.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Η κατάληψη της Δυτικής Πελοποννήσου από τους Σταυροφόρους


α) Τά γεγονότα σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τών πηγών

Η ουσιαστική κατάληψη τής δυτικής Πελοποννήσου αρχίζει μετά τήν συνάντηση τού Γουλιέλμου Σαμπλίτη καί τού Γοδεφρίδου Βιλλεαρδουίνου στό Ναύπλιο, όπου, καθώς αναφέραμε, συμφώνησαν νά εγκαταλείψουν τήν πολιορκία τών φρουρίων του Σγουρού καί νά κατευθυνθούν δυτικά. Η γνωριμία όμως καί ίσως καί η μερική κατάκτηση τής δυτικής Πελοποννήσου από ένα τμήμα τών Σταυροφόρων είχε γίνει μερικούς μήνες νωρίτερα.
Σύμφωνα μέ τόν Λατίνο ιστορικό τής Δ Σταυροφορίας, τόν Βιλλεαρδουίνο1, ο ομώνυμος ανεψιός του, Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος, πού είχε λάβει μέρος στήν Δ Σταυροφορία, μετά τήν κατάληψη τής πρωτεύουσας τού Βυζαντίου από τούς Φράγκους αναχώρησε από τήν Συρία, όπου είχε προσεγγίσει μέ τά πλοία του, μέ σκοπό νά φθάσει στήν Κωνσταντινούπολη. Η τύχη όμως κι ο άνεμος έριξαν τόν Φράγκο ευγενή στό λιμάνι τής Μεθώνης, όπου υποχρεώθηκε νά περάσει τό χειμώνα ανάμεσα σέ έχθρικό πληθυσμό. Τότε, ένας από τούς μεγάλους άρχοντες τής περιοχής2 τόν πλησίασε καί τού πρότεινε νά συνεργαστούν μέ σκοπό νά κερδίσουν εδάφη στήν Πελοπόννησο, μιά καί η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει στά χέρια τών Φράγκων καί τό βυζαντινό κράτος είχε διαλυθεί. Ο Βιλλεαρδουίνος δέχτηκε τήν ανεπάντεχη αυτή προσφορά κι έτσι οί δύο φιλόδοξοι ετερόφυλοι ευγενείς κατάκτησαν μαζί «ένα μεγάλο μέρος τής χώρας».
Αργότερα τά πράγματα γύρισαν αντίθετα γιά τόν Βιλλεαρδουίνο. Ό Έλληνας άρχοντας μέ τόν όποιο είχε συνεργαστεί πέθανε καί ό γιός του, πού τόν διαδέχτηκε, «επαναστάτησε» εναντίον του καί τόν «πρόδωσε», μέ αποτέλεσμα τά κάστρα πού είχαν καταλάβει νά εξεγερθούν εναντίον του.
Ο Βιλλεαρδουίνος βρέθηκε σέ δύσκολη θέση καί μαθαίνοντας ότι ό Βονιφάτιος πολιορκούσε τό Ναύπλιο, έσπευσε νά τόν συναντήσει, παίρνοντας μαζί του όσους άντρες μπορούσε. Οί έφιπποι Φράγκοι τού Βιλλεαρδουίνου, μέσα σέ έξι μέρες καί ύστερα από μεγάλους κινδύνους, έφθασαν στό στρατόπεδο τού Βονιφατίου, -στό Ναύπλιο, όπου έγιναν δεκτοί μέ μεγάλες τιμές. Εκεί ό Βιλλεαρδουίνος συνάντησε τόν φίλο του Γουλιέλμο Σαμπλίτη, στόν οποίο, αφού διηγήθηκε τίς περιπέτειες πού είχε στή δυτική Πελοπόννησο, τού πρότεινε νά αφήσουν τό στρατόπεδο τού Βονιφατίου καί νά κατευθυνθούν μαζί πρός τόν «Μορέα»3, μέ σκοπό νά κατακτήσουν νέα εδάφη.
Ό Σαμπλίτης, μαντεύοντας τά οφέλη πού θά αποκόμιζε από τήν εκστρατεία αυτή καί βλέποντας τόν Βιλλεαρδουίνο νά τού ομολογεί υποτέλεια, δέχτηκε καί πήρε άδεια από τόν Βονιφάτιο νά ξεκινήσει.
Γιά τήν κατάκτηση τής δυτικής Πελοποννήσου από τούς Φράγκους αντλούμε πληροφορίες από τίς τρεις γνωστές πηγές (Χρονικό τού Μορέως -Βιλλεαρδουίνος -Χωνιάτης).
Τό Χρονικό τού Μορέως4 αναφέρει ότι μετά τήν απόφασή τους νά εγκαταλείψουν τά φρούρια τού Σγουρού καί νά βαδίσουν πρός τή δυτική Πελοπόννησο, ό Γουλιέλμος Σαμπλίτης καί ό Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος οχύρωσαν τήν Κόρινθο καί αναχώρησαν πρώτα γιά τήν Πάτρα καί έπειτα γιά τήν Ανδραβίδα. Οπως μνημονεύσαμε παραπάνω, τό Χρονικό αναφέρει ότι οί δυό αυτές πόλεις είχαν καταληφθεί από τούς Φράγκους αμέσως μετά τόν ερχομό τού Σαμπλίτη στήν Πελοπόννησο5.
Στήν Ανδραβίδα ο Βιλλεαρδουίνος κάλεσε τούς άρχοντες τής πεδινής δυτικής Πελοποννήσου καί τούς συμβούλεψε νά υποταχθούν στόν νέο κύριό τους, γιά νά σταματήσουν οί φόνοι καί οί αιχμαλωσίες. Οί άρχοντες των πεδινών περιοχών αλλά καί τής «Μεσαρέας», τής περιοχής δηλ. γύρω από τήν Άκοβα6, δέν άργησαν νά δηλώσουν υποταγή, μέ αντάλλαγμα τή διατήρηση τών περιουσιών τους. Καί πάλι ό Βιλλεαρδουίνος, πού παρουσιάζεται από τό Χρονικό ώς «φρόνιμος» καί άριστος στό νά δίνει συμβουλές, υπέδειξε στόν κύριό του, Γουλιέλμο Σαμπλίτη, όσο καιρό είχαν στή διάθεσή τους τό στόλο, νά προχωρήσουν καί νά πολιορκήσουν τά παραθαλάσσια φρούρια. Ό Σαμπλίτης συμφώνησε καί υύστερα από λίγο τό Ποντικόκαστρο7, μικρό φρούριο κοντά στό ακρωτήριο Κατάκωλο, περιήλθε στά χέρια τους. Η Γαλλική παραλλαγή του Χρονικού δέν αναφέρει καθόλου τό Ποντικόκαστρο, ενώ η Αραγωνική παραλλαγή μνημονεύει ότι τό φρούριο αυτό ήταν έρημο, κατασκευασμένο από παλιά, πού οί Φράγκοι τό επιδιόρθωσαν καί τό ονόμασαν Belveder8.
Σ’ αυτό τό σημείο η Αραγωνική επίσης παραλλαγή του Χρονικού τού Μορέως κάνει λόγο γιά τό κάστρο Αράκλοβο , πού έγινε ξακουστό από τόν γενναίο υπερασπιστή του, Δοξαπατρή Βουτσαρά9. Μετά τό Ποντικόκαστρο, οί Φράγκοι, αναφέρει, εισχώρησαν στά Σκορτά, στό ορεινό δηλ. τμήμα τής δυτικής Πελοποννήσου, όπου βρήκαν ένα οχυρότατο κάστρο, τό Αράκλοβο (Bucelet)10. Ο κύριος του κάστρου ήταν εξαιρετικά δυνατός. «Τό ρόπαλό του ήταν τόσο βαρύ, ώστε ένας άντρας δέν μπορούσε νά τό σηκώσει μέ τό ένα χέρι καί η ασπίδα πού έφερνε ζύγιζε περισσότερο από 150 λίβρες». Ό γενναίος υπερασπιστής τού κάστρου επιχειρούσε συχνές εξόδους, συγκρουόταν μέ τούς Φράγκους καί τούς προξενούσε μεγάλες φθορές.


Βλέποντας οί Φράγκοι ότι ήταν αδύνατο νά καταλάβουν τό Αράκλοβο, άφησαν ένα τμήμα τους νά πολιορκεί τό κάστρο καί oí υπόλοιποι αναχώρησαν γιά τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Τό αράκλοβο είναι τό μοναδικό κάστρο τής δυτικής Πελοποννήσου γιά τό οποίο αναφέρεται σέ πηγή ότι πολιορκήθηκε. Φαίνεται ότι δέν ήταν δυνατό νά καταληφθεί μέ έφοδο, γιατί ήταν απόκρημνο.
Στήν Αρκαδιά δέν υπήρχε λιμάνι ν’ αράξουν τά καράβια τους κι έτσι αποφάσισαν νά αποχωρήσουν, μερικοί όμως στρατιώτες από τό πεζικό τους έκαναν έφοδο καί μπήκαν στό «μπούρκος», στό μέρος δηλ. τής πόλης πού βρισκόταν έξω από τά τείχη11, σκοτώνοντας όσους δέν πρόλαβαν νά καταφύγουν στό κάστρο. Από τήν Κυπαρισσία οί Φράγκοι συνέχισαν νά βαδίζουν νότια, μέ κατεύθυνση τή Μεθώνη. Η Γαλλική παραλλαγή του Χρονικού μνημονεύει οτι πέρασαν καί από τήν Πύλο (port de Junch)12, πού προφανώς έπεσε στά χέρια τους. Πρόκειται βέβαια γιά τό παλαιό κάστρο τής Πύλου, του οποίου τά ερείπια σώζονται ώς σήμερα στό λόφο πού υψώνεται στό βάθος του λιμανιού. Τό νέο Ναυαρίνο βρίσκεται στή βόρεια είσοδο του λιμανιού καί χτίστηκε στά νεότερα χρόνια. Στή Μεθώνη βρήκαν τό φρούριο κατεστραμμένο από τούς Βενετούς, γιατί σύμφωνα μέ τό Χρονικό, ελληνικά πειρατικά καράβια χρησιμοποιούσαν τό λιμάνι του ώς ορμητήριο, μέ αποτέλεσμα νά προξενούν ζημιές στό βενετικό στόλο. Η Κορώνη, οπου στή συνέχεια έφθασαν οί Φράγκοι, δέ βρισκόταν σέ πολύ καλύτερη κατάσταση, αφού, σύμφωνα καί πάλι μέ τό Χρονικό «ηύραν τό κάστρον αχαμνόν από τειχέα καί πύργους». Τό βυζαντινό φρούριο τής Κορώνης είχε χτιστεί πάνω σέ μικρή χερσόνησο, πιθανότατα στά τέλη του ΣΤ ή στόν Ζ αιώνα. Τό λιμάνι της, μολονότι αποτελούσε σταθμό τού βυζαντινού στόλου, όπως καί τό λιμάνι τής γειτονικής Μεθώνης, δέν είχε τή σπουδαιότητα πού απέκτησε αργότερα. Τό κάστρο ήταν μικρό -ό Edrisi κατατάσσει τήν Κορώνη ανάμεσα στίς μικρές πόλεις τής Πελοποννήσου- καί οί οχυρώσεις της όχι τόσο αξιόλογες. Αργότερα οί Βενετοί περιέλαβαν τίς βυζαντινές οχυρώσεις μέσα στίς δικές τους, οί οποίες ήταν ευρύτερες καί πολύ ισχυρότερες. Οί Φράγκοι περικύκλωσαν τό κάστρο μέ τά καράβια καί τό στρατό τους καί ανάγκασαν τούς κατοίκους του νά τό παραδώσουν13, μέ τή συμφωνία νά κρατήσουν τά σπίτια τους καί τήν περιουσία τους. Μολονότι τό κάστρο ήταν «αχαμνόν», η μάχη ήταν αρκετά σκληρή, ενώ χρησιμοποιήθηκαν καί πολιορκητικές μηχανές. Γιά τό κάστρο τής Καλαμάτας η Ελληνική παραλλαγή τού Χρονικού μνημονεύει οτι ήταν «αχαμνόν», καί ότι τό είχαν «ώς μοναστήριν»14. Η ταύτιση φρουρίου μέ μοναστήρι δέν ήταν κάτι τό ασυνήθιστο στήν εποχή τών Κομνηνών καί τών Αγγέλων15. Η Γαλλική παραλλαγή τού Χρονικού αναφέρει ότι οί κάτοικοι τής Καλαμάτας, μόλις έμαθαν ότι ή Κορώνη κυριεύτηκε μέ τά όπλα, παράδωσαν τό κάστρο μέ τή θέλησή τους16, σέ αντίθεση μέ τήν Ελληνική παραλλαγή στήν οποία αναφέρεται ότι τό κάστρο πάρθηκε «από σπαθιού».
Οί επιτυχίες των Φράγκων ανάγκασαν τούς Ελληνες τής κεντρικής καί τής νότιας Πελοποννήσου νά συγκεντρωθούν, μέ σκοπό νά αντιμετωπίσουν τούς εισβολείς σέ ανοιχτή μάχη. Οί Ελληνες μαχητές προέρχονταν από τίς πόλεις Νίκλι καί Βελιγοστή τής Αρκαδίας, από τή Λακεδαίμονα καί από τά χωριά τού Λάκκου Μεσσηνίας. Σ’ αυτούς ήρθαν νά προστεθούν καί μερικοί Σλάβοι Μηλιγκοί, από τήν περιοχή τού Ταϋγέτου, κι έτσι συγκεντρώθηκαν 4.000 μαχητές, πεζοί καί ιππείς. Η μάχη έγινε σέ μιά άγνωστη θέση, τούς Κηπησκιάνους (Καψικία), «όπου τό κράζουν όνομα στόν Κούντουραν ελαιώνα»17 καί ήταν νικηφόρα γιά τούς Φράγκους, μολονότι δέν αριθμούσαν πάνω από 700 μαχητές, πεζούς καί ιππείς. Ήταν η μοναδική μάχη πού έδωσαν οί Ελληνες εναντίον των Φράγκων σέ ανοιχτό χώρο καί πού έκρινε τήν έκβαση τών πραγμάτων.
Ύστερα από τήν αποφασιστική αυτή μάχη, οί ντόπιοι κάτοικοι συμβούλεψαν τόν Γουλ. Σαμπλίτη νά διαλύσει τό στόλο του καί νά προχωρήσει πρός τή Βελιγοστή καί τό Νίκλι τής κεντρικής Πελοποννήσου, «χώρες προεστές εις όλον τόν Μορέαν», πού βρίσκονταν χτισμένες σέ κάμπο καί πού η κατάληψή τους θά ήταν εύκολη. Ό Φράγκος αρχηγός διέλυσε πράγματι τό στόλο του, αφού στό μέλλον θά τού ήταν άχρηστος, όσον αφορά όμως τή συνέχιση τών επιχειρήσεων, ό Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος είχε τή γνώμη πώς, πρίν πάνε στό κέντρο τής χερσονήσου, έπρεπε νά ξεκαθαρίσουν μέ τήν Αρκαδιά, πού, όπως αναφέραμε, είχαν αποφύγει νά πολιορκήσουν, καί μέ τό Αράκλοβο. Σχετικά μέ τό τελευταίο φρούριο, είχαμε τήν εύκαιρία νά μνημονεύσουμε ότι η Αραγωνική παραλλαγή τού Χρονικού θέτει τήν πολιορκία του στήν αρχή τών επιχειρήσεων καί μετά τήν κατάληψη τού Ποντικόκαστρου, η Ελληνική όμως παραλλαγή τού Χρονικού μνημονεύει γιά πρώτη φορά τό Αράκλοβο σ’ αυτό τό σημείο, πληροφορώντας μας ότι ήταν πολύ οχυρό φρούριο καί ότι ό υπερασπιστής του, Δοξαπατρής Βουτσαράς, ήταν «μέγας στρατιώτης».
Ό Σαμπλίτης ακολούθησε τή συμβουλή τού Βιλλεαρδουίνου κι έτσι οί Φράγκοι κατευθύνθηκαν πρός τήν Αρκαδιά καί στρατοπέδευσαν στόν κάμπο της. Ο Σαμπλίτης ζήτησε τήν παράδοση τού κάστρου, οί κάτοικοι όμως τής Αρκαδίας, έχοντας εμπιστοσύνη στήν οχυρότητα τού φρουρίου τους, αρνήθηκαν κάθε συνδιαλλαγή. Πράγματι, τό κάστρο, χτισμένο πάνω στό βράχο, σέ θεμέλια αρχαίου ελληνικού φρουρίου, ήταν πολύ ισχυρό18.
Μιά σειρά από μικρότερα βράχια χωρίζει τίς οχυρώσεις του σέ δύο τμήματα. Τό βορινό, μικρότερο αλλά ψηλότερο, αποτελούσε τό γουλά τού κάστρου. Στό τμήμα αυτό δεσπόζει μεγάλος τετράγωνος πύργος, κατασκευασμένος από αρχαίο υλικό. Σ’ αυτόν τόν πύργο πρέπει νά αναφέρεται καί τό Χρονικό, αφού μας πληροφορεί ότι ήταν «δυνατός», φτιαγμένος από τήν εποχή τών «Ελλήνων» 19. Οταν ό Σαμπλίτης κατάλαβε ότι οί κάτοικοι δεν είχαν σκοπό νά παραδώσουν τό φρούριο, διέταξε νά στήσουν τίς πολιορκητικές μηχανές καί νά τό χτυπούν άπ’ όλα τά μέρη. Η έφοδος ήταν τόσο βίαιη πού οί υπερασπιστές πείστηκαν ότι ήταν αδύνατο νά αντέξουν καί αναγκάστηκαν νά παραδώσουν τό κάστρο, μέ αντάλλαγμα τή διατήρηση τών περιουσιών τους.
Ό ιστορικός Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος μνημονεύει μόνο τίς πολεμικές επιχειρήσεις τής Μεσσηνίας, μέ κορυφαίο γεγονός τή μοναδική μάχη πού αναφέρει καί τό Χρονικό. Μετά τήν αναχώρησή τους από τό στρατόπεδο του Βονιφατίου, στό Ναύπλιο, αναφέρει, οί δύο Φράγκοι ευγενείς έφθασαν στή Μεθώνη, έχοντας μαζί τους εκατό περίπου Ιππότες καί αρκετούς ακόλουθους. Τή στιγμή αυτή ό Βιλλεαρδουίνος εμφανίζει στή σκηνή ενα άλλο πρόσωπο, τόν Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό (Μιχάλη, όπως τόν ονομάζει), ηγεμόνα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους τής Ηπείρου20. Ό Μιχαήλ, μόλις πληροφορήθηκε ότι οί εισβολείς διέθεταν πολύ λίγο στρατό, συγκέντρωσε όσους άντρες μπορούσε καί αποφάσισε νά τούς επιτεθεί, μέ τήν πεποίθηση, ότι θά τούς νικήσει. Οί Φράγκοι αναγκάσθηκαν νά αφήσουν τή Μεθώνη καί νά βαδίσουν πρός τό εσωτερικό, πιθανότατα βορειοανατολικά, όπου καί συνάντησαν τό στρατό του Μιχαήλ υστέρα από μιας μέρας δρόμο.
Μολονότι οί Φράγκοι αριθμούσαν τό ένα δέκατο τών δυνάμεων τών Ελλήνων (πεντακόσιοι πρός πέντε χιλιάδες), κέρδισαν τή μάχη καί γύρισαν θριαμβευτικά στή Μεθώνη, φέρνοντας μαζί τους όσα λάφυρα καί άλογα έμειναν στό πεδίο τού αγώνα21. Μετά τή λαμπρή νίκη τους οί Φράγκοι κατευθύνθηκαν πρός τήν Κορώνη, τήν οποία πολιόρκησαν καί κατέλαβαν.
Ό Γουλιέλμος Σαμπλίτης, ύστερα από τήν οχύρωση τής σημαντικής αυτής πόλης, τήν οποία παραχώρησε στόν συναγωνιστή του Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο, προώθησε τίς δυνάμεις του στήν Καλαμάτα, η οποία, αντίθετα άπ’ο,τι αναφέρει τό Χρονικό τού Μορέως, ήταν ωραιότατο καί ισχυρότατο κάστρο. Εδώ οί Φράγκοι βρήκαν μεγάλη αντίσταση καί αναγκάστηκαν νά πολιορκούν τό φρούριο γιά πολλές μέρες, ώς ότου τελικά τό κατέλαβαν. Η πτώση τής Καλαμάτας είχε ώς αποτέλεσμα τήν υποταγή μεγάλου μέρους τών Ελλήνων τής γύρω περιοχής.
Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης22 περιγράφει συνοπτικότατα τήν πορεία τού φραγκικού στρατού στήν Πελοπόννησο, διανθίζοντας τό λόγο του μέ ρητορικά στοιχεία, μέσα από τά οποία μπορούμε νά διακρίνουμε ότι, μετά τήν κατάληψη τής Κορίνθου καί τού Αργους, οί Φράγκοι απέφυγαν νά προχωρήσουν νότια, πρός τήν Λακωνία, γιατί γνώριζαν ότι εκεί θά βρούν ισχυρή αντίσταση. Ετσι λοιπόν κατευθύνθηκαν πρός τήν Αχαΐα καί στή συνέχεια νότια, πρός τή Μεσσηνία (Μεθώνη καί Πύλο), περιοχές πού έπεσαν ευκολότατα στά χέρια τους.
Τά προβλήματα πού δημιουργούνται μετά τήν παράθεση τής περιγραφής τών πολεμικών επιχειρήσεων από τίς πηγές είναι πολλά, αφού οί δύο λεπτομερέστερες απ’αυτές, τό Χρονικό καί ό Βιλλεαρδουίνος, περιγράφουν διαφορετικά τά γεγονότα. Τό πρώτο πρόβλημα πού παρουσιάζεται είναι η δράση τού Βιλλεαρδουίνου στή δυτική Πελοπόννησο, ώς τό χρονικό εκείνο σημείο πού τήν εγκατέλειψε γιά νά μεταβεί στό Ναύπλιο. Μεγαλύτερα προβλήματα παρουσιάζονται ύστερα από τή συνάντηση τών δύο Φράγκων ευγενών, αφού τό Χρονικό μνημονεύει ότι ή κατάκτηση άρχισε από βόρεια, ενώ ό Βιλλεαρδουίνος αρχίζει τήν αφήγησή του από τή Μεθώνη.
Ετσι, είναι δύσκολο νά παρακολουθήσουμε τήν πορεία τού φραγκικού στρατού. Άρχισε από τή Μεθώνη, ή μήπως ό Βιλλεαρδουίνος διάλεξε νά μάς περιγράφει μόνο ένα μέρος τών γεγονότων στή Μεσσηνία, όπου έγινε καί η μοναδική σέ ανοιχτό έδαφος μάχη; Ακόμη καί ανάμεσα στίς παραλλαγές τού Χρονικού υπάρχουν διαφορές πού δυσκολεύουν περισσότερο τά πράγματα. Πολλά έρωτηματικά παραμένουν γύρω από τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τή μοναδική μάχη τής Μεσσηνίας. Πού έγινε η μάχη, πότε έγινε, ποιός ήταν ό αρχηγός της καί ποιοί τήν υποστήριξαν είναι ερωτήματα πού μένουν ακόμη αναπάντητα. Εδώ θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε μιά απάντηση, παίρνοντας τά πράγματα μέ τή σειρά.


β) Η άφιξη τού Βιλλεαρδουίνου στη δυτική Πελοπόννησο, πρίν από την κάθοδο του Βονιφατίου
Ό ιστορικός Βιλλεαρδουίνος είναι ό μόνος πού μνημονεύει τήν άφιξη τού ανεψιού του Γοδεφρίδου στή Μεθώνη, μέ πλοίο, καί τήν παραμονή του στή δυτική Πελοπόννησο, τό χειμώνα τού 1204-5 23. Προτιμούμε τήν είδηαη αυτή τού Λατίνου χρονογράφου από εκείνη τού Χρονικού τού Μορέως, πού αναφέρει ότι ό Βιλλεαρδουίνος έφτασε στήν Πελοπόννησο από τό μέρος τού Ισθμού, μαζί μέ τόν Βονιφάτιο. Δυστυχώς όμως οί πληροφορίες τού Βιλλεαρδουίνου είναι γενικές καί αόριστες καί δέ γνωρίζουμε ουτε τό όνομα τού Έλληνα άρχοντα πού συνεργάστηκε μαζί του, ούτε τήν περιοχή πού κατέλαβαν24, ούτε, άν, μετά τήν «προδοσία» του γιού τού Ελληνα άρχοντα, έμεινε κανένα από τά κάστρα πού είχαν καταλάβει οί δυό σύμμαχοι στά χέρια τών Φράγκων. Η έλλειψη στοιχείων καθιστά αδύνατη τήν απάντηση στά δύο τελευταία ερωτήματα, πού μάς ενδιαφέρουν περισσότερο, άν συγκρίνουμε όμως τίς αφηγήσεις τών παραλλαγών τού Χρονικού μέ εκείνη τού Βιλλεαρδουίνου, μπορούμε νά σημειώσουμε γιά τά γεγονότα τής κατάκτησης τής δυτικής Πελοποννήσου τά εξής: Όπως είχαμε τήν ευκαιρία νά δούμε, σύμφωνα μέ τό Χρονικό τού Μορέως, η κατάκτηση τής Πελοποννήσου από τούς Φράγκους άρχισε από τό δυτικό μέρος της χερσονήσου μέ τόν Γουλιέλμο Σαμπλίτη, πού έφτασε εκεί μέ πλοία. Κατόπιν η κατάκτηση διακόπηκε, επειδή ό Σαμπλίτης αναχώρησε γιά τήν Κόρινθο, καί ξανάρχισε λίγους μήνες αργότερα μέ τή συνεργασία τού Βιλλεαρδουίνου, πού είχε στό μεταξύ φθάσει στήν Πελοπόννησο μαζί μέ τόν Βονιφάτιο. Χωρίζεται δηλ. η κατάληψη τής δυτικής Πελοποννήσου σέ δυό φάσεις -στήν πρώτη, υπό τήν ηγεσία τού Σαμπλίτη, καί στή δεύτερη -τήν ευρύτερη- υπό τήν ηγεσία καί τών δύο Φράγκων εύγενών. Σύμφωνα μέ τήν αφήγηση του Βιλλεαρδουίνου, τά πράγματα δέν αλλάζουν καί πολύ, άν λάβουμε υπόψη οτι ό ομώνυμος ανεψιός του, πού άρχισε τήν κατάληψη τής δυτικής Πελοποννήσου από τή Μεθώνη, έφτασε επίσης από τή θάλασσα καί οτι η κατάκτηση, μετά τήν εσπευσμένη αναχώρησή του γιά τό Ναύπλιο, χωρίζεται επίσης σέ δύο φάσεις. Η διαφορά έγκειται στήν αλλαγή του ρόλου τών πρωταγωνιστών, στό διαφορετικό σημείο απόβασης καί στίς διαφορετικές συνθήκες κατάκτησης. Δέν αποκλείεται λοιπόν η απόβαση του Σαμπλίτη, πού περιγράφεται στό πολύ μεταγενέστερο Χρονικό, νά είναι ό απόηχος τής άφιξης του Γοδεφρίδου Βιλλεαρδουίνου στή δυτική Πελοπόννησο.
Σύμφωνα μέ τόν ιστορικό Βιλλεαρδουίνο, μετά τήν εξέγερση τών Ελλήνων τής Δυτ. Πελοποννήσου, ό Γοδεφρίδος αναγκάστηκε νά πάρει μαζί του όσους ιππότες μπορούσε καί ύστερα από έξι ημερών πορεία μέσα σέ εχθρική χώρα νά φτάσει στό στρατόπεδο του Βονιφατίου, στό Ναύπλιο25.
Τούτο σημαίνει οτι στή Μεθώνη άφησε ένα τμήμα τών ανδρών του, ίσως τό μεγαλύτερο, τούς οποίους καί ξαναβρήκε, όταν αργότερα επέστρεψε εκεί, μέ συνοδεία τόν Γουλιέλμο Σαμπλίτη; Τά τείχη τής Μεθώνης, σύμφωνα με τόν Βιλλεαρδουίνο, ήταν γκρεμισμένα, -τό ίδιο αναφέρεται όπως είδαμε καί στό Χρονικό του Μορέως26- καί επισκευάστηκαν από τούς ίδιους τούς Φράγκους, ύστερα από τήν επιστροφή τους, όταν έμαθαν οτι έρχεται εναντίον τους ελληνικός στρατός, μέ σκοπό νά αφήσουν εκεί τίς αποσκευές τους καί τούς άνδρες πού ήταν ελαφρά οπλισμένοι27. Άν δεχτούμε όμως ότι ώς εκείνη τή στιγμή η Μεθώνη ήταν ανοχύρωτη, πρέπει επίσης νά δεχτούμε οτι ήταν πολύ δύσκολο νά μείνει εκεί ένας μικρός άριθμός ανδρών κατά τή διάρκεια τής απουσίας του Βιλλεαρδουίνου, όταν μάλιστα οί ντόπιοι είχαν εξεγερθεί εναντίον τους.
Άγνωστη παραμένει καί η πορεία του Βιλλεαρδουίνου από τή Μεθώνη ώς τό Ναύπλιο. Ο συντομότερος δρόμος πού ένωνε τίς δύο πόλεις ήταν εκείνος πού περνούσε, όπως περίπου καί σήμερα, από τήν κεντρική Πελοπόννησο καί αυτόν έπρεπε νά πάρουν ό Βιλλεαρδουίνος καί οί ιππότες του. Η απόσταση αυτή καλύπτεται από έναν ιππέα σέ τρεις περίπου μέρες28, ό Βιλλεαρδουίνος όμως χρειάστηκε διπλάσιο χρόνο. Επομένως, ό Φράγκος ευγενής ή πρέπει νά βρήκε μεγάλες δυσκολίες καί νά συγκρούστηκε μέ τίς κατά τόπους φρουρές, ή τό πιθανότερο, νά πήρε τόν περιφερειακό δρόμο, μέσω Πάτρας καί Κορίνθου, πού ήταν περίπου διπλάσιος σέ μήκος, αλλά ομαλότερος29. Στή δεύτερη περίπτωση θά απέφευγε νά περάσει μέσα από στενά καί από περιοχές όπου οί κάτοικοι ήταν πολεμικότεροιαπό εκείνους των πεδινών εκτάσεων. Εξάλλου ό περιφεριακός δρόμος πού περνούσε από τή δυτική Πελοπόννησο πρέπει νά του ήταν κατά τό μεγαλύτερο μέρος γνωστός. Από τήν Αχαΐα ώς τήν Κόρινθο ήταν παραλιακός καί στή συνέχεια, τό πιό επικίνδυνο σημείο τού τμήματος Κορίνθου- Άργους, τό στενό τού Αγιονορίου, κατεχόταν ήδη από τούς Φράγκους30.
Είναι πολύ πιθανό ό Βιλλεαρδουίνος, μετά τήν κατάληψη ενός αρκετά μεγάλου τμήματος τής δυτικής Πελοποννήσου, νά είχε απομακρυνθεί από τή βάση του, τή Μεθώνη, καί νά κατέφυγε στό στρατόπεδο του Βονιφατίου, ξεκινώντας από τήν πλούσια περιοχή τής ΒΔ Πελοποννήσου. Σύμφωνα μέ τόν ιστορικό Βιλλεαρδουίνο, όταν ό Φράγκος ευγενής συνάντησε τόν Σαμπλίτη, στό Ναύπλιο, καί του πρότεινε νά κατακτήσουν μαζί τό δυτικό τμήμα τής χερσονήσου, τόν πληροφόρησε ότι ερχόταν από τόν «Μορέα» καί όχι από τήν Μεθώνη31. Ίσως, λοιπόν, ό Βιλλεαρδουίνος είχε κατακτήσει τήν περιοχή εκείνη γιά τήν οποία τό Χρονικό τού Μορέως μάς πληροφορεί ότι τήν κατέλαβε ό Σαμπλίτης πρίν προχωρήσει γιά τήν Κόρινθο.


γ) Η πορεία του φραγκικού στρατού από τήν Πάτρα ώς τήν Κορώνη καί τήν Καλαμάτα. Η θέση καί η πολιορκία τού Αρακλόβου
Μεγαλύτερες δυσκολίες παρουσιάζονται στήν παρακολούθηση τής πορείας πού ακολούθησαν οί Φράγκοι, κατά τήν κατάληψη τής δυτικής Πελοποννήσου. Η Ελληνική καί η Γαλλική παραλλαγή τού Χρονικού αναφέρουν ότι ό φραγκικός στρατός από τήν Κόρινθο κατευθύνθηκε στήν Πάτρα καί στή συνέχεια στήν Ανδραβίδα, στό Ποντικόκαστρο32, στήν Αρκαδιά (πού δέν καταλείφθηκε) στην Πύλο (Πόρτο Τζόνκ)33, στή Μεθώνη, στην Κορώνη καί στην Καλαμάτα. Στή συνέχεια μνημονεύονται η μάχη πού έγινε στόν «Κούντουραν ελαιώνα», η κατάληψη τής Αρκαδίας καί τό όνομα του Αρακλόβου. Στήν Αραγωνική παραλλαγή η πορεία είναι περίπου η ιδια, η πολιορκία όμως του Αρακλόβου τοποθετείται περίπου στήν αρχή, μετά τό Ποντικόκαστρο, καί όχι στό τέλος των επιχειρήσεων.
Όπως καί στή Γαλλική παραλλαγή, τό επεισόδιο τής μοναδικής μάχης στόν Κούντουρα ελαιώνα παραλείπεται. Ό Βιλλεαρδουίνος, πού, όπως αναφέραμε, είναι πιό αξιόπιστη πηγή από τό Χρονικό, μεταφέρει τούς Φράγκους απευθείας στή Μεθώνη, αμέσως έπειτα αναφέρει τή μάχη μέ τόν ηγεμόνα τής Ηπείρου Μιχαήλ Δούκα καί στή συνέχεια τήν κατάληψη τής Κορώνης καί τής Καλαμάτας. Τέλος, ό Νικήτας Χωνιάτης, μετά τήν Κόρινθο, αναφέρει απλώς ότι οί Φράγκοι κατευθύνθηκαν πρός τήν Αχαΐα καί τή Μεσσηνία.
Τό πρόβλημα είναι άν η φραγκική κατάκτηση άρχισε από τήν Πάτρα, όπως αναφέρει τό Χρονικό, ή από τή Μεθώνη, όπως φαίνεται ότι αναφέρει ό ιστορικός Βιλλεαρδουίνος. Οί περισσότεροι από τούς νεότερους μελετητές αποδέχονται τήν πορεία πού ορίζεται στό Χρονικό34 καί ελάχιστοι αναφέρουν ότι οί Φράγκοι, μετά τό Ναύπλιο, κυρίευσαν πρώτα τή Μεθώνη35.
Ειδικά ó Loenertz υποστηρίζει τήν δεύτερη εκδοχή όχι μόνο γιατί ό Βιλλεαρδουίνος έπρεπε νά συναντήσει τούς στρατιώτες πού είχε αφήσει στή Μεθώνη, αλλά καί γιατί αισθάνεται τήν ανάγκη νά προσδιοριστεί ποιός έθεσε στή διάθεση τών Φράγκων τά πλοία πού χρησιμοποίησαν κατά τίς επιχειρήσεις τους στή δυτική Πελοπόννησο. Δέχεται λοιπόν ότι ό στόλος δέν μπορούσε νά είναι βενετικός -οί Βενετοί μόλις τό 1209 ήρθαν σέ συμφωνία μέ τόν Βιλλεαρδουίνο- αλλά γενουατικός, αφού γνωρίζουμε ότι οί Γενουάτες βρίσκονταν ήδη στή Μεθώνη. Ή συνεργασία τών Φράγκων μέ τούς Γενουάτες, συνεχίζει, είχε ώς συνέπεια νά ενταθούν οί σχέσεις Βενετών- Σταυροφόρων καί οί πρώτοι νά αποσπάσουν λίγο αργότερα (1206-7) τή Μεθώνη καί τήν Κορώνη από τούς δεύτερους36. Υποστηρίζει, λοιπόν ό Loenertz ότι μετά τήν άφιξή τους στή Μεθώνη, τή μάχη μέ τόν Μιχαήλ Άγγελο Δούκα καί τήν κατάληψη τής Κορώνης καί τής Καλαμάτας, Φράγκοι καί γενουατικά πλοία έφθασαν βόρεια ώς τήν Πάτρα, καί από εκεί προχώρησαν σιγά-σιγά νότια, κυριεύοντας όσα φρούρια συναντούσαν στό δρόμο τους. Ετσι, στήν περαιτέρω εξιστόρηση τών γεγονότων, συμφωνεί μέ τό Χρονικό του Μορέως καί εξηγεί «τή γέννηση τής μυθικής παράδοσης, πού θέλει νά αρχίζει η κατάκτηση του Μορέως μέ τήν κατάληψη τής Πάτρας, όπου ó Γουλιέλμος Σαμπλίτης ξεμπάρκαρε τό Μάη (1205;) μέ προέλευση τή Βενετία». Ωστόσο πρέπει νά παρατηρήσουμε ότι στό ίδιο τό Χρονικό η κάθοδος αυτή τών Φράγκων διακόπτεται στήν Ανδραβίδα καί συνεχίζεται αργότερα, μετά τήν επάνοδο τών Σταυροφόρων από τήν πολιορκία τών φρουρίων του Σγουρού.
Η χρήση γενουατικού στόλου από τούς Φράγκους είναι πολύ πιθανή, η πρώτη όμως απορία πού δημιουργείται, όπως εξάλλου καί ό ίδιος ó Loenertz παρατηρεί37, είναι γιατί οί Σταυροφόροι δέν άρχισαν τήν κατάκτηση από νότια πρός τά βόρεια, αλλά χρειάστηκε νά πάνε πρώτα στήν Πάτρα. Η αποδοχή τής άποψης ότι η κατάκτηση τής δυτικής Πελοποννήσου άρχισε από τή Μεσσηνία σημαίνει ή ότι οί Φράγκοι πέρασαν μέσα από τήν ορεινή κεντρική Π ελοπόννησο, πράγμα, πού όπως αναφέραμε ήδη, δέν ήταν τόσο εύκολο38, ή, όπως φαίνεται καί από τό κείμενο του Βιλλεαρδουίνου, ότι πέρασαν από τήν Αχαΐα, χωρίς νά κυριεύσουν τήν Πάτρα καί τά άλλα κάστρα τής δυτ. Πελοποννήσου ώς τή Μεθώνη. Σ’ αυτό τό σημείο, αποφασιστικής σημασίας είναι η μαρτυρία του Χωνιάτη. Ό Βυζαντινός ιστορικός δέ λαμβάνεται υπόψη από τούς νεότερους μελετητές, καί ο σπουδαιότερος λόγος είναι τό ρητορικό του ύφος, πού επιπλέον σ’ αυτό τό χωρίο είναι διανθισμένο μέ στοιχεία από τή μυθολογία40. Καί όμως η αφήγηση του Χωνιάτη ώς τό σημείο όπου αναφέρει τό μύθο γιά τόν Αλφειό είναι σαφής: Μετά τή διάλυση τού ρωμαϊκού στρατού στόν Ισθμό καί τήν άφιξή του στήν Κόρινθο καί στό Άργος ό φραγκικός στρατός, επειδή έβλεπε μέ φόβο τούς Λάκωνες, προσέβαλε πρώτα τήν Αχαΐα καί από εκεί κατευθύνθηκε πρός τή Μεθώνη καί τήν Πύλο, πατρίδα του Νέστορα41.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ό Χωνιάτης, μετά τήν κατάληψη τής Κορίνθου καί του Άργους, δέν παρουσιάζει απλώς τούς Φράγκους νά προωθούνται μόνο, αλλά καί νά προσβάλλουν τήν Αχαΐα. Επίσης ό Βυζαντινός ιστορικός εξηγεί καί γιά ποιό λόγο οί Φράγκοι δέν προχώρησαν νότια- τούς σταμάτησε ό φόβος πού τούς προξενούσαν οί Λάκωνες. Καί ό φόβος αυτός, όπως θά έχουμε τήν ευκαιρία νά διαπιστώσουμε πιό κάτω, δέν ήταν αδικαιολόγητος.
Πρέπει επομένως νά δεχτούμε ότι ή αφήγηση τού Βιλλεαρδουίνου είναι ανακριβής; Έχουμε τή γνώμη, ότι, όταν μετά τήν αναχώρησή τους από τό Ναύπλιο, ό Βιλλεαρδουίνος παρουσιάζει τόν ανεψιό του καί τόν Γουλιέλμο Σαμπλίτη νά βρίσκονται στή Μεθώνη, τούτο δέ σημαίνει αναγκαστικά ότι οί Φράγκοι άρχισαν τίς επιχειρήσεις τους από τό σημείο αυτό. Είναι πιθανό νά πρόσβαλαν τά φρούρια τής δυτικής Πελοποννήσου καί στή συνέχεια νά προχώρησαν πρός τή Μεθώνη, καί ό Βιλλεαρδουίνος νά μήν τό αναφέρει42.
Ο Φράγκος ιστορικός μνημονεύει μόνο δύο επεισόδια από τίς πολεμικές επιχειρήσεις των Λατίνων στήν ανατολική Ελλάδα καί στήν Πελοπόννησο, πού τά θεωρεί ασφαλώς τά σπουδαιότερα, τίς επιχειρήσεις στά δύο σημαντικότερα κάστρα τού Σγουρού (Κόρινθος, Ναύπλιο), όπου έγινε καί η συνάντηση των δύο μελλοντικών κυρίων τού Μορέως, καί τίς επιχειρήσεις στή Μεσσηνία, όπου έγινε η μοναδική, ευνοϊκή γιά τούς Φράγκους μάχη, σέ ανοιχτό έδαφος, πού έκρινε, τελικά, καί τήν έκβαση. Τήν κάθοδο των Φράγκων μέσω τής Πάτρας καί τής Ανδραβίδας δέν τήν αναφέρει, όπως δέν αναφέρει καί πολλά άλλα περιστατικά τού πολέμου.
Φαίνεται λοιπόν πώς οί Φράγκοι άρχισαν τήν κατάκτηση από τήν Πάτρα, δηλ. από τά βόρεια πρός τά νότια καί όχι από τή Μεθώνη. Πού βρέθηκαν όμως τά πλοία πού σύμφωνα μέ τό Χρονικό είχαν οί Σταυροφόροι, κατά τις επιχειρήσεις τους στή δυτική Πελοπόννησο; Δέ γνωρίζουμε αν οί φράγκοι είχαν ερθει σέ επαφή μέ τούς Γενουάτες καί εξασφάλισαν πλοία -πού μπορεί νά μετέφεραν στήν Αχαΐα καί τούς Φράγκους εκείνους πού ό Βιλλεαρδουίνος είχε αφήσει στή Μεθώνη- ή αν τά πλοία τά προμηθεύτηκαν από άλλη πηγή, εκείνο όμως πού πρέπει νά τονίσουμε είναι ότι σ’ εκείνη τή φάση οί Φράγκοι δέν είχαν μεγάλη ανάγκη στόλου. Είναι γνωστό ότι στόλος χρειαζόταν γιά τά κάστρα εκείνα πού ήταν χτισμένα στίς παραλίες, συνήθως πάνω σέ ακρωτήρια, γιά νά εμποδίζουν τόν ανεφοδιασμό τών πολιορκούμενων από τή θάλασσα. Έτσι, βενετικά πλοία χρησιμοποιήθηκαν αργότερα γιά τήν κατάληψη του Ναυπλίου καί τής Μονεμβασίας. Κανένα όμως από τά φρούρια πού αναφέρει τό Χρονικό ότι κατέλαβαν οί Φράγκοι πρίν από τή Μεθώνη δέ βρισκόταν κοντά στή θάλασσα, ώστε η πολιορκία του μέ πλοία νά είναι απαραίτητη43.
Ανάμεσα στόν Βιλλεαρδουίνο καί στίς παραλλαγές του Χρονικού υπάρχει διαφορά καί ώς πρός τή διάρκεια τής πολιορκίας του κάστρου τής Καλαμάτας. Ενώ δηλ. τό Χρονικό μνημονεύει ότι τό φρούριο παραδόθηκε χωρίς μάχη44 ή υστέρα από μικρή αντίσταση45, ό Βιλλεαρδουίνος αναφέρει ότι η πολιορκία του ήταν επίμονη καί μακρόχρονη46. Η πληροφορία του Βιλλεαρδουίνου είναι λιγότερο πειστική, γιατί τό φρούριο τής Καλαμάτας ήταν χτισμένο σέ θέση ευπρόσβλητη47 καί θά ήταν δύσκολο νά αντέξει σέ μακρόχρονη πολιορκία. Επειδή ό Βιλλεαρδουίνος παραλείπει τό κάστρο τής Αρκαδίας, πού είναι πολύ πιό οχυρό, καί επειδή τό Χρονικό αναφέρει ότι τό κάστρο αυτό δέν παραδόθηκε τόσο εύκολα, ό A. Bon πιστεύει ότι ό Λατίνος ιστορικός συγχέει τό φρούριο τής Καλαμάτας μέ εκείνο τής Αρκαδίας48.


Τέλος, όπως μνημονεύσαμε παραπάνω, διαφορά υπάρχει καί ανάμεσα στίς παραλλαγές του Χρονικού σχετικά μέ τό πότε άρχισε ή πολιορκία του Αρακλόβου. Η Αραγωνική παραλλαγή49 μνημονεύει ότι ό φραγκικός στρατός κατευθύνθηκε πρός τό μικρό, αλλά ισχυρό αυτό κάστρο, μετά τό Ποντικόκαστρο, ενώ στήν Ελληνική παραλλαγή γίνεται λόγος γιά πολιορκία του σημαντικού αυτού φρουρίου πού έλεγχε τό δρόγγο των Σκορτών, μετά τή μάχη πού έγινε στόν Κούντουραν ελαιώνα50. Γιά νά δοθεί κάποια εξήγηση, πρέπει νά εντοπισθεί πρώτα η θέση τού Αρακλόβου. Οί απόψεις πού έχουν εκφρασθεί γιά τό πρόβλημα αυτό είναι πολλές καί διαφορετικές καί στηρίζονται είτε σέ τοπωνύμια πού θυμίζουν τό όνομα του υπερασπιστή του (Βουτσαρά, Δοξαπατρή) είτε στό χωριό Ξεροχώρι (Salicori) πού μνημονεύεται από τό Χρονικό τού Μορέως ότι βρισκόταν κοντά του, είτε στό τοπωνύμιο Αράχοβα πού μοιάζει φωνητικά μέ τό Αράκλοβο 51. Έχοντας υπόψη τοπογραφικά στοιχεία πού συναντώνται στό Χρονικό του Μορέως52 καί σέ συνδυασμό μέ τό τοπωνύμιο Αράκλοβο, πού καθώς φαίνεται επιζούσε ώς τελευταία στήν περιοχή53 καί πού πρίν λίγα χρόνια πιστοποιήθηκε καί από έγγραφα54, καταλήγουμε στό κάστρο τής Άλβενας (Μίνθης), μολονότι μερικοί ερευνητές, στηριγμένοι επίσης σέ τοπωνύμια, τοποθετούν έδώ τό Αρβανόκαστρο. Η θέση τού κάστρου τής Άλβενας δέν ανταποκρίνεται πλήρως πρός τά στοιχεία πού μας παρέχει τό Χρονικό τού Μορέως (δέν είναι πολύ κοντά στό Ξεροχώρι, ούτε πρός τό μέρος τής Ίσοβας, μέσω τής οποίας θά έρχονταν οι Ελληνες νά τό καταλάβουν), άν ληφθούν όμως υπόψη οί συνθήκες τής εποχής, τά στοιχεία αυτά δέν είναι ικανά νά τό αποκλείσουν. Εξάλλου, τό μέγεθος καί ή μορφή τού κάστρου τής Άλβενας συμφωνούν μέ τίς λίγες ειδήσεις πού μπορεί νά βρει κανείς στό Χρονικό τού Μορέως γιά τό μέγεθος καί τόν τύπο τού κάστρου τού Αρακλόβου55.
Σύμφωνα μέ τόν Α. Βοn, άν τό κάστρο βρισκόταν στήν είσοδο των Σκορτών είναι φυσικό οί Φράγκοι νά θέλησαν νά τό καταλάβουν γρήγορα, γιά νά κόψουν τήν επικοινωνία τών Ελλήνων τού εσωτερικού μέ τήν περιφέρεια56. Η ταύτιση τού Αρακλόβου μέ τό κάστρο τής Άλβενας είναι εναντίον αυτής τής άποψης, αφού τό κάστρο βρισκόταν άρκετά μακριά από τήν περιφέρεια. Είναι πιθανότερο οί Φράγκοι νά τό πολιόρκησαν αργότερα, ύστερα άπό τίς πολεμικές έπιχειρήσεις στή Μεσσηνία καί τήν κατάληψη τής Αρκαδίας. Παρ’ όλα αυτά δέν μπορούμε νά αποκλείσουμε καί τήν πρώτη περίπτωση. Τό Άραγωνικό Χρονικό φαίνεται ότι είναι περισσότερο ενημερωμένο στό σημείο αυτό, αφού είναι τό μοναδικό πού μας δίνει ορισμένα στοιχεία γιά τόν υπερασπιστή τού κάστρου. Η κατάληψη τού ισχυρού Αρακλόβου θά έλεγχε τούς ανυπότακτους κατοίκους τών Σκορτών κι έτσι οί Φράγκοι θά είχαν τά νώτα τους έξασφαλισμένα.
Ισως ό συνδυασμός τών δύο παραλλαγών τού Χρονικού μάς δίνει τή λύση τού προβλήματος. Οπως αναφέραμε, η Αραγωνική παραλλαγή μνημονεύει, ότι, επειδή ήταν δύσκολο νά καταληφθεί τό φρούριο, ό Σαμπλίτης άφησε ένα τμήμα στρατού νά τό πολιορκεί καί οί υπόλοιποι κατευθύνθηκαν νότια. Η Ελληνική παραλλαγή αναφέρει ότι μετά τή μάχη στόν Κούντουραν ελαιώνα ό Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος συμβούλεψε τόν Σαμπλίτη νά βαδίσουν κατά τής Αρκαδίας καί τού Αρακλόβου γιά νά τά καταλάβουν «καί νά πλατύνη ό τόπος». Φαίνεται λοιπόν ότι οί Φράγκοι άφησαν ένα τμήμα τού στρατού τους νά πολιορκεί τό κάστρο καί ότι ύστερα από τή μάχη τής Καψικίας, καί ένώ είχαν σταθεροποιηθεί καί εξοικονομήσει τίς απαραίτητες δυνάμεις, έστειλαν καί άλλους άνδρες, γιά νά ενισχύσουν τούς πολιορκητές. Διαφορετικά, πρέπει νά δεχτούμε ότι πολιόρκησαν τό κάστρο δυό φορές, όπως έγινε καί μέ τό φρούριο τής Αρκαδίας.
Πότε τό Αράκλοβο έπεσε στά χέρια των Φράγκων δέν είναι μέ βεβαιότητα γνωστό. Μόνο πολύ αργότερα, μέ τήν ευκαιρία τής πολιορκίας του από τούς Έλληνες καί τής κατάληψής του από τόν Γοδεφρίδο ντέ Μπριέρες, βλέπουμε ότι τό φρούριο βρισκόταν σέ φραγκικά χέρια57. Η Αραγωνική παραλλαγή του Χρονικού είναι η μοναδική πού, μαζί μέ τήν πτώση του Ακροκορίνθου, αναφέρει καί τήν κατάληψη από τούς Φράγκους ένός κάστρου πού ονομάζει «Rusellebo»58, καί πού ό Σ. Δραγούμης ταύτισε μέ τό φραγκικό όνομα του Αρακλόβου, «Boucelet»59. Άν ό Δραγούμης έχει δίκαιο, πρέπει νά δεχτούμε ότι τό μικρό αυτό κάστρο κράτησε χωρίς νά παραδοθεί πέντε ολόκληρα χρόνια, πράγμα πού φαίνεται δύσκολο. Ίσως οί Φράγκοι διέκοψαν τήν πολιορκία του καί έτσι τό φρούριο του Δοξαπατρή καί πιθανώς καί η κοντινή του όρεινή περιοχή τών Σκορτών έμειναν ώς τό 1210 ανυπότακτα.


δ) Η μάχη στόν «Κούντουραν ελαιώνα». Η θέση τής μάχης καί ό ρόλος του Μιχαήλ Δούκα.
Η μάχη αυτή μνημονεύεται, όπως είπαμε, από τόν Βιλλεαρδουίνο καί τήν Ελληνική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως. Καί οί δύο πηγές συμφωνούν ώς πρός τό αποτέλεσμα τής μάχης καί δέν διαφέρουν πολύ ώς πρός τόν αριθμό τών μαχητών60. Ενώ όμως τό Χρονικό ορίζει τή μάχη μετά τήν κατάληψη τής Καλαμάτας, ό Βιλλεαρδουίνος αναφέρει ότι οί Φράγκοι αντιμετώπισαν τούς 'Έλληνες ύστερα από τήν άφιξή τους στή Μεθώνη.
Επίσης στό Χρονικό ορίζεται μέ ακρίβεια ό τόπος όπου έγινε η μάχη, ενώ στόν Βιλλεαρδουίνο αναφέρεται ότι οί δύο εχθρικοί στρατοί συναντήθηκαν σέ απόσταση μιας μέρας δρόμο από τή Μεθώνη. Τέλος, ώς αρχηγός τών Ελλήνων μνημονεύεται, από τόν Βιλλεαρδουίνο μόνο, ό Μιχαήλ Κομνηνός- Δούκας, ό θεμελιωτής τού ανεξάρτητου ελληνικού κράτους τής Ηπείρου61.
Δέν είναι εύκολο νά καθοριστεί η ακριβής ημερομηνία τής μάχης, ούτε άν είχε προηγηθεί τής κατάληψης τών φρουρίων τής Κορώνης καί τής Καλαμάτας. Άν ομως, λάβουμε υπόψη ότι η μάχη αυτή έγινε πρός τό τέλος τών επιχειρήσεων στή δυτική Πελοπόννησο, -αφού οί Φράγκοι άρχισαν τήν κατάκτηση από βόρεια πρός νότια- είναι λογικό να δεχτούμε ότι πρέπει νά είχαν περάσει τουλάχιστον 4-5 μήνες από τή στιγμή πού ό Σαμπλίτης μέ τόν Βιλλεαρδουίνο ξεκίνησαν από τή ΒΑ Πελοπόννησο. Η Γαλλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως αναφέρει οτι οί Φράγκοι, πρίν αναχωρήσουν γιά τήν Πάτρα, πέρασαν τό χειμώνα στήν Κόρινθο62. Αν η πληροφορία αυτή είναι σωστή, τότε η μάχη στόν Κούντουρα ελαιώνα πρέπει νά έγινε στό τέλος του καλοκαιριού ή, τό αργότερο, στίς αρχές του φθινοπώρου του 1205 63. Σχετικά μέ τό πεδίο τής μάχης, τό Χρονικό του Μορέως τό μνημονεύει μέ τό όνομα «Κηπησκιάνους» (ή «Καψικία») καί «Κούντουραν ελαιώνα»64.
Πρίν από τά δύο αυτά ονόματα αναφέρεται στό Χρονικό καί τό τοπωνύμιο «Χρυσορέας», ώς τόπος συγκέντρωσης τών ελληνικών στρατευμάτων. Τά παραπάνω ονόματα, καθώς καί η είδηση του Βιλλεαρδουίνου, ότι αρχηγός τών Ελλήνων ήταν ό Μ ιχαήλ Δούκας, οδήγησαν μερικούς μελετητές νά αναζητήσουν τό θέατρο τής μάχης πολύ μακρύτερα από τά σύνορα τής Μεσσηνίας65, πράγμα πού θεωρούμε απίθανο. Τελευταία ό Η. Μουνδρέας αναφέρει τοπωνύμιο «Χρυσορρόι» στίς δυτικές υπώρειες τής ακρόπολης τής αρχαίας Θούριας66. Ίσως πρέπει νά καταλήξουμε στην ευρύτερη περιοχή τής Θουρίας γιά τούς παρακάτω λόγους: 
α) Σύμφωνα μέ τόν Βιλλεαρδουίνο, τό πεδίο τής μάχης απείχε από τή Μεθώνη μιας μέρας πορεία μέ άλογο (περίπου 60 χιλιόμ.). Η απόσταση αυτή είναι λιση μέ τήν απόσταση Μεθώνης- Θουρίας, μέσω Πύλου καί Μεσσήνης. 
β) Ο «Χρυσορέας», όπου συναντήθηκαν τά ελληνικά στρατεύματα, πρέπει νά ήταν ποταμός, στήν κοίτη του όποιου θά υπήρχαν ψήγματα χρυσού από χρυσοφόρα στρώματα ή αρχαίους τάφους67. 
γ) Από τό μέρος αυτό, σύμφωνα μέ τό Χρονικό, οί Ελληνες «επαρεσύρθησαν» στούς Κηπησκιάνους (ή Καψικία) «όπου τό κράζουν όνομα στόν Κούντουραν (Κούνδουρον) ελαιώνα». Φαίνεται πώς η περιοχή του Χρυσορέα ήταν ευνοϊκή γιά τούς Ελληνες, αλλά οί Φράγκοι κατόρθωσαν νά τούς παρασύρουν σέ ανοιχτό πεδινό έδαφος, όπου ήταν ευκολότερο νά τούς αντιμετωπίσουν. 
δ) Αφού οί ελληνικές δυνάμεις από τά χωριά του Λάκκου, τό Νίκλι, τή Βελιγοστή καί τή Λακεδαίμονα, καθώς καί οί Σλάβοι του Ταϋγέτου, συναντήθηκαν στόν Χρυσορέα, πιστεύουμε πώς τό ρεύμα του ποταμού είχε τέτοια κατεύθυνση πού νά διευκόλυνε τή σύγκλιση δυνάμεων από τέσσερα διαφορετικά μέρη. Η κοίτη του ποταμού Ξερίλα, πού πηγάζει από τό Δυρράχιο Αρκαδίας, περνά από τήν Πολιανή καί χύνεται στόν Πάμισο, λίγο νοτιότερα από τή Θουρία, οδηγεί πράγματι, στή νοτιοδυτική Αρκαδία καί τή βορειοδυτική Λακωνία. Πιθανώς πρόκειται γιά τό ποτάμι αυτό, αφού στήν κοίτη του αναφέρεται ότι υπήρχαν ψήγματα χρυσού68.
Ίσως η συμμετοχή στή μάχη τών χωριών του Λάκκου, πού βρίσκονται βόρεια του Ξερίλα, οφειλόταν στήν κοντινή απόστασή τους από τόν ποταμό. Τό πιθανότερο λοιπόν είναι ό ελληνικός στρατός νά συγκεντρώθηκε πρώτα στίς παρυφές τής πεδιάδας τής Καλαμάτας, κοντά στόν ποταμό Ξερίλα, καί έπειτα νά παρασύρθηκε μέσα στήν πεδιάδα, όπου καί νικήθηκε εύκολα.
Οπως μνημονεύσαμε ήδη, ό Βιλλεαρδουίνος είναι η μοναδική πηγή πού μάς διασώζει τό όνομα του επικεφαλής τών Ελλήνων στή μάχη τών Κηπησκιάνων. Πρόκειται γιά τόν Μιχαήλ Δούκα, τόν θεμελιωτή του λεγόμενου δεσποτάτου τής Ηπείρου, ό οποίος, όπως σημειώσαμε, μετά τήν πτώση τής Κωνσταντινούπολης, προσκολλήθηκε στόν Βονιφάτιο τόν Μομφερρατικό, γιά νά τόν εγκαταλείψει λίγο αργότερα καί να μεταβεί στήν Ήπειρο, όπου, μέσα στήν ταραγμένη εκείνη εποχή, μπόρεσε νά ιδρύσει ανεξάρτητο κράτος πού εκτεινόταν από τό Δυρράχιο ως τή Ναύπακτο69. Ή συγκέντρωση τόσων πολλών μαχητών (4-5 χιλιάδες) εξέπληξε τόν ιστορικό Βιλλεαρδουίνο70, αλλά καί τούς νεότερους μελετητές. Μερικοί από τούς τελευταίους, μήν μπορώντας νά έξηγήσουν διαφορετικά τά γεγονότα, υποθέτουν συνεργασία του Μιχαήλ μέ κάποιον από τούς ισχυρούς τοπάρχες τής Πελοποννήσου. Έτσι ό C. Hopf71 καί ό Σ. Λάμπρος72 υποθέτουν ότι ό τοπάρχης αυτός ήταν ό δυνάστης τής Λακεδαίμονος Χαμάρετος, ενώ ό Σ.Δραγούμης73 πιστεύει ότι πρόκειται γιά τόν υπερασπιστή τού Αρακλόβου, Δοξαπατρή Βουτσαρά. Ο A. Bon θεωρεί πιθανή τή συνεννόηση τού 
Μιχαήλ μέ Πελοποννήσιους άρχοντες καί πιστεύει ότι ό ιδρυτής τού ελληνικού κράτους τής Ηπείρου είχε σχέσεις μέ τόν Λέοντα Σγουρό, αλλά όπως καταλήγει, «τίποτε δέν μάς επιτρέπει νά υποθέσουμε ότι ό Σγουρός απεύθυνε έκκληση στόν Μιχαήλ»74.
Από τούς τρεις παραπάνω Πελοποννήσιους άρχοντες νομίζουμε ότι αυτός πού μπορούσε νά προσφέρει βοήθεια τήν εποχή εκείνη ήταν ό δυνάστης τής Λακεδαίμονος Λέων Χαμάρετος. Ήταν ό μόνος πού η φραγκική λαίλαπα δέν είχε άκόμη θίξει καί ό μόνος πού ήταν λογικό νά δράσει αυτή τή στιγμή, πού οί Φράγκοι ήταν διαιρεμένοι, γιατί ήταν φανερό ότι μετά τή Μεσσηνία θά ερχόταν η δική του σειρά. Η Λακεδαίμονα, η περιοχή δηλ. τού Χαμαρέτου, μνημονεύεται ανάμεσα στούς τόπους πού προμηθέυσαν τόν Μιχαήλ στρατιώτες. Οπωσδήποτε τούτο θά εγινε μέ τήν έγκριση καί συμπαράσταση τού Χαμαρέτου, ό οποίος δέν αποκλείεται, μετά τήν πτώση τής Κωνσταντινούπολης, νά επέκτεινε τήν επικυριαρχία του καί πέρα από τή Λακωνία, πρός τήν Αρκαδία καί τήν ανατολική Μεσσηνία καί νά συνέβαλε στή συγκέντρωση στρατού καί από τά μέρη αυτά75. Η πιθανότητα συνεργασίας των ηγεμόνων τής Ηπείρου μέ τούς Χαμαρέτους, ενισχύεται από μιά επιστολή τού αρχιεπισκόπου Αχρίδος, Δημητρίου Χωματιανού, από τήν οποία φαίνεται ότι οί σχέσεις ανάμεσα στόν αδελφό του Μιχαήλ, Θεόδωρο Δούκα, καί στόν Ιωάννη Χαμάρετο, γιά τούς οποίους θά έχουμε τήν ευκαιρία νά μιλήσουμε καί παρακάτω, ήταν πολύ στενές. Ο ίδιος ό ηγεμόνας τής Ηπείρου, Θεόδωρος Άγγελος Δούκας, λίγα χρόνια αργότερα, ομολογεί ότι ό Ιωάννης Χαμάρετος -πιθανώς γιός του Λέοντα Χαμαρέτου- ήρθε κοντά του, στήν Ηπειρο, «πάντοτε καί έξ αρχής αδιαιρέτως έχων τής πρός ημάς αγάπης»76.


Δέν είναι γνωστό, λόγω ελλείψεως ειδήσεων, άν οί καταβολές τής φιλίας των ηγεμόνων τής Ηπείρου μέ τούς Χαμαρέτους φθάνουν ως τόν αδελφό του Θεοδώρου, Μιχαήλ, καί ως τό έτος 1205. Πρέπει όμως, νομίζουμε, νά ερμηνεύσουμε μ’ αυτό τό πνεύμα τή φράση· ότι δηλ. η εξαρχής αγάπη του Ιωάννη Χαμαρέτου πρός τόν ηγεμόνα τής Ηπείρου δέν ήταν πρόσφατη. Στό Βίο τής οσίας Θεοδώρας υπάρχει μιά πληροφορία πού πιθανώς ενισχύει τήν άποψη αυτή καί δείχνει ότι οί σχέσεις των Δουκάδων τής Ηπείρου μέ τήν Πελοπόννησο ήταν στενές καί παλιές. Όταν, μετά τό θάνατο του Μιχαήλ, αναφέρει ό βιογράφος τής οσίας, ό άδελφός του Θεόδωρος πήρε στά χέρια του τήν εξουσία, η γυναίκα του Μιχαήλ, επειδή φοβόταν ότι η οικογένειά της βρισκόταν σέ κίνδυνο, πήρε τό γιό της καί κατέφυγαν στήν Πελοπόννησο77. Αν η πληροφορία αυτή ανταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, τότε ό γιός του Μιχαήλ, ό κατόπιν Μιχαήλ Β, πρέπει νά κατέφυγε στή Λακωνία καί όχι αλλού, αφού οί άλλες περιοχές τής Πελοποννήσου είχαν πέσει σέ φραγκικά χέρια78.
Ίσως οί σχέσεις του Μιχαήλ μέ τούς άρχοντες τής Πελοποννήσου χρονολογούνται πρίν από τήν άλωση τής Κωνσταντινούπολης, όταν, σύμφωνα καί πάλι μέ τό Βίο τής οσίας Θεοδώρας79, ό Μιχαήλ είχε σταλεί από τήν πρωτεύουσα ώς διοικητής τής Πελοποννήσου. Είναι πολύ πιθανό στή συγκέντρωση του μεγάλου αριθμού τών Ελλήνων μαχητών να συνέβαλε καί η προσωπικότητα του ίδιου τού Μιχαήλ, πού ώς διοικητής τής χερσονήσου γνώριζε τά πράγματα καί διέθετε αρκετή δύναμη80. Ο Loenertz δέν αποδέχεται τήν πληροφορία αυτή τού Βίου, ενώ παράλληλα απορρίπτει καί τήν πληροφορία του Βιλλεαρδουίνου πού θέτει επικεφαλής τών Ελλήνων τής μάχης τών Κηπησκιάνων τόν Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα, γιατί, όπως γράφει, τήν εποχή έκείνη ό Μιχαήλ ήταν απασχολημένος μέ τή διοργάνωση τού κράτους του στήν Ήπειρο. Έτσι, συνεχίζει, ό Βιλλεαρδουίνος έκανε σύγχυση ανάμεσα στόν Michalis πού άναφέρει ό ίδιος καί στόν Michalicium, πρόσωπο πού ό πάπας Ίνοκέντιος Γ αναφέρει ότι αντιμετώπισε μεταξύ 1207 καί 1209 τούς Φράγκους τής Πελοποννήσου καί πού, όπως θά δούμε παρακάτω, ταυτίζεται εύκολα μέ τόν Μιχαήλ τής Ηπείρου81. Δυστυχώς ό Βίος τής οσίας Θεοδώρας δέν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη πηγή καί δέν μπορούμε νά διασταυρώσουμε από αλλού τήν πληροφορία πού μας δίνει, ότι ό Μιχαήλ είχε διοριστεί παλαιότερα διοικητής τής Πελοποννήσου. H πληροφορία όμως τού Βιλλεαρδουίνου γιά τό ρόλο τού Μιχαήλ στή μάχη τών Κηπησκιάνων νομίζουμε ότι δέν πρέπει νά αμφισβητείται, γιατί καί ό ιστορικός Βιλλεαρδουίνος είναι σύγχρονη, αρκετά αξιόπιστη πηγή, πού δέν πρέπει νά περιέχει ανακρίβειες, ιδιαίτερα στά σημεία εκείνα πού αφορούν τόν ομώνυμο ανεψιό του, αλλά καί γιατί υπάρχουν καί άλλες μεσαιωνικές πηγές πού συσχετίζουν τό όνομα τού Μιχαήλ όχι μόνο μέ τήν Ηπειρο αλλά καί μέ τήν Πελοπόννησο82. Τέλος δέν αποκλείεται συνεργασία του Μιχαήλ καί μέ άλλους άρχοντες τής Λακωνίας. Ένας άπ’ αυτούς μπορούσε νά ήταν ό Γεώργιος Ευδαιμονογιάννης, ό οποίος, όπως θά δούμε παρακάτω, ήταν συγγενής μέ τήν οικογένεια τών Δουκάδων τής Ηπείρου.

ΜΙΧΑΛΗ Σ. ΚΟΡΔΩΣΗ
Ή κατάκτηση τής νότιας Ελλάδας από τούς Φράγκους. Ιστορικά καί τοπογραφικά προβλήματα

1. Villehardouin, Conquête, παρ. 325 κ.έ.
2. Πιθανολογείται ότι ό άρχοντας αύτός άνήκε στήν ο ίκογένεια τών Μελισσηνών ή τών Καντακουζηνών (Buchón, H istoire, σ. 26. Λάμπρου, Ιστορία, σ.204. Χ έρτσβεργ, Ιστορία, τ Α, σ.544. Λαμπρινίόου. Ναυπλία, σ.34. Longnon, Empire, σ.72. D. Jacoby, Les archontes, δ.π.,σ. 424).
3. Πρόκειται γιά τή μεγάλη πεδιάδα τής Ηλείας καί τής Άχαΐας. Τό όνομα Μ ορέας συνανταται γ ιά πρώτη φορά τόν ΙΑ αιώνα, οί περισσότερες δμως πηγές τό άγνοοΰν. Από τόν ΙΓ αιώνα καί πέρα χρησιμοποιείται συχνά, ιδιαίτερα σέ κείμενα Δυτικών, καί δήλωνε ή τή δυτική Πελοπόννησο ή όλόκληρη τή χερσόνησο. Στό Χρονικό του Μορέως π.χ. συνανταται καί μέ τίς δυό σημασίες. Από τόν ΙΕ αίώνα καί πέρα χρησιμοποιείται άποκλειστικά μέ τήν ευρύτερη έννοια. (Bon, Morée, σ. 306 κ.έ.)
4. Καλονάρου, Χρονικόν, σ.68 κ.έ., στ. 1603 κ.έ. Longnon. Chronique, παρ. 105 κ.έ. Morel- Fatio, Libro, παρ. 106 κ.έ.
5. Ή Αραγωνική παραλλαγή του Χρονικού , όπως ήδη άναφέρα με, μνημονεύει ό τι σ τήν πρώτη φάση κυριεύθηκε μόνο ή Πάτρα. Οί κάτοικοι τής Ανδραβίδας ήρθαν σέ πρώτη έπαφή μέ τούς Φ ρά γκ ους ότα ν, μετά τήν έπιστροφή τών τελευταίων άπό τήν Κόρινθο, έστειλαν πρέσβεις στήν Πάτρα , γ ιά νά δηλώσουν υποταγή. Οταν στή συνέχεια οί Φράγκοι προωθήθηκαν ώ ς τήν Ανδραβίδα, ήρθαν νά δηλώσουν υποταγή οΐ κάτοικοι τής περιοχής του Βλιζιρίου (Glisiere). Βλ. Morel-Falio, L ibros, παρ. 109.
6 . Καλονάρου, Χρονικόν , στ. 1642, 1915, 3159 κλπ. Bon, M orée, σ. 364-5.
7. Γιά τό Ποντικόκαστρο βλ. Bon, Morée, σ.329. Σφηκοπούλου, Κάστρα, σ.278 κ.έ. Markt, Ortsnamen, σ.52.
8. Morel-Faiio. L ibro, παρ. 110.
9. Morel-Fatio, L ibro, παρ. 110, 111.
10. Άπό Ενα έπεισόδιο πού άναφέρει τό Χρονικό του Μορέως, άντλούμε χρήσιμα στοιχεία για τό μικρό άλλά Ισχυρό αύτό φρούριο. (Βλ. Καλονάρου, Χρονικόν, στ. 8272 κ.έ.).
«Τούτο τό κάστρο έβλέπετε, τήν δύναμιν δπου Εχει'
όλίγ οι άνθρωποι ή μποροΰν νά τό έχουσι φυλάττει,
άφών έχει σωτάρχι ιν κ’ ενιάφιρωμένον
μέσα στόν τόπον των Σκορτών κοίτεται κι άφεντεύει».
11. Βογιατζίόου, Περί τού νεο ελληνικού γεωγραφικού όνόματος Νιμποργειοΰ: «Άθην» 20 (1906-7)15 κ.έ.
12. Longnon, Chronique, παρ. 110.
13. Καλονάρου, Χρονικόν , σ.72, στ. 1699 κ .t. Longnon, Chronique, παρ. 111.
«Οί καβαλλάροι καί πεζοί τόν πόλεμον άρχάσαν
τά τριπουτσέτα έστήσασιν κ έκεϊ τούς έσυχνάσαν
άπάδειαν ούκ εϊχασιν ποσώς εις τά τειχέα νά στήκουν
έκεϊνοι γάρ οί Κορωναΐοι, οπου ήσαν εις τό κάστρον»
14. Βυζαντινή έκκλησία, χτισμένη πριν από τό 1205, έπεσήμανε στό κάστρο ό A. Bon, Eglises byzantines de Kalam ata, «Actes du VI' Congrès International d ’Études Byzantines», Paris 27 Ιουλίου- 2 Αύγουστου 1948, τ.B, Paris 1951, σ. 46 κ.έ.
15. Κλασικό παράδειγμα όχυρωμένου μοναστηριού, πού ήταν συγχρόνως καί κάστρο, άποτελεϊ ή πόλη Βήρα, κοντά στόν Εβρο ποταμό. (C. Asdracha, La region de R hodopes auxΧ ΙΙΓ et XIV1 siècles, A then 1976, σ.126 κ.έ.). Τό ίδιο πιθανότα τα ϊσχυε καί μέ τό βυζαντινό κάστρο του Άγιονορίου (Κορδώση, Ιστορία , σ. 151, 156, 363 κ.έ.).
16. Longnon, Chronique , παρ. 113.
17. Καλονάρου, Χρονικόν , σ. 74, στ. 1723-1724.
18. Γιά τό φρούριο τής Αρκαδίας , Andrews, Castles, σ. 84 κ.έ. Bon, Morée, σ. 669-670.
Σφηκοπούλου, Κάστρα , σ. 311 κ.έ.
19. Καλονάρου. Χρονικόν, σ.76, στ. 1773 κ.έ.
«δια τί τό κάστρον κοίτεται απάνω γάρ στό σπήλαιον
κ ' είχαν καί πύργον δυνατόν άπό γάρ τών Ελλήνων
σωτάρχειον είχαν δυνατήν, ήλπιζαν νά βαστάξουν
τήν μάχην καί τόν πόλεμον, νά μή παραδοθοΰσιν».
Η Γαλλική παραλλαγή (Longnon, Chronique, πα ρ. 115) αναφέρει δτι οί Φράγκοι κατέλαβαν τόν «μποΟργο» τής Αρκαδίας. Ως σήμερα «ποϋρκος» όνομάζεται στήν πόλη ή συνοικία κάτω άπό τό κάστρο κ α ί γύρω άπό τ ή ν έκκλησία τών Είσοδίων τής Θεοτόκου (D. Georgacas- W. McDonald, Place -names of Southwest P eloponnesus, Athens 1967, ap . 6624).
20. ViUehardouin. Conquête , παρ. 301. Ό Μιχαή λ ήταν νόθος γιός τού σεβαστοκράτορα Ιωάννη ΚομνηνοΟ Δούκα. Πρίν άπό τό έτος 1204 γνωρίζουμε πολύ λίγα γιά τό πρόσωπό του. Μετά τήν άλωση τής Κωνσταντινούπολης, άκολούθησε τό ν Βονιφάτιο Μομφερρατικό, κατά τήν έκστρατεία του τελευταίου στήν άνατολική Ελλάδα, σύντομα όμως τόν έγκατέλειψε καί κατευθύνθηκε πρός τήν Ηπειρο. Σύμφωνα μέ τό Βίο τής όσίας Θεοδώρας (Ίώβίερομονάχου, Βίος, ό .π ., σ. 43), ό Μιχαήλ πήγε στήν Ηπειρο προσκαλεσμένος άπό τόν διοικητή της, Σεναχερείμ, πού στό μεταξύ δολοφονήθηκε άπό τούς υπηκόους του. Φάνοντας ό Μιχαήλ στήν Ηπειρο, τιμώρησε τούς δολοφόνους του Σεναχερείμ καί πήρε ώς σύζυγο τή χήρα γυναίκα του (Β λ Nicol, D e sp o tate, σ. 13, μετάφρ. Λεύκα, σ.15, 16. Πρβλ. ViUehardouin, Conquête, παρ. 301).
21. Villehardouin, Conquête, παρ. 328 κ.έ.).
22. Χωνιάτης, Ιστορία, σ.610.
23. Από τούς νεότερους Ιστορικούς πού περιγράφουν τό γεγονός βλ. Μίλλερ, Ιστορία, σ.58 κ.έ. Longnon, Empire, σ.72. J. Longnon, Recherches sur la vie de Geoffroy de Villehardouin, Paris (1939), σ.30. Bon, Morée, σ.56 κ.έ. Loenertz, Origines, σ. 379 κ.έ.
24. O Longnon, E m pire, σ. 72, υπ οθέτει ότι ol δυό σύμμαχοι κυρίευσαν όλόκληρη τή διτική Πελοπόννησο. Υποθέτει έπίσης ότι ό Ελληνας άρχοντας ήταν ό Ιωάννης Κ αντακαζηνός.
Βλ. καί D. Nicol, T he B yzantine Family of Kantakouzenos (Cantacuzenus) 1100-1460, Dumbjrton Oaks 1968, σ.7 σημ.15.
25. Villehardouin, Conquête, παρ. 326 «a ta n t de gent com il pot avoir, s’en vait contre lui, et
chevauche per mult grant peril bien VI journées par mi la terre; et vint à l’ost...».
26. Καλονάρου, Χρονικόν, σ.72, στ. 1692 κ.έ.
«τό κάστρον ηύραν έρημον, ολο ήτον χαλασμένο·
τό εΐχασιν χαλάσασειν όμπρός οί Βενετικοί...».
27. Villehardouin. Conquête, παρ. 329 «Etquancil o irent dire que il venoit, si h orderent Mouton, qui de lone tens ere ab atu e et il laissierent lor hernois et lor m enue gent».
28.Av υπολογίσουμε οτι ένας ιππέας διανύ ει σέ μιά μέρα 60 ώς 70 περίπου χιλιόμετρα. Πρβλ. Villehardouin. Conquête, παρ. 302, δπου ή άπόσταση Κωνσταντινούπολης -Θεσσαλονίκης, περίπου τετραπλάσια άπό τήν άπόσταση Μεθώνης-Ναυπλίου, καλυπτόταν σέ 12 μέρες.
29. Ο Χέρτσβεργ, Ιστορία, τ.Β, σ.38, πιστεύει ότι ό Βιλλεαρδουίνος άκολούθησε τόν παραλιακό δρόμο.
30. Ό Βιλλεαρδουίνος άναφέρει ότι πέρασαν διά μέσου τής χώρας «μέ μεγάλο κίνδυνο».
31. Villehardouin, Conquête, παρ. 327 «je vieng d ’une terre qui m ult est riche, que on appelle
la Moree». Στήν περίπτωση αϋτή, άν άφησε στρατιώτες πίσω, ίσως νά Εμειναν σέ κάστρα τής ΒΔ Πελοποννήσου πού μπόρεσε νά κρατήσει, υστέρα άπό τήν «προδοσία» του γιου του Ελληνα άρχοντα (παρ. 327).
32. Τό Ποντικόκαστρο μνημονεύεται μόνο στήν Ελληνική παραλλαγή. Στή Γαλλική μνημονεύεται τό λιμάνι του Αγίου Ζαχαρία (Γλαρέντζα) (παρ. 110).
33. Μνημονεύεται μόνο στή Γαλλική παραλλαγή .
34. Buchón, H istoire, σ. 44, όπου ά ναφ έρεται ότι ήταν δύσκολο στούς Φράγκους νά περάσουν άπό τίς διόδους τώ ν βουνών τή ς Αρκαδίας. (Πρβλ. J.A .C. Buchón, Recherches et matériaux pour servir à une histoire de la do m in atio n française aux ΧΙΙΓ, XIV et XV siècles dans les provinces dém em brées de l’em pire grec à la suite de la quatrièm e croisade, μερ.A, Paris 1811, a . 75, δπου άναφέρει ό τι π έρα σ α ν άπό τή Λ ακω νία καί τήν Αρκαδία , παρανοώ ντα ς τό άντ ίσ τ ο ιχ ο χω ρ ίο τού Χωνιάτη. H opf, G eschichte, σ.147. Rodd, Princes, σ. 108 κ.έ. Σ. Λάμπρου, Ιστορία , σ. 205 κ.έ. Μ ίλλερ, Ιστορία σ. 59 κ.έ. Sellon, Papacy, σ25 κ.έ. Κ.Setton, The Latins in Greece and the Aegean from the Fourth Crusade to the End of the Middle Ages: «The Cambridge Medieval History» τόμ.4, μέρ.A, Cambridge, 1966 (καί έκδ. Var. Reprints) σ. 390. Longnon, Empire, σ.73 κ.έ. Bon, Morée, σ.59 κ.έ. N. Cheetham, Med. Greece, δ.π ., σ. 61 κ.έ.
35. C. DuFresne du Cange, Histoire, δ.π., σ.58. J.A .C.Buchón, Recherches et matériaux, δ.π., σ.75. Loenertz, Origines, σ. 386-387.
36. Loenertz, Origines, σ. 385 κ.έ. Πρβλ. Bon, Morée, σ. 66. Ό J.A .C.Buchón, Recherches et
matériaux, ό.π., σ.76, προω θεί τούς Φράγκους άπό τή Μεσσηνία πρός τήν περιοχή τής Πάτρας, όπου νομίζει ότι εγινε καί ή μάχη μέ τόν Μιχαήλ. Μετά τό τέλος τής μάχης, άναφέρει, άρχισε καί ή κατάληψη τής δυτικής Πελοποννήσου άπό τήν κοντινή Πάτρα.
37. Loenertz, O rigines, σ . 387 «On peut s’etonner qu ils n’aient pas com mencé par le Sud, pour rem onter vers le Nord».
38. Πρβλ. Buchón, H istoire, σ. 44.
39. Παρ. 328, δπου, πρίν φθάσουν στή Μεθώνη, τούς παρουσιάζει νά περνούν μέσα άπό τήν περιοχή του «Μορέως», τής δυτικής δηλ. πεδινής Πελοποννήσου.
40. Πρβλ. Villehardouin, Conquête, σ. 133, σημ.3, δπου ό έκδοτης Faral σημειώνει γιά τόν
Χωνιάτη: «Ce qu ’il ajoute de la prise de Corinthe, d’Argos, de Méthone et de Pyle, semble relever de larh étorique p lutôt que de l’histoire».
41. Χωνιάτης, σ. 610. « Άλλά τί; προφθάνει μου τόν λόγον τό βάρβαρον καί τοΰ πτεροϋ τή Ιστορίας ταχυπετέστερον φέρεται καί ούδέπη ώς άντίξουν έπέχεται. ή μέν γάρ ετι προνομεΰον αύτό τάς Θήβας καί χειρούμενον Αθήνας, τής δ Εύβοιας έπιβαΐνον διέξε ισ ΐ' τό δέ, ώς μή πεζαίτερον ον, άλλά πτηνόν καί άέριον, ϋπερπτάν τήν ιστορίαν χωρεϊ πρός Ισθμόν τροποϋται τό πρό Ισθμού προσεδρεΰον Ρωμαϊκόν, πρό εισιν είς πόλιν πρός Ίσθμώ κειμένην καί πάλαι άφ νειόν τήν Κόρινθον, μεθίσταται πρός Άργος, περιπαπταίνει τούς Λάκωνας, ές Άχαΐαν ενθεν προσβάλλει, έκ τοΰδε τήν Μεθώνην μετέρχεται καί όρμφ πρός Πύλον τήν πατρίδα Νέστορος». Είναι φυσικό νά άναφέρει ό άρχαιόφιλος Χωνιάτης τήν Πύλο (πού είχε τότε άλλο όνομα) καί νά παραλείπ ει τίς άλλες τοποθεσίες, όπως έπίσης φυσικό είναι νά άναφέρει τό Αργος καί όχι τό Ναύπλιο.
42. Ό Loeneriz, Origines, σ.382, άναφέρει ότι ό έντοπισμός τής άφήγησης του Βιλλεαρδουίνου στή Μεσσηνία είναι σκόπιμος, καί ότι ό ιστορικός δέ θέλει νά άναβιώσει δυσάρεστες αναμνήσεις.
43. Τό φρούριο τής Πάτρας βρισκόταν άρκετά μακριά άπό τή θάλασσα (γιά τό φρούριο βλ. Andrews. Castles, σ.116 κ.έ.). Ακόμη καί τό Ποντικόκαστρο, πού βρισκόταν στήν κορυφή τής μικρής χερσονήσου πού καταλήγει στό άκρωτήριο Κατάκωλο, δέν ήταν παράλιο.
44. Longnon, Chronique, παρ. 113.
45. Καλονάρου, Χρονικόν, σ.73, στ. 1712-1713.
46. Villehardouin, Conquête, παρ. 330.
47. Γιά τό φρούριο τής Καλαμάτας, Andrews, Castles, σ.28 κ.έ. R. Traquair, Médiéval
Fortresses o f the N orthw estern Peloponnesus: T he A nnual o f the British School at A thens, 13
(1906-7) 271-272. Bon, M orée, σ. 666 κ.έ. , Σφηκοπούλου, Κ άσ τρα, σ. 326 κ.έ.
48. A. Bon, La prise de Kalamata par les Francs en 1205, «Mélangés Charles Picard», A , (Paris 1949) σ. 98 κ.έ. Bon, Morée, σ. 62-63.
49. Morel-Falio, Libro, παρ. 110-112.
50. Καλονάρου, Χρονικόν, σ.75-76, στ. 1756 κ.έ.
51.Ό W. Leake, Peloponnesiaca, Lon don 1846 (φωτοαν. Εκδ. A m sterdam , 1967), σ. 153-154,
τότοποθετεί στά όχυρωμένα υψώματα τής Θεισόας ή των Μαράθων. Ό J. A. C. Buchón, La Grèce co ntinentale et la M orée, Paris 1843, σ. 492-493, τό ταυτίζει μέ τήν άρκαδική Αράχοβα
(Πρβλ. Buchón, Histoire, σ.74, πού σημειών ει τή θέση του στήν άνατολική είσοδο τής περιοχής τής Λιοδώρας). 0 Δραγούμης, Χρονικών Μορέως, σ.41, τό τοποθετεί νοτιοδυτικά τής κώμης Πλατιάνας καί ό Ν. Bees, Actes du XVI Congrès International des O rientalistes, 1912, σ. 157, στό ϋψωμα Χρυσούλι, άπότομο βουνό βόρεια τής Μίνθης, άπό τήν όποία χωρίζεται μέ Ενα στενό λαιμό (πρβλ. Γ. Δημητρακοπούλου, Τό φραγκοβυζαντινό κάστρο Άράκλοβο: Πελ. Πρ.8 (1964)314 κ .έ., πού συμφωνεί μέ τόν Βέη) .Ό I. Νουχάκης, Ελληνική Χωρογραφία, σ.583, τό συσχετίζει μέ τό «Κάστρο του Δοξαπατρή» στό χωριό Σκιαδά Άχαΐας. Ό Σαρρής, Τά κάστρα τών Σκορτών, Άράκλοβον καί Αγιος Γεώργιος: Άρχαιολογ. Έφημ. 1934-5, σ.57 κ.έ., τό τα υτίζει μέ τό άρχαϊο Σαμικό καί ó Τ. Vagenas, Three Castles of the Morea identified: Neo Hellenica 1(1970) 27 κ .έ., μέ τόν Καστρόπυργο Λιοδώρας. Τέλος ό Α.Βοη, ϋστερα άπό περιγραφή πολλών υψωμάτων καί μεσαιωνικών φρουρίων τή ς περιοχής, πιστεύοντας ότι τό κάστρο δέν πρέπει νά βρισκόταν πολύ μακριά άπό τό Ξεροχώρι, χωριό πού μνημονεύεται στό Χρονικό, άποκλίνει τελικά στήν άποψη ότι τό Άράκλοβο βρισκόταν στήν κορυφή τού βουνού Σμέρνα, πού δεσπόζει τής γύρω περιοχής καί έχει έξαίρετη θέα (Bon, Morée, σ. 375-376).
52. Καλονάρου, Χρονικόν, στ. 1760-1, σελ. 332-341. Τό κάστρο ήταν μικρό καί όχυρότατο.
Βρισκόταν δχι μακριά άπό τό Ξεροχώρι, όμώνυμο σημερινό χωριό, κοντά στή λίμνη του Καϊάφα.
53. Ν.Μ ουτσοπούλου, Ή άρχιτεκτονική τών έκκλησιών καί τών μοναστηριών τής Γορτυνίας, έν Άθήναις 1956, σ.226, σημ. 1.
54. Κ.Ντόκου, Η έν Πελοποννήσω έκκλησιαστική περιουσία κατά τήν περίοδον τής Βένετοκρατίας: B N J 21(1971-1974) 161 « Άρακλωβό». Β. Σταυροπούλου, Άράκλοβο, τό θρυλικό κάστρο τού Βουτσαρά: άνάτ. «Τριφυλιακής Εστίας» , 1982, σ. 6, 23.
55. Τό κάστρο είναι μικρό καί άπόκρημνο, πράγμα πού δικαιολογεί τόν μικρό άριθμ ό τών στρατιωτών πού άποτελοΰσαν τή φρουρά του. Είναι χτισμένο πάνω σέ «τραχώνι», σέ πέτρινο δηλ. λόφο, καί περιέχει πολλές στέρνες. Τό κάστρο έχει γουλά καί, στό ψηλότερο σημείο, πύργο, ένώ στό δυτικό μέρος του λόφου, άπό τή βάση ως τήν πύλη , υπάρχουν θεμέλια σπιτιών, πού άποτελοΰσαν τόν μποΰρκο. (Μ. Κορδώση, Η θέσ η του Άρακλόβου άπό τοπογραφικ ά καί άρχαιολογικά στοιχεί. Διάλεξη σ τό ΕΜΠ , στίς 28-3-1985. (Σπουδαστήριο Ιστορίας τής Αρχιτεκτονικής-Μαθήματα έμβαθύνσ εως Ιστορίας τής Αρχιτεκτονικής).
56. Bon, Morée, σ. 60.
57. Ό Φράγκο ς αυτός εύγενής, μ ετά τό θάνατο του θείου του, άπα ίτη σ ε νά του δοθεί τό
φ έουδό του, έπειδή όμως δέν ικανοποιήθηκε ή άπαίτησή του, άφαίρεσε τό Άράκλοβο άπό τούς Φράγκους, μέ πρόθεση νά τούς έκβιάσει. (Καλονάρου, Χρονικόν σ.329 κ.έ., στ.8110 κ.έ. Longnon, Chronique, παρ. 557 κ.έ. Morel-Falio, Libro, παρ. 428 κ.έ.).
58. Morel-Falio, Libro, παρ. 188.
59. Δραγούμη, Χρονικών Μορέως, σ.31, 32. Βλ. καί Bon, Morée, σ. 67, 370.
60. Τό Χρονικό υπολογίζει 4.000 τούς Ελληνες καί 700 τούς Φράγκους καί ό Βιλλεαρδουίνος 5.000 τούς Ελληνες καί 500 τούς Φράγκους.
61. YiUehardouin, Conquête, παρ. 328. Ό Χρονογράφος μνημονεύει τόν έπικεφαλής τής μάχης μόνο μέ τό δνομα Michails, χωρίς άλλη διευκρίνηση . Δέ νομίζουμ ε όμως δτι πρέπει νά άμφιβάλλουμε γιά τήν ταύτιση του προσώπου αύτοΰ μέ τόν Μιχαήλ Δούκα, γιατί στό κείμενο του Βιλλεαρδουίνου δ έν υπ άρχει άλλος μέ τό ΐδιο δνομα , έκτός άπό τόν Michails πού μνημονεύει λίγο παραπάνω (παρ. 301) κ α ί ό όποιος, άπό τά στοιχεία πού δίνει, ταυτίζεται εύκολα μέ τόν Μιχαήλ Δούκα (...ere venuz avec le m archis de Costantinople et cuidoit estre m ult bien de lui; mes il se dép arti de lui qu’ il n’en sot m ot, et s’en ala a une cité que on appelloit 1’ Arthe, et prist la file a unriche Grieu»).
62. Longnon, Chronique, παρ. 104.
63. Ό Bon. Morée, σ.62, πιστεύει δτι ή μάχη έγινε στό τέλος του καλοκαιριού του 1205 καί ό Loenertz, O rigines, σ.388, τήν άνοιξη του ίδιου χρόνου.
64. Καλονάρου, Χρονικόν, σ.74, σ τ. 1723-1724. Έκεισε έαρεσύρθησαν, τό λέγουν Κηπησκιάνους δπου τό κράζουν δνομ αστόν Κούντουραν ελαιώνα.
65. Ό Δραγούμης, Χρονικών Μορέως, σ.17 κ .t ., διστάζει νά παραδεχτεί δτι οί Ελληνες
παρασύρθηκαν στούς πεδινούς τόπους τής Καλαμάτας καί πιστεύοντας δτι ή συγκέντρωση τού στρατού ήταν άντιπερισπασμός του γενναίου Δοξαπατρή, τοποθετεί τό θέατρο τή ς μάχης στά Κάψια τής Μαντίνειας. Ό Buchón, Histoire, σ.51 κ .έ., πιστεύει δτι ή μάχη έγινε άνάμεσα στή Γλαρέντζα, δπου αποβιβάστηκε ό Μιχαήλ μέ τό στρατό του, καί στήν Πάτρα!
66. Η .Μουνόρέα, Τοπωνυμικά τής Μεσσηνίας (στήν έποχή τής Φραγκοκρατίας), «Πρακτικά Α Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών», Σπάρτη 7-14 Σεπτεμβρίου 1975, τόμ.Β, έν Αθήναις 1976-8, σ.184-185. Ό Λάμπρος, Ιστορία, σ.206, τοποθετεί τόν χώρο τής μάχης όχι μακριά άπό τήν Καλαμάτα καί «περί τό άκρωτήριον τό σήμερον καλούμενον Σκενό». Πρβλ. καί Χέρτσβεργ, Ιστορία, τ.Β, σ.67. Ακολουθεί τήν Ιταλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως πού συσχετίζει τό τοπωνύμιο «Κηπησκιάνοι» μέ τό Capo Schieno» (Hopf Chroniques G réco-R omanes, Berlin 1873, σ. 426). Ακρωτήριο μέ τό όνομα Σκενό δέ βρήκαμε κοντά στήν Καλαμάτα.
6 7. Αρχαιολ. Έφημ.1911, σ.17. Η . Μουνδρέα, δ.π ., σ.185. «Χρυσορέας» (δωρικός μεσαιωνικός καί νεότερος τύπος) καί «Χρυσορόης» (μεταγενέστερος) σημαίνει χρυσόρειθρος, τό ποτάμι δηλ. πού παρασύρει ψήγματα χρυσού. Έτσι όνομάζονταν ό Νείλος καί ό Π ακτωλός.
68. Η, Μουνόρέα, δ.π ., σ.117-8, όπου δέν άποκλείεται ή έκδοχή νά όνομαζόταν Χρυσορρόα ό Ξερίλας.
69. Nicol. D espotate, σ.12-13, μετ. Λεύκα, σ. 16.
70. Villehardouin, Conquête, παρ. 328 «si am assa g ran t gent, et ce fu une m ervoille de gent...».
71. Hopf, G eschichte, σ.147.
72. Λάμπρου, Ιστορία, σ.206, 292.
73. Δραγούμη, Χρονικών Μ ορέω ς, σ. 18. Ή άποψ η αύτή του Δ ραγούμη τό ν Εκανε νά
τοποθετήσει τό θέατρο τής μάχης στήν Αρκαδία καί όχι στή Μεσσηνία .
74. Bon, Morée, σ. 62. Πρβλ. καί Χέρτσβεργ, Ιστορία, τ.A, σ.544 κ.έ., όπου αναγράφεται δτι ό Μιχαήλ Καντακουζηνός, γιό ς τού Πελοποννήσιου άρχοντα Ιωάννη Καντακουζηνοΰ, πού συνεργάστηκε μέ τόν Βιλλεαρδουίνο, συμμάχησε μέ τόν Μιχαήλ τής Ηπείρου καί ότι ό τελευταίος συνεργάστηκε έπίσης μέ τόν Λέοντα Σγουρό.
75. Καμία πηγή δέν άναφέρει κάτι τέτοιο, έπειδή Ομως ή πτώση τής πρωτεύουσας του βυζαντινού κράτους ήταν τό χρονικό σημείο έξορμήσεως τοπικών άρχόντων πρός κατάληψη όσο τό δυνατό περισσότερων βυζαντινών έδαφώ ν (π.χ. ό Λέων Σγουρός καί ό άρχοντας έκείνος τής Μεσσηνίας πού συνεργάστηκε μέ τόν Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο) είναι πιθανό καί ό Χαμάρετος νά μήν έμεινε τότε άδρανής. Ισως σ' αύτό τό γεγονός νά όφείλεται καί ή έξόρμηση του Σγουρού βόρεια τού Ισθμού καί όχι νότια τού Άργους, καθώς καί ή φράση τού Χωνιάτη «περιπαπταίνει τούς Λάκωνας», μέ τήν όποία δικαιολογεί τήν πορεία τών Φράγκων, μετά τήν κατάληψη τού Αργους, πρός τήν Άχαΐα καί όχι πρός τήν κεντρική Πελοπόννησο (Χω νιάτης, Ιστορία, σ.610).
76. Χωματιανός, στ. 92-93, (έκδ. Prinzing, σ. 477.
77. Ίώβ Ιερομονάχου, Βίος, ο .π ., σ.44. «Ος δή Θεόδωρος, βρεφύλλιον τόν έκ τού ίδίου άδελφού Μιχαήλ τόν Δούκαν εΰρηκώς, παρεϊδε μέν το ύτον ώς άτελή, τήν αρχήν δέ πάσαν δραξάμενος καί έπί εύτυχίςι πραγμάτων άρθείς, δόλον κατά τού παιδός έμελέτησεν, όνπερ ή μήτηρα ίσθομένη προέλαβε διαπεράσασα μετά τού νηπίου έν τή νήσφ τού Πέλοπος». Βλ. καί Nicol, Despotate, σ. 47, μετάφρ. Λ εύκα, σ. 45.
78. Δέν άποκλείετ ι νά κατέφυγε στούς Χαμαρέτους ή στόν Δαιμονογιάννη, μέ τόν όποιο, όπως θά δούμε παρακάτω, οί Δ ούκες τή ς Ηπείρου είχαν συγγενικούς δεσμούς.
19. Ιώβ Ιερομονάχου, Βίος, δ.π ., σ. 42.
80. Μ. Κορόώση, Σχεσεις του Μιχαήλ Αγγέλου Δούκα μέ τήν Πελοπόννησο: Ηπειρωτικά Χρονικά , 22(1980)54.
81. Loenertz, Origines, σ. 377 κ.έ. Ή άποψ η του L oenertz δτι ό Βιλλεαρδουίνος άρχι ε τήν κατάκτηση άπό τή Μεσσηνία καί δτι, έπομένως, ή μάχη στόν Κούντουρα έλαιώνα Εγινε περίπου στήν άρχή τών πολεμικών έπιχειρήσεων γιά τήν κατάληψη τής δυτικής Πελοποννήσου καί δχι στό τέλος (άνοιξη καί δχι καλοκαίρι ή άρχές φθινοπώρου), συνέβαλε στό νά άπορρίψει ό ίδιος τήν είδηση τού Βιλλεαρδουίνου, δτι έπικεφαλής τών Ελλήνων ήταν ό Μιχαήλ Δούκας, άφοΰ ό χρόνος πού μεσολαβούσε άπό τήν άφιξη τού Μιχαήλ στήν Αρτα ώς τή μάχη ήταν πολύ μικρός, γιά νά προλάβει νά όργανώσει τό κράτος του καί σ τή συνέχεια νά μεταβεΐ γιά νά πολεμήσει στήν Πελοπόννησο.
8 2. Εκτός άπό τόν Henride Valenciennes, πού, δπως θά δούμε παρακάτω, συσχετίζει τό Μιχαήλ μέ τήν Κόρινθο, ό Σκουταριώτης μνημονεύει τόν Μιχαήλ μεταξύ τών άλλων καί ώς κυρίαρχο τής Αχαΐας (Theodori Scutariotae, Additamenta, δ.π.,σ.277. «Ηπείρου κρατήσας, Αχαΐας τε καί Άκαρνάνων έξουσιάζων καί τής Ναύπακτού αύτής»). Βλ. έπίσης L. Stiernon, Les origines du d esp o tat d’Épire: REB 17(1959) 105, όπου μνημονεύονται κι άλλες λιγότερο άντικειμενικές πηγές. Ολοι οί υπόλοιποι μελετητές δέχονται ότι ό Μιχαήλ ήταν ό έπικεφαλής τής μάχης, μερικοί μάλιστα τονίζουν ότι σκοπός του ήταν ή προσάρτηση τής Πελοποννήσου στήν έπικράτειά του. (Buchón, H istoire, σ.51. Hopf, G eschichte, σ. 147. Κ. Σάθα, Χρον. Γαλαξειδίου, ο.π ., σ. 132. Λάμπρου, Ιστορία , σ.205-206, 240. Μίλλερ, Ιστορία, σ.60,66. Rodd, Princes, σ.112. Κ.Setton, The Latins, ό.π., σ.390. Nicol, Despotate, σ.14, μετ. Λεύκα, σ. 17. Μ. Κορδώση, Σχέσεις, ό.π.,σ.52 κ.έ.).






Printfriendly