Για τα αρχαία της Υπαπαντής υπάρχει ένα κείμενο- θησαυρός, το μοναδικό που “ακουμπάει” την ανασκαφή και εμμέσως αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους τα ευρήματα θάφτηκαν. Εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει επίσημη ανακοίνωση της ανακαφής και αυτό καθιστά το εν λόγω κείμενο σημαντικό. Πρόκειται για ένα δισέλιδο ρεπορτάζ του σπουδαίου Μίλτη Παρασκευαΐδη στην “Καθημερινή”, το οποίο και παρουσιάζω αρχικά ασχολίαστο. Εχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα στις 14 Αυγούστου 1960 και μου το παραχώρησε ο παλαιόθεν καλός φίλος και συμπατριώτης Χάρης Δρακόπουλος που ήταν στη συντακτική ομάδα τους αφιερώματος “Πόλεις λιμάνια Πελοποννήσου, Καλαμάτα- Πάτρα” του περιοδικού “Επτά Ημέρες” της “Καθημερινής”. Από το ίδιο ρεπορτάζ προέρχεται και η φωτογραφία της ανάρτησης που δείχνει την ανασκαφή και τη θέση της σε σχέση με την Υπαπαντή, τις ημέρες που βρέθηκε εδώ ο Παρασκευαΐδης.
-Ηλίας Μπιτσάνης [1]
Δια των ανασκαφών αι οποία ήρχισαν το δεύτερον δεκαήμερον του Ιουνίου προ του Μητροπολιτικού ναού της Καλαμάτας, ηρευνήθη έως τώρα έκτασις περίπου 60Χ 10 μέτρων και απεκαλύφθησαν δια τάφρων, πρώτην φοράν εις την πρωτεύουσαν του νομού Μεσσηνίας και οικοδομικαί αρχαιότητες, ανήκουσαι εις μέγα συγκρότημα κτιρίων της μετακλασσικής εποχής. Η ανακάλυψίς των έχει εξαιρετικήν σημασίαν δια την Καλαμάταν -που απέκτησε εφέτος και πάλιν επισήμως δια κυβερνητικής αποφάσεως την ορθήν ονομασίαν της -διότι απεδείχθη οριστικώς πλέον ότι δεν ιδρύθη δια πρώτην φοράν όταν ο Γοδεφρείδος Α Βιλλαρδουΐνος ωχύρωσε τον προς βορράν της κατοικουμένης σήμερον εκτάσεως μικρόν λόφον, αλλά ότι είναι πόλις έχουσα ακμαίαν ζωήν και προ τη Φραγκοκρατίας. Εως τώρα καμία αρχαία οικοδομή παλαιοτέρα του +1204 δεν είχε ευρεθεί εις την θέσιν της συγχρόνου πόλεως και το γεγονός αυτό ετονίζετο επιμόνως υπό εκείνων, οι οποίοι υπεστήριζον την άποψιν ότι η Καλαμάτα δεν είναι δυνατόν να έχη σχέσιν με τας αρχαίας Φαράς και ότι η Ομηρική αύτη πόλις έπρεπε να ευρίσκετο περί τα πέντε χιλιόμετρα ανατολικώτερον, εις την θέσιν του συγχρόνου χωρίου Γιάννιτσα. Ο αρχαιολόγος Ανδρέας Σκιάς προ πολλών ετών κατέδειξε την σημασίαν που είχε η ανακάλυψις κατά το 1901 τμήματος τείχους πύργου αρχαιοτέρου των μέσων του -4ου Αιώνος μεταξύ της πλατείας Φραγκολίμνης και του νεκροταφείου της πόλεως. Εξ αφορμής της ανευρέσεως του οχυρωματικού αυτού πύργου, ο Σκιάς είχε σημειώσει ότι εις την θέσιν της Καλαμάτας δεν είχεν ευρεθεί προηγουμένως αρχαίον οικοδόμημα και ότι η έλλειψις αρχαίων κτηρίων “όχι άπαξ ήδη παρατηρηθείσα, ίσως συνετέλκεσεν ώστε και να αμφισβητηθή έτι η εν Καλάμαις θέσις των αρχαίων Φαρών”. Η αμφισβήτησις αύτη ίσχυε έως τώρα και μετά την ανακάλυψιν τμήματος οχυρωματικού τείχους κατά το 1901, σοβαρώς δε υπεστηρίζετο ότι η ύπαρξις εις την θέσιν της Καλαμάτας μόνον “συνοικισμού τινός κατά την αρχαιότητα” αποδεικνυομένη από ολίγας επιτυμβίους στήλας και πωρίνας πλινθίδας απεσπασμένας εξ αρχίων κτηρίων και ενωκοδομημένας εις την μεσαιωνικήν ακρόπολιν της πόλεως. Από τας μαρτυρίας όμως του γεωγράφου Στράβωνος και του περιηγητού Παυσανία, η πλειονότης των συγχρόνων ερευνητών παρεδέχετο -χωρίς ουσιαστικά αποδείξεις- ότι η θέσις των αρχαίων Φαρών εις την καλαμάταν ήτο ασφαλώς ωρισμένη όπως επιβεβαίωνε το 1938 ο Β. Μπράντενστάϊν εις το Λεξικόν των Πάουλυ- Βισόβα.
Η ελληνική εγκυκλοπαίδεια έγραφε το 1933 σχετικώς: “Αι Φαραί φαίνεται ότι έκειντο παρά τας όχθας του Νέδοντος, ουχί μακράν της νύν πόλεως των Καλαμών, άγνωστον όμως που ακριβώς”.
Εξ άλλου ο Σουηδός αρχαιολόγος Μ. Ν. Βαλμίν εις το βιβλίον του του 1930 “Etutew topographiques sur la Messenie ancienne”, εβεβαίωνε ότι κατά τας προσωπικάς του έρευνας δεν υπάρχουν εις την Καλαμάταν αρχαιολογικά ευρήματα προγενέστερα του Μεσαίωνος.
Με τα πρόσφατα ευρήματα της μεταξύ του Μητροπολιτικού ναού και του κτηρίου της Επισκοπής πλατείας της Υπαπαντής καθίσταται σαφές ότι εις την θέσιν αυτήν υπήρχε κεντρικόν τμήμα των αρχαίων Φαρών, πιθανώς δε και η αγορά της πόλεως. Τα αποκαλυφθέντα εφέτος ερείπια ανήκουν εις μεγαλοπρεπές συγκρότημα οικοδομών, ια οποία, σύμφωνα με τα όσα παρετήρησε προ ετών ο Σκιάς δια τον πλησίον αυτών οχυρωματικόν πύργον -δεν αποκλείεται, δια της μελέτης των ανασκαφικών ευρημάτων που ανέλαβεν ο προϊστάμενος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Δυτικής Πελοποννήσου κ. Νικ. Γιαλούρης, να αποδειχθούν ότι είχαν κτισθεί μετ΄ατην υπό του Επαμεινώνδου απελευθέρωσιν των Μεσσηνιακών πόλεων εκ του ζυγού των Σπαρτιατών κατά το -369 ότε εκτίσθη και η παρά την Ιθώμην Μεσσήνη.
Αι μέχρι σήμερον διαπιστώσεις
Οπωσδήποτε επί τη βάσει προσωρινών ανακοινώσεων των αρμοδίων αρχαιολόγων, τα μέχρι σήμερον ανασκαφικά ευρήματα “οστράκων” (σπασμένων αγγείων) εις την πλατείαν της Υπαπαντής είναι των αρχών της -1ης χιλιετηρίδας (Γεωμετρικών χρόνων) και κυρίως των Ελληνιστικών, Ρωμαϊκών και Βυζαντινών χρόνων. Γενικώς, με τας ανασκαφάς αποκαλύπτεται συγκρότημα οικοδομημάτων κειμένων προφανώς εις το κέντρον αρχαίας ακμαζούσης Αγοράς.
Την εξαιρετικήν σημασίαν των ευρημάτων της Καλαμάτας εξήραν και οι επιθεωρήσαντες τας ανασκαφικάς εργασίας Διευθυνταί Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων του υπουργείου παιδείας κ. κ. Ιω. Παπαδημητρίου και Ευστ. Στίκας. Ο κ. Παπαδημητρίου διεπίστωσε δια των νέων ευρημάτων την αλήθειαν των ομηρικών παραδόσεων περί αρχαίων Φαρών και έδωσεν εντολάς όπως συνεχισθούν αι ανασκαφικαί έρευναι δια την ανακ΄λαλυψιν και των μυκηναϊκών μνημείων που πρέπει να υπάρχουν εις την περιοχήν της πλατείας της Υπαπαντής και ιδίως εις τον πλησίον και προς βορράν αυτής λόφον του μεσαιωνικού φρουσίου. Κατά τον κ. Παπαδημητρίου, τα ευρήματα του λόφου τη Υπαπαντής ανήκουν “πιθανώτατα εις δημόσιον οικοδόμημα του κέντρους της πόλεως των μετακλασσικών χρόνων”.
Μεγάλην εντύπωσιν προκαλεί και το μέγεθος του αποκαλυπτομένου αρχαίου οικοδομικού συγκροτήματος πιθανώς των Ελληνιστικών χρόνων. Κατά τας τελευταίας ημέρας απεδείχθη ότι το συγκρότημα αυτό προχωρεί και κάτω από την θέσιν όπου οικοδομήθη το Ιεροδιδασκαλείον της Επισκοπής, τούτο δε επιβάλλει εις τον Δήμοαν Καλαμάτας να εξασφαλίση τα οικονομικά μέσα όχι μόνον φδια την πλήρη αποκάλυψιν των μοναδικών αρχαίων μνημείων όπου θα έχη να επιδείξη η πόλις εις τους επισκέπτας της, εις δε τον εμπνευσμένον ιεράρχην της μεσσηνίας κ. Χρυσόστομον να εξασφαλίση τας δυνατότητας συστηματικών ανασκαφών και εντός της περιοχής του Ιεροδιδασκαλείου. Με την αποκάλυψιν της Αγοράς των αρχαίων Φαρών, εις την οποίαν ήδη ευρέθησαν και Γεωμετρικά “όστρακα” θα διαπιστωθή εις εν καίριον σημείον της αρχαίας Ελλάδος, η αδιάλειπτος συνέχεια που παρουσιάζει εις την χώρας μας ο Ελληνικός Μυκηναϊκός πολιτισμός από την -2αν χιλιετηρίδα μέχρι σήμερον.
Αι παραδόσεις που έχουν διασωθεί περί των Φαρών υπόσχονται σπουδαιότατα αποτελέσματα δια συστηματικάς ανασκαφάς εις το επισημανθέν πλέον κέντρον της παναρχαίας πόλεως, η οποία επήρε κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους νέον όνομα από το μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας της Καλομάτας σύμφωνα με την άποψιν του Νικολάου Γ. Πολίτη και όλχι από τα πολλά καλάμια της περιοχής όπως υποστηρίζουν άλλοι.
Η πόλις των μυκηναϊκών χρόνων
Κατά την “Ιλιάδα” αι Φαραί ήσαν υπό την επικυριαρχίαν του Αγαμέμνονος και μια από τις επτά πλησίον της θαλάσσης κειμένας πόλεις, τας οποίας ο βασιλεύς αυτός των πολυχρύσων Μυκηνών υπέσχετο να δώση εις τον Αχιλλέα, αν ενυμφεύετο μίαν από τας τρεις θυγατέρας του -Χρυσόθεμιν, Λαοδίκην και Ιδφιάνασαν (Ι 144-153). Την ευτυχίαν που είχαν τότε αι Φαραί μαρτυρεί το επίθετον “ζαθέαι” που αποδίδει εις αυτάς ο Ομηρος και σημαίνει θεϊκαί, ευνοούμεναι των θεών.
Από την “Οδύσσειαν” μανθάνομεν ότι βασιλεύς των Φαρών ήτο ο Διοκλής όταν ο Τηλέμαχος, προερχόμενος από την Πύλον εφιλοξενήθη εις την πόλιν ταύτην των εκβολών του Νέδοντος και κατηυθύνθη από εκεί εις την Σπάρτην ζητών πληροφορ΄κιας δια τον πατέρα του. Δια τους χρόνους μας ιδιαίτερον ενδιαφέρον έχει η πληροφορία του Ομήρου ότι ο Τηλέμαχος εξεκίνησε από την Πύλον με δίφρον συνοδευόμενος από τον υιόν του Νέστορος Πεισίστρατον πρωίαν και έφθασε την εσπέραν της ιδίας ημέρας εις τας “Φαράς” του Διοκλέους. Η απόστασις αύθτη δικαιολογεί τον καθορισμόν της Ομηρικής Πύλου εις τον Εγκλιανόν και επιτρέπει να παραδεχθώμεν ότι ο Τηλέμαχος ηκολούθησε την διαδρομήν από το “Κεφαλάρι” Χώρας δια των συγχρόνων χωρίων Μεταμόρφωσις και Βλαχόπουλου -δια των οποίων κατασκευάζεται ήδη συντομώτατος αυτοκινητόδρομος -όταν με τον Πεισίστρατον κατηυθύνθη εις τας Φαράς- Καλαμάταν.
Οι κάτοικοι των Φαρών κατά τους Μηκυναϊκούς χρόνους ήταν πλούσιοι όχι μόνον από την ευφορωτάτην περιοχήν που κατοικούσαν αλλά και από τας αρπακτικάς επιδρομάς που έκαμαν, “νομίμως” δια την εποχήν εκείνην, ακόμη και μέχρι Ιθάκης. Ο Ομηρος αναφέρει ότι και ο πατέρας του Τηλεμάχου Οδυσσεύς είχεν επισκεφθή τας Φαράς δια να ζητήση την απόδοσιν των ποιμνίων που είχαν αρπάσει οι Φαρεάται. Πρέπει να σημειωθή ότι εις μεταγενέστερους χρόνους εγίνετο σύγχισις μεταξύ των “Φηρών” αυτών της Μεσσηνίας και της “Φειάς” της Ηλείας. Το θέμα της συγχύσεως αυτής επραγματεύθη ο αρχαιολόγος κ. Νικ. Γιαλούρης εις την “Αχραιολογικήν Εφημερίδα” του 1957 (σελίδες 33 και 34).
Ο βασιλεύς των Φαρών (“Φηρών”) Διοκλής, που εφιλοξένησε μίαν νύκτα τον Τηλέμαχον και τον υιόν του Νέστορος Πεισίστρατον, είχε πατέρα τον Ορσίλοχον, πάππον τον Αλφειόν και προππάπον τον Ερμήν εκ της Φιλοδάμειας που ήταν κόρη του Δαναού. Οι δύο υιοί του Διοκλέους, Κρήθων και Ορσίλοχος, εφονεύθησαν εις τον Τρωϊκόν πόλεμον, ενώ η κότη του Αντίκλεια ενυμφεύθη τον υιόν του Ασκληπιού Μαχάονα και απέκτησε εξ αυτού υιούς τον Νικόμαχον και τον Γόργασον, οι οποίοι διεδέχθησαν εις τον θρόνον των Φαρών τον πάππον των Διοκλέα. Εκ της καταγωγής των από τον Ασκληπιόν οι βασιλείς των Φαρών εκληρονόμησαν ιατρικήν παράδοσιν και οι απόγονοί των εφημίσθησαν Ασκληπιάδαι θεραπευταί. Οταν αργότερα έγιναν κύριοι της πελοποννήσου οι Ηρακλείδαι, έλαβε την Μεσσηνίαν ως κληρούχος ο Ηρακελίδης Κρεσφόντης, ο εγγονός δε αυτού Ισθμιος αναφέρεται ότι έκτισε το εν Φαραίς ιερόν των Μαχαονιδών, εις το οποίον προφανώς ησκείτο θεραπεία συνδεομένη με θρησκευτικήν λατρείαν. Η πρώτη σύγκρουσις μεταξύ Μεσσηνίων και λακεδαιμόνων έγινε κατά την παράδοσιν, όταν βασιλεύς της Μεσσηνίας ήτο ο δισέγγονος του Ισθμίου Φιντίας. Σύμφωνα με φιλολογικήν μαρτυρίαν αι Φαραί της Μεσσηνίας είχαν ιδρύσει μίαν αποικίαν εις την Κρήτην.
Αι παραδόσεις αύται πείθουν ότι πρέπει να αναζητηθή το σπουδαιότατον αυτό κέντρον του βασιλέως Διοκλέους και των Μαχαονιδών, που ασκούσαν την ιατρικήν με συστηματικάς ανασκαφάς εις την περιοχήν της πλατείας του Μητροπολιτικού ναού της Υπαπαντής, όπου εφάνη ότι θα υπήρχεν η Αγορά της πόλεως.
Αι αποκαλυφθείσαι αρχαιότητες
Αι ανασκαφαί που ήρχισαν τον Ιούνιον διεξάγονται υπό των Επιμελητών Αρχαιοτήτων κ. κ. Θεοδ. Σπυροπούλου και Παναγ. Κριμπά, επιθεωρούνται σε υπό του κ. Νικ. Γιαλούρη, ο οποίος θα διατυπώση τα τελικά πορίσματα των ανασκαφών της πλατείας Υπαπαντής όταν συμπληρώση την μελέτην όλων των ευρημάτων και των στοιχείων που θέτουν υπ’ όψιν του οι προαναφερθέντες δύο συνεργάται του.
Δέον να σημειωθή ότι ανάλογον κτηριακόν συγκρότημα πρέπει να υπάρχει και περί τα 150 μέτρα ανατολικώςτης πλατείας Υπαπαντής εις τον περίβολον της Μονής Καλογραιών “Αγιος Κωνσταντίνος”, όπως προέκυψε ήδη από ωρισμένα ευρήματα του 1952, εις τα οποία δεν εδόθη τότε η επιβαλλόμενη σημασία. Το ίδιον φαίνεται ότι συνέβη και όταν προ ετών εκτίζετο το Ιεροδιδασκαλείον της Επισκοπής, από την περιοχήν του οποίου προήλθαν τότε ωρισμένα ευρήματα έχοντα εύγλωττον σημασίαν δια τους ειδικούς αρχαιολόγους.
Αι συλλογαί αρχαιοτήτων αι οποία έχουν καταρτισθής εις το υπό την προστασίαν του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου και του Δήμου Καλαμάτας ιδρυθέν το 1951 Μουσείον, αποδεικνύουν ότι υπάρχουν δυνατότητες αποκαλύψεως θησαυρών, έαν συστηματικοποιηθούν και ενισχυθούν οικονιμικώς αι τοπικαί ανασκαφικαί έρευναι. Τα αρχαιολογικά ευρήματα του Δημοτικού Μουσείου Καλαμάτας εταξινόμησε τελευταίως η καθηγήτρια δις Ελένη Μπόμου, επιδεικνύουν δε δι’ αυτά μέγα ενδιαφέρον οι Επιμεληταί Αρχαιοτήτων Καλαμάτας κ. κ. Σπυρόπουλος και Κριμπάς και ο αρχαιοφύλαξ του δήμου κ. Ιωάννης Ταβουλαρέας, ο οποίος έχει καταρτίσει και συλλογήν των δημοσιευμάτων που αφορούν τας αρχαιότητας της πατρίδας του.
Εις το Δημοτικόν Μουσείον έχουν συγκεντρωθεί προς μελέτην και όλα τα ευρήματα των ανασκαφών της Υπαπαντής, εις την οποίαν μεταξύ άλλων ευρέθησαν και τρεις τάφοι -ένας των ρωμαϊκών χρόνων και δύο βυζαντινοί.
Τα τελευταία ευρήματα μαρτυρούν μεταξύ άλλων ότι η περιοχή της πλατείας ήτο κατωκημένη και κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Το τείχος των αρχαίων Φαρών
Με τας νέας ανασκαφάς αποκτούν ιδιαιτέραν σημασίαν και υποθέσεις του Ανδρ. Σκιά τας οποίας διετύπωσεν εξ αφορμής της ανακαλύψεως πύργου οχυρωματικού τείχους. Το τείχος αυτό περιέβαλλε “το κάτωθι της μεσαιωνικής ακροπόλεως και προς νότον αυτής επίπεδον μέρος” Εις το μέρος αυτό υπάρχουν μεταξύ των άλλων, ο μητροπολιτικός ναός της Υπαπαντής, το Ιεροδιδασκαλείον και το κτίριον της Επισκοπής. Ο Σκιάς αναφέρει ότι όμοιον τείχος είχες ευρεθεί προηγουμένως “εις εν τη παρακειμένη προς δυσμάς οικία Φουντούκη και εν τω έτι δυτικώτερον κειμένω οικοπέδω των αδελφών Ν. Π. Στρούμπου”. Ο ανακαλυφθείς το 1901 πύργος τε΄χιους απείχε 250 μέτρα από της προς βορράν κειμένης ακροπόλεως, περίπου δε 50 βήματα βορειοανατολικώς του αγίου βήματος της μικράς εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Κατά τον Σκιάν, το τείχος που περιέβαλλε τας Φαράς ενδέχεται να ήτο παλαιότερον της εποχής του Επαμεινώνδα και να είχε κτισθεί ίσως κατά τον 5ον π. χ. αιώνα υπό των Λακεδαιμονίων προς φρούρησιν της μεσαιωνικής πόλεως. Η υπόθεσις αυτή του Σκιά προσδίδει μεγίστην σπουδαιότητα και εις τα αποκαλυφθέντα προσφάτως εντός του περιβόλου των αρχαίων τειχών μεγάλα κτήρια που είναι πιθανόν να ήσαν δημόσια. Ο Σκιάς υπέθετεν ότι το τείχος των Φαρών διήρχετο “δια της προς νότον της εκκλησίας μικράς πλατείας και κατόπιν εκάμπτετο προς βορράν ακολουθών την αριστεράν όχθην του Νέδοντος και διευθυνόμενον προς την ακρόπολιν.
Ο ίδιος Μεσσήνιος αρχαιολόγος καθώρισε παρά την ανατολικήν πλευράν της Φραγκολίμνης και την θέσιν “¨μακρών τειχών” που συνέδεον την πόλιν των Φαρών προς την παραλίαν.
Παράλληλοι έρευναι Αμερικανών Αρχαιολόγων
Εν τω μεταξύ τας ημέρας αυτάς συνεχίζουν την αρχαιολογικήν έρευναν της Μεσσηνίας με την συνεργασίαν του κ. Ν. Γιαλούρη, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μινεσσότα κ. Ουΐλιαμ Μακ Ντόναλτ και ο κ. Ρίτσαρντ Χουντ Σίμπσον, οι οποίοι εδημοσίευσαν δια δια τα ερευνάς των του 1959 άρθρον εις τα “Εικονογραφημένα Νέα του Λονδίνου” της 30ης Απριλίου 1960. Ο κ. Σίμπσον οδηγηθείς υπό του προαναφερθέντος κ. Ταβουλαρέα διεπίστωσε πέρυσι την ύπαρξιν μυκηναϊκού τάφου εις τον ανατολικώς της μεσαιωνικής ακροπόλεως της Καλαμάτας υψηλότερον αυτής λόφον “Τούρλες”. Ο λόφος αυτός αποδεικνύει την σχέσιν της Καλαμάτας με τας Μυκηναϊκάς Φαράς, διότι εις αυτόν συμφόνως προς την έκθεσιν του κ. Ι. Ταβουλαρέα της 6/12/1959 προς το υπουργείον Παιδείας υπάρχει πληθώρα πήλινων τεμαχίων αναμφισβητήτως Μυκηναϊκής εποχής. Ταύτα ανευρίσκονται από της κορυφής έως τους πρόποδας τόσον εις την επιφάνειαν όσον και εντός του εδάφους. Παρόλον ότι ο κ. Ταβουλαρέας είναι ερασιτέχνης της αρχαιολογίας βεβαιώνει εις την ιδίαν έκθεσίν του ότι εις τον λόφον αυτόν ευρίσκοντο αι Ομηρικαί Φαραί “διότι συμφωνεί και η εκ της θαλάσσης απόστασις, την οποίαν δίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς”. Εις την ιδίαν έκθεσιν αναφέρονται επίσης ότι η κορυφή του λόφου είναι πλατεία, κυκλική, διαμέτρου 100 μέτρων και ότι έχει πράγματι την μορφήν μυκηναϊκής ακροπόλεως. Επίσης ότι υπάρχει επί του λόφου μικρόν σπήλαιον το οποίον κατά την γνώμην του είναι θαλαμοειδής δίδυμος τάφος, δυνάμενος πιθανώτατα ν΄αποδωθή εις τους πεσόντας κατά τον Τρωικόν πόλεμον διδύμους υιούς του βασιλέως των Φαρών Διοκλέους: Κρήθωνα και Ορσίλοχον. Πλησίον το διδύμου αυτού τάφου όπως αναφέρεται εις την ιδίαν έκθεσιν, παρετηρήθη και έτερος “καμινοειδής” τάφος και γύρω του τεμάχια εγχρώμων αγγείων.
Επί του παρόντος αι ανασφαφικαί έρευναι πρόκειται να επεκταθούν εκ της πλατείας Υπαπαντής εις την περιοχήν της Μεσαιωνικής ακροπόλεως, εις την βόρειαν πλευράν της οποίας είχεν επισημάνει το 1958 πελασγικά τείχη ο κ. Γιαλούρης. Δοκιμαστικαί τάφροι θα ανοιχθούν εις διάφορα σημεία του λόφου της ακροπόλεως.
Η παραλία άλλοτε και τώρα
Μεγάλην σύγχισιν προκαλεί το θέμα της αποστάσεως των Φαρών από την παραλίαν κατά την αρχαιότητα. Η σύγχυσις αύτη ίσως να οφείλεται εις το γεγονός ότι αφ΄ενός μεν η στάθμη της θαλάσσης εις την περιοχήν της Ελλάδος έχει ανέλθει κατά την πάροδον των αιώνων, όπως αναφέρει ο καθηγητής Μυλωνάς εις το περί Αγίου Κοσμά νέον βιβλίον του, εφ΄ετέρου δε σχηματίζονται συχνά ακανόνιστοι προσχώσεις παρά τας εκβολάς του Νέδοντος. Ο Σκιάς προ 50 ετών ανέφερε ότι μόνον η από θαλάσσης απόστασις της πόλεως δεν συμφωνεί προς τας μαρτυρίας του Στράβωνος και του Παυσανίου, διότι είναι πράγματι διπλασία, αλλά η διαφορά εξηγείται ευκόλως εκ των προσχώσεων του Νέδοντος. Από παλαιότερούς του ο Σκιάς είχε την πληροφορίαν ότι περί τα 1860 τα κύματα εν τρικυμία έφθανον μέχρι της εκκλησίας της Αναλήψεως, ενώ κατά το 1919 η παραλία απείχε εξ αυτής 200 μέτρα. Δια το ζήτημα της απόστάσεως της παραλίας από τας αρχαίας Φαράς έχει μεγάλην σημασίαν, όπως ετόνισεν ήδη ο κ. Ιωάννης Μ. Αποστολάκης, η ανακάλυψις πλησίον της Καλαμάτας ευρημάτων του 8ου, του 6ου και του 5ου αιώνος εις την παραλιακήν θέσιν Ακοβίτικα. Με την ανακάλυψίν των ανετράπη η παλαιά άποψις ότι η παραλία της Μεσσηνίας εις την περιοχήν αυτήν ευρίσκετο βορειότερον.
Η ανακάλυψις κατωκημένου κέντρου των προχριστιανικών αιώνων εις την προς του Μητροπολιτικού ναού πλατείαν Υπαπαντής λύει πάντως οπωσδήποτε το πρόβλημα της συγχρόνου πόλεως με τας αρχαίας Φαράς και καταρρίπτει οριστικώς την επικρατούσαν άλλοτε άποψιν ότι η σημερινή πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας ήτο αρχικώς πόλις των χρόνων της Φραγκοκρατίας”.
Στις 10 Ιουλίου 1960 δημοσιοποιούνται οι δηλώσεις Γιαλούρη για τα ευρήματα ο οποίος “κλείνει” γρήγορα την ανασκαφή ανακοινώνοντας ότι θα καταχωθούν τα ευρήματα γιατί βρέθηκαν μόνον οι... κατώτερες βάσεις του οικοδομήματος. Και στρέφει την προσοχή του στο Κάστρο ανακοινώνοντας μεγάλη χρηματοδότηση, προφανώς γιατί εκεί πίστευε ότι θα έβρισκε αρχαιότητες από τις ενδείξεις που θεωρούσε πως υπήρχαν. Και γράφει το “Θάρρος” για το θέμα:“Αι αρχαιολογικαί έρευναι εις την πλατείαν Υπαπαντής τερματίζονται με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Τούτο ανεκοίνωσε χθες ο Εφορος Αρχαιοτήτων κ. Γιαλούτης. Τα ευρήματα εφωτογραφήθησαν, αφού δε θα συνταχθή τοπογραφικόν διάγραμμα υπό της νομομηχανικής υπηρεσίας, θα επιχωματωθούν δια να συνεχισθούν τα εξωραϊστικά έργα.
Τα συμπεράσματα εις τα οποία κατέληξεν ο κ. Γιαλούρης είναι τα εξής:
1) Εκ της όλης διατάξεως των ερειπίων προκύπτει ότι τα ευρήματα αποτελούν τμήμα οικοδομήματος του -Δ΄αιώνος. Του οποίου διατηρείται η συνέχεια της βόρειας πλευράς. Η δυτική προχωρεί εγκαρσίως εις το προαύλιον του εκκλησιαστικού φροντιστηρίου, η δε ανατολική πλευρά διακλαδίζεται προς μεσημβρίαν, βορράν και ανατολάς, προς την Επισκοπήν και τον προ αυτής δρόμον. Εις το ανατολικόν τμήμα πιθανόν να υπήρχε στοά.
2) Ολα τα ανασυρθέντα ευρήματα δεν είναι παλαιότερα του τετάρτου αιώνος. Ανευρέθηκαν επίσης όστρακα ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, καθώς επίσης και τείχος ρωμαϊκής εποχής παραπλεύρως του κλασσικού. Τούτο αποδίδει ο κ. Γιαλούρης εις το γεγονός, ότι μετά την κατάρρευσιν των πρωτοτοίχων, οι μεταγενέστεροι έκτισαν επί των παλαιών βάσεων.
3) Ο Εφορος Αρχαιοτήτων θεωρεί σημαντικήν την ανακάλυψιν των θεμελίων του οικοδομήματος, διότι εδραιώνει την άποψιν περί ταυτίσεως των Ομηρικών και κλασσικών Φαρών με το Κάστρο και την περί αυτό περιοχήν.
4) Ο κ. Γιαλούρης κατέληξεν εις την απόφασιν να εισηγηθή την κάλυψιν των ερειπίων καθ’ όσον ανευρέθησαν μόνον αι κατώτεραι βάσεις του οικοδομήματος.
5) Το οικοδόμημα είναι αρίστης τέχνης, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι οι Μεσσήνιοι μετά την απελευθέρωσιν από τον Σπαρτιατικόν ζυγόν ανοικοδόμησαν τας πόλεις των χρησιμοποιήσαντες τουα αρίτους αρχιτέκτονας και τεχνικούς.
6) Το ανακαλυφθέν οικοδόμημα πρέπει να ευρίσκεται εντός των τειχών των κλασσικών Φαρών. Προς τούτο είναι ενδεχομένως να γίνουν τομαί και εις την πλατείαν Φραγκολίμνης
Χθες την πρωΐαν ο κ. Γιαλούρης επεσκέφθη και ηρεύνησε την βορειοανατολικήν πλευράν του Κάστρου, όπου ανευρέθη ενεπίγραφος ρωμαϊκή στήλη. Εις το σημείον τούτο θα γίνουν δύο μεγάλαι τομαί δια την αναζήτησιν των θεμελίων. Επίσης εξήτασεν επισταμένως την εσωτερικήν πρεος ανατολάς έπαλξιν του Κάστρου, όποι οι Φράγκοι έχουν εντοιχίσει αρχαίον κιονόκρανον. Ως γνωστόν εις το βορεινόν τείχος έχουν ανευρεθεί εντειχισμένοι δύο σπόνδυλοι και εις το εξωτερικόν υπάρχουν εμφανή τα ίχνη πελασγικού τείχους.
Ο κ. Γιαλούρης θα υποβάλη λεπτομερή έκθεσιν εις το υπουργείον Παιδείας περί των ερευνών του και θα εεισηγηθή την διάθεσινν μεγάλης πίστωσης δια την συστηματικήν έρευναν του Κάστρου. Κατά την άποψιν του κ. Εφόρου το Κάστρον πρέπει να ανακηρυχθή διατηρητέον και να ερευνηθή λεπτομερώς.
Επίσης θεωρεί απαραίτητον την ίδρυσιν Μουσείου εις την πόλιν μας”.
Τα συμπεράσματα εις τα οποία κατέληξεν ο κ. Γιαλούρης είναι τα εξής:
1) Εκ της όλης διατάξεως των ερειπίων προκύπτει ότι τα ευρήματα αποτελούν τμήμα οικοδομήματος του -Δ΄αιώνος. Του οποίου διατηρείται η συνέχεια της βόρειας πλευράς. Η δυτική προχωρεί εγκαρσίως εις το προαύλιον του εκκλησιαστικού φροντιστηρίου, η δε ανατολική πλευρά διακλαδίζεται προς μεσημβρίαν, βορράν και ανατολάς, προς την Επισκοπήν και τον προ αυτής δρόμον. Εις το ανατολικόν τμήμα πιθανόν να υπήρχε στοά.
2) Ολα τα ανασυρθέντα ευρήματα δεν είναι παλαιότερα του τετάρτου αιώνος. Ανευρέθηκαν επίσης όστρακα ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, καθώς επίσης και τείχος ρωμαϊκής εποχής παραπλεύρως του κλασσικού. Τούτο αποδίδει ο κ. Γιαλούρης εις το γεγονός, ότι μετά την κατάρρευσιν των πρωτοτοίχων, οι μεταγενέστεροι έκτισαν επί των παλαιών βάσεων.
3) Ο Εφορος Αρχαιοτήτων θεωρεί σημαντικήν την ανακάλυψιν των θεμελίων του οικοδομήματος, διότι εδραιώνει την άποψιν περί ταυτίσεως των Ομηρικών και κλασσικών Φαρών με το Κάστρο και την περί αυτό περιοχήν.
4) Ο κ. Γιαλούρης κατέληξεν εις την απόφασιν να εισηγηθή την κάλυψιν των ερειπίων καθ’ όσον ανευρέθησαν μόνον αι κατώτεραι βάσεις του οικοδομήματος.
5) Το οικοδόμημα είναι αρίστης τέχνης, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι οι Μεσσήνιοι μετά την απελευθέρωσιν από τον Σπαρτιατικόν ζυγόν ανοικοδόμησαν τας πόλεις των χρησιμοποιήσαντες τουα αρίτους αρχιτέκτονας και τεχνικούς.
6) Το ανακαλυφθέν οικοδόμημα πρέπει να ευρίσκεται εντός των τειχών των κλασσικών Φαρών. Προς τούτο είναι ενδεχομένως να γίνουν τομαί και εις την πλατείαν Φραγκολίμνης
Χθες την πρωΐαν ο κ. Γιαλούρης επεσκέφθη και ηρεύνησε την βορειοανατολικήν πλευράν του Κάστρου, όπου ανευρέθη ενεπίγραφος ρωμαϊκή στήλη. Εις το σημείον τούτο θα γίνουν δύο μεγάλαι τομαί δια την αναζήτησιν των θεμελίων. Επίσης εξήτασεν επισταμένως την εσωτερικήν πρεος ανατολάς έπαλξιν του Κάστρου, όποι οι Φράγκοι έχουν εντοιχίσει αρχαίον κιονόκρανον. Ως γνωστόν εις το βορεινόν τείχος έχουν ανευρεθεί εντειχισμένοι δύο σπόνδυλοι και εις το εξωτερικόν υπάρχουν εμφανή τα ίχνη πελασγικού τείχους.
Ο κ. Γιαλούρης θα υποβάλη λεπτομερή έκθεσιν εις το υπουργείον Παιδείας περί των ερευνών του και θα εεισηγηθή την διάθεσινν μεγάλης πίστωσης δια την συστηματικήν έρευναν του Κάστρου. Κατά την άποψιν του κ. Εφόρου το Κάστρον πρέπει να ανακηρυχθή διατηρητέον και να ερευνηθή λεπτομερώς.
Επίσης θεωρεί απαραίτητον την ίδρυσιν Μουσείου εις την πόλιν μας”.
Στη φωτογραφία που έχει ληφθεί μάλλον το 1967 από το Χρ. Αλειφέρη και έχει δημοσιευτεί στο λεύκωμα των ΓΑΚ Μεσσηνίας, φαίνεται η διαμόρφωση της περιοχής την εποχή των ανασκαφών. Κάπου στο τμήμα της πλατείας που φαίνεται ανακαλύφθηκε ο βόρειος τοίχος του οικοδομήματος. Το μεγάλο κτήριο δίπλα στο δρόμο είναι το Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο και κατά την περιγραφή, στον περίβολο που βρισκόταν δεξιά του στη φωτογραφία έφθανε η δυτική πλευρά του οικοδομήματος. Ενώ όταν ανακατασκευαζόταν το κτήριο είχε βρεθεί τάφος της ρωμαϊκής περιόδου. Η ανατολική πλευρά του οικοδομήματος κατευθυνόταν προς το Επισκοπείο, που είναι το μεγάλο κτήριο πίσω στη φωτογραφία το οποίο “έβλεπε” στη Φραγκόλιμνα, ενώ διακλαδιζόταν προς τη Μονή Καλογραιών και προς βορράν. Το Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο και το Επισκοπείο κατεδαφίστηκαν το 1978. Και χτίστηκε το καινούργιο επί των ερειπίων του αρχαίου οικοδομήματος τα οποία προφανώς καταστράφηκαν. Το “προφανώς” έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι εκσκαφές έγιναν χωρίς να προηγηθεί αρχαιολογική έρευνα, ήταν μεγάλου βάθους και δεν ενδιαφέρθηκε κανένας για τις αρχαιότητες. Ιδανικό “περιβάλλον” καταστροφής...
Κατά την κατασκευήν της ανοικοδομήσεως της νέας πτέρυγας της Εκκλησιαστικής Σχολής το έτος 1952-1953 είδον να καταστρέφεται το αρχαίον τείχος το ευρισκόμενον εις την νοτίαν περιοχήν της πλατείας και εντός του οικοπέδου της Επισκοπής όπου εκτίσθη η Ιερατική Σχολή. Τότε μάλιστα κατά την έκσκαφήν των θεμελίων ευρήκα ενταφιασμένον κάτω της επιφανείας του εδάφους και εις βάθος ενός μέτρου την Ρωμαϊκήν στάμναν, με τους λύχνους και τα αγγεία που αναφέραμε ανωτέρω. Το μέρος της ευρέσεως ήταν κάτω της σιδερένιας πόρτας με την επιγραφήν της Ιερατικής Σχολής.
Πηγές:
[1] Κείμενο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα: "Σώστε τα αρχαία της Υπαπαντής"
[2] Κείμενο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα: "Σώστε τα αρχαία της Υπαπαντής"
[3] Γιάννη Ταβουλαρέα “Καλαματιανά θέματα” 1983