.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Ηθμωτή υδρία Βολιμιδίων: Η «άγνωστη» Μετανακτορική περίοδος της Πυλίας


Την αφορμή να σχοληθώ με την ηθμωτή υδρία των Βολιμιδίων μου έδωσε ο ίδιος ο τιμώμενος, όταν, το 1989, παρουσίασε το εν λόγω αγγείο στο συνέδριο που αναφερόταν στη συμβολή των Α.J.B. Wace και C.W. Blegen στη μελέτη της αιγαιακής κεραμικής1. Από τότε, που ήμουν ακόμα μεταπτυχιακός φοιτητής συμμετέχοντας στην ανασκαφή του θολωτού τάφου 2 του Ρούτση, μέχρι τώρα που διδάσκω πλέον δικούς μου φοιτητές, η ιδιότητα του Γ.Σ. Κορρέ για μένα παραμένει η ίδια. Στο δάσκαλό μου, λοιπόν, «από τα φοιτητικά χρόνια έως σήμερα»2 αφιερώνω μερικές σκέψεις για ένα ιδιότυπο αγγείο της Μετανακτορικής Πυλίας, παίρνοντας τη σκυτάλη από εκεί όπου την άφησε η μελέτη εκείνου, σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν.
Σεπτέμβριος 1989. Με το ωραίο ζωγραφικό σχέδιο του Στάθη (του Διονυσίου) Ανδρουτσάκη ανά χείρας και μπροστά στην προθήκη αρ. 1 του Μουσείου Χώρας το μικρό υδροφόρο αγγείο με την κομψή σωληνωτή προχοή αποτελεί ενδιαφέρουσα πρόκληση για δάσκαλο και μαθητή: να ταυτισθεί η εργαστηριακή του καταγωγή, να αναζητηθεί η χρήση του μέσα στην ταφονομική συνάφεια του θαλαμωτού τάφου 5 της συστάδας Βοριά των Βολιμιδίων και –κυρίως– να εκτιμηθεί η συμβολή του στην κατανόηση της πλέον άγνωστης περιόδου για τη Μυκηναϊκή Πυλία, της Μετανακτορικής (-12ος αι.). Η προσέγγιση του δασκάλου γινόταν μέσα από τη βαθιά γνώση της πυλιακής κεραμικής παραγωγής, προς την οποίαν το αγγείο φαινόταν ξένο. Η προσέγγιση του μαθητή γινόταν μέσα από τις αναζητήσεις του στην κυκλαδική-αιγαιακή μυκηναϊκή κεραμική, με βάση την οποία, πάλι, το αγγείο δεν τεκμηριωνόταν ως νησιωτικό.
Μετά το συνέδριο «Wace and Blegen» εκείνου του Δεκεμβρίου ακολούθησε το σχετικό άρθρο για τη Μεσσηνία και τις εξωτερικές εμπορικές επαφές της κατά την Εποχή του Χαλκού3. Σε αυτό ο Γ. Κορρές θα κρατήσει μακριά τις παραπάνω υποθετικές σκέψεις, τονίζοντας μόνο ότι «there is no certainty as yet of the centers of production of these vases, the evolution of variations and the origins of the type», αλλά θα τις υπαινιχθεί γράφοντας «these unique vases indicate that during the 12th c. BC commercial contacts between Messenia and other areas continued, although the most significant finds that have been identified as imports have not yet been assigned to their sources. New evidence may help to answer the questions»4.
Σεπτέμβριος 1999. Το δίτομο έργο της Penelope Mountjoy Mycenaean Regional Decorated Pottery που κυκλοφορεί τη χρονιά εκείνη βρίσκεται στο κέντρο των συζητήσεων κατά τις εργασίες του Β' Διεθνούς Συνεδρίου «Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου». Στις ανακοινώσεις που γίνονται εκεί διευρύνονται τα κριτήρια πρόσληψης του όρου «Μυκηναϊκή περιφέρεια» και η κοινότητα των ειδικών αρχίζει να συζητά πώς μία ανακτορική γεωγραφική ζώνη καθίσταται περιφερειακή ή παραμένει πρωτεύουσα, όταν οι ιστορικές συγκυρίες το επιβάλλουν. Ένα τέτοιο παράδειγμα συνιστά η Πυλία κατά τη Μετανακτορική περίοδο, που η P. Mountjoy τεκμηριώνει συνθετικά5 και το οποίο είχα ήδη συζητήσει, με αφορμή τον πρώτο ΥΕΙΙΙΓ εικονιστικό ψευδόστομο αμφορέα από την περιοχή6.
Σεπτέμβριος 2009. Η γενναιόδωρη παραχώρηση για δημοσίευση της ΥΕΙ-ΙΙ κεραμικής των Βολιμιδίων από τον καθηγητή Γ.Σ. Κορρέ με φέρνει ξανά στο Μουσείο Χώρας. Είναι επόμενο το μείζονος σημασίας πρώιμο μυκηναϊκό υλικό7 να απορροφά την προσοχή μου, το μάτι όμως λοξοκοιτά με επιμονή στοιχήματος την ύστερη ηθμωτή υδρία. Τώρα, επιπλέον, απομονώνοντας και τα λιγοστά ΥΕΙΙΙΓ αγγεία από το νεκροταφείο, διαμορφώνεται ένας ισχνός αλλά ιστορικά σημαντικός χρονολογικός ορίζοντας στη ζωή της ακμαίας νεκρόπολης, εντός του οποίου η ηθμωτή υδρία ξεχωρίζει, αλλά και με τον οποίον το αγγείο «ειδικής χρήσης» συνομιλεί.


Βολιμίδια. Το νεκροταφείο και ο οικισμός
Τα Βολιμίδια είναι η περιοχή που εκτείνεται βόρεια της κωμόπολης της Χώρας Τριφυλίας, μεταξύ των τελευταίων σπιτιών του οικισμού και του Κεφαλοβρύσου (Κεφαλαρίου), από όπου μέχρι πρόσφατα ανέβλυζε το άφθονο νερό που άρδευε την εύφορη γη8. Η περιοχή είχε πάρει το όνομά της από τις πυκνές συστάδες λαξευτών τάφων στα μαλακά αργιλασβεστώδη πετρώματα της περιοχής, οι θάλαμοι των οποίων συχνά «βουλίζονταν» (κατέρρεαν).
Οι θαλαμωτοί τάφοι των Βολιμιδίων («ὀξυκόρυφοι κυκλικοὶ θάλαμοι ὡς νὰ ἦταν θολωτοὶ τάφοι»9) συγκροτούνταν σε συστάδες, τέσσερεις των οποίων είχαν ανασκαφεί εντατικά από το Σ. Μαρινάτο, μεταξύ 1952 και 1964. Συνολικά τότε είχαν ερευνηθεί 31 τάφοι και σε μικρότερης έκτασης ανασκαφές ακόμα 4 μεμονωμένοι θάλαμοι έκτοτε10. Οι συστάδες είχε διαπιστωθεί ότι καταλαμβάνουν μεγάλα τμήματα των αγρών εκατέρωθεν του δρόμου Χώρας-Κεφαλοβρύσου, αλλά και κάτω από το κατάστρωμά του (εικ.1). Ωστόσο, γεωφυσικές διασκοπήσεις που διεξήγαγε αργότερα ο Γ.Σ. Κορρές έδειξαν ότι αυτές οι ομάδες τάφων δεν διακρίνονται μεταξύ τους, συναποτελώντας εκτεταμένο ενιαίο νεκροταφείο11.
Η κατάφυτη με ελαιώνες και αμπελώνες θέση βρίσκεται στα λοφώδη κράσπεδα του ορεινού όγκου του Αιγάλεω, της επιμήκους οροσειράς που απομονώνει την Πυλία από την κοιλάδα του Παμίσου, σε απόσταση 4 χλμ. από το ανάκτορο του Εγκλιανού. Ο Σπ. Μαρινάτος, επιλέγοντας να μην εμπλακεί στις ανασκαφές του ανακτόρου που ξεκινούσαν υπό τον C. Blegen το 1952, την ίδια χρονιά προτίμησε να στραφεί «πρὸς τὴν ἔρευναν τῶν νεκροπόλεων πέριξ τοῦ ἀνακτόρου καὶ ἐνδεχομένως τὴν ἀνακάλυψιν νέων συνοικισμῶν»12, προφανώς αντιλαμβανόμενος τη σημασία μιας έρευνας που θα αποκαθιστούσε την ιστορική φυσιογνωμία της περιοχής και τις μορφές των πολισμάτων στην ανακτορική επικράτεια του Εγκλιανού13, «ἀνὰ τὴν περιοχὴ τῆς ἄλλοτε “γαίης τῶν Πυλίων”»14.
Ο οικισμός στον οποίον ανήκει το νεκροταφείο δεν έχει ανασκαφεί. Εντοπίζεται νότια των συστάδων τάφων της νεκρόπολης, σε απόσταση περίπου 100μ. νότια της συστάδας Αγγελοπούλου, σε μία ευρεία περιοχή όπου ο Μαρινάτος αναφέρει διάσπαρτους τοίχους μέσα στους αγρούς. Εντός αυτής της περιοχής, στο κτήμα Πατριαρχέα, το 1953 διενήργησε ανασκαφική διερευνητική τομή με πλούσια ΥΕ Ι-ΙΙ κεραμικά ευρήματα15, αλλά η έρευνα δεν συνεχίσθηκε έκτοτε.
Ίχνη δεύτερου μυκηναϊκού οικισμού εντοπίσθηκαν στη θέση Μεγαμπέλια, σε απόσταση 1 χλμ. ανατολικά της Χώρας16. Αυτός πιθανόν δεν συνδέεται με το νεκροταφείο των Βολιμιδίων, αλλά τεκμηριώνει την πυκνή κατοίκηση πέριξ των λόφων του Εγκλιανού, όπου είχε αναπτυχθεί το ανακτορικό κέντρο.
Ο Μαρινάτος είχε υποστηρίξει για την «μίαν τῶν μεγίστων, ἴσως τὴν μεγίστην μυκηναϊκὴν νεκρόπολιν» των Βολιμιδίων ότι είτε «μέγας μυκηναϊκὸς συνοικισμὸς ἔκειτο πλησίον», είτε είχε αποτελέσει το νεκροταφείο των γύρω οικισμών «διότι πᾶντες οἱ περίοικοι ἐξέλεξαν τὴν αὐτὴν θέσιν διὰ τὸ πλεονέκτημα τοῦ μαλακοῦ, ἀλλὰ συγχρόνως ἀνθεκτικοῦ πετρώματος»17, δεχόμενος ως εξίσου πιθανό ένα σύστημα περιφερειακών κωμών πέριξ του νεκροταφείου, αλλά και ενός πυρηνικού πλησιόχωρου οικισμού.
Οι επιφανειακές έρευνες των τελευταίων ετών δεν άλλαξαν κατά πολύ την εικόνα18, αφήνοντας ισχυρό το ενδεχόμενο να είχε διαμορφωθεί γύρω από το ανάκτορο ένα «κατά κώμας» δίκτυο οικισμών, που ο αγροτοκτηνοτροφικός χαρακτήρας και η οικονομία της περιοχής ευνοούσε. Με αυτή την εικόνα, άλλωστε, συμπλέει και ο συντηρητικός χαρακτήρας της νεκρόπολης κατά την κύρια λειτουργία της (ΥΕΙΙΙΑ-Β περίοδο), όπως έδειξε η Ε. Κουντούρη19, τονίζοντας την απουσία όπλων, εργαλείων, κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων υψηλής τέχνης από τους τάφους.
Μικρός αριθμός τάφων των Βολιμιδίων εξακολουθεί να χρησιμοποιείται κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο, παρότι το κύριο σώμα του νεκροταφείου των Βολιμιδίων συρρικνούται αισθητά20. Η Κουντούρη σχολιάζει ότι «τα ελάχιστα ευρήματα μαρτυρούν ότι η περιοχή πέφτει σε μαρασμό και αφάνεια»21 και ο Κορρές βλέπει την ηθμωτή υδρία του τάφου Βοριά 5 ως το υστερότερο αγγείο των Βολιμιδίων, προσθέτοντας ότι στις λίγες ακόμα θέσεις της Πυλίας όπου τεκμηριώνεται η ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος, αυτή διαφαίνεται εξίσου ισχνή22.
Στα Βολιμίδια, ωστόσο, επίσης από τον Μαρινάτο εντοπίζεται «εἰς τὸ ἀντίθετον ἄκρον τῆς κωμοπόλεως» η «νέα νεκρόπολις τοῦ Ἁγίου Ἠλία», με ασφαλώς γνωστούς πέντε τάφους, εκ των οποίων στον αγρό Μανιάτη ανασκάπτονται ο Μ1 και ο δρόμος του Μ223. Η νεκρόπολη αυτή, που βρίσκεται σε απόσταση όχι μακρινή από τα Βολιμίδια, δεν ερευνήθηκε περαιτέρω έκτοτε, παρότι «ἡ σπουδαιότης ἔγκειται εἰς τοῦτο, ὅτι εἶναι μεταγενεστέρα τῆς τῶν Βολιμιδίων, ἀνήκουσα ἐκ τῶν μέχρι τοῦδε παρουσιασθέντων συμπτωμάτων, εἰς τὴν ἐσχάτην περίοδον τοῦ μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ»24. Αν, λοιπόν, το νεκροταφείο στον Άγιο Ηλία25 χρονολογείται στη Μετανακτορική περίοδο, τότε η ευρύτερη περιοχή κατοικείται κατά τον -12ο αι. και η ελάχιστη τεκμηρίωση της νέας νεκρόπολης οφείλεται στην αρνητική ανασκαφική συγκυρία. Η πιθανότητα τάφων περισσότερων συστάδων, άρα και οικισμών, Μετανακτορικής εποχής ενισχύεται από την επισήμανση Πρώιμης και Μέσης ΥΕ ΙΙΙΓ φάσης στο αμέσως πέριξ του ανακτόρου νεκροταφείο, όπου ο θαλαμωτός τάφος Κ226 στο Πισάσκι απέδωσε σημαντικό κεραμικό υλικό27, τόσο σε επίπεδο ποιότητας κατασκευής, όσο και σε πρωτοτυπία εικονιστικών παραστάσεων28.
Ακόμα μεγαλύτερης σπουδαιότητας είναι το Μέσης ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου υλικό από το θολωτό τάφο της κοντινής Τραγάνας (ΝΔ του ανακτόρου, πλησίον του τάφου Κ2), από όπου και η πυξίδα με παράσταση ιστιοφόρου πλοίου29. Η πλησιόχωρη περιοχή, συνεπώς, κατοικείται κατά το 12ο αιώνα30, όπως τεκμηριώνει και η εύρεση του εγχώριας κατασκευής πολυποδικού ψευδόστομου αμφορέα της Συλλογής Περδικέα, προφανώς σε πυλιακό τάφο31.


Η ηθμωτή πρόχους των Βολιμιδίων. Μιά συζήτηση για το αγγείο και την εποχή του
Η προσοχή μας θα εστιασθεί στην ΥΕ ΙΙΙΓ ηθμωτή υδρία ΜΧ 20 και σε όσα στοιχεία αυτή και τα σύγχρονα συνευρήματά της μπορεί να προσφέρουν για την προέλευση και την εποχή, σε μία απόπειρα να φωτισθεί ο άγνωστος 12ος αιώνας της Πυλιακής ιστορίας, τον οποίον η σιωπή του ερειπωμένου γειτονικού ανακτόρου έχει έως σήμερα ενδεχομένως αδικήσει.
Αρ. Κατ. Μουσείου Χώρας (MX) 20 (εικ. 2-7). Υδρία με ηθμωτή προχοή και ηθμωτό στόμιο. Ακέραιαη, συμπληρωμένη σε μικρό τμήμα της προχοής. Ύψος 0.183 μ., διάμετρος χείλους 0.063 μ., διάμετρος βάσης 0.065 μ., μέγιστη διάμετρος σώματος 0.156 μ. Πηλός Munsell 5Y 8/2 υπόλευκος-κιτρινωπός, επίχρισμα ομοιόχρωμο, ανομοιογενές, βαφή 5Y 3-4/1 καστανή-λαδί εξίτηλη. Το κατώτερο μισό του αγγείου φέρει ιζήματα και άλλες μελανές επικαθήσεις. Σώμα απιόσχημο, λαιμός κυλινδρικός-αμφικωνικός, κάθετη λαβή ταινιωτή, ελαφρά λοξή ως προς τον κατακόρυφο άξονα, προχοή ημικυλινδρική, λοξά προσφυόμενη πάνω από τη μεγιστη διάμετρο της κοιλιάς. Λαβές κυκλικές αγκύλες, βάση δακτυλιόσχημη-κωνική ορθογώνιας τομής. Η κάθετη λαβή και η προχοή παρεκκλίνουν του άξονα, οι λαβές είναι συμμετρικές του κατακόρυφου άξονα. Το χείλος επίπεδο, εσώκυρτο, διαμορφώνει ημισφαιρική κοτύλη στο στόμιο του αγγείου, ηθμωτή στον πυθμένα της με οκτώ όμοιες οπές. Πάνω από τις οπές αμελής εγχάραξη πιθανόν κατά την περιστροφή του τροχού. Στην αντιστοιχία της προχοής έξι οπές στην κοιλιά του αγγείου. Λεπτός πλαστικός δακτύλιος στο σημείο πρόσφυσης του λαιμού με τον ώμο. Τέσσερεις ισοπαχείς ταινίες κάτω από την πρόσφυση των λαβών· πέμπτη λίγο ψηλότερα. Στη ράχη των αγκύλων λαβών εγκάρσιες γραμμοκηλίδες και ταινία στην κάτω όψη. Στη διακοσμητική ζώνη που ορίζει το ύψος των λαβών ανόμοια σχεδιασμένες (αμελούς σχεδίασης) σπείρες που ενώνονται μεταξύ τους σε δύο οριζόντιες ζώνες. Στην προχοή, από κάτω, δύο πλατιές ταινίες. Στη μετάβαση κοιλιάς-ώμου τρεις (κατά τόπους τέσσερεις) λεπτές ταινίες, που ορίζουν την πλατιά διακοσμητική ζώνη του ώμου, στην οποία πυκνά τρίγλυφα τραπεζιόσχημα εναλλαξ με κρεμάμενη σπείρα από την οποία ξεκινά όμοιο τρίγλυφο στο διακρινόμενο τμήμα δεξιά της προχοής. Στο αριστερό πλήρως εξίτηλο τμήμα διακρίνονται τα ίδια θέματα. Πλατιά ταινία στην πρόσφυση ώμου-λαιμού, ίχνη ταινίας κάτω από το χείλους του ηθμού. Στη ράχη της κάθετης λαβής εξίτηλες ταινίες περιγράμματος. Στο κάτω μέρος του σώματος τρεις λεπτές ταινίες και τέταρτη γύρω από τη βάση.


Πηλός
Η υδρία έχει κατασκευασθεί από υπόλευκο-κιτρινωπό πηλό και η επιφάνειά της έχει καλυφθεί με ομοιόχρωμο επίχρισμα. Πηλοί τέτοιου χρώματος και συνοχής στην περιοχή δεν είναι γνωστοί. Οι πηλοί της Τριφυλίας είναι ρόδινοι ή πορτοκαλόχρωμοι, ευάλωτοι στην υγρασία του χώματος, η οποία επηρεάζει δραστικά την πλούσια σύστασή τους σε ασβέστη και κάνει τα αγγεία να φτάνουν στα χέρια του μελετητή διαβρωμένα, εύθρυπτα και εξίτηλα32. Η υδρία των Βολιμιδίων, επιπλέον, ως προς τα χαρακτηριστικά του πηλού και του επιχρίσματος ξεχωρίζει από το σύνολο των λιγοστών ΥΕΙΙΙΓ αγγείων του νεκροταφείου, αλλά και από τα εντόπιας κατασκευής πρωιμότερα (ΥΕΙ- ΙΙΙΒ) αγγεία33.
Η μακροσκοπική εξέταση δείχνει ως ενδεχόμενη πηγή του πηλού της υδρίας την Ηλεία. Αν και οι δημοσιεύσεις συγκριτικού κεραμικού υλικού από το νότιο τμήμα του νομού (Βόρεια Τριφυλία) αφορούν κυρίως πρωιμότερα του 12ου αι. σύνολα (Κακόβατος, Σαμικό)34, το αγγείο εκτιμάται ότι θα μπορούσε να είναι ηλειακό. Δεν αποκλείεται, βεβαίως, η υδρία να έχει κατασκευασθεί από πηλό της Ηλείας που εισήχθη στην Πυλία, και το αγγείο να είναι εγχώριο35.Η τεκμηρίωση εισηγμένων πηλών στα μυκηναϊκά χρόνια είναι δυσχερής και συζητείται συνήθως –ως υπόθεση εργασίας– για κεραμικά εργαστήρια με δυνητική δυσκολία στην επάρκεια καλής ποιότητας πηλού ή για περιοχές που διαθέτουν κακής ποιότητας πηλούς, όπως η Πυλία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοπικού εύθρυπτου πηλού, σύγχρονο της υδρίας των Βολιμιδίων, συνιστά ο ψευδόστομος της Συλλογής Περδικέα στο Μουσείο Πύλου, η εξίτηλη διακόσμηση του οποίου είναι επακόλουθη της ποιότητας του πηλού και της ταφονομικής του συμπεριφοράς36.

Διακόσμηση
Η διακόσμηση της υδρίας συνίσταται σε λίγα μοτίβα, απλά γραμμικά και περιορισμένων συνδυασμών, που την εντάσσουν στο λεγόμενο «γραμμικό ρυθμό» της ΥΕΙΙΙΓ περιόδου (εικ. 2-3).
Στον ώμο της, στη ζώνη από τη βάση του λαιμού έως το σημείο πρόσφυσης της προχοής, επαναλαμβάνονται συστήματα τριγλύφων, ομάδων παράλληλων γραμμών δηλαδή, και ανάμεσά τους –στην καλύτερα διατηρημένη όψη του αγγείου– κρεμάμενη αγκιστροειδής σπείρα, εξωτερικά της οποίας αναπτύσσεται όμοιο τρίγλυφο. Την κύρια ζώνη της κοιλιάς καλύπτουν τρέχουσες σπείρες σε δύο οριζόντιες σειρές, που ενωμένες μεταξύ τους με μονό στέλεχος δημιουργούν δύο αλυσιδωτά συστήματα, που περιτρέχουν το αγγείο στη μέγιστη διάμετρό του. Η κατώτερη ζώνη της κοιλιάς είναι ακόσμητη, οριζόμενη από πυκνά συστήματα λεπτών ταινιών.
Η διακόσμηση με ζώνες σπειρών, αν και αρκετά συνήθης στα κλειστά σχήματα, δεν απαντά αλλού στα Βολιμίδια, με εξαίρεση τη στενόλαιμη ΥΕ ΙΙΙΑ1 πρόχου (ΜΧ 384), με δύο σειρές καλογραμμένων σπειρών στον ώμο και οριζόντιες ταινίες από κάτω37. Καλό παράλληλο της διάταξης όμοιων αγκιστροειδών σπειρών με τρίγλυφα απαντά κατά την ΥΜ ΙΙΙΑ στην Κνωσό38, αλλά το ίδιο μοτίβο, σε πυκνό γραμμικό θέμα ενιαίας ζώνης, απαντά σε υψίποδα σκύφο της ΥΜ ΙΙΙΒ περιόδου από τα Χανιά39. Από τον ίδιο τάφο βοηθητική για τη μελέτη της δυτικο-κρητικής κεραμικής παραγωγής είναι η ποικιλία των λοιπών γραμμικών θεμάτων, χωρίς ωστόσο εκείνο του σκύφου να επαναλαμβάνεται40.
Το κύριο διακοσμητικό θέμα της υδρίας συνιστούν τρέχουσες σπείρες, που διευθετημένες σε δύο επάλληλες ζώνες καταλαμβάνουν τη ζώνη που ορίζεται μεταξύ της προχοής των λαβών.
Ανάλογη διακοσμητική «λογική» απαντά επίσης στην Κρήτη, σε YM IIIΓ κρατήρα από τη Φαιστό41, όπου ενωρίτερα (YM IIIB/Γ) οι μεμονωμένες σπείρες-άγκιστρα διακοσμούν σκύφους42. Το πλέον διδακτικό παράλληλο των αγκιστροειδών σπειρών με ενάλληλα τόξα-τρίγλυφα υπάρχει σε Πρώιμο ΥΜ ΙΙΙΓ κρατήρα από το Καστέλλι Πεδιάδος43, τεχνοτροπία που, κατά το Ρεθεμιωτάκη, «remains in contact with the Minoan past»44. Το μοτίβο απαντά επίσης στη Σύβριτο Αμαρίου45, δείχνοντας ότι αυτές οι αισθητικές αναζητήσεις αφορούν μία ευρεία ζώνη της κεντρικής– δυτικής Κρήτης, με ισχυρή την επίδραση των γραμμικών ΥΜ ΙΙΙΒ ρυθμών.
Αν και το συνδυαστικό θέμα σπειρών και τριγλύφων απαντά στην ΥΕ ΙΙΙΓ της ηπειρωτικής χώρας (Τίρυνθα46) και οι επάλληλες ζώνες σπειρών στις Κυκλάδες (Φυλακωπή47), τα κρητικά διακοσμητικά παράλληλα που συζητήθηκαν εν συντομία εμφανίζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Από τη μία επειδή τοποθετούν την υδρία των Βολιμιδίων στη σφαίρα των επαφών της Μετανακτορικής Μεσσηνίας με την Κρήτη, και από την άλλη διότι καθιστούν πιο συγκεκριμένη τη σχέση αυτή μέσω του κεντρικού-νότιου και δυτικού-βόρειου τμήματος του νησιού. Οι περιοχές της Ρεθύμνης και της Κυδωνίας, ως εγγύτερες στις λακωνικές και μεσσηνιακές ακτές, θα μετείχαν σαφώς στα δίκτυα των άμεσων επαφών κάθε είδους με την Πελοπόννησο, πολλώ δε μάλλον που η ευρεία εξαγωγή των ΥΜ ΙΙΙΒ-Γ αγγείων της Κυδωνίας είχε καταστήσει διάσημα τα κεραμικά της εργαστήρια48.
Η Μεσσηνία αναπτύσσει σχέσεις με την Κρήτη πολύ νωρίτερα, τόσο στο πεδίο των απευθείας εισαγωγών, όσο και στην ιδεολογική επιρροή από το Νεοανακτορικό κόσμο και τη λάμψη των elites του νησιού49. Η σχέση αυτή, απορρέουσα από τις σταθερές διά θαλάσσης επαφές των δύο περιοχών, στα Βολιμίδια αποτυπώνεται τόσο στις κρητικές επιρροές σε αγγεία εμπορικού κύρους, όπως ένας ΥΜΙΒ/ ΥΕΙΙΑ τρίωτος ψευδόστομος αμφορέας50, όσο και στις επιτόπιες κεραμικές μιμήσεις κυπέλλων Βαφειού και άλλων λεπτότεχνων αγγείων51. Ήδη στην ΥΕ ΙΙΑ περίοδο, όμως, παρατηρεί η P. Mountjoy, είναι πιθανό να μην υπήρξαν απευθείας στη Μεσσηνία εισαγωγές αγγείων από την Κρήτη, αλλά οι έντονες μινωικές επιδράσεις να οδήγησαν στην επιτόπια παραγωγή ψευδο-μινωικών αγγείων52. Οι κρητικές επιρροές στην κεραμική των Βολιμιδίων θα συνεχισθούν αμείωτες κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ-Β, τόσο στα σχήματα όσο και στα μοτίβα, όπως και επιρροές από τις ελλαδικές ανακτορικές επικράτειες, με κύρια την Αργολίδα53. Ανάλογη μεικτή εικόνα πολιτιστικών και αισθητικών προτύπων, με έντονα τα κρητικά-νησιωτικά στοιχεία, αλλά και σαφή τα ελλαδικά, έχει σχολιασθεί ήδη στον ΥΕΙΙΙΓ πολυποδικό ψευδόστομο Περδικέα του Μουσείου Πύλου54.
Οι μινωικές επιρροές στο χώρο της Δυτικής Πελοποννήσου είναι και γεωγραφικά ευρέως διαπιστωμένες και χρονολογικά εμφανείς καθόλη τη διάρκεια της ΥΕΙΙΙΓ περίοδου. Ο εντοπισμός και πρόσφατη μελέτη ενός ακμαίου ηλειακού, με έντονες μινωικές επιρροές, κεραμικού εργαστηρίου έχει επιφέρει μία νέα ανάγνωση του σημαντικού υλικού στα ταφικά σύνολα της ΝΔ Αχαΐας, της ΒΔ και κεντρικής Ηλείας (Ολυμπίας) αλλά και της Γορτυνίας (Παλαιοκάστρου), τεκμηριώνοντας ευθεία επίδραση, δημιουργική μίμηση ή εγκατάσταση τεχνιτών (ενδεχομένως και πληθυσμών) από την Κρήτη στην κεντροδυτική Πελοπόννησο μέσα στον -12ο αι.55
Με βάση τη μακροσκοπική και τεχνοτροπική της μελέτη η υδρία των Βολιμιδίων δεν θα μπορούσε να είναι αγγείο κρητικό. Μία τέτοια πιθανότητα απομακρύνεται τόσο λόγω του σχήματος (ηθμωτές υδρίες δεν απαντούν στην Κρήτη πριν από τον -10ο/ -9ο αι.), όσο και λόγω της απουσίας της χαρακτηριστικής κρητικής «πινελιάς» στη διακόσμησή της.
Ο «κρητο-μυκηναϊκός» υβριδισμός που εμφανίζει η υδρία προσομοιάζει με εκείνον που διαπιστώνεται σε άλλα ηλειακά αγγεία, πρωιμότερα, όπως η ΥΕΙΙΙΑ2 κομψή πρόχους από το Σαμικό, που συγκεράζει μινωικά και μυκηναϊκά στοιχεία56, αλλά είναι πιθανότατα αγγείο εγχώριο. Στην παραολύμπια Ηλεία (Καυκανιά, Κλαδέος), επίσης, και μάλιστα στο θεματολόγιο της Ύστερης ΥΕ ΙΙΙΓ απαντούν συστήματα κατακόρυφων γραμμών σε τρίγλυφα, σε ανώτερες ζώνες ληκύθου57 και ψευδόστομων αμφορέων58. Ομοίως, οι μεγάλες τρέχουσες σπείρες που διαμορφώνουν αλυσίδα ή πλοχμό απαντούν σε τετράωτο αμφορέα Μέσης ΥΕΙΙΙΓ από την Αγία Τριάδα Ηλείας59, ενώ μεμονωμένες σπείρες σε κυκλική διάταξη υπάρχουν στον ώμο ψευδόστομου αμφορέα της Μέσης-Ύστερης ΥΕΙΙΙΓ περιόδου60. Σειρά ενωμένων σπειρών περιτρέχει τον ώμο ηθμωτής πρόχου που βρέθηκε σε ΥΕΙΙΙΓ τάφο του Κλαδέου, αγγείο μοναδικό για την Ηλεία, στο οποίο θα σταθούμε ιδιαίτερα πιο κάτω, στην απαιτητική συζήτηση του σχήματος61.
Ενδεικτικό της δυσκολίας να αποδοθούν σε συγκεκριμένο παραγωγό εργαστήριο οι σπείρες και τα τρίγλυφα της υδρίας των Βολιμιδίων είναι το παράλληλο του ίδιου συνδυαστικού θέματος στη διακόσμηση του ψευδόστομου αμφορέα ΜΝ1717 από το Καμίνι της Νάξου62, επίσης τεχνοτροπικό αμάλγαμα «αιγαιακού υβριδισμού», που παραπέμπει σε κρητικά και ροδιακά πρότυπα, χωρία καμία από τις δύο καταγωγές να τεκμηριώνεται.


Η υδρία, το ταφφικό περιβάλλον, οι χρονολογικές συνάφειες
Η υδρία προέρχεται από το θαλαμωτό τάφο 5 της συστάδας Βοριά63, ο οποίος ανήκει στην ομώνυμη συστάδα επτά τάφων που βρίσκονται δεξιά της οδού που οδηγεί από τη Χώρα στο Κεφαλόβρυσο64. Ο δρόμος, μήκους περ. 8μ., το στόμιο, μήκους περ. 1μ. και ο κυκλικός θάλαμος διαμέτρου περ. 5μ. συγκροτούν το άρτιο σχήμα του τάφου, του οποίου η οροφή είχε διατρηθεί στη ρωμαϊκή εποχή, κατά την κατασκευή παρακείμενου λάκκου απορριμάτων65 (εικ. 8).
Το δάπεδο του τάφου είχε έξι κόγχες ή βόθρους, περιμετρικά των τοιχωμάτων του θαλάμου, και δύο ορθογώνιους λάκκους «ἀμφοτέρους καλυπτομένους διὰ πλακῶν». Οι λάκκοι βρέθηκαν να περιέχουν από έναν νεκρό, ήταν άθικτοι, αλλά άνευ ευρημάτων. Συνολικά στον τάφο εντοπίσθηκαν λείψανα έξι έως οκτώ κρανίων, τα οποία αντιστοιχούν στις ελάχιστες ταφές που είχε δεχθεί ο θάλαμος66. Ο θάλαμος κατά τα ρωμαϊκά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως λάκκος απορριμάτων, που ωστόσο δεν διατάραξε το εσωτερικό του67.
Η υδρία βρέθηκε στο κατώτερο, άθικτο στρώμα των μυκηναϊκών αγγείων του θαλάμου, μαζί με 12-13 άλλα αγγεία «μεταξύ των βόθρων 5 και 6»68, ομάδα αγγείων «σχεδὸν πάντων ἀκεραίων» που χαρακτηρίζεται ως «νότια». Το «μέγιστον τῶν ἀγγείων ἦτο τρίωτος ἀμφορεὺς» (ο ΜΧ 1 της πρώιμης ΥΕ ΙΙΙΑ2 περιόδου), που διακρίνεται στη μοναδική φωτογραφία από την ανασκαφή του τάφου69. Σε κοντινή απόσταση από εκείνον ήταν η ηθμωτή υδρία, που ήταν πλάγια κεκλιμμένη, με την προχοή λοξά στο δάπεδο (εικ. 9). Σύμφωνα με την Κουντούρη70, όμως, ο τρίωτος πιθαμφορέας ΜΧ1 ανήκει στη «βόρεια ομάδα» (παρὰ τὴν κόγχην 2), αποτελούμενη από τα αγγεία ΜΧ1-11, που χρονολογούνται μεταξύ ΥΕΙΙΒ/ ΙΙΙΑ1 και ΥΕΙΙΙΑ2 ύστερης / ΙΙΙΒ πρώιμης, ενώ η «νότια ομάδα», ως προαναφέρθηκε, αποτελείτο από 12-13 αγγεία, χωρίς την υδρία (από αυτήν ο Κορρές αναφέρει 10 αγγεία71 και η Κουντούρη 11 αγγεία72), χρονολογούμενα ελαφρά υστερότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΑ2/Β και κυρίως στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο.


Ο Μαρινάτος συναρτά την εικόνα του τάφου στη «νότια» ομάδα αγγείων73, ενώ ο Ιακωβίδης, στη «βόρεια»74, γεγονός που καθιστά πιθανότερο στη φωτογραφία (εικ.9) να απεικονίζονται και οι δύο ομάδες αγγείων, με την ηθμωτή υδρία ανάμεσά τους, στα ανατολικά. Παρόλη την ελαφρά ασυμφωνία μερικών δεδομένων είναι σαφές ότι οι δύο ομάδες δεν συνδέονται με πρωτογενείς ταφές και επιπλέον διαφοροποιούνται ως προς τη χρονολόγηση. Χαρακτηριστικό, όμως, της ελάχιστης υστερότερης διατάραξης των δύο συνόλων είναι ότι αμφότερες συνοδεύονταν από σφονδύλια: «πέριξ» της βόρειας ομάδας «ὡς νὰ ἐχύθησαν ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ» (ενν. του τρίωτου πιθαμφορέα) βρέθηκαν 14 κωνικά «σφονδύλια καὶ κομβία», «ὧν ἓν ἀργυροῦν, ἓν πήλινον καὶ τὰ λοιπὰ ἐκ στεατίτου». Στη νότια ομάδα «καὶ πάλιν ὑπὸ τὸ χεῖλος» του πωματισμένου σταμνίσκου ΜΧ284, «ὡς νὰ εἶχον χυθεῖ ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ, ἔκειντο ἔνδεκα σφονδύλια μέλανος ἢ πορφυροῦ στεατίτου»75. Ο αριθμός των δύο συνόλων και ιδίως του αργυρού «σφονδυλίου» παραπέμπει πιθανόν σε ενδύματα, άρα στην υπόθεση γυναικείων ταφών, σύμφωνα με την πειστική τεκμηρίωση του Ιακωβίδη76. Η θέση τους, όμως, και η σχέση τους με τα εν λόγω αγγεία αποκλείουν την περίπτωση αυτή. Συνεκτιμώντας, άλλωστε, τα νεότερα δεδομένα βλέπουμε ότι οι λίθινοι κωνίσκοι στους μυκηναϊκούς τάφους μπορεί να χρησιμοποιούνται με ποικιλία τρόπων και αριθμών77. Μοναδικό άλλο εύρημα του τάφου των Βολιμιδίων αναφέρεται μονόστομο μαχαίρι με τέσσερα καρφιά78.
Πέραν των δύο ομάδων αγγείων, με καταμετρημένο σύνολο περ. 25 σκευών, ο Μαρινάτος αναφέρει ως μεμονωμένα ευρήματα «λιγοστὰ μικρὰ ἀκέραια ἀγγεῖα καὶ τεμάχια μεγαλυτέρων».
Όπως προκύπτει από τη μελέτη των ΥΕ ΙΙΙΑ-Β αγγείων αυτά είναι 4579. Στην ΥΕΙΙ περίοδο ανήκουν 4 ή 5 αγγεία, ενώ -πέραν της ηθμωτής υδρίας ΜΧ 20- στην ΥΕΙΙΙΒ2 ή την Πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΓ ανήκουν ο σκύφος ΜΧ 285 (εικ. 10, 11) και ο σταμνίσκος ΜΧ 15 (εικ.12, 13).
Ο τάφος 5 της συστάδας Βοριά, συνεπώς, κατασκευαστικά ανήκει στις πρώιμες περιόδους χρήσης του νεκροταφείου80, και έκτοτε χρησιμοποιήθηκε χωρίς διακοπή μέχρι την ΥΕΙΙΙΓ. Έως πότε ακριβώς, όμως, και σε ποια ταφική συνάφεια πρέπει να αποδώσουμε την ηθμωτή υδρία;


Ας εξετάσουμε συνοπτικά τα δύο άλλα υστερότερα αγγεία του τάφου. Οριακά περνά το χρονολογικό κατώφλι του -12ου αιώνα ο σκύφος ΜΧ285 (FS285, τύπου Α), που χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΒ2 ή την Πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ81, διακοσμούμενος με κατακόρυφα στελέχη απολήξεων σπείρας και εσωτερικά στη βάση με λεπτές ταινίες. Παρότι ο έντονα ερυθρός πηλός και το ομοιόχρωμο επίχρισμα προδίδουν άλλο εργαστήριο από εκείνο της υδρίας, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραταγμένες σπείρες-άγκιστρα, όπως αυτή που διακοσμεί τον ώμο της ηθμωτής υδρίας. Στην ίδια περίοδο θα μπορούσε να χρονολογηθεί ο ιδιότυπος δίωτος ευρύστομος αμφορίσκος με κυλινδρικό λαιμό ΜΧ15 (FS 64), που διαθέτει δύο ζεύγη συμμετρικών υποτυπωδών προχοών και διακοσμείται με ομάδες ενάλληλων γωνιών ανάμεσά τους82. Οι τέσσερεις μαστοειδείς προχοές καθιστούν το σχήμα unicum στην ομάδα των μικρόσωμων αυτών αγγείων83 και προσδίδουν στο σταμνίσκο ιδιότητα σκεύους ειδικής χρήσης, με τις πολλαπλές εκροές να ευνοούν σπονδικές χρήσεις ή άλλες προσφορές υγρών.
Εάν υποτεθεί ότι τα τρία υστερότερα αγγεία του τάφου Βοριά 5 κτέριζαν την τελευταία ταφή που δέχτηκε ο θάλαμος, αυτά θα αναμενόταν να είχαν βρεθεί μαζί, και μάλιστα άθικτα, δίπλα στο νεκρό, αφού η αναστάτωση των ρωμαϊκών χρόνων δεν είχε θίξει το κτερισματικό περιεχόμενο του τάφου. Η ηθμωτή υδρία που μας απασχολεί εδώ, όμως, δεν βρέθηκε σε τέτοιο context, αλλά παρακείμενη των δύο προγενέστερων αυτής ομάδων αγγείων. Οπότε:
– Αν η υδρία χρονολογηθεί -ελλείψει καλά χρονολογημένων παραλλήλων- πρωιμότερα από τα λιγοστά της παράλληλα, επίσης στην Πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο, μαζί με τα δύο παραπάνω αγγεία, τότε θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι η κτερισματική αυτή ομάδα του τάφου Βοριά 5 αποδίδεται στο ίδιο ταφικό «συμβάν», και θα αποδώσουμε την αμοιβαία μετακίνησή τους σε ύστερη αναστάτωση του θαλάμου.
– Αν, πάλι, δεχθούμε ότι η ηθμωτή υδρία είναι αγγείο υστερότερο μέσα στο -12ο αι. (ανήκει δηλαδή στη Μέση ΥΕΙΙΙΓ περίοδο) και ότι δεν συνδέεται με συγκεκριμένη ταφή, θα πρέπει να υποτεθεί ότι αυτή βρέθηκε στο θάλαμο όχι ως «οργανικό» κτέρισμα, αλλά ως σκεύος που αντιπροσωπεύει ανεξάρτητο περιστατικό, πιθανόν επιμνημόσυνο εναγισμό.
Θεωρούμε πιθανότερη την πρώτη υπόθεση, δεχόμενοι έτσι την πρωιμότητα της υδρίας των Βολιμιδίων έναντι πολλών από τα ηθμωτά σκεύη στην Πελοπόννησο και τα νησιά.
Στον ίδιο τάφο με την υδρία βρέθηκε, επίσης, ηθμός σε σχήμα ημισφαιρικής φιάλης ΜΧ 2930, το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να συνεισφέρει στην εδώ πραγμάτευση των ηθμωτών αγγείων. Το σκεύος εμφανίζει ιδιαίτερο κατασκευαστικό ενδιαφέρον, με την κοίλη επιφάνειά του να φέρει δέκα όμοιας διαμέτρου οπές στο κατά το ήμισυ περίπου διατηρημένο σώμα του (εικ.14, 15, 16). Οι οπές διατάσσονται σε τρεις ομόκεντρες σειρές πέριξ μιας κεντρικής, που βρίσκεται περίπου στο βαθύτερο κοίλο σημείο. Μια ακόμα κυκλική οπή κάτω από το χείλος τεκμηριώνει ότι από εκεί περνούσε σκοινί ανάρτησης. Το ελλιπές σκεύος συμπληρώθηκε στα τοιχώματα και τις οπές, και εκτιμάται ότι αρχικά διέθετε τριαντατρείς οπές στο ηθμωτό κατώτερο σώμα του, πλην των δύο συμμετρικών μέσω των οποίων θα μπορούσε να αναρτηθεί84. Το αγγείο είναι κατασκευασμένο από κίτρινο πηλό και όμοιο επίχρισμα, και αρχικά έφερε απλή διακόσμηση ταινιών, που διακρίνεται ελάχιστα. Από την ποιότητα κατασκευής του θα έλεγε κανείς ότι χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΑ περίοδο, χωρίς όμως η άωτη βαθειά φιάλη –με ηθμό ή χωρίς– να μαρτυρείται στην παραγωγή του -14ου αι.
Με την ευρετήρια συνάφεια και το χρονολογικό στίγμα του ιδιότυπου ηθμού να είναι αναπόδεικτη, μόνο υποθέσεις για τη χρήση του μπορούν να γίνουν. Η ενδεχόμενη σύνδεση της ηθμωτής φιάλης με την ηθμωτή υδρία θα προσφερόταν για τη συνειρμική προσέγγιση ορισκεύη. Ο κοινός παρανομαστής διαφορετικών διαδικασιών διήθησης που αυτά μας διδάσκουν ας δημιουργήσει, τουλάχιστον, το έναυσμα για μελλοντική ενασχόληση και βιβλιογραφικό προβληματισμό.


Σκέψεις γιά την χρήση της ηθμωτής υδρίας και των συναφών αγγείων

Το πλέον σημαντικό στοιχείο της υδρίας των Βολιμιδίων και εκείνο που την καθιστά μοναδική είναι η ηθμωτή διαμόρφωση του στομίου στο επίπεδο αμέσως κάτω από το χείλος. Το γνώρισμα αυτό δεν απαντά σε άλλη πρόχου ή υδρία με ηθμό στην προχοή, αλλά και γενικότερα η προσαρμογή σύμφυτου ηθμού στο χείλος υδροφόρου δεν μαρτυρείται αλλού στο Αιγαίο, πριν από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και μια μικρή κατηγορία αγγείων της Κρήτης (υδριών και ψευδόστομων αμφορέων) του -10ου/ -9ου αι., με ηθμωτό στόμιο μόνο85.
Πώς λειτουργούσε η διπλή διήθηση του υγρού περιεχομένου στο αγγείο; Το γεγονός ότι οι οκτώ οπές του στομίου είναι μικρότερης διαμέτρου από τις έξι οπές της ηθμωτής προχοής στην κοιλιά καθιστά τη διήθηση οποιουδήποτε υγρού προβληματική, αφού η πρώτη, εισερχόμενη από το στόμιο διηθούμενη ποσότητα υγρών, εξερχόμενη του αγγείου ακυρώνει τη δεύτερη, ως περιττή. Για να επιτυγχάνεται στο σκεύος η διπλή διήθηση του περιεχομένου του, θα πρέπει αυτό να είχε εισέλθει από την προχοή και να εξέρχεται από το στόμιο, κάτι εργονομικά παράταιρο για ένα τυπικό υδροφόρο.
Ποια είναι, λοιπόν, η κατασκευαστική σκοπιμότητα του αγγείου;
Ηθμωτά σκεύη στο Αιγαίο υπάρχουν ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους, αυτά όμως εμφανίζονται συστηματικά στους Νεοανακτορικούς χρόνους των Κυκλάδων (ΥΚ Ι) και της Κρήτης (ΥΜΙΑ), με συνηθέστερη την κατηγορία σφαιρικών αγγείων με ηθμωτό πυθμένα και ψηλό πόδι, που ονομάζονται ηθμοπυξίδες86. Τα αγγεία αυτά έχουν βρεθεί σε μεγάλη γεωγραφική έκταση, εντός και εκτός της Κρήτης, είναι συνήθως γραπτά και ενίοτε διακοσμημένα με την αισθητική του σκεύους πολυτελείας (Ακρωτήρι Θήρας87). Η χρήση τους είναι αδιάγνωστη• θεωρήθηκαν ηθμοί υγρών τροφίμων, σκεύη παρασκευαστικά ή κατανάλωσης τροφής, λιβανωτρίδες, σκεύη παραγωγής αρωματικών ουσιών ή τελετουργικά88, χωρίς καμία από τις προτεινόμενες λειτουργίες να ενισχύεται από κατάλοιπα στο εσωτερικό τους ή να αξιολογείται από τα συνευρήματα.
Στο μινωικό και μυκηναϊκό σχηματολόγιο των ΥΕ/ ΥΜΙΙΙΑ- Β χρόνων ηθμωτά είναι κυρίως μικρά σκεύη, με ή χωρίς πώμα, που γίνεται δεκτό ότι ήταν θυμιατήρια για τον αρωματισμό ή την απολύμανση των τάφων89. Στον αντίποδα αυτών των διάτρητων σκευών «ειδικής χρήσης» βρίσκονται οι άβαφοι πήλινοι ηθμοί κάθε είδους, που είναι συνήθεις σε οικιστικούς ορίζοντες90 ή ταφικά σύνολα91, και σαφής η χρηστική τους διάσταση.
Ηθμοί προσαρτημένοι σε προχοές υδροφόρων εμφανίζονται ουσιαστικά σε πρόχους και υδρίες από την ΥΕΙΙΙΒ1 περίοδο και εξής, χωρίς ποτέ τα σκεύη αυτά να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα κάπου, αν και η γεωγραφική τους εξάπλωση τεκμηριώνει την κατά τόπους προτίμηση στην παραγωγή και χρήση τους.
Η ηθμωτή πρόχους FS 155 τεκμηριώνεται για πρώτη φορά στην Αργολίδα, σε YE IIIB1 παράδειγμα γραμμικής διακόσμησης από τάφο της Πρόσυμνας92 και σε σύγχρονη δίωτη παραλλαγή από τη Δυτική Οικία των Μυκηνών, με παράσταση πουλιών93. Στον ορίζοντα του -13ου αι. βρίσκεται επίσης η ηθμωτή πρόχους από την Οικία ΙΙ της Παναγιάς Μυκηνών, με διακόσμηση ρόμβων και πορφύρων94, και τμήματα ηθμωτών αγγείων από την Τίρυνθα95. Στην επόμενη, Πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ περίοδο χρονολογείται το δείγμα από την Ικαρία96, μυκηναϊκό στα χαρακτηριστικά του αγγείο αλλά διακοσμημένο με το κρητικό (ΥΜ ΙΙΙΒ) θέμα των διάγραμμων συνεχόμενων ρόμβων. Η πρόσφυση της σωληνωτής προχοής στα αριστερά για εκείνον που κρατά τις δύο πρόχους προδίδει ότι τα αγγεία αυτά ήταν κατασκευασμένα μόνο για δεξιόχειρες χρήστες97.
Στην ίδια περίοδο των Μυκηνών (φάση IX) ανήκουν δύο ηθμωτές πρόχοι από την ακρόπολη98. Τα -κατά βάσιν- χρονολογούμενα στην ΥΕΙΙΙΓ περίοδο αγγεία με ηθμωτή σωληνωτή ή κυαθόσχημη προχοή ανευρίσκονται εξίσου σε περιβάλλοντα οικιστικά και ταφικά, και αυτό καθιστά την ερμηνεία τους ακόμα δυσχερέστερη. Ως προς την κτερισματική ή την οικιακή τους διάσταση, μάλιστα, τόσο η επιμελημένη γραπτή όσο και η πλαστική διακόσμηση (φίδια) δεν συνιστούν κριτήριο διάκρισης. Έτσι, η Πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ ηθμωτή πρόχους γραμμικού-πυκνού ρυθμού από τον οικισμό στα Κανάκια της Σαλαμίνας βρέθηκε στο Ανατολικό Συγκρότημα, χωρίς τα συνευρήματά της να τεκμηριώνουν συγκεκριμένη χρήση99, και το αττικής προέλευσης μικρό υδροφόρο με τα πλαστικά φίδια στον ώμο από τη Γρόττα της Νάξου προέρχεται από το Μέσης-Ύστερης ΥΕΙΙΙΓ παράκτιο οικισμό100. Στον ίδιο οικισμό βρέθηκαν τρία ηθμωτά αγγεία γραμμικής διακόσμησης, όλα ναξιακά101. Ηθμωτά υδροφόρα έχουν βρεθεί επίσης στους οικισμούς Μυκηνών (Δυτική Οικία102, Οικία ΙΙ Παναγιάς103), Τίρυνθας104, Μιδέας (δύο δείγματα105), Λευκαντιού106, στην Ακρόπολη των Αθηνών107 και τη μυκηναϊκή κρήνη της108. Επίσης σε βόθρο του οικισμού των αργολικών Ιρίων109. Τα υπόλοιπα παραδείγματα με γνωστή προέλευση110 προέρχονται από τάφους (Πρόσυμνα, Επίδαυρος Λιμηρά, Περατή, Νάξος, Κως, Ρόδος) και θα εξετασθούν πιο κάτω αναλυτικά.
Η ηθμωτή υδρία των Βολιμιδίων με σωληνωτή προχοή και ηθμό στα στόμιά της συνιστά unicum στην κατηγορία αυτών των κατασκευαστικά περίτεχνων αγγείων ειδικής χρήσης. Τα μεσαία ηθμωτά υδροφόρα, πρόχοι ή υδρίες, φέρουν προχοή (FS155) ή κοτύλη/ σκύφο (FS 157), και διακόσμηση γραπτή ή και πλαστική111. Η γραπτή διακόσμηση περιλαμβάνει γραμμικά ή εικονιστικά θέματα, τα οποία, από την ΥΕΙΙΙΑ και ΥΕΙΙΙΒ περίοδο, ήδη, επιτείνουν τη συμβολική ιδιαιτερότητα των σκευών αυτών, όπως δηλώνουν φοίνικας, ιερά κέρατα και διπλός πέλεκυς σε YEIIIA2 υδρία-ρυτό από την Ιαλυσό της Ρόδου112, παράσταση σφίγγας που κρατά κλαδί ροδιάς, ταύρου, ταυροκαθάπτη και πτηνών σε ΥΕΙΙΙΒ υδρία στο Μουσείο J.P. Getty113, και όμοιο αγγείο με ανάγλυφες ασπίδες από το Βουρβάτσι Αττικής114. Όσων από τα παραπάνω αγγεία η προέλευση είναι γνωστή, αυτή είναι ταφική, αν και από την ανακτορική Μιδέα προέρχεται ΥΕΙΙΙΒ2 ηθμωτή πρόχους με παράσταση βοοειδών115. Στην ΥΕΙΙΙΓ περίοδο γραπτά αποδίδονται τα συμμετρικά διατεταγμένα φίδια σε πρόχους της Περατής, θέμα που στη Νάξο και τα Δωδεκάνησα αποδίδεται πλαστικά, με τα ερπετά να ελίσσονται στους ώμους των αγγείων και να κατευθύνονται προς την προχοή ή την κοτύλη116. Στον 12ο αιώνα, μάλιστα, πλαστικά φίδια εμφανίζοναι μόνον στα αγγεία αυτά, προφανώς επειδή αποδίδουν μία ανεπτυγμένη κατά πλάτος του Αιγαίου συμβολική και θρησκευτική διάσταση των φερόντων σκευών.
Κατά την ΥΕΙΙΙΓ Πρώιμη/Μέση developed το σχήμα παράγεται εντατικά και «καταναλώνεται» στους τάφους της Ιαλυσού, ως σταινόλαιμη πρόχους εντόπιας κατασκευής με πλευρική σωληνωτή προχοή (FS 155) και σπανιότερα με κυαθόσχημη προχοή (FS157) στην ευθεία της λαβής117.
Τα τελευταία φέρουν στους ώμους γραπτά ή πλαστικά φίδια (από δύο παραδείγματα), που έρπουν συμμετρικά προς το ηθμωτό κυάθιο118. Ανάμεσα στα γραμμικά θέματα που διακοσμούν τα ροδιακά ηθμωτά υδροφόρα εντοπίζουμε τα τρίγλυφα στον ώμο (όμοια απαντούν στην υδρία των Βολιμιδίων), θέμα που απαντά και σε πρώιμο εικονιστικό παράδειγμα119. Στη γειτονική Κω (νεκροταφείο Λαγκάδας) τα ηθμωτά υδροφόρα (υδρίες ή πρόχοι) έχουν τη σωληνωτή ή κυαθόσχημη προχοή στον άξονα της λαβής, διακοσμούνται με γραπτά φίδια υποτυπωδώς ή ρεαλιστικά αποδοσμένα και χρονολογούνται στη Μέση ΥΕΙΙΙΓ advanced120. Στην Κω αποδίδεται και το υδροφόρο FS157, σήμερα στη Βόννη, με πλαστικά φίδια στους ώμους και κυαθόσχημη προχοή κατ’ ορθή γωνία προς τη λαβή121. Με την τελευταία εκδοχή του σχήματος καλύπτονται όλοι οι λειτουργικοί συνδυασμοί της προχοής στα ειδικής χρήσης ηθμωτά αγγεία122, στο σχηματολόγιο και τη διάδοση των οποίων τα Δωδεκάνησα σαφώς έπαιξαν ρόλο σημαντικό.
Η συνεύρεση των φιδιών με άλλα όντα (π.χ. ψάρια στην Κω), απαντά πυκνότερα στις ηθμωτές υδρίες της Νάξου, με αποκορύφωμα τη ΜΝ 936, στον ώμο της οποίας τετάποδα, ψάρια και αστέρια φαίνεται ότι αποδίδουν συμπαντικές αξίες της ζωής, με τα πλαστικά φίδια να υποδηλώνουν το χθόνιο στοιχείο που, ίσως, συνδέεται με τον θάνατο123. Στη Νάξο, ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός (12) των ηθμωτών υδριών και το μοναδικό δείγμα ηθμωτής πρόχου φιλοξενούν μεγάλη ποικιλία παραστάσεων, με πλέον σημαντικές και σε όλο το Αιγαίο μοναδικές τις εικονιστικές παραστάσεις ομάδων χορευτών και ψαράδων124.
Αιγαιοστρεφής ως προς τη θέση και τις επαφές της, η Περατή εισήγε και παρήγε ηθμωτά υδροφόρα αγγεία για τις ανάγκες των νεκροταφείων της κατά την ΥΕΙΙΙΓ περίοδο, αλλά ο αριθμός τους αναλογικά είναι μικρός125. Ένα εξ αυτών, πιθανόν εισηγμένο, διακοσμείται με τρίγλυφα και ημικύκλια στους ώμους, αν και όχι ανάλογα εκείνα των Βολιμιδίων126.
Ο μεγαλύτερος αριθμός ηθμωτών υδροφόρων στην Πελοπόννησο απαντά στην Αργολίδα (Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα, Ναυπλία, Πρόσυμνα, Ίρια)127. Στη ΝΑ ακτή της Λακωνίας, σε τάφο της Επιδαύρου Λιμηράς128, βρέθηκε ηθμωτή πρόχους με πλεκτή λαβή και σωληνωτή προχοή όμοια με εκείνη των Βολιμιδίων, αλλά πλευρική. Το αγγείο φέρει απλή γραμμική διακόσμηση και τοποθετείται στη Μέση ΥΕΙΙΙΓ129. Σημαντική για την παρούσα μελέτη είναι, όπως είδαμε, η ηθμωτή πρόχους με πλευρική σωληνωτή προχή από το νεκροταφείο του Κλαδέου στην Ολυμπία130, η σπειροειδής διακόσμηση της οποίας συνιστά το πλησιέστερο παράλληλο για την υδρία των Βολιμιδίων131.
Η γεωγραφική και χρονολογική εξάπλωση της «οικογένειας» αυτών των σχημάτων στη νότια και δυτική Πελοπόννησο, με άπαξ εμφάνιση στη Λακωνία, τη Μεσσηνία και την Ηλεία, καθιστά την υδρία των Βολιμιδίων λιγότερο μοναδική. Το πραγματικό unicum στο αγγείο της Πυλίας είναι αυτό του διπλού ηθμού. Στη Μεσσηνία, επιπλέον, εμφανίζεται η διακόσμηση πλαστικών φιδιών, τα οποία ελίσσονται στους ώμους χειροποίητης πρόχου από το θολωτό τάφο 1 στο Χαλκιά Τριφυλίας132, αν και το αγγείο είναι παλαιότερο του 12ου αιώνα.
Η χρήση των ηθμωτών υδροφόρων είναι στην πραγματικότητα άγνωστη σε εμάς. Κανένα από τα ηθμωτά ΥΕΙΙΙΓ υδροφόρα του Αιγαίου δεν διατηρούσε κατάλοιπα του περιεχομένου του, ει μη μόνον στην Περατή, όπου ο Σπ. Ιακωβίδης αναφέρει ίχνη οφειλόμενα ενδεχομένως σε μέλι ή μέλι ανάμεικτο με γάλα133. Το εύρημα παραπέμπει σε νεκρικές σπονδές, με τα φίδια να αποδίδουν το χθόνιο χαρακτήρα της άγνωστης τελετουργίας, ωστόσο δεν έτυχε ειδικής χημικής ανάλυσης, ώστε να ερευνηθεί περαιτέρω.
Τα πλέον χαρακτηριστικά από τα ηθμωτά υδροφόρα βρέθηκαν σε τάφους της Αργολίδας, της Λακωνίας, της Ρόδου, της Κω, της Νάξου και της Αττικής, χωρίς επίσης οι ανασκαφικές τους συνάφειες να προσδιορίζουν κατά τον ένα ή άλλον τρόπο τη χρήση τους. Διδακτικότερη ως προς την εναγιστική χρήση των ηθμωτών υδρίων κατά τις ταφικές ή επιμνημόσυνες διαδικασίες που η ναξιακή κοινότητα ακολουθούσε είναι η εύρεση τεσσάρων αγγείων σε ρηχούς λάκκους εκτός των θαλαμωτών τάφων του Καμινιού134. Η συνήθεια, ωστόσο, δεν απαντά στο σύγχρονο νεκροταφείο των Απλωμάτων. Το γεγονός ότι οι λάκκοι αυτοί αντιστοιχούν στο πέρας του μονοπατιού που οδηγούσε από τον οικισμό (Γρόττα) στο γήλοφο της απομονωμένης ταφικής συστάδας (Καμίνι) προσδιορίζει το τελετουργικό εναπόθεσης των υδριών, που χρονολογικά ανήκουν στον ορίζοντα χρήσης των τάφων (Μέση-Ύστερη ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος)135.
Οι ναξιακές ηθμωτές υδρίες είναι, πιθανότατα, και τα υστερότερα σκεύη αυτού του τύπου στο Αιγαίο, αφού αμέσως μετά το σχήμα τους εξαφανίζεται. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, όμως, και παράλληλα με το Αιγαίο, η Κύπρος του -12ου αι. εμφανίζει πρόχους «αιγαιακού» τύπου με πλευρικό ηθμό και εικονιστική διακόσμηση136 ή γραμμικά-γεωμετρικά θέματα, που προέρχονται εξίσου από οικιστικά και ταφικά περιβάλλοντα137. Οι ηθμωτές πρόχοι της Κύπρου, όπως και εκείνες της Ανατολικής Μεσογείου138, θεωρείται ότι έλκουν ευθέως την καταγωγή τους από το Αιγαίο της ύστατης Χαλκοκρατίας139, όπως επίσης και την εικονιστική τους διακόσμηση140, ωστόσο μικρόσωμες αδιακόσμητες πρόχοι με πλευρικό ηθμό ήταν γνωστές στο νησί κατά τη Μεσοχαλκή περίοδο.
Για τα αγγεία με ηθμωτή σωληνωτή προχοή των τελευταίων περιόδων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και των πρώτων αιώνων της Εποχής του Σιδήρου στην Ανατολική Μεσόγειο (-1200/ -800) γίνεται δεκτό ότι χρησιμοποιούνταν στο διηθητικό καθαρισμό υγρών από προσμίξεις ή άλλα κατάλοιπα, όπως η μπύρα141, και ότι χρησιμοποιούνταν ως ατομικά σκεύη πόσης. Το κρασί, επίσης, δεν μπορεί να αποκλεισθεί, επειδή και αυτό μπορούσε να έχει οργανικές ακαθαρσίες που η ηθμωτή υδρία, ως σκεύος μετακένωσης από το μεγαλύτερο κάδο ή το βαρέλι, μπορούσε να παρακρατεί κατά το σερβίρισμα στα ατομικά κύπελλα των συνδαιτημόνων142.
Ανάλογη ή συναφής χρήση θα μπορούσε να αποδοθεί στα πρωιμότερα αιγαιακά σκεύη143 αλλά όχι στην πυλιακή υδρία, επειδή ο δεύτερος ηθμός που σφράγιζε το στόμιό της καθιστούσε εξαιρετικά πολύπλοκη τη διηθητική λειτουργία του σκεύους144. Ο στενότερος ηθμός του στομίου, όπως είδαμε, ακυρώνει τη διαβάθμιση του καθαρισμού για το υγρό που θα εισερχόταν από εκεί. Πώς μπορούσε ένα τέτοιο αγγείο να εί ναι λειτουργικό;
Το περιχείλωμα του νωπού πηλού στις έξι οπές του ηθμού της κοιλιάς μαρτυρά ότι αυτές διανοίχτηκαν από το εσωτερικό του αγγείου, άρα κατά την κατασκευή του στον τροχό και πριν ο κεραμέας «κλείσει» τα τοιχώματα των ώμων. Αντίθετα, οι οκτώ μικρότερες οπές του ηθμού στο στόμιο διατρήθηκαν από επάνω, όταν το στόμιο καλύφθηκε με πηλό, στο τελευταίο στάδιο της κατασκευής της υδρίας. Η παρακολούθηση των σταδίων της διαδικασίας δεν αφήνει περιθώριο για την πρόθεση του αγγειοπλάστη να δώσει στο αγγείο το συγκεκριμένο σχήμα και την προκαθορισμένη μορφή, να κατασκευάσει δηλαδή ένα σκεύος μη σύνηθες. Η προσθήκη δεύτερου ηθμού, ωστόσο, αποκλείει αυτό να συνέβη άπαξ, αφού τότε θα είχαμε έναν αγγειοπλαστικό πειραματισμό και όχι ένα σκεύος που βρήκε το δρόμο του στον ταφικό θάλαμο των Βολιμιδίων.
Η παραγωγή αγγείων που απαντούν σπάνια ή άπαξ στο μυκηναϊκό σχηματολόγιο δεν είναι ασυνήθης, ιδίως κατά τις προχωρημένες βαθμίδες της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου, οπότε και τα λεγόμενα unica επιχωριάζουν στις περιφέρειες του δυτικού ελλαδικού κορμού (Ηλεία, Αχαΐα) και των Ιονίων νήσων (Κεφαλονιά)145. ‘Ολα, όμως, έχουν μια διαγνωστή λειτουργικότητα, σε αντίθεση με την υδρία των Βολιμιδίων, στην οποίαν αυτή είναι ζητούμενη.
Η θέση της ηθμωτής εκροής, στο ύψος της μέγιστης διαμέτρου του σώματος (Βολιμίδια, Επίδαυρος Λιμηρά) ή λίγο ψηλότερα, προς τον ώμο (Νάξος), υποχρέωνε το υγρό περιεχόμενο των ηθμωτών σκευών που εξετάζουμε να ανέλθει μόνον έως τη στάθμη εκείνη. Οι ηθμωτές πρόχοι και υδρίες, συνεπώς, ήταν εκ κατασκευής αγγεία μετακένωσης και όχι διατήρησης υγρών στη μέγιστη χωρητικότητα του σχήματός τους. Ενώ στο βασικό τους σχήμα είναι πανομοιότυπες προς τα ανάλογα υδροφόρα άνευ ηθμού, οι ηθμωτές πρόχοι και υδρίες λειτουργικά είναι σκεύη ειδικής χρήσης, με προορισμό τη διηθητική προώθηση του περιεχομένου τους. Από την άποψη αυτή η προχοή στο σχήμα του σκύφου (Δωδεκάνησα), της κοτύλης-άωτου κωνικού σκύφου (Νάξος) ή της αυλακωτής προχοής (Λακωνία, Μεσσηνία) ελάχιστη σημασία είχε, επειδή το υγρό κατά την έξοδό του χυνόταν απλώς, χωρίς κάποια ποσότητα να συγκρατείται μετά τη διήθηση.
Η παράλληλη ταφική, επιτάφια και οικιακή χρηστική διάσταση των σκευών αυτών κατά το 12ο αιώνα προσδίδει τη διάσταση ορισμένων δραστηριοτήτων, που είτε οικιακές-οικοτεχνικές, είτε εθιμικές-τελετουργικές, αποτυπώνονται στο συρμό ενός νέου κεραμικού σκεύους, το οποίο παράγεται όσο διαρκεί η ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος. Πλέον διδακτική για την εθιμική-ταφική τους διάσταση είναι η χρήση των ταφικών υδριών ως σκευών εναγισμών στη Νάξο, ενισχυόμενη από εικονιστικές παραστάσεις συλλογικών κοινωνικών δράσεων, επιτάφιου ή ηρωικού χαρακτήρα (χορός, ψάρεμα). Tα πλαστικά ή γραπτά φίδια υποβάλλουν το χθόνιο ή μεταφυσικό στοιχείο, ως σημαντικό σημαινόμενο στα σχετικά δρώμενα.
Συγκρινόμενη με τα ιδιότυπα ηθμωτά σκεύη που μόλις περιγράψαμε, η ηθμωτή υδρία των Βολιμιδίων λόγω του ηθμού στο στόμιο του λαιμού συνιστά ένα unicum της μυκηναϊκής κεραμικής. Ξεπερνώντας την εισέτι απροσδιόριστη εργαστηριακή καταγωγή της υδρίας, πρέπει να δεχθούμε ότι αυτή είτε συνδεόταν με τον κάτοχό της εν ζωή, είτε ότι εκείνοι που τον θρήνησαν ή τον τίμησαν τη χρησιμοποίησαν ως σκεύος «ειδικό», για ανάγκες εθιμικές-τελετουργικές, παρά κτερισματικές.
Η συνδυαστική γνώση από τα ηθμωτά σκεύη του κρητο-μυκηναϊκού κόσμου δεν βοηθά στην «αποκρυπτογράφηση» της χρήσης της. Ο διπλός σύμφυτος ηθμός, η μακριά προχοή, η απουσία σημείων επαφής του αγγείου με φωτιά και ο λεπτότεχνος χαρακτήρας του σχήματος και της διακόσμησης, συγκλίνουν στην παράλληλη λειτουργία της υδρίας ως σκεύους διήθησης και εξαέρωσης του υγρού περιεχομένου της. Αυτός ο τρόπος χρήσης, που προϋποθέτει την αργή-επιδεικτική πλήρωση με ένα ή περισσότερα υγρά, ευνοεί την επίσης επιδεικτική εκροή τους μέσω της προχοής και πιθανόν προϋποθέτει μια ενδιάμεση διαδικασία εξαέρωσης (ίσως, δηλαδή, της ανάδυσης αρωματικών ατμών και αερίων), μπορεί να νοηθεί ως τμήμα κάποιου σύνθετου τελετουργικού εναγισμών, καθαρμών ή χοών που περιελάμβανε η κηδεία και με το οποίο ολοκληρωνόταν η κτέριση. Στην υπόθεση της διήθησης υγρών διαφορετικής πυκνότητας ή σύστασης για κάθε ηθμό, η υδρία θα γινόταν «μείκτης» των υγρών αυτών και όχι μόνο αγγείο σπονδικής εκροής. Η πιθανότητα, τέλος, κάποια από τα εισρέοντα στοιχεία να ήταν μικρόκοκκα στερεά (σπόροι ή αρωματικές ύλες) δεν πρέπει να αποκλεισθεί. Αν, μάλιστα, η υδρία είναι σύγχρονη με τον επίσης ιδιότυπο σταμνίσκο και τη λειτουργικά ιδιότυπη σκοπιμότητα των τετραπλών προχοών του, τότε τα δύο αγγεία πιθανότατα συνδέονται ως παραπληρωματικά paraphernalia κάποιας επιτάφιας τελετής, που έγινε προς τιμήν ενός ιδιαίτερου νεκρού, ίσως και όχι Πύλιου, εάν κρίνουμε από τον πολυ-εστιακό χαρακτήρα των διακοσμητικών μοτίβων της υδρίας.
Ο σταμνίσκος, αντίστοιχα με την ηθμωτή υδρία, φέρει τις μαστοειδείς προχοές του στο ύψος της μέγιστης διαμέτρου, στοιχείο που –όπως και στην υδρία– καθιστά την εκροή αναπόφευκτη (σε μια θεαματική τετραπλή εκτόνωση του περιεχομένου) όταν το υγρό έφτανε στη στάθμη των προχοών. Ιδιαίτερη, επίσης, θα ήταν η χρήση του ημισφαιρικού ηθμού, που αναρτημένος προσφερόταν για τη διήθηση κάποιων υγρών, αλλά μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως σκεύος θυμιαμάτων. Αν, μάλιστα, προσεγγίζουμε σωστά την παλαιότητά του σε σχέση με τα αγγεία του -12ου αι., αυτός θα μπορούσε να είναι ακόμα και σκεύος κειμηλιακής χρήσης.
Εφόσον τα αγγεία που συζητούμε εδώ συναποτέθηκαν στον τάφο 5 της συστάδας Βοριά των Βολιμιδίων ακολουθώντας ορισμένο τελετουργικό χοών, καθαρμών ή επιμνημόσυνων εναγισμών προς τους προγόνους, αυτό συνέβη είτε στο κατώφλι του 12ου αιώνα (Πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ), είτε λίγο αργότερα, οπωσδήποτε όμως μετά την καταστροφή του ανακτόρου στο γειτονικό Εγκλιανό146. Ακόμα, όμως, και εάν η υδρία κατατέθηκε μόνη της στον τάφο σε υστερότερο χρόνο, δηλαδή στη Μέση ΥΕ ΙΙΙΓ, η εύρεσή της στον θάλαμο τεκμηριώνει κάποια αντίστοιχη δραστηριότητα, πιθανόν υπέρ της μνήμης των προγόνων της οικογένειας.
Αν και από τις δύο υποθέσεις πιθανότερη είναι η πρώτη, ο χρονολογικός ορίζων του ιδιότυπου σκεύους δεν μετακινείται από τη Μετανακτορική εποχή, συσχετιζόμενος με ολιγάριθμα αγγεία της νεκρόπολης και λίγα ακόμα των κοντινών νεκροταφείων. Εξίσου ισχνή, αλλά πολύ πυκνότερη από αυτήν που η παλαιότερη έρευνα απέδιδε στην Πυλία, η ΥΕ ΙΙΙΓ κατοίκηση στη Νοτιοδυτική Μεσσηνία αξίζει πειραιτέρω μελέτης και μελλοντικής ανασκαφικής προσοχής.
Είναι γνωστό ότι μετά τις σύγχρονες μεταξύ τους καταστροφές που υπέστησαν τα ανακτορικά κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου, συνεπεία φυσικών γεγονότων (σεισμών), επακόλουθων συμβάντων (πυρκαγιών), αλλά και ανθρωπογενών παραγόντων (λεηλασιών, στάσεων), που ακόμα δεν είναι γνωστό πώς ακριβώς επενέργησαν στον κοινωνικό ιστό των πολιτικών επικρατειών, ο ανακτορικός διοικητικός μηχανισμός κατέρρευσε ολοσχερώς και τα ελλαδικά ανάκτορα δεν ανοικοδομήθηκαν ξανά147. Ωστόσο, παρόλη την πληθυσμιακή ανακατανομή και τα διαφορετικά μοντέλα κατοίκησης, καμία περιοχή δεν ερημώθηκε και η χώρα γνώρισε σημαντική ακμή κατά το 12ο και πρώιμο 11ο αιώνα, δοκιμάζοντας τις νέες κοινωνικές και πολιτειακές δομές, οι οποίες σταδιακά θα οδηγήσουν στην ανάδυση της «ελληνικής πόλης»148.
Στην Πυλία το αποτύπωμα αυτών των γεγονότων υπήρξε εντονότερο από αλλού, ωστόσο τα αξιοποιήσιμα στοιχεία είναι αρκετά για να υποστηρίξουν ένα «κωμηδόν» σύστημα ήπιας κατοίκησης κατά της ΥΕΙΙΙΓ περίοδο, και μάλιστα σε όλη της την έκταση. Η αναζήτηση του οικιστικού μοντέλου που θα αντιστοιχούσε στο νεκροταφείο των Βολιμιδίων ξεπερνά τους στόχους της δωρητήριας αυτής μελέτης, νομίζουμε όμως ότι με αφορμή την ιδιότυπη ηθμωτή υδρία από την εν λόγω νεκρόπολη, καταδείχτηκε ότι η πέριξ, ευλογημένη από τη φύση, αειφόρος περιοχή συνέχισε να φιλοξενεί μία ολιγάνθρωπη κοινότητα περιοίκων, για τους οποίους ο μυκηναϊκός τρόπος ζωής δεν είχε αλλάξει κατ’ουσίαν, παρότι οι λαμπρές μέρες του ανακτόρου ήταν ήδη ανάμνηση κοντινή.


Ανδρέας Βλαχόπουλος
Ηθμωτή υδρία Βολιμιδίων
Συμβολή στην «άγνωστη» Μετανακτορική περίοδο της Πυλίας
ΚΥΔΑΛΙΜΟΣ- Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Γεώργιο Στυλ. Κορρέ- ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ


Σημειώσεις:
1 Korres 1993, 239-240, εικ. 2.
2 Βλαχόπουλος 2006, 8.
3 Korres 1993.
4 Korres 1993, 240.
5 Mountjoy 1999, 311, 353-363.
6 Βλαχόπουλος 1995.
7 Σχολιάζοντας τις έρευνες του Σπ. Μαρινάτου στην Πυλία, η P. Mountjoy (1999, 306) αναφέρει: «These excavations have produced the most important series of LH I and LH II pottery for the whole of Mycenaean Greece». Για τη δημοσίευση της YE I-II κεραμικής των Βολιμιδίων, βλ. Vlachopoulos 2021.
8 Μαρινᾶτος 1952, 473.
9 Μαρινᾶτος 1960, 113.
10 Ο Σπ. Μαρινάτος ανέσκαψε τάφους τα έτη 1952-1954, 1960 και 1964 έως 1965. Ἰακωβίδης 1966. Lolos 1987, 196-207. Κουντούρη 2006, 165-166, όπου και βιβλιογραφία. Νεότερες έρευνες έγιναν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε 2 τάφους στο Κεφαλόβρυσο (Καράγιωργα 1972β) και στο οικόπεδο Αθανασοπούλου, πλησίον της συστάδας Βοριά, από τον Γ.Σ. Κορρέ (έτος 1991).
11 Κουντούρη 2002, 3 σημ. 12. Οι συστάδες της ανασκαφής Μαρινάτου είναι: Αγγελοπούλου με 10 τάφους, Κορωνιού με 6 τάφους, Βοριά με 7 τάφους, Κεφαλοβρύσου με 7 τάφους και Μαστοράκη με 1 τάφο.
12 Μαρινᾶτος 1952, 473· 1960, 112-113, όπου και αναπτύσσεται το σκεπτικό της έρευνας της «εννεάπολης» Πύλου μέσω των πέριξ «της πρωτευούσης» (Μαρινᾶτος 1960, 112, 116 σημ. 1).
13 Ο Μαρινάτος (1953, 245· 1960, 113, 116, 117) ταύτισε την περιοχή των Βολιμιδίων με την Πύλον τὴν παλαιὰν ή Παλαίπυλον, πόλη για την οποία ο Στράβων αναφέρει (8.359) ότι βρισκόταν κάτω από το όρος Αιγαλέον. Ο J. Chadwick (1976, 90-91) ταύτισε τη θέση με την pa-ki-ja-ne, κέντρο θρησκευτικής δραστηριότητας άμεσα εξαρτημένο από το ανάκτορο του Εγκλιανού, που μαρτυρείται στις πινακίδες του ανακτόρου, άποψη που υιοθετούν οι Bennet (1999, 145-146) και Hope Simpson (2014, 56, 58-59, θέση 41, πίν. 2, πίν. 5, χάρτης 2). Η ταύτιση, ωστόσο, ήδη από στα χρόνια του Σ. Μαρινάτου (1960, 116) δεν γινόταν καθολικά αποδεκτή. Βλ. Κουντούρη 2002, 3, 470, 474-475.
14 Μαρινᾶτος 1960, 112.
15 Lolos 1987, 23-27, 196-207. Κουντούρη 2002, 3, σημ. 18, 470. Αντωνίου 2009, 56-58.
16 Κορρές 1981.
17 Μαρινᾶτος 1964, 78.
18 Davis κ.ά. 1997. Cosmopoulos 2016, 93-102, 203-213, εικ. 53, 59, 114-116.
19 Κουντούρη 2002, 468 (ΥΕΙΙΙΑ) 474-475 (ΥΕΙΙΙΒ), 482-483.
20 Ο Μαρινάτος (1960,113) αναφέρει ότι «ἀραιὰ εἶναι τὰ ὑστερότερα [της ΥΕΙΙΙΒ εποχής] Μυκηναϊκὰ ἴχνη».
21 Κουντούρη 2002, 475.
22 Korres 1993, 239. Για μία περιληπτική αναφορά στην «ισχνή» ΥΕ ΙΙΙΓ περόοδο της Πυλίας, βλ. Hope Simpson 2014, 40.
23 Μαρινᾶτος 1954, 305-306. Πρόκειται για τη θέση που είναι γνωστή και ως «Άγιος Ιωάννης», βλ. McDonald και Hope Simpson 1972, 142-143, 268 θέση αρ. 21 (41A). Hope Simpson 2014, θέση 41Α.
24 Μαρινᾶτος 1954, 305.
25 Η θέση αναφέρεται αλλιώς Άγιος Ιωάννης– Κάτω Ρούγα.
26 Blegen κ.ά. 1973, 224-237, εικ. 289-290, 292-293, 300.
27 Korres 1993, 239. Βλαχόπουλος 1995, 254. Eder 1998, 147-157. Mountjoy 1999, 304, 309-312. Βλαχόπουλος 2012α, 321-322. Η παλαιότερη άποψη του Coulson (1986, 19-21) ότι μεταξύ της ΥΕΙΙΙΓ Πρώιμης και της ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερης εντοπίζεται «some sort of culture break» τείνει να αναθεωρηθεί.
28 Βλ. Mountjoy 1999, 355-362, εικ. 122.128, 123.132, 125.141. Σημαντικό για την ΥΕΙΙΙΓ περίοδο στην Τριφυλία είναι το υλικό από τη Λακαθέλα (Δώριον), όπου παρόλο τον αγροτικό χαρακτήρα της θέσης βρέθηκαν ενδιαφέροντα δείγματα εικονογραφικού ρυθμού: Καράγιωργα 1972α, 18, πίν. Kα. Mountjoy 1999, 311, 357-362, εικ. 123.133, 124.136,138,139. Βλαχόπουλος 2012α, 322.
29 Κορρές 1989. Mountjoy 1999, 357, εικ. 123.132. Βλαχόπουλος 2012α, 162, 322, εικ. 6.
30 Κατά τους McDonald και Hope Simpson (1972, 142-143, ένθετοι χάρτες 8-15) κοντινές των Βολιμιδίων ΥΕΙΙΙΓ θέσεις είναι ο Άγιος Ιωάννης Παπουλίων [αρ. 52 (50)], στα ΝΑ της Χώρας. Στο ίδιο το ανάκτορο τα επόμενα ίχνη δραστηριότητας επάνω στα ερείπια του -1200 ανάγονται στα μέσα του -8ου αι., πιθανόν συνδεόμενα με την τίμηση των προγόνων ανάκτων. Bλ. Griebel και Nelsson 1998. Cosmopoulos 2016, 262, πίνακας 2.
31 Βλαχόπουλος 1995.
32 Βλαχόπουλος 1995. Mountjoy 1999, 306. Βλ. Κουντούρη 2002, 1-2, 185.
33 Mountjoy 1999, 306.
34 Νικολέντζος 2011, 43-51, 143-158. Αντωνίου 2009, 118-122, 124-125.
35 Η προβληματική της εργαστηριακής παραγωγής των αγγείων στα Βολιμίδια έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα αρχαιομετρικών μελετών που διενεργεί το Fitz Laboratory της Αγγλικής Σχολής Αθηνών (Δρ Β. Κυριατζή), συνεργαζόμενο με τους ανασκαφείς και μελετητές μυκηναϊκής κεραμικής από τα Κύθηρα, τη Λακωνία και τη Μεσσηνία.
36 Βλαχόπουλος 1995, 247 σημ. 2, πίν. 66.
37 Κουντούρη 2002, 471, πίν. 19, εικ. 8.
38 Popham 1970, πίν. 46d. Βλ. επίσης την παραλλαγή σε θέμα τρεχουσών σπειρών ό.π., πίν. 12g.
39 Karantzali 1986, 64, εικ. 12.V13.
40 Karantzali 1986, 62, 64, εικ. 12.V12, V14, για τα θέματα του τριγλύφου και των μεμονωμένων σπειρών.
41 Borgna 1997, 291-292, εικ. 20.18, 33.
42 Borgna 1997, 276-281, εικ. 2, 6.7, 9, 19.
43 Rethemiotakis 1997, 313, εικ. 15e. Βλ. επίσης 316, εικ. 27k-n.
44 Rethemiotakis 1997, 325.
45 Prokopiou 1997, 387, εικ. 30b, 43.
46 Gercke κ.ά. 1975, πίν. 23.1.a, c.
47 Π.χ. στον πιθαμφορέα της ΥΕ ΙΙΙΓ Μέσης από τη Φυλακωπή, Mountjoy 1986, 160, εικ. 201.1.
48 Για τις εξαγωγές του εργαστηρίου της Κυδωνίας, βλ. Hallager 2007, 194-195, εικ. 3n. Βλαχόπουλος 2012α, 283, 353. Vlachopoulos 2017, 560-561, εικ. 4a-b.
49 Ενδεικτικό αυτών των πρώιμων επαφών σε εμπορικό και ιδεολογικό επίπεδο συνιστούν τα ευρήματα του ΜΕ τύμβου στα Καστρούλια Ελληνικών (Rambach 2012, 477, εικ. 1014-1017). Θα ακολουθήσουν εισαγωγές αγγείων κατά την ΥΕ Ι-ΙΙ (Lolos 1987, 517, 524, 534-540. Korres 1984· 1993, 237-239, πίν. 30c-d. Κορρές 2012, 462 εικ. 979), ενώ η πρόσφατα ερευνημένη ΥΕ ΙΙ «ταφή του πολεμιστή του γρύπα» από τον Εγκλιανό, θα αναθερμάνει τη συζήτηση για τη μινωική επιρροή στην περιοχή, ακόμα και σε επίπεδο φυσικής παρουσίας Κρητών ηγεμόνων (Davis και Stocker 2016). Βλ. επίσης Βικάτου 2009, 696-701.
50 ΜΧ 2982 από τον τάφο Β Κεφαλοβρύσου: Καράγιωργα 1972β, πίν. 193β. Lolos 1987, 207, εικ. 383. Αντωνίου 2009, 313-314, 664, εικ. 19-20, σχ. 95-96. Κουντούρη 2002, 192· 2006, 167, εικ. 1. Vlachopoulos 2021, 259-261, εικ. 8.95-96.
51 Mountjoy 1999, 306-308, 315, 323. Korres 1993, 237-239, όπου και βιβλιογραφία. Αντωνίου 2009, 585-587, 595-596, 601-609. Βλ. Lolos 1987, 230-260, 524-530. Vlachopoulos 2021, 266 σημ. 330.
52 Mountjoy 1999, 308, 318-321, εικ. 106.16-17. Βλ. Αντωνίου 2009, 615-618.
53 Κουντούρη 2002, 471-474.
54 Βλαχόπουλος 1995· 2012α, 237, εικ. 56.
55 Βικάτου 2009, 53, 106, 156, 701-703, 705-707, σχ. 38α, πίν. 63α, 99α. Βλαχόπουλος 2012α, 194-195, 284-285, εικ. 57-60. Moschos 2009, 354-355.
56 Mountjoy 1999, 381, εικ. 132.40.
57 Mountjoy 1999, 395, εικ. 139.93 (Καυκανιά).
58 Mountjoy 1999, 395-397, εικ. 139.97-98 (Κλαδέος-Καυκανιά).
59 Βικάτου 2009, 283, σχ. 83β, πίν. 179ε-στ.
60 Βικάτου 2009, 141, σχ. 43β.
61 Ευχαριστώ θερμά τη Δρα Ολ. Βικάτου που έφερε σε γνώση μου την ηθμωτή πρόχου του Κλαδέου και συζήτησε μαζί μου το ανασκαφικό της περιβάλλον. Εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύργου. Βλ. σημ. 130-131.
62 Βλαχόπουλος 2006, 251-253, εικ. 91, θέμα 52, σχ. 1, πίν. 43.
63 Η συστάδα ονομάζεται και «Τσουλέα», βλ. Κουντούρη 2002, 17-18, 472-488. Vlachopoulos 2021.
64 Ἰακωβίδης 2014, 2 τοπογραφικό ΙΙ.
65 Μαρινᾶτος 1954, 302-303. Ἰακωβίδης 2014, 55-57, σχ. 19.
66 Μαρινᾶτος 1954, 302-305.
67 Μαρινᾶτος 1954, 302.
68 Μαρινᾶτος 1954, 303, εικ. 2. Ἰακωβίδης 2014, 55-59, σχ. 19, εικ. 10.
69 Θερμές ευχαριστίες απευθύνονται στην κα Ιωάννα Νίνου και το Φωτογραφικό Αρχείο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας για τη βέλτιστη ποιότητα της εικόνας αρ. 9, το σχέδιο του τάφου (εικ. 8) και το τοπογραφικό σχέδιο του νεκροταφείου (εικ. 1), όπου αποτυπώνονται οι τάφοι που είχαν έλθει στο φως έως το έτος 1961. Συνολικό τοπογραφικό των Βολιμιδίων με τους τάφους των επόμενων ετών δεν γνωρίζω να έχει εκπονηθεί.
70 Κουντούρη 2002, 18.
71 Korres 1993, 239.
72 Κουντούρη 2002, 18.
73 Μαρινᾶτος 1954, 303, εικ. 2.
74 Ἰακωβίδης 2014, 57, εικ. 10.
75 Μαρινᾶτος 1954, 303. Για το αγγείο βλ. Κουντούρη 2002, πίν. 137β.
76 Iakovidis 1977.
77 Βλαχόπουλος 2006, 320-323· 2012, 264, 266.
78 Μαρινᾶτος 1954, 303.
79 Στον κατάλογο των 44 αγγείων με αρ. κατ. ΜΧ της Κουντούρη (2002) πρέπει να προστεθούν ακόμα δύο αγγεία, όπως προέκυψε από τη μελέτη του γράφοντος.
80 Για την κατασκευή των τάφων των Βολιμιδίων, βλ. Ἰακωβίδης 1966. Papadimitriou 2015, 84-85, 101, 105, εικ. 10.
81 Πβ. Mountjoy 1999, 285, εικ. 97.199 (Πελλάνα Λακωνίας).
82 Mountjoy 1999, 145, εικ. 37.277 (YE IIIB2, Μυκήνες). Bλ. Βλαχόπουλος 2012α, 97-98.
83 Για το σχήμα FS 59, 61, βλ. Βλαχόπουλος 2006, 113-119, σχ. 11-17.
84 Κατά τον τρόπο που αναπαριστάνεται στην προθήκη αρ. 1 του Μουσείου Χώρας.
85 Kotsonas 2008, 154-156, όπου και συζήτηση των αγγείων αυτών.
86 Platon 2016.
87 Marinatos 1976, 29, πίν. 47a-c. Kriga 2014.
88 Platon 2016, 249-250.
89 Georgiou 1979. Βλαχόπουλος 2012α, 137.
90 Broneer 1939, 400-401, εικ. 83a-d (Ακρόπολις Αθηνών). http://www.ascsa.edu.gr/pdf/uploads/
hesperia/148175.pdf, 378, πίν. 83g (Καβούσι· τελευταία επίσκεψη 9 Αυγούστου 2020). Τη χρηστική-μαγειρική διάσταση μιας κατηγορίας σκευών με ηθμωτή βάση τεκμηριώνουν τα ίχνη φωτιάς. Βλ. Walberg 1992, 33, εικ. 15· 1999 (Μιδέα). Prokopiou 1997, 390, εικ. 17f, 51 (Σύβριτος Αμαρίου).
91 Βλαχόπουλος 1999· 2006, 148· 2012, 136-137, με βιβλιογραφία.
92 Mountjoy 1999, 138, εικ. 34.246.
93 Βερδελῆς 1965, 158-160, πίν. 126α. Chadwick κ.ά. 1962, εικ. 21. Vermeule και Karageorghis 1982, IX 97. Mountjoy 1999, 138.
94 Mylonas-Shear 1987, 43, 106, πίν. 30, εικ. 18.
95 Voigtländer 2003, 21, πίν. 7.1. Podzuweit 2007, 180-181, πίν. 96.1,2. Στην Τίρυνθα τα ηθμωτά υδροφόρα διαπιστώνονται στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ και στις Μυκήνες στο μέσον της περιόδου (Podzuweit 2007, 181).
96 Mountjoy 1999, 1147, εικ. 471.1. Buchholz 2001, 114, πίν. 1f, g.
97 Βλαχόπουλος 2012α, 107.
98 French 2011, 35, εικ. 13 (64-453/66-442).
99 Μαραμπέα 2010, 114-114, εικ. 139, 213.
100 Βλαχόπουλος 2003, 497, εικ. 17.
101 Βλαχόπουλος 2006, 127-128, πίν. 118 επάνω, 120.
102 Βλ. σημ. 93.
103 Mylonas-Shear 1987, 43, 106, πίν. 30, εικ. 18.
104 Βλ. σημ. 95. Επίσης Schliemann 1885, 120 no 30.
105 Demakopoulou 2009, 34· 2012, 25, εικ. 22. Παρόμοια είναι η ΥΕ ΙΙΙ Β2 ηθμωτή πρόχους: Walberg 1992, 31, εικ. 14a-b.
106 Popham κ.ά. 2006, 146, πίν. 47.5.
107 Graef και Langlotz 1925, πίν. 50, αρ. 175.
108 Broneer 1939, 393 (22), εικ. 66.1c.
109 Döhl 1975, 146 (B14), 162-164, εικ. 11, πίν. 65.1.
110 Άγνωστης προέλευσης είναι ηθμωτή πρόχους με διακόσμηση ταινιών της αδημοσίευτης Συλλογής Εμπεδοκλέους, βλ. Korres 1993, 240 σημ. 105.
111 Βλαχόπουλος 2012α, 107.
112 Maiuri 1923-24, 130, εικ. 51-52. Mee 1982, 14-15, πίν. 11.1. Δημακοπούλου 1988, 162, αρ. 118. Βλαχόπουλος 2012α, 108.
113 Lapatin και Wight 2010, 12.
114 Stubbings 1947, 57, πίν. 18.4. Benzi 1975, 314, πίν. XXVIII.470.
115 Demakopoulou 2009, 34· 2012, 25, εικ. 22.
116 Βλαχόπουλος 2006, 126-129· 2012, 107-110.
117 Mountjoy 1999, 1040-1043, εικ. 427.182-185, 428.186.
118 Benzi 1992, πίν. 99a T. 70.1. Mountjoy 1999, 1043, εικ. 428.186.
119 Benzi 1992, πίν. 107a-b. Mountjoy 1999, 1043, εικ. 427.184. Υστερότερο όλων των ροδιακών ηθμωτών υδροφόρων φαίνεται να είναι ένα δείγμα του πυκνού ρυθμού της ΥΕ ΙΙΙΓ μέσης advanced: Benzi 1992, πίν. 35c. Mountjoy 1999, 1068, εικ. 437.266.
120 Mountjoy 1999, 1113, εικ. 456.136-137.
121 Mountjoy 1999, 1113. Βλ. CVA Deutschland 40, Bonn 2, 111-113, πίν. 37.2-4.
122 Kaiser 1976, 111, πίν. 37.2-4. Mountjoy 1999, 1113.
123 Καρδαρᾶ 1977, πίν. 41. Mountjoy 1999, 949. Βλαχόπουλος 2006, 128, πίν. 108· 2012α, 108.
124 Hadjianastasiou 1996. Βλαχόπουλος 1999, εικ. 7· 2006, 128-129, 189-196, εικ. 39γ, ε, σχ. 24, πίν. 91-92, έγχρ. πίν. 8.
125 Mountjoy 1999, 589. Κατά την P. Mountjoy δύο τουλάχιστον από τα αγγεία FS 155 είναι εισηγμένα, εκείνο με το γραπτό φίδι (Ἰακωβίδης 1969-70, πίν. 21.β / Τ. 65.553) ίσως ροδιακό.
126 Mountjoy 1986, 160, εικ. 201.1· 1999, 589, εικ. 219.437.
127 Βλ. σημ. 102-105, 109. Επίσης Korres 1993, 240 σημ. 90-94. Buchholz 2001, 113-115.
128 Δημακοπούλου 1982, πίν. 63.142. Korres 1993, 239, πίν. 30e-f.
129 Mountjoy 1999, 287, εικ. 97.218.
130 Το αγγείο βρέθηκε στον θαλαμωτό τάφο 12 του νεκροταφείου βλ. Βικάτου 2000, 277.
131 Η ηθμωτή πρόχους (Π8819 / ΟΜ 20) έχει ύψος 0,13 μ., διάμ. στομίου 0,054 μ. και διάμ. βάσης 0,054 μ. Το σώμα της είναι ελλειψοειδές, ο λαιμός κοντός κυλινδρικός, η λαβή πλατειά ολόβαφη και οι 11 οπές του ηθμού αντιστοιχούν σε κατώτερη σειρά μεγαλύτερων 6 και σε ανώτερη σειρά 5 μικρότερης διαμέτρου. Ο πηλός είναι ρόδινος λεπτόκοκκος, το επίχρισμα ανοικτότερο ρόδινο και η βαφή καστανή.
132 Βικάτου 2006, 197. Βλαχόπουλος 2012α, 108. Παρότι το αγγείο είναι πρωιμότερο της ΥΕ ΙΙΙΓ, η εύρεσή του τεκμηριώνει ανάλογες εθιμικές ή θρησκευτικές εκδηλώσεις σε ταφικό περιβάλλον, εντάσσοντας τη νότια Πελοπόννησο στους «αιγαιακούς» (κρητικούς και νησιωτικούς) νοηματικούς κώδικες που αποτυπώνουν τα ομοιώματα φιδιών σε κεραμικά σκεύη. Για την πλαστική διακόσμηση φιδιών, βλ. Βλαχόπουλος 2012α, 109.
133 Ἰακωβίδης 1969-70, Β, 59, 86.
134 Βλαχόπουλος 2006, 99-100, 126, 438-441, εικ. 139-147.
135 Βλαχόπουλος 2006, 441. Ανάμεσα στις υδρίες αυτές ξεχωρίζει η «υδρία των χορευτών» (Βλαχόπουλος 2006, 128-129, σχ. 24, πίν. 91, έγχρ. πίν. 8), ενώ η συναφούς εικονογραφίας «υδρία των ψαράδων» βρέθηκε στο θαλαμωτό τάφο Δ των Απλωμάτων, βλ. Hadjianastasiou 1996. Βλαχόπουλος 2012α, 189-196, εικ. 39γ-ε.
136 Buchholz 2001, 116-125, εικ. 2f-j, πίν. 1e. Knapp 2013, 456, εικ. 133 (Κούκλια).
137 Hadjisavvas 1992, 173-177, εικ. 17.1-2, 17.4-5 (Άλασσα, Πάνω Μαντηλάρες). Στην εκτενή πραγμάτευσή του
για τα ηθμωτά υδροφόρα Αιγαίου και Κύπρου (αλλά με διάδοση από την Ιταλία έως τη Φοινίκη) ο H.G. Buchholz
(2001, 142-144) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εκείνα από τους τάφους συνδέονται με ταφικές τελετουργίες.
138 Dothan 1982, 154, εικ. 20-31, πίν. 46-67. Mountjoy 2017, 362, εικ. 9.3. Πλήρης βιβλιογραφία στο Buchholz 2001, 125-142, εικ. 3-6, πίν. 1-3.
139 Yasur-Landau 2008, 223-225.
140 Βλαχόπουλος 2012α, 110, 189.
141 Hornsey 2003, 124. Η παρασκευή μπύρας τεκμηριώνεται για τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και τη Συρο-παλαιστινιακή ακτή (Χαναάν, Φιλιστία), όπου το σύνηθες σχήμα της ηθμωτής πρόχου μπύρας (beer jug) έχει εκτιμηθεί ότι προσφέρεται για ατομική κατανάλωση.
142 Stronach 1995, 185-187.
143 O Λ. Πλάτων (Platon 2016, 249, εικ. 6a-b) αναρωτήθηκε εάν οι οπές στα ηθμωτά σκεύη προορίζονταν για τη διήθηση υγρών ή τον εξαερισμό του περιεχομένου, καταλήγοντας στην προφανή διήθηση, με σκοπό τη στράγγιση υγρών από συμπαγείς ουσίες.
144 Υδροφόρα με ηθμωτό στόμιο απαντούν στην Αίγυπτο της Προ-δυναστικής περιόδου (-3300/ -3100, Naqada III περίοδος: https://www.brooklynmuseum.org/opencollection/objects/21099· τελευταία επίσκεψη 9 Αυγούστου 2020). Ο τύπος του επί του στομίου ηθμού απαντά σε «θήλαστρα» και άλλα ιδιότυπα σχήματα του ρυθμού Base Ring II της Κύπρου (-1450/ -1100: Åström 1972, 188. Buchholz 2001, 110-112, εικ. 1a-g, πίν. 1a-d), αλλά όμοια δεν είναι γνωστά στο Υστεροχαλκό Αιγαίο. Οπή επικοινωνίας με το κυρίως σώμα κέρνων (;) απαντούν σε κοτύλες (Broneer 1939, 400-401, εικ. 83e) ή άλλα συναφή μικρογραφικά αγγεία μερικών αποσπασματικά σωζόμενων μυκηναϊκών παραδειγμάτων (Βικάτου 2012, 375, εικ. 767), σαφώς τελετουργικών.
145 Για το θέμα βλ. Βλαχόπουλος 2012α,140-141, όπου και ενδεικτικά παραδείγματα με βιβλιογραφία.
146 Για τη χρονολόγηση της καταστροφής του ανακτόρου, βλ. Mountjoy 1999, 309-311.
147 Για τα αρχαιολογικά «γεγονότα» της εποχής, βλ. Βλαχόπουλος 2012α, κεφ. 14. Για το ανάκτορο του Εγκλιανού, βλ. σημ. 30.
148 Βλαχόπουλος 2012α, 382-394.

SUMMARY: STRAINER HYDRIA OF VOLIMIDIA. A CONTRIBUTION TO THE «UNKNOWN» POSTPALATIAL PERIOD OF PYLIA
In honour of professor G.S. Korres I have chosen to focus on a strainer hydria with tubular spout that was found in the chamber tomb cemetery of Volimidia (in Pylia) and dates to the 12th century BC (Late Helladic ΙΙΙC period). This idiosyncratic libation vase, with the unique feature of a second strainer on the rim of the mouth, is of exceptional importance both in the context of the longest lasting Mycenaean cemetery of Pylia (c. 1650-1200 BC), which continued to be in use during the sparsely attested in the region Postpalatial period (1200-1050 BC); and in terms of its typology, as it falls under the category of strainer jugs / hydriae that are associated with the ritual of offering grave goods, or with memorial practices taking place in Mycenaean cemeteries of the Peloponnese, Attica and the Aegean islands.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνίου, Μ. 2009. «Οι Σχέσεις της ΝΔ-Δ Πελοποννήσου με τη Μινωική Κρήτη κατά την ΥΕ Ι-ΙΙΑ Περίοδο: Οι ενδείξεις της κεραμεικής.» Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Åström, P. 1972. The Swedish Cyprus Expedition. Vol. IV.1C, The Late Cypriot Bronze Age. Architecture and Pottery. Lund: Swedish Cyprus Expedition.
Bennet, J. 1999. «The Mycenaean conceptualization of space, or Pylian Geography (… Yet Again!).» Στο Floreant Studia Mycenaea. Akten des X. Internationalen Mykenologishen Colloquiums in Salzburn vom 1.-5. Mai 1995, επιμ. S. Deger-Jalkotzy, S. Hiller, O. Panagl, και G. Nightingale, 131-157. Wien: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften.
Benzi, Μ. 1975. Ceramica Micenea in Attica. Milano: Cisalpino.
_. 1992. Rodi e la Civiltà Micenea. Roma: Gruppo Editoriale Internazionale.
Βερδελῆς, Ν. 1965. «Ἀνασκαφὴ ἐν Μυκήναις.» ΠΑΕ 1958:157-164.
Βικάτου, Ο. 2000. «Κλαδέος.» ΑΔ 55 Β1:277-279.
_. 2006. «Ανασκαφή Αγίας Τριάδας Νομού Ηλείας και Χαλκιά Νομού Μεσσηνίας.» Στο Πρακτικά Α' Συνόδου για το Αρχαιολογικό Έργο στη Νότια και Δυτική Ελλάδα, Πάτρα, 9-12 Ιουνίου 1996, 193-200. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
_. 2009. «Το Μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας Ηλείας.» Αδημοσίευτη Διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
_. 2012. «Από τον Πηνειό στον Αλφειό. Προϊστορικοί χρόνοι.» Στο Βλαχόπουλος 2012β, 374-377.
Βλαχόπουλος, Α. 1995. «Ἕνας ψευδόστομος ἀμφορέας τοῦ Πολυποδικοῦ ρυθμοῦ στὸ Mουσεῖο τῆς Πύλου.» ΑΕ:247-256.
_. 1999. «Η Nάξος κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ περίοδο. Η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας ενός
ακμαίου νησιωτικού κέντρου.» Στο Πρακτικά του Α' διεθνούς Διεπιστημονικού Συνεδρίου: H περιφέρεια του Mυκηναϊκού Kόσμου. Λαμία, Σεπτέμβριος 1994, επιμ. Φ. Δακορώνια κ.ά., 303-314. Λαμία: Υπουργείο Πολιτισμού, ΙΔ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
_. 2003. «Ο Υστεροελλαδικός ΙΙΙΓ οικισμός της Γρόττας Νάξου. Στο Κέντρο ή την Περιφέρεια του
Μυκηναϊκού Αιγαίου;» Στο Πρακτικά του B' Διεθνούς Διεπιστημονικού Συνεδρίου “H περιφέρεια
του Mυκηναϊκού Kόσμου”. Λαμία, Σεπτέμβριος 1999, επιμ. Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα και Μ.
Παπακωνσταντίνου, 493-522. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού, ΙΔ' Εφορεία Προϊστορικών και
Κλασικών Αρχαιοτήτων.
_. 2006. H Yστεροελλαδική IIIΓ περίοδος στη Nάξο: Tα ταφικά σύνολα και οι συσχετισμοί τους με το Aιγαίο. Τόμ. Ι. Σειρά Δημοσιευμάτων περιοδικού Aρχαιογνωσία 4. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Φιλοσοφική Σχολή.
_. 2012α. H Yστεροελλαδική IIIΓ περίοδος στη Nάξο: Tα ταφικά σύνολα και οι συσχετισμοί τους με το Aιγαίο. Τόμ. ΙΙ, Η Νάξος και ο Μυκηναϊκός Κόσμος της Μετανακτορικής περιόδου. Σειρά Δημοσιευμάτων περιοδικού Aρχαιογνωσία 10. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή.
_, επιμ. 2012β. Αρχαιολογία. Πελοπόννησος. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα.
Blegen, C.W., M. Rawson, M., W. Lord Taylour, και W.P. Donovan. 1973. The Palace of Nestor at Pylos in Western
Messenia. Vol. III, Acropolis and lower town: tholoi, grave circle, and chamber tombs; discoveries outside the citadel. Princeton: Princeton University Press.
Borgna, E. 1997. «Some observations on deep bowls and kraters from the ‘Acropoli Mediana’ at Phaistos.» Στο Hallager και Hallager 1997, 273-303.
Broneer, O. 1939. «A Mycenaean Fountain on the Athenian Acropolis.» Hesperia 8:317-429.
Buchholz, H.-G. 2001. «Siebkannen.» RDAC:107-150.
Chadwick, J. 1976. The Mycenaean World. Cambridge: Cambridge University Press.
Chadwick, J., E.L. Bennett Jr., E.B. French, N.M. Verdelis, C.K. Williams, και W.D. Taylour. 1962. «The Mycenae Tablets III.» TAPS 52 (7):1-76.
Cosmopoulos, M. 2016. The Political Geography of a Mycenaean District. The Archaeological Survey at Iklaina.
The Archaeological Society at Athens Library 306. Athens: The Archaeological Society at Athens.
Coulson, W.D.E. 1986. The Dark Age of Messenia. SIMA p.b. 43. Jonsered: P. Åströms Förlag.
Davis, J.L., S.E. Alcock, J. Bennet, Y.G. Lolos, and C.W. Shelmerdine. 1997. «The Pylos Regional Archaeological Project, Part 1: Overview and the Archaeological Survey.» Hesperia 66:391-494.
Davis, J.L., και S. Stocker. 2016. «The Lord of the Gold Rings: The Griffin Warrior of Pylos.» Hesperia 85:627-655.
Demakopoulou, Κ. 2009. «Mycenaean Pictorial Pottery from Midea.» Στο Pictorial Pursuits. Figurative Painting on Mycenaean and Geometric Pottery, επιμ. E. Rystedt and B. Wells, 31-44. ActaAth 4o, 53. Stockholm: Svenska Institutet i Athen.
_. 2012. The Mycenaean Acropolis of Midea. Athens: Ministry of Culture and Tourism, Archeological Receipts Fund.
Δημακοπούλου, K. 1982. Tο μυκηναϊκό ιερό στο Αμυκλαίο και η ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος στη Λακωνία. Αθήνα.
_, επιμ. 1988. Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε αιώνες πρώιμου ελληνικού πολιτισμού (-1600/-1100). Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού – Ελληνικό τμήμα ICOM.
Döhl, H. 1975. «Iria. Die Ergebnisses der Ausgrabungen 1939.» Στο Tiryns VI, 127-194. Mainz am Rhein: Verlag Philipp von Zabern.
Dothan, T. 1982. The Philistines and Their Material Culture. New Heaven: Yale University Press.
Eder, Β. 1998. Argolis, Lakonien, Messenien: vom Ende der Mykenischen Palastzeit bis zur Einwanderung der Dorier. Veröffentlichungen der Mykenischen Kommission 17. Wien: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften.
French, E.B. 2011. The post-palatial levels, Well Built Mycenae. Fasc. 16/17. Oxford: Oxbow Books.
Georgiou, H.S. 1979. «Late Minoan Incense Burners.» AJA 83:427-435.
Gercke, P., W. Gercke, και G. Hiesel. 1975. «Tiryns-Stadt 1971: Graben H.» Στο Tiryns VIII, 7-36. Mainz am Rhein: Verlag Philipp von Zabern.
Graef, Β., και E. Langlotz. 1925. Der Antiken Vasen von der Akropolis zu Athen I. Berlin: De Gruyter.
Griebel, C.G., και M.C. Nelsson. 1998. «Τhe Ano Englianos Hilltop after the Palace.» Στο Sandy Pylos. An Archaeological History from Nestor to Navarino, επιμ. J. Davis, 97-100. Texas: University of Texas Press.
Hadjianastasiou, O. 1996. «A Mycenaean Pictorial Vase from Naxos.» Στο Atti e memorie del secondo Congresso Internazionale di Micenologia, Roma-Napoli, 1991, επιμ. E. De Miro, L. Godart, και A. Sacconi, 1433-1441. Roma: Gruppo Editoriale Internazionale.
Hadjisavvas, S. 1992. Olive Oil Processing in Cyprus, from the Bronze Age to the Byzantine Period. SIMA 99. Göteborg: P. Åströms Förlag.
Hallager, B. 2007. «Problems with LM/LH III B/C Synchronisms.» Στο LH IIIC Chronology and Synchronisms II. LH IIIC Middle, Proceedings of the International workshop held at the Austrian Academy of Sciences at Vienna, October 29th and 30th, 2004, επιμ. S. Deger-Jalkotzy και M. Zavadil, 189-202. Philosophisch- Historische Klasse, Denkschriften 362. Vienna: Ősterreichische Akademie der Wissenschaften.
Hallager, E., και Β. Hallager, επιμ. 1997. Late Minoan III Pottery. Chronology and Terminology. Monographs of the Danish Institute at Athens 1. Athens: Danish Institute at Athens.
Hope Simpson, R. 2014. Mycenaean Messenia and the Kingdom of Pylos. Prehistory Monographs 45. Philadelphia: INSTAP Academic Press.
Hornsey, I.S. 2003. A History of Beer and Brewing. Cambridge: Royal Society of Chemistry.
Iakovidis, S. 1977. «On the use of Mycenaean ‘buttons’.» BSA 72:113-119.
Ἰακωβίδης, Σ. 1966. «Περὶ τοῦ σχήματος τῶν λαξευτῶν τάφων εἰς τὰ Βολιμίδια Μεσσηνίας.» Στο Χαριστήριον εἰς Α.Κ. Ὀρλάνδον ΙΙ, 98-111. Ἀθῆναι: Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
_. 1969-70. Περατή. Τὸ νεκροταφεῖον, τόμ. Α-Γ. Ἀθῆναι: Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
_. 2014. Σπυρίδωνος Μαρινάτου. Ἀνασκαφαὶ Μεσσηνίας 1952-1966. Ἀθῆναι: Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
Kaiser, B. 1976. Corpus Vasorum Antiquorum. Deutschland Band 40. Bonn, Akademisches Kunstmuseum Band2. München: C.H. Beck.
Καράγιωργα, Θ. 1972α. «Ἀνασκαφὴ περιοχῆς ἀρχαίου Δωρίου.» ΑΕ:12-20.
_. 1972β. «Βολιμίδια.» ΑΔ 27Β:256-258.
Karantzali, Ε. 1986. «Une tombe du Minoen Récent IIIB à la Canée.» BCH 110:53-87.
Καρδαρᾶ, Χ. 1977. Ἁπλώματα Νάξου. Κινητὰ εὑρήματα Τάφων Α καὶ Β. Ἀθῆναι: Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
Knapp, A.Β. 2013. The Archaeology of Cyprus: From Earliest Prehistory Through the Bronze Age. Cambridge: Cambridge University Press.
Κορρές, Γ.Σ. 1981. «Μεσσηνία.» Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια 5 (2η έκδοση):725.
_. 1989. «Νέαι παρατηρήσεις ἐπί τῆς παραστάσεως πλοίου τῆς ΥΕ ΙΙΙΓ:1 πυξίδος ἐκ Τραγάνας Πύλου.» Στο Tropis I, 1st International Symposium on Ship Construction in Antiquity (Piraeus 1985), επιμ. H. Tzalas, 177-202. Piraeus: Hellenic Institute for the Preservation of Nautical Tradition.
_. 2012. «Περιστεριά.» Στο Βλαχόπουλος 2012β, 460-463.
Korres, G.S. 1984. «The relations between Crete and Messenia in the Late Middle Helladic and Early Late Helladic Period.» Στο The Minoan Thalassocracy: Myth and Reality; Proceedings of the Third International Symposium at the Swedish Institute in Athens, 31 May-5 June 1982, επιμ. R. Hägg και N. Marinatos, 141-152. Göteborg: P. Åströms Förlag.
_. 1993. «Messenia and its Commercial Connections in the Bronze Age.» Στο Wace and Blegen: Pottery as Evidence for Trade in the Aegean Bronze Age 1939-1989. Proceedings of the International Conference held at the American School of Classical Studies, Athens, December 2-3, 1989, επιμ. C. Zerner, P. Zerner, και J. Winder, 231-248. Amsterdam: J.C. Gieben.
Kotsonas, Α. 2008. The Archaeology of Tomb A1K1 of Orthi Petra in Eleutherna: The Early Iron Age Pottery. Rethymnon: University of Crete.
Κουντούρη, Ε. 2002. «H Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ κεραμική από το νεκροταφείο Βολιμιδίων Χώρας και η
σύγχρονη κεραμική παραγωγή της Μεσσηνίας.» Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο
Αθηνών.
_. 2006. «Βολιμίδια Μεσσηνίας: οι ψευδόστομοι αμφορείς του νεκροταφείου.» Στο Πρακτικά Α' Συνόδου για το Αρχαιολογικό Έργο στη Νότια και Δυτική Ελλάδα, Πάτρα, 9-12 Ιουνίου 1996, 165-178. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
Kriga, D. 2014. «Flora and Fauna Iconography on Strainers and Kymbai at Akrotiri: Theran Ceramic Vessels of Special Use and Special Iconography.» Στο PHYSIS. Natural environment and human interaction in
the Prehistoric Aegean, 14th International Aegean Conference, Institut National d’Histoire de l’Art (INHA), University Paris 1 Panthéon-Sorbonne, 11-14.12.2012, επιμ. G. Touchais, R. Laffineur, και F. Rougemοnt, 499-504. Aegaeum 37. Leuven – Liège: Peeters.
Lapatin, K., και K. Wight. 2010. The J. Paul Getty Museum Handbook of the Antiquities Collection. Los Angeles: J. Paul Getty Museum.
Lolos, Y. 1987. The Late Helladic I Pottery of the Southwestern Peloponnesos and its Local Characteristics. Göteborg: P. Åströms Förlag.
Maiuri, A. 1923-24. «Ialisos. Scavi della Missione Archeologica Italiana a Rhodi.» ASAtene 6-7:83-341.
Μαραμπέα, Χ. 2010. «Το Ανατολικό Κτηριακό Συγκρότημα ΙΑ-ΙΒ-ΙΔ στη μυκηναϊκή Ακρόπολη στα Κανάκια Σαλαμίνας: περιεχόμενο και λειτουργία.» Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων.
Μαρινᾶτος, Σ. 1952. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Πύλῳ.» ΠΑΕ:473-495.
_. 1953. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Πύλῳ.» ΠΑΕ:238-250.
_. 1954. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Πύλῳ. Βολιμίδια.» ΠΑΕ:299-308.
_. 1960. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου (1952-1960).» ΑΔ 16:112-119.
_. 1964. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Πύλῳ.» ΠΑΕ:78-95.
Marinatos, S. 1976. Excavations at Thera VII (1973 Season). Athens: The Athens Archaeological Society.
McDonald, W.A., και R. Hope Simpson. 1972. «Archaeological Exploration.» Στο The Minnesota Messenia Expedition:
Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, επιμ. W.A. McDonald και G.R. Rapp, 117-147.
Minneapolis: The University of Minnesota Press.
Mee, C. 1982. Rhodes in the Bronze Age. Warminster: Aris & Philips.
Moschos, I. 2009. «Evidence of Social Re-Organisation and Reconstruction in Late Helladic IIIC Achaea and Modes of Contacts and Exchange via the Ionian and Adriatic Sea.» Στο From the Aegean to the Adriatic, Social Organizations Modes of Exchange and Interaction in the Postpalatial Times (12th-11th BC), Acts of the International Seminar, Udine, 1-2 December 2006, επιμ. E. Borgna και P. Càssola Guida, 345-414. Roma: Quasar.
Mountjoy, P.A. 1986. Mycenaean Decorated Pottery: A Guide to Identification. SIMA 73. Göteborg: Paul Åströms Förlag.
_. 1999. Regional Mycenaean Decorated Pottery. Rahden/Westf.: Verlag Marie Leidorf.
_. 2017. «The Sea Peoples. A View from the Pottery.» Στο “Sea Peoples” Up-to-Date. New research on Transformations in the Eastern Mediterranean in the 13th-11th Centuries BCE, επιμ. P. Fischer και T. Bürge, 355-358. Vienna: Österreichische Akademie der Wissenschaften.
Mylonas-Shear, I. 1987. The Panagia Houses at Mycenae. University Museum Monograph 68. Philadelphia: University of Pennsylvania Museum of Archaeology and Anthropology.
Νικολέντζος, Κ. 2011. Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και Πολιτική Εξέλιξη, Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα. Αθήνα: Focus on Health.
Papadimitriou, Ν. 2015. «The formation and use of dromoi in early Mycenaean tombs.» BSA 110:71-120.
Platon, L. 2016. «Some fresh thoughts on the use of the Minoan ‘strainer’.» Στο Achaios: Studies presented to Professor Thanasis I. Papadopoulos, επιμ. E. Papadopoulou-Chrysikopoulou, V. Chrysikopoulos, και G. Christakopoulou, 241-254. Oxford: Archaeopress.
Podzuweit, C. 2007. Tiryns, Forschungen und Berichte. Band XIV, Studien zur spätmykenischen Keramik. Wiesbaden: Reichert Verlag.
Popham, Μ. 1970. The Destruction of the palace at Knossos: pottery of the Late Minoan IIIa period. SIMA 12. Göteborg: P. Åströms Förlag.
Popham, M., E. Schofiled, και S. Sherratt. 2006. «The Pottery.» Στο Lefkandi IV: The Bronze Age: The Late Helladic IIIC Settlement at Xeropolis, επιμ. D. Evely, 137-218. BSA Suppl. 39. London: The British School at Athens.
Prokopiou, N. 1997. «LM III Pottery from the Greek-Italian Excavations at Sybritos Amariou.» Στο Hallager και Hallager 1997, 371-400.
Rambach, J. 2012. «Από τον Πάμισο έως τον Ταΰγετο. Προϊστορικοί χρόνοι.» Στο Βλαχόπουλος 2012β, 474-479.
Rethemiotakis,G.1997.«LMIII Pottery from Kastelli Pediada.» Στο Hallager και Hallager1997,305-336.
Schliemann, Η. 1885. The prehistoric palace of the king of Tiryns. New York.
Stronach, D. 1995. «The Imagery of the Wine Bowl: Wine in Assyria in the Early First Millennium BC.» Στο The Origins and Ancient History of Wine, επιμ. P.E. McGovern, S.J. Fleming, και S.H. Katz, 175-195. Food and Nutrition in History and Anthropology 11. Philadelphia: University of Pennsylvania Museum of Archaeology and Anthropology – Amsterdam: Gordon and Breach Publishers.
Stubbings, F.H. 1947. «The Mycenaean Pottery of Attica.» BSA 42:1-75.
Vermeule, E., και V. Karageorghis. 1982. Mycenaean Pictorial Vase Painting. Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
Vlachopoulos, Α. 2017. «Πρωτοκυκλαδική σφραγίδα από τη Γρόττα της Νάξου. Συμβολή στην “ανάγνωση” των σφραγίδων της 3ης χιλιετίας π.Χ.» Στο ΤΕΡΨΙΣ. Studies in Mediterranean Archaeology in Honour of Nota Kourou, επιμ. V. Vlachou και A. Gadolou, 543-559. Études d’Archéologie 10. Brussels: CReA-Patrimoine.
_. 2021. «The Early Μycenaeans of Chora, Pylia: The Evidence from the Chamber Tombs at Volimidia.» Στο (Social) Place and space in Early Mycenaean Greece, International Discussions in Mycenaean Archaeology, Athens, October 5-8, 2016, επιμ. Β. Eder και M. Zavadil, 231-272. Vienna.
Voigtländer, W. 2003. Tiryns, Forschungen und Berichte. Band X, Die Palastkeramik. Mainz am Rhein: Verlag Philipp von Zabern.
Walberg, G. 1992. «Excavations on the Lower terraces at Midea.» OpAth 19:23-39.
_. 1999. «105. Δίσκος.» Στο Μινωιτών και Μυκηναίων Γεύσεις, Κατάλογος Έκθεσης, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 12 Ιουλίου-27 Νοεμβρίου 1997, επιμ. Γ. Τζεδάκις και H. Matrlew, 126. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού – Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Yasur-Landau, A. 2008. «A message in a jug: Canaanite, Philistine, and cypriot iconography and the ‘Orpheus Jug’.» Στο Bene Israel: Studies in the Archaeology of Israel and the Levant During the Bronze and Iron
Ages in Honour of Israel Finkelstein (Culture and History of the Ancient Near East), επιμ. A. Fantalkin και A. Yasur-Landau, 213-230. Leiden: Brill.








Printfriendly