνο προς τον ισοϋψή δακτύλιο της θόλου με την ίδια, μάλιστα, κοίλανση.20
Το ανώφλιο βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος, ώστε να μην υπάρχουν μηχανικές δυσκολίες κατά την τοποθέτηση των μεγάλων ογκολίθων του. Η πρόσοψη του τάφου, όπως και του θολωτού τάφου 1 της Περιστεριάς, έχει κατασκευαστεί με τοιχοποιία κατά το ισόδομο σύστημα, ενώ το στόμιο είναι κατασκευασμένο από μεγάλες καλά πελεκημένες ανισομεγέθεις λιθόπλινθους.21 Η ξερολιθιά, σύμφωνα με τα υφιστάμενα στοιχεία, αποτελούνταν από ανισομεγέθεις αργούς λίθους.
Ο τάφος, λόγω της μνημειώδους εισόδου του, της προσεγμένης τοιχοποιίας, του πλούτου των διασωθέντων ευρημάτων και του μεγάλου μεγέθους του, κατατάσσεται στους ηγεμονικούς θολωτούς τάφους και μπορεί να συγκριθεί με το θολωτό Τάφο 1 της Περιστεριάς, τον Τάφο 1 της Τραγάνας, τον Τάφο IV του Εγκλιανού και τον Τάφο του Κάμπου.22
Όσον αφορά στην ποιότητα της κατασκευής και στην αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητά του, ο τάφος παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τους μεγάλους θολωτούς τάφους των Μυκηνών, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη στην περιοχή από την πρώιμη ήδη Μυκηναϊκή εποχή ενός ισχυρού μυκηναϊκού κέντρου, το οποίο πρέπει να είχε επαφές με τα τότε γνωστά Μυκηναϊκά κέντρα της Μεσσηνίας και της Αργολίδας.23
Ο τάφος της Ανθείας, σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά δεδομένα και την ευρεθείσα κεραμική, χρονολογείται στην ΥΕΙΙΑ περίοδο, ενώ οι ανεσκαμμένοι τάφοι του νεκροταφείου των Ελληνικών έπονται χρονολογικά.24 Ωστόσο, η μνημειακότητα της κατασκευής του, το μεγάλο μέγεθός του, οι επιμέρους αρχιτεκτονικές εκλεπτύνσεις και ο πλούτος των ευρημάτων του πρέπει να αποτέλεσαν πρότυπο και για την κατασκευή των μεταγενέστερων θαλαμωτών τάφων. Το μέγεθός του, συνολικού εμβαδού 83 τ.μ., θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτό των μεγάλων τάφων των Ελληνικών (Τάφοι 4, 6, 13 και 15). Το ίδιο θα μπορούσε να αναφερθεί και για την επιμελημένη και μνημειώδη είσοδό του, όπως και για την επιμέλεια που παρατηρείται στη λάξευση και στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Επιπλέον, η μεγαλοπρέπεια του τάφου και η έξοχα κατεργασμένη λίθινη τοιχοποιία του υποδηλώνει την παρουσία εξειδικευμένου συνεργείου στην περιοχή, που μόνο ο δυνάστης της περιοχής μπορούσε να διαθέσει. Δεν αποκλείεται η κατασκευή ενός τόσο περίτεχνου ταφικού μνημείου στην περιοχή της Ανθείας να αποτέλεσε πρότυπο έμπνευσης και να παρακίνησε την τοπική αριστοκρατία να προβεί στην κατασκευή των παρακείμενων μνημειωδών θαλαμωτών τάφων, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε ήδη έπονται χρονολογικά. Επίσης, κοινό στοιχείο ανάμεσα στο θολωτό της Ανθείας και στους θαλαμωτούς των Ελληνικών αποτελεί η λάξευση κιβωτιόσχημων ταφικών λάκκων στο δάπεδο του ταφικού θαλάμου, πρακτική που απαντά κυρίως στους μεγάλους θολωτούς και σε αρκετούς μεγάλους θαλαμωτούς τάφους25. Στην προκείμενη περίπτωση δύο ταφικοί λάκκοι, εκ των οποίων ο ένας περιείχε ταφές σε πίθους, είχαν ανοιχτεί στη ΝΑ πλευρά της ταφικής θόλου.26
Ο θολωτός τάφος της Ανθείας έχει κατασκευαστεί στην ίδια ράχη, αλλά σε αρκετή απόσταση από τους θαλαμωτούς, οι οποίοι είχαν λαξευτεί στην κορυφή της ράχης.27 Αυτή η απόσταση του θολωτού τάφου από τους θαλαμωτούς τονίζει την ξεχωριστή σημασία του μνημείου, τον διαφοροποιεί από τους θαλαμωτούς και ταυτόχρονα λειτουργεί ως έκφραση κοινωνικής διάκρισης, τονίζοντας τον ηγεμονικό του χαρακτήρα.28
Οι ταφές και τα ευρήματα
Στο θολωτό τάφο της Ανθείας λάμβανε χώρα το έθιμο της ηρωολατρείας ή προγονολατρείας, δεδομένου ότι στα άνω στρώματα της επίχωσης του τάφου βρέθηκε κεραμική Ελληνιστικών χρόνων, πήλινα ειδώλια και πλακίδια με ανάγλυφες παραστάσεις νεκρόδειπνων, οπλιτών, ιππέων και γυναικείων μορφών σε στάση σεβίζουσα, ενώ σε χαμηλότερο στρώμα βρέθηκαν αγγεία και κεραμική ΠΓ και Γεωμετρικών χρόνων.35 Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι τα αγγεία και η κεραμική των ιστορικών χρόνων βρέθηκαν σε στρώμα που έφερε έντονα ίχνη φωτιάς και περιείχε μεγάλο αριθμό οστών ζώων.36
Όσον αφορά στα κτερίσματα, ο θολωτός τάφος, παρά τη σύλησή του, απέδωσε, όπως και οι τάφοι των Ελληνικών, πλούσια και πολύτιμα κτερίσματα ενδεικτικά του κύρους και της ανώτερης κοινωνικής θέσης των κατόχων του.37 Εκτός από την κεραμική, τους νεκρούς συνόδευαν κοσμήματα, αντικείμενα από πολύτιμα υλικά, είδη καλλωπισμού, σφραγιδόλιθοι, όπλα και εργαλεία.38 Από τα κεραμικά σκεύη που είχαν αποτεθεί στον τάφο ξεχωρίζουν δύο ανακτορικού ρυθμού τρίωτοι πιθαμφορείς, από τους οποίους ο ένας φέρει σε όλο το σώμα παράσταση οκτώσχημων ασπίδων.39 Ο δεύτερος, ο οποίος απηχεί καθαρά ΥΜ Ιβ πρότυπα, φέρει εννέα λαβές και η διακόσμησή του, κρεμάμενοι κρόκοι με συνεχόμενα ημικύκλια, διευθετείται σε ζώνες (Εικ. 360).40 Επί πλέον, από τον τάφο προέρχονται γραπτοί αμφορείς με ελλειψοειδές στόμιο, ραμφόστομη πρόχους με πτυχώσεις, ραμφόστομη οφθαλμοπρόχρους με τρέχουσα σπείρα, τρίωτος αμφορίσκος με διακόσμηση φύλλων κισσού και στιγμές ως παραπληρωματικό κόσμημα, αλάβαστρα, κύπελλα ‘‘Keftiu’’ καθώς και επικασσιτερωμένα κυάθια και επικασσιτερωμένες κύλικες. Στα αγγεία από πολύτιμα μέταλλα συμπεριλαμβάνεται χάλκινη φιάλη με σφυρήλατη διακόσμηση, θραύσματα αργυρού αγγείου καθώς και λεπτά θραύσματα σιδήρου προερχόμενα ενδεχομένως από σιδερένιο αγγείο.41 Ενδείξεις για την ύπαρξη αγγείων από πολύτιμα μέταλλα έχομε και από το νεκροταφείο των Ελληνικών.42
Τα κοσμήματα που συνόδευαν το νεκρούς του θολωτού τάφου θα μπορούσαν επίσης να συγκριθούν ως προς την ποιότητα και την ποικιλία των υλικών με αυτά των Ελληνικών καθώς ο θολωτός τάφος της Ανθείας απέδωσε περιδέραια αποτελούμενα από χρυσούς ανάγλυφους ψήφους σε σχήμα άνθους λωτού, ρόδακα, κρεμαστής έλικας καθώς και έξι περίαπτα του τύπου της κυματιστής ταινίας από υαλόμαζα.43 Από το θολωτό τάφο προέρχονται, επίσης, σφαιρικές ψήφοι από χρυσό, αμέθυστο, υαλόμαζα, κοβάλτιο και οστό, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για ύπαρξη ψήφων από κύανο (lapis lazuli), ο οποίος, ως γνωστό, ήταν σπάνιο και περιζήτητο πέτρωμα και εισαγόταν από την Ανατολή.44 Από τα υπόλοιπα κοσμήματα ξεχωρίζουν χάλκινο δακτυλιόσχημο ενώτιο, τμήμα χρυσής αλυσίδας, φύλλα χρυσού σε σχήμα ρόδακα με οπές ραφής, χρυσοί δίσκοι, κάποιοι από τους οποίους έφεραν οπές ραφής, θραύσματα χρυσών ακόσμητων ταινιών καθώς και ψήγματα και φυλλάρια χρυσού, ορισμένα από τα οποία ήταν τσαλακωμένα και βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της θόλου.
Εξαίρετα δείγματα κοσμηματοτεχνίας αποτελούν τα δύο χρυσά σφραγιστικά δακτυλίδια της ΥΕΙΙ περίοδου με έγγλυφες παραστάσεις μινωικής έμπνευσης, τα οποία προφανώς συνόδευαν τις ταφές ατόμων που ανήκαν στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας της εποχής και τα οποία δύναται να συγκριθούν με το χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι με παράσταση ταυροκαθαψίων από τον τάφο 4 των Ελληνικών.45 Στο ένα εικονίζεται τοπίο από φοινικόδεντρα και λιοντάρι με υψωμένα τα μπροστινά του πόδια, έτοιμο να επιτεθεί σε μια αγελάδα που θηλάζει το μικρό της (Εικ. 354).46 Στο άλλο εικονίζεται μέσα σε ένα τοπίο από φοινικόδεντρα ένα άρμα με τετράκτινους τροχούς που σέρνεται από δύο γρύπες.47 Στο άρμα επιβαίνουν δύο μορφές, προφανώς θεϊκές, που φορούν χαμηλό κάλυμμα κεφαλής, χαρακτηριστικό των υψηλά ισταμένων προσώπων (Εικ. 355).48
Κεφαλή χρυσής περόνης και οστέινη περόνη που βρέθηκαν στον τάφο ενδεχομένως είχαν χρησιμοποιηθεί για τη στερέωση της κόμης ή των ενδυμάτων. Από το θολωτό τάφο της Ανθείας προέρχονται επίσης τέσσερις σφραγιδόλιθοι φακοειδούς σχήματος και μία τριεδρική ψήφος περιδεραίου με δύο σφραγιστικές επιφάνειες από κορναλίνη. Πρόκειται για: α) σφραγιδόλιθο από κορνήλιο λίθο με έγγλυφη σχηματοποιημένη παράσταση τετράποδου ζώου που έχει κεφαλή πτηνού, β) σφραγιδόλιθο από αχάτη με έγγλυφη σχηματική παράσταση λέοντος με το νεογνό του, γ) σφραγιδόλιθο από στεατίτη με έγγλυφη σχηματική παράσταση αγώνα ανάμεσα σε λιοντάρι και ελάφι, δ) σφραγιδόλιθο από πρασινωπό λίθο (ίασπι) με έγγλυφη παράσταση δύο αντωπών ζώων που έχουν κοινό σώμα και ε) τριεδρική ψήφος περιδεραίου με δύο σφραγιστικές επιφάνειες, όπου στη μία απεικονίζεται διπλός πέλεκυς μινωϊκής τεχνοτροπίας και στην άλλη πτηνό, ενδεχομένως πάπια, που πετάει.
Στο θολωτός τάφο της Ανθείας, όπως και στους τάφους των Ελληνικών, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την παρουσία όπλων καθώς έχουν ανευρεθεί ελεφάντινα επίμηλα ξίφων, τα οποία προφανώς κοσμούσαν τις λαβές μακρών χάλκινων ξίφων τύπου Sandars Α.49 Τα ξίφη αυτά, τα οποία έχουν πολύ μακρά λεπίδα που λεπταίνει βαθμιαία προς τα κάτω, πιστεύεται ότι δημιουργήθηκαν στην Κρήτη.50 Από τον τάφο προέρχονται ακόμη χρυσοί αμφίκοιλοι ήλοι που ίσως ανήκαν σε χάλκινα ξίφη ή περίτεχνα εγχειρίδια, χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών, καθώς και το άνω τμήμα κεκαμμένου χάλκινου ξιφιδίου, έντονα οξειδωμένο.41 Στον τάφο βρέθηκε, επίσης, ομοίωμα χάλκινης ‘‘πηρούνας’’ (κρεάργα), η οποία έφερε δύο μικρές οπές στο άνω τμήμα των σκελών της.52 Η χρυσή ωτογλυφίδα (κοχλιάριο) με κοκκιδωτή διακόσμηση (Εικ. 356) που βρέθηκε στον τάφο και χαρακτηρίζει κατεξοχήν διακεκριμένες ταφές ενδεχομένως χρησίμευε για την αφαίρεση μικρής ποσότητας ψιμυθίου καλλωπισμού, που φυλασσόταν σε πολυτελή σκεύη καλλωπισμού, όπως οι ελεφάντινες πυξίδες. Μια τέτοια πυξίδα για τη φύλαξη κοσμημάτων ή ειδών καλλωπισμού βρέθηκε στον τάφο και έχει τη μορφή λέμβου με ακρόπρωρο σε σχήμα κεφαλής χήνας (Εικ. 357).53 Εκτός όμως από την χρηστική λειτουργία, η ανωτέρω πυξίδα ενδεχομένως συνδεόταν και με λατρευτικές και εσχατολογικές δοξασίες της εποχής καθώς η λέμβος με ακρόπρωρο σε μορφή πτηνού έχει ερμηνευθεί ως μέσο που διευκόλυνε το ταξίδι της ψυχής του νεκρού στον Κάτω Κόσμο.54 Εντός του ταφικού λάκκου στη ΝΑ πλευρά του τάφου βρέθηκε μαζί με λίγα οστά και χάντρες αμέθυστου χάλκινο κάτοπτρο με ελεφάντινη λαβή διακοσμημένη με δύο αντωπές έξεργες πορφύρες μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται διακόσμηση από φολιδωτό κόσμημα (Εικ. 359). Χάλκινο κάτοπτρο με ελεφαντοστέινη λαβή βρέθηκε και στον τάφο 4 των Ελληνικών.
Ο θολωτός τάφος της Ανθείας διέσωσε ορισμένα αντικείμενα και σκεύη από πολύτιμα υλικά με συμβολικό χαρακτήρα, η παρουσία των οποίων διαφωτίζει περαιτέρω τις ταφικές τελετές, τις θρησκευτικές τελετουργίες και δοξασίες της εποχής. Σε αυτά τα πολύτιμα αντικείμενα του τάφου εντάσσονται τα ελεφάντινα ομοιώματα οκτώσχημων ασπίδων, τα οποία ίσως είχαν χρησιμεύσει ως διακοσμητικά ενθέματα σε κάποιο πολυτελές σκεύος ή έπιπλο που συνόδευε τους νεκρούς (Εικ. 358).55 Επίσης, ελεφάντινο ομοίωμα ράμφους πτηνού, το οποίο ενδεχομένως ανήκε σε κεφάλι γρύπα που είτε είχε προσαρμοστεί σε κάποιο πολυτελές σκεύος είτε αποτελούσε την απόληξη ελεφάντινης ράβδου.56 Στην ίδια κατηγορία των πολύτιμων αντικειμένων του τάφου με συμβολικό χαρακτήρα ανήκει και ομοίωμα ελεφαντοστέινου κιονίσκου, το οποίο ενδεχομένως είχε χρησιμεύσει ως λαβή αντικειμένου. Πρόκειται για μινωικό ιερό σύμβολο που απαντά και σε τάφους της Αργολίδας, ενώ ανάλογες απεικονίσεις είναι γνωστές από την εικονογραφία της εποχής.57 Ο Evans ερμήνευσε τον κίονα ως απεικόνιση ανεικονικής λατρείας και τον ταύτισε με την ίδια τη θεότητα. Συνήθως όμως οι κίονες ερμηνεύονται ως σήματα που ορίζουν τον τόπο όπου επιτελείται η ‘‘επιφάνεια της θεότητας’’. Η επιλογή του κίονα ως ιερού συμβόλου μπορεί να βασίζεται και στη λειτουργικότητά του ως φέροντος αρχιτεκτονικού στοιχείου. Για τους ίδιους λόγους και οι Αιγύπτιοι προσέδωσαν στους κίονες ιερό χαρακτήρα. Οι Μυκηναίοι φαίνεται ότι δανείστηκαν αυτό το ιερό σύμβολο από την Κρήτη και το προσάρμοσαν στη δική της ιδεολογία. Στην προκειμένη περίπτωση ο κίονας θα πρέπει να αποτελεί σύμβολο τόσο της θεότητας, όσο και του ανώτατου άρχοντα, ταυτίζοντας με αυτό τον τρόπο τον άρχοντα με τη θεότητα.
Από την προκατακτική εξέταση του ανωτέρω υλικού και κυρίως της κεραμικής προκύπτει ότι ο θολωτός τάφος της Ανθείας ήταν σε χρήση από το τέλος της ΥΕΙ ή τις αρχές της ΥΕΙΙΑ και έως την αρχή της ΥΕ ΙΙΙΑ1. Ουσιαστικά, διαφαίνεται ότι ο τάφος παύει να είναι σε χρήση με την έναρξη λειτουργίας του παρακείμενου νεκροταφείου των θαλαμωτών τάφων στην κορυφή της ράχης των Ελληνικών. Το γεγονός αυτό ενδεχομένως να υποδηλώνει αλλαγή της κοινωνικής ομάδας που έλεγχε πολιτικά και οικονομικά την περιοχή της Ανθείας κατά την περίοδο αυτή.
Προγονολατρεία
Από τα γεωμετρικά αγγεία του θολωτού τάφου ξεχωρίζει κρατήρας, ο οποίος στη μία όψη εικονίζει δύο ζωφόρους, τη μία στο ύψος της γένεσης των λαβών και την άλλη κατά μήκος του λαιμού (Εικ. 361). Και οι δύο διακοσμούνται με συστήματα κάθετων πυκνών γραμμών που εναλλάσσονται με άλλα ζιγκ-ζάγκ τοποθετημένα οριζοντίως. Στο κέντρο της πρώτης ζωφόρου άνθος με τέσσερα τον αριθμό πέταλα σε ακτινωτή διάταξη γύρω από τετράπλευρο κάλυκα. Στα μεταξύ τους διαστήματα σταυροειδή μοτίβα. Στο κέντρο της δεύτερης ζωφόρου παράσταση σειρήνας σε προφίλ προς τα δεξιά. Τα κάτω άκρα αποδίδονται μετωπικά. Σαν παραπληρωματικά μοτίβα κύκλοι με στιγμή στο μέσον και σειρά στιγμών κατά μήκος της περιφέρειάς τους και οκτάφυλλο άνθος. Στην πίσω όψη δύο ζωφόροι που διακοσμούνται με τα ίδια γραμμικά μοτίβα και παράσταση πουλιών. Στην πρώτη πουλί σχηματικά αποδοσμένο σε προφίλ προς τα δεξιά σκυμμένο εμπρός σε μεγάλων διαστάσεων αγγείο, ενώ στη δεύτερη το ίδιο πουλί σε προφίλ προς τα αριστερά. Παραπληρωματικά διακοσμητικά θέματα παρόμοια με αυτά της πρώτης όψης. Η λοιπή επιφάνεια του αγγείου καθώς και οι λαβές κοσμούνται με σύνολα οριζοντίων, λεπτών ταινιών που γεμίζονται με συστήματα καθέτων, ευθείων γραμμών ή ζιγκ-ζαγκ. Το κατώτερο τμήμα του αγγείου και η βάση ολόβαφα, ενώ κατά μήκος του περιχειλώματος συστήματα καθέτων γραμμών ενδιαμέσως των οποίων παρεμβάλονται διακοσμητικά μοτίβα σε σχήμα Χ.
Στα χαρακτηριστικά επίσης αγγεία των ύστερων γεωμετρικών χρόνων περιλαμβάνεται κρατήρας, του οποίου το κύριο διακοσμητικό θέμα στο λαιμό απαρτίζεται από δύο σχηματοποιημένα φίδια, ένα στη μία όψη και ένα άλλο στη δεύτερη, ενώ στιγμές κατά μήκος του σώματός τους αποδίδουν το δέρμα. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ο γραπτός δίωτος σκύφος, την επιφάνεια του οποίου περιτρέχουν λεπτές πυκνές οριζόντιες γραμμές, ενώ στο ύψος των λαβών υπάρχει ζωφόρος που ορίζεται από συστήματα καθέτων πυκνών γραμμών, εκατέρωθεν των οποίων εικονίζονται σε παράταξη προς αριστερά οκτώ υδρόβια σχηματοποιημένα πτηνά. Στα γραπτά γεωμετρικά αγγεία περιλαμβάνονται επίσης, κρατήρες, δίωτα βαθιά κύπελλα, σκύφοι, με χαρακτηριστικά γεωμετρικά κοσμήματα, όπως αβάκιο, σιγμοειδή, zig-zag, ρόδακες, σβάστιγγες, σταυροί, μαίανδρος, πλοχμοειδή, ενώ απαντούν και ολόβαφοι με μελανό γάνωμα κρατήρες και κύπελλα.59
Τα ανωτέρω αγγεία φαίνεται ότι συνδυάζουν Κορινθιακά και δυτικοελληνικά χαρακτηριστικά, ενώ ο σκύφος με τα υδρόβια πτηνά θυμίζει λακωνική λάκαινα. Η απεικόνιση της σειρήνας στο λαιμό του κρατήρα απηχεί κορινθιακές και ανατολικές επιδράσεις. Η σειρήνα, πουλί με κεφάλι ανθρώπου, απαντά στην κορινθιακή αγγειογραφία ήδη από την Πρωτοκορινθιακή περίοδο (-720/ -640), ενώ γίνεται ιδιαίτερα αγαπητή την περίοδο του ώριμου ρυθμού των ζώων (-625/ -550).60
Τα γεωμετρικά αγγεία του θολωτού τάφου Ανθείας διακρίνονται για την πρωτοτυπία των σχημάτων τους και τη σχεδιαστική επιδεξιότητα των καλλιτεχνών τους. Αποκαλύπτουν μια δυναμικά αναπτυσσόμενη κοινωνία, η οποία δραστηριοποιείται δυναμικά στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής δεχόμενη επιρροές από τον έξω κόσμο, τις οποίες όμως προσάρμοσε στο δικό της πνεύμα, δημιουργώντας έτσι μία ξεχωριστή καλλιτεχνική ταυτότητα. Δυστυχώς, όμως, αυτή η πορεία προόδου και δημιουργίας φαίνεται ότι ανακόπηκε βίαια από τη Σπαρτιακή εισβολή και την τελική κατάκτηση της Μεσσηνίας από τους Λάκωνες στα μέσα περίπου του -7ου αιώνα.
Από τα ευρήματα του θολωτού τάφου προκύπτει ακόμη ότι οι κάτοικοι της περιοχής της Ανθείας επισκέπτονταν συχνά το θολωτό τάφο και σέβιζαν τους νεκρούς προγόνους τους και μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από το Σπαρτιατικό ζυγό. Εκτός από αγγεία, οι κάτοικοι της περιοχής φαίνεται ότι προσέφεραν στους ήρωες του μνημείου πήλινα αναθηματικά πλακίδια, τα περισσότερα από τα οποία σώζονται αποσπασματικά, ενώ απαντούν και αρκετά ακέραια. Εικονίζουν νεκρόδειπνα, παραστάσεις οπλιτών σε διασκελισμό, ιππείς, ειδώλια γυναικείων και ανδρικών μορφών, τριάδες γυναικών καθώς και ανάγλυφη απεικόνιση καθιστής Αθηνάς (Εικ. 362-363).61 Παρόμοια πήλινα ανάγλυφα αναθηματικά πλακίδια με απεικόνιση ιππέων, οπλιτών, συμποσίων, τριάδων γυναικών καθώς και ειδώλια γυναικείων και ανδρικών μορφών έχουν βρεθεί σε αποθέτες της Αρχαίας Μεσσήνης αλλά και στο θολωτό τάφο του Θρασυμήδους στη Βοϊδοκοιλιά υποδηλώνοντας έτσι τη γενίκευση του εθίμου της ηρωολατρείας σε όλη σχεδόν την επικράτεια της Ελληνιστικής Μεσσηνίας.62
Όσον αφορά στο θολωτό τάφο Ανθείας, η ενάσκηση της προγονολατρείας πιθανόν καθιερώθηκε στους Γεωμετρικούς χρόνους και ενδεχομένως σχετίζεται με την Σπαρτιατική εισβολή και τη γενικότερη αναστάτωση και ένταση της εποχής. Συνεπώς, η ιδέα ότι οι κάτοικοι της περιοχής επισκέπτονταν τον τάφο των προγόνων τους, στην προκείμενη περίπτωση το θολωτό τάφο, προκειμένου να αναζητήσουν βοήθεια και να αντλήσουν δύναμη από τους ήρωες του ενδόξου παρελθόντος για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό από τα ανατολικά, δε θα πρέπει να αγνοηθεί. Σε κάθε περίπτωση, η εναπόθεση αγγείων, πήλινων ειδωλίων και αναθηματικών πλακιδίων, πρωτίστως στο θολωτό τάφο Ανθείας και ενδεχομένως στους θαλαμωτούς τάφους των Ελληνικών, κυρίως την περίοδο αμέσως μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη, ίσως απηχεί την ανάγκη των κατοίκων της περιοχής για τη σύνδεσή τους με το ηρωικό παρελθόν, την αναζήτηση της ιστορικής συνέχειας και της πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Συμπεράσματα
Σε γενικές γραμμές τόσο ο θολωτός τάφος της Ανθείας όσο και οι θαλαμωτοί τάφοι του νεκροταφείου των Ελληνικών εκφράζουν την ταφική αρχιτεκτονική παράδοση και το πνεύμα της εποχής τους. Επιπλέον, ενσωματώνουν όλες τις αρχιτεκτονικές καινοτομίες και πρωτοτυπίες, που είναι ήδη γνωστές στα άλλα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας και οι οποίες αποτελούν ένδειξη δημιουργικότητας και εξέλιξης. Εκφράζουν ακόμη την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής, όπου η επένδυση στην ταφική αρχιτεκτονική αποτελούσε τον κανόνα για όσους επιθυμούσαν να διακριθούν και να προβληθούν.
Επισημαίνεται ότι η κατασκευή μεγαλόπρεπων και πλούσια κτερισμένων ταφικών μνημείων αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση κοινωνικής ανέλιξης, επιβολής και διαιώνισης της εξουσίας της ντόπιας αριστοκρατίας σε μια εποχή όπου κυριαρχούσαν οι ανταγωνισμοί και η επίδειξη δύναμης. Συνεπώς, οι κάτοχοι των παραπάνω μνημείων, των οποίων η αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα και ο πλούτος των κτερισμάτων τους δεν είχε προηγούμενο στην περιοχή, επιδίωξαν την παγίωση και εδραίωση της δύναμής τους μέσω της επίδειξης και προβολής του ταφικού πλούτου.Από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων προκύπτει ότι τα έθιμα ταφής αλλάζουν κατά την ΥΕΙΙΙΒ και ο πλούτος και η ποικιλία των ταφικών κτερισμάτων αρχίζει να περιορίζεται σημαντικά. Είναι η περίοδος που η εξουσία του βασιλείου της Πύλου έχει παγιωθεί στην περιοχή και η εξουσία της άρχουσας τάξης δε φαίνεται να αμφισβητείται. Δεν απαιτούνται πλέον επιδεικτικές ταφικές πρακτικές για την διαιώνιση και εδραίωση της εξουσίας της ηγετικής τάξης της περιοχής.
Λαμβάνοντας υπόψη αντίστοιχες πρακτικές που λάμβαναν χώρα στην Αργολίδα αλλά και στην Πυλία, μπορούμε να υποθέσομε ότι με την ανέγερση των ανακτόρων και τον συγκεντρωτισμό της μυκηναϊκής οικονομίας ο πλούτος της άρχουσας τάξης άρχισε να διοχετεύεται σε διαφορετικές κατευθύνσεις, κυρίως προς την οργάνωση πολυτελών συμποσίων προς τιμή του άνακτος και στην ανέγερση πολυτελών κατασκευών. Παρόλο που η απουσία ανασκαφικών δεδομένων δε μας επιτρέπει να επιβεβαιώσομε την ανωτέρω πρακτική στην περιοχή των Ελληνικών, θεωρείται πολύ πιθανό να είχαν ανεγερθεί στην περιοχή πολυτελείς κατασκευές που θα στέγαζαν τους τοπικούς αξιωματούχους.
Στην ΥΕ ΙΙΙΓ παρατηρείται μια οικονομική δυσπραγία και δε φαίνεται να έχουν κτισθεί νέοι τάφοι αλλά χρησιμοποιούνται ορισμένοι από τους παλαιούς. Πιθανότατα έχομε κάποια μείωση του πληθυσμού αλλά δεν έχομε προς το παρόν τα στοιχεία για να το επιβεβαιώσομε. Η καταστροφή του ανακτόρου του Νέστορος και η συνακόλουθη διοικητική και πολιτική μεταβολή είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική και πολιτιστική παρακμή της περιοχής.
Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι κατά την πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο και καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ η περιοχή της Ανθείας αποτελούσε ένα ανεξάρτητο ηγεμονικό κέντρο, το οποίο ενδεχομένως εξουσίαζε οικονομικά και πολιτικά τη ΝΑ Μεσσηνία. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, το κέντρο αυτό είχε αναπτύξει εμπορικές, οικονομικές και συνακόλουθες πολιτιστικές σχέσεις με τον κόσμο του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου καθώς και με τα άλλα κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας, κυρίως την Αργολίδα. Τα δεδομένα αυτά φαίνεται να αλλάζουν κατά την ΥΕΙΙΙΒ οπότε το κέντρο αυτό βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του βασιλείου της Πύλου στον Άνω Εγκλιανό. Αποτελεί τμήμα της Εκείθεν Επαρχίας του βασιλείου και κέντρο διοικητικής περιφέρειας. Ο χώρος της Ανθείας ενδεχομένως ταυτίζεται με το re-u-ko-to-ro, την πρωτεύουσα της Εκείθεν Επαρχίας του βασιλείου της Πύλου. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, φαίνεται ότι η οικονομική ευμάρεια της περιοχής συνεχίστηκε και μετά την ενσωμάτωσή της στο διοικητικό κέντρο του Εγκλιανού.
Η έλλειψη, όμως, οικιστικών ανασκαφικών δεδομένων δεν επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό του οικονομικού και πολιτικού ελέγχου που ασκούσε το ανωτέρω κέντρο στην περιοχή. Η μελλοντική έρευνα σε συνδυασμό με τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την σωστική ανασκαφική έρευνα του πρόσφατα αποκαλυφθέντος μυκηναϊκού οικισμού στη θέση Καλάμι, 5 περίπου χλμ. βορείως της Καλαμάτας, θα διαφωτίσει περαιτέρω τις γνώσεις μας για την ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσσηνίας και τις σχέσεις της με το βασίλειο της Πύλου στον Εγκλιανό κατά την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο.
Αναμφίβολα η πολυπλοκότητα της μυκηναϊκής κοινωνίας της περιοχής των Ελληνικών Ανθείας δεν είναι δυνατό να αποκαλυφθεί μόνο μέσα από τη μελέτη των ταφικών εθίμων. Απαιτείται η ανασκαφή του οικισμού και ο άμεσος συσχετισμός τους. Ωστόσο, η μελέτη τους διαφωτίζει σε μεγάλο βαθμό κάποιες από τις πολλαπλές όψεις της κοινωνίας της εποχής, η οποία διακρίνεται για την ομοιογένειά της και την αδιάλειπτη ανάπτυξή της.
"Η νεκρόπολη των Ελληνικών Ανθείας στο πλαίσιο της θεώρησης των θαλαμωτών τάφων της Μεσσηνίας κατά την Υστεροελλαδική περίοδο"
Σημειώσεις:
1. Ο τάφος ερευνήθηκε από τον τότε Έφορο της Ζ΄ ΕΠΚΑ Άγγελο Λιάγκουρα. Για το θολωτό τάφο της Άνθειας πρβλ. : McDonald και Hope Simpson 1960, 740, εικ. 1. 1961, 250-51 αρ. 78, εικ. 14, 253 αρ. 78, πιν. 77d . Hope Simpson 1965, 58 αρ. 174. McDonald και Rapp 1972, 111, 131, 236, εικ. 15.1 και εικ. 15.2., 288-289 αρ. 137 (78), πιν. 1-3. Συριόπουλος 1964, 64 αριθ. 77, 475 αρ. LIX. Κορρές 1975, 514, πιν 327 α-β. 1978γ, 62-79. 1979α, 237-257. Leekly-Noyes 1976, 117-118. Meyer 1978, 182, 3-15. Pelon 1976, 464. 1998, 123-124. Παπαχατζής 1978, 98 εικ. 15, 102-103 εικ. 20. Boyd 2002, 185.
2. Οι διαστάσεις της οπής διόδου των αρχαιοκαπήλων, η οποία είχε ανοιχθεί δίπλα στην είσοδο, είναι 1.40×1.70μ. περίπου.
3. Δεν υπάρχει σταθερός και μόνιμος προσανατολισμός των δρόμων των θολωτών τάφων. Αντίθετα, ο προσανατολισμός τους εξαρτάται από την κλίση του εδάφους και τον προσανατολισμό της κατωφέρειας (Pelon 1976, 278. Cavanagh and Mee 1990, 55). Στην προκείμενη περίπτωση εξαρτάται από τη γεωμορφολογία της πλαγιάς με τη θύρα να έχει κατασκευαστεί στη δυτική πλευρά.
4. Ο δρόμος, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα, οδηγεί στην κορυφή της ράχης.
5. Ο δρόμος των περισσοτέρων μνημειωδών θολωτών τάφων της Μεσσηνίας είναι λαξευμένος στο φυσικό πέτρωμα της περιοχής ή φέρει μερικώς λιθεπένδυση από ακατέργαστους πλακοειδείς λίθους. Ο μέσος όρος του μήκος τους φθάνει τα 9 μ., σχεδόν το μισό μήκος του μέσου όρους των αντίστοιχων θολωτών της Αργολίδας. Εξαίρεση αποτελεί ο δρόμος του θολωτού τάφου 1 της Περιστεριάς, το μήκος του οποίου φθάνει τα 28μ. (Galanakis 2008, 15-30).
6. Λιθεπένδυση έφεραν οι δρόμοι των Τάφων Ψάρι 1 (μήκος 6μ.), Περιστεριά 2 (μήκος 9.15μ.) και ίσως του Κάμπου (μήκος 12.85μ.), ενώ από τους μεσαίου μεγέθους θολωτούς τάφους λιθεπένδυση έφεραν μόνο οι τάφοι του Δάρα και του Βασιλικού.
7. Η παραστάδα της βόρειας πλευράς της θύρας σώζεται σε ύψος 2.98μ., ενώ της νότιας σε ύψος 1.22μ.
8. Παρόμοια εσοχή-περιθύρωμα για την υποδοχή θύρας απαντά και στη θύρα του θολωτού τάφου 1 της Περιστεριάς.
9. Οι διαστάσεις του τάφου βασίζονται στις μετρήσεις του τοπογράφου της ΛΗ΄ ΕΠΚΑ κ. Πάνου Βασίλη, ενώ η περιγραφή του μνημείου σε προσωπικές παρατηρήσεις.
10. Σύγκλιση των τοιχωμάτων του στομίου προς την επιφάνεια του εδάφους παρατηρείται και στον τάφο Α του Κακόβατου, τα ανώφλια του οποίου, όπως και της Περιστεριάς 1 και του Κάμπου, ήταν με ιδιαίτερη επιμέλεια δουλεμένα.
11. Από τους θολωτούς τάφους της Μεσσηνίας κουφιστικό τρίγωνο σώζουν οι τάφοι Περιστεριά 1 και ο θολωτός του Κάμπου.
12. Έχει περίπου την ίδια διάμετρο με το θολωτό Τάφο 2 της Περιστεριάς (διάμ. τάφου 10.60μ.), ενώ ο Τάφος Α του Κακοβάτου έχει διάμετρο 12μ. και οι τάφοι Β, C 10 μ. Ο Τάφος IV στον Εγκλιανό έχει διάμετρο 9.35μ., ο Τάφος στο Ψάρι 9.1 μ., ενώ του Βαφειού 10 μ., ο Τάφος του Αιγίσθου στις Μυκήνες 13μ., ο θολωτός στους Άνω Φούρνους 11μ., της Παναγιάς 8μ. και των Δενδρών 7.30μ.
13. Santillo και Frizell 1997-98, 104.
14. Cavanagh και Mee 1998, 45-46. Wright 1987, 173-174.
15. Λάκκοι απαντούν και σε άλλους θολωτούς τάφους της Μεσσηνίας (Ακόνα, Μάλθη θολ. τ.1, Τουρλιδίτσα, Βασιλικό, Πύλος, Ρούτση, ενώ δεν έχουν βρεθεί στην Περιστεριά). Λάκκοι έχουν βρεθεί επίσης στον τάφο Α του Κακόβατου, στο θολωτό του Βαφειού, αλλά και στους τάφους Κάτω Φούρνου, Λεόντων, Ηραίου Άργους, Τίρυνθας, Δενδρών και Πρόσυμνας στην Αργολίδα (πρβλ. επίσης Cavanagh and Mee 1998, 70).
16. Σαν θεμέλια της θόλου, η οποία μοιάζει με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι ορθογωνίου σχήματος κατεργασμένοι λίθοι, πάχους 0.20 μ. και μήκους από 0.53μ. έως και 0.99μ.
17. Η τοποθέτηση επιμήκων πλακοειδών λίθων σε συγκεκριμένα σημεία της θόλου απαντά στο θολωτό του Χαροκοπιού και στον τάφο Ψάρι 1.
18. Χρωματιστοί λίθοι χρησιμοποιούνται επίσης στα τοιχώματα της θόλου των τάφων Κακόβατου Α, Περιστεριά 1, Εγκλιανού ΙΙΙ και ΙV.
19. Αντίστοιχα παραδείγματα γνωρίζομε από το σύνολο σχεδόν των ταφικών μνημείων της Πυλίας. Η χρήση μεγάλων καλοπελεκημένων λίθων συμβάλλει στη στατικότητα του μνημείου, ενώ αντίθετα η χρήση μικρών πλακοειδών λίθων ενισχυμένων με λίθινες σφήνες αποτελεί βασική αιτία πρόωρης κατάρρευσης των θολωτών μνημείων.
20. Από τα τρία ανώφλια του τάφου έχει αφαιρεθεί το εξωτερικό προς την πλευρά του δρόμου. Στη Μεσσηνία το υπέρθυρο ήταν συνήθως από κροκαλοπαγή λίθο και διαφοροποιούνταν από το υλικό δομής του υπόλοιπου μνημείου (π.χ. θολωτός 1 Περιστεριάς και τάφος ΙV Άνω Εγκλιανού). Γενικά, φαίνεται ότι λαμβανόταν ειδική μέριμνα για το υπέρθυρο καθώς έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εξουδετέρωση των πολλαπλών εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνταν στη θόλο.
21. Παρομοίως από μεγάλες κατεργασμένες λιθόπλινθους έχουν κατασκευαστεί τα στόμια των τάφων Κακόβατου Α και Περιστεριάς 1, ενώ το στόμιο του θολωτού τάφου Τραγάνας 1, ίσως και του 2, είναι κατασκευασμένο με ισόδομη τοιχοποιία από ψαμμίτη λίθο.
22. Επιμελημένη τοιχοποιία παρουσιάζει και ο θολωτός τάφος της ΥΕ ΙΙΒ-ΙΙΙΑ περιόδου στον Κάμπο Αβίας, τα τοιχώματα του οποίου ήταν επενδυμένα με ακατέργαστους λίθους. Η διάμετρος της θόλου του τάφου υπολογίστηκε από το Hope Simpson περίπου στα 8.5 μ.
23. Αναλυτικά για τους θολωτούς τάφους κατά την ΥΕ περίοδο πρβ. Galanakis 2008.
24. Ο Τάφος, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Wace, εντάσσεται στη δεύτερη ομάδα των τάφων των Μυκηνών (Παναγίας, Λεόντων, Κάτω Φούρνου). Στην ομάδα αυτή εμφανής είναι η εξέλιξη στην κατασκευή της θόλου, η οποία δομείται από πιο ισομετρικούς λίθους επάνω σε λαξευτά θεμέλια, με ενδυνάμωση της θύρας και επιμήκυνση των ανωφλίων, από τα οποία το εσωτερικό σχηματίζει καμπύλη για να εναρμονισθεί με το κυκλικό σχήμα της θόλου. Το βάρος των ανωφλίων στο πιο ευαίσθητο σημείο τους μειώνεται με το ανακουφιστικό τρίγωνο στο κέντρο της πρόσοψης. Οι προσόψεις είναι όμορφα καλυμμένες με μεγάλους κατεργασμένους λίθους, ενώ ο δρόμος φέρει πλευρικά τοιχώματα από κροκαλοπαγείς ή αργούς λίθους για να εμποδίζει το χώμα να πέφτει μέσα (Vermeule 1983,132).
25. Η απόθεση των νεκρών σε λάκκους πιθανόν αποτελεί επιβίωση της ΜΕ ταφικής αρχιτεκτονικής (Kontorli-Papadopoulou 1995, 5). Ο Γ. Μυλωνάς πίστευε ότι οι ταφικοί λάκκοι χρησιμοποιούνταν για την απόθεση των οστών των μελών της ανώτερης τάξης της ΥΕ κοινωνίας, οι οποίοι επιθυμούσαν αξιοπρεπή μεταθανάτιο αντιμετώπιση (Wells 1990, 135).
26. Η ταφή σε πίθο είναι ένα ταφικό έθιμο ευρύτατα διαδεδομένο στη Μεσσηνία κατά τη ΜΕ περίοδο (Τύμβος Παπουλίων, Βοϊδοκοιλιάς).
27. Παρομοίως και οι θολωτοί Τάφοι της Πρόσυμνας, του Μπερμπατίου και των Δενδρών βρίσκονταν απομονωμένοι από τους θολωτούς (Wells 1990, 128).
28. Η σημασία της διαφοροποίησης των ταφικών μνημείων στο χώρο ως έκφραση κοινωνικής διάκρισης έχει τονισθεί από πολλούς μελετητές (Parker Pearson 1993, Carr 1995, 183-184).
29. Σε οκλάζουσα στάση είχε ενταφιασθεί ένας νεκρός στον τάφο 5 και 59 του νεκροταφείου της Περατής (Ιακωβίδης 1970, 167, 186, πιν. 165). Σε παρόμοια στάση είχε ενταφιασθεί ο νεκρός στο άνω στρώμα της Μυκηναϊκής επίχωσης του θολωτού τάφου 1 της Τραγάνας (Κουρουνιώτης 1914, 101).
30. Το έθιμο της ταφής σε πίθο, σύμφωνα με τον καθηγητή Κορρέ, είναι καθαρό ελλαδικό και όχι μινωικό. Η καταγωγή του θα μπορούσε να αναζητηθεί στις ταφές σε πίθους της ΜΕ Ι περιόδου στον τύμβο Α της Βοϊδοκοιλιάς, στις ΜΕ Ι/ΙΙ ταφές σε πίθους στον τύμβο Κοκοράκου, στις πιθοταφές της ΜΕ ΙΙΙ περιόδου στον τύμβο των Παπουλίων, στις ταφές σε πίθους της ΜΕ ΙΙΙ/ΥΕΙ περιόδου στον τύμβο των Καμινίων, στους τρεις ταφικούς πίθους της ΥΕ ΙΙ περιόδου για ανακομιδές στο Νότιο θολωτό τάφο Ι της Περιστεριάς, στον ταφικό πίθο στον τύμβο Κισσού καθώς και στο θολωτό Τάφο Βαγενά (Tάφος V) (Blegen et al. 1973, 134-156). Σύμφωνα με τον Κορρέ, το έθιμο της ταφής σε πίθους στους θολωτούς τάφους διαρκεί έως την ΥΕ ΙΙ περίοδο.
31. Ο ταφικός λάκκος, ο οποίος φαίνεται ότι είχε συληθεί από την αρχαιότητα, περιείχε λίγα αποσαθρωμένα οστά, όστρακα, θραύσματα πήλινων αγγείων, θραύσματα χάλκινου αιχμηρού αντικειμένου με σιδερένια επένδυση, ψήφους αμέθυστου και υαλόμαζας, χάλκινο ομοίωμα κρεάγρας, σφραγιδόλιθο με παράσταση λέοντος καθώς και χάλκινο κάτοπτρο με ελεφαντοστέινη λαβή (ημερολόγιο ανασκαφής 4, σελ. 61-111).
32. Σε αρκετά σημεία αυτού του στρώματος ήταν εμφανή τα ίχνη τέφρας και πυράς, ενώ λεπτό στρώμα από καρβουνίδια κάλυπτε το ΒΔ τεταρτημόριο και μεγάλο τμήμα των υπολοίπων (ημερολόγια ανασκαφής 3, 4) .
33. Ο σκελετός του ενός αλόγου βρέθηκε με απλωμένα τα πισινά του πόδια, μαζεμένα τα μπροστινά και τεντωμένο προς τα πάνω το λαιμό και το κεφάλι, το οποίο έβλεπε ανατολικά. Κάτω από αυτό το σκελετό, περίπου 0.29μ. βαθύτερα, βρέθηκαν άλλα οστά ζώου, ενδεχομένως αλόγου (ημερολόγιο ανασκαφής 3, σελ. 57).
34. Η αλογοθυσία απαντά σπάνια στο προϊστορικό Αιγαίο και δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα σε άλλο θολωτό τάφο της Μεσσηνίας, ενώ υπάρχουν παραδείγματα από την Αργολίδα και την Αττική. Ζεύγος ταφών αλόγων βρέθηκε στους τύμβους Β και Γ των Δενδρών (Protonotariou-Deilaki 1990, 94-103). Επίσης, δύο άλογα είχαν τοποθετηθεί συμμετρικά και αντιθετικά μεταξύ τους στην αρχή του δρόμου του θολωτού τάφου του Μαραθώνα (Vermeule 1983, 322), ενώ ζεύγος αλόγων βρέθηκε και στο δάπεδο της θόλου του θολωτού τάφου της Καλλιθέας Πατρών (Παπαδόπουλος 1987, 69-72). Περισσότερα για την αλογοθυσία πρβλ. Kosmetatou 1993, 31-41.
35. Πράξεις ηρωολατρείας τελούνταν και στο θαλαμωτό τάφο στο Mεγάλο Καστέλλι Θήβας.
36. Περισσότερα για τη μεταγενέστερη χρήση του θολωτού τάφου της Ανθείας στις σελ. 233-236 της παρούσα μελέτης
37. Στην παρούσα μελέτη γίνεται μία συγκριτική παρουσίαση του υλικού από το θολωτό τάφο της Ανθείας. Η μελέτη του υλικού, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί, έχει ανατεθεί στον αρχαιολόγο Χρήστο Λιάγκουρα, τον οποίο και ευχαριστώ για την ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών.
38. Ευρήματα του θολωτού τάφου Ανθείας εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
39. Αναλυτικά για τη συμβολική σημασία της οκτώσχημης ασπίδας στην Αιγαιακή τέχνη πρβλ. Marinatos 1986, 52-58. Rehack 1992, 115-124. Δανιηλίδου 1998.
40. Το αγγείο μοιάζει πολύ με τον ΥΜ ΙΒ πιθαμφορέα από την Τύλισο (Betancourt 1992, πιν. 23 Η).
41. Η φιάλη, της οποίας η χρήση ενδεχομένως ήταν τελετουργική ή θρησκευτική, διακοσμείται με διπλό ρόδακα στο κέντρο και τρέχουσα σπείρα στην περιφέρεια, επάνω από την οποία αποδίδεται πλαστικά κυκλική κυματοειδής γραμμή. Η λαβή αποτελείται από έλασμα διπλωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργεί κύλινδρο. Το σχήμα της φιάλης είναι σπάνιο στον Μυκηναϊκό κόσμο και για αυτό δεν αποκλείεται το αγγείο να προέρχεται από την Κρήτη.
42. Το έθιμο απόθεσης σκευών από πολύτιμα υλικά σε ταφικά σύνολα απαντά ήδη από τα πρώτα χρόνια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, όπως δείχνουν οι λακκοειδείς τάφοι του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών, και συνεχίζει σε μικρότερη κλίμακα καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώιμης και των αρχών της ύστερης Μυκηναϊκής περιόδου. Για τα αγγεία από πολύτιμα μέταλλα πρβλ. Davis 1977.
43. Πρόκειται για στενόμακρο πλακίδιο, επίπεδο στην πίσω όψη, εναλλάξ κυρτό και κοίλο στην κύρια με δύο παράλληλα τρήματα, ένα κάτω από κάθε κυρτή καμπύλη (Σακελλαρίου-Ξενάκη 1985, 312, εικ. 140).
44. Ο κύανος ενδεχομένως προερχόταν από το Αφγανιστάν.
45. Αναλυτικά για τα σφραγιστικά δακτυλίδια πρβλ. Boardman 1970. Younger 1988.
46. Βασιλικού 1997, 21-22.
47. Παρόμοιο θέμα εικονίζεται στη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας. Γρύπας σε τοπίο με φοινικόδεντρα εικονίζεται στη μικρογραφική τοιχογραφία της Δυτικής Οικίας στη Θήρα (Doumas 1983, πιν. XV). Γενικότερα, οι γρύπες ως μυθικά όντα συνδέονται άμεσα με θεότητες και τη θεϊκή σφαίρα. Σε χρυσό δακτυλίδι της ΥΕ ΙΙΙΑ1 περιόδου από το θαλαμωτό τάφο 91 των Μυκηνών απεικονίζεται καθιστή θεϊκή μορφή με ιερατικό ένδυμα που κρατά κορδόνι από το οποίο έχει δεμένο ένα γρύπα (CMS I, 128. Βασιλικού 1997, 45).
48. Βασιλικού 1997, 46-47.
49. Τα ξίφη αυτά επικρατούν κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο μαζί με τον τύπο Sandars B, ο οποίος είναι καθαρά μυκηναϊκό δημιούργημα, έχει τετράπλευρη λεπτή, στενή λαβή, πλατείς γωνιώδεις ώμους και πλατιά κοντή τριγωνική λεπίδα, που στενεύει βαθμιαία προς την άκρη και καταλήγει σε οξεία αιχμή.
50. Έχει πιστοποιηθεί, άλλωστε, η παρουσία εργαστηρίου στην Κνωσό για την κατασκευή περίτεχνων ξίφων με λαβές επίχρυσες από ελεφαντόδοντο και άλλα πολύτιμα υλικά από την Νεοανακτορική ήδη περίοδο. Το εργαστήριο αυτό συνέχισε τη λειτουργία του ως και την ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο, οπότε αρχίζει και η παρακμή του.
51. Το κεκαμμένο ξιφίδιο, το οποίο είχε καταστραφεί ηθελημένα κατά την ταφική τελετή προκειμένου να καταστεί άχρηστο και να μην χρησιμοποιηθεί από τους συγγενείς του αποθανόντος, συνδέεται με το έθιμο της ηθελημένης καταστροφής των κτερισμάτων. Τέσσερα λυγισμένα ξίφη τύπου Α βρέθηκαν και στο θολωτό τάφο Βαγενά στον Εγκλιανό (Blegen et al. 1973, 145, 157, 163-164, fig.229: 12-15). Για την ηθελημένη καταστροφή των κτερισμάτων πρβλ. Ǻström 1977, 213-218.
52. Η κρεάργα, σπάνιο εργαλείο της αιγαιακής μεταλλουργίας, χρησίμευε πιθανότατα, όπως και σήμερα, ως πιρούνι με το οποίο ανέσυραν το κρέας από τη χύτρα.
53. Ελεφάντινο ομοίωμα λέμβου με πιθανή χρήση πυξίδας βρέθηκε και στον τάφο 7 της Ζαφέρ Παπούρα στην Κρήτη (Σακελλαράκης 1971, 188-233). Αναλυτικά για την τυπολογία τους πρβλ. Poursat 1977 b.
54. Η χρήση του πλοιαρίου ως μέσου μεταφοράς της ψυχής στον κάτω κόσμο ενδέχεται να αντανακλά σχετικές δοξασίες που προέρχονται από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία (Taylor 2001, 103-105, εικ.104). Κατά την εποχή του Παλαιού Βασιλείου της Αιγύπτου πλοιάρια συχνά ενταφιάζονταν μαζί με τον νεκρό, ενώ κατά την περίοδο του Μέσου Βασιλείου ομοιώματα πλοιαρίων από πηλό, ξύλο ή λίθο συνόδευαν τους νεκρούς. Επίσης, η απεικόνιση πλοιαρίων χαρακτηρίζει τη γραπτή διακόσμηση των Βασιλικών τάφων του Νέου Βασιλείου (Morrison 1995, 131-132, εικ. 151). Ομοιώματα πλοιαρίων, πτηνών και διακοσμητικά ειδώλια με σώμα πτερωτού ζώου και κεφαλή πτηνού (καινοφανή ειδώλια) που είχαν αποτεθεί σε τάφους της Τανάγρας κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο έχουν ερμηνευθεί αναλόγως από αρκετούς ερευνητές της περιόδου (Gallou 2005, 38-51).
55. Η ασπίδα είναι αγαπητό διακοσμητικό θέμα της κρητομυκηναϊκής μικροτεχνίας με θρησκευτικό συμβολισμό, ο οποίος θα μπορούσε να παραπέμπει σε μια πολεμική θεότητα.
56. Άνω τμήμα ελεφάντινης ολόγλυφης ράβδου, που απολήγει σε κεφάλι γρύπα, έχει βρεθεί σε στρώμα της ύστερης Μυκηναϊκής περιόδου στην Καδμεία της Θήβας και έχει ερμηνευθεί ως βασιλικό σκήπτρο (Σπυρόπουλος 1970δ, 268-272, εικ. 1-3. Poursat 1977 b, 233, πιν. V, 4. Δημακοπούλου 1988, 256, αρ. 272).
57. Ιερός κίονας απεικονίζεται στις δύο μακρές πλευρές πήλινης λάρνακας από τον τάφο 51 του νεκροταφείου της ΥΕ ΙΙΙΑ2-Γ πρώιμης περιόδου της Τανάγρας. Στη μια μακρά πλευρά ο κίονας εικονίζεται ελεύθερος από αρχιτεκτονικό πλαίσιο πατώντας όμως σε στυλοβάτη και επιστεφόμενος από κιονόκρανο. Ανά δύο μορφές προφανώς γυναικείες σεβίζουν προς τον κίονα. Είναι ενδεδυμένες με ενιαίους χιτώνες ή ιερατικά άμφια και πόλους ή στέμματα στην κεφαλή τους. Στην άλλη μακρά πλευρά άπτερη σφίγγα με τέσσερα πόδια, δύο χέρια, στέμμα στο κεφάλι και γυναικεία μορφή ενδεδυμένη με ενιαίο χιτώνα και στέμμα στο κεφάλι πλαισιώνουν και σεβίζουν προς τον Ιερό κίονα. Οι σκηνές αυτές πάνω σε ταφική λάρνακα επιβεβαιώνουν ότι η ταφική τελετουργία περιλάμβανε και θρησκευτικές πράξεις οι οποίες αποσκοπούσαν στην προστασία του νεκρού, δηλ. της ψυχής του, από τις θείες δυνάμεις που εκπροσωπούν τα ιερά σύμβολα της μυκηναϊκής θρησκείας στην προκείμενη περίπτωση ο Ιερός κίονας και το μυθικό όν (Σπυρόπουλος 1971β, 12. Δημακοπούλου και Κόνσολα 1981, 84. Immerwahr 1995, 113. Gallou 2005, 50, fing. 50a-b).
2. Οι διαστάσεις της οπής διόδου των αρχαιοκαπήλων, η οποία είχε ανοιχθεί δίπλα στην είσοδο, είναι 1.40×1.70μ. περίπου.
3. Δεν υπάρχει σταθερός και μόνιμος προσανατολισμός των δρόμων των θολωτών τάφων. Αντίθετα, ο προσανατολισμός τους εξαρτάται από την κλίση του εδάφους και τον προσανατολισμό της κατωφέρειας (Pelon 1976, 278. Cavanagh and Mee 1990, 55). Στην προκείμενη περίπτωση εξαρτάται από τη γεωμορφολογία της πλαγιάς με τη θύρα να έχει κατασκευαστεί στη δυτική πλευρά.
4. Ο δρόμος, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα, οδηγεί στην κορυφή της ράχης.
5. Ο δρόμος των περισσοτέρων μνημειωδών θολωτών τάφων της Μεσσηνίας είναι λαξευμένος στο φυσικό πέτρωμα της περιοχής ή φέρει μερικώς λιθεπένδυση από ακατέργαστους πλακοειδείς λίθους. Ο μέσος όρος του μήκος τους φθάνει τα 9 μ., σχεδόν το μισό μήκος του μέσου όρους των αντίστοιχων θολωτών της Αργολίδας. Εξαίρεση αποτελεί ο δρόμος του θολωτού τάφου 1 της Περιστεριάς, το μήκος του οποίου φθάνει τα 28μ. (Galanakis 2008, 15-30).
6. Λιθεπένδυση έφεραν οι δρόμοι των Τάφων Ψάρι 1 (μήκος 6μ.), Περιστεριά 2 (μήκος 9.15μ.) και ίσως του Κάμπου (μήκος 12.85μ.), ενώ από τους μεσαίου μεγέθους θολωτούς τάφους λιθεπένδυση έφεραν μόνο οι τάφοι του Δάρα και του Βασιλικού.
7. Η παραστάδα της βόρειας πλευράς της θύρας σώζεται σε ύψος 2.98μ., ενώ της νότιας σε ύψος 1.22μ.
8. Παρόμοια εσοχή-περιθύρωμα για την υποδοχή θύρας απαντά και στη θύρα του θολωτού τάφου 1 της Περιστεριάς.
9. Οι διαστάσεις του τάφου βασίζονται στις μετρήσεις του τοπογράφου της ΛΗ΄ ΕΠΚΑ κ. Πάνου Βασίλη, ενώ η περιγραφή του μνημείου σε προσωπικές παρατηρήσεις.
10. Σύγκλιση των τοιχωμάτων του στομίου προς την επιφάνεια του εδάφους παρατηρείται και στον τάφο Α του Κακόβατου, τα ανώφλια του οποίου, όπως και της Περιστεριάς 1 και του Κάμπου, ήταν με ιδιαίτερη επιμέλεια δουλεμένα.
11. Από τους θολωτούς τάφους της Μεσσηνίας κουφιστικό τρίγωνο σώζουν οι τάφοι Περιστεριά 1 και ο θολωτός του Κάμπου.
12. Έχει περίπου την ίδια διάμετρο με το θολωτό Τάφο 2 της Περιστεριάς (διάμ. τάφου 10.60μ.), ενώ ο Τάφος Α του Κακοβάτου έχει διάμετρο 12μ. και οι τάφοι Β, C 10 μ. Ο Τάφος IV στον Εγκλιανό έχει διάμετρο 9.35μ., ο Τάφος στο Ψάρι 9.1 μ., ενώ του Βαφειού 10 μ., ο Τάφος του Αιγίσθου στις Μυκήνες 13μ., ο θολωτός στους Άνω Φούρνους 11μ., της Παναγιάς 8μ. και των Δενδρών 7.30μ.
13. Santillo και Frizell 1997-98, 104.
14. Cavanagh και Mee 1998, 45-46. Wright 1987, 173-174.
15. Λάκκοι απαντούν και σε άλλους θολωτούς τάφους της Μεσσηνίας (Ακόνα, Μάλθη θολ. τ.1, Τουρλιδίτσα, Βασιλικό, Πύλος, Ρούτση, ενώ δεν έχουν βρεθεί στην Περιστεριά). Λάκκοι έχουν βρεθεί επίσης στον τάφο Α του Κακόβατου, στο θολωτό του Βαφειού, αλλά και στους τάφους Κάτω Φούρνου, Λεόντων, Ηραίου Άργους, Τίρυνθας, Δενδρών και Πρόσυμνας στην Αργολίδα (πρβλ. επίσης Cavanagh and Mee 1998, 70).
16. Σαν θεμέλια της θόλου, η οποία μοιάζει με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι ορθογωνίου σχήματος κατεργασμένοι λίθοι, πάχους 0.20 μ. και μήκους από 0.53μ. έως και 0.99μ.
17. Η τοποθέτηση επιμήκων πλακοειδών λίθων σε συγκεκριμένα σημεία της θόλου απαντά στο θολωτό του Χαροκοπιού και στον τάφο Ψάρι 1.
18. Χρωματιστοί λίθοι χρησιμοποιούνται επίσης στα τοιχώματα της θόλου των τάφων Κακόβατου Α, Περιστεριά 1, Εγκλιανού ΙΙΙ και ΙV.
19. Αντίστοιχα παραδείγματα γνωρίζομε από το σύνολο σχεδόν των ταφικών μνημείων της Πυλίας. Η χρήση μεγάλων καλοπελεκημένων λίθων συμβάλλει στη στατικότητα του μνημείου, ενώ αντίθετα η χρήση μικρών πλακοειδών λίθων ενισχυμένων με λίθινες σφήνες αποτελεί βασική αιτία πρόωρης κατάρρευσης των θολωτών μνημείων.
20. Από τα τρία ανώφλια του τάφου έχει αφαιρεθεί το εξωτερικό προς την πλευρά του δρόμου. Στη Μεσσηνία το υπέρθυρο ήταν συνήθως από κροκαλοπαγή λίθο και διαφοροποιούνταν από το υλικό δομής του υπόλοιπου μνημείου (π.χ. θολωτός 1 Περιστεριάς και τάφος ΙV Άνω Εγκλιανού). Γενικά, φαίνεται ότι λαμβανόταν ειδική μέριμνα για το υπέρθυρο καθώς έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εξουδετέρωση των πολλαπλών εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνταν στη θόλο.
21. Παρομοίως από μεγάλες κατεργασμένες λιθόπλινθους έχουν κατασκευαστεί τα στόμια των τάφων Κακόβατου Α και Περιστεριάς 1, ενώ το στόμιο του θολωτού τάφου Τραγάνας 1, ίσως και του 2, είναι κατασκευασμένο με ισόδομη τοιχοποιία από ψαμμίτη λίθο.
22. Επιμελημένη τοιχοποιία παρουσιάζει και ο θολωτός τάφος της ΥΕ ΙΙΒ-ΙΙΙΑ περιόδου στον Κάμπο Αβίας, τα τοιχώματα του οποίου ήταν επενδυμένα με ακατέργαστους λίθους. Η διάμετρος της θόλου του τάφου υπολογίστηκε από το Hope Simpson περίπου στα 8.5 μ.
23. Αναλυτικά για τους θολωτούς τάφους κατά την ΥΕ περίοδο πρβ. Galanakis 2008.
24. Ο Τάφος, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Wace, εντάσσεται στη δεύτερη ομάδα των τάφων των Μυκηνών (Παναγίας, Λεόντων, Κάτω Φούρνου). Στην ομάδα αυτή εμφανής είναι η εξέλιξη στην κατασκευή της θόλου, η οποία δομείται από πιο ισομετρικούς λίθους επάνω σε λαξευτά θεμέλια, με ενδυνάμωση της θύρας και επιμήκυνση των ανωφλίων, από τα οποία το εσωτερικό σχηματίζει καμπύλη για να εναρμονισθεί με το κυκλικό σχήμα της θόλου. Το βάρος των ανωφλίων στο πιο ευαίσθητο σημείο τους μειώνεται με το ανακουφιστικό τρίγωνο στο κέντρο της πρόσοψης. Οι προσόψεις είναι όμορφα καλυμμένες με μεγάλους κατεργασμένους λίθους, ενώ ο δρόμος φέρει πλευρικά τοιχώματα από κροκαλοπαγείς ή αργούς λίθους για να εμποδίζει το χώμα να πέφτει μέσα (Vermeule 1983,132).
25. Η απόθεση των νεκρών σε λάκκους πιθανόν αποτελεί επιβίωση της ΜΕ ταφικής αρχιτεκτονικής (Kontorli-Papadopoulou 1995, 5). Ο Γ. Μυλωνάς πίστευε ότι οι ταφικοί λάκκοι χρησιμοποιούνταν για την απόθεση των οστών των μελών της ανώτερης τάξης της ΥΕ κοινωνίας, οι οποίοι επιθυμούσαν αξιοπρεπή μεταθανάτιο αντιμετώπιση (Wells 1990, 135).
26. Η ταφή σε πίθο είναι ένα ταφικό έθιμο ευρύτατα διαδεδομένο στη Μεσσηνία κατά τη ΜΕ περίοδο (Τύμβος Παπουλίων, Βοϊδοκοιλιάς).
27. Παρομοίως και οι θολωτοί Τάφοι της Πρόσυμνας, του Μπερμπατίου και των Δενδρών βρίσκονταν απομονωμένοι από τους θολωτούς (Wells 1990, 128).
28. Η σημασία της διαφοροποίησης των ταφικών μνημείων στο χώρο ως έκφραση κοινωνικής διάκρισης έχει τονισθεί από πολλούς μελετητές (Parker Pearson 1993, Carr 1995, 183-184).
29. Σε οκλάζουσα στάση είχε ενταφιασθεί ένας νεκρός στον τάφο 5 και 59 του νεκροταφείου της Περατής (Ιακωβίδης 1970, 167, 186, πιν. 165). Σε παρόμοια στάση είχε ενταφιασθεί ο νεκρός στο άνω στρώμα της Μυκηναϊκής επίχωσης του θολωτού τάφου 1 της Τραγάνας (Κουρουνιώτης 1914, 101).
30. Το έθιμο της ταφής σε πίθο, σύμφωνα με τον καθηγητή Κορρέ, είναι καθαρό ελλαδικό και όχι μινωικό. Η καταγωγή του θα μπορούσε να αναζητηθεί στις ταφές σε πίθους της ΜΕ Ι περιόδου στον τύμβο Α της Βοϊδοκοιλιάς, στις ΜΕ Ι/ΙΙ ταφές σε πίθους στον τύμβο Κοκοράκου, στις πιθοταφές της ΜΕ ΙΙΙ περιόδου στον τύμβο των Παπουλίων, στις ταφές σε πίθους της ΜΕ ΙΙΙ/ΥΕΙ περιόδου στον τύμβο των Καμινίων, στους τρεις ταφικούς πίθους της ΥΕ ΙΙ περιόδου για ανακομιδές στο Νότιο θολωτό τάφο Ι της Περιστεριάς, στον ταφικό πίθο στον τύμβο Κισσού καθώς και στο θολωτό Τάφο Βαγενά (Tάφος V) (Blegen et al. 1973, 134-156). Σύμφωνα με τον Κορρέ, το έθιμο της ταφής σε πίθους στους θολωτούς τάφους διαρκεί έως την ΥΕ ΙΙ περίοδο.
31. Ο ταφικός λάκκος, ο οποίος φαίνεται ότι είχε συληθεί από την αρχαιότητα, περιείχε λίγα αποσαθρωμένα οστά, όστρακα, θραύσματα πήλινων αγγείων, θραύσματα χάλκινου αιχμηρού αντικειμένου με σιδερένια επένδυση, ψήφους αμέθυστου και υαλόμαζας, χάλκινο ομοίωμα κρεάγρας, σφραγιδόλιθο με παράσταση λέοντος καθώς και χάλκινο κάτοπτρο με ελεφαντοστέινη λαβή (ημερολόγιο ανασκαφής 4, σελ. 61-111).
32. Σε αρκετά σημεία αυτού του στρώματος ήταν εμφανή τα ίχνη τέφρας και πυράς, ενώ λεπτό στρώμα από καρβουνίδια κάλυπτε το ΒΔ τεταρτημόριο και μεγάλο τμήμα των υπολοίπων (ημερολόγια ανασκαφής 3, 4) .
33. Ο σκελετός του ενός αλόγου βρέθηκε με απλωμένα τα πισινά του πόδια, μαζεμένα τα μπροστινά και τεντωμένο προς τα πάνω το λαιμό και το κεφάλι, το οποίο έβλεπε ανατολικά. Κάτω από αυτό το σκελετό, περίπου 0.29μ. βαθύτερα, βρέθηκαν άλλα οστά ζώου, ενδεχομένως αλόγου (ημερολόγιο ανασκαφής 3, σελ. 57).
34. Η αλογοθυσία απαντά σπάνια στο προϊστορικό Αιγαίο και δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα σε άλλο θολωτό τάφο της Μεσσηνίας, ενώ υπάρχουν παραδείγματα από την Αργολίδα και την Αττική. Ζεύγος ταφών αλόγων βρέθηκε στους τύμβους Β και Γ των Δενδρών (Protonotariou-Deilaki 1990, 94-103). Επίσης, δύο άλογα είχαν τοποθετηθεί συμμετρικά και αντιθετικά μεταξύ τους στην αρχή του δρόμου του θολωτού τάφου του Μαραθώνα (Vermeule 1983, 322), ενώ ζεύγος αλόγων βρέθηκε και στο δάπεδο της θόλου του θολωτού τάφου της Καλλιθέας Πατρών (Παπαδόπουλος 1987, 69-72). Περισσότερα για την αλογοθυσία πρβλ. Kosmetatou 1993, 31-41.
35. Πράξεις ηρωολατρείας τελούνταν και στο θαλαμωτό τάφο στο Mεγάλο Καστέλλι Θήβας.
36. Περισσότερα για τη μεταγενέστερη χρήση του θολωτού τάφου της Ανθείας στις σελ. 233-236 της παρούσα μελέτης
37. Στην παρούσα μελέτη γίνεται μία συγκριτική παρουσίαση του υλικού από το θολωτό τάφο της Ανθείας. Η μελέτη του υλικού, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί, έχει ανατεθεί στον αρχαιολόγο Χρήστο Λιάγκουρα, τον οποίο και ευχαριστώ για την ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών.
38. Ευρήματα του θολωτού τάφου Ανθείας εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
39. Αναλυτικά για τη συμβολική σημασία της οκτώσχημης ασπίδας στην Αιγαιακή τέχνη πρβλ. Marinatos 1986, 52-58. Rehack 1992, 115-124. Δανιηλίδου 1998.
40. Το αγγείο μοιάζει πολύ με τον ΥΜ ΙΒ πιθαμφορέα από την Τύλισο (Betancourt 1992, πιν. 23 Η).
41. Η φιάλη, της οποίας η χρήση ενδεχομένως ήταν τελετουργική ή θρησκευτική, διακοσμείται με διπλό ρόδακα στο κέντρο και τρέχουσα σπείρα στην περιφέρεια, επάνω από την οποία αποδίδεται πλαστικά κυκλική κυματοειδής γραμμή. Η λαβή αποτελείται από έλασμα διπλωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργεί κύλινδρο. Το σχήμα της φιάλης είναι σπάνιο στον Μυκηναϊκό κόσμο και για αυτό δεν αποκλείεται το αγγείο να προέρχεται από την Κρήτη.
42. Το έθιμο απόθεσης σκευών από πολύτιμα υλικά σε ταφικά σύνολα απαντά ήδη από τα πρώτα χρόνια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, όπως δείχνουν οι λακκοειδείς τάφοι του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών, και συνεχίζει σε μικρότερη κλίμακα καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώιμης και των αρχών της ύστερης Μυκηναϊκής περιόδου. Για τα αγγεία από πολύτιμα μέταλλα πρβλ. Davis 1977.
43. Πρόκειται για στενόμακρο πλακίδιο, επίπεδο στην πίσω όψη, εναλλάξ κυρτό και κοίλο στην κύρια με δύο παράλληλα τρήματα, ένα κάτω από κάθε κυρτή καμπύλη (Σακελλαρίου-Ξενάκη 1985, 312, εικ. 140).
44. Ο κύανος ενδεχομένως προερχόταν από το Αφγανιστάν.
45. Αναλυτικά για τα σφραγιστικά δακτυλίδια πρβλ. Boardman 1970. Younger 1988.
46. Βασιλικού 1997, 21-22.
47. Παρόμοιο θέμα εικονίζεται στη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας. Γρύπας σε τοπίο με φοινικόδεντρα εικονίζεται στη μικρογραφική τοιχογραφία της Δυτικής Οικίας στη Θήρα (Doumas 1983, πιν. XV). Γενικότερα, οι γρύπες ως μυθικά όντα συνδέονται άμεσα με θεότητες και τη θεϊκή σφαίρα. Σε χρυσό δακτυλίδι της ΥΕ ΙΙΙΑ1 περιόδου από το θαλαμωτό τάφο 91 των Μυκηνών απεικονίζεται καθιστή θεϊκή μορφή με ιερατικό ένδυμα που κρατά κορδόνι από το οποίο έχει δεμένο ένα γρύπα (CMS I, 128. Βασιλικού 1997, 45).
48. Βασιλικού 1997, 46-47.
49. Τα ξίφη αυτά επικρατούν κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο μαζί με τον τύπο Sandars B, ο οποίος είναι καθαρά μυκηναϊκό δημιούργημα, έχει τετράπλευρη λεπτή, στενή λαβή, πλατείς γωνιώδεις ώμους και πλατιά κοντή τριγωνική λεπίδα, που στενεύει βαθμιαία προς την άκρη και καταλήγει σε οξεία αιχμή.
50. Έχει πιστοποιηθεί, άλλωστε, η παρουσία εργαστηρίου στην Κνωσό για την κατασκευή περίτεχνων ξίφων με λαβές επίχρυσες από ελεφαντόδοντο και άλλα πολύτιμα υλικά από την Νεοανακτορική ήδη περίοδο. Το εργαστήριο αυτό συνέχισε τη λειτουργία του ως και την ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο, οπότε αρχίζει και η παρακμή του.
51. Το κεκαμμένο ξιφίδιο, το οποίο είχε καταστραφεί ηθελημένα κατά την ταφική τελετή προκειμένου να καταστεί άχρηστο και να μην χρησιμοποιηθεί από τους συγγενείς του αποθανόντος, συνδέεται με το έθιμο της ηθελημένης καταστροφής των κτερισμάτων. Τέσσερα λυγισμένα ξίφη τύπου Α βρέθηκαν και στο θολωτό τάφο Βαγενά στον Εγκλιανό (Blegen et al. 1973, 145, 157, 163-164, fig.229: 12-15). Για την ηθελημένη καταστροφή των κτερισμάτων πρβλ. Ǻström 1977, 213-218.
52. Η κρεάργα, σπάνιο εργαλείο της αιγαιακής μεταλλουργίας, χρησίμευε πιθανότατα, όπως και σήμερα, ως πιρούνι με το οποίο ανέσυραν το κρέας από τη χύτρα.
53. Ελεφάντινο ομοίωμα λέμβου με πιθανή χρήση πυξίδας βρέθηκε και στον τάφο 7 της Ζαφέρ Παπούρα στην Κρήτη (Σακελλαράκης 1971, 188-233). Αναλυτικά για την τυπολογία τους πρβλ. Poursat 1977 b.
54. Η χρήση του πλοιαρίου ως μέσου μεταφοράς της ψυχής στον κάτω κόσμο ενδέχεται να αντανακλά σχετικές δοξασίες που προέρχονται από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία (Taylor 2001, 103-105, εικ.104). Κατά την εποχή του Παλαιού Βασιλείου της Αιγύπτου πλοιάρια συχνά ενταφιάζονταν μαζί με τον νεκρό, ενώ κατά την περίοδο του Μέσου Βασιλείου ομοιώματα πλοιαρίων από πηλό, ξύλο ή λίθο συνόδευαν τους νεκρούς. Επίσης, η απεικόνιση πλοιαρίων χαρακτηρίζει τη γραπτή διακόσμηση των Βασιλικών τάφων του Νέου Βασιλείου (Morrison 1995, 131-132, εικ. 151). Ομοιώματα πλοιαρίων, πτηνών και διακοσμητικά ειδώλια με σώμα πτερωτού ζώου και κεφαλή πτηνού (καινοφανή ειδώλια) που είχαν αποτεθεί σε τάφους της Τανάγρας κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο έχουν ερμηνευθεί αναλόγως από αρκετούς ερευνητές της περιόδου (Gallou 2005, 38-51).
55. Η ασπίδα είναι αγαπητό διακοσμητικό θέμα της κρητομυκηναϊκής μικροτεχνίας με θρησκευτικό συμβολισμό, ο οποίος θα μπορούσε να παραπέμπει σε μια πολεμική θεότητα.
56. Άνω τμήμα ελεφάντινης ολόγλυφης ράβδου, που απολήγει σε κεφάλι γρύπα, έχει βρεθεί σε στρώμα της ύστερης Μυκηναϊκής περιόδου στην Καδμεία της Θήβας και έχει ερμηνευθεί ως βασιλικό σκήπτρο (Σπυρόπουλος 1970δ, 268-272, εικ. 1-3. Poursat 1977 b, 233, πιν. V, 4. Δημακοπούλου 1988, 256, αρ. 272).
57. Ιερός κίονας απεικονίζεται στις δύο μακρές πλευρές πήλινης λάρνακας από τον τάφο 51 του νεκροταφείου της ΥΕ ΙΙΙΑ2-Γ πρώιμης περιόδου της Τανάγρας. Στη μια μακρά πλευρά ο κίονας εικονίζεται ελεύθερος από αρχιτεκτονικό πλαίσιο πατώντας όμως σε στυλοβάτη και επιστεφόμενος από κιονόκρανο. Ανά δύο μορφές προφανώς γυναικείες σεβίζουν προς τον κίονα. Είναι ενδεδυμένες με ενιαίους χιτώνες ή ιερατικά άμφια και πόλους ή στέμματα στην κεφαλή τους. Στην άλλη μακρά πλευρά άπτερη σφίγγα με τέσσερα πόδια, δύο χέρια, στέμμα στο κεφάλι και γυναικεία μορφή ενδεδυμένη με ενιαίο χιτώνα και στέμμα στο κεφάλι πλαισιώνουν και σεβίζουν προς τον Ιερό κίονα. Οι σκηνές αυτές πάνω σε ταφική λάρνακα επιβεβαιώνουν ότι η ταφική τελετουργία περιλάμβανε και θρησκευτικές πράξεις οι οποίες αποσκοπούσαν στην προστασία του νεκρού, δηλ. της ψυχής του, από τις θείες δυνάμεις που εκπροσωπούν τα ιερά σύμβολα της μυκηναϊκής θρησκείας στην προκείμενη περίπτωση ο Ιερός κίονας και το μυθικό όν (Σπυρόπουλος 1971β, 12. Δημακοπούλου και Κόνσολα 1981, 84. Immerwahr 1995, 113. Gallou 2005, 50, fing. 50a-b).
58. Τα αγγεία βρέθηκαν στο εσωτερικό της θόλου, σε βάθος 6-6.50μ. από την επιφάνεια του εδάφους, σε καστανέρυθρο στρώμα που περιείχε οστά ζώων, θραύσματα κεραμίδων, θραύσματα σιδερένιου εγχειριδίου και κεραμική γεωμετρικών χρόνων (ημερολόγιο ανασκαφής 2, σελ. 59-99).
59. Τα παραπάνω αγγεία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
60. Cook 1994, 70 (Ελληνική έκδοση).
61. Τα ανωτέρω πλακίδια και ειδώλια, κάποια από τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας, βρέθηκαν σε βάθος 2.50-6μ. από την επιφάνεια του εδάφους, σε καστανέρυθρο στρώμα, το οποίο περιείχε οστά ζώων, ικανή ποσότητα στάχτης, κάρβουνα, θραύσματα κεραμίδων, μικκύλα αγγεία και πήλινα λυχνάρια (ημερολόγιο ανασκαφής 1, σελ. 29-223 και ημερολόγιο ανασκαφής 2, σελ. 9-57).
62. Θέμελης 2000, 19-27, 35-40. Κορρές 1985, 162-168. Korres 1988a, 311-328. Πέππα-Παπαϊωάννου 2012. Επίσης, Salapata 2013, 188-200.