Η παραγωγή κρασιού στη Μεσσηνία για εγχώρια κατανάλωση, όχι για εξαγωγή, ήταν ανάλογη με εκείνη της όμορης Ηλείας όπου, στην περιοχή τουλάχιστον της Πίσας, γινόταν συστηματική αμπελοκαλλιέργεια σύμφωνα με τον περιηγητή του +2ου αιώνα Παυσανία (6.22.1). Σε καθαρτήρια «εναγική» πυρά σε ιερό των ελληνιστικών χρόνων, στην περιοχή του Σταδίου της αρχαίας Μεσσήνης, ήλθε στο φως μεγάλος αριθμός πυρακτωμένων σπόρων κρασοστάφυλου (vinis vivifera) μαζί με σπόρους ελιάς (olea europea), κουκουνάρας (pinus pinea), αμύγδαλου (amygdalus communis), κάστανου (castanea sativa) και σύκου, οι οποίοι εξετάστηκαν σε εργαστήριο του CNRS στη Γαλλία και τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν σε σχετική μελέτη από τη Φραγκίσκη Μεγαλούδη. Απόδειξη παραγωγής μεσσηνιακού κρασιού στην αρχαιότητα αποτελούν και τα σύμβολα των νομισμάτων, κυρίως της αρχαίας Κορώνης (που βρισκόταν στο σημερινό Πεταλίδι), όπου το εικονογραφικό θέμα «τσαμπί σταφυλιού» (βότρυς) εμφανίζεται συχνά. Ιδιαίτερα τα ασημένια νομίσματα αξίας τριών οβολών, κοπές της μεσσηνιακής αυτής πόλης που χρονολογούνται από το έτος -146 και εξής, φέρουν στην πρόσθια όψη κεφάλι Αθηνάς, ενώ στην πίσω όψη τσαμπί σταφυλιού με το εθνικό ΚΟΡ(ωναίων).
Στην αρχαία Μεσσήνη, ο αδόμητος ευρύς χώρος που παρεμβάλλεται μεταξύ των οικοδομημάτων της πόλης και των τειχών της οχύρωσης περιλαμβάνει τον ορεινό όγκο της Ιθώμης για υλοτομία, βοσκή και λατόμηση, καθώς και ομαλές εκτάσεις στα δυτικά και ανατολικά της πόλης για καλλιέργεια σε αγρούς με ελιές, οπωροφόρα δέντρα και αμπελώνες. Η παραγωγή κρασιού ήταν ιδιωτική υπόθεση. Οι Μεσσήνιοι κάτοικοι της πόλης αποθήκευαν και μετέφεραν το κρασί τους που προοριζόταν, όπως σημειώσαμε, για εγχώρια κατανάλωση, σε αμφορείς κατασκευασμένους σε τοπικά κεραμικά εργαστήρια. Η τάξη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων που αναλάμβαναν και δημόσια αξιώματα, ως αιρετοί άρχοντες, είχαν το προνόμιο να γεύονται κρασιά άριστης ποιότητας, εισηγμένα από φημισμένα νησιωτικά και μικρασιατικά κέντρα παραγωγής, που ήταν κυρίως η Θάσος βόρεια και οι Ρόδος, Κως και Κνίδος νότια. Η κατανάλωση των επώνυμων αυτών κρασιών γινόταν κυρίως στα δημόσια δειπνιστήρια των μεγάλων ιερών, όπως του Ασκληπιού, στη διάρκεια των εορτών προς τιμήν του θεραπευτή αυτού θεού στα ελληνιστικά χρόνια (Εικ.1).
Οι αμφορείς με το πολύτιμο «μεθυστικό» περιεχόμενό τους, οι οποίοι έφταναν στην αρχαία Μεσσήνη από τα παραπάνω σημαντικά κέντρα παραγωγής κρασιού, κυρίως από τη Ρόδο και την Κνίδο και όχι την πιο απόμακρη Θάσο, έφεραν στις λαβές τους σφραγίσματα με τα ονόματα των αρμόδιων αρχόντων και των κατασκευαστών, καθώς και τα ονόματα των πόλεων προέλευσης συνοδευόμενα από ποικίλα σύμβολα. Τα σφραγίσματα αυτά μελετήθηκαν από τους συνεργάτες μου στην ανασκαφή της Μεσσήνης, Κατερίνα Τζαμουράνη και Τάσο Ζόμπολα, και δημοσιεύονται από την Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών.
Οι εμπορικού χαρακτήρα σχέσεις γενικώς της Μεσσηνίας με τα Δωδεκάνησα και τη Μικρά Ασία ήταν συνεχείς και εντατικές, παρά τις δυσχέρειες της απόστασης και τους κινδύνους διάπλου του Αιγαίου και περίπλου της Πελοποννήσου, καθώς ο ισθμός της Κορίνθου δεν είχε ακόμη διανοιχθεί. Τις σχέσεις αυτές επιβεβαιώνει τόσο η παρουσία των αμφορέων με τα επώνυμα κρασιά από τις παραπάνω περιοχές όσο και οι επιγραφές με ευχές για εύπλοια στους βράχους του υπήνεμου όρμου Γραμμένο στο νησί της Πρώτης, χαραγμένες εκεί από ναυτικούς εμπορικών πλοίων, προερχόμενων από πόλεις των μικρασιατικών ακτών. Το λιμάνι στο οποίο έδεναν και ξεφόρτωναν τελικά τα προϊόντα τους τα πλοία ήταν η Κυπαρισσία, από όπου έφταναν οδικώς στην αρχαία Μεσσήνη και οι αμφορείς με τα εκλεκτά κρασιά.