.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Βρυσόμυλος (Βρωμονέρι) Τριφυλία: Ρωμαϊκά και Πρωτοχριστιανικά ευρήματα


O Βρυσόμυλος είναι μικρός ποταμός εκβάλλων είς τήν θάλασσαν 10 χλμ. νοτιοδυτικός των Γαργαλιάνων, 8 χλμ. βορείως της Μεσσηνιακής Πύλου και 7 χλμ. νοτίως του Διαλισκαρίου, βορείως δέ των εκβολών του Ρουμάνου δύο μίλια. Ή περιοχή αυτού είναι ομώνυμος. Αί πηγαί του ονομαζόμενοι Μάτι ευρίσκονται ενάμισυ χλμ. προς ανατολάς των εκβολών του. Από εκεί επέρασεν ο Gell προερχόμενος έκ Παλαιού Ναβαρίνου τον Ίανουάριον του 1805, διανύσας τήν μεταξύ των δύο θέσεων απόστασιν είς μίαν ώραν και 50'. Από τό Μάτι ο δρόμος διευθύνεται προς τους Γαργαλιάνους. Ό Βρυσόμυλος αναφέρεται είς τα έργα των περιηγητών Castellan44, Gell45, Leake46, Pouquevill47, και άλλων. Είς την Expédition της Γαλλικής επιστημονικής αποστολής, πού επέρασεν από τον Βρυσόμυλον την Ιην Απριλίου του 1829 κατευθυνόμενη από του Παλαιού Ναβαρίνου προς τους Γαργαλιάνους, περιλαμβάνονται τα έξης περί αυτού:
«Το θέαμα της πεδιάδος του Βρυσομύλου μας εγοήτευσε περισσότερον, διότι πρώτην φοράν, άφ' ότου απεβιβάσθημεν είς την Ελλάδα, ευρίσκομεν την δροσερότητα μεγαλειωδών σκιάδων διακοπτόμενων υπό θαλερών λειμώνων, τους οποίους επότιζεν ένα νερό διαυγές, πού ηκολούθει μέ γλυκόν κελάρυσμα τάς στροφάς του ποταμού και έδιδε ζωήν είς τους τόπους αυτούς.... Αί όχθαι του πόταμου έφερον ίχνη παλαιών καλλιεργειών και εφαίνοντο εκεί υπολείμματα φρακτών». Ό συγγραφεύς σημειώνει, ότι τον Βρυσόμυλον, πού έχει δύο λεύγας μήκος, δέν είναι δυνατόν νά τον χαράκτηρίση ούτε ώς ποταμόν ούτε ώς παραπόταμον ούτε ώς χείμαρρον ούτε ώς ποταμάκι, και καταλήγει νά τον ονομάση fluviole48.


Ό Pouqueville ταυτίζει τον Βρυσόμυλον μέ τον Σέλαν49. Το όνομά του οφείλεται είς παλαιόν νερόμυλον, ο οποίος ελειτούργει εκεί έως τάς αρχάς του παρελθόντος αιιώνος. Επί Τουρκοκρατίας ήτο τό προς νότον όριον του βιλαετίου Αρκαδίας καί εχώριζεν αυτόν από τό βιλαέτιον Ναβαρίνου50. Απέχει τρεις ώρας από τό Νεόκαστρον (σημερινήν Πύλον). Προς βορράν τών εκβολών του καί είς απόστασιν ενός χλμ. αναβλύζουν πλησίον της θαλάσσης αί θειούχοι ιαματικαί πηγαί Βρωμονερίου51. Δια τούτο αί έννοιαι Βρυσομύλου καί Βρωμονερίου ταυτίζονται κατά τό πλείστον. Ό περίφημος κοσμογράφος Jacobo Castaldo είς τον χάρτην του τής Νέας Ελλάδος, δημοσιευθέντα τό πρώτον καθ' εαυτόν ίσως τό 1545, σημειώνει τον Βρυσόμυλον «Muderi (Βρωμονέρι;) flu.» καί αριστερά τών εκβολών του σημειώνει Gurgulia52.
Βορείως του ποταμού καί καθ όλην τήν έκτασιν τήν προσεγγίζουσαν τήν δεξιάν όχθην καί είς πλάτος 500μ. ευρίσκονται ρωμαϊκαί καί βυζαντιναί αρχαιότητες, θεμέλια κτισμάτων, οικοδομικά υλικά, τάφοι, αρχαία νομίσματα κλπ. αποδεικνύουν τήν ύπαρξιν εκεί αρχαίας πόλεως, ή οποία ήτο σύγχρονος μέν τής γειτονικής Εράνας (Διαλισκάρι) άλλα μικρότερα. Είς το κτήμα Γεωργ. Γλυκοφρύδη, 300μ. ανατολικώς της αμμώδους ακτής και 300μ. βορείως του ποταμού, υπάρχει αρχαίον νεκροταφείον εκτάσεως δύο στρεμμάτων. Οί τάφοι είναι όμοιοι μέ τους τάφους του Διαλισκαρίου και τους έν Ανεμομύλω τών Γαργαλιάνων, δηλαδή κιβωτιόσχημοι λαξευμένοι επί πώρινου εδάφους και έκαστος περιέχει ένα νεκρόν. Προσανατολισμός των είναι άπ' ανατολών προς δυσμάς, τα δέ χείλη των είναι καταλλήλως κατειργασμένα (έχουν πατούρα) διά τήν υποδοχήν τών λίθινων καλυπτηρίων πλακών. Μέ τους έκ Γαργαλιάνων Δημήτριον Ν. Χριστιφιλογιάννην53, οδοντιατρόν, και Παναγιώτην Α. Κατσίβελαν, ιατρόν, ανεσκάψαμεν τον Σεπτέμβριον του 1981 δύο τοιούτους τάφους· δεν κατωρθώσαμεν να βγάλωμεν ένα ολόκληρον κρανίον, διότι τα οστά ήσαν ψαθυρά. Κτερίσματα δέν εύρομεν, ούτε είς το παρελθόν είχον ευρεθή τοιαύτα. Τελευταίως ευρέθη εκεί χαλκούν νόμισμα του αύτοκράτορος Γαλλιηνού (+253/ +268). Επί τής ανατολικής πλευράς μικρού υψώματος κειμένου 50μ. βορείως τών εκβολών του πόταμου (κτήμα Νικολ. Μαυρόγιαννη) υπάρχουν ολίγοι κιβωτιόσχημοι τάφοι λαξευμένοι επί βράχου, οί οποίοι αποκαλούνται υπό του λαού συρταρωτοί, διότι ομοιάζουν μέ στενόμακρα συρτάρια ανοιγόμενοι από τήν ανατολικήν μικράν πλευράν των. Πλησίον αυτών υπάρχουν θεμέλια αρχαίου κτίσματος.


Αί αρχαιότητες του Βρυσομύλου προσείλκυσαν τήν προσοχήν τών λογίων από τά τέλη του παρελθόντος αιώνος. Το 1881 ο τότε σχολάρχης Κυπαρισσίας Άθ. Πετρίδης, μεταφράζων κείμενον του επισκεφθέντος τον Βρυσόμυλον Saturninus Ximenes (Ειδήσεις, 906) εδημοσίευσε μετά σχολίων προ εκατόν ακριβώς ετών (1881) είς τό περιοδικόν «Παρνασσός» αρχαίαν επιγραφήν έκ Βρυσομύλου ώς κάτωθι:
«ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΗΜΩΝ
ΚΩΝCΤΑΝΤΙΝΟΥ
MEΓΙCTOY ΒΑCΙΛΕΩC
ΚΑΙ KPICΠOY
ΚΑΙ ΚΩΝCΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕCΤΑΤΩΝ
ΚΑΙCΑΡΩΝ
Επί στήλης 0.75 μήκ. 0,25 διάμετρ. εκ μαρμάρου, ευρεθείσης είς θέσιν Βρυσόμυλον άγιον Πέτρον, δήμου Πλαταμώδους, επαρχίας Τριφυλίας, 1/4 ώρας μακράν από του πόταμου Σέλα (ποτάμι Ρωμανού σήμερον), ένθα καί άλλα ερείπια παρατηρούνται και Ελληνικά καί Ρωμαϊκά. Ό Βρυσόμυλος κατά τον διδάκτορα Σατουρνϊνον είναι η Αχαΐα πηγή του Παυσανίου, καί παρ' αυτήν έκειτο ή αρχαία Αλίαρτος· απέχει δέ μίαν ώραν άπό Γαργαλιάνους».
Το 1883 όοC. Müller είς τά σχόλια του επί του Πτολεμαίου (Γ. 14,42) επαναλαμβάνει τάς ώς άνω υπό του Ximenes περί Μεσσηνιακής Αλιάρτου διατυπωθείσας εικασίας54. Επί του ιδίου θέματος επανέρχεται το 1898 η κάτωθι έκ Γαργαλιάνων επιστολή του Ιωάννου Σπαντούρου, Ιδιοκτήτου τής σταφιδαμπέλου, όπου τά λείψανα του Αγίου Πέτρου, προς την εφημερίδα Αθηνών «Αστυ»:
Ενδιαφέρουσα ανακάλυψις είς τους Γαργαλιάνους, 16 Ιανουαρίου.
Ιστορικώς έστι μεμαρτυρημένον, ότι έν τη άλλοτε ποτέ αφνειώ πόλει Αλιάρτω τανύν Βρυσομύλω των Γαργαλιάνων καί παρά τοις θειούχοις λουτροίς Βρωμονερίου υπήρξε μεγαλοπρεπής ναός τιμώμενος έπ' ονόματι του Αποστόλου Πέτρου, έφ' ώ καί σήμερον ειδικώς η θέσις αύτη ονομάζεται «Άγιος Πέτρος». Τούτον ιδίαις δαπάναις κατόπιν δοκιμαστικής ανασκαφής ανεκάλυψεν ό κ. Ίω. Σπαντούρος, έξ ής εξήχθησαν είς φώς πλείσθ' όσα συντρίμματα παρίου μαρμάρου, χρωματιστών ύαλων καί άλλων αντικειμένων μαρτυρούντων το μεγαλοπρεπές του ναού, ούτινος το μέγεθος εικάζεται ώς ενός τών μεγαλυτέρων βυζαντινών.
Ό ναός ούτος περί τάς δύο καί ημίσειαν ώρας απέχων της Πύλου εστίν εκτισμένος επί χωματώδους βράχου, ολίγα μ. ύπερθεν τής θαλάσσης, επί του βυθού της οποίας καί νυν έτι σώζονται ογκόλιθοι, άγνωστον δ' αν έκ του ειρημένου ναού απεσπάσθησαν. Εκεί δέ προ ετών ανεκαλύφθησαν καί άλλαι επιτύμβιαι πλάκες χριστ. εποχής, έτι δέ καί δύο μαρμάρινοι κίονες φέροντες έπ' αυτών δια κεφαλαιωδών γραμμάτων τήν έξης επιγραφήν:
ΕΠΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΥ ή ΚΩΝΣΤΑ.
Ταύτα ό ανωτέρω ανακαλύψας φέρει είς γνώσιν τής Αρχαιολογικής Εταιρείας...".
Τό ίδιον έτος αναδημοσιεύεται η έκ της άνω επιστολής είδησις με τήν έπιγραφήν FUNDE είς Mitteilungen des deutschen archaeologiscen Instituts in Athen, XXIII, 1898, 163 κέξ.
Η έν λόγω επιγραφή ανεδημοσιεύθη το 1913 υπό του G. Kolbe56. Υποθέτει καί αυτός, ότι εις το Βρωμονέρι πρέπει να αναζητήσωμεν τήν μεσσηνιακήν Αλίαρτον. Τεμάχιον του κίονος, ο οποίος δέν φέρει ραβδώσεις, έχον την επιγραφήν αυτήν μετεφέρθη μετά την υπό του Σατουρνίνου Χεμένε δημοσίευσίν της είς Γαργαλιάνους υπό του Κων. Γιαννόπουλου καί ενετοιχίσθη εις τήν οικίαν του κειμένην είς τήν συνοικίαν τών Αγίων Πάντων. Εκεί τήν είδε καί ο Kolbe,όταν επεσκέφθη τους Γαργαλιάνους.


Έκ του περιεχομένου της συμπεραίνομεν, ότι ανάγεται είς τα έτη +323/ +326, διότι αναφέρει τους τρεις υιούς του Κωνσταντίνου του Μεγάλου κατά σειράν ηλικίας Κρίσπον τον πρεσβύτερον, έκ του πρώτου γάμου του μετά τής Μινερβίνης, Κωνσταντίνον καί Κωνστάντιον. Ο Κρίσπος, διαβληθείς πιθανώς υπό τής δευτέρας συζύγου του πατρός του Φαύστας, εθανατώθη το +326 έν Πόλα διαταγή του πατρός του. Επομένως η επιγραφή δέν δύναται να είναι μεταγενέστερα του +326. Συναφώς αναφέρω, ότι πολλά χάλκινα νομίσματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου ευρέθησαν εις τήν βορείως κειμένην καί 8 χλμ. απέχουσαν θέσιν Διαλισκάρι, όπου ή αρχαία πόλις Έρανα.
Ό Valmin, ο οποίος επεσκέφθη τον Βρυσόμυλον το 1928, δέν αναφέρει περί τάφων καί έξ αυτού συμπεραίνομεν, ότι δέν τους είδε. Το μωσαϊκόν δάπεδον του Αγίου Πέτρου θεωρεί «πιθανώς μεσαιωνικόν». Δέν είδεν όλα τα αρχαία του Βρυσομύλου, έν τούτοις αποφαίνεται, ότι «πιθανώς έχομεν νά κάμωμεν μέ μίαν πόλιν αρκετά εκτεταμένην»57.
Μερικά αρχαία του Βρυσομύλου έξ αυτών, πού αναφέρουν οί ερευνηταί, μέ την πάροδον τών χρόνων καί τήν εντατικήν καλλιέργειαν τής πεδιάδος εξαφανίζονται, άλλα όμως έρχονται εις φώς. Το 1974 ενάμισυ χλμ. βορείως του Βρυσομύλου, είς τό αγρόκτημα του Εύγ. Ξάρχου, είς θέσιν Πηγάδια, ανεκαλύφθησαν όστρακα αγγείων μυκηναϊκής περιόδου καί δύο μυκηναϊκοί πίθοι χωμένοι εις τό έδαφος μέχρι τά στόμια των58. Οί πίθοι ώς καί ένα ύστερορωμαϊκόν ιωνικόν κιονόκρανον έκ Διαλισκαρίου μετεφέρθησαν εις τό μουσείον Ολυμπίας.
Ό Pouqueville, ο οποίος επέρασεν από το Μάτι του Βρυσομύλου την άνοιξιν του 1816 κατευθυνόμενος έκ Γαργαλιάνων προς Παλαιόν Ναβαρίνον, αναφέρει, ότι ο Βρυσόμυλος ήτο χωρίον μέ 30 οικογενείας ανήκον διοικητικώς μέν είς το Βιλαέτιον Ναβαρίνου, εκκλησιαστικούς δέ εις τήν επισκοπήν Ανδρούσης59. Ό J.A. Cramer (ένθ' άνωτ., σ. 136) ταυτίζει τον Βρυσόμυλον μέ την Βουφράδα έχων ύπ' όψιν το χωρίον Δ' 118,4 του Θουκυδίδου: «Τάδε δε έδοξε Λακεδαιμονιοις και τοις άλλοις ξυμμάχοις, εάν σπονδάς ποιώνται οι Αθηναίοι επί της αυτών μένειν εκατέρου έχοντας απερ νυν έχομεν, τους μεν εv τω Κορυφασίω εντός της Βουφράδος και του Τομέως μένοντας, τους δε εν Κυθήροις μη επισμισγομένους ές τήν ξυμμαχιαν, μήτε ημάς προς αυτούς μήτε αυτούς προς ημάς», το αναφερόμενον είς τήν κατά Μάρτιον του έτους -423 συναφθείσαν κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων ενιαύσιον ανακωχήν, ότε οί Αθηναίοι κατείχον τό Κορυφάσιον. Τό τοπωνύμιον VROMONERI αναφέρεται τον 17ον αίώνα είς Ενετικά έγγραφα ώς Ville60, κατά τό 1830 ώς χωρίον υπαγόμενον είς τήν επαρχίαν Νεοκάστρου61 και κατά τήν απογραφήν του 1961 ώς αγροτικός συνοικισμός. Έκ των ανωτέρω συμπεραίνομεν, ότι η οδική αρτηρία η συνδέουσα τάς δύο ωχυρωμένας πόλεις Μεσσηνιακήν Πύλον και Κυπαρισσίαν διήρχετο από το πολίχνιον του Βρυσομύλου και από τήν πόλιν Έραναν.
Υπέθεσαν, ώς είπομεν, ότι η αρχαία πόλις του Βρυσομύλου είναι η Μεσσηνιακή Αλίαρτος η αναφερομένη υπό του Πτολεμαίου ώς «πόλις Μεσσηνίας μεσόγαιος»62.
Την υπόθεσιν αυτήν έκαμε πρώτος ο Σατουρνίνος Χεμένε προφανώς επηρεασμένος έκ των κάτωθι υπό του Μελετίου λεγομένων, όπου το κατά τον Στράβωνα Κενήριον αναφέρεται Κενέριγον: «Πόλεις λοιπόν αρχαίαι της Μεσσηνίας ήσαν, μετά τήν Κυπάρισσον ή Κυπαρισσίαν, (την οποίαν τινές θέλουσι να είναι η νυν Αρκαδία), μεταξύ των εκβολών του Έλέκτρα και του Μέδα ποτ., η Πλατανώδης, το Κενέριγον, η Λεπρειατική Πύλος, την οποίαν έκτισεν Ήλους ο Υιός του Ποσειδώνος και της Τυρρους μεταξύ τών εκβολών του Σέλα ποτμ. και του Κορυφασίου Άκρου, όταν εστασίασε μέ τον Πελίαν τον αδελφόν του και ήλθεν είς τήν Μεσσήνην. Πλησίον ταύτης της Πύλου τρέχει ο Σέλας ποταμ., είς τον οποίον σμίγονται ο Έλεκτρας ποταμ. καί ο Κήος, ονομάζεται κοινώς αυτός ο ποταμός, ωσάν καί η Πύλος, κατά τόν Ορτέλιον, Γουαρδία· πλησίον τούτου του ποτ. ευρίσκεται ή Αχαιά πηγή, και ού πολύ σμακράν ταύτης η Αλίαρτος κατά τό μεσόγειον, τήν οποίαν ό Νίγρος λέγει να είναι τό Νεόκαστρον. 
Λέπρειον έτερον της Ήλιδος, Γερηνία, από της οποίας ονομάζεται ο Νέστωρ Γερήνιος, ώς καί από της Πύλου Πύλιος· μετά τήν Γερηνίαν η Έράνη, είτα τό Νάπι όρος. Αυλαία, Πελάνη, καί μετά ταύτην η Διονυσίας πηγή»63.
Περί της αξιοπιστίας τών γεωγραφικών πληροφοριών του Μελετίου ο Pouqueville λέγει: «Ανωφελώς ανεζήτησα πολλάς πόλεις καί χωρία, πού αναφέρει ό Μελέτιος. Είναι ζήτημα, αν διασώζονται ίχνη αυτών. Πρέπει άλως τε να δυσπιστή κανείς εις τάς πληροφορίας του Ήπειρώτου επισκόπου, ο οποίος ηθέλησε νά μιμηθή τον σκοπόν του Στράβωνος, ένω ήτο εντελώς ανίκανος νά αντιληφθή τήν μεγαλοφυΐαν εκείνου. Συνηθισμένος είς τά άρθρα πίστεως ενόμιζεν, ότι και αί ιδικαί του διαβεβαιώσεις ήσαν ώς αί της θρησκείας αλάνθαστοι· άλλ' όμως αί πληροφορίαι του δέν έχουν καμμίαν αξίαν, όπως θα αποδείξω μέ στοιχεία αναμφισβήτητα· συχνά μάλιστα λησμονεί νά σημείωση τάς αποστάσεις καταφεύγων προς ευκολίαν του είς ένα περίπου... Προσέτι ο γεωγράφος Μελέτιος δέν είναι άξιος μεγάλου ενδιαφέροντος. Ti νά σκεφθη κανείς πράγματι δι' ένα συγγραφέα, ό όποιος θέλει νά βαδίση έπί τά ίχνη του Στράβωνος καί ο οποίος διαπράττει χονδροειδή σφάλματα είς τήν τοπογραφίαν της επαρχίας, της οποίας ήτο επίσκοπος;»64 Και ό Pouillon Boblaye παρατηρεί: «Ό Μελέτιος δέν έχει ιδέαν περί της τοπογραφίας, αν και υπήρξεν αρχιεπίσκοπος Αθηνών»65.
Επί της θέσεως της Μεσσηνιακής Αλιάρτου έχουν διατυπωθή και άλλαι υποθέσεις66. Αλλοι πάλιν εθεώρησαν ώς πλάνην την περί Μεσσηνιακής Αλιάρτου πληροφορίαν του Πτολεμαίου67. Υπήρχε βεβαίως και η περισσότερον γνωστή Αλίαρτος της Βοιωτίας, αλλά τούτο δέν σημαίνει, ότι γίνεται έν προκειμένω σύγχυσις, διότι και άλλας βοιωτικός πόλεις συναντώμεν είς Πελοπόννησον, π.χ. Θήβας είς Ταίναρον68 και Λεύκτρα, μία των πόλεων των Ελευθερολακώνων. Περισσότερα του ενός ταυτώνυμα τοπωνύμια υπάρχουν και άλλα69, πού αποδεικνύουν μετανάστευσιν λαών και σχέσιν των εχόντων τό αυτό όνομα τόπων.
Είναι περίεργον, πώς έγινε δεκτή μία υπόθεσις, που ταυτίζει τήν μεσόγαιον Αλίαρτον μέ τήν παραλίαν αρχαίαν πόλιν του Βρυσομύλου, ή οποία προτιμότερον είναι να ταυτισθή μέ τό Κενήριον του Στράβωνος. Ό συσταθείς τό 1835 Δήμος Κενηρίου είχεν έδραν τήν Λιγούδισταν (Χώραν). Είς χάρτας του παρελθόντος αιώνος τό Κενήριον σημειούται είς τό Διαλισκάρι Γαργαλιάνων70, δηλαδή, όπως λέγει ο Στράβων, νοτίως της Έρανας τοποθετούμενης τότε βορείως του Διαλισκαρίου. Ό Leake διατυπώνει μίαν περίργον εικασίαν· αφού μεταφέρει είς τήν γλώσσαν του το Η. 3,23,348 χωρίον του Στράβωνος, προσθέτει: «Δέν φαίνεται απίθανον, ότι το Κενήριον ήτο η ιδία παλαιά τοποθεσία της Πύλου, την οποίαν ο γεωγράφος περιγράφει ώς κειμένην κάτω άπό τό όρος Αιγαλέον»71. Ήσαν βεβαίως γνωστοί είς τήν αρχαιότητα οί παρά τήν Τραγάναν, απέχουσαν έν χλμ. της θαλάσσης και εύρισκομένην είς τό μέσον τής αποστάσεως μεταξύ Εγκλιανού και Κορυφασίου, δύο σπουδαίοι θολωτοί τάφοι οί ανασκαφέντες κατ' αρχάς υπό του Κουρουνιώτου καί κατόπιν υπό του Σπ. Μαρινάτου, αλλά είναι απίθανον το τοπωνύμιον Κενήριον (κενοτάφιον) να οφείλεται είς τήν ύπαρξιν των, ώς ό Leake υποθέτει. Ό Pouqueville ταυτίζει τον Βρυσόμυλον μέ τον Πλαταμώδη72.


Κατά τον παρελθόντα αιώνα και τάς αρχάς του παρόντος η φόρτωσις της παραγόμενης είς τον Κάμπον σταφίδος εγίνετο παρά τάς εκβολάς του Βρυσομύλου είς την θέσιν την καλουμένην Μπαρκαριό (κτήμα Σαράντου Παπαχριστοφίλου). Ο πόρος της Συκιάς, ο διαχωρίζων την Σφακτηρίαν από το Κορυφάσιον, και το στενόν της Πρώτης απέχουν μεταξύ των 9 μίλια· αί εκβολαί τού Βρυσομύλου ευρίσκονται ακριβώς είς το μέσον. Επομένως έν κακοκαιρία τά έν Βρυσομύλω πλοία δύνανται να καταφύγουν είς τον ασφαλή λιμένα του Ναβαρίνου ή είς το αγκυροβόλιον τής Πρώτης. Ηδύναντο ακόμη να καταφύγουν είς τό λιμάνι Βρωμονερίου κείμενον 1 χλμ. βορείως τού Βρυσομύλου.
Ευνόητον λοιπόν είναι, ότι το Μπαρκαριό εχρησιμοποιείτο και κατά την εποχήν του Πτολεμαίου ώς επίνειον των κατοίκων της ενδοχώρας, όπου εκτός των προϊστορικών θέσεων Καντάμο, Λαγού καί Τσούκα93, υπάρχουν είς διαφόρους θέσεις και λείψανα Ιστορικών οικισμών, οί κάτοικοι τών οποίων ήτο δυνατόν να χρησιμοποιούν τό μνημονευθέν Μπαρκαριό. Αναφέρω προχείρως μίαν. Είς τήν θέσιν Μπάλου ή Ντουλαπάκια, ημίσειαν ώραν νοτίως τών Γαργαλιάνων εντός του ελαιοπεριβόλου Γεωρ. Άρτεμη υψούτο (τώρα έχει πέσει) βράχος μεμονωμένος σχήματος κανονικού ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου· Το ύψος του υπερβαίνει τά δύο μ., το δέ πλάτος τών μεγάλων αυτού πλευρών είναι 2,50μ. Επί τής δυτικής λείας παρειάς τού βράχου καί εις το άνω μέρος αυτής ευρίσκονται λαξευμένα κατά σειράν πέντε κανονικά τετράγωνα κοιλώματα όμοια μέ τάς επί βράχου κόγας, πού βλέπομεν είς τό ιερόν τής Αφροδίτης, τό οποίον συναντώμεν δυτικώς του Δαφνιού καί είς απόστασιν άπ' αυτού 1500 μ. ώς έγγιστα. Ό λαός καί είς τήν Άττικήν καί είς τους Γαργαλιάνους τά κοιλώνατα αυτά, κατ' επέκτασιν καί τήν περιοχήν, αποκαλεί «Ντουλαπάκια»· είναι θέσεις, όπου οί αρχαίοι έθετον τά αναθήματα των, αγαλμάτια καί αγγεία. Όστρακα έκ τής περιοχής ο αρχαιολόγος Φοίβος Σταυρόπουλος τά εύρε διαφόρων εποχών άπό τής κλασσικής μέχρι τής νεωτέρας.
Είς τάς έκβολάς τού Βρυσομύλου διεκινούντο πλοία καί ξένα καί του υποτιθεμένου Κενηρίου, τά όποια προσήγγιζον είς τους λιμένας τής Μεσογείου, επομένως καί τής Αίγύπτου, τής πατρίδος του Πτολεμαίου.
Ό Στράβων δέν παραλείπει ένα πολίχνιον τό Κενήριον, διότι προφανώς το θεωρεί αξιόλογον. Ό Πτολεμαίος αναφέρει τάς έκβολάς του Σέλα δια τήν ιδίαν αιτίαν. Ημείς προσεπαθήσαμεν νά συνδυάσωμεν τήν υπό εκατέρου τών γεωγράφων αποδιδομένην είς εκάτερον τών δύο αυτών τόπων σημασίαν καί έρμηνεύοντες αυτήν νά ταυτίσωμεν τον Σέλαν ποταμόν μέ τον Βρυσόμυλον.


ΣΩΤ. Θ. ΛΥΡΙΤΖΗ
Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΣΕΛΑΣ

47) F.C.H.L. Pouqueville, Voyage de la Grèce, VI, σ. 26.
48) Boryde Saint-Vincent, Expédition scientifique de Morée, section des sciences physiques, I,
Paris 1836, σ. 165 καί σημ. 2.
49) F.C.H.L. Pouqueville, Voyage dans la Grèce, V, Paris 1821, σ. 88.
50) W.M. Leake, Travels, Ι, σ. 74. Resumé géographique de la Grèce... par M.G. M(anos),... Paris
1826, σ. 604. Pouqueville, Voyage de la Grèce, VI, σσ. 20 καί 343.
51) Βλ. A. Philippson, Der Peloponnes, Berlin 1892, σ. 343.
52) Κ. Ν. Σάθα, Μνημεία ελληνικής Ιστορίας, τ. Γ, έν Βενετία 1882, πίν. Ι. Ν. Α. Βέη, ένθ' άνωτ.,
σσ. 609-610. Είς τον χάρτην τοΰ Castaldo σημειοΰται είς τήν περιοχήν Γαργαλιάνων καί είς δύο
θέσεις τοπωνύμιον Gurgulia. Gargaliano δεν σημειοΰται.
53) Χάριτας οφείλω είς τον φιλάρχαιον συμπολίτη ν μου Δ.Ν. Χριστοφιλογιάννην, ό όποιος πολλαπλώς
με έβοήθησεν εις τήν μετά χείρας μελέτην.
54) C. Müller, ένθ' άνωτ., σ. 558.  Περί Αλιάρτου είς Βρυσόμυλον αναφέρει καί ό Π.Γ. Λυριτζής, Οί Γαργαλιανοι. Περιγραφή τής Γερηνίας, είς έφ. Τριπόλεως «Τεγέα», αριθ. φ.10 καί 11 της 14 καί 27 Ίουν. 1897.
55) «Τό Άστυ», αριθ. φ. 2579/20 Ίαν. 1898, σ. 2.  Λόγφ τής συνεχώς ασκούμενης διαβρωτικής
ενεργείας των κυμάτων έπί τής χωμάτινης παραλίας ξηράς τοΰ Βρυσομύλου ή ακτή έχει μετατεθή καί ή
θάλασσα έχει κερδίσει έδαφος. Καί είς άλλα μέρη τα θαλάσσια νερά έχουν σκεπάσει τά παράλια αρχαία λείψανα, δπως είς τήν μεσσηνιακήν Πύλον, είς τόν Άσωπόν τής Λακωνίας καί άλλαχοΰ.
56) G. Kolbe, Inscripsiones Grecae, Vol. V, fasciculus prior..., Berolini 1913, σ. 277.
57) M.N. Valmin, ένθ' άνωτ., σ. 139.
58) Λ. Κολώνα, άνακοίνωσις, «Άρχαιολογικόν Δελτίον», 29(1973-1974), μέρος Β2, σσ. 319-320.
59) Pouqueville, Voyage de la Grèce, VI, σσ. 46, 73. Leake, Travels, Ι, σ. 74. Χάρτης Πελοποννήσου Πέτρου Lapi, Παρίσιοι 1826.
60) Σοφ. Αντωνιάδη, Συμβολή στην ιστορία τής Πελοποννήσου κατά τόν 17ον αίώνα, Τό Άρχείον Grimani, «Χαριστήριον είς Α. Όρλάνδον», τ.Γ Αθήναι 1966, σ. 162.
61) ΓΑΚ. Ύπουργεϊον Δικαιοσύνης, 25 Οκτωβρίου 1830.
62) Πτολεμαίου, 3.14.42.
63) Μελετίου, ένθ' άνωτ., σσ. 370-371.
64) F.C.H.L. Pouqueville, Voyage en Morée, Ι, σσ. 62-63, 344.
65) Pouillon Boblaye, Recherches géographiques sur les ruines de la Morée, Paris 1835, σ. 9.
66) Βλ. C. Müller, είς σχόλιόν του έπί τοΰ Πτολεμαίου, 3.14,42. Ε. Boite, είς Pauly-Wissowa,
RE, 2. Haliartos.  Ό Valmin υποδεικνύει τους Χριστιανούς, χωρίον κείμενον Α των Φιλιατρών, καί
τήν Άχαίαν πηγήν υποθέτει είς τό χωρίον Κόκλα (Études, 102 καί 140).
67) Βλ. Ε. Boite, ένθ' άνωτ.
68) «Είσί δέ καί Ταινάριοι Θήβαι», Στέφ. Βυζάντιος, Εθνικά, λ. Ταίναρον.
69) Κοινά αρχαία ονόματα είς περισσότερος τής μιας θέσεις: 'Ιθώμη, Οιχαλία καί Εύρύτιον, είς Θεσ-
σαλίαν καί Μεσσηνίαν (Ίλ. Β 729), Ποτείδαια είς Χαλκιδικήν καί άλλη άναγιγνωσκομένη είς Inschriften von Olympia, von W. Dittenberger und Κ. Purgold, Berlin 1876, σ. 46, Κυπαρισσίαι δύο, Μεθώναι τρεις, Πύλοι τρεις κλπ. Τό φαινόμενον επαναλαμβάνεται καί είς νέα τοπωνύμια· αναφέρω προχείρως, είς τήν περιφέρειαν Γαργαλιάνων: Μουζάκι, Πάνιτσα, Φλόκα, Σούλι ή Βλαχόρουγα ή Γεράνιο, Καλαντίνα, Βρωμόβρυση, Κουτσουβέρι, Τσίκουζα, Βεργίνα κλπ., τά όποια συναντώνται σήμερον και είς δλλα μέρη της Ελλάδος.
70) Βλ. χάρτην της Τριφυλίας είς περ. «Τριφυλιακή Εστία», τεΰχ. 7-8/1976, σ. Ι.
71) Ό Leake έχει ύπ' δψιν τήν φράσιν του Στράβωνος (Η.4,2,359): «Ήμεν ουν παλαιά Πύλος ή
Μεσσηνιακή ύπο τω Αίγαλέφ πόλις ην, κατεσπασμένης δε ταύτης έπί τω Κορυφασίω τινές αυτών φκησαν», όπου ομιλεί περί της Παλαιπύλου, προς τήν οποίαν έταυτίσθη η θέσις της Χώρας Βολιμίδια, κειμένης είς τους Δ πρόποδας του Ν τμήματος (της Άγιας) του Αιγαλέου όρους· (βλ. Σπ. Μαρινάτου, Πύλος, είς Μεγ. Έλλ. Έγκ. Π. Δρανδράκη, Συμπλήρωμα τ. Δ, σ. 289).
72) F.C.H.L. Pouqueville, Voyage de la Grèce, VI, σ. 26. Ή παρερμηνεία του χωρίου Η.3,23,348 τοΰ Στράβωνος επέφερε μίαν γεωγραφικήν πλάνην κατά το παρελθόν περί τήν λέξιν «πλαταμώδης» πλέον του αιώνος κρατήσασαν· το προσηγορικον δηλαδή «πλαταμώδης» έξελαμβάνετο ώς κύριον όνομα πόλεως ή τόπου.
93) Βλ. W.A. Mac Donald and R.H. Simpson, ένθ'άνωτ.,σ. 237.Κ. Συριοπούλου,ένθ' άνωτ., σσ. 80, 119.

Οι έρευνες του Pylos Regional Archaeological Project

Στα πλαίσια της εκτεταμένης αρχαιολογικής έρευνας επιφανείας του Πανεπιστημίου της Μινεσότα στη δυτική Μεσσηνία (Pylos Regional Archaeological Project) κατά τα έτη 1991-95 ερευνήθηκε και ο αρχαιολογικός χώρος του Βρυσόμυλου.
Τον αρχαιολογικό χώρο τον αναφέρουν με την ονομασία Βρωμονέρι- Αγία Σωτήρα (
G02 Vromoneri Ayia Sotira). Όπως αναφέρουν βρίσκεται 1,2χλμ. Ν του Βρωμονερίου κοντά στην ακτή. Εκτείνεται από την θάλασσα, όπου υπάρχουν ψηλά βράχια, προς τα Α όπου στα 500μ. υπάρχει ένας μικρός λόφος. Ο αρχαιολογικός χώρος έχει έκταση 350μ. (ΒΑ/ ΝΔ)Χ 350μ. (ΒΔ/ ΝΑ). Μεγάλο μέρος του χώρου καλύπτεται από ελαιώνες ενώ υπάρχουν πολλά σύγχρονα σπίτια μέσα σε αυτό.
Στην κορυφή του μικρού λόφου υπάρχουν 13 τάφοι λαξευμένοι στο βραχώδες υπόστρωμα, ενώ στο χωράφι προς τα δυτικά εντοπίζονται πολλοί επεξεργασμένοι αρχιτεκτονικοί λίθοι.
Περίπου 150μ. στα ΝΔ των τάφων, υπάρχει ένα εγκαταλελειμμένο διώροφο σπίτι, ενώ άλλα 150μ. ΝΔ του εγκαταλελειμμένου σπιτιού και περίπου 50μ. από την παραλία, υπάρχει μια μεγάλο υπόγειο κτήριο, 
κατασκευασμένο από τούβλα και κονίαμα. Φαίνεται να χωρίζεται σε πολλά διαμερίσματα. Μπορεί να ήταν δεξαμενή, εγκατάσταση αποθήκευσης ή ακόμη και κατακόμβη.
Το μεγαλύτερο μέρος του κεραμικού υλικού που συλλέχθηκε στην Αγία Σωτήρα ήταν πολύ φθαρμένο, αλλά οι κυρίαρχες περίοδοι που εκπροσωπούνται είναι οι Ελληνιστικοί- Ρωμαϊκοί και πρωτοχριστιανικοί χρόνοι. Τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά ευρήματα περιλαμβάνουν απλές λεκάνες και δοχεία αποθήκευσης, καθώς και πιθανά θραύσματα πλακιδίων Λακωνικού τύπου. Η "Early Modern" αγγειοπλαστική χαρακτηρίζεται από εκλεκτά είδη, όπως πλάκες με σχέδια μπλε λουλουδιών.








Printfriendly