1. Εισαγωγή
Αξιόλογος αριθμός αρχαιολογικών θέσεων έχει εντοπιστεί στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου του Ναβαρίνου και σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων από το ανάκτορο του Νέστορα στον Άνω Εγκλιανό (εικ.1). Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας (ενδεχομένως και Neanderthals) στη Δυτική Μεσσηνία τοποθετούνται χρονικά στη Μέση Παλαιολιθική περίοδο. Οι Davis κ.ά. εντόπισαν σύνολα παλαιολιθικών εργαλείων, μέσα σε παράκτιες αποθέσεις βόρεια του Πετροχωρίου1. Τα ιζήματα αυτά ανήκουν στο Πλειστόκαινο, ενώ οι περιεχόμενες λιθοτεχνίες αντιστοιχούν στη Μουστέρια πολιτιστική φάση της Παλαιολιθικής περιόδου (περίπου 40.000 χρόνια πριν από σήμερα).
Η ανθρώπινη παρουσία συνεχίστηκε και σε μετέπειτα εποχές. Συστηματική φαίνεται ότι ήταν η δραστηριότητα επί του αλλουβιακού πεδίου στα βόρεια της Γιάλοβας (εικ.1) από τη Νεολιθική εποχή μέχρι και τους ιστορικούς χρόνους. Αρχαιολογικές θέσεις απαντούν σήμερα τόσο στην περιφέρεια της λιμνοθάλασσας (εικ.1) όσο και κάτω από τη σημερινή της στάθμη2, υποδηλώνοντας ότι η κατοίκηση πέρασε από διάφορες φάσεις και η έκτασή της κάθε φορά ήταν συνδεδεμένη με τις περιοδικές αυξομειώσεις της επιφάνειας της λιμνοθάλασσας. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η μεγάλη εξάπλωση που παρουσιάζουν οι ελληνιστικές και ρωμαϊκές θέσεις3, οι οποίες συνιστούν έναν εκτενή χώρο ταφής με περισσότερους από 100 τάφους συνολικά. Επιπροσθέτως έχει εντοπισθεί υδραγωγείο. Η συστηματική λειτουργία αυτού του νεκροταφείου τοποθετείται μετά τον -4ο αιώνα4 και κυρίως κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Αρχαία οδός που ξεκινούσε από την ενδοχώρα και περνώντας πάνω από την αμμώδη λωρίδα στα νότια της λιμνοθάλασσας διέσχιζε το νεκροταφείο και κατέληγε δυτικά, στη ρίζα του ηωκαινικού ασβεστόλιθου, κάτω από το αρχαίο Κορυφάσιο.
Στην περιοχή υπάρχουν και παλαιότεροι, μυκηναϊκοί τάφοι, όπως π.χ. ο θολωτός τάφος του γιου του Νέστορα, Θρασυμήδη5, που βρίσκεται επί του βραχώδους υψώματος στη βόρεια πλευρά της Βοϊδοκοιλιάς. Ο θολωτός αυτός τάφος φαίνεται ότι ήταν γνωστός και στους ελληνιστικούς χρόνους, όπως φαίνεται από τα ελληνιστικά ευρήματα. Όσον αφορά στην αρχαιολογική σημασία του μέρους, τόσο ο ίδιος ο τάφος του Θρασυμήδη όσο και τα κτερίσματα-αναθήματα των νεότερων τύμβων αποδεικνύουν ότι η ευρύτερη περιοχή της Γιάλοβας αποτέλεσε ιερό χώρο λατρείας των μεταγενέστερων αρχαίων Ελλήνων προς τους Μυκηναίους αλλά και τους πιο πρόσφατους προγόνους τους6.
Στο πλαίσιο των ολοκαινικών ευστατικών και τεκτονικών μεταβολών στη Δυτική Μεσσηνία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η θέση των ελληνιστικών τάφων ως προς τη στάθμη της θάλασσας.
Πράγματι, πολλά από αυτά τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα βρίσκονται βυθισμένα κάτω από το σημερινό επίπεδο της στάθμης ή πολύ κοντά σε αυτό. Δεδομένου ότι οικοδομήθηκαν στη χέρσο και σε κάποια απόσταση από την πλησιέστερη παλαιοακτή, η σημερινή τους τοποθεσία υπονοεί μία σχετική άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, τουλάχιστον από τους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι σήμερα.
Αν και το αναφερόμενο χρονικό διάστημα αντιπροσωπεύει μια μικρή χρονική περίοδο του Ανώτερου Τεταρτογενούς, οι θέσεις αυτές σχετίζονται με τεκτονο-ευστατικές διεργασίες που ίσως εξελίσσονται ακόμα και σήμερα και συνεπώς αξίζει να μελετηθούν στο πλαίσιο μεταβολών τις οποίες μελετά η παρούσα εργασία . Εντούτοις, τα ελληνιστικά κτίσματα δεν προσδιορίζουν απ’ ευθείας την παλαιοακτή, τόσο καλά όσο θα έκανε ένα αρχαίο λιμάνι, για παράδειγμα. Τα μέχρι τώρα αρχαιολογικά δεδομένα δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν επακριβώς κάποια στάθμη. Συνεπώς, οι παρατηρήσεις στις βυθισμένες θέσεις εμπλουτίζουν την έρευνα της κατακόρυφης κίνησης μάλλον με ποιοτικό τρόπο, παρά με αριθμητικές τιμές. Βέβαια, όπου παρέχονται χρονολογικά δεδομένα από παλαιότερους ερευνητές, έχουν αξιοποιηθεί ώστε να προκύψει ένα χρονολογικό πλαίσιο των μεταβολών της στάθμης της θάλασσας.
Συνεπώς, η συμπερίληψη περιοχών αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στην παρούσα μελέτη εξυπηρετεί δύο σκοπούς. Πρώτον, δεδομένου ότι τα παλαιολιθικά ίχνη εντοπίζονται εντός γεωλογικών σχηματισμών με νεοτεκτονική σημασία, δύναται να δοθεί ένα ελάχιστο χρονικό όριο της παρουσίας του ανθρώπου στην περιοχή, όπως προκύπτει από το συσχετισμό των παλαιολιθικών θέσεων με απόλυτα χρονολογημένες γειτονικές τοποθεσίες. Δεύτερον, τα απόλυτα υψόμετρα των ελληνιστικών καταλοίπων στην περιοχή της Γιάλοβας μπορούν να συνυπολογιστούν, ώστε να εκτιμηθεί το είδος της κατακόρυφης κίνησης στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν.
2. Παλαιολιθικές θέσεις
Δύο παλαιολιθικές θέσεις έχουν εντοπιστεί στην περιοχή7. Η μία από αυτές βρίσκεται στην παραλία της Ρικιάς και γύρω στα 50 μέτρα από την ακτή (εικ.1). Οι Davis κ.ά. εντόπισαν λίθινα εργαλεία διασκορπισμένα μέσα στα ανώτερα τμήματα ενός αιολιανίτη (εικ.2). Οι συγγραφείς θεωρούν ότι ο αιολιανίτης είναι ανωπλειστοκαινικής ηλικίας. Τα εργαλεία είναι κατασκευασμένα από ντόπιο κερατόλιθο (προερχόμενα από την γειτονική Ενότητα Πίνδου) με τυπολογικά χαρακτηριστικά κατεργασμένων μικρών πυρήνων και λεπίδων. Οι Davis κ.ά. κατατάσσουν χρονολογικά τα ευρήματα αυτά στη Μέση Παλαιολιθική περίοδο (περίπου 40 ky). Εντούτοις, δεν δίνουν περαιτέρω πληροφορίες για την ακριβή τοποθεσία και στρωματογραφία της θέσης.
Από προσωπική επικοινωνία με τους Dr. M. Timpson (Natural Resource Group, Inc, RI, USΑ) και Prof. Em. G. Wagner (Max Planck Institut, Heidelberg, Germany), οι οποίοι συμμετείχαν στο πρόγραμμα των Davis κ.ά., έγινε προμήθεια φωτογραφιών και άλλων πληροφοριών πεδίου ώστε να εντοπιστεί η θέση.
Η θέση εντοπίστηκε εντός των ανώτερων τμημάτων αιολιανιτών οι οποίοι καλύπτουν τα ανώτερα τμήματα μιας στρωματογραφικής κολώνας που περιείχε θαλάσσιες φάσεις κοντά στη σημερινή ακτογραμμή. Η τομή της εικ. 3 αποτελεί μια γενική περιγραφή της στρωματογραφίας της θέσης και του ορίζοντα όπου βρέθηκαν οι μουστέριες λιθοτεχνίες. Τόσο ο περιβάλλων αιολιανίτης όσο και τα περιεχόμενα εργαλεία οφείλουν να είναι νεότερα της ηλικίας της υποκείμενης θαλάσσιας ακολουθίας.
Παλαιολιθικά εργαλεία βρέθηκαν από τους ίδιους ερευνητές και βορειότερα, στην περιοχή του Βρωμονερίου, εντός σχηματισμού που περιέχει θαλάσσιες φάσεις και έχει υποστεί εν μέρει εδαφοποίηση. Ο σχηματισμός αυτός βρίσκεται στα ανώτερα τμήματα μιας ακολουθίας θαλάσσιων ψαμμιτών. Οι Davis κ.ά. κατέταξαν χρονολογικά τα αντικείμενα αυτά στη Μέση Παλαιολιθική περίοδο (Μουστέρια πολιτιστική φάση). Όλα τα εργαλεία είναι κατασκευασμένα από τοπικό κερατόλιθο.
Η χρονολόγηση με Οπτική Φωταύγεια (Optically Stimulated Luminescence ή, εν συντομία, OSL) στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. έδωσε ηλικία για τη βάση της άνωθεν στρωματογραφίας ίση με 120.000 έτη, παραπέμποντας στην τελευταία μεσοπαγετώδη περίοδο.
Αυτή η περίοδος υψηλής στάθμης έληξε γύρω στα 60.000 έτη πριν. Η απόσυρση της θαλάσσιας στάθμης κατά τη λήξη της προηγούμενης μεσοπαγετώδους περιόδου ευνόησε στις περιοχές της υφαλοκρηπίδας που αποκαλύφθηκαν την απόθεση παράκτιων θινών. Η λιθοποίηση των θινών σε μεταγενέστερο στάδιο ήταν και αιτία σχηματισμού των αιολιανιτών εντός των οποίων βρέθηκαν τα παλαιολιθικά εργαλεία. Οι συγκεκριμένοι αιολιανίτες δεν μπορεί να είναι ολοκαινικής ηλικίας καθώς τα περιεχόμενα εργαλεία είναι παλιά, τουλάχιστον μερικών δεκάδων χιλιάδων ετών. Έτσι το εύρος της χρονολόγησης των λίθινων εργαλείων, και κατ’ επέκταση η δραστηριότητα μουστέριων ανθρώπινων πληθυσμών στη ΝΔ Πελοπόννησο, περιορίζεται κάπου μεταξύ στα 60.000- 12.000 χρόνια πριν από σήμερα.
3. Νεότερες αρχαιολογικές θέσεις και η σχέση τους με την θαλάσσια στάθμη
Για τις νεότερες περιόδους το ενδιαφέρον της ανθρώπινης δραστηριότητας μετατοπίζεται λίγο νοτιότερα. Αν και υπάρχουν λίγες βεβαιωμένες νεολιθικές θέσεις (εικ.1), η δραστηριότητα γίνεται εντονότερη κατά την Εποχή του Χαλκού και ύστερα. Εξελίσσεται κυρίως στο χώρο που σήμερα καλύπτει το αλλουβιακό πεδίο και τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, στην περιοχή του Άνω Εγκλιανού, όπως επίσης και στις ακτές της Γιάλοβας και της Βοϊδοκοιλιάς (εικ.1). Όπως αποκαλύπτουν οι ανασκαφές του Γιαλούρη (1966), τα υστεροελλαδικά αποστραγγιστικά έργα επέφεραν την πλήρη ξήρανση του πεδίου και της λιμνοθάλασσας για ολόκληρη την Ελληνορωμαϊκή περίοδο. Εντούτοις, μετά από εκείνη την περίοδο η λιμνοθάλασσα άρχισε να σχηματίζεται ξανά εντός του πεδίου, οδεύοντας σταδιακά προς τη σημερινή της έκταση. Η θάλασσα άρχισε να διεισδύει διαμέσου των περατών αμμωδών φραγμάτων, τόσο από το Ιόνιο όσο και από τον Κόλπο του Ναβαρίνου, κατακλύζοντας τα αρχαία κτίσματα στο εσωτερικό. Ως εκ τούτου, η αναγέννηση της λιμνοθάλασσας εντός του αλλουβιακού πεδίου προϋποθέτει τη σχετική βύθισή των αρχαίων κτισμάτων ως προς το επίπεδο της θάλασσας.
Οι υδροδυναμικές συνθήκες και η μεγάλη περατότητα της άμμου των αμμωδών φραγμάτων διευκόλυναν ώστε το επίπεδο στάθμης της λιμνοθάλασσας, το βάθος της οποίας δεν ξεπερνά σήμερα το 1μ., να συμπίπτει με αυτό της θάλασσας. Μάλιστα, η επικοινωνία της λιμνοθάλασσας με τον Κόλπο του Ναβαρίνου είναι τόσο άμεση, που, σύμφωνα με τον Γιαλούρη, το θαλάσσιο νερό εισχωρούσε ταχύτατα υπογείως προς τα ανοιχθέντα ορύγματα κατά την διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών που διεξήγαγε δυσχεραίνοντας τις ανασκαφές8. Σήμερα, τα ελληνιστικά κτίσματα παραμένουν βυθισμένα. Σύμφωνα με το Γιαλούρη, 55 ελληνιστικοί τάφοι βρίσκονται περί το μισό μέτρο κάτω από το σημερινό επίπεδο της στάθμης της λιμνοθάλασσας και κατ’ επέκταση τη σημερινή θαλάσσια στάθμη. Ανάλογες συνθήκες ισχύουν και για τις ελληνιστικές θέσεις που εντοπίζονται στο αμμώδες φράγμα της Γιάλοβας. Ρωμαϊκοί τοίχοι και μωσαϊκά καθώς και ελληνιστικά νεκροταφεία, τοίχοι και πλακόστρωτα βρίσκονται σήμερα ακριβώς στο επίπεδο της στάθμης της θάλασσας ή και κάτω από αυτό. Ειδικότερα, οι ελληνιστικοί τάφοι που απαντούν στο κέντρο περίπου του αμμοφράγματος έχουν τα ανώτερα τμήματά τους γύρω στο 0,5 μ. κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Πάμπολλες θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στο αμμόφραγμα της Γιάλοβας έχουν καταγραφεί από μελετητές9, ενώ κάποιες από αυτές περιγράφονται ενδεικτικά ακολούθως.
Στο δυτικό άκρο, ακριβώς στο ύψος της στάθμης της θάλασσας και στο όριο του αμμώδους φράγματος και του ηωκαινικού βράχου (εικ.4), εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τα οποία σύμφωνα με τους McDonald and Hope Simpson και Pritchett ανήκαν κατά πάσα πιθανότητα σε τάφο της Πρωτογεωμετρικής περιόδου (-1050/ -850)10.
Ανατολικότερα, κατά μήκος του αμμώδους φράγματος το οποίο εκτείνεται σε διεύθυνση Α-Δ, εντοπίστηκαν κατάλοιπα υδραγωγείου (εικ.5). Τα ανώτερα και εμφανή σημεία του αγωγού βρίσκονται γύρω στο 0,5μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Η κατασκευή του τοποθετείται χρονικά μετά τους ρωμαϊκούς χρόνους και ίσως πρόκειται για μεσαιωνικό κτίσμα11. Στη θέση εντοπίστηκε τοιχοποιία (εικ.6α, β) η βάση της οποίας βρίσκεται εν μέρει βυθισμένη. Χρονολογείται στην Ελληνιστική-Ρωμαϊκή περίοδο12.
Γύρω στα 250 μ. πιο ανατολικά εντοπίστηκε συστάδα τάφων οι οποίοι σήμερα είναι γύρω στο μισό μέτρο μερικώς ή ολικώς βυθισμένοι κάτω από τη στάθμη της θάλασσας (εικ.7α, β) και χρονολογούνται στην Ελληνιστική περίοδο13. Στην ίδια θέση και σε παρόμοια βάθη βρέθηκαν ολοκληρωτικά βυθισμένα τείχη ίδιας ηλικίας (εικ.8α, β).
Θεωρώντας ότι οι αρχαίοι κατασκευαστές θα είχαν θεμελιώσει τα κτίσματα οπωσδήποτε πάνω από τη στάθμη της θάλασσας και σε κάποια απόσταση από την παλαιοακτή, οι παραπάνω θέσεις υποδηλώνουν σαφώς μια σημαντική βύθιση στην περιοχή του αμμοφράγματος, σε σχέση με τη θάλασσα, τουλάχιστον από την Ελληνιστική περίοδο.
Η τάση βύθισης στο αμμόφραγμα επιβεβαιώνεται και από άλλες ενδείξεις. Σε όλο το μήκος της γεωμορφής μικρές τοπογραφικές ταπεινώσεις που απαντούσαν πάνω στις θίνες έχουν σήμερα πληρωθεί με νερό (σαν μικρές λίμνες) με τη στάθμη του νερού να είναι ίδια με της θάλασσας. Έτσι, εκεί που παλαιότερα υπήρχαν αιολικές αποθέσεις σε ύψος μερικών μέτρων πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, σήμερα έχουν διαμορφωθεί πάνω τους παράκτια έλη (εικ.9).
Επίσης, στη βόρεια ακτή του αμμώδους φράγματος, πολύ πιο πρόσφατες κατασκευές, όπως για παράδειγμα φράχτες (εικ.10α), βρίσκονται σήμερα βυθισμένες στη λιμνοθάλασσα. Το ίδιο ισχύει και για δέντρα τα οποία φαίνονται κατά το ήμισυ και περισσότερο, βυθισμένα στη θάλασσα (εικ.10β). Συνεπώς, βάσει των παραπάνω παρατηρήσεων, μια σχετική τάση βύθισης στην περιοχή της Γιάλοβας θεωρείται δεδομένη για τους ιστορικούς χρόνους. Δεν μένει παρά η περαιτέρω διερεύνησή της και εν συνεχεία η απόδοσή της σε ευστατικά ή νεοτεκτονικά αίτια.
Τα βυθισμένα αρχαία κτίσματα (τάφοι, υδραγωγείο) αλλά και οι πιο πρόσφατες ενδείξεις (ημιβυθισμένα δένδρα, φράχτες) είναι αποτέλεσμα μιας εν εξελίξει βύθισης. Ωστόσο, πρέπει να συνεκτιμηθεί μια σχετική άνοδος της στάθμης της θάλασσας κατά τα τελευταία 2.000 έτη.
Καμπύλες σχετικής μεταβολής της θαλάσσιας στάθμης από τον Κόλπο του Ναβαρίνου14, το γειτονικό Μεσσηνιακό Κόλπο15 και άλλες παράκτιες περιοχές της Πελοποννήσου και της Μεσογείου16 προτείνουν μια σχετική άνοδο του επιπέδου της θάλασσας κατά 1 μ. περίπου για τις δυο τελευταίες χιλιετίες. Εντούτοις, όπως εξηγείται παρακάτω, η ευστατική άνοδος δεν δικαιολογεί από μόνη της τη βύθιση των αρχαιοτήτων σε βάθη μεγαλύτερα του μισού μέτρου κάτω από τη σημερινή στάθμη.
Ειδικότερα, κατά τις ταφές στην αρχαιότητα η τοποθέτηση του λειψάνου γινόταν τουλάχιστον 1μ. πάνω από τον υδροφόρο ορίζοντα, ώστε να αποφευχθεί το γέμισμα του ορύγματος με νερό κατά την εκσκαφή, η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα και η ταχεία αποσύνθεση. Στην περίπτωση της Γιάλοβας, η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα κάτω από το φράγμα άμμου θα συνέπιπτε με τη στάθμη της θάλασσας, δεδομένης της αμμώδους σύστασής του. Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική θέση του αρχαίου λειψάνου και την αρχιτεκτονική των τάφων, η βάση των τάφων θα πρέπει να βρισκόταν τουλάχιστον 1μ. υψηλότερα από την ελληνορωμαϊκή στάθμη του -1μ. Το γεγονός, ότι το δάπεδο των τάφων σήμερα βρίσκεται περίπου 1 μ. κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, επιτρέπει να υπολογίσουμε μια καθαρή τεκτονική βύθιση τουλάχιστον 1μ. για τα τελευταία 2.000- 2.300 χρόνια. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ένα ρυθμό βύθισης ίσο με 0.5 mm/y, τιμή που συμπίπτει με τις εκτιμήσεις των Flemming κ.ά. για την ίδια θέση.17
4. Γεωμορφολογική εξέλιξη του χώρου της Γιάλοβας
Η εξάπλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο Ναβαρίνο ήταν συνυφασμένη με την παλαιογεωγραφική εξέλιξη του πεδίου που περιβάλλει τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, όπως υποστηρίζεται από γεωαρχαιολογικές έρευνες18. Μια σύντομη περιγραφή αυτής παρατίθεται ακολούθως.
Τα νεολιθικά ευρήματα απουσιάζουν από στο αλλουβιακό πεδίο και περιορίζονται κυρίως στους κρημνούς γύρω από την ασβεστολιθική πλαγιά του Παλαιού Ναβαρίνου στη θέση γνωστή σήμερα ως «Σπηλιά του Νέστορα». Η απουσία τους από το πεδίο υπονοεί ότι το πεδίο μάλλον δεν υπήρχε κατά τη Νεολιθική περίοδο. Πράγματι τα δεδομένα γεωτρήσεων και ραδιοχρονολογήσεων (14C) των Kraft κ.ά. και Zangger κ.ά. βεβαιώνουν ότι τουλάχιστον για το διάστημα -9584/ -5500, σε ολόκληρο το πεδίο και στη σημερινή λιμνοθάλασσα επικρατούσαν θαλάσσιες συνθήκες, ως αποτέλεσμα της κύριας φάσης της ολοκαινικής επίκλυσης. Το σημερινό πεδίο αποτελούσε τότε τη βόρεια προέκταση του Κόλπου του Ναβαρίνου και έφτανε μέχρι το Πετροχώρι. Τα σημερινά αμμώδη φράγματα της Βοϊδοκοιλιάς και της Γιάλοβας δεν είχαν σχηματιστεί, επιτρέποντας την επικοινωνία με το Ιόνιο. Οι υδροδυναμικές συνθήκες επέτρεπαν ωστόσο τη συσσώρευση άμμου στη Βοϊδοκοιλιά και στη Γιάλοβα.
Έτσι, κατά το προηγούμενο διάστημα σχηματίστηκαν υποθαλάσσιες αμμώδεις ράχες στις δυο θέσεις. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την καταγραφή των θέσεων της Εποχής του Χαλκού, η προϊστορική δραστηριότητα άρχισε να εξελίσσεται στις βόρειες παρυφές του αλλουβιακού πεδίου μετά το -2500 (Πρωτοελλαδική ΙΙ φάση). Φαίνεται δηλαδή από την προηγούμενη παρατήρηση, ότι περιοχές, που είχαν αρχικά θαλάσσια χαρακτηριστικά, έδωσαν τη θέση τους στη χέρσο μετά το -2500. Η νέα ξηρά καταλήφθηκε στη συνέχεια από τον προϊστορικό άνθρωπο.
Οι Kraft κ.ά. αποδίδουν τη φυσικογεωγραφική αυτή μεταβολή σε ένα ευστατικό συμβάν που έλαβε χώρα εκείνη την περίοδο.
Χρονολογήσεις με ραδιοάνθρακα και γεωτρήσεις επιβεβαιώνουν μια μικρή απόσυρση (~ 4μ.) στον κόλπο του Ναβαρίνου γύρω στο -2508, η οποία οφείλεται κατά τους Kraft κ.ά. σε ευστατικά αίτια, χωρίς φυσικά να αποκλείονται και οι τεκτονικοί λόγοι. Αποτέλεσμα της απόσυρσης ήταν η μερική ανάδυση των αμμωδών ραχών και ο σχηματισμός φραγμάτων άμμου (beach barriers) στη Βοϊδοκοιλιά και στη Γιάλοβα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκλήθηκε η σταδιακή αποκοπή του χώρου από τον υπόλοιπο Κόλπο του Ναβαρίνου και το Ιόνιο. Η απομόνωση από τη θάλασσα ενισχύθηκε επιπρόσθετα με το σχηματισμό θινών πάνω στις αναδυόμενες ράχες άμμου. Τώρα, τα ρέματα από τα Β και ΒΑ της περιοχής αρχίζουν να προσχώνουν το πεδίο με ιζήματα από τα βόρεια, Το νέο έδαφος που σχηματίζεται προσφέρεται στον άνθρωπο της Εποχής του Χαλκού για κατοίκηση και καλλιέργεια.
Η ύπαρξη κλασικών και ελληνιστικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων πάνω στο φράγμα άμμου της Βοϊδοκοιλιάς και ελληνιστικών στης Γιάλοβας, αντίστοιχα, υποδηλώνει ότι ο σχηματισμός των αμμωδών φραγμάτων σταθεροποιήθηκε κάπου στο διάστημα μεταξύ -2500/ -500 και χαρακτηρίζει την περίοδο κατά την οποία το βόρειο τμήμα του κόλπου παρέμεινε απομονωμένο από την υπόλοιπη θάλασσα. Η κατοίκηση όμως σε νοτιότερα τμήματα του πεδίου φαίνεται να έγινε με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με τις βόρειες παρυφές. Στα νοτιότερα, απουσιάζουν θέσεις νεότερες της Υστεροελλαδικής περιόδου (< 1000).
Παράλληλα, το αλλουβιακό πεδίο φαίνεται να έχει τροφοδοτηθεί από αρκετά μεγάλες ποσότητες ιζημάτων, οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τη μικρή συνεισφορά των Β και ΒΑ ρεμάτων. Από την άλλη, ο ποταμός Σελάς, στα βόρεια του πεδίου, ο οποίος θα είχε τη δυναμική να το τροφοδοτήσει με μεγάλες ποσότητες ιζήματος, δεν διασχίζει το πεδίο. Ερχόμενος από τα ΒΑ, αλλάζει διεύθυνση σε Α-Δ στα βόρεια και παρακάμπτοντας εντελώς το πεδίο καταλήγει στο Ιόνιο.
Οι Kraft κ.ά., καθώς και Zangger κ.ά., μέσα από μια σειρά υποθέσεων ισχυρίζονται ότι ο ποταμός εκτράπηκε τεχνητά, ώστε να αποφευχθούν πλημμυρικά φαινόμενα στο νότιο τμήμα του πεδίου. Μία επιπλέον ένδειξη –σύμφωνα με εκείνους– για αυτήν την εκτροπή είναι ότι το σημερινό επίπεδο βάσης του Σελά βρίσκεται αρκετά μέτρα χαμηλότερα από το σημερινό επίπεδο του πεδίου (εικ.11).
Επομένως, η απουσία θέσεων παλαιότερων της Υστεροελλαδικής περιόδου στα νοτιότερα και η έναρξη της κατοίκησης στον ίδιο χώρο μετά το ~1500 υποδηλώνει ότι ίσως αυτή η εκτροπή του Σελά έγινε γύρω στο -1000, στο τέλος δηλαδή της Μυκηναϊκής περιόδου. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα των Μυκηναίων οδήγησαν στη σταδιακή αποξήρανση της λιμνοθάλασσας.
Μάλιστα, οι Kraft κ.ά. ισχυρίζονται ότι η πλήρης αποξήρανση της λιμνοθάλασσας ίσως είχε επέλθει κατά τους ελληνιστικούς-ρωμαϊκούς χρόνους. Πράγματι, κατά τη διάρκεια σύγχρονων έργων αποξήρανσης στη δεκαετία του 1960, αποκαλύφθηκαν ερείπια κτηρίων και τάφοι της ελληνιστικής περιόδου19, θέσεις που σήμερα καλύπτονται από τη λιμνοθάλασσα.
Δυστυχώς, η έρευνά μας δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει ενδείξεις αντιπλημμυρικών έργων στην περιοχή. Ωστόσο, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η σημερινή διάταξη του ποταμού Σελά θα μπορούσε να είχε προκληθεί από καθαρά γεωλογικά αίτια, χωρίς υποχρεωτική την ανθρώπινη παρέμβαση. Κατ’ αρχάς η διαπίστωση της ύπαρξης ρηξιγενούς ζώνης, διεύθυνσης Δ-Α, που συμπίπτει χονδρικά με την κοίτη του ποταμού (εικ.1), θα ήταν σε θέση να διαμορφώσει το σημερινό προσανατολισμό του Σελά. Επιπλέον, παρατηρώντας την εικόνα 11, γίνεται αντιληπτό ότι ο Σελάς, λίγο πριν εκβάλει στο Ιόνιο, διασχίζει αποκλειστικά τα θαλάσσια ιζηματογενή πετρώματα, έχοντας διαμορφώσει σε αυτά κοίτη, η μισγάγγεια της οποίας είναι τουλάχιστον 6μ. χαμηλότερα από το αλλουβιακό πεδίο, υποδηλώνοντας διαστάσεις εγκιβωτισμού που ενδεχομένως υπερβαίνουν τις τεχνολογικές δυνατότητες της Υστερομυκηναϊκής εποχής. Τα τρέχοντα δεδομένα δεν επιτρέπουν συνεπώς να αποφανθούμε με επάρκεια υπέρ της τεχνητής εκτροπής του ποταμού Σελά κατά την προϊστορία.
Κωνσταντίνος Αθανασάς- Ιωάννης Φουντούλης- Ηλίας Μαριολάκος- Ιωάννης Μπασιάκος
Γεωαρχαιολογικές παρατηρήσεις και παλαιοπεριβαλλοντικές συνθήκες στο Ναβαρίνο
ΚΥΔΑΛΙΜΟΣ- ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΏΡΓΙΟ ΣΤΥΛ. ΚΟΡΡΈ
1 Davis κ.ά. 1997.
2 Γιαλούρης 1966.
3 Γιαλούρης 1966. Καλτσάς 1981, 1982, 1983.
4 Γιαλούρης 1966.
5 Κορρές 1982, 1983.
6 Κορρές 1982, 1983.
7 Davis κ.ά. 1997.
8 Γιαλούρης 1966.
9 McDonald και Hope Simpson 1964. Pritchett 1965. Γιαλούρης 1966. McDonald και Rapp 1972. Kraft κ.ά. 1980.
10 McDonald και Hope Simpson 1964. Pritchett 1965.
11 Pritchett 1965.
12 McDonald και Rapp 1972. Pritchett 1965. Γιαλούρης 1966.
13 Γιαλούρης 1966.
14 Kraft κ.ά. 1980.
15 Kraft κ.ά. 1975.
16 Caputo και Pieri 1976. Lambeck 1996. Lambeck και Purcell 2005.
17 Flemming κ.ά. 1973.
18 Kraft κ.ά. 1980. Zangger κ.ά. 1997.
19 Γιαλούρης 1966.
SUMMARY: GEOARCHAEOLOGICAL OBSERVATIONS AND PALEOENVIRONMENTAL CONDITIONS AT NAVARINO
The coastal areas of Navarino provide evidence of human activity since prehistoric times. Ancient human activity was constrained by coastal processes, and thus archaeological remains comprise important indicators of paleoenvironmental change, as well as changes of the settlement pattern in Navarino. Hellenistic and Roman archaeological sites at Navarino are useful markers of tectonic subsidence relative to sea level and, thus, they allow us to infer local deviations from the general pattern of uplift. In this study, geomorphic, geochronological and geoarchaeological data were merged, in order to understand the neotectonic pattern that underlines the geoenvironmental evolution of Western Messenia, and specifically Navarino.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιαλούρης, Ν. 1966. «Ἑλληνιστικὸν νεκροταφεῖον Γιαλόβης Παλαιοναυαρίνου (Κορυφασίου).» AΔ21Β:164-165.
Caputo, Μ., και L. Pieri. 1976. «Eustatic sea variation in the last 2000 years in the Mediterranean.» Journal of Geophysical Research 81(33):5787-5790.
Davis, J.L., S.E. Alcock, J. Bennet, Y.G. Lolos, και C.W. Shelmerdine. 1997. «The Pylos Regional Archaeological Project. Part I: overview and the archaeological survey.» Hesperia 66:391-494. Flemming, N. C., N.M.G. Czartoryska, και P.M. Hunter. 1973. «Archaeological evidence for eustatic and tectonic components of relative sea level change in the south Aegean.» Ανακοίνωση στο 23rd Symposium of the Colston Research Society, 1971, University of Bristol.
Καλτσάς, Ν. 1981. «Διβάρι.» AΔ 36Β:152.
_. 1982. «Διβάρι Πυλίας.» AΔ 37Β:137.
_. 1983. «Από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου.» AΔ 38Α:1-77.
Κορρές, Γ. 1982. «Ἀνασκαφὴ Βοϊδοκοιλιᾶς Πυλίας.» ΠΑΕ:191-231.
_. 1983. «Ἀνασκαφὴ Βοϊδοκοιλιᾶς Πυλίας.» ΠΑΕ:169- 208.
Kraft, J.C, G. Rapp, και S.E. Aschenbrenner. 1975. «Late Holocene paleogeography of the coastal plain of theGulf of Messenia, Greece, and its relationships to archaeological settings and coastal change.» GeologicalSociety of America Bulletin 86(9):1191–1208.
Kraft, J.C., G.R. Rapp Jr., και S.E. Aschenbrenner. 1980. «Late Holocene palaeogeomorphic reconstructions in the area of the Bay Navarino: sandy Pylos.» JAS 7:187-210.
Lambeck,K.1996.«Sea-level change and shore-line evolution in Aegean Greece since Upper Palaeolithic time. » Antiquity70:588-611.
Lambeck, K.,και A. Purcell.2005.«Sea-level change in the Mediterranean Sea since the LGM: model predictions for tectonically stable areas.»QSR24:1969-1988.
McDonald, W.A., και R. Hope Simpson. 1964. «Further explorations in the southwestern Peloponnese: 1962-63.» AJA 68:229-245.
McDonald, W.A., και G. Rapp Jr. 1972. The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Pritchett, W.K. 1965. Studies in Ancient Greek Topography, Part I. Berkeley – Los Angeles: University of California Press.
Zangger, E., M. Timpson, S. Yazvenko, F. Kuhnke, και J. Knauss. 1997. «The Pylos Regional Archaeological Project; Landscape Evolution and Site Preservation.» Hesperia 66:549-641.
_. 1983. «Από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου.» AΔ 38Α:1-77.
Κορρές, Γ. 1982. «Ἀνασκαφὴ Βοϊδοκοιλιᾶς Πυλίας.» ΠΑΕ:191-231.
_. 1983. «Ἀνασκαφὴ Βοϊδοκοιλιᾶς Πυλίας.» ΠΑΕ:169- 208.
Kraft, J.C, G. Rapp, και S.E. Aschenbrenner. 1975. «Late Holocene paleogeography of the coastal plain of theGulf of Messenia, Greece, and its relationships to archaeological settings and coastal change.» GeologicalSociety of America Bulletin 86(9):1191–1208.
Kraft, J.C., G.R. Rapp Jr., και S.E. Aschenbrenner. 1980. «Late Holocene palaeogeomorphic reconstructions in the area of the Bay Navarino: sandy Pylos.» JAS 7:187-210.
Lambeck,K.1996.«Sea-level change and shore-line evolution in Aegean Greece since Upper Palaeolithic time. » Antiquity70:588-611.
Lambeck, K.,και A. Purcell.2005.«Sea-level change in the Mediterranean Sea since the LGM: model predictions for tectonically stable areas.»QSR24:1969-1988.
McDonald, W.A., και R. Hope Simpson. 1964. «Further explorations in the southwestern Peloponnese: 1962-63.» AJA 68:229-245.
McDonald, W.A., και G. Rapp Jr. 1972. The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Pritchett, W.K. 1965. Studies in Ancient Greek Topography, Part I. Berkeley – Los Angeles: University of California Press.
Zangger, E., M. Timpson, S. Yazvenko, F. Kuhnke, και J. Knauss. 1997. «The Pylos Regional Archaeological Project; Landscape Evolution and Site Preservation.» Hesperia 66:549-641.