.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

Αποθέτης κεραμικής στο Καταρραχάκι Κουκουνάρας Μεσσηνίας


Η Θέση

Η φυσική ακρόπολη Καταρραχάκι βρίσκεται περίπου 800μ. βορειοανατολικά του χωριού Κουκουνάρα (μεταξύ των κοινοτήτων Στενωσιάς και Κρεμμυδίων) και 15 χλμ. βορειοανατολικά της Πύλου (εικ.1). Εμφανίζει μήκος 130μ. και πλάτος 60μ. από Α. προς Δ. και περιβάλλεται από βαθιές χαράδρες, από τις οποίες διέρχεται η κοίτη του χειμάρρου Ποτάμι του Αράπη. Η νότια και δυτική πλαγιά του υψώματος είναι βραχώδεις και δύσβατες, παρέχοντας στοιχεία φυσικής οχύρωσης, ενώ η πρόσβαση είναι δυνατή από Β., όπου το έδαφος καθίσταται ομαλό.
Κατά τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο, πρόκειται για «ἰδεώδη, φυσικῶς ὠχυρωμένην, μικρὰν ἀκρόπολιν»2, η κεντροβαρική θέση της οποίας τής παρείχε απεριόριστη εποπτεία προς τη γύρω, κατάφυτη από σταφιδάμπελους και ελαιώνες, περιοχή. Η υδατοβριθής τοποθεσία στο μέσον μιας από τις πιο εύφορες μεσόγειες περιοχές της Μεσσηνίας, και σε μέτρια απόσταση από τη θάλασσα, την κατέστησε ελκυστική για εγκατάσταση, ήδη από τους ΜΕ χρόνους. Η ανασκαφική έρευνα, που διενεργήθηκε μεταξύ των ετών 1958 και 1959 στο πλάτωμα της κορυφής, απέδωσε τμήματα δύο τουλάχιστον αψιδωτών κτηρίων, που χρονολογήθηκαν στους ΜΕ-ΥΕ Ι/ΙΙΑ χρόνους3, καθώς και πλήθος δομών που ανήκουν σε επάλληλες οικοδομικές φάσεις εντός των ΜΕ και ΥΕ χρόνων. Επιπλέον, στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Κουκουνάρα ένα σύνολο από 23 τάφους που διακρίνονται σε τρεις ομάδες, ανάλογα με τη θέση τους γύρω από την ακρόπολη4, ερευνήθηκαν από τους καθηγητές Σπ. Μαρινάτο (1958-1963) και Γ.Σ. Κορρέ (1973-1975). Η χρήση των τάφων, που περιλαμβάνουν τυπικούς μικρούς και μεσαίους θολωτούς, καθώς και ασυνήθιστους κτιστούς κυκλικούς, πεταλοειδείς ή κυψελοειδείς με θόλωση, προστατευμένους με τυμβοειδή εξάρματα, συχνά χωρίς είσοδο, εκτείνεται από το τέλος της Μέσης Χαλκοκρατίας έως και την πρώιμη ΥΕΙΙΙΓ, με τη μεγαλύτερη ακμή κατά τους ΥΕΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ χρόνους5 (εικ.2).


Ο Αποθέτης
Στο πλαίσιο της δράσης «Η Μεσσηνία στην Εποχή του Χαλκού. Δημοσίευση υλικού από πανεπιστημιακές ανασκαφές υπό το πρίσμα των νέων τεχνολογιών», χρηματοδοτούμενης από το ερευνητικό πρόγραμμα Πυθαγόρας Ι – Ενίσχυση Ερευνητικών Ομάδων στα Πανεπιστήμια (ΕΕΟΠ)6, μελετήθηκε από τη γράφουσα η κεραμική αποθέτη που ερευνήθηκε από τον Σπ. Μαρινάτο το 1959 στο νότιο άκρο της ακρόπολης. Πρόκειται για είδος φυσικού χάσματος, το οποίο χρησίμευε ως λάκκος απορριμμάτων7. Ως εκ τούτου, το υλικό είναι αποσπασματικό και μη στρωματογραφημένο, και λίγα δείγματα διατηρούνται σχεδόν ακέραια ή αποδίδουν ολόκληρο το περίγραμμα των αγγείων.
Ο αριθμός των δειγμάτων με γραπτή διακόσμηση είναι μεγάλος και αντιστοιχεί στα 2/3 του υλικού. Αντιπροσωπεύονται κυρίως τα ανοιχτά σχήματα, με τους βαθείς σκύφους τύπου Α FS 284 να συνιστούν την πολυπληθέστερη ομάδα, μεταξύ των γραπτών παραδειγμάτων. Οι κύλικες FS 267 και FS 265/266 είναι τα πλέον συχνά σκεύη μεταξύ των άγραφων παραδειγμάτων8. Ο πηλός είναι καλής ποιότητας, γενικά καθαρός και δεν απολεπίζεται εύκολα.
Παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων μετά την όπτηση: υποκίτρινος/υπόλευκος, που συνιστά και τη μεγαλύτερη κατηγορία, καστανός ανοικτός/καστανοκίτρινος, ερυθρός και πρασινωπός. Για ορισμένα από τα ακόσμητα αγγεία, όπως τις λεκάνες FS 295 και τον κάλαθο FS 290, χρησιμοποιήθηκε πορτ οκαλόχρωμος πηλός. Στις κύλικες είναι ροδόχρωμος. Το επίχρισμα είναι συνήθως κιτρινωπό, καστανοκίτρινο ή υπόλευκο. Η βαφή είναι εξίτηλη, αλαμπής ή στιλπνή και ποικίλλει από ερυθρή, καστανή ανοικτή ή ροδόχρωμη μέχρι καστανή σκοτεινή ή μαύρη (εικ.3).


Η Κεραμική
Οι κύλικες με ψηλό στέλεχος και βαθιά κωνική γάστρα της ΥΕΙΙΙΒ1 περιόδου FS 258Β9 αντιπροσωπεύονται σε ποσοστό 9,1%. Τα παραδείγματα δείχνουν ότι το σχήμα διαμορφώνεται με βαθιά κωνική γάστρα, τοιχώματα σχεδόν οριζόντια ή ελαφρώς κυρτά στο κάτω μέρος, εξώκυρτο χείλος10, υψηλό στέλεχος και πλατιά δισκοειδή βάση με αψίδα στο κέντρο. Η διακόσμηση με επιμήκη θέματα, που επαναλαμβάνονται στον κατακόρυφο άξονα του αγγείου, περιτρέχει τη γάστρα από το χείλος ως την αρχή του στελέχους του ποδιού ή τελειώνει χαμηλά στη γάστρα, ενώ ομάδες από επάλληλες λεπτές γραμμές συναντώνται στην αρχή του στελέχους και ταινίες στο στέλεχος και τη βάση. Όλα τα παραδείγματα από το Καταρραχάκι κοσμούνται με πορφύρες FM 23 σε τρεις σχεδιαστικές παραλλαγές. Στην πρώτη από αυτές, το θέμα αποτελείται από στενόμηκες οξύληκτο κέλυφος γεμισμένο με στίγματα και επίστεψη από στικτή κοχλιωτή καμπύλη (εικ.4) και βρίσκει κοντινό παράλληλο σε κύλικα FS 258B από τον θολωτό τάφο στη θέση Βέβε Καρποφόρας11 των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων, καθώς και σε κρατήρα FS 9 από το κτήριο Ζ1 στην Ίκλαινα των ΥΕ ΙΙΙΒ1 χρόνων12. Στη δεύτερη παραλλαγή, το θέμα της πορφύρας διαμορφώνεται από ορθογώνιο κέλυφος και κοχλιωτή καμπύλη, χωρίς στιγμές, που απολήγει σε κύκλο με μακρύ μίσχο (εικ.5), θυμίζοντας ανάλογο θέμα σε ΥΕ ΙΙΙΑ2 παραδείγματα κρατήρα και κύλικας από τα Νιχώρια13. Ομοίως, οι πορφύρες που μοιάζουν τοποθετημένες ανά ζεύγη θυμίζουν παράλληλα από την Αττική και την Αίγινα των ΥΕ ΙΙΙΒ1 χρόνων14.
Στην τρίτη παραλλαγή του θέματος της πορφύρας, η κοχλιωτή καμπύλη είναι στικτή, αλλά το κέλυφος δεν φέρει στιγμές (εικ. 6). Σε άλλα παραδείγματα από το Καταρραχάκι, οι πορφύρες συνδυάζονται με παραπληρωματικά κοσμήματα στικτών κύκλων FM 27:1715.


Το σχήμα FS 258B δεν είναι σπάνιο στη Μεσσηνία με τα παραδείγματα να κοσμούνται, εκτός από πορφύρα, με μυκηναϊκό άνθος16, αλλά και θέματα επιφανείας, όπως αψιδώματα FM 6217, που συνδυάζονται με παραπληρωματικούς περίστικτους ή ομόκεντρους κύκλους στα διάκενα FM 27:18, 29. Άλλα θέματα που απαντούν είναι αμείβοντες και πολύποδες18. Το σχήμα συναντάται σπάνια στη Μεσσηνία και σε ολόβαφη παραλλαγή19. Η κύλικα τύπου Ζυγουριών FS 258A αντιπροσωπεύεται στο Καταρραχάκι σε ποσοστό 2,3%.
Τα παραδείγματα εμφανίζουν τυπική διακόσμηση, σε ελεύθερο βάθος, με φυλλοφόρο ταινία FM 64 που έχει μορφή πυκνά διαταγμένων, ισοπλατών κατακόρυφων στηλών, που διαμορφώνονται από πυκνές βραχείες εγκάρσιες γραμμές εντός πλαισίου κατακόρυφων γραμμών διπλού περιγράμματος ή μετόπη, ίσως απόληξη μυκηναϊκού άνθους20 και πορφύρα αντίστοιχα21 (εικ.7, 8). Το σχήμα δεν απαντά συχνά στη Μεσσηνία με παραδείγματα κυρίως από τα Νιχώρια και σπανιότερα από την περιοχή της Πύλου22.
O υψιπύθμενος σκύφος FS 304/30523, με γωνιώδες έξω νεύον, δακτυλιόσχημο ή αποστρογγυλεμένο χείλος, σώμα με τοιχώματα που κλίνουν προς τα μέσα ή κατακόρυφα24, χαμηλό στέλεχος ποδιού, ελαφρώς κωνική, δισκοειδή βάση και οριζόντιες αγκύλες λαβές, τοποθετημένες στη μεγαλύτερη διάμετρο, αντιπροσωπεύεται σε ποσοστό 4,54%. Η διακόσμηση στα παραδείγματα από το Καταρραχάκι παρουσιάζεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος, που τοποθετείται στους ΥΕΙΙΙΑ2 χρόνους, συνίσταται σε βαφή της επιφάνειας του αγγείου, εσωτερικά και εξωτερικά με ενιαίο τρόπο (εικ.9, 10) και βρίσκει κοντινά παράλληλα σε ανάλογα παραδείγματα από τα Νιχώρια των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων25, το θαλαμωτό τάφο Αγγελοπούλου 11 στα Βολιμίδια26, καθώς και την περιοχή του ανακτόρου του Εγκλιανού των ίδιων χρόνων27. Ο δεύτερος τρόπος διακόσμησης εμφανίζει ολόβαφη την εσωτερική επιφάνεια ή ταινιωτή διακόσμηση εσωτερικά και στενή ζώνη με κυματοειδή ταινία στο ύψος των λαβών εξωτερικά (εικ. 11). Το χείλος των παραδειγμάτων από το Καταρραχάκι είναι έντονα δακτυλιόσχημο, βρίσκοντας κοντινό παράλληλο σε ανάλογα παραδείγματα από τα Νιχώρια των ΥΕ ΙΙΙΒ2 χρόνων28.
Ο υψιπύθμενος σκύφος συναντάται από την πρώιμη ΥΕΙΙΙΑ2 περίοδο, συνηθίζεται όμως προς το τέλος της περιόδου και ιδιαίτερα κατά τους ΥΕΙΙΙΒ χρόνους29. Άλλα παραδείγματα είναι γνωστά ενδεικτικά από την Αργολίδα30, την Κορινθία31, τη Λακωνία και τα Κύθηρα32, την Αττική33, τη Βοιωτία34, τη Ρόδο35 και την Κω36.
Ο κρατήρας με κατακόρυφες λαβές (FS 7-9) είναι δημοφιλής στη Μεσσηνία, ήδη από τους ΥΕ ΙΙΙΑ1 χρόνους37 και εκπροσωπείται από αρκετά παραδείγματα μέχρι τη μεταβατική περίοδο ΥΕ ΙΙΙΒ2/Γ38. Τα παραδείγματα από το Καταρραχάκι κατατάσσονται στον τύπο FS 739 και εμφανίζουν πλατύ λοξό, εσωτερικά γωνιώδες, χείλος, πλατιές κατακόρυφες ταινιωτές λαβές από το χείλος μέχρι το επίπεδο της μεγίστης διαμέτρου και κωνικό-απιόσχημο σώμα, με το κάτω μέρος του να στενεύει έντονα προς τη βάση40. Η κύρια ζώνη διακόσμησης οργανώνεται στη μεταξύ των λαβών περιοχή και ορίζεται με ομάδες τριών πλατιών γραμμών στο ύψος της μεγίστης διαμέτρου, ενώ ανάλογη ομάδα συναντάται χαμηλότερα. Σε ένα παράδειγμα (εικ.12), το θέμα της διακοσμητικής ζώνης με ομάδες συνεχών ομόρροπων σπειρών, ο μίσχος των οποίων έχει πάρει τη μορφή οριζόντιας διάγραμμης ζώνης, αποτελεί προσπάθεια του τεχνίτη για πρωτοτυπία και δεν βρίσκει ακριβή παράλληλα.
Το θέμα της σπείρας με καμπύλο μίσχο αποτελεί συνήθη διακόσμηση του σχήματος, τόσο στη Μεσσηνία, με παραδείγματα από τον τάφο Αγγελοπούλου 4 των Βολιμιδίων41, τον θολωτό τάφο Βέβε42 και τον οικισμό των Νιχωρίων43, όσο και αλλού44. Επιπλέον, οριζόντια διάγραμμη ζώνη, ως παραλλαγή της φυλλοφόρου ταινίας FM 64, βρίσκει παράλληλο σε ΥΕ ΙΙΙΑ1 κρατήρα από την κάτω πόλη του Εγκλιανού45. Επιπρόσθετα, το θέμα της τρέχουσας σπείρας συναντάται σε δύο κρατήρες από τον τάφο Γουβαλάρη 146 των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων.
Καθώς το θέμα στο παράδειγμα από το Καταρραχάκι αποτελεί ιδιότυπο συνδυασμό της σπείρας με καμπύλο μίσχο FM 49:147 με το θέμα της συνεχούς σπείρας FM 46, αναφέρουμε ενδεικτικά, ως προς την αντίληψη του τεχνίτη για την κάλυψη της επιφάνειας: παράδειγμα ΥΕ ΙΙΙΑ2 κρατήρα FS 8 από το Σχηματάρι48, με ενούμενες σπείρες, που εμφανίζουν καμπύλο μίσχο διπλού περιγράμματος, κρατήρα FS 9 από τους Δελφούς49 των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων, με ζώνη σπειρών σε διπλή σειρά, κρατήρα από τη Βάρκιζα50 των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων, με ζώνη σπειρών σε τριπλή σειρά, καθώς και κρατήρα FS 9 από την Αγορά των Αθηνών51 των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων, ομoίως με διπλή ζώνη σπειρών. Ωστόσο, το πλησιέστερο παράλληλο της διακόσμησης συναντάται σε υψιπύθμενο σκύφο FS 305 των ΥΕ ΙΙΙΒ1 χρόνων που προέρχεται από αποθέτη βόρεια της Δυτικής Οικίας των Μυκηνών52.
Επιπλέον, στον κρατήρα από το Καταρραχάκι, εκατέρωθεν των λαβών σχεδιάζεται ανά μια καμπύλη ταινία, σαν παρένθεση, ενώ οι ταινίες των περιθωρίων της λαβής σχηματίζουν θηλειά κάτω από τη λαβή τέμνοντας τις ταινίες της κοιλιάς. Ταινίες στα περιθώρια των λαβών που σχηματίζουν θηλειά στις ζώνες της κοιλιάς απαντούν σε ΥΕ ΙΙΙΑ παραδείγματα της κάτω πόλης του Εγκλιανού53, ενώ σε ΥΕ ΙΙΙΑ2 παράδειγμα από τα Νιχώρια54 απαντούν μόνο οι ελλειψοειδείς ταινίες γύρω από τις λαβές. Ελλειψοειδείς ταινίες γύρω από τις λαβές και θηλειά κάτω από τη λαβή συναντώνται σε τρεις κρατήρες των ΥΕ ΙΙΙΑ2-Β χρόνων από τον τάφο Γουβαλάρη 1, στην περιοχή της Κουκουνάρας55, συνιστώντας τοπική ιδιορρυθμία. Αντίθετα, η θηλειά κάτω από τη λαβή απαντά στους ΥΕ ΙΙΙΑ κρατήρες των Μυκηνών56 και της Αίγινας57. Συμπερασματικά, το σχεδόν ακέραιο παράδειγμα από το Καταρραχάκι με το έντοντα απιόσχημο σώμα βρίσκει παράλληλο στους ΥΕ ΙΙΙΑ2 κρατήρες από τον τάφο στο Γουβαλάρη 1, με τους οποίους μοιράζεται επιπλέον κοινά χαρακτηριστικά στη διακόσμηση των λαβών, υποδηλώνοντας ενδεχομένως προτιμήσεις τοπικού εργαστηρίου. Η διακόσμηση ωστόσο θα υποδείκνυε τη χρονολόγησή του στους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους.
O τύπος FS 9 με ραδινό σώμα, λεπτή κυλινδρική βάση, ευρύ στόμιο με πλατύ, εσωτερικά γωνιώδες χείλος ορθογώνιας διατομής και κατακόρυφες λαβές, εκπροσωπείται στον αποθέτη σε ποσοστό 1,1%. Το μοναδικό παράδειγμα, που σώζει διακόσμηση, εμφανίζει σπείρα με καμπύλο μίσχο (εικ.13).


Ο σκυφοειδής κρατήρας FS 281 εκπροσωπείται στο Καταρραχάκι σε ποσοστό 1,1%, με τα παραδείγματα να εμφανίζουν ελαφρώς λοξό, εσωτερικά γωνιώδες, χείλος που περιγράφεται εξωτερικά με πλατιά ταινία, βαθύ ημισφαιρικό σώμα, και αγκύλες λαβές (εικ.14). Το σχήμα με βαθύ ημισφαιρικό ή κωδωνόσχημο σώμα, δακτυλιόσχημη βάση και αγκύλες λαβές εμφανίζεται κατά τους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους58, κατασκευάζεται όμως κυρίως κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο, οπότε επικρατεί με πολλές παραλλαγές στο σχήμα και τη διακόσμηση59. Το σχήμα δεν επιχωριάζει στη Μεσσηνία, με τα γνωστότερα παραδείγματα με κατακόρυφα σχεδόν τοιχώματα και χείλος ορθογώνιας τομής να προέρχονται από τον θαλαμωτό τάφο Κ2 του Εγκλιανού60, τον θολωτό τάφο 1 της Τραγάνας61 και το Ραμοβούνι62 της μέσης και ύστερης ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου.
Ως η πλέον πολυπληθής κατηγορία αγγείων, σε ποσοστό 35,2%, εμφανίζεται ο βαθύς σκύφος τύπου Α FS 284. Τα σχετικά παραδείγματα έχουν ημισφαιρικό σώμα, καμπύλο ελαφρώς έξω νεύον χείλος, με διάμετρο που κυμαίνεται από 9 έως 15 εκ., δύο αγκύλες οριζόντιες λαβές κολλημένες ψηλά στο τοίχωμα της κοιλιάς και βάση δακτυλιόσχημη. Η διακόσμηση παρουσιάζεται με τρεις τρόπους. Ο πρώτος συνίσταται σε βαφή της επιφάνειας του αγγείου, εσωτερικά και εξωτερικά, με ενιαίο τρόπο και βρίσκει παράλληλα στο ΥΕ ΙΙΙΒ2 υλικό των Νιχωρίων, καθώς και σε ΥΕ ΙΙΙΒ2 – πρώιμα ΙΙΙΓ παραδείγματα από τον Εγκλιανό63 (εικ.15, 16). Ο δεύτερος έχει το εσωτερικό ολόβαφο ή με ταινιωτή διακόσμηση και το εξωτερικό κοσμημένο με ταινίες στο χείλος και στο κάτω μέρος της κοιλιάς. Σε παραλλαγή αυτού του τύπου, το χείλος είναι δακτυλιόσχημο ή αποστρογγυλεμένο και η διακόσμηση συνίσταται σε πλατιά ταινία στο χείλος, στενή γραπτή ζώνη με κυματοειδή ταινία FM 53 στο επίπεδο των λαβών και δύο λεπτότερες ταινίες χαμηλότερα, ενώ η εσωτερική επιφάνεια είναι ολόβαφη (εικ.17).
Τα δείγματα από το Καταρραχάκι βρίσκουν παράλληλα σε ΥΕ ΙΙΙΒ2 παραδείγματα από τα Νιχώρια64, σε ομάδα ανάλογων αγγείων από τη Λακωνία με ολόβαφη την εσωτερική επιφάνεια, που τοποθετείται στη μεταβατική ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ πρώιμη περίοδο65, καθώς και σε παραδείγματα από το Διμήνι, ομοίως της ΥΕ ΙΙΙΒ/ΙΙΙΓ πρώιμης περιόδου66.
Όσα παραδείγματα κοσμούνται με τον τρίτο τρόπο φέρουν εξωτερικά πλατιά ταινία στο χείλος ή δύο λεπτές ταινίες στο χείλος και αμέσως κάτω από αυτό και ομάδα λεπτών ταινιών στο επίπεδο της ρίζας των λαβών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ταινία περιγράφει το χείλος και εσωτερικά. Η διακόσμηση είναι η τυπική, είτε με περιθέοντα θέματα είτε σε κεντρική μετόπη με επαναλαμβανόμενα ή αντιθετικά διαταγμένα θέματα. Σε ένα εκ των παραδειγμάτων με περιθέουσα διακόσμηση (εικ.18), αυτή συνίσταται σε τρικάμπυλα τόξα FM 62. Στον πυρήνα των τόξων και εκφυόμενος εξ αυτών, σχεδιάζεται ολόβαφος ρόμβος με περίγραμμα από ζεύγος γραμμών που συναντώνται στην κορυφή του, σχηματίζοντας τρίγωνο με καμπύλη τη μια πλευρά και στικτό κέντρο. Το θέμα των αψιδωμάτων συναντάται στη μεσσηνιακή κεραμική κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ2 και ΙΙΙΒ περίοδο, ενώ στην περιοχή της Κουκουνάρας είναι ιδιαίτερα δημοφιλές. Πλέγμα αψιδωμάτων τριπλού περιγράμματος, συνδυαζόμενων με ζεύγη U-σχημων, σχηματοποιημένα άνθη παπύρου, κατακόρυφες και λοξές στήλες γραμμιδίων, εμφανίζονται στη μία όψη ύστερου ΥΕ ΙΙΙΑ2 κρατήρα από τον τάφο Γουβαλάρη 167.
Στην άλλη όψη του ίδιου αγγείου συναντάται ασυνήθιστη διακόσμηση με τρικάμπυλα τόξα, στον πυρήνα των οποίων σχεδιάζονται ομάδες ενάλληλων ομόκεντρων τόξων, εκ των οποίων ο εξωτερικός, διαμορφώνεται σε ολόβαφο καμπύλο τρίγωνο με επιμήκη κεραία (FM62:21). Πλέγμα από δικάμπυλα τόξα που συνδυάζονται με κατακόρυφες στήλες εγκάρσιων γραμμιδίων, με πλάτος που προοδευτικά μειώνεται, απαντούν σε έτερο ΥΕ ΙΙΙΑ2 κρατήρα από τον τάφο Γουβαλάρη 168. Αψιδώματα που συνδυάζονται με περίστικτους ή ομάδες ομόκεντρων κύκλων απαντούν σε ΥΕ ΙΙΙΒ υψίποδη κύλικα από τον τάφο Νικητοπούλου 269 και σε υψίποδη κύλικα των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων από τον οικισμό των Νιχωρίων70. Η διακοσμητική παραλλαγή που εμφανίζεται στο Καταρραχάκι βρίσκει κοντινό παράλληλο σε αμφορίσκο FS 59 της ΥΕ πρώιμης– μέσης ΙΙΙΓ από την Απολλακιά της Ρόδου71.
Σε ένα από τα παραδείγματα της δεύτερης κατηγορίας διακόσμησης με κεντρική μετόπη με βοηθητικά εκατέρωθεν σχέδια (εικ. 19), η διάταξη των ταινιών στην εξωτερική επιφάνεια, όσο και το κεντρικό θέμα της διάγραμμης μετόπης μεταξύ αντιθετικά διαταγμένων αγκυλόμισχων σπειρών (συνδυασμός FM 75 με FM 50), βρίσκει κοντινό παράλληλο σε σκύφο FS 284 από το ανάκτορο του Εγκλιανού των ΥΕ ΙΙΙΒ2– πρώιμων ΙΙΙΓ χρόνων72. Ομοίως, άλλο δείγμα (εικ. 20) που σώζει θέμα αψιδωτών ομόκεντρων τόξων με διάγραμμο το μεταξύ τους διάστημα FM 43, σε συνδυασμό με ενάλληλους αγκώνες σε κατακόρυφη διάταξη, βρίσκει στενό παράλληλο σε σκύφο FS 284 από τον Εγκλιανό73. Το παράδειγμα από το Καταρραχάκι εμφανίζει ελαφρά γωνίωση στο κάτω μέρος του σώματος, ιδιότυπο χαρακτηριστικό για το σχήμα, που συναντά παράλληλα σε ανάλογα δείγματα από το ανάκτορο του Εγκλιανού των ΥΕ ΙΙΙΒ2– ΙΙΙΓ πρώιμων χρόνων74. Σε άλλο παράδειγμα (εικ.21), την κεντρική μετόπη που εμφανίζει δικτυωτή διαγράμμιση FM 75, περιβάλλουν αντωπά ημικύκλια FM 43. Το θέμα, μινωικής προέλευσης75, είναι προσφιλές στη Μεσσηνία και συναντάται ως οριζόντια ζώνη με δικτυωτή διαγράμμιση, σε ΥΕ ΙΙΙΑ1 στενόλαιμη πρόχου από τα Βολιμίδια76 και σε κατακόρυφη διάταξη στον χώρο κάτω από τις λαβές ΥΕ ΙΙΙΑ2 φλασκιού, ομοίως από τα Βολιμίδια77. Ως κεντρική μετόπη με δικτυωτή διαγράμμιση συνδυασμένη με αντιθετικά διαταγμένες σπείρες, συναντάται σε σκύφο FS 284, καθώς και σε κύπελλο με πόδι FS 278 από τον Εγκλιανό78. Ενδεικτικά, αναφέρονται κοντινά παράλληλα σε σκύφο FS 284 των ΥΕΙΙΙΒ2– πρώιμων ΙΙΙΓ χρόνων από τον Θορικό79. Σε άλλο παράδειγμα από τον αποθέτη εμφανίζεται σπείρα FM 46 ως επαναλαμβανόμενο θέμα (εικ.22), που βρίσκει κοντινά παράλληλα από τα Νιχώρια των ΥΕ ΙΙΙΒ2 χρόνων80 και τον Άγιο Στέφανο Λακωνίας των ΥΕ ΙΙΙΒ2-ΙΙΙΓ χρόνων81.


Ο σκύφος τύπου Β FS 284 απαντά στον αποθέτη σε ποσοστό 1,1%. Τα σχετικά παραδείγματα εμφανίζουν πλατιά ταινία που περιβάλλει το στόμιο εξωτερικά και ολόβαφη εσωτερική επιφάνεια. Σε ένα από αυτά, κάτω από την ταινία του χείλους, απαντά σπείρα FM 4682 (εικ.23).
Σε έτερο εκ των παραδειγμάτων, η διακοσμητική ζώνη της κοιλιάς περιλαμβάνει τρικάμπυλα τόξα FM 62 σε συνδυασμό με σπείρες με καμπύλο μίσχο FM 51 (εικ.24). Το θέμα συνηθίζεται ήδη από τους ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνους σε ανοικτά σχήματα, όπως ενδεικτικά σε κύλικα FS 256 από τον Άγιο Στέφανο83, σε κρατήρα των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων από τους Δελφούς84, ενώ απαντά συχνά στους σκύφους, όπως ενδεικτικά σε σκύφο FS 284 από το Κοράκου85, σε σκύφο FS 284 των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων από τους Δελφούς86, καθώς και σε όμοιο σκεύος της μεταβατικής ΥΕΙΙΙΒ2-ΙΙΙΓ από τον Άγιο Στέφανο87.
Ο μόνωτος ημισφαιρικός κύαθος αποτελεί συνηθισμένο αγγείο με ευρεία διάδοση που περιλαμβάνει όλο τον μυκηναϊκό κόσμο88. Το σχήμα του δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ περίοδο απαντούν παραδείγματα με ρηχή γάστρα (FS 219, 220), η οποία σταδιακά βαθαίνει κατά τους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους (FS 220) και κατά την ΥΕΙΙΙΓ ο κύαθος αποκτά βαθύ ημισφαιρικό (FS 215) ή κωδωνόσχημο σώμα (FS 216)89. Στο Καταρραχάκι εκπροσωπείται σε ποσοστό 1,14%, και εμφανίζει βαθύ ημισφαιρικό σώμα FS 21590, ελαφρώς προέχον χείλος, μια κάθετη λαβή που στηρίζεται στο χείλος και στο κάτω μέρος της κοιλιάς, γραμμική διακόσμηση εξωτερικά που συνίσταται σε ζεύγος πλατιών ταινιών στο χείλος και στο κάτω μέρος της κοιλιάς και ολόβαφη εσωτερική επιφάνεια (εικ.25). Κοντινό παράλληλο ως προς το σχήμα και τη διακόσμηση προέρχεται από την Εύτρηση91 και ανήκει στους ΥΕ ΙΙΙΓ χρόνους, ενώ αντίστοιχα παραδείγματα από τις Μυκήνες92 τοποθετούνται στην ΥΕ ΙΙΙΓ πρώιμη.
Το πηνιόσχημο κύπελλο εμφανίζεται στο Καταρραχάκι σε ποσοστό 6,81% και χαρακτηρίζεται από σώμα κυλινδρικό, έντονα αμφικοίλου περιγράμματος και βάση επίπεδη, κυρτή στην περιφέρεια. Τρία παραδείγματα (εικ.26) ανήκουν στον τύπο FS 225, έχουν έντονα αμφίκοιλο περίγραμμα και εμφανίζουν ολόβαφη εσωτερικά και εξωτερικά επιφάνεια, με εξηρημένη την κάτω επιφάνεια της βάσης. Αν και η μονόχρωμη διακόσμηση είναι ασυνήθιστη για το σχήμα, βρίσκουν κοντινά παράλληλα σε πηνιόσχημο κύπελλο από τον τάφο Βοριά 7 στα Βολιμίδια93 των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων, σε ολόβαφα κύπελλα FS 225 από τον Άγιο Στέφανο των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων94, καθώς και από την Αχαΐα της ίδιας περιόδου95. Ένα παράδειγμα (εικ.27) έχει γραμμική διακόσμηση που συνίσταται σε τέσσερις ταινίες, σωζόμενες χαμηλά κοντά στη βάση, και ανήκει στον τύπο FS 226, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι σώζει τις τυπικές αυλακώσεις στα τοιχώματά του96. Βρίσκει κοντινά τυπολογικά παράλληλα σε παράδειγμα από τον τάφο Αγγελοπούλου 3 στα Βολιμίδια (ΜΧ 2558)97, με μεγάλες διαστάσεις και τέσσερις ισοπαχείς ταινίες στο κάτω τμήμα του σώματος, καθώς και σε δύο κύπελλα από το ανάκτορο του Εγκλιανού98 που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ2-Γ μεταβατική περίοδο99. Δύο παραδείγματα, τέλος, είναι άβαφα.
Διάδοχος του κύπελλου Βαφειού (FS 224), το πηνιόσχημο κύπελλο FS 225-226 εμφανίζεται κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ1 περίοδο και απαντά σε ποικιλία μεγεθών100. Έχει πηνιόσχημο σώμα, που αποκτά έντονα αμφίκοιλο περίγραμμα, σταδιακά κατά τους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους101, επίπεδη ή κυρτή βάση, κατακόρυφη, ελλειψοειδούς διατομής, λαβή και πλαστικό δακτύλιο που εμφανίζεται περιστασιακά κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ-Β περίοδο στο μέσον του ύψους του102 και εξαφανίζεται την ΥΕ ΙΙΙΓ103. Το σχήμα έχει μεταλλικά πρότυπα104 και είναι ευρύτατα διαδεδομένο στη νησιωτική και ηπειρωτική χώρα, ιδιαίτερα κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ-Β περίοδο105, ενώ απαντά σπανιότερα κατά τους ΥΕ ΙΙΙΓ χρόνους106. Το σχήμα δεν είναι σπάνιο στη Μεσσηνία από τους ΥΕ ΙΙΙΑ1 έως τους ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ μεταβατικούς χρόνους, με παραδείγματα ενδεικτικά από την κάτω πόλη107 και το ανάκτορο του Εγκλιανού108, τον οικισμό των Νιχωρίων109, τον θολωτό τάφο των Διοδίων110 και τον θολωτό τάφο Γουβαλάρη 1111.
Η αρύταινα FS 236 εκπροσωπείται σε ποσοστό 4,54% και εμφανίζει κοιλιά σφαιροκωνική με γωνίωση στα 2/3 του ύψους, λαβή ταινιωτή και βάση επίπεδη, κυρτή στην περιφέρεια, ελαφρώς ασταθούς ισορροπίας112. Τα παραδείγματα έχουν εγκάρσια γραμμίδια στο χείλος και γραμμική διακόσμηση στο κάτω μέρος του σώματος. Το έντονα έξω νεύον χείλος των παραδειγμάτων παραπέμπει μάλλον στους ΥΕ ΙΙΙΒ2 χρόνους113 (εικ.28).


Η αρύταινα, αγγείο προορισμένο να χρησιμοποιηθεί για την άντληση υγρών ή σαν μονάδα μέτρησης114, είναι ελλαδικό σχήμα που παραμένει σχεδόν αμετάβλητο από την ΥΕ ΙΙΒ μέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο, γι’ αυτό η χρονολόγηση των παραδειγμάτων χωρίς στρωματογραφική συνάφεια είναι δύσκολη115. Ένα παράδειγμα των ΥΕ ΙΙΒ χρόνων προέρχεται από τον θαλαμωτό τάφο Ε-8 του Εγκλιανού116 και διακοσμείται με συνεχή σπείρα, ενώ χαρακτηριστική είναι η ανεύρεση μεγάλου αριθμού παραδειγμάτων στο ανάκτορο του Εγκλιανού117, όπου συνυπάρχει συνήθως με πίθους, κρατήρες και άλλα μεγάλα δοχεία υγρών118.
Το φλασκί FS 188/189, με σώμα φακοειδές αμφίκυρτο, με βάση, λεπτό και υψηλό σωληνωτό λαιμό, δύο κάθετες λαβές και τυποποιημένη διακόσμηση ομόκεντρων κύκλων στην κοιλιά119, εκπροσωπείται στο Καταρραχάκι σε ποσοστό 3,4%. Τα παραδείγματα (εικ.29) φέρουν ενάλληλους ομόκεντρους κύκλους στην κοιλιά και κέντρο εξηρημένο χρώματος120, βρίσκοντας κοντινά παράλληλα σε δύο φλασκιά από το νεκροταφείο των Βολιμιδίων121 (ΜΧ 240/τ.Αγγ.6-31, ΜΧ 283/τ.Βορ.5-22). Το σχήμα είναι σπάνιο στη Μεσσηνία και εκπροσωπείται συνολικά με τέσσερα παραδείγματα, ένα από τον οικισμό των Νιχωρίων που κατατάσσεται στο FS 187122 και τρία από το νεκροταφείο των Βολιμιδίων, που κατατάσσονται στους τύπους FS 188123 και 189124. Όλα ανήκουν στους ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνους, πρώιμους ή ύστερους.
O ψευδόστομος αμφορέας FS 164125 εκπροσωπείται στο Καταρραχάκι σε ποσοστό 3,4%, με παράλληλα στα ΥΕ ΙΙΙΑ2 στρώματα του οικισμού των Νιχωρίων126, καθώς και στον θαλαμωτό τάφο Αγγελοπούλου 11 των Βολιμιδίων127, ενώ παραδείγματα των ΥΕ ΙΙΙΒ2 χρόνων προέρχονται από την περιοχή του Εγκλιανού128 (εικ.30).
Μεταξύ των ακόσμητων αγγείων που ανευρίσκονται στον αποθέτη κυριαρχούν οι κύλικες που κατατάσσονται στα σχήματα FS 267 και 265/266 σε ποσοστό 20,5%. Ο τύπος της υψίποδης κύλικας με σφαιροκωνική γάστρα (FS 265-266) είναι περισσότερο διαδεδομένος και απαντά από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 έως την ΥΕ ΙΙΙΓ, μονόχρωμος, γραμμικός ή άβαφος129. Στη Μεσσηνία είναι εξίσου συχνός με τη γωνιώδη κύλικα και απαντά σε ολόβαφη και άγραφη παραλλαγή130.
Ο τύπος της άβαφης μόνωτης κύλικας με τη γωνιώδη γάστρα (FS 267), που προέρχεται από τη μίμηση μεταλλικών προτύπων131, απαντά από την ΥΕ ΙΙΙΑ έως και την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο132, σχεδόν πάντοτε χωρίς διακόσμηση ή βαφή και χωρίς ουσιαστικές διαφορές που να έχουν χρονολογική σημασία, εκτός από το περισσότερο τονισμένο χείλος και την ταινιωτή λαβή των πρωιμότερων παραδειγμάτων133. Ολόβαφα και άγραφα παραδείγματα των ΥΕ ΙΙΙΑ-Β χρόνων έχουν βρεθεί σε αρκετές θέσεις της Μεσσηνίας134, ενώ μεγάλος αριθμός όμοιων κυλίκων βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφής του ανακτόρου του Εγκλιανού (ΥΕ ΙΙΙΒ2/πρώιμη ΙΙΙΓ)135 (εικ.31, 32).


Οι λεκάνες FS 295 χρονολογούνται δύσκολα εκτός ανασκαφικής συνάφειας, καθώς παραλλάσσουν ελάχιστα από την ΥΕ ΙΙΙΑ και εξής. Τα παραδείγματα από το Καταρραχάκι, που συνιστούν ποσοστό 5,7%, χαρακτηρίζονται από λεπτό γωνιώδες χείλος, οριζόντιες ταινιωτές λαβές στην ευθεία του χείλους, περίγραμμα σώματος που ποικίλλει από κωνικό σε καμπύλο και εμφανίζονται σε μικρό και μεγάλο μέγεθος (εικ.33). Το σώμα των λεκανών με μικρότερες διαστάσεις παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με αυτό των κυλίκων με γωνιώδες περίγραμμα136 και βρίσκει στενά παράλληλα σε ΥΕ ΙΙΙΒ1 παραδείγματα από τις Μυκήνες (Οικία των Σφιγγών)137, σε ΥΕ ΙΙΙΒ2 και ΥΕ ΙΙΙΓ πρώιμα παραδείγματα από το Διμήνι138, καθώς και σε ΥΕ ΙΙΙΒ2 παραδείγματα από τα Νιχώρια139. Άλλα παραδείγματα των ΥΕ ΙΙΙΑ-Β χρόνων, ενδεικτικά, είναι γνωστά από τα Βολιμίδια, τους τάφους της Κουκουνάρας, τα Ελληνικά140 και το ανάκτορο του Εγκλιανού141, την Αίγινα (Λαζάρηδες)142, την Αττική (Βάρκιζα)143 και τη Βοιωτία (Δραχμάνι-Πιπέρι)144. Το σχήμα εμφανίζεται συχνά σε παραλλαγή με γεφυρόστομη προχοή λίγο κάτω από το χείλος, σε γωνία 90ο με τις οριζόντιες λαβές (ΕΙΚ.34). Κοντινό παράλληλο σε γραπτή λεκανίδα των ΥΕ ΙΙΙΒ2 χρόνων (FS 294;) προέρχεται από τα Νιχώρια145. Οι άβαφες λεκανίδες συχνά σχετίζονται με τροφή, όπως σε δύο ΥΕ ΙΙΙΒ παραδείγματα από την αποθήκη του Θρησμευτικού Κέντρου των Μυκηνών, στα τοιχώματα των οποίων διαγνώστηκαν μέλι και ίχνη λίπους146.
Ο κάλαθος FS 290 εκπροσωπείται στον αποθέτη σε ποσοστό 1,14%. Τα παραδείγματα εμφανίζουν κυλινδρικό κάτω σώμα που ανοίγει προς τα άνω, χείλος πλατύ λοξό, λαβές οριζόντιες κυκλικής διατομής, τοποθετημένες κάτω από το στόμιο και βάση επίπεδη αποστρογγυλεμένη στην περιφέρεια (εικ.35). Παράλληλα απαντούν στα ΥΕ ΙΙΙΒ1 στρώματα των Μυκηνών147 και στα ΥΕ ΙΙΒ2 του Διμηνίου148, ενώ κάλαθος με προχοή προέρχεται από την Εύτρηση149.


Συμπεράσματα
Τα ευρήματα της κεραμικής από τον αποθέτη στο Καταρραχάκι, όσο και από τις συστάδες των τάφων που αναπτύσσονται δορυφορικά γύρω από την ακρόπολη στην ευρύτερη περιοχή της Κουκουνάρας, φωτίζουν την εξέλιξη της ιστορίας της εγκατάστασης. Η πορεία που ακολουθεί η Κουκουνάρα φαίνεται να είναι ανάλογη με σειρά θέσεων της δυτικής Μεσσηνίας, όπως η Περιστεριά, ο Εγκλιανός, η Ίκλαινα και τα Νιχώρια, που ως έδρες τοπαρχιών, εξουσίαζαν μεγάλες εύφορες περιοχές στην τριφυλιακή και πυλιακή ύπαιθρο από τους ΜΕ έως τους πρώιμους μυκηναϊκούς χρόνους150. Το λοφώδες φυσικό περιβάλλον, κατάλληλο για βοσκή και καλλιέργεια, οι εξαιρετικά γόνιμες πεδινές εκτάσεις, καθώς και οι πηγές πόσιμου νερού, αναμφίβολα αποτέλεσαν τους κύριους λόγους επιλογής της θέσης, ήδη από τους μεσοελλαδικούς χρόνους, αλλά ευνόησαν και την εξέλιξή της σε μια οργανωμένη μυκηναϊκή εγκατάσταση κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Αψιδωτά κτήρια που εμφανίζουν πολλαπλές οικοδομικές φάσεις, εντός των μεσοελλαδικών και των πρώιμων μυκηναϊκών χρόνων, έχουν αποσπασματικά ερευνηθεί στην ακρόπολη Καταρραχάκι151, ενώ γύρω της ιδρύονται ήδη από τους ΜΕ χρόνους152, κατά συστάδες, ζεύγη και μεμονωμένοι θολωτοί τάφοι153 που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ισχυρού αγροτικού κέντρου.
Οι τάφοι κατατάσσονται σε τρεις ομάδες, αυτή στα ΝΑ. της ακρόπολης που περιλαμβάνει τον θολωτό τάφο Λεονταρίτη ή Λιβαδίτη και δύο ακόμη τάφους στη θέση Φυτιές, περίπου 750 μ. προς τα ΒΑ., την ομάδα αμέσως στα Α. της ακρόπολης, που περιλαμβάνει τους τάφους στις θέσεις Γουβαλάρη και Ακόνα και την ομάδα στη θέση Παλαιοχώρια, στα δυτικά της Κουκουνάρας με τον αντίστοιχο θολωτό τάφο. Πλουσιότεροι εμφανίζονται οι θολωτοί τάφοι Γουβαλάρη 1 και 2, που βρίσκονταν σε συνεχή χρήση, ενδεχομένως και εναλλάξ, από την ΥΕ Ι έως την ΥΕ ΙΙΙΑ2 – αρχές ΙΙΙΒ περιόδου και απέδωσαν χρυσά κτερίσματα, ιδιαίτερα καλής ποιότητας πήλινα σκεύη, σφραγίδες και οδοντόφρακτα κράνη154. Μικρότεροι θολωτοί τάφοι είχαν ενσωματωθεί σε ομάδες, κατά γένη και οικογένειες, σε τυμβοειδή εξάρματα (2, «α», «β», θέση Πολλά Δένδρα), αποτελώντας ταφικούς κύκλους, με το στόμιο πάντοτε προς την περιφέρεια και γύρω από τον κεντρικό τάφο του αρχηγέτη του γένους155. Οι παλαιότεροι χρονολογούνται στη ΜΕ περίοδο, ενώ πολλοί χρησιμοποιήθηκαν έως τους ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνους.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η ΥΕ ΙΙΙΑ κεραμική των τάφων ξεχωρίζει για την ποιότητά της, εμφανίζοντας άμεσες επιδράσεις και ίσως εμπλοκή σε δίκτυο εμπορικών επαφών με την Κρήτη, την Αργολίδα και την Αττική, όπως στην περίπτωση κρατήρα FS 7156 και ραμφόστομης πρόχου FS 145 157 με παραστάσεις μεγαλόσωμων και μικρόσωμων πτηνών και ψαριών, από τον θολωτό τάφο Γουβαλάρη 1.
Χωρίς να είναι απολύτως σαφείς οι μηχανισμοί μετάπλασης και ίσως ως αποτέλεσμα πολεμικής δραστηριότητας158, ο Εγκλιανός, στην ΥΕ ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ περίοδο (1400-1300 π.Χ.), εξελίσσεται σταδιακά σε ρυθμιστικό παράγοντα και κέντρο ελέγχου μιας μεγάλης περιοχής που αρχικά περιλαμβάνει τη δυτική Μεσσηνία και εκμεταλλεύεται τα περάσματα ανάμεσα στην ακτογραμμή και την ορεινή ζώνη του Αιγάλεω159, ενώ στις αρχές της ΥΕ ΙΙΙΒ ενσωματώνει μεγάλο τμήμα της ανατολικής Μεσσηνίας, που στη συνέχεια θα αποτελέσει την «εκείθεν περιοχή»160. Επιπλέον, η ύπαρξη του απόλυτα ασφαλισμένου όρμου του Ναυαρίνου και ενδεχομένως η κατασκευή τεχνητού λιμανιού στην περιοχή Ρωμανού161, επιτρέπει τον ελλιμενισμό και την εμπορική επικοινωνία της ηγεμονικής έδρας του Εγκλιανού με όλα τα αιγαιακά παράλια, την Κρήτη, τη Συρία και τις ακτές της Αδριατικής και της Σικελίας. Τα ανεξάρτητα στην πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο κέντρα, εντάσσονται κατά τους ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙΑ1 χρόνους στη σφαίρα επιρροής του Εγκλιανού, σύμφωνα μάλιστα με ορισμένους μελετητές η διακοπή της χρήσης πολλών θολωτών τάφων κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ περίοδο αντανακλά τη σταδιακή ένταξη μικρότερων διοικητικών κέντρων στη σφαίρα επιρροής του ανακτόρου.
Μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα π.Χ. μόνο οι θολωτοί τάφοι που συνδέονται με το ανάκτορο του Εγκλιανού χρησιμοποιούνται συστηματικά στη δυτική Μεσσηνία, ενώ οι υπόλοιποι είτε εγκαταλείπονται είτε χρησιμοποιούνται από αξιωματούχους, αντανακλώντας την αύξηση της πολιτικής ισχύος του ανακτόρου, καθώς το δικαίωμα ενταφιασμού σε έναν τέτοιο τάφο αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της άρχουσας τάξης162. Την ίδια περίοδο, το ανάκτορο επεκτείνει τη δύναμή του προς την κοιλάδα του Παμίσου στα ανατολικά, το ακρωτήριο Ακρίτας στα νότια και την κοιλάδα του Σουλιμά στα βόρεια, καλύπτοντας σταδιακά μία έκταση που ανέρχεται σε περίπου 2.000 τετρ. χλμ.
Η Ίκλαινα, κομβική θέση σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά του Εγκλιανού, μετασχηματίζεται, στους ΥΕ ΙΙΙΑ2 και ΙΙΙΒ χρόνους, σε μία από τις πρωτεύουσες των διοικητικών περιφερειών του βασιλείου της Πύλου και ταυτίζεται με την a-pu2 των πινακίδων Γραμμικής Β, η οποία αναφέρεται ως σημαντικό μεταλλουργικό κέντρο. Ομοίως, τα Νιχώρια163, η ti-mi-toa-ke-e164 των πινακίδων Γραμμικής Β, αποτέλεσαν, εξαιτίας της κομβικής τους θέσης για τον έλεγχο του νοτιοδυτικού τμήματος του μεσσηνιακού κόλπου και του περάσματος προς την Πυλία, αρχικά σύνορο και στη συνέχεια εφαλτήριο κατά την προσπάθεια διοικητικής επέκτασης του ανακτόρου προς τα ανατολικά, την κοιλάδα του Παμίσου. Ο πλούσιος θολωτός τάφος που ιδρύεται κατά την πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται έως τους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους έχει εκληφθεί ως μαρτυρία, της νέας ηγετικής τάξης που εγκαθίσταται στην περιοχή και εκπορεύεται από το ανάκτορο του Εγκλιανού165.
Η Κουκουνάρα, επίκεντρο μιας ευφορώτατης περιοχής, εύκολα προσβάσιμης, εξαιτίας της εγγύτητας με τον κύριο οδικό άξονα που ένωνε την Πύλο και τη δυτική ακτή της Πελοποννήσου με την περιοχή των Φαρών και το Λεύκτρο στα ανατολικά166, ενδεχομένως μετατρέπεται, κατά τους ύστερους ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνους, σε μια από τις εννέα διοικητικές επαρχίες167, της «εντεύθεν περιοχής»168, ακολουθώντας τη μοίρα των Νιχωρίων και της Ίκλαινας. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, η διαφαινόμενη διάρκεια χρήσης των τάφων γύρω από το Καταρραχάκι έως τους ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνους να αντικατοπτρίζει αυτές τις πολιτικές ανακατατάξεις. Αντίθετα, ο θολωτός τάφος στον Γουβαλάρη 1, ο οποίος συνεχίζει να χρησιμοποιείται έως τους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους, ίσως σηματοδοτεί την αύξηση της ισχύος του ανακτόρου του Εγκλιανού, όπως έχει υποστηριχτεί για τον θολωτό τάφο των Νιχωρίων169. Αντίστοιχα, η έναρξη χρήσης του αποθέτη στην ακρόπολη Καταρραχάκι, κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο, δεν αποκλείεται να συνδέεται με την επέκταση του οικισμού, όπως συνέβη στα Νιχώρια, όπου η εγκατάσταση κάλυψε όλη την έκταση του υψώματος, κατά τους ΥΕ ΙΙΙΑ-Β χρόνους.
Τα αγγεία του αποθέτη στο Καταρραχάκι παρουσιάζουν ποικιλία τύπων, είναι καλής κατασκευής και περιλαμβάνουν, ως επί το πλείστον, σκεύη προετοιμασίας, αποθήκευσης και κατανάλωσης φαγητού και ποτού. Οι διακοσμητικές και τυπολογικές ομοιότητες που επισημαίνονται με την κεραμική των Νιχωρίων και του Εγκλιανού, κατά τους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους, υποδεικνύουν ότι το τοπικό εργαστήριο διέθετε κεραμείς που εργάζονταν γνωρίζοντας τις τάσεις που επικρατούσαν στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίες δεν αποκλείεται ακόμη και να εκπορεύονταν από τους τεχνίτες του Εγκλιανού. Είναι αξιοσημείωτο ότι, αν και απαντούν σχήματα τυπικά των ΥΕ ΙΙΙΒ1 χρόνων, όπως οι κύλικες FS 258A και FS 258Β, είναι ολιγάριθμα τα σχήματα που προσδιορίζουν την ΥΕ ΙΙΙΒ2, όπως οι σκύφοι FS 284 τύπου Β, ή απουσιάζουν, όπως οι σκύφοι με ρόδακα και εστιγμένο χείλος170. Η εικόνα δεν διαφοροποιείται από την αντίστοιχη του οικισμού των Νιχωρίων171, ενώ δεν είναι δυνατό οι τεχνοτροπίες της αργολικής ΙΙΙΒ φάσης να έχουν απαραιτήτως εφαρμογή και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού κόσμου172.
Terminus post quem για τη χρήση του αποθέτη αποτελεί η παρουσία ολόβαφων σκύφων ομάδας Α FS 284 με έξω νεύον χείλος και κωδωνόσχημο σώμα, σκύφων FS 284 με κυματοειδή ταινία εξωτερικά και ολόβαφη εσωτερική επιφάνεια και κυπέλλων FS 215 με ταινιωτή διακόσμηση εξωτερικά και ολόβαφη εσωτερική επιφάνεια, που βρίσκουν στενά τυπολογικά παράλληλα στις τελικές φάσεις των Νιχωρίων και του ανακτόρου του Εγκλιανού. Η συνύπαρξη τυπολογικών χαρακτηριστικών της ΥΕ ΙΙΙΒ2 και της πρώιμης ΥΕ ΙΙΙΓ αποτέλεσε χαρακτηριστικό της μεταβατικής περιόδου ΥΕ ΙΙΙΒ2/πρώιμης ΙΙΙΓ, της κεραμικής φάσης, που προσδιορίστηκε από τη Mountjoy ότι αποτελεί τον ορίζοντα της καταστροφής του ανακτόρου του Εγκλιανού.
Στον ίδιο κεραμικό ορίζοντα τοποθετείται από τη Mountjoy και η ΥΕ ΙΙΙΒ2 περίοδος των Νιχωρίων173. Αρκετοί μελετητές διαφωνούν, ωστόσο, με την αναγνώριση μιας ξεχωριστής μεταβατικής περιόδου μεταξύ του τέλους της ΥΕ ΙΙΙΒ2 και της πρώιμης ΥΕ ΙΙΙΓ, υποστηρίζοντας ότι ουσιαστικά πρόκειται για δύο διακριτές και διαδοχικές φάσεις, την τελική ΥΕ ΙΙΙΒ2 που αντιστοιχεί με την καταστροφή του ανακτόρου στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ2 και την πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΓ με την οποία και θα έπρεπε να αντικατασταθεί η μεταβατική φάση της Mountjoy174. Οι French και Stockhammer175 επισημαίνουν ότι οι παρατηρήσεις της Mountjoy βασίζονται κυρίως σε τυπολογικά χαρακτηριστικά, χωρίς να συνυπολογίζεται η στρωματογραφική ακολουθία, η οποία δεν επιτρέπει την αναγνώριση της μεταβατικής φάσης ούτε στις Μυκήνες ούτε στην Τίρυνθα.
Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια χρήσης και τα τυπολογικά και διακοσμητικά χαρακτηριστικά της κεραμικής του αποθέτη υποδεικνύουν ότι η πορεία που ακολουθεί το Καταρραχάκι φαίνεται να είναι κοινή με αυτή του ανακτόρου του Εγκλιανού και των Νιχωρίων. Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του ανακτόρου στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ.176, η εγκατάσταση στην Κουκουνάρα δεν φαίνεται να ανασυγκροτείται και εγκαταλείπεται από τον πληθυσμό της, όπως υποδεικνύει η απουσία κεραμικής, που χρονολογείται μετά την ΥΕ ΙΙΙΓ πρώιμη, στο υλικό του αποθέτη και στους τάφους177.

Αποθέτης κεραμικής στο Καταρραχάκι Κουκουνάρας Μεσσηνίας
Πρώτη παρουσίαση 1
Έλενα Κουντούρη
ΚΥΔΑΛΙΜΟΣ- Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Γεώργιο Στυλ. Κορρέ- ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Σημειώσεις:
1 Η παρούσα προσπάθεια αποτελεί ελάχιστη προσφορά στον καθηγητή μου Γεώργιο Σ. Κορρέ, ο οποίος με μύησε στη μυκηναϊκή αρχαιολογία. Εκτός από τις γνώσεις που μου μετέδωσε και τον τρόπο και τη μεθοδολογία της ακαδημαϊκής έρευνας που μου δίδαξε, πάντα θα με εμπνέει και θα με καθοδηγεί το ήθος και η αγάπη του για τις αρχαιότητες, ανεκτίμητη κληρονομιά του δασκάλου προς τη μαθήτριά του.
2 Μαρινᾶτος 1958, 188, πίν 146 β‧ 1959, 174, πίν. 146α· 1960β, 115. Ἔργον 1959, 117-118. McDonald και Hope Simpson 1961, 224:65. McDonald και Rapp 1972, 270:A35. Hope Simpson και Dickinson 1979, 139 (D 35). Κορρές 1986, 84.
3 Το αψιδωτό ακανόνιστο χαρακτηρίστηκε από τον ανασκαφέα ως Μέγαρο Ι. Τα κτήρια, που κατά πάσα πιθανότητα εμφανίζουν πολλαπλές οικοδομικές φάσεις, χρονολογήθηκαν από τον ανασκαφέα στους ΥΕ Ι-ΙΙΑ χρόνους, ενώ στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο Lolos 1987, 28-41, που εξέτασε τμήμα της κεραμικής. Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε και η Χασιακού 2003, Καταρραχάκι 1-15, που κατέγραψε μεγάλο μέρος της κεραμικής των πρώιμων μυκηναϊκών χρόνων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά σε κατάλοιπα από αμυγδαλίτη λίθο.
4 Για τους τάφους βλ. σχετικά Μαρινᾶτος 1960β, 115-116. McDonald και Rapp 1972, 35-36. Κορρές 1976, 337-344, 346, 347, 248, 349, 350, 353, 361, 363-364, 369. Pelon 1976, 201-205. Hope Simpson και Dickinson 1979, 139-140 (D 35, D 36). Hope Simpson 1981, 119 (F 29, F 30). Κορρές 1973-74, 316-317‧ 1974, 140-144, 156-162‧1975α, 431-482‧ 1975β, 86-91. AR 1974-75, 17. AR 1975-76, 15.
5 Κουντούρη 2002, 361-364 για συζήτηση της ΥΕ ΙΙΙΑ-Β κεραμικής από τους τάφους. Μαρινᾶτος 2014, 138-172.
6 Οι δράσεις του ερευνητικού προγράμματος Πυθαγόρας Ι χρηματοδοτήθηκαν από το Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Η Παιδεία στην Κορυφή. Εκπαίδευση και Αρχική Κατάρτιση» του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η συντηρήτρια Σοφία Μιχαήλογλου συνέδραμε επιτόπου στη συγκόλληση και συντήρηση της κεραμικής, ενώ τα σχέδια έγιναν από τον Κώστα Μπαϊρακτάρη. Τους ευχαριστώ θερμά για τη βοήθειά τους.
7 Μαρινᾶτος 1959, 174.
8 McDonald και Wilkie 1992, 472 για τον πηλό που χρησιμοποιήθηκε στα Νιχώρια κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Επίσης Κουντούρη 2002, 31 για μακροσκοπική ανάλυση των πηλών που έχουν χρησιμοποιηθεί στην ΥΕ ΙΙΙΑ μεσσηνιακή κεραμική, καθώς και Galaty 1999, 33-82 για χημική και πετρογραφική ανάλυση πηλών της Πυλίας.
9 Furumark 1972, 628-629. Για το σχήμα και τη διακόσμηση βλ. και Mountjoy 1986, 114 εικ. 141, 115.
10 McDonald και Wilkie 1992, 501.
11 Χωρέμης 1973, 57:615, πίν. 27ζ.
12 Cosmopoulos 2018, εικ. 34:P2431.
13 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-43:Ρ3683 (κρατήρας), πίν. 9-60:Ρ3669 (κύλικα).
14 Ενδεικτικά βλ. Ευστρατίου και Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 2010-11, 69:8, εικ. 32, σχ. 14 (από τους Λαζάρηδες της Αίγινας). French 1966, 221, εικ. 3:13. Wardle 1969, 270, εικ. 5, 20, 24, 25, 35, 41 (Μυκήνες). Mountjoy 1999, ΙΙ, 1096, εικ. 447:56 (Κως). Οι κατακόρυφες τοποθετημένες ανά ζεύγη πορφύρες απαντούν σε διάφορους τύπους αγγείων, όπως κρατήρες, πρβλ. ενδεικτικά Mountjoy 1983, 54, εικ. 20:73 (από Δραχμάνι-Πιπέρι), 87, εικ. 35:79 (από την Εύτρηση), ενώ συναντώνται και στην ΥΕ ΙΙΙΒ2 περίοδο, βλ. σχετικά Mountjoy 1999, Ι, 149, εικ. 38:288 (σε κύπελλο FS 226 από τις Μυκήνες).
15 Για παράλληλα βλ. ενδεικτικά Mountjoy 1999, Ι, εικ. 35:266 (σε κύλικα FS 257B από την Πρόσυμνα των ΥΕ ΙΙΙΒ1 χρόνων). Ευστρατίου και Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 2010-11, 69:8, σχ. 14 (σε κύλικα FS 257 από τους Λαζάρηδες της Αίγινας).
16 McDonald και Wilkie 1992, πίν. 9-65:Ρ3749, πίν. 9-68:Ρ3776.
17 Χωρέμης 1973, 29:685, πίν. 6δ (παράδειγμα τ. Νικητοπούλου 2). McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-51:Ρ3747.
18 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-51:Ρ3744, 3747, 3748.
19 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-51:Ρ3750.
20 Πρβλ. σχετικά Mountjoy 1986, 114, εικ. 141:11.
21 Πρβλ. ενδεικτικά Mountjoy 1986, 114, εικ. 141:10 (ανάλογο παράδειγμα από τη Φυλακωπή των ΥΕ ΙΙΙΒ1 χρόνων). Επιπλέον, Mountjoy 1999, Ι, 223, εικ. 71:136 (ανάλογο παράδειγμα από τις Ζυγουριές των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων).
22 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-51:P3744, Ρ3745, πίν. 9.64:Ρ3746. Πρβλ. και στέλεχος κύλικας τύπου Ζυγουριών από τις επιφανειακές έρευνες του Αρχαιολογικού Προγράμματος Πύλου στην περιοχή του ανακτόρου του Εγκλιανού, Davis κ.ά. 1997, 448.
23 Furumark 1972, 638. Για το σχήμα και τη διακόσμηση βλ. Mountjoy 1986, 92 εικ. 112 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), 119, εικ. 146 (ΥΕ ΙΙΙΒ).
24 Τα τοιχώματα γίνονται κατακόρυφα κατά τους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους, Mountjoy 1999, Ι, 143.
25 Πρβλ. Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1988α, 309. Βλ. επίσης Benzi 1992, 158.
26 Κουντούρη 2002, 458:18, πίν. 99.
27 Πρβλ. τμήμα στελέχους και βάση υψίποδος σκύφου από τις επιφανειακές έρευνες του Αρχαιολογικού Προγράμματος Πύλου, Davis κ.ά. 1997, 446, εικ. 16:13.
28 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-63:3820, 3821.
29 Mountjoy 1986, 91-92 (ΥΕ ΙΙΙΑ2), 119 (ΥΕ ΙΙΙΒ1), 133 (ΥΕ ΙΙΙΒ2), 154 (πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΓ).
30 Ενδεικτικά πρβλ. French 1965, 167, εικ. 4:8 (Μυκήνες-Καλκάνι). Säflund 1965, εικ. 19:5 (Μπερμπάτι).
Mountjoy 1976, 91, εικ. 8:68. Για περισσότερα παραδείγματα πρβλ. και Benzi 1992, 158 σημ. 172-173.
31 Rutter 1974, 33, εικ. 3:11, 13, 55, εικ. 13:21-22, 449, εικ. 186:5.
32 Mountjoy 1999, I, 275, εικ. 92:142-145. Βλ. και Coldstream και Huxley 1972, πίν. 42.
33 Ενδεικτικά πρβλ. Anderson-Immerwahr 1971, πίν. 57:415. Αναστασίου-Αλεξοπούλου 1989, 494 (Σαλαμίνα). Hiller 1975, πίν. 35:345-346 (Αίγινα). Στην Αττική το σχήμα θυμίζει έντονα τις ολόβαφες κύλικες με χαμηλό στέλεχος FS 263/4, βλ. Benzi 1975, 58. Ο Stubbings (1947) κατατάσσει τον τύπο αυτό στις κύλικες (εικ. 10 τύπος J).
34 Mountjoy 1999, ΙΙ, 670, εικ. 255:111-122. Το σχήμα είναι εξαιρετικά δημοφιλές στη Βοιωτία κατά τους ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνους και ίσως χρησιμοποιείται στη θέση της κύλικας. Για παράδειγμα των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων πρβλ. Δημακοπούλου 1974, 172, εικ. 13.
35 Benzi 1992, 157-158.
36 Morricone 1965-66, 37, εικ. 10, 262, εικ. 291.
37 Από τα πρωιμότερα παραδείγματα του σχήματος, των ΥΕ ΙΙΙΑ1 χρόνων, έχουν βρεθεί σε μεσσηνιακούς τάφους: Αγγελοπούλου τάφος 4 στα Βολιμίδια, βλ. σχετικά Κουντούρη 2002, 215. Θολωτός τάφος Βέβε στην Καρποφόρα, βλ. σχετικά Χωρέμης 1973, 53, εικ. 17, 18, πίν. 23α, β. Γουβαλάρη τάφος 2 στην Κουκουνάρα, Μαρινᾶτος 1960α, 196, πίν. 152α. Θολωτός τάφος Βλαχόπουλου, Μαρινᾶτος 1964, 86.
38 Από τα Νιχώρια προέρχεται χείλος κρατήρα FS 9 που εμφανίζει μεικτό άνθος και τμήμα πορφύρας, McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-53:Ρ3579, ενώ από το ανάκτορο του Εγκλιανού προέρχεται σειρά κρατήρων με βραχύ εξώστροφο χείλος και ωοειδές σώμα, με κάτω μέρος που δίνει την εντύπωση ποδιού. Είναι διακοσμημένοι με: πορφύρες που πλαισιώνουν μεικτό άνθος (Blegen και Rawson 1966, εικ. 387:810, 1151), του κερατόσχημου τύπου ή ομάδες από πορφύρες (Blegen και Rawson 1966, εικ. 387:826, 1090) ή ζεύγος οριζόντιων κυματοειδών γραμμών (Blegen και Rawson 1966, εικ. 387:596). Σε όλα τα παραδείγματα εκατέρωθεν των λαβών έχουν σχεδιαστεί καμπύλες ταινίες, ενώ τα περιθώρια είναι βαμμένα με ταινίες που έχουν διχαλωτή απόληξη κάτω από τις ταινίες της κοιλιάς, ασυνήθιστη διακόσμηση, ανάλογη της οποίας απαντά σε κρατήρες των ΥΕ ΙΙΙΑ2 χρόνων από το Μενελάιο και την Επίδαυρο Λιμηρά. Βλ. σχετικά Mountjoy 1999, Ι, 270, εικ. 89:100, 101). Για το σχήμα του κρατήρα και την εξέλιξή του στη Μεσσηνία βλ. αναλυτική συζήτηση στο Κουντούρη 2002, 215-223.
39 Furumark 1972, εικ. 4. Mountjoy 1986, 60, εικ. 70-71, 61. Ο Furumark (1972) τοποθετεί το FS 6 με κωνικό το κάτω τμήμα του σώματος στην ΥΕ ΙΙΙΑ1 και τον κωνικό-απιόσχημο FS 7 στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 πρώιμη. Ο εντοπισμός όμως του FS 7 στον ΥΕ ΙΙΙΑ1 αποθέτη του θολωτού τάφου του Ατρέως στις Μυκήνες έδειξε ότι η παραλλαγή απαντά και νωρίτερα, βλ. σχετικά French 1964, 248, εικ. 2:9, 10. Έτσι κατά τη Mountjoy (1986, 61) ο τυπικός κρατήρας της ΥΕ ΙΙΙΑ1 και ΥΕ ΙΙΙΑ2 πρώιμης είναι ο FS 7. Για παράλληλα του σχήματος από τη Μεσσηνία πρβλ. Mountjoy 1999, Ι, εικ. 110:43, εικ. 111:45.
40 Χωρέμης 1973, πίν. 23α.
41 Κουντούρη 2002, 15.
42 Χωρέμης 1973, πίν. 23α.
43 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-26a.
44 Ενδεικτικά βλ. Ευστρατίου και Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 2010-11, 39 σημ. 227 για την ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού.
45 Blegen κ.ά. 1973, εικ. 155:10.
46 Κουντούρη 2002, 210.
47 Furumark 1972, εικ. 62.
48 Mountjoy 1999, ΙΙ, 667: 91, εικ. 253:91.
49 Mountjoy 1999, ΙΙ, εικ. 766:111.
50 Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1988β, 82, ΒΚ 1025, πίν. 55ε κάτω αριστερά.
51 Anderson-Immerwahr 1971, πίν. 62:452.
52 French 1967, 180:110, εικ. 20:110.
53 Blegen κ.ά. 1973, εικ. 152 αριστερά, 155:10.
54 McDonald και Wilkie 1992, 539:P3683, εικ. 9-43.
55 Έχουν καταχωρηθεί στο ευρετήριο του Μουσείου Πύλου ως ΜΠ 61, 62, 64 και είχαν εκτεθεί στην παλαιάέκθεση του Μουσείου Πύλου (προθήκη Α4). Για την περιγραφή σχήματος και διακόσμησής τους βλ. Κουντούρη 2002, 218-221.
56 French 1964, 248.
57 Hiller 1975, 100-101:361-365, πίν. 36, 37.
58 Ο τύπος διαμορφώνεται στις αρχές των ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνων, αλλά δεν είναι κοινός, βλ. σχετικά Mountjoy 1986, 115, 116, εικ. 142. Ένα πρώιμο παράδειγμα του τύπου απαντά στο Μπερμπάτι, βλ. σχετικά Mountjoy 1999, Ι, 128, εικ. 29:209.
59 Κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο το σώμα του σκυφοειδούς κρατήρα μπορεί να είναι είτε κωδωνόσχημο με δακτυλιόσχημη βάση, γωνίωση κατά τη μέγιστη διάμετρο της κοιλιάς και περίκυρτο χείλος είτε να έχει κατακόρυφα τοιχώματα και χείλος ορθογώνιας διατομής. Η διακόσμηση περιλαμβάνει γραμμικά θέματα, όμοια με αυτά των σκύφων και ποικιλία εικονιστικών παραστάσεων, βλ. σχετικά Mountjoy 1986, 172-175, εικ. 223-226.
60 Blegen κ.ά. 1973, εικ. 290:3, 4.
61 Κουρουνιώτης 1914, 105, εικ. 7, 8.
62 Mountjoy 1999, Ι, εικ. 124:139.
63 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-62:P.3815, 3816. Mountjoy 1999, Ι, εικ. 120:117.
64 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-63:Ρ3821.
65 Mountjoy 1999, Ι, 280, εικ. 94:159-162. Βλ. και Mountjoy 1997, 111 και εικ. 7-12 για τις κατηγορίες σκύφων FS 284 που είναι τυπικοί της μεταβατικής ΥΕ ΙΙΙΒ2/Γ1 περιόδου.
66 Αδρύμη-Σισμάνη 2014, 470-471.
67 Παλαιά έκθεση του Μουσείου Πύλου (προθήκη Α4).
68 Παλαιά έκθεση του Μουσείου Πύλου (προθήκη Α4).
69 Χωρέμης 1973, πίν. 6δ.
70 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-51:Ρ3747.
71 Mountjoy 1999, ΙΙ, εικ. 423:145.
72 Blegen και Rawson 1966, 385:808.
73 Blegen κ.ά. 1973, εικ. 103:6.
74 Mountjoy 1999, Ι, 352, εικ. 120:110, 112.
75 Πρβλ. ΥΜ ΙΙΙΑ1 παράδειγμα από το Παλαίκαστρο, Bosanquet και Dawkins 1923, 79, εικ. 63. Βλ. και Mountjoy 1995, 26, εικ. 6:2, 3, 7:1, 3, εικ. 8:1. Το θέμα επαναλαμβάνεται σε ΥΕ ΙΙΙΒ2/Γ κύπελλο με πόδι FS 278 από το θολωτό τάφο ΙΙΙ του Εγκλιανού, Blegen κ.ά. 1973, εικ. 174:1, καθώς και σε ΥΕ ΙΙΙΒ2/Γ τρίωτο πιθαμφορέα από την Επίδαυρο Λιμηρά, Δημακοπούλου 1968, πίν. 79δ:68.
76 Κουντούρη 2002, 493 (ΜΧ 756/τ.Βορ.7-3).
77 Κουντούρη 2002, 419 (ΜΧ 241/τ.Αγγ.6-9).
78 Blegen κ.ά. 1973, εικ. 174:1. Blegen και Rawson 1966, 385:576.
79 Mountjoy 1999, Ι, 560:291, εικ. 205:291.
80 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-61:3811, 3814.
81 Mountjoy 1999, Ι, εικ. 95:169,170.
82 Mountjoy 1986, εικ. 161:12.
83 Mountjoy 1999, Ι, εικ. 90:120.
84 Mountjoy 1999, ΙΙ, εικ. 299:116.
85 Mountjoy 1999, ΙΙ, 224:140, εικ.71:140.
86 Mountjoy 1999, ΙΙ, εικ. 300:132.
87 Mountjoy 1999, Ι, εικ. 95:175.
88 Ἰακωβίδης 1969-70, Β', 216.
89 Mountjoy 1986, 63, εικ. 72 (για την ΥΕ ΙΙΙΑ1), 84, εικ. 100 (για την ΥΕ ΙΙΙΑ2), 110, εικ. 136 (για την ΥΕ ΙΙΙΒ1), 146, εικ. 183 (για την YE IIIΓ πρώιμη), 171, εικ. 219 (για την ΥΕ ΙΙΙΓ μέση), 190, εικ. 249 (για την ύστερη ΥΕ ΙΙΙΓ).
90 Mountjoy 1986, 146, εικ. 183.
91 Mountjoy 1983, εικ. 38:131.
92 Mountjoy 1999, Ι, 157, εικ. 41:312, 313.
93 Κουντούρη 2002, 496 (ΜΧ 769).
94 Mountjoy 1999, Ι, 271, εικ. 90:105.
95 Papadopoulos 1979, 244, εικ. 286c.
96 Mountjoy 1986, 112, εικ. 137:8, 9.
97 Κουντούρη 2002, 412.
98 Blegen και Rawson 1966, εικ. 365:234, 336.
99 Ἔργον 1960, 149-152, εικ. 163. Στην ίδια περίοδο πρέπει να χρονολογηθεί και αποσπασματικά σωζόμενο παράδειγμα από το μέγαρο (;) της Μουριατάδας με μετοπικό θέμα, που αποτελείται από κατακόρυφη στήλη αμειβόντων, πλαισιωμένη από ζεύγος κατακόρυφων γραμμών, από τις οποίες εκφύονται σπείρες, συνδυασμό των FS 51:2 και FM 75:20.
100 Mountjoy 1986, 63, εικ. 73.
101 Mountjoy 1999, Ι, 141.
102 Πρβλ. παράδειγμα των ΥΕ ΙΙΙΒ2 χρόνων από τη Μιδέα χωρίς πλαστικό δακτύλιο στο μέσον του ύψους του: Åström κ.ά. 1992, 15, εικ. 10.
103 Benzi 1992, 126. Στην Περατή βρέθηκαν μόνο 8 παραδείγματα, Ἰακωβίδης 1969-70, Β', 226-227.
104 Broneer 1939, 374-375. Anderson-Immerwahr 1971, 130. Αντίθετα ο Furumark (1972, 55 και σημ. 5) πιστεύει ότι τα πρότυπα του κυπέλλου FS 225-226 πρέπει να αναζητηθούν σε σύγχρονά του μεταλλικά σκεύη και όχι στο κύπελλο τύπου Βαφειού, από το οποίο διαφέρει στο σχήμα.
105 Ἰακωβίδης 1969-70, Β', 227.
106 Mountjoy 1986,147.Βλ. και παράδειγμα από την Ακρόπολη των Αθηνών,Broneer1939,372, εικ. 55.
107 Blegen κ.ά. 1973, εικ. 155:17. Βλ. επίσης Daux 1960, 709, εικ. 2.
108 Blegen και Rawson 1966, εικ. 365:234, 336.
109 McDonald και Wilkie 1992, 505.
110 Χατζή-Σπηλιοπούλου 1995, 183, σχ. 3ε.
111 Κεραμική από τους τάφους της Κουκουνάρας εκτίθετο στην προθήκη Α4 της παλαιάς έκθεσης του Μουσείου Πύλου.
112 Αρύταινες με επίπεδες βάσεις, μεγάλες ή μικρές, που παρέχουν σχετική ευστάθεια, προέρχονται από οικισμούς, αν και δεν είναι η συνήθης πρακτική, βλ. ενδεικτικά Blegen 1921, εικ. 144, 154. Μυλωνᾶς 1932, εικ.
114, 395. Symeonoglou 1973, πίν. 28, εικ. 48.
113 Mountjoy 1986, 128, εικ. 158:1, 2.
114 Tournavitou 1992, 197.
115 Broneer 1939, 383. Ευστρατίου και Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 2010-11, 40 και σημ. 247.
116 Blegen κ.ά. 1973, εικ. 249:29.
117 Blegen και Rawson 1966, 363-366, πίν. 357-358.
118 Ἰακωβίδης 1969-70, Β', 258. Επίσης πρβλ. Αναστασίου-Αλεξοπούλου 1989, 533 σημ. 4, όπου αναφέρεται η ανεύρεση δύο αρύταινων σε τάφο που περιείχε τρεις κρατήρες. Να σημειωθεί ότι γραπτό παράδειγμα του σχήματος από τη Μεσσηνία βρέθηκε στον τάφο Γουβαλάρη 2, που περιείχε δύο κρατήρες.
119 Mountjoy 1986, 81, εικ. 95. Να σημειωθεί εδώ ότι οι περισσότεροι μελετητές συνεξετάζουν το σχήμα του μικρού δίωτου φλασκιού με τη μεγάλη μόνωτη φλάσκη FS 186, σκεύος με χαρακτήρα χρηστικό, συνηθισμένο στα νησιωτικά και παράκτια κέντρα του Αιγαίου, ιδιαίτερα κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο, αλλά σχεδόν άγνωστο στην ηπειρωτική χώρα, βλ. σχετικά Ἰακωβίδης 1969-70, Β', 248-249. Βλαχόπουλος 1995, 338-341.
120 Πρβλ. παράδειγμα με ανάλογη διακόσμηση από την Αλυκή, Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1988α, 297.
121 Κουντούρη 2002, 426 (ΜΧ 240/τ.Αγγ.6-31), 418 (ΜΧ 241/τ.Αγγ.6-9), 479 (ΜΧ 283/τ.Βορ.5-22).
122 McDonald και Wilkie 1992, εικ. 9-29:Ρ3597.
123 Furumark 1972, 616. Για το σχήμα βλ. και Mountjoy 1986, 81, εικ. 95.
124 Furumark 1972, 616. Για το σχήμα βλ. και Mountjoy 1986, 81, εικ. 95.
125 Furumark 1972, 610. Πρόκειται για αγγεία μεγάλων διαστάσεων, χονδροειδούς κατασκευής και άτεχνης διακόσμησης, χωρίς ιδιαίτερη αισθητική αξία, αλλά πολύτιμα εξαιτίας του περιεχομένου τους. Για τους ψευδόστομους αμφορείς που βρέθηκαν στην Οικία του Λαδέμπορου στις Μυκήνες και χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΑ2 περίοδο βλ. Haskell 1981. Για τους ενεπίγραφους εμπορικούς ψευδόστομους αμφορείς βλ. την αναλυτική μελέτη του Van Alfen 1996-97, όπου και βιβλιογραφία για το θέμα.
126 Furumark 1972, 610. Για το σχήμα πρβλ. και Blegen και Rawson 1966, εικ. 389-390 (πρόκειται για το σχήμα 65a, βλ. και Blegen και Rawson 1966, 403). McDonald και Wilkie 1992, 542:P3740, εικ. 9-50 (των ΥΕ ΙΙΙΑ2 μέσων-ύστερων χρόνων). Το τελευταίο φαίνεται να έχει κατασκευαστεί από όμοιο πηλό με αυτόν του Α11/20, Κουντούρη 2002, 458:15. Επίσης πρβλ. Davis κ.ά. 1997, 450, για παρόμοιο παράδειγμα των ΥΕ ΙΙΙΑ2-Β χρόνων από την περιοχή του ανακτόρου του Εγκλιανού.
127 Κουντούρη 2002, 458:15.
128 Για το σχήμα πρβλ. και Blegen και Rawson 1966, εικ. 389-390 (πρόκειται για το σχήμα 65a, βλ. και Blegen και Rawson 1966, 403). McDonald και Wilkie 1992, 542:P3740, εικ. 9-50 (των ΥΕ ΙΙΙΑ2 μέσων-ύστερων χρόνων). Το τελευταίο φαίνεται να έχει κατασκευαστεί από όμοιο πηλό με αυτόν του Α11/20. Επίσης πρβλ. Davis κ.ά. 1997, 450, για παρόμοιο παράδειγμα των ΥΕ ΙΙΙΑ2-Β χρόνων από την περιοχή του ανακτόρου του Εγκλιανού.
129 Mountjoy 1986, 90, εικ. 108.
130 Βλ. Κουντούρη 2002, 245-255 για την εξέλιξη του σχήματος στη Μεσσηνία κατά τους ΥΕ ΙΙΙΑ-Β χρόνους.
131 Stubbings 1947, 62-63.
132 Anderson-Immewahr 1971, 197.
133 Furumark 1972, 63.
134 Κουντούρη 2002, 245-255 για παραδείγματα από τη Μεσσηνία.
135 Blegen και Rawson 1966, 366:27, εικ. 359, 360. Για την ερμηνεία του σχήματος της κύλικας ως το κύριο αγγείο πόσης σε τελετουργικά γεύματα και προπόσεις που θα λάμβαναν χώρα στο ανάκτορο, βλ. Säflund 1980 και Wright 1995α, 302-303. Την ίδια άποψη υποστηρίζει και ο M. Galaty (1999, 30). Για την αναθεώρηση της χρονολόγησης καταστροφής του ανακτόρου στην πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΓ, βλ. την άποψη του M. Popham (1991). Για τη χρονολόγηση της καταστροφής στην ΥΕ ΙΙΙΒ2/πρώιμη ΙΙΙΓ βλ. Mountjoy 1997.
136 McDonald and Wilkie 1992, 502.
137 French 1967, 177, εικ. 18.
138 Αδρύμη-Σισμάνη 2014, 446:24301, 494:35648 (ΥΕ ΙΙΙΒ2) και 552:35640, 553: 25969, 24309 (ΥΕ ΙΙΙΓ).
139 McDonald and Wilkie 1992, εικ. 9-68:3858-3860.
140 Κουντούρη 2002, 263.
141 Blegen και Rawson 1966, εικ. 349-350.
142 Ευστρατίου και Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 2010-11, 70:12, 71:12, 71:σχέδ. 16.
143 Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1998β, πίν. 38:15, πίν. 47:37.
144 Mountjoy 1983, εικ. 21:101-103.
145 McDonald and Wilkie 1992, 514, εικ. 9-64:Ρ3832.
146 Βλαχόπουλος 2012α, 139.
147 Wardle 1969, εικ. 12:126.
148 Αδρύμη-Σισμάνη 2014, 494.
149 Mountjoy 1983, εικ. 39:165.
150 Wright 1995β. Βλ. και Kountouri 2018, 113.
151 Ομοίως, η πρώτη φάση κατοίκησης στην Ίκλαινα περιλαμβάνει αψιδωτά κτήρια της τελικής Μεσοελλαδικής και της Υστεροελλαδικής Ι, βλ. σχετικά Κοσμόπουλος 2012, 472.
152 Χασιακού 2003, 110.
153 Korres 1984, 145, με αναφορά στους πρωιμότερους θολωτούς τάφους στη Μεσσηνία, στους οποίους περιλαμβάνεται ο θολωτός τάφος 2 Γουβαλάρη.
154 Για σύντομη περιγραφή και χρονολόγηση της κεραμικής από τους τάφους της Κουκουνάρας βλ. Κουντούρη 2002, 361-364. Για συζήτηση των σφραγίδων που προήλθαν από τους τάφους βλ. Κορρές 1991, 116-128.
155 Κορρές 2012, 432. Επίσης για σύντομη περιγραφή του τυμβοειδούς εξάρματος α που περιλαμβάνει 10 μικρούς θολωτούς τάφους σε δύο ομάδες βλ. Κορρές 1980, 580-581.
156 Βλ. σχετικά Μαρινᾶτος 1960α, πίν. 153α. Eπίσης Vermeule και Karageorghis 1982, 83:16.
157 Μαρινᾶτος 1960α, πίν. 152β:2· 1963, πίν. 93β-γ. Επίσης Vermeule και Karageorghis 1982, 83:17, 210:VIII.17.
158 Davis και Bennet 1999, 106.
159 Bennet 1995, 587.
160 Davis και Bennet 1999, 106.
161 Zangger κ.ά. 1997, 619-620. Davis κ.ά. 1999, 181.
162 Davis κ.ά. 1997, 421.
163 Γενικά για τις ανασκαφές στα Νιχώρια βλ. McDonald και Hope Simpson 1961, 248. McDonald 1970, 1972α, 1972β. McDonald και Rapp 1972, 280, A:100. McDonald και Howell 1973, 1973-74. Wilkie και Karagiorga- Stathakopoulou 1973. McDonald κ.ά. 1975. Hope Simpson και Dickinson 1979, 152-153. καθώς και τους τόμους Nichoria I, ΙΙ, ΙΙΙ (Rapp και Aschenbrenner 1978. McDonald κ.ά. 1983. McDonald και Wilkie 1992).
164 Shelmerdine 1981. Bennet 1998, 22.
165 Bennet 1995, 599.
166 Bennet 1998, 20.
167 Cosmopoulos 2006, 223. Βλ. και πίν. 5 για τις προτεινόμενες ταυτίσεις θέσεων και τοπωνυμίων που απαντούν στις πινακίδες Γραμμικής Β, καθώς και σελ. 212 για το ιεραρχικό μοντέλο της εντεύθεν περιοχής που αποτυπώνεται στις πινακίδες. Για την πιθανή ταύτιση της Κουκουνάρας με το τοπωνύμιο rou-so των πινακίδων βλ. Chadwick 1973.
168 Bennet 1995, 592. Για λόγους ορθότερης οικονομικής και φορολογικής διαχείρισης, η επικράτεια του ανακτόρου διαιρέθηκε διοικητικά, σύμφωνα με τις πινακίδες του αρχείου, σε δύο περιοχές, την «εντεύθεν», de-we-ro-a3-ko-ra-i-ja και την «εκείθεν» pe-ra-α3-ko-ra-i-ja, με όριο την οροσειρά του Αιγάλεω από το όρος Ψυχρό έως το ακρωτήριο Ακρίτας. Με πυρήνα την pu-ro, τοπωνύμιο που ταυτίζεται με την ομηρική Πύλο, οι οικισμοί της μυκηναϊκής Μεσσηνίας κατατάσσονται ιεραρχικά, ενδεχομένως με βάση την κλίμακα παραγωγικότητας
και την απόδοση των δραστηριοτήτων τους.
169 De Fidio 2001, 19. Bennet 1999, 35.
170 Τα σκεύη αυτά πιθανότατα συνδέονται με την τέλεση δραστηριοτήτων, βλ. σχετικά Vitale 2012, 1151.
171 McDonald και Wilkie 1992, 512.
172 French και Stockhammer 2009, 176.
173 Mountjoy 1997, 124.
174 Vitale 2006.
175 French και Stockhammer 2009, 213.
176 Η χρονολόγηση της καταστροφής του ανακτόρου στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΒ2 αμφισβητήθηκε από μελετητές, αλλά επιβεβαιώθηκε από την P. Mountjoy που την τοποθέτησε στη λεγόμενη μεταβατική ΥΕ ΙΙΙΒ2/πρώιμη ΙΙΙΓ κεραμική φάση, βλ. σχετικά Βλαχόπουλος 2012α, 321 σημ. 115 για σχετική βιβλιογραφία.
177 Hope Simpson και Dickinson 1979, 127, για την υπόθεση ότι κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο μέρος του πληθυσμού της Πύλου μετανάστευσε προς τις παράκτιες περιοχές νότια της Πύλου. Βλ. επίσης το άρθρο του Α. Βλαχόπουλου στον παρόντα τόμο, για την πλησιόχωρη του ανακτόρου του Εγκλιανού, περιοχή των Βολιμιδίων και την πιθανότητα οι ισχνές ενδείξεις για μετανακτορικούς οικισμούς να οφείλονται σε ανασκαφική συγκυρία.

SUMMARY: A POTTERY DEPOSIT AT KATARRAHAKI KOUKOUNARA. A FIRST PRESENTATION
In the course of the program “Messenia in the Bronze Age. Publication of material from university excavations under the light of new technologies”, sponsored by the research program Pythagoras I – Enhancing Research Groups in the Universities, the undersigned studied the pottery of a deposit excavated by Sp. Marinatos in 1959 at the south end of the Katarrahaki acropolis, in the area of Koukounara. The vases of the deposit at Katarrahaki represent a variety of types and include, most often, utensils for preparation, storage and consumption of food and drink. The duration of the use of this deposit falls in the period from LH IIIA2 until LH IIIB2, with most of the material belonging to the LH IIIB period.
The decorative and typological affinities with the LH IIIB pottery of Nichoria and the palace at Englianos, which present the best parallels, suggest that the potters of the local workshop were familiar with the pottery style trends of the period, probably forged by the potters of the palace. Based on the presence of certain types like the kylikes FS 258 Α and FS 258Β and the Group A Bowls, and the absence of Group B Deep Bowls and Rossette Bowls, as well as the absence of undoubted LH IIIC features, it seems best to date the main use of the deposit to the LH IIIB period. At the same time, the presence of coated Group A Bowls with bell shape and flaring rim, of Group A Bowls with monochrome interior and a broad wavy band under the rim band on the exterior, and of the cup FS 215 with deep semi-globular shape and flaring lipless rim, linear exterior and monochrome interior, suggest a date very late in the LH IIIB period or even to the transitional LH IIIB2/IIIC1 early phase. The latter, although ceramic, was assigned by Mountjoy as the phase that the destruction of the palace of Englianos occurred.
The results of the study of the pottery of the deposit at Katarrahaki, as well as of the LH IIIA and IIIB pottery originating from the clusters of tombs situated around the acropolis in the wider area of Koukounara, which have been studied by the present writer for her PhD thesis, amplify the significance of the settlement. The trajectory of Koukounara seems to have been similar to those of a series of sites of western Messenia, such as Peristeria, Englianos, Iklaina, and Nichoria, which as seats of regional authority ruled over large fertile areas in the countryside of Triphylia and Pylia, from the MH period until early Mycenaean times. The hilly natural environment, suitable for pasture and farming, the fertile fields, as well as the water sources, undoubtedly constituted the main reasons for selection of the site as early as the Middle Helladic period, but also favored its development into an organized Mycenaean settlement during the Late Bronze Age.
Koukounara, center of a fertile area, easily reachable, due to its proximity with the main travelling route connecting Pylos and the western Peloponnese coast with the area of Phares and Leuktro in the East, probably incorporated or developed, during late LH IIA2 years, into one of the nine districts of the Hither Province area, following the destiny of Nichoria and Iklaina. One cannot exclude the possibility that the emerging duration of use of the tombs around Katarrahaki until LH IIA2 reflects these political developments. On the contrary, the tholos tomb at Gouvalari 1, the use of which is continued during LH IIIB times, possibly marks the increase of power of Englianos, as it has been proposed for the tholos tomb of Nichoria. The start of use of the deposit at Katarrahaki during LH IIA2 may be related to the expansion of the settlement, as appears to have been the case with Nichoria, where the expansion of the settlement covered the whole hill during LHIIIA2-B. Nevertheless, the duration of use and the typological and decorative elements of the pottery of the deposit indicate that the historical course of Katarrahaki was similar to those of the palace at Englianos and Nichoria. After the complete destruction of the palace in the beginning of 12th century BC, there does not seem to be any reconstruction of the edifices at Katarrahaki and the site is abandoned, as indicated by the absence of pottery after early LH IIIC, in the deposit and the tombs.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αδρύμη-Σισμάνη, Β. 2014. Ιωλκός. Η εϋκτίμενη πόλη του Ομήρου. Ένα αστικό κέντρο στο μυχό του
Παγασητικού Κόλπου. Το διοικητικό κέντρο, οι οικίες και το νεκροταφείο. Βόλος: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού – Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Θεσσαλικών Σπουδών.
Αναστασίου-Αλεξοπούλου, Κ. 1989. «Η συστάδα τάφων του Γυμνασίου και η Μυκηναϊκή Σαλαμίνα.»
Αδημοσίευτη Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Anderson-Immerwahr, S. 1971. The Athenian Agora. Vol. XIII, The Neolithic and Bronze Ages. Princeton: The American School of Classical Studies at Athens.
Åström, P., K. Demakopoulou, N. Divari-Valakou, και P. Fischer. 1992. «Excavations in Midea 1989-90.» OpAth 19:11-22.
Bennet, J. 1995. «Space through Time: Diachronic Perspectives on the Spatial Organization of the Pylian State.» Στο Politeia. Society and State in the Aegean Bronze Age. Proceedings of the 5th International Aegean Conference / 5e Rencontre égéenne Internationale, University of Heidelberg, Archäologisches Institut, 10-13 April 1994, επιμ. R. Laffineur και W.D. Niemeier, 587-602. Aegaeum 12. Liège: Université de Liège – Austin: University of Texas at Austin.
_. 1998. «Re-u-ko-to-ro za-we-te Leuktron as a Secondary Capital in the Pylos Kingdom?» Στο A-NAQO-TA: Studies presented to J.T. Killen, επιμ. J. Bennet και J. Driessen, 11-30. Minos 33-34. Salamanca: Universidad de Salamanca.
_. 1999. «Pylos: The Expansion of a Mycenaean Center.» Στο Rethinking Mycenaean Palaces: New Interpretations of an Old Idea, επιμ. M.L. Galaty και W. A. Parkinson, 29-39. Los Angeles: Cotsen Institute of Archaeology.
Benzi, M. 1975. Ceramica micenea in Attica. Milano: Istituto editoriale Cisalpino – La goliardica.
_. 1992. Rodi e la civiltà micenea. Roma: Gruppo Editoriale Internazionale.
Βλαχόπουλος, Α. 1995. «Η Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ περίοδος στη Νάξο. Τα ταφικά σύνολα και οι συσχετισμοί τους με το Αιγαίο.» Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
_. 2012α. H Yστεροελλαδική IIIΓ περίοδος στη Nάξο: Tα ταφικά σύνολα και οι συσχετισμοί τους με το Aιγαίο. Τόμος ΙΙ. Η Νάξος και ο Μυκηναϊκός Κόσμος της Μετανακτορικής περιόδου. Σειρά Δημοσιευμάτων περιοδικού Aρχαιογνωσία 10. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή.
_, επιμ. 2012β. Αρχαιολογία. Πελοπόννησος. Αθήνα: Μέλισσα.
Blegen, C.W. 1921. Korakou. A Prehistoric Settlement near Corinth. Boston – New York: American School ofClassical Studies at Athens.
Blegen, C.W., και Μ. Rawson. 1966. The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia. Vol. I, The Buildings and their Contents. Princeton: Princeton University Press.
Blegen, C.W., M. Rawson, W. Lord Taylour, και W.P. Donovan. 1973. The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia. Vol. III, Acropolis and lower town: tholoi, grave circle, and chamber tombs; discoveries outside the citadel. Princeton: Princeton University Press.
Bosanquet, R.C., και R.M. Dawkins. 1923. The Unpublished Objects from the Palaikastro Excavations 1902-1906. British School at Athens Supplementary Papers. London: MacMillan.
Broneer, A.O. 1939. «A Mycenaean Fountain on the Athenian Acropolis.» Hesperia 8:317-433.
Chadwick, J. 1973. «The Geography of the Further Province of Pylos.» AJA 77.3:276-278.
Coldstream, J.N., και G.L. Huxley. 1972. Kythera: Excavations and Studies. London: Faber and Faber.
Cosmopoulos, M.B. 2006. «The Political Landscape of Mycenaean States: A-pu2 and the Hither Province of Pylos.» AJA 110 (2):205-228.
_. 2018. Iklaina: the monumental buildings. The Archaeological Society at Athens Library 316. Athens:
The Archaeological Society at Athens.
Daux, G. 1960. «Chronique des Fouilles.» BCH 84.2:617-874.
Davis, J.L., και J. Bennet. 1999. «Making Mycenaeans: Warfare, Territorial Expansion, and Representations of the Other in the Pylian Kingdom.» Στο Polemos. Le contexte guerrier en Égée à l’âge du Bronze. Actes de la 7e Rencontre égéenne internationale, Université de Liège, 14-17 avril 1998, επιμ. R. Laffineur, 105- 118. Aegaeum 19. Liège: Université de Liège.
Davis, J.L., S.E. Alcock, J. Bennet, Y.G. Lolos, και C.W. Shelmerdine. 1997. «The Pylos Regional Archaeological Project. Part 1: Overview and the Archaeological Survey.» Hesperia 66:391-494.
Davis, J.L., J.Bennet, και C.W. Shelmerdine. 1999. «The Pylos Regional Archaeological Project: The Prehistoric Investigations.» Στο Meletemata. Studies in Aegean Archaeology presented to Malcolm H. Wiener as he enters his 65th year, επιμ. P. Betancourt, V. Karageorghis, R. Laffineur, και W-D. Niemeier, 177-184. Aegaeum 20. Liège: Université de Liège – Austin: University of Texas at Austin.
De Fidio, P. 2001. «Centralization and its Limits in the Mycenaean Palatial System.» Στο Economy and Politics in the Mycenaean Palace States: Proceedings of a Conference held on 1-3 July 1999 in the Faculty of Classics, Cambridge, επιμ. S. Voutsaki και J. Killen, 15-24. Cambridge: Cambridge Philological Society.
Δημακοπούλου, Κ. 1968. «Μυκηναϊκὰ ἀγγεῖα Ἁγ. Ἰωάννου Μονεμβασίας.» ΑΔ 23Α:145-194.
_. 1974. «Μυκηναϊκὸν ἀνακτορικὸν ἐργαστήριον εἰς Θήβας.» ΑΑΑ 7 (2):162-173.
Ευστρατίου, Κ., και Ν. Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα. 2010-11. «Το μυκηναϊκό νεκροταφείο στους Λαζάρηδες Αίγινας.» ΑΔ 65-66Α:1-162.
French, E. 1964. «Late Helladic IIIΑ1 Pottery from Mycenae.» BSA 59:241-281.
_. 1965. «Late Helladic IIIA2 Pottery from Mycenae.» BSA 60:159-202.
_. 1966. «A Group of Late Helladic IIIB1 Pottery from Mycenae.» BSA 61:216-238.
_. 1967. «Pottery from Late Helladic IIIB1 Destruction contexts at Mycenae.» BSA 62:149-193.
French, E., και P. Stockhammer. 2009. «Mycenae and Tiryns. The Pottery of the Second half of the thirteenth century BC. Contents and Definitions.» BSA 104:174-232. Furumark, A. 1972. Mycenaean Pottery: Analysis and Classification. SkrAth 20. Stockholm: Paul Åströms
Förlag. Galaty, M.L. 1999. Nestor’s wine cups: investigating ceramic manufacture and exchange in a late Bronze Age “Mycenaean” state. BAR-IS 766. Oxford: British Archaeological Reports.
Haskell, H. 1981. «Coarse Ware Stirrup Jars at Mycenae.» BSA 76:225-238.
Hiller, S. 1975. Alt-Ägina. Band IV.1, Mykenische Keramik. Mainz: P. von Zabern.
Hope Simpson, R. 1981. Mycenaean Greece. Park Ridge, N.J.: Noyes Press.
Hope Simpson, R., και O.T.P.K. Dickinson. 1979. A Gazetteer of Aegean Civilisation in the Bronze Age I, The Mainland and the Islands. SIMA 52. Göteborg: Paul Åströms Förlag.
Ἰακωβίδης, Σ. 1969-70. Περατή. Τὸ νεκροταφεῖον. Τόμ. Α-Γ. Ἀθῆναι: Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
Κορρές, Γ.Σ. 1973-74. «Κουκουνάρα Πυλίας.» ΑΔ 29 Β2:316-318.
_. 1974. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου.» ΠΑΕ:139-162.
_. 1975α. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου.» ΠΑΕ:428-514.
_. 1975β. «Ἀρχαιότητες καί μνημεῖα Μεσσηνίας. Ἀνασκαφικαὶ ἐργασίαι.» ΑΔ 30 Β1:86-96.
_. 1976. «Τύμβοι, Θόλοι καὶ Ταφικοὶ Κύκλοι τῆς Μεσσηνίας.» Στο Πρακτικὰ Α' Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, τόμ. Β', 337-369. Πελοποννησιακά, Παράρτημα 6 (2). Ἀθῆναι: Ἑταιρεία
Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
_. 1980. «Τὸ εὐμέγεθες κύπελλον “Κεφτὶ” τῆς Κουκουνάρας.» Στο Στήλη, Τόμος εἰς μνήμην Νικoλάου
Κοντολέοντος, 580-606. Ἀθήνα: Σωματεῖο τῶν φίλων τοῦ Νικολάου Κοντολέοντος.
_. 1986. «Ἐργασίαι ἀνὰ τὴν Πυλίαν.» ΠΑΕ:83-85.
_. 1991. «Ἀδημοσίευτοι σφραγῖδες ἐκ τῶν ἀνασκαφῶν τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας ἀνὰ τὴν
Μεσσηνίαν.» ΑΕ:113-135.
_. 2012. «Μεσσηνία. Ιστορικό και αρχαιολογικό περίγραμμα - Προϊστορικοί χρόνοι.» Στο Βλαχόπουλος 2012β, 426-439.
Korres, G.S. 1984. «The Relations between Crete and Messenia in the Late Middle Helladic and Early Late Helladic Period.» Στο The Minoan Thalassocracy, Myth and Reality, επιμ. R. Hägg και N. Marinatos, 141-152. Stockholm: Paul Åströms Förlag.
Κοσμόπουλος, Μ. 2012. «Ίκλαινα Πυλίας.» Στο Βλαχόπουλος 2012β, 472-473.
Κουντούρη, Ε. 2002. «H Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ κεραμική από το νεκροταφείο Βολιμιδίων Χώρας και η
σύγχρονη κεραμική παραγωγή της Μεσσηνίας.» Αδημοσίευτη Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διαθέσιμο στο: http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/
id/19656#page/276/mode/2up. Τελευταία επίσκεψη 22 Νοεμβρίου 2020.
Kountouri, E. 2018. «Messenien – am Übergang vom Ionischen zum Kretischen Meer.» Στο Mykene. Die sagenhafte Welt des Agamemnon, επιμ. B. Steinman, 112-115. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft– Karlsruhe: Badisches Landesmuseum – Mainz am Rhein: Philipp von Zabern.
Κουρουνιώτης, Κ. 1914. «Πύλου Μεσσηνιακῆς Θολωτὸς Τάφος.» ΑΕ:99-117.
Lolos, J. 1987. The Late Helladic I Pottery of the Southwestern Peloponnesos and its Local Characteristics. Götebοrg: Paul Åströms Förlag.
Μαρινᾶτος, Σ. 1958. «Ἀνασκαφὴ Πύλου.» ΠΑΕ:184-193.
_. 1959. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου.» ΠΑΕ:174-179.
_. 1960α. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου.» ΠΑΕ:195-209.
_. 1960β. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου (1952-1960).» ΑΔ 16 Β1:112-119.
_. 1963. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Πύλῳ.» ΠΑΕ:114-121.
_. 1964. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Πύλῳ.» ΠΑΕ:78-95.
_. 2014. Ἀνασκαφαὶ Μεσσηνίας, 1952-1966. Ἔκδοσις – Σχέδια Σπ. Ἰακωβίδη. Βιβλιοθήκη τῆς Ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 292. Ἀθῆναι: Ἡ Ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
McDonald, W.A. 1970. «Nichoria – Rizomilo.» ΑΔ 25 Β1:183-186.
_. 1972α. «Excavations at Nichoria in Messenia: 1969-1971.» Hesperia 41:218-273.
_. 1972β. «Nichoria.» ΑΔ 27 Β1:266-267.
McDonald, W.A., και R. Hope Simpson. 1961. «Prehistoric Habitation in Southeastern Peloponnese.» AJA 65 (3):221-260.
McDonald, W.A., και R.J. Howell. 1973. «Nichoria.» ΑΔ 28 Β1:181-193.
__. 1973-74. «Nichoria.» ΑΔ 29 Β2:321-337.
McDonald, W.A., και G.R. Rapp, επιμ. 1972. The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment. Minneapolis: University of Minnesota Press.
McDonald, W.A., και N.C. Wilkie, επιμ. 1992. Excavations at Nichoria in Southwest Greece. Vol. IΙ, The Bronze Age Occupation. Minneapolis: University of Minnesota Press.
McDonald, W.A., W.D.E. Coulson, και D.E. Rosser, επιμ. 1983. Excavations at Nichoria in Southwest Greece. Vol. IΙI, Dark Age and Byzantine Occupation. Minneapolis: University of Minnesota Press.
McDonald, W.A., C.T. Shay, N. Wilkie, R. Hope Simpson, W.D.E. Coulson, W.P. Donovan, H. Blitzer, J. Rosser, W.P. Donovan, S. Aschenbrenner, R.J. Howell, O.T.P.K. Dickinson, H. Hughes-Brock, W.D. Wade, D.L. Wolberg, F.V. Grady, R.E. Sloan, J. Shay, G. Rapp Jr., και S.R.B. Cooke. 1975. «Excavations at Nichoria in Messenia: 1972-1973.» Hesperia 44:69-141.
Morricone, L. 1965-66. «Eleona e Langada: Sepelcreti della tarda del Bronzo a Coo.» ASAtene 27-28:5-313.
Mountjoy, P.A. 1976. «LH IIIB1 pottery dating the construction of the South House at Mycenae.» BSA
71:77-111.
_. 1983. Orchomenos V. Mycenaean Pottery from Orchomenos, Eutresis and other Boeotian sites. AbhMünch 89. München: Bayerische Akademie der Wissenschaften.
_. 1986. Mycenaean Decorated Pottery. SIMA 73. Göteborg: Paul Åströms Förlag.
_. 1995. «Mycenaean Pottery from South Rhodes: A Regional Style.» Proceedings of the Danish Institute at Athens 1:21-35.
_. 1997. «The Destruction of the Palace at Pylos Reconsidered.» BSA 92:109-137.
_. 1999. Regional Mycenaean Decorated Pottery. Rahden/Westf.: M. Leidorf.
Μυλωνᾶς, Γ. 1932. Προϊστορικὴ Ἐλευσίς. Ἀθῆναι.
Papadopoulos, Α. 1979. Mycenaean Achaea. SIMA 55 (1-2). Göteborg: Paul Åströms Förlag.
Pelon, O. 1976. Tholoi, tumuli et circles funéraires. Recherches sur les monuments funéraires de plan circulaire dans l’Egée de l’âge du Bronze IIIe et IIe millénaires av. J.-C. Paris: de Boccard.
Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα, Ν. 1988α. «Το μυκηναϊκό νεκροταφείο Αλυκής Βούλας.» Αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
_. 1988β. «Το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Βάρκιζας/Βάρη.» ΑΔ 43Α:1-108.
Popham, M. 1991. «Pylos: Reflections on its Destruction and on its Iron-Age Reoccupation.» OJA 3:315-324.
Rapp, G., και S.E. Aschenbrenner. 1978. Excavations at Nichoria in Southwest Greece. Vol. I, Site, Environs and Techniques. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Rutter, J.B. 1974. «The Late Helladic IIIB at Korakou and Gonia in the Corinthia.» Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Pennsylvania.
Säflund, G. 1965. Excavations at Berbati, 1936-1937. Stockholm Studies in Classical Archaeology 4. Uppsala: Almqvist & Wiksell.
_. 1980. «Sacrificial Banquets in the Palace of Nestor.» OpAth 13:237-246.
Shelmerdine, C.W. 1981. «Nichoria in Context: A Major Town in the Pylos Kingdom.» AJA 85 (3):319-325.
Stubbings, F.H. 1947. «The Mycenaean Pottery of Attica.» BSA 42:1-75.
Symeonoglou, S. 1973. Kadmeia I: Mycenaean finds from Thebes, Greece. Excavations at 14 Oedipus St. SIMA 35. Göteborg: Paul Åströms Förlag.
Tournavitou, I. 1992. «Practical use and social function: a neglected aspect of Mycenaean pottery.» BSA 87:181-210.
Van Alfen, P. 1996-97. «The Linear Inscribed Stirrup Jars as Links in an Administrative Chain.» Minos:251-274.
Vermeule, E., και V. Karageorghis. 1982. Mycenaean Pictorial Vase Painting. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Vitale, S. 2006. «The LHIIIB-IIIC transition on the Mycenaean mainland.» Hesperia 75:177-204.
_. 2012. «Local Traditions and mycenaeanization in Central Greece. A preliminary report on the Late Helladic IIA to the Late Helladic IIIC pottery from Mitrou, East Lokris.» Στο Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας 3, επιμ. Α. Μαζαράκης-Αινιάν, 1147-1158. Βόλος: Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού – Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Wardle, K.A. 1969. «Α group of LH III1 pottery from within the citadel at Mycenae.»BSA 64:261-298.
Wilkie, N.C., και T. Karagiorga-Stathakopoulou. 1973. «A tholos tomb on the Northwest slope of the Nichoria acropolis.» ΑΔ 28 Β1:193-196.
Wright, J. 1995α. «Empty Cups and Empty Jugs: The Social Role of Wine in Minoan and Mycenaean Societies.» Στο The Origins and Ancient History of Wine: Food and Nutrition in History and Anthropology, επιμ. P. McGovern, S. Fleming, και S. Katz, 257-309. New York: Routledge.
_. 1995β. «From Chief to King in the Mycenaean Society.» Στο The Role of the Ruler in the Prehistoric
Aegean, επιμ. P. Rehak, 63-80. Aegaeum 11. Liège: Université de Liège.
Χασιακού, Α. 2003. «Μεσοελλαδική κεραμική από την Μεσσηνία (Ν.Δ. Μεσσηνία).» Αδημοσίευτη Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διαθέσιμο στο: https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/19654#page/1/mode/2up. Τελευταία επίσκεψη 22 Νοεμβρίου 2020.
Χατζή-Σπηλιοπούλου, Γ. 1995. «Διόδια.» ΑΔ 50Β:180-182.
Χωρέμης, Α. 1973. «Μυκηναϊκοὶ καὶ πρωτογεωμετρικοὶ τάφοι εἰς Καρποφόραν Μεσσηνίας.»ΑΕ:25-74.
Zangger, E., M.E. Timpson, S.B. Yazvenko, F. Kuhnke, και J. Knauss. 1997. «The Pylos Regional Archaeological Project, Part I: Landscape evolution and site preservation in the Pylos region.» Hesperia 66:549-641.







Printfriendly