.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Ο εμπορικός και ναυτικός προσανατολισμός του βασιλείου της Πύλου


Στην περιοχή της Μεσσηνίας, στη Ν.Δ. πλευρά της Πελοποννήσου, τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας χρονολογούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή, ενώ σε πολλές θέσεις η κατοίκηση ανάγεται στη Νεολιθική εποχή1. Η μορφολογία του εδάφους ήταν αυτή που καθόριζε, σε μεγάλο βαθμό, την επιλογή των θέσεων εγκατάστασης. Όμως σημαντικό ρόλο πρέπει να διαδραμάτιζε και η δυνατότητα συμμετοχής σε δίκτυα επαφών και ανταλλαγών.
Ήδη από την Τελική Νεολιθική περίοδο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις εμπορικών επαφών με την ανατολική ακτή της ηπειρωτικής Ελλάδος, όπως και με τη νήσο Μήλο2. Κατά την Εποχή του Χαλκού, στο δυτικό τμήμα της Μεσσηνίας, προτιμώνται για κατοίκηση οι ακτές και η εύφορη ενδοχώρα κοντά σ’ αυτές, ενώ στο ανατολικό επιλέγονται για εγκατάσταση και θέσεις πιο απομακρυσμένες από τη θάλασσα, όπως αυτές στην κοιλάδα του ποταμού Παμίσου3. Στη διάρκεια της Πρωτοελλαδικής εποχής, ενδεικτική είναι η προτίμηση για παράλιες θέσεις και τη μείζονα περιοχή τους (έως 5 χλμ.)4, ενώ τα πολιτισμικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙ εποχή η Μεσσηνία συμμετέχει ενεργά στην «Πρωτοελλαδική Κοινή»5. Η μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι ομαλή και ανοδική. Οι μεγάλες ποσότητες χρυσού, που βρέθηκαν στους θολωτούς τάφους της ΥΕ Ι-ΙΙ περιόδου, φανερώνουν ότι η περιοχή είχε φθάσει σε σημαντική οικονομική ευημερία, τέτοια που οδήγησε τους ερευνητές να την αποκαλέσουν «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου»6.
Ενδείξεις για πρώιμες επαφές της Μεσσηνίας με μακρινές περιοχές κατά την ΥΕ Ι-ΙΙ περίοδο αποτελούν αντικείμενα εισηγμένα από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία σε θέσεις, όπως η Κουκουνάρα, το Μυρσινοχώρι, ο Επάνω Εγκλιανός, ο Κακόβατος στα βόρεια. Τα αντικείμενα αυτά στο σύνολό τους είχαν προσφερθεί ως κτερίσματα σε θολωτούς τάφους7.
Κατά την ΥΕ ΙΙΙ περίοδο ενδεικτική είναι η ανεύρεση, στον Εγκλιανό8, ελεφαντόδοντου, εξωτικού υλικού από μακρινές περιοχές (Αίγυπτο και Συρία και πιθανόν Μ. Ασία)9 και χρυσού, από απροσδιόριστες ακόμη περιοχές10. Ανάμεσα στις έκτακτες εισφορές που καταγράφονται στις πινακίδες είναι και χρυσά αντικείμενα, συνολικά έξι κιλών, ποσότητα η οποία, σε κάθε περίπτωση, υποδηλώνει πλούτο και μάλιστα καθόλου ευκαταφρόνητο για την έκταση του βασιλείου11.
Επίσης, έχει προταθεί ότι σημιτικές και μικρασιατικές λέξεις αναγνωρίζονται στις πινακίδες της Γραμμικής Β του ανακτόρου στον Επάνω Εγκλιανό (πιθανές σημιτικές: κυπάρισσος, κυπαρίσσιος, χρυσουργός, ελαιόλαδο, λινό12, πιθανές μικρασιατικές: Σαρπηδών, Λύκιος, Τρως, Μόψος, Αμνισός, Παρνασσός κ.ά.13), υπόθεση που συνηγορεί στο ότι η Πύλος διατηρούσε επαφές και επικοινωνία με τις εν λόγω περιοχές. Η στήλη των αιγαιακών τοπωνυμίων από το Κομ- Ελ- Χετάν της Αιγύπτου, χρονολογούμενη στην εποχή του Αμενόφι του Γ' (1402-1433), πιθανόν αναφέρει και το όνομα Μεσσηνία (Μέσσανα) μεταξύ άλλων ελληνικών περιοχών14.
Όσον αφορά στις εξαγωγές, είναι δύσκολο να διαγνώσουμε με βεβαιότητα μεσσηνιακά προϊόντα (π.χ. κεραμική) σε μακρινές περιοχές, παρόλο που έχει γίνει αντικείμενο μελέτης η μεταφορά και το εμπόριο των αρωματικών ελαίων μέσα σε ψευδόστομους αμφορείς και από την περιοχή της Πύλου15. Ειδικότερα, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι αναγραφόμενες ποσότητες ελαίων στις πινακίδες της Γραμμικής Β, αλλά και ο σημαντικός αριθμός ψευδόστομων που ανευρέθησαν στο ανάκτορο, υπερέβαιναν τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς16. Οι ψευδόστομοι που ανευρέθησαν σε περιοχές της Ιταλίας έχουν πιθανή προέλευση τη Ν.Δ. Πελοπόννησο17.


Επιπρόσθετα, οι 400 ορειχαλκουργοί με τους πολυάριθμους δούλους, που καταγράφονται στις πινακίδες, αποτελούν υπερβολικά μεγάλο αριθμό για την ικανοποίηση μόνο των εσωτερικών αναγκών του βασιλείου σε μεταλλικά αντικείμενα18. Εύλογο είναι λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι το πλεόνασμα της παραγωγής μεταλλικών ειδών ήταν προορισμένο για εξαγωγή. Καθίσταται, επομένως, κατανοητό ότι η οικονομία ήταν, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτημένη από το θαλάσσιο εμπόριο, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χαλκός19 και κασσίτερος εισάγονταν από μακρινές περιοχές20.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία των πινακίδων, συνολικά 500 έως 600 γυναίκες απασχολούνταν στην υφαντουργία, πράγμα που, πιθανότατα, υποδηλώνει ότι γινόταν εξαγωγή ενός μέρους της παραγωγής μάλλινων υφασμάτων21. Εκτός από το μαλλί, φαίνεται ότι στην Πύλο υπήρχε εξειδίκευση στην κατεργασία και παραγωγή υφασμάτων από λινάρι22. Πέρα από τα είδη ένδυσης, το λινάρι προορίζονταν για την κατασκευή σχοινιών και ιστίων23.
Βέβαια, ακόμη και εάν θα ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί ο ρόλος του ανακτόρου της Πύλου ως κέντρου συντονισμού και ελέγχου βιοτεχνικών δραστηριοτήτων και παραγωγής προϊόντων προορισμένων για το εξαγωγικό εμπόριο, είναι αδύνατο, επί τη βάσει της μαρτυρίας των πινακίδων, να αμφισβητηθεί η στρατιωτική και, συγκεκριμένα, η ναυτική πλευρά της οργάνωσης του βασιλείου. Αυτή η ναυτική πλευρά φανερώνεται: α) Στην ομάδα των πινακίδων που αναφέρονται στους κωπηλάτες24, β) στις πινακίδες της λεγόμενης ακτοφυλακής25, και γ) στις δύο πινακίδες που πιθανολογείται ότι καταγράφουν ξύλινα τμήματα που απαιτούνται για την κατασκευή πλοίων26.
Ειδικότερα:
α) Συνολικά 600-700 άνδρες καταγράφονται ως κωπηλάτες που έπρεπε να υπηρετήσουν στα πλοία του στόλου της Πύλου. Όπως φαίνεται, αυτού του είδους η στρατιωτική υπηρεσία προσφέρονταν ως αντάλλαγμα παροχής γης για καλλιέργεια από το κράτος σε μεγαλογαιοκτήμονες, ενώ διάφορες πόλεις-κώμες του βασιλείου –στην πλειονότητά τους παράλιες– συνεισέφεραν επίσης ως κινητήρια δύναμη του στόλου. Πιθανόν, αυτοί οι κωπηλάτες –οι ἐρέται– να ήταν και πολεμιστές, πράγμα που εξηγεί και τη μεταγενέστερη αρχαιοελληνική σημασία της λέξης υπηρέτης: αυτός που υπηρετεί τον ερέτη, παίρνει ίσως το κουπί όταν χρειάζεται ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να πολεμήσει27. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η αναφορά στο θέμα υποδηλώνει μια διαδικασία ρουτίνας, πράγμα που σημαίνει ότι η Πύλος βρισκόταν μόνιμα σε ναυτική ετοιμότητα, όχι μόνο επειδή, πιθανόν, περίμεναν κάποια επίθεση, αλλά επειδή ήταν ναυτική δύναμη.
Ανάμεσα στους κωπηλάτες αναφέρονται και κάποιοι «Ζακύνθιοι»28, ενώ 30 στον αριθμό καταγράφονται ως κατευθυνόμενοι προς την Πλευρώνα29. Αν αποδεχθούμε για το πατριδωνυμικό και το τοπωνύμιο αντίστοιχα τις σημερινές γνωστές γεωγραφικές θέσεις, αντιλαμβανόμαστε ότι το βασίλειο της Πύλου σε μια δύσκολη στιγμή ή μη, δέχεται την ενίσχυση από το πιο κοντινό νησί σε άνδρες, ενώ έχει συνάψει κάποια μορφή «διπλωματικών» σχέσεων με παράλια πόλη στη Ν.Δ. Στερεά Ελλάδα . Το περιεχόμενο αυτής της αποστολής στην Αιτωλοακαρνανία δεν είναι γνωστό, μπορούμε να εικάσουμε από εμπορικό σκοπό μέχρι έκκληση για βοήθεια. Τέλος, εάν για κάθε πλοίο υποθέσουμε ότι χρειάζονταν 30 κωπηλάτες, προκύπτει ένας στόλος 20 καραβιών, αν χρειάζονταν λιγότεροι τότε τα πλοία ήταν περισσότερα. Είναι γνωστό πως, προκειμένου για πολεμικά πλοία, δε χρειάζονται ιδιαίτερα ογκώδη ή μεγάλα σκάφη, αρκούν μικρά ευέλικτα πλοιάρια, ικανά να κινούνται και να ελίσσονται, κυρίως κοντά στις ακτές.


β) Στις 5 πινακίδες των κειμένων της ακτοφυλακής (An 657,654, 519, 656, 661), που εύγλωττα έχουν ως επικεφαλίδα «έτσι φρουρούν οι φύλακες τις ακτές»30, καταγράφονται 10 τμήματα 800 ανδρών– φυλάκων και 11 αξιωματούχοι– επόπτες. Οι τελευταίοι, πιθανόν, είχαν υπό τις διαταγές τους χερσαία τάγματα στρατού, έτοιμα για άμυνα. Εξάλλου, ο οργανωμένος στρατός με την αμυντική ασφάλεια που παρείχε διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της μυκηναϊκής οικονομίας31.
Σε ορισμένες περιοχές, ιδιαίτερα στη Ν.Δ. πλευρά της μεσσηνιακής χερσονήσου, η φύλαξη μπορεί να γινόταν από τα πλοία που περιπολούσαν τις ακτές, και όχι από την ξηρά: κυρίως επρόκειτο για ακατοίκητες περιοχές, δύσβατες και κακοτράχαλες32. Ο Palmer έχει αναφερθεί σε σταθμούς κωπηλατών στη μεσσηνιακή χερσόνησο, διακρίνοντάς τους από τις χερσαίες μονάδες ακτοφυλακής33. Η Φοινικούντα και η Κορώνη (ο Χάραδρος και το Ρίον των πινακίδων αντίστοιχα), λοιπόν, πιθανόν να λειτουργούσαν ως λιμάνια– σταθμοί ανεφοδιασμού για τους άνδρες και τα πλοία που υπηρετούσαν στους «σταθμούς των κωπηλατών»34. Τέλος, είναι ενδεικτικό ότι οι μελετητές των πινακίδων τοποθετούν τα 10 από τα 11 αυτά τάγματα στη δυτική ακτή της Μεσσηνίας και μόνο ένα στο βάθος της δυτικής πλευράς του Μεσσηνιακού κόλπου (περιοχή ti-mi-to-a-ko, η οποία ταυτίζεται ευρέως με τη θέση Νιχώρια)35. Η πλειονότητα, μάλιστα, των ταγμάτων (5 ή 6) τοποθετούνται στην περιοχή από τον κόλπο του Ναβαρίνου έως το ανάκτορο του Επάνω Εγκλιανού.
γ) Η άποψη που διατύπωσε αρχικά το 1970 ο H. Van Effenterre36, ότι οι δύο πινακίδες, Vn 46 και Vn 879, δεν απαριθμούν τμήματα για την κατασκευή μιας μυκηναϊκής καπνοδόχου προορισμένης για μυκηναϊκό μέγαρο –όπως μέχρι τότε πιστευόταν37– αλλά ξύλινα τμήματα πλοίου, παρόλες τις αρχικές αμφισβητήσεις που δέχθηκε, κερδίζει συνεχώς έδαφος, καθώς υποστηρίζεται με τρόπο πειστικό, ιδιαίτερα μετά τη δημοσιευμένη μελέτη των St. Hocker και T. Palaima38. Θεωρήθηκε ότι οι εν λόγω πινακίδες αποτελούσαν κατάλογο τμημάτων πλοίων, που υπήρχαν στις αποθήκες, προκειμένου να δοθούν στους ναυπηγούς. Παρεμπιπτόντως, η λέξη ναυπηγός, όπως και πολλά άλλα επαγγέλματα, αναγράφεται στις πινακίδες (ναυ-δο-μο), πράγμα που φανερώνει ανακτορική εποπτεία του προσωπικού που είχε αναμειχθεί στο χτίσιμο του στόλου39. Δεδομένης της χρονικής συγκυρίας κατά την οποία γράφτηκαν οι δύο πινακίδες –λίγο πριν από την καταστροφή της Πύλου– είναι απορίας άξιο γιατί το ανάκτορο να μπει στη διαδικασία της επισκευής ή κατασκευής μιας καπνοδόχου (κα-πι-νι-για), όπως υποστηρίζεται από άλλους μελετητές, ενώ όλα δείχνουν ότι ήταν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης: συγκέντρωνε εισφορές σε χρυσό40 και χαλκό από τα αναθήματα των ναών για να κατασκευάσει βέλη και ακόντια41, πιθανόν ακόμη και να προέβαινε και σε ανθρωποθυσίες42.
Έτσι, η πρόταση ότι η λέξη ka-pi-ni-ja σημαίνει σκαφνία, δηλαδή σκάφος, φαίνεται πιο πειστική. Εφόσον το δεχθούμε αυτό, έχουμε να κάνουμε με ένα συνεχιζόμενο πρόγραμμα ανακτορικής ανάμειξης σε μια τέχνη (τη ναυπηγική), βασική και για το θαλάσσιο μεταφορικό εμπόριο. Επιπλέον, το ανάκτορο έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα για την κατασκευή ή επισκευή, σε σχετικά σύντομο χρόνο, πλοίων, τόσο απαραίτητων για την άμυνα του βασιλείου σε μια δύσκολη στιγμή. Όπως συμβαίνει και με πολλά αντικείμενα (άρματα, έπιπλα κ.ά.) που βρίσκονταν πιθανώς στο ανάκτορο και έχει γίνει η καταγραφή– απογραφή τους στις πινακίδες της Γραμμικής Β, είναι λογικό να έχει καταγραφεί και η έτοιμη, διαμορφωμένη ξυλεία, που προοριζόταν για το χτίσιμο πλοίων.
Εν κατακλείδι, αν και δεν θεωρούμε απολύτως βέβαιο το περιεχόμενο των δύο πινακίδων, η απουσία οχυρώσεων, τουλάχιστον για τη χρονική φάση καταστροφής της Πύλου, συνηγορεί για το γεγονός ότι η άμυνα της περιοχής είχε οργανωθεί διαφορετικά43.
Εάν για την καταστροφή του ανακτόρου στον Επάνω Εγκλιανό κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο δεχθούμε τη θεωρία της επίθεσης, δεν ξέρουμε από πού αυτή εκδηλώθηκε, αν και, απ’ ό,τι φαίνεται, την περίμεναν από τη θάλασσα – ίσως από τον Μεσσηνιακό κόλπο, όπου η άμυνα ήταν ασθενής (ένα τάγμα στρατού)44.
Βέβαια, χρειάζεται να τονισθεί ότι για το θέμα της καταστροφής και εγκατάλειψης του ανακτόρου της Πύλου έχουν διατυπωθεί και άλλες θεωρίες. Επικρατέστερη, ίσως, είναι εκείνη που κάνει λόγο για κατάρρευση του ανακτορικού οικονομικού συστήματος, συνέπεια της αποκοπής των εμπορικών οδών που προξένησαν οι «λαοί της θάλασσας», σε συνδυασμό με την ολοένα αυξανόμενη δυσαρέσκεια των κατώτερων καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων45.
Ακόμη και εάν ισχύει κάτι από τα παραπάνω ή κάποιος συνδυασμός τους, η αμυντική – ναυτική οργάνωση του βασιλείου της Πύλου δε μπορεί να αναιρεθεί.
Ανάμεσα στα θραύσματα τοιχογραφιών που ανευρέθησαν σε σημαντικό χώρο του ανακτόρου της Πύλου, αναφέρεται και η τοιχογραφία ενός πλοίου46, το οποίο θεωρήθηκε τμήμα μιας παράστασης με περισσότερα καράβια (π.χ. όπως στην τοιχογραφία της ναυτικής πομπής από το Ακρωτήρι της Θήρας). Αναφέρονται, επίσης, τοιχογραφίες με δελφίνια και άστρο, το οποίο θεωρείται, ομοίως, θαλασσινό θέμα. Σε κάθε περίπτωση, υποδηλώνουν τη διάθεση των κατοίκων του ανακτόρου να προβάλουν τα σύμβολα της ναυτικής τους δύναμης μέσα και από τη διακόσμηση47.


Τέλος, αξίζει να μνημονεύσουμε την πασίγνωστη αναπαράσταση μακρού πλοίου με ιστίο φουσκωμένο από τον άνεμο σε πυξίδα από την Τραγάνα της Πύλου της ΥΕ ΙΙΙΓ εποχής48, κατά την οποία οι μυκηναϊκές θέσεις μειώθηκαν στο 1/10 και τα πράγματα ακολουθούσαν φθίνουσα πορεία49. Καθώς το συγκεκριμένο πλοίο παρουσιάζει μορφολογικά χαρακτηριστικά που το κατατάσσουν στη νέα τυπολογία κατασκευής καραβιών, η οποία εγκαινιάζεται κατά την ΥΕ ΙΙΙ εποχή (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κατασκευαστικές καινοτομίες συντελούνται στην ηπειρωτική Ελλάδα)50, κατανοούμε τη σημασία ανεύρεσής του στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
Η ανάμνηση της ναυτικής ισχύος της Πύλου κατά τους ιστορικούς χρόνους πιθανώς αποτυπώνεται και στα έπη του Ομήρου. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή από την Ὀδύσσεια, κατά την οποία ο Τηλέμαχος, φθάνοντας στην Πύλο και καθώς αράζει στο ακρογιάλι, βρίσκει το Νέστορα και τους Πυλίους να κάνουν μεγάλη θυσία προς τιμήν του Ποσειδώνα51.
Η ανασύνθεση του χάρτη της μυκηναϊκής Μεσσηνίας με τη βοήθεια των πινακίδων έχει οδηγήσει στην άποψη ότι η γεωγραφική επικράτεια, που όριζε το ανάκτορο στον Επάνω Εγκλιανό52, χωριζόταν σε δύο περιοχές, την Εγγύτερη Επαρχία και την Απώτερη Επαρχία, με φυσικό ορόσημο το βουνό που υψώνεται στα Β.Δ. του ανακτόρου53. Από τα 200 τοπωνύμια που αναφέρονται (περίπου όσες θέσεις ευρημάτων –195– μέτρησαν και οι αρχαιολόγοι από τις επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές που έχουν διεξάγει)54, 17 τοπωνύμια φαίνεται ότι αποτελούσαν τις επιμέρους επαρχίες του βασιλείου. Οι 9 ανήκουν στη δυτική πλευρά (δυτικές ακτές, Κυπαρισσία και μεσσηνιακή χερσόνησος έως την Κορώνη – Ρίον των πινακίδων)55, ενώ οι υπόλοιπες 8 στην ανατολική, δηλαδή θέσεις εκατέρωθεν του ποταμού Παμίσου στην ομώνυμη κοιλάδα και κάποιες στα κοντά στα παράλια (π.χ. τα Νιχώρια – ti-mi-to-a-ko)56. Βόρειο σύνορο του βασιλείου θεωρήθηκε ο ποταμός Νέδα στα βόρεια της Κυπαρισσίας και ανατολικό σύνορο ο ποταμός Νέδων κάτω απ’ τον Ταΰγετο57.
Την προσοχή μας προσελκύει, στο σημείο αυτό, η επιλογή του Επάνω Εγκλιανού για την ανέγερση του ανακτόρου και κέντρου της περιοχής, θέση που ελέγχει τη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, άρα και τη θαλάσσια κυκλοφορία. Πραγματικά αξίζει να προβληματιστούμε γιατί επιλέχθηκε αυτή η θέση για το ανάκτορο και όχι κάποια άλλη στην πολύ πιο εύφορη κοιλάδα του Παμίσου58. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν τα θαυμάσια φυσικά λιμάνια της Βοϊδοκοιλιάς- Κόλπου του Ναβαρίνου. Πολλοί μελετητές συμφωνούν ότι στη Βοϊδοκοιλιά υπήρχε το σημαντικότερο λιμάνι του βασιλείου, αυτό που αναφέρεται στις πινακίδες με την ονομασία Roo-wa59, ενώ ο Μαρινάτος είχε ταυτίσει τη Βοϊδοκοιλιά με τα Βούβοτα των μυκηναϊκών πινακίδων60. Επιπλέον, οι πινακίδες (της «ακτοφυλακής» και άλλες) μας πληροφορούν και για άλλες παράλιες θέσεις στην επικράτεια του ανακτόρου, οι οποίες λειτουργούσαν πιθανόν και ως λιμάνια61. Όπως συνάγεται από τις πινακίδες που αναφέρονται στους κωπηλάτες και τις πινακίδες της ακτοφυλακής, υπήρχε κυκλοφορία πλοίων κοντά στις ακτές τα οποία δεν ήταν εμπορικά (ή μόνο εμπορικά). Αυτό μας οδηγεί στη σκέψη ότι πρέπει να υπήρχαν και «στρατιωτικά λιμάνια», ως σημεία - σταθμοί ανεφοδιασμού αυτών των πλοίων. Χαρακτηριστική περίπτωση θέσης που πρέπει να ήταν μόνο σταθμός ανεφοδιασμού είναι ο Χάραδρος στη μεσσηνιακή χερσόνησο, ενώ θέση που αποτελούσε λιμάνι γενικότερα (δηλ. για εμπορική και στρατιωτική χρήση) ήταν ο Ἐλάφων λιμὴν62 στην περιοχή της Κυπαρισσίας.
Κατά τα έτη 1991-95, στην ευρύτερη περιοχή του ανακτόρου, διεξήχθησαν έρευνες από διεπιστημονική ομάδα με επικεφαλής το γεωαρχαιολόγο Eberhard Zangger, με σκοπό την ανασύνθεση της γεωπεριβαλλοντικής ιστορίας του. Στα κύρια αποτελέσματα της έρευνας αυτής ήταν η ανακάλυψη –σύμφωνα πάντα με τους ερευνητές– του αρχαιότερου τεχνητού λιμανιού της Ευρώπης, στην περιοχή όπου εξέβαλε ο ποταμός Σέλας63. Αρχικά, ο ποταμός έχοντας τις πηγές του στα Β.Α. του ανακτόρου και μέσα από τη φυσική διαδρομή της κοίτης του εξέβαλε στη λιμνοθάλασσα του Οσμάναγα στα νότια. Στη συνέχεια και μετά το -1350 έγινε εκτροπή της κοίτης του ποταμού Σέλα προς τα δυτικά στο Ιόνιο, προκειμένου να κατασκευαστεί ένα τεχνητό εσωτερικό ασφαλές λιμάνι στην περιοχή Ν.Δ. της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Το φανερά τετραγωνισμένο σχήμα της κοιλότητας (ορθογώνιου παραλληλόγραμμου σχήματος 500x 300μ. περίπου) προδίδει την πιθανότητα σκόπιμης διάνοιξης και σχηματοποίησης με την εξόρυξη του πετρώματος της περιοχής. Έτσι, α) το τεχνητό λιμάνι– λεκάνη, β) ένα τεχνητό κανάλι που το συνέδεε με γ) μία εσωτερική μεγαλύτερη φυσική κοιλότητα– λίμνη στα ανατολικά του και δ) ο ποταμός Σέλας, που πλέον είχε δύο εξόδους προς τη θάλασσα (μία στα δυτικά, στη νέα έξοδο και μια στα νότια, προς τη λιμνοθάλασσα του Οσμάναγα), αποτελούσαν τμήματα ενός υδραυλικού συστήματος, χάρη στο οποίο διατηρούνταν το λιμάνι. Το ποτάμι εξέβαλε στη μεγάλη φυσική κοιλότητα- λίμνη (700 x 300μ. περίπου ) αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος των ιζημάτων του στον πυθμένα της, και στη συνέχεια, καθαρό πλέον νερό περνούσε από το τεχνητό κανάλι μέσα στο τεχνητό λιμάνι και χυνόταν στη θάλασσα, προστατεύοντας το λιμάνι από τις θαλάσσιες αποθέσεις και το κλείσιμο της εισόδου του. Το υπόλοιπο νερό του ποταμού, αυτό που δεν περνούσε από το τεχνητό κανάλι στο λιμάνι, συνέχιζε να κατευθύνεται και να χύνεται στα νότια, στη λιμνοθάλασσα του Οσμάναγα. Βέβαια, για να παραμένει σε χρήση το λιμάνι, ήταν απαραίτητο να γίνεται συνεχώς συντήρηση στο κανάλι και όπου αλλού χρειαζόταν και να ελέγχεται ο όγκος του καθαρού νερού που εισερχόταν στο λιμάνι. Όταν το λιμάνι εγκαταλείφθηκε, το ποτάμι συνέχισε να εξέρχεται προς τα δυτικά, εφόσον ήταν πλέον η κοντινότερη δίοδος προς τη θάλασσα, όμως δεν υπήρχε φροντίδα για την προστασία από τα ιζήματα, πράγμα που, μαζί με άλλες τεκτονικές και γεωλογικές μεταβολές, οδήγησε στη σημερινή τοπογραφία της περιοχής64. Η απόσταση του συγκεκριμένου υποθετικού λιμανιού από το ανάκτορο είναι 3 χλμ., ενώ της Βοϊδοκοιλιάς 6 χλμ. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί οι Μυκηναίοι της Πύλου να προβούν σε μια διαδικασία εξόρυξης εκατοντάδων χιλιάδων τόνων χώματος (στην πραγματικότητα μαλακό πέτρωμα), εφόσον η απόσταση που προαναφέρθηκε ότι «κέρδιζαν», δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Όμως, η τοπογραφία της περιοχής συνηγορεί στην ιδέα ότι, προκειμένου να αποκτήσουν ένα εξ ολοκλήρου κλειστό –άρα και απόλυτα ασφαλές– λιμάνι, θα μπορούσαν να επιχειρήσουν ένα τόσο μεγάλο έργο. Το βασίλειο φαίνεται ότι είχε την οικονομική δυνατότητα, τεχνογνωσία και πολιτική εξουσία για να αναλάβει και να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο έργο.
Πάνω απ’ όλα είχε τα κίνητρα, αφού η ίδια η διατήρηση της ύπαρξής του στηριζόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην εισαγωγή πρώτων υλών και στην εξαγωγή βιοτεχνικών προϊόντων. Έτσι, η σκέψη ενός λιμανιού, στο οποίο θα μπορούσαν με απόλυτη άνεση και ασφάλεια να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν αγαθά τα εμπορικά πλοία, μόλις 3 χλμ. από το ανάκτορο, υποβάλλει στην ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω ερευνών προς επαλήθευση ή διάψευση της πρότασης του Zangger. Στην περίπτωση που υπάρξει επαλήθευση, θα απαντηθούν παράλληλα και πολλά ερωτήματα που αφορούν τις συνθήκες εγκατάλειψης και καταστροφής του ανακτόρου στον Επάνω Εγκλιανό.


Εάν επιβεβαιωθεί η ύπαρξή του, ο τύπος του συγκεκριμένου λιμανιού ανήκει στην κατηγορία που αργότερα χαρακτηρίζονται ως «κόθωνες», δηλαδή εσωτερικά κλειστά λιμάνια με τεχνητά ανοιγμένη λεκάνη65. Σε μεταγενέστερες περιόδους, λιμάνια – κόθωνες υπήρχαν στην φοινικική Καρχηδόνα (τον -6ο αι), στη Φαλάσαρνα της Κρήτης (της Υστεροκλασικής περιόδου), στον Αμαθούντα της Κύπρου και πιθανώς, στο Κίτιο. Ερευνητές έχουν διατυπώσει απόψεις για ύπαρξη λιμανιών αυτής της κατηγορίας στην Κρήτη (ήδη από τη Μεσομινωική περίοδο)66, στην Κύπρο και στην Αίγυπτο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού67.
Επίσης, έχει υποτεθεί ότι οι προϊστορικοί μηχανικοί στην Κρήτη (από τη ΜΜ εποχή) και στην Ανατολική Μεσόγειο είχαν κατασκευάσει και εφαρμόσει υδραυλικά συστήματα στα τεχνητά λιμάνια, προκειμένου να αποφύγουν την αχρήστευσή τους εξαιτίας των ιζημάτων68.
Επομένως, η τεχνογνωσία που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του λιμανιού της Πύλου δεν θα ήταν κάτι που εφαρμοζόταν για πρώτη φορά, τουλάχιστον για τον αιγαιακό χώρο, εφόσον είχε προηγηθεί η μινωική Κρήτη. Έτσι, πριν από τους Φοίνικες, την τεχνογνωσία των κλειστών λιμένων την πήραν από τους Μινωίτες οι Μυκηναίοι, ή, εν πάση περιπτώσει, το θέμα αποτελούσε κοινή γνώση από τη -2η χιλιετία και το εκάστοτε έργο προσαρμοζόταν στις ιδιαίτερες ανάγκες, που υπαγόρευε η τοπογραφία. Εξάλλου, οι Μυκηναίοι είναι γνωστοί και για άλλα μεγάλα υδραυλικά έργα, όπως η αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδας στη Βοιωτία. Όπως και στην Κρήτη, λοιπόν, χρειάζεται ανασκαφική έρευνα στις περιοχές που έχουν υποδείξει οι ερευνητές, έργο που πιστεύουμε αξίζει τον κόπο, εφόσον τα προϊστορικά τεχνητά λιμάνια στον ελλαδικό χώρο αποτελούν ένα τομέα έρευνας για τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα.
Συμπερασματικά, θα σημειώναμε ότι η σπουδαία πολιτική επικράτεια της Πύλου, που ήκμασε στη Ν.Δ. Πελοπόννησο κατά την ΥΕ ΙΙΙ περίοδο, παρόλο που περιελάμβανε την ευφορότατη μεσσηνιακή πεδιάδα προς ανατολάς, επέλεξε ως διοικητικό της κέντρο την περιοχή του Επάνω Εγκλιανού λόγω της εγγύτητάς του με τη θάλασσα, στην οποία στήριζε την οικονομία του. Βέβαια, ο γεωργοκτηνοτροφικός τομέας και το αγροτικό πλεόνασμα αποτελούσε την απαραίτητη βάση της οικονομίας. Τα αρχαιολογικά δεδομένα και οι μαρτυρίες των πινακίδων της Γραμμικής Β σκιαγραφούν ένα κράτος με αξιόλογο βιοτεχνικό τομέα (εργατικό δυναμικό, εργασιακό καταμερισμό και πρώτες ύλες) και σαφή προσπάθεια να προστατεύσει τον εαυτό του από τυχόν κινδύνους. Αυτή η «επιστράτευση» και «τιθάσευση» των παραγωγικών δυνάμεων της περιοχής δεν θα είχε επισυμβεί, εάν δεν υπήρχε ο στόχος της διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών με άλλες περιοχές, προκειμένου να προμηθευτεί πρώτες ύλες – κυρίως μέταλλα, απαραίτητα για την ίδια τη διατήρηση της δομής και της οργάνωσής του. Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων γίνονταν αυτές οι συναλλαγές δεν έχουν γίνει πλήρως κατανοητοί ως σήμερα, καθώς τα στοιχεία που διασώζονται είναι λιγοστά. Αναμφίβολα, πάντως, η Πύλος ήταν ένα από τα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδος που συμμετείχε στο δίκτυο διεθνών επαφών και στο κλίμα κοσμοπολιτισμού της περιόδου.
Κρίνοντας μάλιστα από τη μετέπειτα πορεία της περιοχής της Πύλου κατά τους ιστορικούς χρόνους (ποτέ ξανά δεν έφθασε σε ανάλογο σημείο ακμής), ίσως ήταν το βασίλειο εκείνο, το οποίο συγκριτικά με όλα τα άλλα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδος κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, είχε εξαρτήσει περισσότερο την ύπαρξή του από τη θαλάσσια εμπορική και στρατιωτική δραστηριότητα.


Ιωάννα Βουρεξάκη
Ο εμπορικός και ναυτικός προσανατολισμός του βασιλείου της Πύλου
ΚΥΔΑΛΙΜΟΣ- Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Γεώργιο Στυλ. Κορρέ- ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

1 Davis κ.ά. 1997, 414-417.
2 Korres 1993, 231 σημ. 11.
3 Davis κ.ά.1997,417-419,430-434 για ΠΕ, και 419-423,434-445 για ΜΕ-ΥΕΙΙ. Επίση Kilian 1984, 59.
4 Kilian 1984, 59.
5 McDonald και Rapp 1972, 131-133. Κορρές 1979, 394. Morris 1986, 17-18. Korres 1993, 231.
6 Kορρές 1988, 225.
7 Λάμπρου-Phillipson 1987, 158, 160-163.
8 Åkerström 1975, 192. Λάμπρου-Phillipson 1987, 162-163.
9 De Hoff 1988, 159-160, 241-249. Chadwick 1999, 320.
10 Korres 1993, 237-238. Chadwick 1999, 320.
11 Chadwick 1999, 296.
12 Λάμπρου-Phillipson 1987, 168. Foster 1989, 29.
13 Λάμπρου-Phillipson 1987, 174-177.
14 Λάμπρου-Phillipson 1987, 182-183. Cline 1994, 112, αρ. κατ. A.24.
15 Haskell 1985, 215. Foster 1989, 151-155, 187-188.
16 Haskell 1985, 1986. Κορρές 1988, 234-235. Για αντίθετη άποψη βλ. Foster 1989, 153-155.
17 Κορρές 1988, 234.
18 Chadwick 1999, 153, 287-288, 320.
19 Παρόλες τις σχετικές αναλύσεις μεταλλικών αντικειμένων από άλλες περιοχές, με τη μέθοδο των ισοτόπων του μολύβδου, που υποδεικνύουν το Λαύριο ως πιθανή πηγή προέλευσης, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αποτελούσε την πρωταρχική πηγή χαλκού για όλες τις μυκηναϊκές «επαρχίες». Για χαλκό και εμπόριο μετάλλων βλ. Gale και Stos-Gale 1999.
20 Foster 1989, 23-26 για εισαγωγές, 27-29 για χαλκό. Για εμπόριο από μαρτυρίες πινακίδων, Killen 1985, 262-265. Για τρόπους διεξαγωγής εμπορίου, ανταλλαγές, φορολόγηση υποτελών και αναδιανομή βλ. Morris 1986,
17-47, 48-56.
21 Chadwick 1999, 311.
22 Chadwick 1999, 312-319, 320.
23 Μιχαηλίδου 1990, 74. Chadwick 1999, 319.
24 Chadwick 1987· 1999, 350-351. Ruipérez και Melena 1996, 209.
25 Ruipérez και Melena 1996, 114, 209-212. Chadwick 1999, 354-359.
26 Hocker και Palaima 1994.
27 Chadwick 1987, 77.
28 Lindgren, 1973, 49, 163-164. Chadwick 1987, 78.
29 Chadwick 1987, 76.
30 Ruipérez και Melena 1996, 210. Bennet 1999β, 139-142.
31 Για το θέμα ενδεικτικές είναι οι πινακίδες από την Πύλο που αναφέρονται στους θώρακες (to-ra-ke), βλ. Chadwick 1999, 329-330. Ruipérez και Melena 1996, 205.
32 Higgins 1966, 23.
33 Palmer 1961, 133-138.
34 Higgins 1966, 23.
35 Bennet 1999β, 143.
36 Van Effenterre 1970.
37 Baumbach 1972. Chadwick 1999, 282-284.
38 Hocker και Palaima 1994. Eπίσης, Palaima 1991.
39 Lindgren, 1973, 51, 175.
40 Ruipérez και Melena 1996, 172-173. Chadwick 1999, 296-297.
41 Chadwick 1999, 289, 290.
42 Ruipérez και Melena 1996, 194-195. Chadwick 1999, 182-185.
43 Ruipérez και Melena 1996, 209. Shelmerdine 1999, 563. Chadwick 1999, 280, 351-352.
44 Chadwick 1999, 349-361.
45 Ruipérez και Melena 1996, 214-216.
46 Van Leuven 1979, 127 σημ. 49. Επίσης Shaw 1980, 177-178, εικ. 12.
47 Shaw 2001, πίν. 1-3.
48 Κορρές 1989.
49 Chadwick 1999, 359.
50 Basch 1987, 140-147. Wedde 2000, 54-56.
51 Ομ. Ὀδ. γ 29-42.
52 Shelmerdine 1999, 559-562. Bennet 1999α.
53 Chadwick, J. 1977, 37. Carothers και McDonald 1979, 437. Carothers 1992, 233-237. Chadwick 1999, 72, 78-79. Bennet 1999α, 9-10· 1999β, 133-136.
54 Chadwick, J. 1977, 37. Carothers 1992, 234. Chadwick 1999, 76. Για αρχαιολογικές και επιφανειακές έρευνες βλ. Kilian 1984, 57, 60.
55 Για παράλιες θέσεις: Carothers 1992, 257. Bennet 1999β, 141.
56 Chadwick, J. 1977, 34 (χάρτης).
57 Shelmerdine 1973. Chadwick, A. 1977. Chadwick, J. 1977, ιδιαίτερα 38, πίν. 7, 88-93. Cherry 1977. Kendall 1977. Ruipérez και Melena 1996, 113-121. Chadwick 1999, 69-91.
58 Chadwick 1999, 69.
59 Chadwick 1987, 79-80. Ruipérez και Melena 1996, 120, 209, 211.
60 Marinatos 1970, 58. Κορρές 1979, 394.
61 Van Effenterre 1990-91. Carothers 1992, 257-276. Ruipérez και Melena 1996, 209-210. Chadwick 1999, 83-91. Bennet 1999β, 140-142.
62 Van Effenterre 1990-91. Ruipérez και Melena 1996, 210.
63 Zangger κ.ά. 1997, 613-623.
64 Higgins 1966.
65 Zangger κ.ά. 1997, 623.
66 Το λιμάνι της Ζάκρου στην ανατολ Κρήτη έχει χαρακτηρισθεί ως «κόθων»,βλ.Hadjidaki 1984, 13.
67 Το λιμάνι του Κιτίου στην Κύπρο παρουσιάζει ενδείξεις ότι θα μπορούσε να ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, βλ. Blackman, 1982, 92. Frost 1995, 20. Raban 1995, 153.
68 Raban 1991. Γενικά για το θέμα των προϊστορικών λιμένων βλ. Raban 1987, 1988, 1991, 1995 και Shaw 1990.


SUMMARY: THE MERCANTILE AND NAVAL ORIENTATION OF THE KINGDOM OF PYLOS
During the LH III period in the Southwestern Peloponnese flourished a political entity with the palace at Ano Englianos, better known as the palace of Nestor at Pylos, as its administrative center. This palace acted as an organizer and coordinator of local industrial production, as well as an international maritime center of importing and exporting commercial activities. Imported items and commodities from all over the Mediterranean confirm the existence of numerous contacts. Moreover, the evidence of the Linear B tablets is also enlightening about the industrial activities taking place. Pottery, perfumed oils, metal workings, woolen and linen textiles were among these transactions. In return, the kingdom was supplied with the necessary primary materials, especially metals, copper and tin.
The Linear B tablets which also reveal the military – naval side of the organization of the kingdom are the “rowers” tablets, the “coast-guard” tablets and, lastly, the famous Vn 46 and Vn 897 tablets.
If the kingdom fell after an attack that also led to the destruction by fire of the palace at Ano Englianos, it is more plausible that this attack came from the sea, probably from the Messenian gulf, where the defense was weak.
Iconographic finds such as fragments of wall-paintings of ships, dolphins, and stars, all coming from the palace, also attest to the will of the people of Pylos to project the symbols of their naval power through decoration.
From nearby the palace, the site of Tragana comes the famous LH IIIC depiction of a ship on a pyxis with characteristics displaying the new morphology of ships evolving during this period. In historical times, memory of the naval power of Pylos is also documented in Homer’s Odyssey .
Geoarchaeological research of the area around the palace (1991-95) by E. Zangger and his team led to the discovery –according to the investigator– of the oldest (1350-1300 B.C.) artificial harbor of Europe, in the estuary of the river Selas. Although more research is needed to prove this theory, we can understand the need of the people of Pylos for a harbor only 3 kilometers away from the palace.
Finally, the selection itself of the site at Ano Englianos for the palace, at a place that surveys the sea traffic of the west coast, near the natural harbors of Voidokoilia and the gulf of Navarino, reinforces the idea of the mercantile and naval “orientation” of the kingdom.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Åkerström, Å. 1975. «More Canaanite Jars from Greece.» OpAth 11:185-192.
Basch, L. 1987. Le musée imaginaire de la marine antique. Athènes: Institut hellénique pour la préservation de la tradition nautique.
Baumbach, L. 1972. «Further Thoughts on PY Vn 46.» Minos 12:383-397.
Bennet, J. 1999α. «Pylos, The expansion of a Mycenaean Palatial Center.» Στο Rethinking Mycenaean Palaces, New Interpretations of an Old Idea, επιμ. M.L. Galaty και W.A. Parkinson, 9-18. Los Angeles: The Cotsen Institute of Archaeology, University of California.
_. 1999β. «The Mycenaean Conceptualization of Space or Pylian Geography (…yet again!).» Στο Deger- Jalkotzy κ.ά. 1999, 131-157.
Betancourt, P., V. Karageorghis, R. Laffineur, και W.-D. Niemeier, επιμ. 1999. Meletemata. Studies in Aegean Archaeology presented to Malcolm H. Wiener as he enters his 65th year. Aegaeum 20. Liège: Université de Liège – Austin: University of Texas at Austin.
Bintliff, J., επιμ. 1977. Mycenaean Geography, Proceedings of the Cambridge Colloquium, September 1976.
Cambridge: British Association for Mycenaean Studies.
Blackman, D. 1982. «Ancient Harbours in the Mediterranean, Part I.» IJNA 11:79-104.
Carothers, J. 1992. «The Pylian Kingdom: A case study of an Early State.» Διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο California.
Carothers, J., και W.A. McDonald. 1979. «Size and distribution of the Population in Late Bronze Age Messenia: Some Statistical Approaches.» JFA 6:433-454.
Chadwick, A. 1977. «Computer simulation of Settlement Development in Bronze Age Messenia.» Στο Bintliff 1977, 88-93.
Chadwick, J. 1977. «The Interpretation of Mycenaean documents and Pylian Geography.» Στο Bintliff
1977, 36-40.
_. 1987. «The Muster of the Pylian Fleet.» Στο Tractata Mycenaea. Proceedings of the Eighth International Colloquium on Mycenaean Studies, Held in Ohrid, 15-20 September 1985, επιμ. P.H. Ilievski και L.Črepajac, 76-84. Skopje: Macedonian Academy of Sciences and Arts.
_. 1999. Ο Μυκηναϊκός κόσμος. Αθήνα: Gutenberg.
Cherry, J. 1977. «Investigating the Political Geography of an Early State by multidimensional Scaling of Linear B tablet data.» Στο Bintliff 1977, 76-88.
Cline, E.H. 1994. Sailing the Wine Dark-Sea, International trade and the Late Bronze Age Aegean. BAR-IS 591. Oxford: Tempus Reparatum.
Davis, J.L., S.E. Alcock, J. Bennet, Y.G. Lolos, και C.W. Shelmerdine. 1997. «The Pylos Regional Archaeological Project: Part I Overview and the Archaeological Survey.» Hesperia 66:391-494.
De Hoff, S.L. 1988. «The Ivory Trade in the Eastern Mediterranean Bronze Age: Background and Preliminary Investigation.» Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Minnesota.
Deger-Jalkotzy, S., S. Hiller, και O. Panagl, επιμ. 1999. Floreant Studia Mycenaea, Akten des X. Internationalen Mykenologischen Colloquiums in Salzburg vom 1-5 mai 1995. Wien: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften.
Foster, E.D. 1989. «The Manufacture and Trade of Mycenaean Perfumed Oil.» Διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο Duke. History, Archaeology, Xerox University Microfilms, Ann Arbor, Michigan.
Frost, H. 1995. «Harbours and Proto-Harbours; Early Levantine Engineering.» Στο Karageorghis και
Michaelides 1995, 1-22.
Gale, N.H., και Z.A. Stos-Gale. 1999. «Copper Oxide Ingots and the Aegean Metals Trade.» Στο Betancourt κ.ά. 1999, 267-277.
Hadjidaki, E. 1984. «Minoan Seafaring in Relation to Harbour Construction.» Στο Third European Intensive Course in Underwater Archaeology by the Council of Europe at Pylos, 28/8 – 9/9/1984. Ανάτυπα 3 (Βιβλιοθήκη Μουσείου Χανίων).
Haskell, H.W. 1985. «The Origin of the Aegean Stirrup Jar and Its Earliest Evolution and Distribution (MBIII-LB I).» ΑJA 89:221-229.
_. 1986. «Were LM III B inscribed stirrup jars palatial?» Kadmos 25:85-86.
Higgins, C.G. 1966. «Possible Disappearance of Mycenaean Coastal Settlements of the Messenian Peninsula.» AJA 70:23-29.
Hocker, F., και T. Palaima. 1994. «Late Bronze Age Aegean Ships and the Pylos Tablets Vn 46 and Vn 879.» Minos 25:297-317.
Karageorghis, V., και D. Michaelides, επιμ. 1995. Cyprus and the Sea, Proceedings of the International Symposium, Nicosia 25-26 September 1993. Nicosia: University of Cyprus.
Kendall, D. 1977. «Computer techniques and the Archival Map-Reconstruction of Mycenaean Messenia.» Στο Bintliff 1977, 83-88.
Kilian, K. 1984. «Ἡ διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Πύλου καὶ ἡ ἀρχαιολογικὴ ἱεραρχία τῶν οἰκισμῶν τῆς
Ἀργολίδας στὴ Μυκηναϊκή Ἐποχή.» Στο Πρακτικὰ Β' Τοπικοῦ Συνεδρίου Μεσσηνιακῶν Σπουδῶν
(Κυπαρισσία 27-29 Νοεμβρίου 1982), 55-67. Πελοποννησιακά, Παράρτημα 10. Ἀθῆναι: Ἑταιρεία
Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
Killen, J.T. 1985. «The Linear B tablets and the Mycenaean Economy.» Στο Linear B: A 1984 survey. Proceedings of the Mycenaean Colloquium of the VIIth Congress of the International Federation of Classical studies, Dublin, 27 August - 1 September 1984, επιμ. A. Morpurgo Davies και Y. Duhoux, 242-305. Louvain-La-Neuve: Cabay.
Κορρές, Γ.Σ. 1979. «Ἡ Προϊστορία τῆς Βοϊδοκοιλιᾶς.» Στο Μνήμη, Τόμος εἰς μνήμην Γεωργίου Κουρμούλη,393-422. Ἀθῆναι.
_. 1988. «Χρονικὸ Ἀνασκαφῶν Μεσσηνίας. Περίληψη ἀνακοινώσεως στὸ Συμπόσιο “Pylos comes alive”. Fordham University, 1984.» Πλάτων 40:221-237.
_. 1989. «Νέαι παρατηρήσεις ἐπὶ τῆς παραστάσεως πλοίου τῆς ΥΕ ΙΙΙΓ:1 πυξίδος ἐκ Τραγάνας Πύλου.» Στο Tropis I. Proceedings of the 1st International Symposium on Ship Construction in Antiquity, Piraeus,1985, επιμ. H.E. Tzalas, 177-202. Piraeus: Hellenic Institute for the Preservation of Nautical Tradition.
Korres, G.S. 1993. «Messenia and its Commercial Connections in the Bronze Age.» Στο Wace and Blegen: Pottery as evidence for trade in the Aegean Bronze Age 1939-1989. Proceedings of the International conference held at the American School of Classical Studies at Athens, December 2-3, 1989, επιμ. C. Zerner, P. Zerner και J. Winder, 231-248. Amsterdam: J.C. Gieben. Laffineur, R., και L. Basch, επιμ. 1991. Thalassa, L’Egée Préhistorique et la Mer, Actes de la troisième Rencontre égéenne internationale de l’ Université de Liège, Calvi, Corse (23-25 avril 1990). Aegaeum 7. Liège: Université de Liège.
Λάμπρου-Phillipson, Φ.Κ. 1987. «Η Ανατολική Παρουσία στο Αιγαίο κατά την Εποχή του Χαλκού, 3000-1100 π.Χ.» Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Lindgren, M. 1973. «The People of Pylos, Prosopographical and Methodological Studies in the Pylos Archives.» Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Uppsala.
Marinatos, S. 1970. «La “diaspora” crétomycénienne.» Στο Actes du Premier Congrès International des
Édudes Balkaniques et Sud-Est Européennes, 49-60. Sofia: Academie Bulgare des Sciences.
McDonald, W.A., και J.R. Rapp. 1972. The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Μιχαηλίδου, Α. 1990. «Μετρικό σύστημα και σχέσεις παραγωγής στο Αιγαίο στην Ύστερη Εποχή του
Χαλκού.» Στο Ποικίλα, 65-96. Μελετήματα 10. Αθήνα: Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος,
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Morris, H.J. 1986. «An Economic Model of the Late Mycenaean Kingdom of Pylos.» Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Minnesota.
Palaima, T. 1991. «Maritime Matters in the Linear B tablets.» Στο Laffineur και Basch 1991, 273-310.
Palmer, L.R. 1961. Mycenaeans and Minoans. London: Faber.
Raban, A. 1987. «Artificially Alternated River Outlets along the Mediterranean Coast of Israel during the Bronze Age.» Στο Déplacements des Lignes de ravage en Méditerranée d’après les Données de l’Archéologie, επιμ. R. Paskoff και P. Trousset, 173-199. Paris: CNRS.
_ 1988. «Coastal Processes and Ancient Harbour Engineering.» Στο Archaeology of Coastal Changes.
Proceedings of the First International Symposium “Cities on the Sea – Past and Present”, Haifa, Israel,
September 22-29, 1986, επιμ. A. Raban, 185-208. BAR-IS 404. Oxford: British Archaeological Reports.
_. 1991. «Minoan and Canaanite Harbours.» Στο Laffineur και Basch 1991, 129-146.
_. 1995. «The Heritage of Ancient Harbour Engineering in Cyprus and the Levant.» Στο Karageorghis
και Michaelides 1995, 139-189.
Ruipérez, M.S., και J.L. Melena. 1996. Οι Μυκηναίοι Έλληνες. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
Shaw, J. 1990. «Bronze Age Aegean Harboursides.» Στο Thera and the Aegean World III. Vol. 1, επιμ. D.A. Hardy, 420-436. London: Thera Foundation.
Shaw, M.C. 1980. «Painted “Ιkria” at Mycenae?.» AJA 84:167-179.
_. 2001. «Symbols of Naval Power at the Palace at Pylos: The Evidence from the Frescoes.» Στο Ιθάκη:
Festschrift für Jörg Schäfer zum 75. Geburtstag am 25. April 2001, επιμ. S. Böhm και K.-V. von Eickstedt, 37-43. Würzburg: Ergon Verlag.
Shelmerdine, C.W. 1973. «The Pylos Ma Tablets Reconsidered.» AJA 77:261-275.
_. 1999. «A comparative look at Mycenaean administration(s).» Στο Deger-Jalkotzy κ.ά. 1999,555-576.
Van Effenterre, H. 1970. «Un navire mycénien?» Στο Societés et compagnies de commerce en Orient et dansl’Océan Indien, επιμ. M. Mollat, 43-53. Paris: SEVPEN.
_. 1990-91. «Le “Porte des Cerfs” de la Tablette Pylienne An 657.12.» Minos 25-26:87-90.
Van Leuven, J.C. 1979. «Mycenaean Goddesses called Potnia.» Kadmos 18:112–129.
Wedde, M.2000. Towards a Hermeneutics of Aegean Bronze Age Ship Imagery. Mannheim Möhnesee: Bibliopolis.
Zangger, E., M.E. Timpson, S.B. Yazvenko, F. Kuhnke, και J. Knauss. 1997. «The Pylos Regional Archaeological Project, Part II: Landscape Evolution and Site Preservation.» Hesperia 66:549-641.




Printfriendly