Κατά το διάστημα 26.03.2013-24.04.2013 διενεργήθηκαν εργασίες τοπογραφικής αποτύπωσης και δοκιμαστικών ανασκαφικών τομών στο σπήλαιο «Μαύρη Σπηλιά», το οποίο βρίσκεται κοντά στον Άγιο Νικόλαο Μεσσηνίας. Το σπήλαιο είχε εντοπιστεί το 2012 κατά τη διάρκεια επιφανειακών ερευνών που πραγματοποίησε η EΠΣΝΕ στην περιοχή12. Τότε, ο καθαρισμός μιας φυσικής τομής που βρίσκεται μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου αποκάλυψε μεγάλο αριθμό λίθινων τεχνέργων και οστών μέσα σε στρωματογραφημένες αποθέσεις, και ως εκ τούτου είχε κριθεί σκόπιμο να διερευνηθεί περαιτέρω η αρχαιολογική σημασία του13.
Το σπήλαιο βρίσκεται στα βορειοανατολικά του Αγίου Νικολάου, σε υψόμετρο 38 μ. και σε απόσταση περίπου 800μ. από την ακτή, στους πρόποδες χαμηλού ασβεστολιθικού εξάρματος (Εικ. 6). Πρόκειται για μικρό και σχετικά αβαθές καρστικό έγκοιλο (μέγ. διαστ. μήκ. 20, πλ. 13, ύψ. οροφής 7μ.), το οποίο έχει δημιουργηθεί μέσα σε λατυποκροκαλοπαγικό υπόβαθρο αρενιτικών ασβεστολίθων, πιθανότατα Πλειοκαινικής ηλικίας (ΙΓΜΕ Γεωλογικός Χάρτης 1:50.000). Η «Μαύρη Σπηλιά» αποτελεί τμήμα εκτενούς συμπλέγματος σπηλαίων και βραχοσκεπών που αναπτύσσεται κατά μήκος του ασβεστολιθικού εξάρματος.
Το έξαρμα αυτό σχηματίζεται εν είδει γεωμορφολογικής εγκοπής, η οποία πιθανότατα δημιουργήθηκε από μία ή/ και περισσότερες θαλάσσιες επικλύσεις, όπως συνάγεται από γεωμορφολογικές παρατηρήσεις (ύπαρξη θαλάσσιων αναβαθμίδων, κατά βάση διαβρωσιγενών), καθώς και από την παρουσία απολιθωμένων θαλάσσιων οστρέων μέσα στα ψαμμιτικά μητρικά πετρώματα. Λίθινα τέχνεργα και οστά έχουν εντοπιστεί και σε παρακείμενα καρστικά έγκοιλα, λίγα μόλις μέτρα προς τα ανατολικά-βορειοανατολικά και δυτικά-βορειοδυτικά της «Μαύρης Σπηλιάς», τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης προκειμένου να διαπιστωθεί η έκταση και το πάχος τυχόν σωζόμενων ευρηματοφόρων αποθέσεων και η γεωλογική-στρωματογραφική τους σχέση με τις αποθέσεις της Μαύρης Σπηλιάς.
Στόχοι και Μεθοδολογία
Οι ανασκαφικές εργασίες στο σπήλαιο είχαν δύο βασικούς στόχους:
1) να διερευνηθεί η έκταση των πλειστοκαινικών ανθρωπογενών επιχώσεων μέσα στον κύριο χώρο του σπηλαίου, δηλαδή να γίνει οριζόντια αποκάλυψη των στρωμάτων εφαρμόζοντας την ανασκαφική μέθοδο του «décapage».
2) να γίνει μια πρώτη εκτίμηση της διάταξης και της θέσης των ανθρωπογενών αποθέσεων στη στρωματογραφική ακολουθία του σπηλαίου, ούτως ώστε να ελεγχθεί παράλληλα και ο βαθμός διατάραξης (ή μη) της στρωματογραφίας.
Τις πρώτες μέρες των ερευνών πραγματοποιήθηκαν εργασίες καθαρισμού της βλάστησης που κάλυπτε τον εσωτερικό χώρο και την είσοδο του σπηλαίου. Κατόπιν, το σπήλαιο αποτυπώθηκε με Γεωδαιτικό Σταθμό σε γεωαναφερμένο τοπογραφικό διάγραμμα και δημιουργήθηκε ανασκαφικός κάνναβος (Εικ.7). Μετά το πέρας της τοπογραφικής αποτύπωσης ακολούθησε η διάνοιξη δοκιμαστικών τομών σε επιλεγμένα σημεία του σπηλαίου. Σύμφωνα με το πλέγμα του καννάβου, τα ανασκαφικά τετράγωνα ορίστηκαν σε διαστάσεις 1× 1μ. και οι τομές που ανασκάφηκαν μέσα στα τετράγωνα είχαν διαστάσεις 0,50× 0,50μ., χώριζαν δηλαδή το τετράγωνο σε 4 τεταρτημόρια (A, B, Γ, Δ). Ακολουθώντας τη μεθοδολογία που συνήθως εφαρμόζεται σε ανασκαφές παλαιολιθικών θέσεων14, οι τομές ανοίχτηκαν αφαιρώντας αρχαιολογικές στρώσεις μέγ. πάχ. 0,05μ., οι οποίες παρακολουθούσαν τη γεωμετρία των γεωλογικών στρωμάτων και άλλαζαν με κάθε αλλαγή του γεωλογικού στρώματος. Με το Γεωδαιτικό Σταθμό καταγράφονταν όλα τα ευρήματα μεγαλύτερα των 0,02μ., καθώς και όσα κρίνονταν ως διαγνωστικά (π.χ. δόντια) ή ως «ειδικά ευρήματα» (π.χ. κάρβουνα). Όλες οι αρχαιολογικές και γεωλογικές πληροφορίες σχετικά με την ανασκαφή κάθε (υπο)τετραγώνου καταγράφονταν από τους ανασκαφείς σε ειδικές φόρμες. Επίσης, καθημερινή ήταν η τήρηση ανασκαφικού ημερολογίου και φωτογραφικού καταλόγου. Στο εργαστήριο της ανασκαφής γινόταν ο καθαρισμός, διαλογή και καταγραφή των ευρημάτων, καθώς και η μεταφορά όλων των ανασκαφικών πληροφοριών σε ψηφιακή βάση δεδομένων.
Αποτελέσματα
Μέσα στο χώρο του σπηλαίου ορίστηκαν τέσσερις Ανασκαφικοί Τομείς: Ανασκαφικός Τομέας Α, Ανασκαφικός Τομέας Α / Βόρειο τμήμα, Ανασκαφικός Τομέας Β και Ανασκαφικός Τομέας Γ. Οι δύο πρώτοι τομείς (Α και Α / Βόρειο τμήμα) βρίσκονται στο νότιο τμήμα και κοντά στην είσοδο του σπηλαίου, ενώ οι δύο τελευταίοι (Β και C ) βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του σπηλαίου (Εικ. 8).
Ο Ανασκαφικός Τομέας Γ περιλαμβάνει το υποτετράγωνο 499/506 D και το τετράγωνο 500/506. Το υποτετράγωνο 499/506 D επιλέχθηκε διότι είναι ένα από τα λίγα σημεία του σπηλαίου όπου τα πλειστοκαινικά λιθοποιημένα ιζήματα εντοπίζονται στην επιφάνεια και διατηρούνται ουσιαστικά αδιατάρακτα. Όπως αποδείχτηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ανασκαφής, πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τετράγωνα, στο στρώμα 4 του οποίου βρέθηκαν υπολείμματα καύσεως που υποδεικνύουν την ύπαρξη εστίας. Συγκεντρώσεις στάχτης εντοπίστηκαν και σε άλλο, υποκείμενο στρώμα (GH 7), οπότε στο τετράγωνο αυτό κατά πάσα πιθανότητα διασώζονται τουλάχιστον δύο διαφορετικά επεισόδια καύσεων, τα οποία χωρίζονται από μια ενδιάστρωση (GH 6). Από αυτή την ενδιάστρωση συλλέχθηκε ένα μεσαίου μεγέθους κάρβουνο, το οποίο πρόκειται να σταλεί σε εργαστήριο Αρχαιομετρίας για ραδιοχρονολόγηση με 14C. Επίσης, ένα καμένο λίθινο τέχνεργο από το ίδιο τετράγωνο θα χρονολογηθεί με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας.
Στον Ανασκαφικό Τομέα Β ανασκάφηκαν τα υποτετράγωνα Α και Β του τετραγώνου 495/505. Το τετράγωνο αυτό επιλέχθηκε γιατί συμπίπτει με το κεντρικό σημείο απόθεσης ερυθρών αργιλοπηλωδών ιζημάτων, τα οποία καλύπτουν μια στρογγυλή καρστική κοιλότητα που διαμορφώνεται εν είδει γλυφής πάνω στο ασβεστολιθικό υπόβαθρο.
Ήδη πριν από τη διενέργεια ανασκαφών είχαν εντοπιστεί λίθινα τέχνεργα και οστά τόσο στην επιφάνεια όσο και μέσα (στρωματογραφημένα) στα ερυθρά αργιλικά ιζήματα. Ως εκ τούτου, το ερώτημα υπό διερεύνηση είναι αν η απόθεση αυτή αντιπροσωπεύει μία ιζηματογενή πλήρωση («γέμισμα») της καρστικής κοιλότητας, δηλαδή ένα επεισόδιο μεταφοράς κλαστικού υλικού. Στην περίπτωση αυτή τα ευρήματα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν in situ. Η εν λόγω επίχωση ερυθρών ιζημάτων αφαιρέθηκε ως Στρώμα 1 και στα δύο υποτετράγωνα. Με την αφαίρεση του στρώματος 1, του οποίου τα ιζήματα ήταν μόνο μερικώς συμπαγοποιημένα, εμφανίστηκε υποκείμενο στρώμα με ιζήματα πολύ περισσότερο συμπαγοποιημένα. Το τελευταίο (Στρώμα 2) φαίνεται να αποτελεί τη συνέχεια ισχυρά τσιμεντοποιημένης επίχωσης, η οποία ξεκινά από την άκρη του βορειοδυτικού τοιχώματος του σπηλαίου και φτάνει μέσα στην καρστική κοιλότητα. Μεταξύ των δύο στρωμάτων δεν μεσολαβεί στρωματογραφική ασυνέχεια (π.χ. επίπεδο διάβρωσης), αντίθετα η επαφή τους είναι ομαλή.
Προς το παρόν θεωρούμε ότι το Στρώμα 1 και το Στρώμα 2 ανήκουν στην ίδια χρονοστρωματογραφική ενότητα και η μόνη ή βασική διαφορά τους έγκειται στο βαθμό συμπαγοποίησης. Αν ισχύει η παραπάνω υπόθεση τότε το Στρώμα 1 σχετίζεται χρονοστρωματογραφικά (αν και νεότερο) με τη λιθοποιημένη επίχωση D1, και τα ευρήματα σε αυτό πρέπει να θεωρηθούν ότι βρίσκονται in situ (sensu lato). Όσον αφορά τα ευρήματα, αξιοσημείωτη είναι η παρουσία ενός θραύσματος κάρβουνου, καθώς και το πλήθος καμένων οστών με σημάδια κοπής (cut marks). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι στο τετράγωνο αυτό βρέθηκαν αρκετά οστά τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετική διατήρηση κολλαγόνου.
Ο Ανασκαφικός Τομέας Α περιλαμβάνει τα τετράγωνα 497/494, 498/494, 499/494, 497/495, 498/495, 495/495, 497/496, 498/496, 499/496. Όπως έχει ήδη σημειωθεί15, μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου σώζεται τομή ευρηματοφόρου απόθεσης ορατού μήκ. 10 και πάχ. 1,5 μ., η οποία αποτελείται από ερυθρά κλαστικά λεπτομερή ιζήματα πλούσια σε άργιλο και ανθρωπογενές υλικό. Ο σκοπός της διάνοιξης τομών στον Ανασκαφικό Τομέα Α ήταν να διαπιστωθεί εάν και κατά πόσο τα ιζήματα που εμφανίζονται στην τομή συνεχίζονται και μέσα στο σπήλαιο.
Πράγματι, μετά την αφαίρεση του επιφανειακού εδάφους εμφανίστηκαν λιθοποιημένα ιζήματα, κατά πάσα πιθανότητα πλειστοκαινικής ηλικίας. Όπως αποδείχτηκε από τη μερική ανασκαφή ενός κατώτερου και ενός ανώτερου τμήματος της απόθεσης, η στρωματογραφική συσχέτιση των ιζημάτων αυτών με εκείνα του σπηλαίου δεν είναι σαφής και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για την ίδια χρονο-στρωματογραφική ενότητα, η οποία παρουσιάζει πλευρικά και κατά τόπους λιθολογικές διαφορές που σχετίζονται με επεισόδια διάβρωσης και κατακρημνίσεων της οροφής του σπηλαίου, καθώς και με το γεγονός ότι η περιοχή αυτή βρίσκεται σχεδόν κάτω από τη γραμμή σταγονορροής. Διαφοροποιήσεις στην πυκνότητα των αδρομερών κλαστικών υλικών ή/και στο βαθμό συμπαγοποίησης των ιζημάτων μπορεί να οφείλονται σε αυτούς τους δύο παράγοντες αντίστοιχα (κατακρημνίσεις, σταγονορροή). Σε κάθε περίπτωση, η πυκνότητα των ευρημάτων από τα λιθοποιημένα πλειστοκαινικά ιζήματα αυτού του τομέα ήταν σχετικά χαμηλή, όχι όμως δυσανάλογη της εικόνας που παρατηρείται στο αντίστοιχο τμήμα της τομής που βρίσκεται στην είσοδο του σπηλαίου.
Ο Ανασκαφικός Τομέας Α / Βόρειο τμήμα περιλαμβάνει από Α. προς Δ. τα (υπο)τετράγωνα 501/498 A, 500/498 A και 498/498 A. Τα τετράγωνα αυτά διανοίχτηκαν για να διερευνηθεί κατά πόσο τα λιθοποιημένα ιζήματα του Τομέα Α εκτείνονται προς Β. Στην περιοχή αυτή του σπηλαίου βρισκόταν ένα χαμηλό τοιχίο από διπλή σειρά λίθων, το οποίο διέτρεχε το σπήλαιο με φορά Α.-Δ. και πιθανότατα προϋπήρχε της χρήσης του σπηλαίου από τον πρόγονο του σημερινού ιδιοκτήτη του κτήματος, όπως μας έγινε γνωστό από το θείο του τελευταίου. Ένα πιθανόν αρχαίο σπόλιο, το οποίο διασώζει ορθογώνιες οπές συνδέσμων (;) είχε μάλλον τοποθετηθεί κάποτε εν είδει δόμου στον τοίχο. Το μεγαλύτερο τμήμα του τοίχου αυτού αφαιρέθηκε, αφού πρώτα αποτυπώθηκε φωτογραφικά, καθώς και με το Γεωδαιτικό Σταθμό. Κατά την αφαίρεση των δόμων βρέθηκαν λίγα όστρακα, τα οποία πιθανόν να ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους των ιστορικών χρόνων, αλλά κατά τα άλλα δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί περαιτέρω η ηλικία του τοίχου. Πάντως, λίγοι μόνον από τους ογκόλιθους ήταν σε κάποιες τους πλευρές λαξευμένοι, συνδετικό υλικό δεν υπήρχε και γενικά η τοιχοδομία δεν παρουσίαζε κάποια ιδιαίτερη επιμέλεια. Μετά την απομάκρυνση των ογκολίθων και των λατυπών του εσωτερικού γεμίσματος αποκαλύφθηκαν, στη βάση εδραίωσης του τοίχου, τα πλειστοκαινικά λιθοποιημένα ιζήματα. Σε όλα τα υποτετράγωνα αυτού του τομέα παρατηρήθηκαν οπές βιοαναμόχλευσης, οι οποίες είχαν πληρωθεί από νεότερα, χαλαρά ιζήματα. Οι βιοαναμοχλεύσεις ήταν όμως σαφώς περιορισμένες σε στρώματα (ή επαφές στρωμάτων) με μικρό ή μηδαμινό βαθμό συμπαγοποίησης και απουσίαζαν παντελώς από τις αδιατάρακτες ανθρωπογενείς αποθέσεις, οι οποίες εμφανίζονταν ισχυρά συμπαγοποιημένες. Ειδικότερα στα τετράγωνα 501/498 A και 500/498 A, ο υψηλός βαθμός λιθοποίησης των ιζημάτων οφείλεται στη σχετικά μεγάλη περιεκτικότητα υπολειμμάτων στάχτης και ασβεστιτικών συγκριμμάτων που τσιμεντοποιήθηκαν με τη δράση του νερού. Μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι και στα τετράγωνα αυτά αντιπροσωπεύονται επεισόδια καύσεων, τα οποία, όπως συνάγεται από τις πρώτες και προκαταρτικές παρατηρήσεις, έχουν «σφραγιστεί» στρωματογραφικά από νεότερα (πλειστοκαινικά και ολοκαινικά) στρώματα. Σε όλα τα υπό ανασκαφή τετράγωνα αυτού του Τομέα, τα οστά που βρέθηκαν ήταν σχεδόν όλα καμένα (περίπου το 98%) και ένα μικρό τεμάχιο από κάρβουνο συλλέχθηκε από το 501/498 Α. Επίσης, στο 498/498 Α βρέθηκε συγκέντρωση από λίθινα τέχνεργα τα οποία βρίσκονταν όλα σε οριζόντιες θέσεις. Συνεπώς, όπως ακριβώς παρατηρείται και στον Ανασκαφικό Τομέα Γ (τετράγωνο 499/506 D), οι τομές αυτές αποκάλυψαν in situ ανθρωπογενείς αποθέσεις που σχετίζονται με υπολείμματα εστιών, οι οποίες όπως φαίνεται δεν ήταν οριοθετημένες και είχαν αναφτεί απευθείας στο έδαφος.
Οι τομές στον Ανασκαφικό Τομέα Α / Βόρειο τμήμα διανοίχτηκαν κατά μήκος του τοίχου που απομακρύνθηκε, δηλαδή κατά τον άξονα Χ του καννάβου και κάθετα στον κύριο άξονα των τομών του Ανασκαφικού Τομέα Α. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα τετράγωνα των δύο Τομέων ενώθηκαν σε σχήμα Τ και η ανασκαφή τους έδειξε ότι οι ανθρωπογενείς αποθέσεις του πλειστοκαίνου απαντούν σχεδόν συνεχώς ξεκινώντας από τη φυσική τομή που βρίσκεται έξω από το σπήλαιο, μπροστά στην είσοδό του (Ανασκαφικός Τομέας Α) και μέχρι κάτω από τη σημερινή θέση της γραμμής σταγονορροής της οροφής. Ένας επιφανειακός, πρόχειρος καθαρισμός της περιοχής κοντά στο τετράγωνο 498/498 έδειξε ότι τα ίδια λιθοποιημένα ιζήματα βρίσκονται και στα βόρεια, δυτικά και βορειοδυτικά του Ανασκαφικού Τομέα Α / Βόρειο τμήμα, δηλαδή προς το κέντρο του σπηλαίου.
Ευρήματα
Σχετικά λίγα έως ελάχιστα όστρακα βρέθηκαν στο σπήλαιο, τα περισσότερα στην επιφάνεια του εδάφους ή μέσα στο ανώτατο, επιφανειακό στρώμα. Εκτός από ένα όστρακο το οποίο φαίνεται πως δεν είναι τροχήλατο, όλα τα υπόλοιπα παραπέμπουν σε ιστορικούς χρόνους. Η γενική έλλειψη κεραμικής ή άλλων, νεότερων της παλαιολιθικής, αρχαιολογικών ευρημάτων υποδεικνύουν ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα κατά την αρχαιότητα ή τους βυζαντινούς χρόνους.
Τα περισσότερα από τα λίθινα τέχνεργα (Εικ. 9) είναι κατασκευασμένα σε μαύρο πυριτόλιθο. Για ορισμένα έχει χρησιμοποιηθεί γκρι διαφανής πυριτόλιθος, ενώ λιγότερο απαντώνται ο κόκκινος ραδιολαρίτης, ο κροκεάτης λίθος και ο χαλαζίας. Σύμφωνα με τα τυπολογικά και τεχνολογικά τους χαρακτηριστικά, σχεδόν όλα τα λίθινα τέχνεργα παραπέμπουν στη μέση παλαιολιθική περιόδο. Ακόμα και στο επιφανειακό στρώμα, όπου είναι αναμενόμενο να παρατηρείται μίξη τύπων από διάφορες περιόδους του πλειστοκαίνου και του ολοκαίνου, τα περισσότερα τέχνεργα ανήκουν σε εργαλειοτεχνίες της μέσης παλαιολιθικής. Τόσο σε πυρήνες όσο και σε αποκρούσματα αντιπροσωπεύονται κυρίως η δισκοειδής τεχνική και η τεχνική Levallois.
Η τελευταία περιλαμβάνει μορφότυπους της Levallois λεπιδοειδούς (laminar), αν και όπως φαίνεται επικρατούν η κεντροφερής, η διπολική επαναλαμβανόμενη και η τεχνική πυρήνων κύριας φολίδας (preferential). Όσον αφορά τα τέχνεργα με δευτερογενή επεξεργασία (retouched tools), η λιθοτεχνία της Μαύρης Σπηλιάς χαρακτηρίζεται κυρίως από ξέστρα, πολλά από τα οποία παρουσιάζουν επεξεργασία τύπου Quina, ενώ επίσης συνηθισμένες είναι οι αιχμές και οι λεπίδες. Στην πλειονότητά τους τα εργαλεία έχουν κατασκευαστεί πάνω σε υπόβαθρα φολίδων, το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά των οποίων υποδεικνύουν τη χρήση μικρού έως μεσαίου μεγέθους πυριτολιθικών βοτσάλων ως πρώτης ύλης. Αξίζει επίσης να τονιστεί ότι στο λιθοτεχνικό υλικό της Μαύρης Σπηλιάς αντιπροσωπεύονται όλα σχεδόν τα στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας: πυρήνες, υπόβαθρα (φολίδες και λεπίδες), αποκρούσματα ανανέωσης του επιπέδου επίκρουσης, εργαλεία, έως και πάρα πολύ μικρά απορρίμματα (chips). Πυρήνες και προϊόντα προερχόμενα από τα πρώτα στάδια αποφλοίωσης της πρώτης ύλης είναι λιγοστά και φαίνεται ότι τα υλικά που έφταναν στο σπήλαιο είχαν ήδη υποστεί μια πρώτη κατεργασία.
Σύμφωνα με μια σύντομη και προκαταρκτική μελέτη των οστών, το μεγαλύτερο μέρος του υλικού προέρχεται από μεσαίου μεγέθους βοοειδή και πιθανόν ελαφίδες, ενώ ελάχιστα (1-2) θραύσματα δοντιών μπορεί να ανήκουν σε σαρκοφάγα. Γενικά, σε όλα τα τετράγωνα τα περισσότερα οστά που βρέθηκαν ήταν καμένα και πολλά είχαν σημάδια κοπής από λίθινα εργαλεία.
Συμπεράσματα
Οι ανασκαφικές εργασίες στη Μαύρη Σπηλιά εκπλήρωσαν και τους δύο βασικούς στόχους των φετινών ερευνών.
Η οριζόντια αποκάλυψη των λιθοποιημένων πλειστοκαινικών στρωμάτων έδειξε ότι αυτά εμφανίζονται σε αρκετά μεγάλη έκταση, τόσο μπροστά και στην είσοδο του σπηλαίου, όσο και στο εσωτερικό του. Ταυτόχρονα, η εις βάθος ανασκαφική διερεύνηση απέδειξε ότι σε αρκετά σημεία του σπηλαίου διασώζονται ανθρωπογενείς πλειστοκαινικές αποθέσεις, οι οποίες είναι κατά βάση αδιατάρακτες και συνεπώς προσφέρονται για περαιτέρω διερεύνηση. Ειδικότερα, τα δεδομένα από τα στρώματα που διατηρούν υπολείμματα καύσεων/εστιών σε στρωματογραφική συνάφεια με λίθινα τέχνεργα και καμένα οστά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανασύσταση συμπεριφορικών προτύπων και τη διερεύνηση θεμάτων σχετικών με τη χρήση του χώρου διαχρονικά, δηλαδή για διαφορετικά επεισόδια κατοίκησης, ή συγχρονικά, σε σχέση με το ίδιο επεισόδιο κατοίκησης/χρήσης του σπηλαίου. Εξάλλου, η εξέταση τέτοιου είδους ερευνητικών ερωτημάτων όπως αυτών που άπτονται της χωρικής ανάλυσης (spatial analysis), διευκολύνεται σε περιπτώσεις όπου τα λίθινα τέχνεργα είναι κατασκευασμένα σε καλής ποιότητας πρώτη ύλη και αντιπροσωπεύουν διάφορα τεχνολογικά στάδια – όπως συμβαίνει με τις εργαλειοτεχνίες της Μαύρης Σπηλιάς. Παρόλο που είναι ακόμα νωρίς για να κρίνουμε το βαθμό πυκνότητας των ευρημάτων, τα λίθινα τέχνεργα απαντούν σε αριθμούς ικανούς για λεπτομερή μελέτη της εγχειρηματικής αλυσίδας. Μια προκαταρκτική εξέταση των τεχνέργων υποδεικνύει ότι ένα μεγάλο μέρος της τελικής επεξεργασίας κατά πάσα πιθανότητα λάβαινε χώρα μέσα στο ίδιο το σπήλαιο.
Συμπερασματικά, παρά το σύντομο διάστημα και το διερευνητικό τους χαρακτήρα, οι πρώτες ανασκαφικές εργασίες που διεξήχθησαν στη Μαύρη Σπηλιά απέδωσαν αρκετά ενθαρρυντικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τα οποία η αρχαιολογική σημασία του σπηλαίου φαίνεται να είναι αντίστοιχη αυτής των γειτονικών σπηλαίων Καλαμάκια και Λακωνίς. Τα τελευταία είναι έως τώρα τα μοναδικά σπήλαια της Μάνης στα οποία η παλαιολιθική περίοδος έχει ερευνηθεί ενδελεχώς με πολυετείς συστηματικές ανασκαφές από διεπιστημονικές ομάδες. Όπως δείχνουν τα πρώτα αποτελέσματα, η Μαύρη Σπηλιά μπορεί να προσφέρει νέα σημαντικά δεδομένα, τα οποία θα συμπληρώσουν τις γνώσεις μας για την παλαιολιθική κατοίκηση της Μάνης.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ - ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΒΑΤΗ - ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΟΥΡΛΟΥΚΗΣ - ΝΙΚ ΤΟΜΠΣΟΝ - ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΡΕΦΑΛΛΑΚΗΣ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 68 (2013)
12. Βλ. ΑΔ 67 (2012), Χρονικά, σ. 812-813, όπου το σπήλαιο αναφέρεται ως Άγιος Νεκτάριος 1. Επειδή είναι όμως γνωστό στην περιοχή ως «Μαύρη Σπηλιά», εφεξής θα αναφέρεται με αυτή την ονομασία.
13. Εκτός του προσωπικού της ΕΠΣΝΕ (Ε.Π, Π.Κ.), στην ανασκαφή συμμετείχαν οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου Tubingen Καθ. Κ. Χαρβάτη (παλαιοανθρωπολόγος) και Β. Τουρλούκης (παλαιολιθικός αρχαιολόγος) και οι αρχαιολόγοι Νικ Τόμπσον, Χ. Γαρεφαλλάκης, Γ. Βοσκός και για σύντομο χρονικό διάστημα η συντηρήτρια της Εφορείας μας Γ. Γκιώνη. Την τοπογραφική αποτύπωση έκανε ο τοπογράφος μηχανικός της Εφορείας Θ. Χατζηθεοδώρου.
14. Η ερευνητική ομάδα έχει ανασκάψει επίσης το σπήλαιο Λακωνίς (Χρονικά, ΑΔ 1999-2010) στην Ανατολική Μάνη, στο οποίο απαντώνται συμπαγοποιημένες αποθέσεις της μέσης παλαιολοθικής. Η ανασκαφική μεθοδολογία που ακολουθήθηκε εκεί κρίθηκε επιτυχής για τη διερεύνηση παλαιολιθικών επιχώσεων και υιοθετήθηκε με μικρές τροποποιήσεις.15. Βλ. ΑΔ 67 (2012), Χρονικά, σ. .812.